«Ανεψιός του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού ο Στέφανος,
γεννήθηκε στη Δαμασκό το 725 μ.Χ. Τον πατέρα του τον έλεγαν Θεόδωρο Μονσούρ και
ήταν αδελφός του αγίου Ιωάννη. Σε ηλικία 10 ετών, ο Στέφανος εισήχθη από τον
θείο του στη Λαύρα του αγίου Σάββα, όπου για 15 χρόνια εκπαιδεύτηκε πολύ καλά
στη μοναχική ζωή. Μετά τον θάνατο του θείου του, αποσύρθηκε στην έρημο για να
εντρυφήσει ακόμη περισσότερο στη μελέτη του λόγου του Θεού. Εκεί ασχολήθηκε και
με την ποίηση, στην οποία διακρίθηκε, και αναδείχθηκε ένας από τους
μεγαλύτερους ποιητές της Εκκλησίας μας. Ο Στέφανος ό,τι δημιουργούσε με το
ταλέντο που του έδωσε ο Θεός, το αφιέρωνε στη δόξα του Θεού και όχι στον
θαυμασμό των ανθρώπων. Διότι τον ενέπνεαν τα λόγια της Αγίας Γραφής που λένε:
«Παν ό,τι αν ποιήτε, εν λόγω ή εν έργω, πάντα εν ονόματι του Κυρίου Ιησού,
ευχαριστούντες τω Θεώ και Πατρί δι’ αυτού» (Κολ. 3, 17). Ο Στέφανος, αφού
κόσμησε την Εκκλησία με τα ποιήματά του, πέθανε ειρηνικά το 794 μ.Χ. (κατά
άλλους το 807 μ.Χ.). Η μνήμη του οσίου Στεφάνου επαναλαμβάνεται και στις 28
Οκτωβρίου. Για ποιον λόγο υπάρχει διπλή μνημόνευση του οσίου Στεφάνου, δεν
γνωρίζουμε. Ίσως σήμερα να εορτάζουμε την ανακομιδή των λειψάνων του οσίου και
στις 28 Οκτωβρίου την κυρίως μνήμη του».
Ο ποιητής της ακολουθίας του οσίου Στεφάνου χρησιμοποιεί
κατά κόρον το λογοτεχνικό σχήμα της παρήχησης, εν σχέσει με το όνομα του οσίου
– σχήμα λίαν προσφιλές στους περισσοτέρους υμνογράφους της Εκκλησίας μας – όχι
βεβαίως για να τέρψει απλώς τα ώτα των ακουόντων, αλλά να εγκωμιάσει, και με το
κάλλος του λόγου, τον όσιο και να νουθετήσει τους πιστούς με την προβολή του
αγιασμένου βίου του. Διότι στην Εκκλησία μας εκείνο που προέχει είναι πάντοτε η
παιδαγωγία και η καθοδήγηση των πιστών και όχι η αισθητική απόλαυση. Ποτέ
δηλαδή στην Εκκλησία δεν έγινε αποδεκτό το αξίωμα «η τέχνη για την τέχνη», αλλά
η τέχνη στην υπηρεσία της σωτηρίας του ανθρώπου, με άλλα λόγια έχουμε ένα είδος
«στρατευμένης» τέχνης, για να χρησιμοποιήσουμε λόγο που ακούγεται συχνά στις
ημέρες μας.
Όμως μολονότι το προέχον είναι η παιδαγωγία, δεν
υποβαθμίζεται και το κάλλος, η εξωτερική ομορφιά. Κι εκείνος που διατύπωσε μία
θεωρία, θα λέγαμε, επ’ αυτού, ήταν ο Μέγας Βασίλειος, με τη «θεωρία του κάλλους», όπως
ονομάστηκε, κατά την οποία η ουσία είναι η αλήθεια, αλλά θα πρέπει να προσεχθεί
και η προσφορά αυτής, να προσφέρεται δηλαδή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Όπως
συμβαίνει και μ’ ένα δέντρο: ενδιαφέρουν βεβαίως οι καρποί, αλλά και το φύλλωμα δίνει την
ολοκληρία. Έτσι λοιπόν ακούμε: «Σύ, Στέφανε, μοναζόντων εγένου στεφάνωμα»,
«αμάραντον, ο Δεσπότης Παμμάκαρ σοι στέφανον, ως δίκαιος έπλεξε της αρετής»,
«ως καλός, ως ωραίος ο στέφανος, ω νυν εστεφάνωσαι, πάνσοφε Στέφανε» κ.ά.π.
Ποιο το ουσιώδες που προβάλλει ο υμνογράφος από τον βίο
του αγίου Στεφάνου; Ιδιαιτέρως μας καθοδηγεί ένα στιχηρό του οσίου από τον
εσπερινό της εορτής: «Πάτερ θεοφόρε Στέφανε, οχύρωσες τον νου σου λαμπρότατα με
τη θεία φρόνηση, τα συναισθήματά σου με την ανδρεία, τις επιθυμίες σου με τη
σωφροσύνη και κατεύθυνες όλη τη δύναμη της ψυχής σου με στοχασμό μεγάλο προς τη
δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και έφτιαξες για τον εαυτό σου τερπνότατο άρμα των αρετών,
στο οποίο ανέβηκες και με χαρά ανήλθες προς ύψος, ένδοξε».
Συμπυκνωμένα, ο υμνογράφος μάς περιγράφει την πνευματική
πορεία του οσίου: έζησε τη ζωή του Θεού (δικαιοσύνη) – το σκοπό της πνευματικής
ζωής – ασκώντας έλεγχο στις δυνάμεις της ψυχής του: στο νου και το λογιστικό με
τη θεία φρόνηση, στα συναισθήματα (θυμοειδές) με το ανδρικό φρόνημα, στις
επιθυμίες (βουλητικό) με τη σωφροσύνη. Ο υμνογράφος είναι καλός γνώστης της
Πατερικής και Νηπτικής γραμματείας. Ακολουθεί αυτό που οι Πατέρες προτείνουν
για τη θωράκιση του τριμερούς της ψυχής, που ναι μεν έχει πλατωνική προέλευση,
αλλά έγινε αποδεκτό από αυτούς, δίνοντάς του χριστιανικό περιεχόμενο. Δηλαδή:
κανείς δεν μπορεί να είναι με τον Θεό, να ζει δηλαδή τη δικαιοσύνη Του, αν δεν στρέψει όλες τις δυνάμεις του σ’ Εκείνον και δεν βάλει στο κάθε επιμέρους τμήμα της ψυχής
την αντίστοιχη αρετή: τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη.