῾Ἡ ῾Αγία
Κυριακή ἔζησε τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 3ου καί ἀρχές τοῦ 4ου μ. Χ. αἰ. ἐπί
αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ. Οἱ γονεῖς της ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μετά
πολλά χρόνια ἀτεκνίας ἔφεραν στόν κόσμο τήν κόρη τους, πού τήν ὀνόμασαν
Κυριακή, ὡς γεννημένη τήν ὁμώνυμη ἡμέρα καί ὡς ἀφιερωμένη στόν Κύριο.
Συνελήφθησαν γονεῖς καί κόρη γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό καί ὁδηγήθηκαν σέ
διαφορετικά μέρη, προκειμένου νά βασανιστοῦν γιά νά ἀλλαξοπιστήσουν. Ἡ νεαρή
παιδούλα Κυριακή, ἀφοῦ ὑπέστη σκληρά μαρτύρια, χωρίς νά ἀλλάξει ἐπ᾽ οὐδενί τήν
πίστη της, τήν ὁποία διαρκῶς καί ὁμολογοῦσε - ῾Χριστιανή εἶμαι᾽, ἔλεγε διαρκῶς
- ὁδηγήθηκε σέ εἰδωλολατρικό ναό, γιά νά θυσιάσει στά εἴδωλα, τά ὁποῖα ὅμως μέ
μόνη τήν παρουσία της, πού συνοδεύτηκε ἀπό σεισμό, ἔγιναν κομμάτια. Τήν ἔβαλαν
σέ φωτιά, ἡ ὁποία, ὅπως καί στούς τρεῖς παῖδες καί στόν ἅγιο Πολύκαρπο, δέν ῾τόλμησε᾽
νά τήν πειράξει στό παραμικρό. Τήν πῆγαν στά θηρία, πού καί αὐτά, ὅπως παλαιά
μέ τόν προφήτη Δανιήλ, δέν τῆς ἔκαναν κανένα κακό. Τότε, μανιασμένος ὁ εἰδωλολάτρης
ἄρχοντας διέταξε νά τήν ἀποκεφαλίσουν, ἀλλά στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἡ ἁγία, ἀφοῦ
προσευχήθηκε, ξάπλωσε καί παρέδωσε τήν ἁγία της ψυχή στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ
της, χωρίς νά προλάβουν οἱ δήμιοι νά ἐπιτελέσουν τό φρικτό ἔργο τους᾽.
Τό
κοντάκιο τῆς ἑορτῆς ῾παίζοντας᾽ μέ τό ὄνομά της Κυριακή, μᾶς καθοδηγεῖ στήν οὐσία
τῆς ἁγιότητάς της: φάνηκε ἡ ἁγία ῾ὡς ἀνδρεία τῷ φρονήματι, κυρία νοός
τε καί παθῶν ἀπρεπῶν᾽. Μέ ἀνδρικό τό φρόνημα, μέ πίστη σταθερή καί ἀκατάβλητη,
ὑπῆρξε κυρία τοῦ νοῦ καί τῶν ἀπρεπῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κυριαρχία αὐτή πάνω
στά πάθη καί τίς κακίες, ὥστε ὁ νοῦς νά λειτουργεῖ μέ φυσικό τρόπο, δηλαδή
προσβλέποντας στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό, φανερώνει τό παρθενικό ἦθος τῆς ἁγίας. Ἡ
παρθενικότητά της ἐγκωμιάζεται μέ ἔντονο λυρισμό ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας:
«Ἄς ἀκούσουμε ἐγκώμιο τῆς παρθένου: ὦ παρθενία, ναός Θεοῦ! ὦ παρθενία, δόξα τῶν
Μαρτύρων! ὦ παρθενία, σύντροφε τῶν ἀγγέλων».
Πρέπει νά
διευκρινίσουμε βεβαίως ὅτι γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ ἔννοια τῆς παρθενίας
δέν ἐξαντλεῖται σέ ὅ,τι σήμερα οἱ πολλοί κατανοοῦν: ὡς μία σωματικῆς φύσεως
μόνο διαφύλαξη τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια μονομερής κατανόηση τῆς παρθενίας δέν
θεωρεῖται χαρισματική κατάσταση, ἀφοῦ μπορεῖ νά τήν ἔχουν πολλοί, ἀλλά νά μή
σχετίζονται καθόλου μέ τόν Θεό οὔτε καί νά ἀνήκουν κἄν στό χῶρο τῆς ᾽Εκκλησίας.
Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι ὑπάρχουν θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες σ᾽ αὐτό τό σημεῖο ὡς κάτι
τό ἀπόλυτο ἐπικεντρώνουν τήν ὅλη ἠθική τους. Κι ἀπό τήν ἄλλη, ἡ γνωστή παραβολή
τοῦ Κυρίου μας περί τῶν δέκα παρθένων, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ πέντε παρ᾽ ὅλη τήν
παρθενία τους ἔμειναν ῾ἐκτός νυμφῶνος᾽, ἐπιβεβαιώνει ἀκόμη περισσότερο
τή μή χαρισματική ἀπό μόνη της αὐτή κατάσταση. Γιά τήν ᾽Εκκλησία μας, ἡ
παρθενία ἐκτείνεται σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: ἀγκαλιάζει τήν ψυχή
καί τό σῶμα, τό νοῦ καί ὅλες τίς δυνάμεις του, τή λογική, τά συναισθήματα καί
κυρίως τίς ἐπιθυμίες. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ παρθενία ὡς ἀρετή εἶναι πρωτίστως ἐσωτερική,
τῆς ψυχῆς κατάσταση, καί κατ᾽ ἐπέκταση σωματική. ῎Αν ὁ νοῦς δέν εἶναι παρθένος,
δηλαδή δέν στέκει ὡς φρουρός ξάγρυπνος, ὥστε νά ἐλέγχει τούς ὅποιους λογισμούς
πᾶνε νά ἀναπτυχθοῦν, εἴτε ἀπό τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση εἴτε ἀπό τόν διάβολο,
τότε μικρή ἤ καί μηδαμινή σημασία ἔχει ἡ σωματική παρθενία, κάτι πού σημαίνει ὅτι
τήν παρθενία μπορεῖ νά τήν ἔχουν καί οἱ ἔγγαμοι καί οἱ ἄγαμοι. Δέν εἶναι τυχαῖο
ὅτι ἔχει τονιστεῖ ἐπαρκῶς, ἤδη καί ἀπό μοναχούς, ὅτι ἡ συζυγική πιστότητα,
ψυχική καί σωματική, σ᾽ ἕνα χριστιανικό ζευγάρι, ἀντιστοιχεῖ στήν ἀρετή τῆς
παρθενίας πού ὑπόσχεται ὁ μοναχός.
Μία
τέτοια συνολική ἔννοια τῆς παρθενίας θεωρεῖται ὅτι κατορθώνεται μέ τή χάρη τοῦ
Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν ἔχει μία τέτοια δυνατότητα, πού σημαίνει ὅτι
ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι παρθένος χωρίς νά εἶναι μέλος Χριστοῦ. Ὁ
βαπτισμένος καί χρισμένος Χριστιανός, αὐτός νιώθει τή δύναμη τοῦ πνεύματος τοῦ
Θεοῦ, πού τόν ἐνισχύει νά ἀντιπαλαίει πρός ὅ,τι πονηρό πάει νά ἀλλοιώσει τήν ὕπαρξή
του.῾Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽ εἶπε ὁ Κύριος, ἐνῶ γιά τήν
ἁγία μας σήμερα, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὁ ὑμνογράφος σημειώνει ἐπ᾽ αὐτοῦ: ῾Αἴγλῃ
τῇ σῇ φωτιζομένη ἡ ἔνδοξος Κυριακή, φιλάθρωπε, σκότος διέφυγε πολυθέου ἀπάτης᾽,
δηλαδή, φωτίστηκε ἡ ἔνδοξη Κυριακή, φιλάνθρωπε Χριστέ, ἀπό τό δικό Σου φῶς καί
ξέφυγε ἀπό τό σκοτάδι τῆς πολύθεης ἀπάτης. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἡ παρθένος ψυχή
σώζεται, δηλαδή σχετίζεται μέ τόν Θεό, ὅταν γίνεται ταυτοχρόνως νύμφη ψυχή. ῎Αν
ὁ ἄνθρωπος δέν δεχθεῖ τόν Χριστό ὡς νυμφίο τῆς ψυχῆς του, τότε σωτηρία δέν ὑφίσταται.
Τό ζητούμενο λοιπόν γιά κάθε πιστό - κάτι πού κατορθώθηκε ἤδη ἀπό τούς ἁγίους
καί ἀπό τήν σήμερον ἑορταζομένη Κυριακή - εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό. ῾Εἰς
ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ ὁ Θεός, ὅτι τέτρωμαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐγώ. Μή
χωρίσῃς με Νυμφίε ἐπουράνιε᾽, πού λέει καί τό δοξαστικό τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ
τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας. Ὅτι, μέ τούς παραπάνω ὅρους, τό πρότυπο γιά τόν κάθε
πιστό εἶναι ἡ Παναγία, ὡς Παρθένος καί νύμφη ἀνύμφευτος, εἶναι περιττό καί νά
σημειώσουμε.