«Ο άγιος Καλλίνικος καταγόταν από την Κιλικία. Ήταν
εξαιρετικά αγαθός άνθρωπος, κι αυτό γιατί οικοδόμησε τον εαυτό του με τον φόβο
του Θεού. Έγινε για πολλούς δάσκαλος σωτηρίας και νουθετούσε ιδίως τους
ειδωλολάτρες να απομακρυνθούν από τα μάταια και να αποκτήσουν επίγνωση του
αληθινού Θεού, του Δημιουργού όλων. Γι’ αυτό συνελήφθη κι οδηγήθηκε στον
ηγεμόνα Σακερδώνα. Υποβάλλεται λοιπόν από αυτόν σε όλα τα είδη των
βασανιστηρίων, κι αφού του φόρεσαν στα πόδια σιδερένιες κρηπίδες που είχαν
όρθια καρφιά, διατάσσεται να τρέξει μέχρι την πόλη της Γάγγρας, που απείχε
ογδόντα στάδια. Αφού κάλυψε λοιπόν τα εξήντα, επειδή οι στρατιώτες που τον
οδηγούσαν δίψασαν πολύ, δεν μπορούσε εξαιτίας τους να προχωρήσει άλλο. Γι’ αυτό
προσευχήθηκε και από ξερό βράχο έβγαλε νερό, το οποίο ακόμη και τώρα
χρησιμοποιείται ως πηγή. Όταν έφτασε στη Γάγγρα, τον έβαλαν μέσα σε καμίνι
φωτιάς, όπου και παρέδωσε στον Θεό το πνεύμα του. Τελείται δε η σύναξή του
πλησίον της Γέφυρας του Ιουστινιανού και πλησίον του Πετρίου».
Στον άγιο μάρτυρα Καλλίνικο βλέπουμε το κύριο στοιχείο
της αγιότητας: την υπέρβαση του φόβου του θανάτου, όπως το επισημαίνει ο
υμνογράφος του, ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού της εορτής του: «Μάρτυς
θεόφρον Καλλίνικε, αφού προτίμησες λόγω της ευσέβειάς σου τον θάνατο παραπάνω
από τη ζωή, εξεικόνισες αληθινά τον θάνατο του Χριστού». Η επιλογή του θανάτου
παραπάνω από τη ζωή δεν οφειλόταν βεβαίως σε λόγους ψυχολογικούς, σε μία βαθειά
κατάθλιψη πιθανόν, ούτε και σε κάποια φιλοσοφική θεωρία. Οφειλόταν στη μεγάλη
αγάπη που είχε ο μάρτυρας για τον Χριστό – αυτό δηλώνει άλλωστε το επίρρημα «ευσεβώς»
- η οποία τον έκανε να προτιμά πάντοτε Εκείνον από οτιδήποτε άλλο, έστω και την
ίδια τη ζωή του. «Πληγωμένος ο μάρτυρας από την αγάπη του Χριστού φώναζε δυνατά
υπομένοντας τα βασανιστήρια: Θα τρέχω κει που είναι η μυρωδιά των μύρων Σου,
ακολουθώντας το Πάθος Σου με την αιματηρή μου άθληση» (ωδή γ΄). Στην
πραγματικότητα δεν έκανε τίποτε άλλο, από το να προσπαθεί να παραμένει συνεπής
στον λόγο του Χριστού, ο Οποίος προτρέπει και λέγει: «ο φιλών πατέρα ή
μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, υπέρ εμέ ουκ
έστι μου άξιος». Δεν υπάρχει δηλαδή μεγαλύτερη αγάπη, από την αγάπη προς
τον Χριστό, κι αυτό θέλησε να ζήσει με τρόπο συνεπή ο άγιος Καλλίνικος, όπως
βεβαίως και όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας.
Την επιλογή ακόμη και του θανάτου, προκειμένου ο πιστός
να μείνει σταθερός στην αγάπη του Χριστού, την βλέπουμε ως το κατεξοχήν
στοιχείο αγιότητας και στον απόστολο Παύλο, ο οποίος, πληγωμένος κι αυτός από
την ίδια αγάπη, έλεγε: «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι».
Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό. Να πεθάνει όχι γιατί
βαρέθηκε τη ζωή, αλλά για να είναι πιο γρήγορα σε βαθύτερη σχέση με τον Χριστό.
Κι αλλού: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Πέπεισμαι ότι ούτε
θάνατος ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της
αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Τα δυνατά αυτά συναισθήματα που
συνέπαιρναν τον απόστολο Παύλο, ήταν εκείνα που βλέπουμε να διακατέχουν και τον
άγιο Καλλίνικο. Κι είναι το στοιχείο τούτο, όπως είπαμε, το στοιχείο που
αποκαλύπτει την αληθινή αγιότητα, όπως μας το λέει ωραία και ο άγιος Ιωάννης
της Κλίμακος: «Ο άγιος επιθυμεί καθ’ ημέραν τον θάνατον». Για τους
λόγους βεβαίως που εξηγήσαμε.
Εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι μία τέτοια αγάπη, η οποία αποκαλύπτει τα αληθινά όρια της πίστης στον Χριστό, προϋποθέτει τη μετάθεση του κέντρου βάρους του πιστού από τη ζωή αυτή, με όλα τα θέλγητρα και τους πειρασμούς της, στον ίδιο τον Χριστό. Αν κανείς, με άλλα λόγια, δεν έχει πιστέψει με όλη του την ύπαρξη ότι η αληθινή ζωή βρίσκεται στον Χριστό, την πηγή της ζωής, και όχι στα περιορισμένα όρια αυτού του κόσμου, ο οποίος «παράγει και παρέρχεται» ως φθαρτός, δεν μπορεί να πει ότι είναι πραγματικά χριστιανός. Και δεν πρέπει να σπεύσει κανείς να πει ότι αυτό είναι για τους λίγους και τους εξαίρετους, γιατί αυτή η σχέση με τον Χριστό δόθηκε σε όλους τους πιστούς ως δωρεά στο άγιο βάπτισμα, που απλώς καλούμαστε διαρκώς να επιβεβαιώνουμε στην καθημερινή μας ζωή. Μη ξεχνάμε ότι δια του βαπτίσματος γινήκαμε μέλη Χριστού και συνεπώς Εκείνος είναι η ρίζα μας και το σπίτι μας.