«Οἱ δέ εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ»
Στήν περίοδο τῆς κλήσης τῶν πρώτων μαθητῶν τοῦ Κυρίου μᾶς
μεταφέρει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα. Ὁ Κύριος περιδιαβαίνοντας τά παράλια τῆς
λίμνης τῆς Γαλιλαίας καλεῖ τόν ᾽Ανδρέα καί τόν ἀδελφό του Σίμωνα, καί λίγο ἀργότερα
τόν ᾽Ιάκωβο καί τόν ἀδελφό του ᾽Ιωάννη, πού ἦταν ὅλοι ψαράδες, νά Τόν ἀκολουθήσουν,
ὥστε νά γίνουν ἁλιεῖς τῶν ἀνθρώπων. «Δεῦτε
ὀπίσω μου, καί ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Κι ἐκεῖνοι «εὐθέως ἀφέντες τά δίκτυα ἠκολούθησαν Αὐτῷ».
1. Οἱ μαθητές ἀκολούθησαν
τόν Χριστό ὄχι διότι ἐκεῖνοι Τόν διάλεξαν, μέσα στά πλαίσια ἴσως μίας μεταφυσικῆς
ἀναζήτησής τους ὥστε νά ἔχουν τήν
καύχηση τῆς δικῆς τους πρωτοβουλίας, ἀλλά διότι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τούς διάλεξε
καί τούς κάλεσε, ὅπως σέ ἄλλη περίπτωση τούς τό σημείωσε: «οὐχ ὑμεῖς με ἐξελέξασθε, ἀλλ᾽ ἐγώ ἐξελεξάμην ὑμᾶς». Κι αὐτό
σημαίνει βεβαίως ὅτι κανείς ἀπό μόνος του δέν ἀκολουθεῖ τόν Χριστό, ἄν δέν
δεχθεῖ τήν κλήση ἀπό τόν Θεό, συνεπῶς ἄν δέν μπεῖ στόν ῾ζυγό᾽ τῆς ὑπακοῆς σ᾽ ᾽Εκεῖνον.
«Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ
πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν». Κι ἐννοοῦμε κλήση, ἡ ὁποία θά μιλήσει
στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί ὄχι θά κρούσει ἁπλῶς τά τύμπανα τῶν αὐτιῶν του. «Πολλοί γάρ οἱ κλητοί, ὀλίγοι δέ ἐκλεκτοί».
Μέ ἄλλα λόγια μιλᾶμε γιά μία κλήση, ἡ ὁποία συναντᾶ τόν ἄνθρωπο σέ κατάσταση ἑτοιμότητας
πρός ἀνταπόκριση, σέ κατάσταση δηλαδή ὡριμότητας γιά σχέση μέ τόν Θεό.
2. Πῶς διακρίνει
κανείς τή γνησιότητα τῆς κλήσης γιά ἀκολουθία τοῦ Χριστοῦ; Ὁ Κύριος ἀπαντᾶ: «ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Ἡ ἀκολουθία
τοῦ Χριστοῦ ὁδηγεῖ ἀμέσως στό ἄνοιγμα πρός τόν συνάνθρωπο καί σέ ἱεραποστολική
δράση. Ἕνας ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ δέν μπορεῖ νά εἶναι καί νά παραμένει ἀπόστολος
μέ τήν ἔννοια ὅτι ἀπέκτησε ἕνα ἀξίωμα πρός προσωπική ἀπόλαυσή του - ὅ,τι ὁ
Κύριος ἔλεγξε μέ ἰδιαίτερη βδελυγμία: «Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν
κατακυριεύουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν». Ὁ Κύριος καλεῖ τόν ἄνθρωπο
νά Τόν ἀκολουθήσει, γιά νά ἀγκαλιάσει καί νά διακονήσει τόν συνάνθρωπό του μέ
σκοπό τή σωτηρία του, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἀπόστολος γίνεται συνεργός τοῦ Θεοῦ.
Κι αὐτό συμβαίνει ὄχι μόνο στούς ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά σέ ὅλους τούς
πιστούς Του, ἀνεξάρτητα ἀπό τό διακόνημα πού μπορεῖ νά ἔχουν ἀναλάβει: εἶναι
μαθητές, ἀκολουθοῦν τόν Χριστό, στό βαθμό πού ἀγαποῦν μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς
τους τόν ὅποιο συνάνθρωπό τους, ἀκόμη καί τόν ἐχθρό τους.
3. Κατανοεῖ κανείς ὅτι μία τέτοια χαρισματική κατάσταση ἔχει
τόν χαρακτήρα τῆς θυσίας - γεγονός πού παραπέμπει στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιαστικότητα
τοῦ πιστοῦ ὡς μέλους Χριστοῦ: μόνον ὁ βαπτισμένος στό ὄνομα Αὐτοῦ καί μετέχων ἐν
μετανοίᾳ στό σῶμα καί τό αἷμα Ἐκείνου παίρνει καί τή δύναμή Του γιά νά ζήσει
θυσιαστικά σάν Ἐκεῖνον. Διότι συνήθως οἱ
ἄνθρωποι, μπροστά στήν ἀγάπη τοῦ χριστιανοῦ, (συνέχεια τῆς ἀγάπης του πρός τόν
Θεό), ἀντιδροῦν καί ἐναντιώνονται, συχνά
δέ τούς ὁδηγοῦν καί στό μαρτύριο. Ὁ
Κύριος δέν ὑποσχέθηκε στούς ἀκολούθους Του δάφνες καί ροδοπέταλα.
Τούς εἶπε ὅτι θά ὑποστοῦν βάσανα καί διωγμούς, ἀλλά μέ τόν τρόπο αὐτό θά
παραμένουν ἑνωμένοι μέ ᾽Εκεῖνον καί θά βοηθοῦν οὐσιαστικά τούς ἀνθρώπους - ὅ,τι
συνέβη δηλαδή καί στόν ῎Ιδιο. «Ὅστις
θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω
μοι». Γι᾽ αὐτό καί ἡ χριστιανική πίστη δέν εἶναι πρός λαϊκή κατανάλωση καί
δέν μπορεῖ ποτέ νά γίνει τοῦ ῾συρμοῦ᾽. ᾽Απαιτεῖ γενναιότητα καί πραγματική ἀγάπη
πρός τόν Χριστό, κάτι πού ἐξηγεῖ καί τή συρρίκνωσή της σέ στατιστικά στοιχεῖα
παγκοσμίως.
4. Ποιές οἱ προϋποθέσεις αὐτῆς
τῆς ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ;
(α) «ἀφέντες τά δίκτυα». Μπορεῖ καί ἀκολουθεῖ
κανείς τόν Χριστό, ὅταν προβεῖ σέ ἀποταγή ὁποιουδήποτε στοιχείου τόν δένει μέ
τόν κόσμο, ἔστω κι ἄν αὐτό θεωρεῖται, κοσμικά, καλό. Τό ζητούμενο δηλαδή
πάντοτε γιά τόν Χριστιανό δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό πού συνιστᾶ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ.
῎Αν τό θέλημα ᾽Εκείνου περνᾶ μέσα ἀπό τό ῾ἄφημα᾽ ἀκόμα καί τῆς δουλειᾶς του, τῶν
πάντων καλύτερα – «ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν
πάντα καί ἠκολουθήσαμέν σοι» θά ποῦν ἀλλοῦ οἱ ἀπόστολοι στόν Χριστό – τότε
αὐτή εἶναι ἡ προτεραιότητα τοῦ πιστοῦ. Μέ ἄλλα λόγια, ἄν κάτι μέ ῾δένει᾽ παθολογικά
μέ τόν κόσμο, ὅσο κι ἄν θεωρεῖται κοντινό καί ἀπαραίτητο σέ μένα, πρέπει νά εἶμαι
ἕτοιμος νά τό ἀφήσω.
(β) «εὐθέως», δηλαδή χωρίς ἀναβολή, ἀμέσως. Ὅταν μέ καλεῖ ὁ Θεός, ὅταν γνωρίζω τό ἅγιο θέλημά Του, ἀλλά ἀναβάλλω τήν ἀνταπόκρισή μου καί τήν ἐφαρμογή αὐτοῦ τοῦ θελήματος στή ζωή μου, ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ εὐθύνη τῆς ἐναντίωσής μου στόν Θεό. Καί συνήθως συμβαίνει τό ἑξῆς: διαρκῶς καί μεταθέτω τήν ἀπόφαση ἀκολουθίας τοῦ Χριστοῦ γιά...ἀργότερα, ἄρα δέν Τόν ἀκολουθῶ ποτέ. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἡ χριστιανική ζωή ἔχει τό στοιχεῖο τῆς ἀποφασιστικότητας. ῎Ανθρωπος πού ἔχει πειστεῖ γιά τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ καί γιά τή σωτηρία πού προσφέρει ὡς ζωντανή σχέση μέ τόν Θεό, δέν μπορεῖ νά ἀναβάλλει. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἤ ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία εἶναι ἐντελῶς ἐνδεικτικά παραδείγματα τῆς ἀλήθειας αὐτῆς.