«Αυτός ο άγιος ήταν
από τη Σεβάστεια, επί Διοκλητιανού βασιλέως. Συνελήφθη από τον ηγεμόνα
Φιλόμαχο, μαζί με τους δέκα μαθητές του, κι αφού υπέμεινε μ’ αυτούς
πολλά βασανιστήρια, «δέχεται την διά ξίφους τελευτήν». Λέγεται γι’ αυτόν, ότι
πριν από τη σύλληψή του, πήγε στο Μοναστήρι του και δεν βρήκε τους μαθητές του,
διότι είχαν συλληφθεί πιο μπροστά. Στο Μοναστήρι συνάντησε την ελαφίνα, πού την
είχε αναθρέψει εκεί, την ευλόγησε και προσευχήθηκε να μην
την πιάσουν ποτέ οι κυνηγοί, ούτε αυτήν ούτε και τα ελαφάκια της,
αλλά κάθε χρόνο από αυτά που θα γεννά, ένα μικρό της να το φέρνει στο
Μοναστήρι, πράγμα που έγινε. Διότι φαινόταν, μετά την ανάγνωση των αγίων
Ευαγγελίων, να εισέρχεται στην Εκκλησία η ελαφίνα, να αναθέτει στον άγιο το
ελαφάκι και πάλι να εξέρχεται. Οι συγκεντρωμένοι χριστιανοί έτρωγαν με χαρά από
την προσφορά αυτή της ελαφίνας, εις δόξαν και τιμήν του αγίου, κι ήταν τούτο
ένα θαύμα μεγάλο γι’ αυτούς που το ’βλεπαν και το άκουγαν, είτε
πιστούς είτε απίστους».
Δεν είναι πολύ γνωστός
ο άγιος ιερομάρτυς Αθηνογένης στο ευρύ χριστιανικό κοινό, όμως τον μνημονεύουμε
"έμμεσα" καθημερινά στον εσπερινό, διότι κατά μία παλαιά παράδοση
είναι ο συνθέτης του επιλύχνιου λεγόμενου ύμνου (το "Φως ιλαρόν αγίας
δόξης αθανάτου Πατρός" δηλαδή που αναφέρεται στον Κύριο Ιησού Χριστό), την
ώρα που ο άγιος οδηγείτο στο μαρτύριο.
Η ζωή του αγίου
παρουσιάζει μία συγκινητική ιδιαιτερότητα. Πέραν του συνδέσμου που φαίνεται ότι
ο άγιος είχε με τους μαθητές του, προκαλεί συγκίνηση και ο σύνδεσμός του με την
ελαφίνα, η οποία συμπεριφέρεται, θα λέγαμε, ως γνήσιος υποτακτικός. Πρέπει να
υπονοήσουμε ότι αυτό συμβαίνει, διότι ο άγιος διακατεχόταν από μεγάλη αγάπη και
προς τους μαθητές του και προς τα ζώα. Μόνον ένας που ζει μία τέτοια αγάπη,
μπορεί και θέτει το ενδιαφέρον του για τους άλλους υπεράνω και της ζωής του.
Διότι τον κυνηγούσαν τον άγιο για την πίστη του κι εκείνος, αντί να φύγει και
να κρυφτεί, νιώθει την ανάγκη να φροντίσει τους μαθητές του κι ακόμη και το ζώο
που ανέθρεψε, την ελαφίνα.
Η στάση αυτή του
αγίου, στάση αγάπης που πηγάζει από την πίστη στον Χριστό – μόνον η
πίστη αυτή δίνει δύναμη υπέρβασης και του ενστίκτου αυτοσυντήρησης – μάς οδηγεί
σε δύο ασφαλή συμπεράσματα για τον άγιο και την ορθόδοξη πίστη:
(1) ερχόμενος ο άγιος
στο Μοναστήρι του να φροντίσει για τους μαθητές του, παρ’ όλους τους
κινδύνους που τελικώς δεν απέφυγε, διαπιστώνει ότι ήδη εκείνοι είχαν συλληφθεί
για την πίστη τους στον Χριστό, την οποία επιβεβαίωσαν και με το
ιερό μαρτύριό τους. Έτσι μέσα από αυτό το στοιχείο - λεπτομέρεια ίσως από το
συναξάρι του - φανερώνεται όχι μόνον η αγιότητά του, αλλά και το
πόσο καλός ηγούμενος υπήρξε όλα τα προηγούμενα χρόνια, πόσο δηλαδή καλά
καθοδήγησε τα πνευματικά του τέκνα, ώστε και χωρίς την παρουσία του, εκείνα να
είναι έτοιμα για το μαρτύριο. Ο άγιος καταλαβαίνουμε ότι λειτούργησε ως καλός
«αλείπτης» για τους μαθητές του, ως δηλαδή καλός προπονητής στην πνευματική
τους ζωή, κάτι που εντείνει ακόμη περισσότερο τη φωτεινότητα της προσωπικότητάς
του∙
(2) τα τελευταία χρόνια τονίστηκε ευρύτερα, ιδίως μετά από τόσες καταστροφές απέναντι στη φύση, η ανάγκη σεβασμού αυτής και το γεγονός ότι πρέπει να τη φροντίζουμε και να τη διαφυλάσσουμε. Κι αυτό που ίσως βγήκε ως ανάγκη (και για ορισμένους έγινε μία ιδεολογία), για την Εκκλησία μας συνιστά ένα διαχρονικό χειροπιαστό γεγονός. Διότι η ορθόδοξη πίστη μας πάντοτε τόνιζε και τονίζει ότι «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής, η οικουμένη και πάντες οι κατοικούντες εν αυτή», που σημαίνει ότι όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και τα ζώα και τα φυτά ανήκουν στον Θεό και γι’ αυτό αφενός η ίδια η φύση έχει μία ιδιαίτερη ιερότητα - ψαύει κανείς τις πολυποίκιλες ενέργειες σ' αυτήν του Θεού - αφετέρου κανείς δεν μπορεί να την καταστρέφει ασύστολα και παράλογα, χωρίς να γίνεται θεομάχος. Ο χριστιανός καλείται ν’ αγαπά πρωτίστως τους ανθρώπους, τους κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργημένους, αλλά και όλη την υπόλοιπη Δημιουργία. Ο άγιος Αθηνογένης με την τρυφερότητά του προς την ελαφίνα αποτελεί ένα από τα πολλά δείγματα των αγίων, που ήσαν εντελώς συμφιλιωμένοι με τη φύση, μαζί με τον άγιο Γεράσιμο τον Ιορδανίτη (με το λιοντάρι), τον άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ (με την αρκούδα), τον όσιο Παΐσιο ακόμη τον αγιορείτη (με τα φίδια, τις αλεπούδες και πολλά ακόμη ζώα).