04 Φεβρουαρίου 2022

ΒΡΑΧΥΒΙΑ Η ΖΩΗ!

«Είναι βραχύβια όχι μόνο η νεότητα, αλλά και ολόκληρη η ζωή σου. Γιατί λοιπόν αμαρτάνεις αδιάκοπα, κατασκευάζοντας για τον εαυτό σου  μέσα σε λίγες ώρες την αιώνια κόλαση; Αφού μάθεις λοιπόν καλά ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τα πράγματα της εδώ ζωής που στρέφονται και αλλάζουν διαρκώς, σπούδαζε να γίνεσαι γνωστός για τα ενάρετα έργα σου, τα οποία και εδώ (στον κόσμο αυτόν) επαινούνται, αλλά και οι μελλοντικοί τους μισθοί δεν χάνονται» (Όσιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης).

Ο όσιος Ισίδωρος θεωρείται ο σπουδαιότερος επιστολογράφος όλης της Εκκλησιαστικής γραμματείας. Οι επιστολές που έγραψε σε διάφορες περιπτώσεις ανέρχονται όχι σε εκατοντάδες αλλά σε χιλιάδες, δείγμα και του πλούσιου εν Πνεύματι λόγου του αλλά και της ιεραποστολικής του διαθέσεως -  θεωρούσε καθήκον του να απαντά σε κάθε άνθρωπο που ζητούσε τη συμβουλή του, πότε με λόγο παρακλητικό πότε με λόγο ελεγκτικό. Αν στην εποχή μας πολλοί όσιοι Γέροντες έγραφαν πολλές επιστολές σε αδελφούς που αντιμετώπιζαν κάποια προβλήματα, όπως ο όσιος Παΐσιος για παράδειγμα, ας φανταστούμε πόσο πολλαπλασίως συνέβαινε τούτο με τον άγιο Ισίδωρο, που είχε ιδιαιτέρως ανεπτυγμένο το χάρισμα τούτο και πολλοί απευθύνονταν σ’  αυτόν σαν στον άγιο Χρυσόστομο, τον οποίο υπερβαλλόντως αγαπούσε και ακολουθούσε.

Στο συγκεκριμένο απόσπασμα που παραθέτουμε ο άγιος απευθύνεται σε αδελφό που η ζωή του προφανώς απάδει προς τη χριστιανική βιοτή. Φαίνεται ότι η προτεραιότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου δεν ήταν ο Θεός, όπως ζητεί τούτο ο ίδιος ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού καί την δικαιοσύνην Αυτού», αλλά τα πράγματα του κόσμου τούτου, που σημαίνει ότι το κοσμικό αμαρτωλό φρόνημα τον είχε καταστήσει δέσμιό του. Διότι κατά τον απόστολο «από ό,τι κανείς έχει ηττηθεί σ’ αυτό έχει υποδουλωθεί». Δούλος λοιπόν των παθών του και του Πονηρού που ενεργεί πίσω από αυτά ο αποδέκτης της επιστολής του οσίου, δέχεται τον καθαρό λόγο του που τον φωτίζει για να ξέρει πού πορεύεται. Και τι τονίζει ο όσιος; Δεν πρέπει να εμπιστευόμαστε τα πράγματα της παρούσης ζωής, γιατί είναι φθαρτά και παρερχόμενα: «στρέφονται και αλλάζουν διαρκώς», οπότε και το χαρακτηριστικό τους είναι η ταραχή. Για να προχωρήσει στην εκτίμησή του ο άγιος Ισίδωρος: η καρδιακή στροφή προς τα παρερχόμενα υλικά πράγματα ως να είναι η ζωή του ανθρώπου αποτελεί την ίδια την αμαρτία. Κι όσο επιμένει κανείς στον αμαρτωλό αυτόν τρόπο ζωής, «αδιάκοπα», τόσο τελικώς κατασκευάζει για τον εαυτό του το οικοδόμημα της κόλασής του! Και μάλιστα σε λίγες ώρες! Ο όσιος προϋποθέτει τον λόγο της Γραφής ότι «τα οψώνια της αμαρτίας θάνατος», ψωνίζεις θάνατο όταν αμαρτάνεις, κι ο θάνατος αυτός ως αποκοπή από την πηγή της Ζωής τον Θεό είναι η κόλαση του ανθρώπου! Αυτό δεν ορίζεται ως κόλαση από τη διδασκαλία της Εκκλησίας; Όχι ασφαλώς κάποιος τόπος με καζάνια φωτιάς, αλλά μέσα στην ενέργεια της αγάπης του Θεού με αποστροφή προς Αυτόν! Να είσαι με τον Θεό που σε αγαπά και εσύ να Τον μισείς! Και δεν πρόκειται για μελλοντικές μόνο καταστάσεις. Είναι το ίδιο το παρόν της ζωής μας και που οι επιλογές μας το καθιστούν είτε κόλαση είτε Παράδεισο!

Και βεβαίως ο άγιος Ισίδωρος με τον δικό του τρόπο που φανερώνει την αγάπη του προς τον «παραστρατημένο» αδελφό εξαγγέλλει τη διδασκαλία του Κυρίου περί των δύο οδών. Ο Κύριος δεν μας είπε ότι η κάθε στιγμή μας είναι μία επιλογή που είτε οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού, όταν επιλέγουμε το άγιο θέλημά Του, είτε οδηγεί στην αιώνια απώλειά μας, όταν επιλέγουμε το δικό μας αμαρτωλό θέλημα; «Τι στενή και θλιμμένη η οδός που οδηγεί στη Ζωή, ενώ πλατειά η οδός που οδηγεί στην απώλεια». Και δεν μπορούμε να παίζουμε με κάτι που έχει αιώνιες διαστάσεις. Γιατί «η ζωή είναι βραχύβια». Όχι μόνο η νεότητα που είναι ευεπίφορη στις ηδονές και τις αμαρτίες, αλλά ολόκληρη η ζωή. Γι’ αυτό και το βραχύβιό της πρέπει να το ζει κανείς έτσι ώστε να του προσδίδει αιώνιο χαρακτήρα, κάτι που συμφέρει τον άνθρωπο όχι μόνο για το μέλλον αλλά και για το παρόν: θα επαινεθεί ο ενάρετος άνθρωπος από τους σοβαρούς ανθρώπους.

Με την εικόνα και πάλι του αγίου: κάθε ώρα και στιγμή «κατασκευάζουμε» το μέλλον μας. Είτε με τις αμαρτίες μας την κόλασή μας είτε με τον αγώνα μας να τηρούμε το θέλημα του Θεού τον Παράδεισό μας.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΣΙΔΩΡΟΣ Ο ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ

Α. «Ο άγιος Ισίδωρος, που ήταν Αιγύπτιος κατά το γένος, ήταν γνωστός ως υιός ευγενών και θεοφιλών γονέων, και  ήταν συγγενής του Θεοφίλου και του Κυρίλλου, των Επισκόπων της Εκκλησίας των Αλεξανδρέων. Ο όσιος αυτός, πεπαιδευμένος πάρα πολύ και από τη θεία σοφία, αλλά και από την έξωθεν, άφησε πάμπολλα συγγράμματα, άξια λόγου και μνήμης στους φιλομαθείς. Αφού εγκατέλειψε κάθε είδος πλούτου, τη λαμπρότητα του γένους του, την ευδαιμονία του βίου, επήγε στο Πηλούσιο όρος και ακολούθησε τη μοναχική ζωή. Εκεί διάγοντας με πλήρη αφιέρωση στον Θεό, φώτιζε με τη διδασκαλία των θείων του λόγων  όλη την οικουμένη, με αποτέλεσμα να οδηγεί σε μετάνοια τους αμαρτάνοντες, να στηρίζει αυτούς που αγωνίζονταν στην πίστη, να διεγείρει προς την αρετή αυτούς που απειθούσαν, με την αυστηρότητα των θείων ελέγχων του. Κι ακόμη: να υπενθυμίζει και να νουθετεί και  βασιλείς, για το συμφέρον της οικουμένης, και γενικά να ερμηνεύει με σοφότατο τρόπο τα λόγια της Αγίας Γραφής σε όλους αυτούς που τον ρωτούσαν. Λέγεται μάλιστα ότι οι επιστολές του φτάνουν τις δέκα χιλιάδες. Αφού έζησε λοιπόν άριστα και πολιτεύτηκε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, έφυγε από τη ζωή αυτή σε βαθύ γήρας».

Β. Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου Ισιδώρου, είναι επόμενο να εστιάζει την προσοχή του σε αυτό που αποτέλεσε το μεγαλύτερο χάρισμα του αγίου: τη διδασκαλία του. Σχεδόν στο σύνολο των ύμνων που έγραψε γι’ αυτόν, στο διδακτικό του οσίου αναφέρεται, με παράλληλη αναφορά στη διαχρονική επιρροή του στους πιστούς και στις προϋποθέσεις του λόγου του, προφορικού και γραπτού. Σε τροπάριο του καθίσματος του όρθρου για παράδειγμα, κατά συμπυκνωμένο τρόπο επισημαίνει: «Αναδείχτηκες βίβλος διδασκαλίας της γνώσης, που συντάχθηκε με τον φωτισμό του πανάγνου Πνεύματος από τον πλούτο της πίστης σου, και φανερώνεις τα θεία σε όλους που έχουν ανάγκη τον Θεό και Τον αναζητούν, όπως και θησαυρίζεις τη ζωή γι’ αυτούς που την θέλουν». Και σ’ ένα από τα στιχηρά του εσπερινού παρουσιάζει τον όσιο με ωραία έμπνευση: «Με την πλημμύρα της χάρης του Θεού και με τη βροχή των λόγων σου, ποτίζεις όλους του πιστούς. Διότι βάζοντας το στόμα σου στον κρατήρα της θεϊκής σοφίας σαν να πίνεις από πηγή, άντλησες από εκεί με αφθονία, και διέδωσες παντού τις ακτίνες των δογμάτων σου, στέλνοντας επιστολές και διδάσκοντας και νουθετώντας, θαυμάσιε».

Είπαμε βεβαίως ότι αναφέρεται ο άγιος υμνογράφος και στις προϋποθέσεις του οσίου ως προς το χάρισμα του λόγου που είχε. Ο όσιος Ισίδωρος δηλαδή δεν έγραφε ή δεν κήρυσσε, και μάλιστα με μεγάλη καλλιέπεια, επειδή απλώς μελέτησε – η μελέτη του ήταν πράγματι κοπιώδης και επισταμένη, τόσο των εκκλησιαστικών Πατέρων και συγγραφέων, όσο και των διαφόρων φιλοσόφων – αλλά κυρίως επειδή «έμαθε αφ’ ων έπαθε» κατά την εκκλησιαστική ορολογία. Έζησε με άλλα λόγια την πνευματική ζωή, φωτίστηκε από το Πνεύμα του Θεού, γνώρισε τον Θεό, τον κήρυξε. Όπως σημειώνει μεταξύ άλλων ο υμνογράφος: «Θανάτωσες με την εγκράτεια το αμαρτωλό φρόνημα, καθώς ντύθηκες τη ζωηφόρο νέκρωση που δίνει ο Χριστός. Κι αφού πλάτυνες  την κατάσταση της ψυχής σου, πανόσιε, την έκανες να χωράει καθαρά τα χαρίσματα του Πνεύματος, και έγινες έτσι δοχείο θεοπνεύστων διδαγμάτων και κατοικητήριο της υπέρ νουν θεϊκής σοφίας».

Αξίζει να σταθούμε περισσότερο. Διότι οι επισημάνσεις του αγίου υμνογράφου, και για τις προϋποθέσεις του διδασκαλικού του αξιώματος και για το περιεχόμενο της διδασκαλίας του, είναι πολύ σημαντικές, ιδίως ως προς τη χρήση του όρου «πλάτυνση της κατάστασης της ψυχής». Ασφαλώς δηλαδή ο άγιος εξέφραζε τη σοφία του Θεού, αλλά αφού είχε καταστήσει τον εαυτό του ικανό (μέσω της εγκρατείας που καταργούσε το σαρκικό φρόνημα) για να ζει η σοφία αυτή (ως κυριολεκτικά ένδυμά του) στην ύπαρξή του. Επαναλαμβάνει δηλαδή ο υμνογράφος την ίδια αλήθεια για την ένωση του Θεού με τον άγιο (και με κάθε συνεπώς γνήσιο χριστιανό), αλλά μέσω και ενός άλλου όρου, μίας άλλης λέξης: Ο άνθρωπος μπορεί να «πλατυνθεί» τόσο, ώστε να χωρέσει ολόκληρο τον Θεό!

Ποια η εξήγηση; Πρόκειται για το μεγαλείο της δημιουργίας του από Εκείνον – «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν» - ο Οποίος θέλησε κατά κάποιον τρόπο να «επαναλάβει» (όσιος Σωφρόνιος) τον εαυτό Του μέσω του τελευταίου και ανωτέρου δημιουργήματός Του. Ο άνθρωπος δημιουργείται με προοπτική να «χωρέσει» όλο τον Θεό! Χάνεται η προοπτική λόγω της αμαρτίας – η αμαρτία σμικρύνει και συρρικνώνει τον άνθρωπο μέχρις εξαντλήσεως και εξουδενώσεώς του – αλλά την επαναποκτά με τον ερχομό του ενανθρωπήσαντος Θεού. Ο Ιησούς Χριστός ανοίγει και πάλι τη χαμένη προοπτική και έτσι ο πιστός πια άνθρωπος, ενσωματωμένος στον Χριστό, «πλατύνεται» μέχρι απειρίας: ο άνθρωπος όπως είπαμε χωράει τον Θεό και κατ’ επέκταση όλους τους συνανθρώπους του! Ο κάθε άνθρωπος, εν Χριστώ μπορεί να γίνει ένας άλλος Χριστός. Γι’ αυτό και η πλάτυνσή του αυτή τον καθιστά «στόμα Χριστού» με λόγο αιώνιο! Η Παναγία Μητέρα του Κυρίου ως «πλατυτέρα τῶν Οὐρανῶν» δακτυλοδεικτεί με τον πιο σαφή τρόπο το υπερφυές αυτό όριο!   

Ο όσιος Ισίδωρος μας άφησε περί τις δέκα χιλιάδες (δύο κατά πιο ακριβή έρευνα) επιστολές. Όπως κι αν έχει το πράγμα όμως, σημασία έχει το γεγονός ότι υπήρξε «ο πολυγραφότερος επιστολογράφος της αρχαίας Εκκλησίας» (Σ. Παπαδόπουλος).  Κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί και καθοδηγεί και νουθετεί και πλουτίζει, πέραν εκείνων της εποχής του, και τους πιστούς όλων των εποχών. Οι επιστολές του είναι πράγματι ένας θησαυρός, που πολύ συχνά μάλιστα παραπέμπουν στον ατίμητο θησαυρό των κειμένων του αγίου Χρυσοστόμου, τον οποίο αγαπούσε υπερβαλλόντως και τον οποίο, γι’ αυτόν τον λόγο,  αξιοποίησε και στα δικά του γραπτά σε μεγάλο βαθμό. «Ὡς κάλαμος τοῦ ἁγίου Πνεύματος» ο άγιος Ισίδωρος έτσι, αποτελεί μία διαρκή πρόκληση και πρόσκληση για όλους εμάς, να έλθουμε μέσω των κειμένων του σε επαφή με το ίδιο το άγιο Πνεύμα, τη ζωντανή παρουσία του Θεού.

Γ. Μερικά μικρά κεφάλαιά του (η μορφή που αγαπούσε να γράφει) δείχνουν ανάγλυφα το «πολύτιμο κληροδότημά» του.

- «Τίποτε δεν είναι σπουδαιότερο για τον Θεό από την αγάπη. Λόγω της αγάπης αυτής έγινε άνθρωπος και υπήκοος μέχρι θανάτου. Γι’ αυτό άλλωστε και τους πρώτους που κάλεσε από τους μαθητές Του ήταν δύο αδέλφια: για να δείξει ευθύς εξαρχής ο πάνσοφος Σωτήρας ότι θέλει όλοι οι μαθητές Του να συνδέονται αδελφικά μεταξύ τους».

- «Αν και κρύβεις το έλλειμμα και την αδυναμία σου, όμως αυτό που φαίνεται είναι η υπερηφάνεια σου, καθώς αγωνίζεσαι υπερβολικά και για τη γενιά σου και για τη δύναμή σου και για την αξία σου. Ή λοιπόν απόκτησε ίδιο φρόνημα μ’ αυτό που είσαι πραγματικά, ή θα γίνεις περίγελως όλων».

- «Είναι βραχύβια όχι μόνο η νεότητα, αλλά και ολόκληρη η ζωή σου. Γιατί λοιπόν αμαρτάνεις αδιάκοπα, κατασκευάζοντας για τον εαυτό σου  μέσα σε λίγες ώρες την αιώνια κόλαση; Αφού μάθεις λοιπόν καλά ότι δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι τα πράγματα της εδώ ζωής που στρέφονται και αλλάζουν διαρκώς, σπούδαζε να γίνεσαι γνωστός για τα ενάρετα έργα σου, τα οποία και εδώ (στον κόσμο αυτόν) επαινούνται, αλλά και οι μελλοντικοί τους μισθοί δεν χάνονται».

03 Φεβρουαρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΣ ΣΥΜΕΩΝ Ο ΘΕΟΔΟΧΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΑΝΝΑ Η ΠΡΟΦΗΤΙΣ

«Ο άγιος Συμεών που η ζωή του παρατάθηκε στον παρόντα βίο, λόγω του χρησμού που είχε δεχθεί από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει πριν δει τον Χριστό, υποδέχτηκε στην αγκαλιά του Αυτόν, και αφού του αποκαλύφθηκαν από το Πνεύμα το Άγιο όλα όσα θα γίνουν γι’ Αυτόν και τα προφήτεψε, σύμφωνα με τον χρησμό που του δόθηκε δέχτηκε το τέλος της ζωής. Η δε προφήτις Άννα ήταν θυγατέρα του Φανουήλ, ο οποίος καταγόταν από τη φυλή Ασήρ. Έζησε με τον άνδρα της επί επτά χρόνια, κι αφού τον έχασε λόγω θανάτου του, ζούσε διαρκώς στον Ναό με νηστεία και προσευχή, περνώντας εκεί όλη τη ζωή της. Γι’ αυτό, επειδή αυτός ήταν ο τρόπος της ζωής της αδιάκοπα, αξιώθηκε και αυτή να δει τον Κύριο να προσφέρεται ως άνθρωπος στον Ναό, σαράντα ημερών, από την Παναγία Μητέρα Του και τον δίκαιο Ιωσήφ. Δοξολογούσε δε τον Θεό και τον κήρυσσε με δύναμη σε όλους όσους βρίσκονταν στον Ναό, λέγοντας: Αυτό το βρέφος είναι ο Κύριος που στερέωσε τον ουρανό και τη γη. Αυτός είναι ο Χριστός, τον Οποίον προφήτεψαν όλοι οι προφήτες. Αυτών των αγίων λοιπόν, του Συμεών και της Άννας, επιτελούμε σήμερα τη μνήμη και κηρύσσουμε τη φρικτή και άρρητη προς εμάς συγκατάβαση του Θεού». 

 Όπως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις: η επομένη μίας μεγάλης Δεσποτικής εορτής να είναι αφιερωμένη στα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτήν, η σημερινή εορτή, συνέχεια της Υπαπαντής του Κυρίου, είναι αφιερωμένη στο κατεξοχήν πρόσωπο που πρωταγωνίστησε, τον δίκαιο Συμεών τον θεοδόχο, κατ’ επέκταση δε και στην Άννα την προφήτιδα. Κι ενώ η ίδια η ημέρα της Υπαπαντής κινήθηκε μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου, διότι ο παντοδύναμος και παντοκράτωρ Κύριος προσφέρθηκε ως βρέφος στον Ναό, κρατούμενος από τις γηραλέες χείρες του Συμεών, η σημερινή, ως προέκτασή της, χωρίς να αφίσταται του μυστηρίου αυτού επικεντρώνει και στις προϋποθέσεις του πρεσβύτη Συμεών, προκειμένου αυτός να γίνει μέτοχος της δωρεάς του Θεού, της χάρης Του δηλαδή να κρατηθεί στα δικά του χέρια. Διότι η όποια δωρεά του Θεού στον άνθρωπο δεν είναι χωρίς προϋποθέσεις. Αν ο άνθρωπος δεν είναι έτοιμος να δεχτεί τον Θεό, ο Θεός δεν προσφέρεται σ’ αυτόν. Όχι γιατί δεν θέλει ο Θεός – η χαρά του Θεού είναι να είναι πάντοτε με τον άνθρωπο – αλλά γιατί δεν θα ήταν τούτο συμφέρον στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος σε κατάσταση μη συντονισμού του με τον Θεό – αυτό σημαίνει προϋποθέσεις του ανθρώπου – «καίγεται» από την θέα του Θεού. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται».

 Ο γέρων Συμεών λοιπόν πριν δει τον Χριστό και τον αγκαλιάσει, ήδη είχε καταστήσει τον εαυτό του άξιο για κάτι τέτοιο. Η υμνολογία της Εκκλησίας μας, ακολουθώντας ακριβώς την ευαγγελική διήγηση, που τονίζει τη δικαιοσύνη του Συμεών και την πνευματοφορία του («Πνεύμα άγιον ην επ’ αυτώ»), επανειλημμένως αναφέρεται στον αγιασμένο τρόπο ζωής του, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής. Εντελώς δειγματοληπτικά: «Έφτασες με τις ιερές πράξεις της ζωής σου σε πνευματικό ύψος, θεηγόρε, κι έγινες σαν φωτεινός στύλος, γιατί στηριζόσουν σαφώς στο Πανάγιο Πνεύμα»∙ «Μακάριε Συμεών, σαν άγγελος λειτούργησες στον παντοκράτορα Θεό, με την καθαρότητα του νου σου»∙ «Έκανες τον εαυτό σου πανάγιο ναό του Θεού, με τις ένθεες πράξεις σου, θεηγόρε. Γι’ αυτό και είδες τον Θεό με ανθρώπινη σάρκα ως βρέφος μέσα στον άγιο Ναό». Κάθαρση του νου, πρακτική ζωή σύμφωνα με τις εντολές του Θεού: να οι προϋποθέσεις που μας δείχνει ο άγιος Συμεών, για να μπορεί κανείς να γίνει θεόπτης, να έχει εν αγκάλαις και μέσα του τον ίδιο τον Θεό.

Το πνευματικό αυτό ύψος του αγίου Συμεών, η σύμφωνη με τον Θεό ζωή του και η καθαρότητα της ψυχής του που τον κατέστησαν ναό του Θεού και θεόπτη, κάνει τον άγιο Ιωσήφ τον υμνογράφο να βγάλει το λογικό συμπέρασμα ότι με τις προϋποθέσεις αυτές μπορεί μεν ο Συμεών να είναι γέρων στην ηλικία, είναι όμως νέος στο πνεύμα - αυτό προκαλεί στο πνεύμα του ανθρώπου η παρουσία της χάρης του Θεού: να το κρατά πάντοτε σε νεανική σφριγηλότητα. Όταν δηλαδή ο άνθρωπος ζει την παρουσία του Θεού, τότε δεν μαραζώνει από το δηλητήριο της αμαρτίας. Η αμαρτία είναι αυτή που γερνά τον άνθρωπο, γιατί τον πληγώνει και τον τραυματίζει, οδηγώντας τον σιγά σιγά στον πνευματικό θάνατο. Κι αυτό σημαίνει ότι, κατά την πίστη μας, η νεότητα είναι πρωτίστως θέμα «καρδιάς», θέμα του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου, κι όχι θέμα απλώς ηλικιακό. Πόσες φορές δεν βλέπουμε και σήμερα νέα παιδιά να είναι με μαραμένη και γερασμένη «καρδιά», διότι έχουν εκδοθεί στις διάφορες αμαρτίες αμετανόητα, και γέρους ανθρώπους να σφύζουν από χαρά και διάθεση, γιατί ακριβώς αγωνίζονται να μένουν εν Θεώ. Κι είναι κάτι που το επεσήμαινε  με πίκρα και στενοχώρια και ο όσιος της εποχής μας Παΐσιος ο αγιορείτης, μιλώντας ακριβώς για τέτοια νέα παιδιά: «Καινούργιες μηχανές, με παγωμένα λάδια»!  Ο υμνογράφος λοιπόν αναφερόμενος στην παραπάνω πραγματικότητα μας λέει: «Με νεανική ακμή στο πνεύμα, αλλά προχωρημένης ηλικίας στο σώμα, Συμεών». Κι αλλού: «Γέρασες πολύ, Συμεών, αλλά ήσουν νέος με την πίστη σου, θέλοντας να δεις σαν μικρό βρέφος τον παντέλειο Θεό, ο Οποίος κάνει καινούργιο τον κόσμο που γέρασε από την επίθεση του παλαιού εχθρού διαβόλου».

Μία τέτοια θέαση των πραγμάτων μας οδηγεί και στη σκέψη, μήπως θα έπρεπε η σημερινή εορτή να προταθεί, αν δεν έχει γίνει ήδη, ως εορτή της τρίτης ή και της τέταρτης, όπως πια λένε, ηλικίας. Με σκοπό να προβληθεί η αξία και η προσφορά της, πέρα από την διαπιστούμενη απλώς κάμψη των σωματικών δυνάμεων. Και το λέμε αυτό, διότι συνήθως από πολλούς η γεροντική ηλικία θεωρείται αν όχι «αρρώστια» από μόνη της – και έτσι τη χαρακτηρίζουν ορισμένοι – πάντως μία ηλικία εν πολλοίς άχρηστη, που και βλεπομένη προκαλεί βάρος. Με τη συνάντηση του γέροντα Συμεών και του Ιησού Χριστού όμως, όπως και με την παρουσία της αγίας Άννας, τα πράγματα τοποθετούνται εντελώς διαφορετικά. Τα γεροντικά χέρια γίνονται θρόνος του Θεού, το στόμα γίνεται προφητικό κήρυγμα, ο ίδιος ο Συμεών  γίνεται ο προάγγελος του Κυρίου και σ’ αυτόν τον Άδη. Το ίδιο και η γερόντισσα Άννα. Ποιος δεν θα ζήλευε τους γέροντες αυτές; Ποιος δεν θα ήθελε να είναι στη θέση τους; Κι ας σκεφτεί κανείς έπειτα πόσοι άγιοι γέροντες, άνδρες και γυναίκες, δεν ήταν το στήριγμα της Εκκλησίας και του κόσμου, όσο ζούσαν; Ποιος μπορεί να αμφισβητήσει τη δύναμη αγιότητας του αγίου Αντωνίου, που έφυγε από τη ζωή αυτή σε ηλικία 105 ετών; Ποιος μπορεί να καταφρονήσει την αγιότητα του οσίου Παύλου του Θηβαίου, που μέχρι τα 113 έτη του ήταν αστέρας της Εκκλησίας; Αλλά και μετέπειτα: ο γέρων Πορφύριος, ο γέρων Σωφρόνιος, ο γέρων Παϊσιος, ο γέρων Ιάκωβος; Γέροντες, προχωρημένης ηλικίας, κι όμως τόσο νέοι, τόσο ακμαίοι στην ψυχή, που θα τους ζήλευε και ο πιο νέος άνθρωπος.

Κι εν προκειμένω, ο άγιος Ιωσήφ, ακριβώς προς επιβεβαίωση του νεανικού φρονήματος του δικαίου Συμεών, μας λέει κάτι που αποτελεί καταδίκη της μιζέριας άλλων γερόντων, που πάσχουν όμως και από γεροντική «καρδιά», από μαρασμό δηλαδή γιατί δεν βλέπουν συνέχεια σ’ αυτήν τη ζωή, από διαρκή ανακύκλωση των αρρωστιών και των πόνων τους, από τη βαθιά επιθυμία τους να «παγιδεύουν» τους άλλους παίζοντας το παιχνίδι του θύματος. Τι λέει ο υμνογράφος; Ο γέρων Συμεών, λέει, έδινε παρηγοριά, προσανατόλιζε τους άλλους στην υπέρβαση της θλίψης τους, τους μιλούσε για τη χαρά που έφερε ο Χριστός, έβλεπε και το δικό του τέλος ως χαρά. Ένα άνοιγμα στο μέλλον, παρήγορο και λυτρωτικό, ήταν ο λόγος του αγίου Γέροντα, κι αυτό έδειχνε το υπέρ και τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης νεάζον φρόνημά του. «Έφτασε στον κόσμο η χαρά των θλιβομένων, αληθινά φάνηκε σαν νήπιο στον Ναό Του η απολύτρωση του Ισραήλ, που με αφήνει να φύγω και να πάω προς τη μέλλουσα ζωή, φώναζε με χαρά ο Συμεών».

02 Φεβρουαρίου 2022

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ!

Πρώτη αχτίδα στην ψυχή του ήλιου της αγάπης,

Μάνα, είναι το βλέμμα σου στο νιόφερτο βλαστάρι.

Αυτό που αντιφέγγισαν τ᾽ αθώα τα ματάκια

στο πρώτο ξύπνημα ζωής, χωρίς μυαλό και κρίση,

ήταν η θεία σου μορφή κι η στοργική ματιά σου.

Αυτή η ματιά θεμέλιωσε του νεογνού τα σπλάχνα,

γιατί σ᾽ αυτά απόθεσες, Μάνα, τη θαλπωρή σου.

 

Γι᾽ αυτό όταν χανόμαστε στην παγωνιά του κόσμου,

βγαίν᾽ η κραυγή η αρχέγονη που προσκαλεί τη Μάνα.

Είν᾽ η στιγμή που η ψυχή ψάχνει το πρώτο βλέμμα,

εκείνο που ᾽ναι θέμελο και την ψυχή ζεσταίνει,

"απ´ όλα το γλυκύτερο, της Μάνας μας το βλέμμα"

´Οσο η πρώτη η ματιά είναι της άγιας Μάνας,

ο κόσμος θα ᾽ναι ζωντανός και θα ᾽χει πάντα ελπίδα! 

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

«Αφού πέρασαν σαράντα ημέρες, μετά τη σωτήρια ενανθρώπηση του Κυρίου, τη γέννησή Του άνευ ανδρός από την αγία αειπάρθενο Μαρία, κατά τη σεβασμιότατη αυτή ημέρα, η πάναγνη Μητέρα Του και ο δίκαιος Ιωσήφ έφεραν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στο Ιερό, σύμφωνα με τη συνήθεια του  σκιώδους και νομικού γράμματος, του Μωσαϊκού Νόμου. Τότε και ο γηραιός  και πρεσβύτης Συμεών, που είχε δεχθεί ως χρησμό από το Άγιο Πνεύμα ότι δεν θα πεθάνει, πριν να δει τον Χριστό Κυρίου, δέχτηκε αυτόν στην αγκαλιά του, και αφού ευχαρίστησε και ομολόγησε τον Θεό, φώναξε: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα Σου»: τώρα μπορείς να πάρεις τον δούλο σου, Κύριε, ειρηνικά. Και μετά, γεμάτος χαρά, έφυγε από τη ζωή αυτή, ανταλλάσσοντας τα επίγεια με τα ουράνια και αιώνια. Η σύναξη αυτή τελείται στον σεβάσμιο Ναό της αχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας, που βρίσκεται στις Βλαχέρνες».

Όλη η υμνογραφία της μεγάλης αυτής Δεσποτικής και Θεομητορικής εορτής κινείται μέσα σε ατμόσφαιρα θάμβους και μυστηρίου: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Οι ύμνοι τονίζουν βεβαίως την ιστορική πραγματικότητα: τον ερχομό της αγίας οικογένειας στον Ναό, όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες από την ημέρα της Γεννήσεως του Κυρίου, και τη συνάντηση Αυτού με τον γέροντα Συμεών, αλλά μας ανοίγουν και τα μάτια της ψυχής εν πνεύματι, για να δούμε το «βάθος» της πραγματικότητας αυτής: τη γεμάτη έκπληξη στάση των αγίων αγγέλων, οι οποίοι αδυνατούν να κατανοήσουν τα διαδραματιζόμενα εν γη, καθώς βλέπουν τον Δημιουργό του ανθρώπου να βαστάζεται ως βρέφος, τον αχώρητο και άπειρο Θεό να περιορίζεται μέσα στην αγκαλιά ενός γέροντα, τον απερίγραπτο  Υιό και Λόγο του Θεού, τον ομοούσιον τω Πατρί, να γίνεται περιγραπτός ως άνθρωπος με τη θέλησή Του. Και η μόνη εξήγηση που μπορούν να δώσουν για τα ακατανόητα αυτά πράγματα είναι η αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο.

Στο μέγα αυτό μυστήριο - που θεωρείται ως συνέχεια της Γεννήσεως και της Περιτομής του Κυρίου, συνεπώς ως επίταση της εξαγγελίας ότι Χριστός ο Θεός μας φάνηκε στον κόσμο ως άνθρωπος όχι θεωρητικά και φανταστικά, αλλά αληθινά και πραγματικά («ου δοκήσει ουδέ φαντασία, αλλ’ αληθεία τω κόσμω φανέντα») – μετέχει ο γέρων Συμεών, ο οποίος φέρεται να μυσταγωγείται στο μυστήριο αυτό και να έχει θεοπτία μεγαλύτερη και καθαρότερη και από εκείνην του Μωυσή στο όρος Σινά («Ο Μωυσής αξιώθηκε  να γίνει θεόπτης μέσα σε γνόφο και φωνή που μόλις ακουγόταν, ο Συμεών βάστασε τον Λόγο του Πατρός με το σώμα Του και αποκάλυψε το φως των Εθνών, δηλαδή  τον Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού»).

Η μυσταγωγία και θεοπτία αυτή του Συμεών μέσα από το μυστήριο της συναντήσεώς Του με τον τεσσαρακονθήμερο Χριστό συνιστά το μέγιστο γεγονός της ζωής του. Διότι αφενός η γεροντική  αγκαλιά του γίνεται θρόνος του παντοκράτορα Θεού, αφετέρου, ακριβώς γι’ αυτό, φτάνει στο σημείο της πλήρους ελευθερίας, δηλαδή της επιθυμίας του να φύγει πια από τον κόσμο τούτο με χαρά. «Αυτός που φέρεται επί των Χερουβίμ και υμνείται από τα Σεραφίμ, σήμερα προσφέρεται στο θείο Ιερό, σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νόμο, και ενθρονίζεται σε πρεσβυτικές αγκάλες». «Λέγε Συμεών, ποιον φέρεις στην αγκαλιά σου και χαίρεσαι μέσα στον Ναό; Σε ποιον κράζεις και βοάς: Τώρα έχω ελευθερωθεί, διότι είδα τον Σωτήρα μου».

Η επιθυμία του Συμεών να φύγει πια από τον κόσμο τούτο, επιθυμία μάλιστα που συνοδεύεται με μεγάλη χαρά («Ο Συμεών ο δίκαιος αφού δέχτηκε τον Χριστό και είδε ότι έφτασε το τέλος της ζωής του με μεγάλη χαρά φώναζε»), συνιστά το όριο της αγιότητας. Μόνον ο άγιος είναι εκείνος που θέλει να φύγει από τη ζωή αυτή, όχι γιατί την βαρέθηκε ή απελπίστηκε – αυτό αποτελεί τον ορισμό της απιστίας – αλλά γιατί έζησε και ζει τη σχετική γι’ αυτήν τη ζωή πληρότητα της σχέσης του με τον Χριστό, και προσδοκά την τελειότητα της σχέσης μετά τη φυγή του από τον κόσμο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (Επιθυμώ να πεθάνω και να είμαι μαζί με τον Χριστό). Το ίδιο βεβαιώνουν και οι λοιποί άγιοι της Εκκλησίας μας, σαν τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που σημειώνει: «Ο άγιος προσδοκά κάθε ημέρα τον θάνατό του».

Οι ύμνοι μάλιστα της εορτής αποκαλύπτουν και μία διάσταση της με χαρά επιθυμίας του Συμεών να εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο,  που δεν είναι πολύ γνωστή στον πιστό λαό: Θέλει να φύγει γρήγορα, διότι δεν αντέχει να μη πάει να αναγγείλει στους πρωτοπλάστους, τον Αδάμ και την Εύα, το χαρμόσυνο άγγελμα, ότι δηλαδή ό,τι ο Θεός τους υποσχέθηκε μετά την πτώση τους στην αμαρτία: ότι θα έλθει κάποτε ως άνθρωπος για να σώσει το ανθρώπινο γένος, τώρα έγινε πραγματικότητα. Και από την άποψη αυτή προηγείται ο Συμεών του Ιωάννου του Προδρόμου που κι αυτός στον Άδη προετοίμασε τον δρόμο του Μεσσία. «Ο Συμεών φώναζε: Φεύγω από τη ζωή αυτή, για να φανερώσω στον Αδάμ, που  ζει στον Άδη, και να φέρω στην Εύα, τα ευαγγέλια, το χαρμόσυνο δηλαδή μήνυμα του ερχομού του Χριστού στον κόσμο».

Είναι ευνόητο ότι η συνάντηση του αγίου Συμεών με τον σαράντα ημερών Κύριο λειτουργεί και για εμάς κατά παραδειγματικό τρόπο, κάτι που το σημειώνει βεβαίως η υμνογραφία. Κι αυτό σημαίνει ότι όπως συναντήθηκε τότε ο άγιος Συμεών με τον Χριστό, έτσι καλούμαστε και εμείς να συναντηθούμε μαζί Του, μέσα στο πλαίσιο της Εκκλησίας μας και με τις προσευχές αυτής. Να τον υποδεχτούμε ως Σωτήρα μας και να Τον προσκυνήσουμε ως Θεό μας. «Εμπρός και εμείς, με ένθεα άσματα, ας συναντηθούμε με τον Χριστό και ας υποδεχτούμε Εκείνον, του Οποίου τη σωτηρία είδε ο Συμεών. Αυτός είναι Εκείνος τον Οποίον κηρύσσει ο Δαυίδ, Αυτός είναι Εκείνος που λάλησε μέσα από τους προφήτες, Αυτός που σαρκώθηκε για εμάς και μιλά με τον Νόμο Του. Αυτόν ας προσκυνήσουμε».

01 Φεβρουαρίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΠΕΡΠΕΤΟΥΑ

«Η αγία καλλιμάρτυς Περπέτουα υπήρξε γόνος εύπορης και ευγενούς οικογένειας της Καρχηδόνας. Ενώ ήταν έγγαμη και μητέρα θηλάζοντος βρέφους σε ηλικία εικοσιδύο ετών, διακρινόταν για την αγάπη της προς τον Χριστό. Ζώντας δε σύμφωνα με το ευαγγέλιο Εκείνου προσέλκυε στην πίστη πολλούς. Την κατήγγειλαν όμως κατά το 203 στον ανθύπατο της Αφρικής Ιλαρίωνα, όταν βασίλευε στη Ρώμη ο διώκτης των χριστιανών ειδωλολάτρης Σεπτίμιος Σεβήρος, γι’ αυτό και συνελήφθη. Κλείστηκε αμέσως στη φυλακή μαζί μ’  αυτούς που κατηχούσε στην πίστη, δηλαδή την Φιλικητάτη που ήταν έγγυος, τον διδάσκαλό της Σάτυρο, καθώς και τους Σεκούνδο, Σατορνίνο και Ρευκάτο, κι εκεί όλοι ντύθηκαν τον Χριστό διά του βαπτίσματος.

Ο πατέρας της άλλοτε με ήπια γλυκόλογα και άλλοτε με απειλές, προβάλλοντας μάλιστα μπροστά της το νιογέννητο βρέφος της, προσπαθούσε να την μεταπείσει ώστε να θυσιάσει στα είδωλα. Γεμάτος οργή κάποια στιγμή από την άρνησή της προσπάθησε να βγάλει τα μάτια της, αλλά απέτυχε.

Οι νεοφώτιστοι δέσμιοι μαζί με την Περπέτουα μπροστά στο βήμα του Ιλαρίωνα ομολόγησαν πάλι με θάρρος τον Χριστό, γι’  αυτό και διατάχθηκε να ριχτούν στα άγρια θηρία και μάλιστα την ημέρα των γενεθλίων του Καίσαρα. Πριν από τη μάχη τους με τα θηρία η Περπέτουα με τους χριστιανούς δέσμιους τέλεσαν στη φυλακή δείπνο αγάπης προς έκπληξη όλων των υπολοίπων απίστων δεσμίων.

Την ημέρα του μαρτυρίου όλοι οι χριστιανοί μάρτυρες γεμάτοι χαρά ρίχτηκαν στα θηρία και γίνανε γλυκός άρτος στα δόντια τους. Η Περπέτουα με τη Φιλικητάτη τραυματίστηκαν από τα θηρία, οπότε έκοψαν τα κεφάλια τους με μαχαίρι.

Με τις άγιες πρεσβείες τους, Χριστέ ο Θεός, ελέησε και σώσε μας. Αμήν».   

Από τις πιο αγαπημένες μάρτυρες της πρώτης Εκκλησίας η αγία Περπέτουα, «πρώταθλος» κι αυτή σαν την αγία Θέκλα, αποτελεί τρανή επιβεβαίωση των λόγων του Κυρίου ότι «όποιος αγαπάει τον πατέρα του ή τη μάνα του ή τη γυναίκα του ή τα παιδιά του ή τα κτήματά του ή οτιδήποτε άλλο, ακόμη και τη δική του ζωή, πάνω από τον Ίδιο, δεν είναι άξιός Του». Κι αυτό γιατί η οποιαδήποτε εγκόσμια αγάπη αν εκφραστεί χωρίς το «πέρασμά» της από την αγάπη του Θεού δεν αποτελεί καθαρή αγάπη -  λειτουργεί σ’ αυτήν, έστω κι αν φαίνεται υπερβολική η έκφραση, το εγωιστικό στοιχείο ή αλλιώς μαζί με την αγάπη αυτή υπάρχουν αρρωστημένες εγωιστικές προσμείξεις που θολώνουν την καθαρότητά της. Λοιπόν η φαινομενική σκληρότητα του λόγου του Κυρίου περί της απόλυτης αναφοράς πρωτίστως στην αγάπη Εκείνου και έπειτα στην αγάπη των άλλων συνιστά έκφραση ευεργεσίας Του προς τον άνθρωπο: να φιλτράρει την αγάπη του από ό,τι εγωιστικό και αρρωστημένο, ώστε να προσφερθεί στον συνάνθρωπο με καθαρότητα, κατά τον τρόπο αγάπης του Ίδιου˙ με σταυρική και θυσιαστική γι’ αυτόν διάθεση.

Στην αγία Περπέτουα λοιπόν διατπιστώνουμε ακριβώς τη χαρισματική και υπέρ φύσιν αυτήν πραγματικότητα, που σημαίνει ότι η αγία σε τόσο νεαρή ηλικία, έχοντας σύζυγο που τον αγαπούσε και βρέφος που το λάτρευε και το θήλαζε, είχε κατανοήσει ότι υπεράνω όλων για να έχει νόημα η ζωή της και να μπορεί ουσιαστικά να βοηθάει και την οικογένειά της και τους λοιπούς συνανθρώπους τους ήταν η πιστότητά της στο θέλημα του Θεού, το ευαγγελικώς ζην. Αυτό δεν αποτελεί και την ουσία της αγιότητας; Η τήρηση των εντολών του Χριστού – ο μόνος τρόπος που ο άνθρωπος γεύεται των δωρεών του Θεού και γίνεται κατοικητήριο της Τριαδικής θεότητας. Όπως το επισημαίνει και το απολυτίκιο της ακολουθίας της: «Πρόκρινες την αγάπη Κυρίου του Χριστού σου από τη στοργή του βρέφους σου που το θήλαζες, βάση των μαρτύρων Περπέτουα, κι έτσι καθαγίασες την πατρίδα σου την Καρχηδόνα με τα ρείθρα των ιερών αιμάτων σου».  

Κι ένας ύμνος από τη λιτή της ακολουθίας μάς δίνει εξίσου μία γεύση της μεγάλης και μοναδικής ψυχής της.

«Βλέπουσα τόν διά τοῦ πατρός σου πειρασμόν ἐρχόμενον, ὀτρύναντός σε θῦσαι τοῖς εἰδώλοις πρός ἀπαλλαγήν ἐκ τῆς θανατικῆς σου καταδίκης, ἔτεινας τά ὄμματα εἰς τόν οὐρανόν καί ἰσχύν ἐξ αὐτοῦ λαβοῦσα ὡς ἔλαφος διψῶσα ἐφ’ ὑδάτων πηγάς ἔδραμες πρός μαρτύριον γενναιότατον, Καρχηδόνος ὡράϊσμα˙ ὅθεν θεόθεν ἔλαβες βραβεῖον νίκης χρυσόπλοκον καί χάριν πρεσβεύειν Κυρίῳ ὑπέρ τῶν τιμώντων σε».

 (Βλέποντας τον πειρασμό να έρχεται μέσω του πατέρα σου που σε παρότρυνε να θυσιάσεις στα είδωλα για να απαλλαγείς από τη θανατική σου καταδίκη, έστρεψες τα μάτια σου στον ουρανό κι αφού πήρες δύναμη από τον Θεό έτρεξες προς το γενναιότατο μαρτύριο σαν ελάφι διψασμένο που τρέχει στις πηγές των υδάτων, συ που είσαι η ομορφιά της Καρχηδόνας. Γι’ αυτό και έλαβες χρυσόπλοκο βραβείο νίκης από τον Θεό και χάρη να πρεσβεύεις στον Κύριο γι’ αυτούς που σε τιμούν).

Τι λέει ο ύμνος; Η αγία βρίσκεται στεφανωμένη στους ουρανούς με δύναμη μεσιτείας για όλους τους πιστούς. Γιατί; Διότι αντιμετώπισε το μαρτύριο για χάρη της πίστεώς της στον Κύριο με γενναιότητα και με θερμότητα αγάπης  τέτοια, ώστε να το θεωρεί ανάγκη της και ευφροσύνη της, όπως το διψασμένο ελάφι τρέχει να ξεδιψάσει στις πηγές των υδάτων. Και τι ήταν εκείνο που της έδινε αυτή τη δύναμη, που ανθρωπίνως δεν μπορεί να κατανοηθεί; Η ουράνια χάρη που φανέρωνε την αγάπη και τον έρωτά της προς τον Κύριο. Χάρη Θεού είναι η πίστη στον Χριστό, μεγάλη χάρη δε η θερμή κίνηση της καρδιάς που οδηγεί τον πιστό στο μαρτύριο. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «μας δόθηκε ως χάρη από τον Χριστό όχι μόνο να πιστεύουμε σ’ Αυτόν αλλά και να πάσχουμε για χάρη Του».

Επισημαίνει όμως και κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό ο καλός υμνογράφος: η αγία στην πορεία πιστότητάς της στο θέλημα του Κυρίου αντιμετώπισε σκληρούς πειρασμούς. Κι αυτοί ήταν και οι προτροπές του πατέρα της να τον λυπηθεί που χάνει το παιδί του, και το μητρικό φίλτρο της ίδιας, το οποίο παρόξυνε ο πατέρας της φέρνοντας ενώπιόν της το βρέφος της που ζητούσε το γάλα της, αλλά και το ένστικτο ακόμη της αυτοσυντήρησης, να γλιτώσει από τον θάνατο. Σκληροί όντως πειρασμοί που ανάγονται σε ό,τι βαθύτερο και άγιο θεωρούμενο υπόστρωμα υπάρχει στην ανθρώπινη φύση. Και πώς τους αντιμετώπισε η αγία και που γι’ αυτό γίνεται παράδειγμα και πρότυπο για όλους μας; Με την ύψωση των οφθαλμών της στον μόνον δυνάμενον σώζειν από τους πειρασμούς, τον Κύριο. Άνθρωπος που τίθεται σε πειρασμό, αν στραφεί με την καρδιά του έμπονα στον Κύριο, θα δει πολύ σύντομα, άμεσα καλύτερα, τη βοήθειά Του. Αυτό έκανε η αγία και σώθηκε, αυτό απαιτείται βεβαίως να κάνουμε και εμείς, ιδιαιτέρως στις κρίσιμες στιγμές της ζωής μας. Η αγιότητα δεν είναι μακρινή υπόθεση και για εμάς˙ μόλις αποφασίσουμε να μείνουμε σταθεροί στο θέλημα του Θεού την ώρα κυρίως των πειρασμών, ήδη την έχουμε «αγγίξει» και «κατακτήσει».     

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΤΡΥΦΩΝ

«Ο άγιος Τρύφων ήταν από την κώμη της Λαμψάκου της επαρχίας των Φρυγών, επί της βασιλείας του Γορδιανού, κατά το διακοσιοστό ενενηκοστό πέμπτο έτος από της βασιλείας του Αυγούστου. Όταν ακόμη ήταν πολύ νέος και ασχολείτο με εργασία κατάλληλη για την ηλικία του (διότι έβοσκε χήνες, όπως λένε), γέμισε από Άγιο Πνεύμα και θεράπευε κάθε ασθένεια και έβγαζε και δαίμονες. Θεράπευσε μάλιστα και τη θυγατέρα του βασιλιά, που κυριαρχείτο από τον δαίμονα. Στην περίπτωση αυτή λέγεται ότι υπέδειξε ο άγιος στους παρόντες τον δαίμονα σαν μαύρο σκυλί, εξαγγέλλοντας τις πονηρές πράξεις του, και ότι με το θαύμα αυτό οδήγησε πολλούς στην πίστη του Χριστού. Την εποχή του βασιλιά Δεκίου, που διαδέχτηκε τον Φίλιππο, τον κυρίαρχο μετά τον Γορδιανό, κατηγορήθηκε στον έπαρχο της Ανατολής Ακυλίνο, ότι έλεγε να μη λατρεύουν οι άνθρωποι τους δαίμονες. Οδηγήθηκε προς αυτόν στη Νίκαια, κι επειδή ομολόγησε το όνομα του Χριστού, πρώτον κτυπήθηκε με σπαθιά. Έπειτα τον έδεσαν σε άλογα και τον έτρεχαν, χειμώνα καιρό, μέσα από δύσβατα και δυσπρόσιτα μέρη. Και μετά από αυτό, τον έσυραν γυμνό πάνω σε σιδερένια καρφιά. Κι ακόμη:  τον μαστίγωσαν και του έκαψαν τα πλευρά με λαμπάδες πυρός, ενώ στο τέλος αποφάσισαν να τον σκοτώσουν με ξίφος, κάτι που δεν πρόφτασαν να το κάνουν, διότι είχε παραδώσει  ήδη το πνεύμα του στον Θεό. Τελείται δε η σύναξή του στο Μαρτύριό του, που βρίσκεται μέσα στο ναό του Αποστόλου Ιωάννου του Θεολόγου, πλησίον της Αγιωτάτης Μεγάλης Εκκλησίας».

Δεν είναι γνωστός ο άγιος Τρύφων για τις σπουδές του,  τη μόρφωσή του και τη θεολογική του κατάρτιση∙ δεν προβάλλεται από την Εκκλησία μας ως κάποιος Ιεράρχης που την βοήθησε στην υπέρβαση κάποιας κρίσεως εξαιτίας αιρέσεως ή για το θαυμαστό κοινωνικό έργο που επιτέλεσε. Τιμάται από την Εκκλησία, γιατί μέσα στην όλη απλότητα της ζωής του κατάλαβε ένα πράγμα, που προσπάθησε μέχρι τέλους, έστω και με θυσία αυτής της ζωής, να το κρατήσει: ότι δηλαδή σκοπός του στον κόσμο τούτο που βρέθηκε, ήταν να γίνει άγιος∙ να μοιάσει του Χριστού ζώντας με σωφροσύνη. Δηλαδή ό,τι είχε ακούσει από τον λόγο του Θεού, ό,τι ο Ίδιος ο Θεός τού φανέρωσε ως τρόπο ζωής, να το κάνει βίωμά του. Κι είναι αυτό που σημειώνει και ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του κανόνα του: «Άκουσες μέσα στην καρδιά σου τα θεία λόγια και τα έκανες πράξη, πανσεβάσμιε, διότι αγάπησες την αγιοσύνη και ασπάστηκες τη σωφροσύνη».

Η αγάπη για την αγιοσύνη συνιστά και το σκοπό της ζωής του κάθε ανθρώπου, ιδίως εκείνου που έχει τη δύναμη γι’ αυτό, του χριστιανού. Η εντολή του Θεού είναι σαφής: «Άγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιός ειμι», να γινόμαστε άγιοι, διότι ο ίδιος ο Θεός είναι άγιος. Κι αυτό σημαίνει ότι η αγιοσύνη ως σκοπός ζωής δεν αποτελεί ιδιορρυθμία ενός περίεργου ανθρώπου, ένα «βίτσιο» ίσως. Είναι το όραμα προς το οποίο καθημερινώς και αδιαλείπτως κατατείνει, πρέπει να κατατείνει, κάθε χριστιανός. Και θεολογική βάση γι’ αυτό είναι η «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία του ανθρώπου. Δημιουργηθήκαμε από τον Θεό να Τον εικονίζουμε, με σκοπό να Του μοιάσουμε όσο το δυνατόν πληρέστερα στα πλαίσια της ανθρώπινης φύσης μας. Έτσι η φυσιολογία του ανθρώπου είναι να γίνεται -  που σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς για να το φτάσει -  άγιος. Ο άγιος Τρύφων, έστω και απλός βοσκός χηνών – προστάτης των γεωργών αλλά και των ζώων θεωρείται - χωρίς κάποια μόρφωση, χωρίς μελέτες και ακούσματα κηρυγμάτων, αλλά με μόνη την αγνότητα των προθέσεών του, το κατάλαβε και το άκουσε στο βάθος της καρδιάς του. Κι επειδή πήρε στα σοβαρά αυτό που κατάλαβε, το ενεργοποίησε στη ζωή του. Το «ασπάστηκες τη σωφροσύνη» που λέει ο υμνογράφος, αυτό ακριβώς φανερώνει.

Η πιστότητα και η αγάπη του στο όραμα αυτό της ζωής του τον έκανε αφενός να δεχτεί τις ακτίνες της χάρης του Θεού, γινόμενος δεύτερο φως μετά το πρώτο, του Θεού («έγινες δεύτερο φως, επειδή πλησίασες το πρώτο φως, γινόμενος σαν πυρσός και παίρνοντας μορφή από τη δόξα Αυτού»), αφετέρου να γίνει, ακριβώς γι’ αυτό,  θαυμαστό όργανο Εκείνου για τη θεραπεία ασθενών και δαιμονισμένων, ωθώντας έτσι τους ανθρώπους στο να βρίσκουν  τον δρόμο τους για τον Θεό.  Κι αυτό σημαίνει ότι όπου ο Θεός βρίσκει άνθρωπο καλοπροαίρετο και με διάθεση στροφής προς Αυτόν εν αγάπη, τον κάνει κατοικητήριό Του και οδό Του για την εύρεση του Ίδιου από τους ανθρώπους. Ο άγιος άνθρωπος, με άλλα λόγια, και χωρίς να μιλάει, με μόνο το παράδειγμά του, δρα ως ιεραπόστολος. Οι άνθρωποι βλέποντάς τον καθοδηγούνται προς Αυτόν.

Την παραπάνω αλήθεια ο άγιος Θεοφάνης μας την προσφέρει με έναν έξοχο ύμνο, ήδη από την πρώτη ωδή του κανόνα: «Υπήρξες πράγματι ποιμένας, με το να ποιμαίνεις  με σοφία τους λογισμούς της ψυχής σου, και με το να επιστρέφεις τις πλανεμένες ψυχές και να τις οδηγείς στον Θεό, ένδοξε». Είναι μία καταπληκτικής εμπνεύσεως αλήθεια: ο άγιος Τρύφων, αλλά και κάθε πιστός, είτε κληρικός είτε λαϊκός, είναι ποιμένας, γιατί ποιμαίνει πρώτα από όλα τον εαυτό του. Πώς; Με το να ελέγχει τους λογισμούς της ψυχής του, καθοδηγώντας τους, όπως ο βοσκός τα πρόβατα στο μαντρί, εκεί που είναι ο τόπος της καταπαύσεώς του, ο ίδιος ο Θεός. Επομένως, όταν οι λογισμοί του ανθρώπου απομακρύνονται από τον Θεό, κινδυνεύουν να «φαγωθούν» από τον λύκο διάβολο, ή από το λιοντάρι διάβολο, κατά την εικόνα του αποστόλου Πέτρου: «ο διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη». Και βεβαίως, με τον τρόπο αυτό γίνεται ποιμένας και των υπολοίπων ανθρώπων: επιστρέφει στον Θεό τις πλανεμένες ψυχές. Το συμπέρασμα είναι προφανές: κανείς δεν μπορεί να γίνει αληθινός ποιμένας, κυρίως μάλιστα ο κληρικός, αν πρώτα δεν είναι και δεν γίνεται ποιμένας του εαυτού του. Εκείνος που έχει μάθει να διαποιμαίνει τους λογισμούς του, εκείνος χαριτώνεται από τον Θεό και για την καθοδήγηση των άλλων.