02 Απριλίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

«Καί εἶπεν αὐτοῖς ὀ Ἰησοῦς∙ τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ» (Μάρκ. 9, 29).

Είναι η απάντηση του Κυρίου στους μαθητές Του όταν εκείνοι διεπίστωσαν την αδυναμία τους μπροστά στο κατειλημμένο από δαιμονικό πνεύμα παιδί: ο πατέρας του το είχε φέρει σ’ εκείνους πρώτα, διότι ο Κύριος με τους τρεις μαθητές Του, τον Πέτρο, τον Ιωάννη και τον Ιάκωβο, βρίσκονταν στο όρος Θαβώρ – εκεί που πραγματοποιήθηκε η συγκλονιστική μεταμόρφωσή Του. Οι μαθητές δεν μπόρεσαν να προσφέρουν καμία βοήθεια, την οποία έδωσε αμέσως ο Κύριος, όταν κατήλθε από το όρος, βγάζοντας το δαιμόνιο από το παιδί και προσανατολίζοντας τον δυστυχή πατέρα στον δρόμο της παντοδύναμης πίστεως: «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῶ πιστεύοντι».

1. Οι χωρίς την παρουσία του Χριστού μαθητές βρέθηκαν σε αδύναμη θέση μπροστά στα δαιμόνια, μολονότι επεχείρησαν επικαλούμενοι το άγιο όνομα του διδασκάλου τους να τα βγάλουν από το ταλαίπωρο παιδί. Ένιωσαν προφανώς και ντροπιασμένοι μπροστά στον πατέρα, γιατί ξεγυμνώθηκε η συγκεκριμένη αδυναμία τους. Και θεώρησαν παράδοξη την αδυναμία τους, διότι ο ίδιος ο Κύριος τους είχε δώσει την εξουσία, προ του γεγονότος αυτού, να μπορούν με την επίκληση του ονόματός Του να βγάζουν δαιμόνια και να επιτελούν θαύματα. «Κύριε, στο όνομά Σου και τα δαιμόνια υποτάσσονται σε μας!»  Πώς τώρα μένει ανενέργητη η χάρη της εξουσίας αυτής; Η απορία τους λοιπόν ενώπιον του Κυρίου μετά την απελευθέρωση του παιδιού από τον Κύριο ήταν απολύτως δικαιολογημένη.

2. Η απάντηση του Κυρίου τους αποκαλύπτει μία κρυμμένη πραγματικότητα για τα δεδομένα τους μέχρι εκείνης της ώρας: «το συγκεκριμένο γένος δαιμονίων δεν βγαίνει παρά με προσευχή και νηστεία!» Ναι, είναι σαν τους λέει ο Διδάσκαλος, σας έδωσα την εξουσία απέναντι στα δαιμόνια, αλλά υπάρχει διαβάθμιση της ενεργείας τους και σ’ αυτά. Υπάρχουν μικρότερα, αλλά και μεγαλύτερα και ισχυρότερα δαιμόνια. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον νεαρό τα δαιμόνια είναι ισχυρά. Πρόκειται για την εμπειρία έπειτα όλων των αγίων και των Πατέρων μας, που αναφέρονται σε δαιμόνια που άλλα τα χαρακτηρίζουν αρχικά και άλλα μικρότερης εμβέλειας και έντασης. Και αρχικά για παράδειγμα δαιμόνια θεωρούνται αυτά που, κατά παραχώρηση του Κυρίου, προσβάλλουν τα θεμέλια και τις ρίζες της ανθρώπινης ύπαρξης, οδηγώντας την σε απελπισία και απόγνωση, όπως είναι η απιστία και η υπερηφάνεια, αλλά και ο βαρύς σαρκικός μολυσμός που ταράζει και αλλοιώνει κι αυτό το βάθος της καρδιάς του ανθρώπου. Αξίζει να θυμηθούμε έναν τέτοιο δαιμονικό πειρασμό που απέφυγε ο απόστολος Πέτρος, κατά τα λόγια του ίδιου του Κυρίου, διότι Εκείνος προσευχήθηκε για χάρη του! «Πέτρο, ο διάβολος θέλησε να σε ταράξει, αλλά εγώ προσευχήθηκα για χάρη σου να μη χάσεις την πίστη σου!»

3. Και τι σημειώνει ο Κύριος; Μπορεί να επιτρέπει ως Θεός πειρασμούς μεγάλους στους ανθρώπους, μα τους δίνει τα όπλα προκειμένου να τους αντιμετωπίσουν. Και ποια είναι αυτά; Η προσευχή και η νηστεία. Μπροστά σε κάθε δαιμονική επίθεση λοιπόν, ακόμη και την πιο ισχυρή θεωρούμενη, ο άνθρωπος δεν είναι ανοχύρωτος. Ιδίως ο βαπτισμένος χριστιανός, εκείνος που διά του αγίου βαπτίσματος ντύθηκε τον Χριστό και έγινε δίοδος προκειμένου Εκείνος να ενεργεί μέσω αυτού, με το όπλο του ονόματος του Χριστού όταν συνοδεύεται με την ασκητική προσπάθεια της εγκράτειας και της νηστείας, υποτάσσει όντως και τα πιο ισχυρά δαιμόνια. Έχουμε εδώ τη διαπιστωμένη εμπειρία όλων των αγίων μας απαρχής μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο μέγας όσιος της εποχής μας, ο άγιος Παϊσιος, εκφράζοντας την αλήθεια αυτή έλεγε: «Μετά τον ερχομό του Χριστού, ο διάβολος είναι σαν το σκυλί που του έχουν βγάλει τα δόντια ή σαν το φίδι που δεν έχει δηλητήριο». Αλλά μιλούσε βεβαίως έχοντας υπ’ όψιν του τον εν επιγνώσει χριστιανό, που η πίστη γι’ αυτόν δεν είναι στα χαρτιά ή στη θεωρία του μυαλού του. Άλλωστε είναι η αγάπη του Θεού μας που ως τείχος περισκέπει τον πιστό, δίνοντάς του ως σύμμαχο και βοηθό της ψυχής και του σώματος τον φύλακα άγγελό του και εκφράζοντας το άπειρο έλεός Του με τη συγκατάβαση αποδοχής των πρεσβειών της Παναγίας Μητέρας Του και όλων των αγίων Του.

4. Οπότε ο χριστιανός που προσεύχεται, που το όνομα του Κυρίου καθώς είπαμε βρίσκεται αδιάκοπα στα χείλη και στην καρδιά του: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», που η προσευχή του δηλαδή λειτουργεί μέσα στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής κοινότητας του σώματος του Χριστού,  βλέπει την όποια αδυναμία του να μεταποιείται σε παντοδυναμία, γιατί τον ενισχύει και η εγκράτειά του. Και γιατί ο Κύριος έδεσε την προσευχή με τη νηστεία ως σωματική εγκράτεια; Διότι ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα, σώμα και ψυχή. Και τα δύο κινητοποιούνται στη χριστιανική πίστη μας, αφού ολόκληρος ο άνθρωπος στέκεται ενώπιον του Θεού μας – χωρίς την κινητοποίηση και του σώματος το σώμα άγεται και φέρεται από τις σαρκικές αντίθεες ορέξεις του: η νηστεία είναι γνωστό ότι υποτάσσει το σώμα και το θέτει στην υπηρεσία του ηγεμονικού νου, ο οποίος με τη σειρά του βεβαίως υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι τα ισχυρά αυτά όπλα της προσευχής και της νηστείας που εκδιώκουν και τα δαιμόνια εκφράζουν με άλλον τρόπο εκείνο που ο Θεός μας λέει για την αγάπη μας προς Αυτόν: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος». Όχι μόνο ο εσωτερικός άνθρωπος, αλλά και το ίδιο το σώμα του πρέπει να μετάσχει της εν πόθω στροφής προς Εκείνον – το εξ όλης της ισχύος κινητοποιεί και την κάθε ίνα του σώματος του ανθρώπου.

Η Εκκλησία μας διά του Κυρίου μάς βάζει στο χέρι το μαστίγιο που μαστιγώνει τον διάβολο. Κι αυτό είναι η προσευχή. «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους» σημειώνει ο μεγάλος όσιος που εορτάζουμε σήμερα, ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Αλλά το μαστίγιο πρέπει να το κρατάει χέρι που αντέχει και που είναι συνδεδεμένο με την πηγή της Δύναμης, τον Κύριο και Θεό μας. Την αντοχή αυτή την προσφέρει η εν γνώσει νηστεία. Αποκαλύπτει την αγάπη μας προς τον Θεό αλλά και την παντοδυναμία στην οποία είμαστε κλημένοι από Εκείνον.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μαρκ. 9, 17-31)

 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ λέγων· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. Καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τὸν καιρό, κάποιος ἄνθρωπος πλησίασε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοῦ εἶπε· «Διδάσκαλε, ἔφερα σ’ ἐσένα τό γιό μου, γιατί ἔχει μέσα του δαιμονικό πνεῦμα πού τόν κάνει ἄλαλο. Κάθε φορά πού τόν πιάνει, τόν ρίχνει κάτω καί τότε βγάζει ἀφρούς, τρίζει τά δόντια καί μένει ξερός. Εἶπα στούς μαθητές σου νά διώξουν αὐτό τό πνεῦμα, ἀλλά δέν μπόρεσαν». «Ἄπιστη γενιά!» ἀποκρίθηκε ὁ Ἰησοῦς. «Ὥς πότε θά εἶμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ἀκόμη θά σᾶς ἀνέχομαι; Φέρτε μου ἐδῶ το παιδί». Ἐκεῖνοι τοῦ τό ἔφεραν. Μόλις τό πνεῦμα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀμέσως τάραξε τό παιδί, κι ἐκεῖνο ἔπεσε καταγῆς καί κυλιόταν βγάζοντας ἀφρούς. «Πόσος καιρός εἶναι πού τοῦ συμβαίνει αὐτό;» ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ. Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ἀπό μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα καί στή φωτιά τόν ἔριξε καί στά νερά γιά νά τόν ἐξολοθρέψει. Ἀλλά ἄν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας καί βοήθησέ μας». Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε τοῦτο: «Ἐάν μπορεῖς νά πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατά γι’ αὐτόν πού πιστεύει». Ἀμέσως τότε φώναξε δυνατά ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ καί εἶπε μέ δάκρυα: «Πιστεύω, Κύριε! Ἀλλά βοήθησέ με, γιατί ἡ πίστη μου δέν εἶναι δυνατή». Βλέποντας ὁ Ἰησοῦς ὅτι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε τό δαιμονικό πνεῦμα μ’ αὐτά τά λόγια: «Ἄλαλο καί κουφό πνεῦμα, ἐγώ σέ διατάζω: βγές ἀπ’ αὐτόν καί μήν ξαναμπεῖς πιά μέσα του». Βγῆκε τότε τό πνεῦμα, ἀφοῦ κραύγασε δυνατά καί συντάραξε τό παιδί. Ἐκεῖνο ἔμεινε ἀναίσθητο, ἔτσι πού πολλοί ἔλεγαν ὅτι πέθανε. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τό ἔπιασε ἀπό τό χέρι του, τό σήκωσε, κι αὐτό στάθηκε ὄρθιο. Ὅταν μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στό σπίτι, τόν ρώτησαν οἱ μαθητές του ἰδιαιτέρως: «Γιατί ἐμεῖς δέν μπορέσαμε νά βγάλουμε αὐτό τό δαιμονικό πνεῦμα;» Κι ἐκεῖνος τούς ἀπάντησε: «Αὐτό τό δαιμονικό γένος δέν μπορεῖ κανείς νά τό βγάλει μέ τίποτε ἄλλο παρά μόνο μέ προσευχή καί νηστεία». Ἔφυγαν ἀπό ’κεῖ καί προχωροῦσαν διασχίζοντας τή Γαλιλαία. Δέν ἤθελε ὁ Ἰησοῦς νά μάθει κανείς ὅτι περνοῦσε ἀπό ’κεῖ, γιατί δίδασκε τούς μαθητές του καί τούς ἔλεγε: «Ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου θά παραδοθεῖ σέ χέρια ἀνθρώπων, πού θά τόν θανατώσουν· τήν τρίτη ὅμως ἡμέρα μετά τό θάνατό του θ’ ἀναστηθεῖ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 6, 13-20)

Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεὸς, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. Ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅταν ὁ Θεός ἔδωσε τήν ὑπόσχεσή του στόν Ἀβραάμ, ἐπειδή δέν ὑπῆρχε ἀνώτερος γιά νά ὁρκιστεῖ, ὁρκίστηκε στόν ἑαυτό του, λέγοντας: Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θά σ’ εὐλογήσω καί θά σοῦ δώσω πολλούς ἀπογόνους. Έτσι πῆρε ὁ Ἀβραάμ τήν ὑπόσχεση, καί μέ τήν ὑπομονή του πέτυχε τήν ἐκπλήρωσή της. Οἱ ἄνθρωποι ὁρκίζονται σέ κάποιον ἀνώτερό τους, κι ὁ ὅρκος δίνει γι’ αὐτούς τέλος σέ κάθε ἀμφισβήτηση καί ὑποδηλώνει ἐπιβεβαίωση. Ὁ Θεός, λοιπόν, ἐπειδή ἤθελε νά δείξει πιό καθαρά σ’ αὐτούς πού θά κληρονομοῦσαν τά ὅσα ὑποσχέθηκε ὅτι ἡ ἀπόφασή του ἦταν ἀμετάκλητη, τήν ἐγγυήθηκε μέ ὅρκο. Γιά δύο λοιπόν ἀμετακίνητα πράγματα, γιά τά ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νά διαψευστεῖ ὁ Θεός, ἐμεῖς πού καταφύγαμε σ’ αὐτόν ὀφείλουμε νά μείνουμε σταθεροί σ’ αὐτά πού ἐλπίζουμε. Αὐτή μας ἡ ἐλπίδα μᾶς ἀσφαλίζει καί μᾶς βεβαιώνει σάν ἄγκυρα, καί μᾶς ὁδηγεῖ στά ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος, ὅπου μπῆκε πρίν ἀπό μᾶς καί γιά χάρη μας ὁ Ἰησοῦς, ἀρχιερέας γιά πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.

ΕΓΙΝΑ ΣΑΝ ΤΑ ΚΤΗΝΗ

ΣΑΒΒΑΤΟ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τοῖς πάθεσι δουλώσας τῆς ψυχῆς μου τό ἀξίωμα, κτηνώδης ἐγενόμην, καί οὐκ ἰσχύω ἀτενίσαι πρός σέ Ὕψιστε∙ ἀλλά κάτω νενευκώς Χριστέ ὡς ὁ Τελώνης δέομαι κραυγάζων σοι∙ ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι καί σῶσόν με» (Στιχ. εσπ. Παρασκευής Δ΄ Νηστειών).

(Αφού υποδούλωσα το αξίωμα της ψυχής μου στα πάθη, έγινα σαν τα κτήνη και δεν έχω τη δύναμη να ατενίσω προς Εσένα, Ύψιστε. Γι’ αυτό και κάτω στη γη κλίνοντας το κεφάλι, Χριστέ, όπως ο Τελώνης προσεύχομαι με δυνατή φωνή: Θεέ μου, συγχώρεσέ με και σώσε με).

Το ήθος του Τελώνη ως πρότυπο για τον κάθε πιστό, με πρώτον τον εαυτό του, προβάλλει και πάλι ο άγιος υμνογράφος: το ήθος τελικώς της αγιότητας, αφού αυτό  δικαιώθηκε από τον Θεό κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου. Ποια τα χαρακτηριστικά του ήθους αυτού που επισημαίνει ο ποιητής; Η προσέλευση στον Κύριο τον Θεό με συναίσθηση της αμαρτωλότητας και με πίστη για τη σώζουσα αγάπη και το έλεός Του. Πρόκειται για το ισχυρό φως που ρίχνει ο ευαγγελικός και στη συνέχεια ο πατερικός και υμνολογικός λόγος που φωτίζει τη διπλή πραγματικότητα: ο Θεός είναι πλήρης αγάπης και ελέους∙ ο άνθρωπος λόγω της πτώσεως στην αμαρτία είναι πλήρης αδυναμιών και πονηριών. Η σύζευξη των δύο αυτών ενεργειών: της κίνησης προς τον άνθρωπο του ελέους του Θεού και της ανταπόκρισης του αμαρτωλού ανθρώπου ως αποδοχής αυτού του ελέους συνιστά το γεγονός της σωτηρίας και της δικαίωσης του ανθρώπου – ο άνθρωπος επανέρχεται στο πρώτο αξίωμα, να είναι παιδί του Πατέρα Θεού, «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. «Ὅσοι ἔλαβον Αὐτόν (τόν Χριστόν) ἔδωκεν αὐτοῖς τήν ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι» (άγ. Ιωάννης Ευαγγελιστής).

Η συναίσθηση της αμαρτωλότητας προσδιορίζεται από τον άγιο υμνογράφο κατά την εικόνα και πάλι της Γραφής: ο απομακρυσμένος από τον Θεό άνθρωπος χάνει την ανθρωπινότητά του και αυτό που συνιστά τη θεοειδή ταυτότητά του. Γίνεται κτηνώδης, με την έννοια ότι καθορίζεται στη ζωή του από τα ένστικτά του και όχι από τον ηγεμονικό νου του. Κι είναι ευνόητο: ο νους χάνοντας τον φωτισμό του Θεού λόγω του εγκλωβισμού στην αμαρτία σκοτεινιάζει και αλλοιώνεται, οπότε ο άνθρωπος άγεται και φέρεται πια από τις εμπάθειες του εγωισμού του – ο άνθρωπος είναι έτοιμος να κατασπαράξει τον συνάνθρωπό του όταν νιώθει ότι δεν ικανοποιείται το συμφέρον του. «Homo homini lupus», ο άνθρωπος γίνεται λύκος για τον συνάνθρωπό του, κατά το λατινικό λόγιο.

Η εν μετανοία αίσθηση της αμαρτωλότητας, συμπληρώνει ο ποιητής, εκφράζεται και με τη στάση του σώματος. Ο μετανοών έχει σκυμμένο λόγω ντροπής το κεφάλι – δεν τολμά να κοιτάξει προς τα άνω, προς τον Ουρανό: το βλέπουμε στη στάση του μετανοημένου Τελώνη.  Είναι το βίωμα που το έχει βιώσει κάθε φυσιολογικός άνθρωπος, όταν κατανοεί ένα σφάλμα του και ζητάει να το διορθώσει. Κι είναι σημαντική η υπενθύμιση του υμνογράφου: η μετάνοια έχει ψυχοσωματικό χαρακτήρα, γιατί ο άνθρωπος είναι ψυχή και σώμα. Ολόκληρος αμαρτάνει και ολόκληρος μετανοεί. Συνεπώς και το σώμα μετέχει στο γεγονός της μετανοίας, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας με σοφό τρόπο έχει καθορίσει σειρά σωματικών ενεργειών αποδεικτικών της διάθεσης του ανθρώπου για σχέση με τον Θεό: μετάνοιες μικρές και μεγάλες, χαμαικοιτίες, ορθοστασίες, αγρυπνίες, νηστείες. Έτσι το «Κύριε ἐλέησόν με», «Κύριε σῶσόν με», το φωνάζει και η ψυχή και το σώμα μας – ο άνθρωπος που μετανοεί βρίσκεται σε μία μεγάλη ένταση που ενεργοποιεί και την κάθε ίνα του σώματός του.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΤΙΤΟΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Αυτός ο μακάριος και άγιος Πατέρας μας Τίτος από νεαρή ηλικία αγάπησε τον Χριστό, πήγε σε Κοινόβιο και απομακρύνθηκε από τον κόσμο και τους συγγενείς του. Εκεί τόσο πολύ επιδόθηκε στην ταπείνωση και την υπακοή, ώστε να ξεπεράσει όχι μόνο την αδελφότητα, αλλά και κάθε άνθρωπο. Έγινε δε και ποιμένας των λογικών προβάτων του Χριστού κι είχε τόση πραότητα και αγάπη και συμπάθεια, όσο κανείς άλλος μεταξύ των ανθρώπων. Διαφυλάχτηκε καθαρός στην ψυχή και στο σώμα από νεαρή ηλικία σαν άγγελος Θεού. Γι᾽ αυτό και ο Κύριος τον χαρίτωσε με εξαιρετική χάρη θαυματουργιών, οπότε και εκδήμησε προς Αυτόν, αφήνοντας στους μαθητές και τους συνασκητές του τους ασκητικούς του αγώνες σαν στήλη έμψυχη και εικόνα απαράγραπτη».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου Τίτου του θαυματουργού, θέλοντας να χαρακτηρίσει τη μεγάλη αγιότητα του οσίου, χρησιμοποιεί ως παράδειγμα αυτό που συμβαίνει με το άγιο μύρο: συντίθεται από δεκάδες αρωματικές ύλες και ουσίες, προκειμένου να φτάσει στο ύψος του εξαισίου αρώματός του. Κατά τον ίδιο τρόπο και ο όσιος Τίτος: «υπήρξε μύρο αγιάσματος, που συντέθηκε εντελώς από τα αρώματα της ασκητικής του διαγωγής, για να είναι οσμή του Θεού μας» (ωδή γ´). Ευωδία Χριστού με άλλα λόγια ο όσιος Τίτος, ο οποίος θεωρείται από τον άγιο Θεοφάνη ως μαθητής κι αυτός του αποστόλου Παύλου από πλευράς πνευματικής, σαν τον παλαιό εκείνο μαθητή και συνεργάτη του Παύλου, τον απόστολο Τίτο. «Νέον ως του Παύλου σε φοιτητήν Τίτον ευφημούμεν᾽» (ωδή α´). Κι ο υμνογράφος γίνεται πιο συγκεκριμένος. Έγινε ευωδία Χριστού ο όσιος, διότι «συνέλεξε στην ψυχή του τον θείο πλούτο της χάρης, δηλαδή την καθαρή προσευχή, την αγνότητα, τη σεμνότητα, την προσεκτική αγρυπνία, με τα οποία γνωρίστηκε σαν πραγματικός οίκος του Θεού ημών» (ωδή ς´).

Από όλα τα αρώματα της ασκητικής  ζωής του οσίου ο Θεοφάνης επικεντρώνει κατεξοχήν στην εγκράτειά του. «Ποταμός εγκρατείας, πάτερ, δείχτηκες σε εμάς» (ωδή ζ´). Τα πλείστα των ύμνων που αφιερώνει σ᾽ αυτόν είναι ακριβώς για την αρετή του αυτή, την οποία μάλιστα παρουσιάζει ως το ομορφότερο άνθος του ευωδέστατου κήπου του, με την οποία τρέφει και εμάς που τον τιμούμε. «Σαν ευωδέστατος κήπος και ζωντανός παράδεισος των αρετών άνθισες την εγκράτεια, με την οποία τρέφεις όλους αυτούς που σε τιμούν» (ωδή δ´). Η εγκράτεια μόνη όμως δεν κάνει και πολλά πράγματα, λέει ο άγιος Θεοφάνης, αν δεν είναι συνδεδεμένη με την προσευχή. Υπάρχουν άνθρωποι εγκρατείς, και σε άλλες θρησκείες μάλιστα, χωρίς να σημαίνει τούτο και την παρουσία της χάρης του Θεού. Η εγκράτεια γίνεται όπλο ακαταγώνιστο, που θραύει όλα τα οχυρώματα του εχθρού διαβόλου, όταν ενισχύει το ξίφος της προσευχής. Εγκράτεια και προσευχή πράγματι καταισχύνουν όλη τη σκοτεινιά του διαβόλου (ωδή γ´). Κι όταν μιλά για την προσευχή του οσίου Τίτου ο υμνογράφος εννοεί εκείνη που απευθύνεται στον Ιησού Χριστό, ως ολοκληρωτική στροφή της διάνοιας προς Εκείνον. «Όλη την επιθυμία και τη διάνοια, όσιε, τη στερέωσες στον πόθο του Χριστού και έτσι καταφρόνησες τα γήινα» (ωδή γ´).

Η ολοκληρωτική στροφή του οσίου προς την αγάπη του Χριστού τον κάνει να γίνεται και τύπος της αληθινής πίστης. Στο πρόσωπό του ο άγιος υμνογράφος βλέπει πράγματι το όριο της ορθόδοξης πίστης και το παράδειγμα της εγκρατείας (ωδή θ´). Και μάλιστα της ορθόδοξης πίστης που σχετίζεται με την αίρεση την εποχή εκείνη της εικονομαχίας. Ο όσιος, παρ᾽ όλον τον πόλεμο κατά των εικόνων, έμενε προσηλωμένος στην ομολογία της ορθόδοξης πίστης. Και συνέχιζε, έστω και με κίνδυνο της ζωής του, να εικονίζει τον Χριστό ως άνθρωπο και να τον περιγράφει. «Εν τη ομολογία τη της πίστεως, Πάτερ, έμεινας άτρεπτος· Χριστόν γαρ εικονίζων σαρκί και περιγράφων, προσεκύνεις» (ωδή ζ´).  Η αλήθεια της ορθόδοξης πίστης του, την οποία απέκτησε ήδη από τα μητρικά  σπάργανα, φανερωνόταν και από εκείνο που αποτελεί το σημαντικότερο κριτήριό της: τη στάση έναντι της Παναγίας. Διότι η στάση μας έναντι αυτής κρίνει και την ποιότητα της πίστης μας έναντι και του ίδιου του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει: «Καθώς σε διάλεξε το άγιο Πνεύμα, οδηγήθηκες στον Θεό από τα μητρικά σου σπάργανα, κι έγινες μύστης και λάτρης της απείρανδρης Θεοτόκου» (ωδή α´). Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που ο άγιος Θεοφάνης θεωρεί ότι η μνήμη του οσίου Τίτου είναι ημέρα εόρτια για την Εκκλησία. Γιατί ο ίδιος ως εστιάτορας στρώνει κοινό τραπέζι για τους πιστούς και μάλιστα τους μοναχούς, προκειμένου να μετάσχουν στη βρώση της αιώνιας ζωής (ωδή θ´).

01 Απριλίου 2022

Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

«Χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας»

Ὁ προφήτης Ἰεζεκιήλ ἀποτελεῖ τήν πηγή τοῦ συγκεκριμένου χαιρετισμοῦ. Ἐκεῖνος, μέσα ἀπό ἕνα ὅραμά του, χαρακτηρίζει τήν Παναγία, καί μάλιστα τό ἀειπάρθενο αὐτῆς, ὡς τήν κλεισμένη πύλη, ἀπό τήν ὁποία θά περάσει μόνο ὁ Μεσσίας προκειμένου νά ἔλθει στόν κόσμο, καί θά παραμείνει ἔπειτα γιά πάντα κλειστή. Κατά τά ἴδια τά λόγια τοῦ προφήτη (πρβλ. 44, 1-3): «Κατόπιν μέ ἔστρεψε πάλι πρός τόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε στήν ἐξωτερική πύλη τῶν ἁγίων, ἡ ὁποία βρίσκεται ἀνατολικά, καί αὐτή ἦταν κλειστή. Καί ὁ Κύριος μοῦ εἶπε· Αὐτή ἡ πύλη θά παραμείνει κλειστή, καί δέν θά ἀνοιχτεῖ, καί κανείς δέν θά περάσει ἀπό αὐτήν, διότι ὁ Κύριος ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ θά εἰσέλθει δι’ αὐτῆς, καί θά παραμείνει καί πάλι κλεισμένη». Χαιρετίζουμε λοιπόν τήν Παναγία ἡ ὁποία εἶναι ἡ πύλη τῆς σωτηρίας.

1. Κι ὑπενθυμίζουμε βέβαια ὅτι ὅταν μιλᾶμε γιά σωτηρία μιλᾶμε γιά τή ζωντανή σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, σχέση πού προϋποθέτει ἀκριβῶς τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο καί τήν πρόσληψη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό Αὐτόν, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά θεραπευθεῖ ἀπό τά τραύματα τῆς ἁμαρτίας καί νά καταστεῖ καί πάλι σῶος καί ὁλόκληρος ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα – χωρίς Χριστό ὁ ἄνθρωπος δέν θεωρεῖται ἄνθρωπος μέ τήν ἀληθινή ἔννοια τοῦ ὅρου, ὡς ἐκεῖνος δηλαδή πού εἰκονίζει τόν Χριστό καί κατατείνει στήν ὁμοίωσή του μέ Ἐκεῖνον. Γιά νά θυμίσουμε τό ἁγιογραφικό: ὁ ἄνθρωπος λόγω τῆς ἁμαρτίας του «παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καί ὡμοιώθη αὐτοῖς».

2. Λοιπόν, ἡ Παναγία μας θεωρεῖται καί εἶναι ἡ πύλη τήν ὁποία διῆλθε ὁ Δημιουργός καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά σώσει τόν ἄνθρωπο. Ἡ διέλευσή Του ὅμως ἀπό τήν πάναγνη κόρη δέν ἔχει χαρακτήρα ἐξωτερικό καί ἐπιφανειακό, σάν νά ἔφερνε Αὐτός ἕνα δικό Του οὐράνιο σῶμα· ὁ Χριστός ἐρχόμενος γίνεται πραγματικός καθ’ ὅλα ἄνθρωπος μέσω τῆς Παναγίας,  πού σημαίνει ὅτι τό ἀνθρώπινό Του ἔχει τά στοιχεῖα τῆς Μητέρας Του, τή σάρκα Της καί τό αἷμα Της. Γι’ αὐτό καί ὁ χαρακτηρισμός τῆς Παναγίας ὡς πύλης ἀποτελεῖ στήν οὐσία μία διακήρυξη περί τοῦ ποιός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός· ναί, εἶναι μία ὁμολογία τοῦ χριστολογικοῦ δόγματος – τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος χωρίς ἁμαρτίας. Γι’ αὐτό καί ποτέ ὁ Χριστός δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀνεξάρτητα ἀπό τήν Παναγία Μητέρα Του· Ἐκείνη εἶναι ἡ Θεοτόκος, γιατί Αὐτός εἶναι ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ἡ Παναγία ὄντως εἶναι «ἡ κλῖμαξ δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός», ὅπως εἶναι καί «ἡ γέφυρα ἡ μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν».

3. Δέν ἐξαγγέλλεται ὅμως μόνο τό χριστολογικό δόγμα μέ τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας ὡς πύλης· ἐξαγγέλλεται καί τό δόγμα περί Ἐκκλησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τόν ὅρο, βεβαίως γιά νά γνωρίσουμε τόν Χριστό, ἀλλά πάντοτε μαζί μέ Αυτήν πού εἶναι τό «ἐξαίρετον» μέλος τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι δι’ Αὐτῆς ὁ Χριστός προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί συνιστᾶ μ' ἕναν μοναδικό τρόπο τό ἄκτιστο σῶμα Του, μέλη τοῦ Ὁποίου εἶναι καί ἡ Παναγία - ἄρα ὡς Αὐτή πού δέχεται πρώτη τίς συνέπειες τῆς σωτηρίας πού ἔφερε ὁ Υἱός καί Θεός Της - ἀλλά καί ὅλοι ἐμεῖς πού Τόν ἔχουμε πιστέψει καί Τόν ἔχουμε ἀποδεχτεῖ ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς μας. Ἡ Παναγία εἶναι ὅ,τι πιό ἰσχυρό ὑπάρχει γιά τήν πίστη μας ὅτι σωζόμαστε «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». «Ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, Σῶτερ, σῶσον ἡμᾶς». Σωτηρία ἀπό τόν Κύριο χωρίς Ἐκείνην καί χωρίς τούς ἁγίους μας, δηλαδή ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας, δέν ὑφίσταται.  Γι’ αὐτό καί ἡ δική μας ἡ ἀνταπόκριση, ὁ ἀγώνας γιά νά στεκόμαστε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καί «κομμάτι» τῆς Παναγίας: «πονᾶμε» ὄχι μόνον τόν Κύριο μέ τήν ἀπιστία μας καί τήν ἁμαρτία μας, ἀλλά καί τήν Παναγία μας, ὅπως καί ὅλους τούς ἁγίους.

4. Ἀλλά ἡ Θεοτόκος, πέραν τῶν παραπάνω, εἶναι καί ἡ πύλη τῆς σωτηρίας, γιατί μᾶς ὑποδεικνύει τόν μόνο τρόπο πού πρέπει νά στεκόμαστε ἔναντι τοῦ Θεοῦ μας, γιά νά καθίσταται ἐνεργής ἡ παρουσία Του στή ζωή μας. Καί ὁ τρόπος αὐτός εἶναι ἡ ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημά Του. Ὅπως Ἐκείνη μέ τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου» σάρκωσε τόν Θεό στήν πανάγια μήτρα Της, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὑποδεικνύει καί σέ μᾶς ὅτι ἔξω ἀπό τήν ὑπακοή καί συνεπῶς τήν ταπείνωση, ὁ Χριστός παραμένει ξένος πρός τή ζωή μας. Ἡ Παναγία εἶναι τό καθοδηγητικό πρότυπό μας: στά χνάρια Ἐκείνης βαδίζοντας, ἀφήνοντας δηλαδή τό δικό μας θέλημα καί τό «ἔτσι μ’ ἀρέσει» πού σάν χάλκινο τεῖχος μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Θεό, πατᾶμε στά χνάρια Ἐκείνου, μέ ἀποτέλεσμα νά σαρκώνεται Αὐτός, κατά τήν ἀψευδή ὑπόσχεσή Του, καί στή δική μας ὕπαρξη. Ὁπότε, ὄχι μόνο βιώνουμε κι ἐμεῖς οἱ ταπεινοί ἀπό τόν κόσμο τοῦτο τή σωτηρία μας, ἀλλά φτάνουμε στό σημεῖο νά γινόμαστε χάριτι Θεοῦ «πύλη» σωτηρίας καί γιά ἄλλους συνανθρώπους μας.

Η ΟΣΙΑ ΜΑΡΙΑ Η ΑΙΓΥΠΤΙΑ

«Η Μαρία καταγόταν από την Αίγυπτο κι έζησε πριν από τη μεταστροφή της στην πίστη του Χριστού μέσα στην ακολασία – πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν σε όλεθρο μέσω αυτής. Αφού λοιπόν παρέμεινε δεκαεπτά έτη ζώντας με ασέλγεια, (επειδή από μικρή είχε εξολισθήσει στην πονηρία), ύστερα αποδύθηκε στους αγώνες της εγκράτειας και της αρετής. Και τόσο πολύ υψώθηκε πνευματικά υπερβαίνοντας τα πάθη της ώστε να μπορεί να περπατάει σαν σε ξηρά πάνω στα νερά του Ιορδάνη ποταμού και να σηκώνεται στον αέρα ενόσω προσευχόταν κατά γης.

Πώς άλλαξε τρόπο ζωής; Κατά τον καιρό της προσκυνήσεως του τιμίου Σταυρού, τότε που πολλοί από όλα τα μέρη της γης συνέρρεαν στα Ιεροσόλυμα, πήγε και αυτή μαζί με κάποιους ακόλαστους νέους. Όταν έφτασε στους Αγίους Τόπους και πήγε στον Ναό να προσκυνήσει, διαπίστωσε ότι μία αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να διέλθει από την είσοδο. Συγκλονίστηκε και παρεκάλεσε τη Θεομήτορα αγνή Παρθένο να μπει εγγυήτρια γι’ αυτήν στον Θεό ότι αν μπορέσει να εισέλθει στον Ναό θα σταματήσει τον πονηρό βίο, θα ακολουθήσει την οδό της σωφροσύνης και δεν θα συνεχίσει να είναι δούλη των σαρκικών ηδονών και επιθυμιών. Πράγματι, η προσευχή της εισακούστηκε, οπότε αφού προσκύνησε τον τίμιο Σταυρό, έφυγε και περνώντας τον Ιορδάνη ποταμό έφτασε στην έρημο, αγωνιζόμενη εκεί επί σαρανταεπτά χρόνια. Στα χρόνια αυτά κανέναν άνθρωπο δεν είδε κι ο μόνος που την έβλεπε ήταν ο Θεός. Με την άσκησή της ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης φύσεως κι έγινε ένας επίγειος άγγελος». 

Η υμνογραφία της Εκκλησίας διά γραφίδος αγίου Θεοφάνους του υμνογράφου αναλίσκεται επί τη μνήμη της οσίας Μαρίας στην περιγραφή της συγκλονιστικής αλλαγής της: από την ασωτία στα ύψη της πνευματικής ζωής, αλλά και στην καταγραφή των βιωμάτων της από τις αντίστοιχες περιόδους της «προ Χριστού και μετά Χριστόν» ζωής της. Ένας ύμνος μάλιστα από την ωδή γ΄ παρουσιάζει την οσία στην πρότερη αμαρτωλή ζωή της ως την Εύα που παρήκουσε το θέλημα του Θεού και αμάρτησε, αλλά και στην ύστερη αγιασμένη ζωή της ως το διψασμένο ελάφι που τρέχει επί τας πηγάς των υδάτων. Και ποιο το σημείο που πρόκειται κοινό και στις δύο εποχές; Το ξύλο. Το πρώτο ξύλο, το δέντρο, που λόγω της αμαρτίας οδήγησε στη μύηση του θανάτου: ό,τι συνέβη με τους πρωτοπλάστους, το δεύτερο, το ξύλο του Σταυρού του Κυρίου, που οδήγησε στη βαθειά πίστη του Χριστού και την εύρεση της αληθινής ζωής. «Αφού προσήλθες στο ξύλο της αμαρτίας – λέει συγκεκριμένα ο άγιος υμνογράφος – και μυήθηκες στη θανατηφόρα γνώση, έτρεξες στο ξύλο που δίνει τη ζωή, στον Σταυρό του Κυρίου, κραυγάζοντας προς Αυτόν: Εσύ είσαι ο Θεός μας και δεν υπάρχει δίκαιος εκτός από Σένα, Κύριε».

Πού έγκειτο το πρόβλημα κατά την πρώτη εποχή της Μαρίας; Στη στροφή του νου της μόνο στα πονηρά, που σημαίνει την καλλιέργεια εκείνων των άτοπων εμπαθών λογισμών που ως αποτέλεσμα φέρνουν πάντοτε την ακαθαρσία της ψυχής και την υποδούλωσή της στα πάθη και τον διάβολο (ωδή α΄). Η Μαρία επηρεαζόμενη από τον αρχαίο όφι είχε πάρει κυριολεκτικά την κατηφόρα και την κατολίσθησή της στο βάραθρο της απώλειας (ωδή α΄). Δεν λάμβανε υπ’ όψιν της καθόλου τον Δημιουργό της, γι’ αυτό και γινόταν δυστυχώς μέσον απωλείας και πολλών άλλων, ιδίως νέων ανθρώπων (ωδή α΄). Η κατάστασή της ήταν τέτοια που την εκφράζει ο Κύριος με τον πιο δραματικό και απόλυτο τρόπο: «Ουαί, δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται», αλλοίμονο σ’ εκείνον που γίνεται μέσο που σκοντάφτει πνευματικά ο άλλος, και: «Συμφέρει σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο να πάει να δέσει μία μυλόπετρα στον λαιμό του και να φύγει από τη ζωή αυτή!»

Κι όμως σε έναν τέτοιο άνθρωπο, χαμένο και νεκρό, προφανώς υπήρχε στο βάθος της ψυχής μία καλή διάθεση. Και πώς έρχεται σε φως το καλό αυτό; Μ’ έναν τρόπο απρόσμενο και εντελώς διακριτικό από τον Ουράνιο Πατέρα: χωρίς κανείς να καταλάβει τίποτε, η ενέργειά Του κλείνει τη δίοδο για τη Μαρία στον Ναό Του! Ένας πειρασμός δηλαδή, μία «άρνηση» και «τιμωρία» του Θεού γίνεται στην άσωτη κοπέλα η αφορμή της πλήρους αλλοιώσεως της ψυχής της, της μεγάλης μετανοίας της – πόσες φορές μία θεωρούμενη δυσκολία συνιστά την πιο μεγάλη ευεργεσία του Θεού για εμάς! Οπότε «η γεμάτη από κάθε είδους πορνείας γυναίκα φάνηκε με τη μετάνοιά της νύμφη Χριστού, ποθώντας την πολιτεία των αγγέλων» (κοντάκιο). Κι ήταν καθοριστική η επέμβαση της Θεοτόκου! Όπως συνεχώς μας καλεί η Εκκλησία με τους ύμνους και τις προσευχές της να απευθυνόμαστε στη Μεγάλη Μάνα προκειμένου να μεσιτεύει για να μας παρέχει ο Υιός και Θεός της μετάνοια – «και τον σον υιόν και ημών δεσπότην και Κύριον τη μητρική σου παρρησία χρωμένη δυσώπησον, ίνα… επιστρέψη με προς μετάνοιαν…» (ευχή Αποδείπνου) – έτσι και για τη Μαρία: και μόνο το ικετευτικό βλέμμα της συντριμμένης καρδιάς της προς την Ουράνια Μάνα γίνεται η αφορμή για να εκφραστεί όλη η αγάπη Εκείνης προς το παραστρατημένο παιδί Της. Μπορούμε να το φανταστούμε: με δάκρυα στα μάτια, με επαινετή αναίδεια, ατένιζε επίμονα την Πανάχραντο, επικαλούμενη τις πρεσβείες της (ωδή δ΄ και ς΄). Και το θαύμα γίνεται: «Παίρνοντας δύναμη από τη σωτήρια χάρη και ανοίγοντας τα μάτια και την καρδιά στη θεϊκή και φωτοφόρα λάμψη μπόρεσε να πλησιάσει τον πάνσεπτο Σταυρό και να σωθεί» (ωδή δ΄).

Έκτοτε στην έρημο που βρέθηκε ο αγώνας της ήταν πώς να απαλείψει τις εικόνες των παθών από την ψυχή της και να βάλει στις θέσεις τους τις ιδέες των αρετών (στιχ. εσπ.), κάτι που σημαίνει ότι «με όλες τις δυνάμεις της θέλχτηκε από τον έρωτα της παρουσίας του Χριστού και γι’ αυτό μπόρεσε να ξεπεράσει τις εφόδους των παθών» (ωδής΄). Αποτέλεσμα; Να υπερκεράσει πάμπολλους άλλους στην αγιότητα, τόσο που να τη θαυμάσει και ο σπουδαίος και μεγάλος Ζωσιμάς. Ο θεόφρων Ζωσιμάς που αξιώθηκε εν πνεύματι να δει την ψυχική ομορφιά της, να της φέρει τα άχραντα μυστήρια προς θεία κοινωνία και να γεμίσει ο ίδιος από ανεκλάλητη χαρά που υπάρχουν τέτοια πλάσματα του Θεού! (ωδή η΄ και θ΄). Μαζί τώρα με τον μεγάλο αυτόν όσιο εποπτεύει τον θρόνο του παντοκράτορος Κυρίου, ικετεύοντας και για εμάς ο Κύριος να εξιλεώσει τις δικές μας αμαρτίες (ωδή θ΄).

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΖΗΛΩΤΕΣ

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ τῆς ἀληθείας ἐξεταστής καί τῶν κρυπτῶν γνώστης Κύριος, τόν Φαρισαῖον τῇ κενοδοξίᾳ νικώμενον καί ταῖς ἐξ ἔργων ἀρεταῖς δικαιούμενον κατέκρινας˙ τόν δέ Τελώνην κατανύξει προσευχόμενον καί ὑπ’ ἐκείνου κατακριθέντα ἐδικαίωσας˙ οὗ καί ἡμᾶς τῆς μετανοίας ζηλωτάς ὁ σταυρωθείς ἀνάδειξον, καί τῆς ἀφέσεως ἀξίωσον ὡς φιλάνθρωπος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος δ΄).

(Κύριε, Συ που ερευνάς και εξετάζεις την αλήθεια  και γνωρίζεις τα κρυμμένα, κατέκρινες τον Φαρισαίο, γιατί η κενοδοξία του τον νικούσε και ο ίδιος δικαίωνε τον εαυτό του από τις αρετές των έργων του. Από την άλλη δικαίωσες τον Τελώνη, γιατί προσευχόταν με κατάνυξη και κατέκρινε ο ίδιος τον εαυτό του (ενώ κατακρίθηκε και από τον Φαρισαίο). Συ λοιπόν Εσταυρωμένε Κύριε, ανάδειξε και εμάς ζηλωτές της μετανοίας του Τελώνη και αξίωσέ μας της συγχώρησης των αμαρτιών μας ως φιλάνθρωπος).

Τον Φαρισαίο και τον Τελώνη από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου προβάλλει για μία ακόμη φορά ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Με σκοπό να αποφύγουμε το αρνητικό παράδειγμα του Φαρισαίου και να ακολουθήσουμε το θετικό παράδειγμα του Τελώνη. Γιατί; Διότι ο Φαρισαίος είχε ως στοιχεία ζωής ό,τι ο Κύριος απεχθάνεται: την κενοδοξία, η οποία οδηγεί στη δαιμονική υπερηφάνεια, και την αυτοδικαίωση ως καύχηση για τα ενάρετα έργα μας. Το αλαζονικό αυτό ήθος του Φαρισαίου ήταν και είναι όπου απαντάται το ήθος του Εωσφόρου, ο οποίος πρώτος αρχάγγελος ξέπεσε λόγω ακριβώς της ελλείψεως αυτογνωσίας του, αφού το εκ Θεού φως του το προσέγραψε στον εαυτό του: πίστεψε ότι αυτό που ήταν δωρεά του Θεού ήταν κάτι δικό του, πήγαζε από τον ίδιο! Κενοδόξησε λοιπόν και υπερηφανεύτηκε, αυτοδικαιώθηκε, ξέπεσε και έγινε σατανάς, αντικείμενος δηλαδή στον Θεό, «απολαμβάνοντας» τα επίχειρα της απόνοιάς του: τη δυστυχία του και την κόλασή του, αφού δεν έδειξε και κανένα ίχνος μετανοίας του.  «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», κατά τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου.

Ο Τελώνης από την άλλη είχε τα στοιχεία στα οποία αρέσκεται ο Κύριος. Όχι βεβαίως την αμαρτωλή πρότερη ζωή του, αλλά τη μετάνοια που επέδειξε, φανέρωση της ταπείνωσής του, γεγονός που τον έκανε να ελκύσει τον ταπεινό Θεό μας – ο Κύριος βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καρδιά του για να λειτουργήσει η χάρη Του. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Κι αυτό σημαίνει διαχρονικά ότι όπου υπάρχει άνθρωπος ο οποίος μετανοεί για τις αμαρτίες του, δηλαδή με ταπείνωση αναγνωρίζει ότι ξέφυγε από τον δρόμο του Θεού Πατέρα του και στρέφεται με ελπίδα στη φιλανθρωπία Του, αυτός και σώζεται και δικαιώνεται: ο Πατέρας τον συγχωρεί και τον αποκαθιστά στη θέση που του πρέπει˙ τη θέση του αγαπημένου παιδιού!

Τι συγκεκριμένα, κατά τον άγιο ποιητή, εκφράζει το ήθος της μετάνοιας και της ταπείνωσης, το ήθος δηλαδή της αγιότητας; Η εν κατανύξει προσευχή και η αυτομεμψία. Η προσευχή δηλαδή με δάκρυα και πένθος, όπως και η ανάληψη της ευθύνης για όσα άσχημα και αμαρτωλά κάναμε και κάνουμε στη ζωή μας, λόγω, έργω ή διανοία. Ιδίως το τελευταίο θεωρείται το κατεξοχήν αποδεικτικό της αληθινής μετάνοιας, όπως το είδαμε και στον Τελώνη που ο ίδιος κατέκρινε τον εαυτό του. Γιατί υπάρχει πάντοτε η τάση της δικαιολόγησης του εαυτού μας και της επιρρίψεως της ευθύνης στους άλλους, ακόμη και για τα εξώφθαλμα δικά μας σφάλματα. Το πρώτο που έρχεται δυστυχώς σε κάθε αστοχία και παραβατικότητά μας είναι το «δεν φταίω εγώ, αλλά ο άλλος» - ό,τι δυστυχώς έπραξαν και οι πρωτόπλαστοι που ενώ αμάρτησαν έσπευσαν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους ο ένας στον άλλον ή και στον διάβολο, όχι όμως στον εαυτό τους! Γι’ αυτό και έχασαν και τον Παράδεισο.

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος μάς βοηθάει δραστικά την περίοδο αυτή της μετανοίας: το ήθος του Τελώνη είναι αυτό που πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών, η κατανυκτική προσευχή του και το «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και το συντριπτικό επιχείρημα του αγίου Ιωσήφ: ο Κύριος είναι «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», τίποτε δεν είναι κρυφό ενώπιον των οφθαλμών Του, ούτε και η παραμικρή σκέψη μας και η παραμικρή κλίση της καρδιάς μας. Το να αρνηθούμε την ευθύνη μας για τη ζωή μας συνεπώς συνιστά τον ορισμό του «στρουθοκαμηλισμού» μας!