22 Οκτωβρίου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 26-39)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, κατέπλευσεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη. Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν. Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὁ Ἰησοῦς κατέπλευσε στήν περιοχή τῶν Γαδαρηνῶν, πού βρίσκεται στήν ἀπέναντι ὄχθη ἀπό τή Γαλιλαία. Ὅταν βγῆκε στήν ξηρά, τόν συνάντησε κάποιος ἄντρας ἀπό τήν πόλη, πού εἶχε μέσα του δαιμόνια ἀπό πολύν καιρό. Ροῦχο δέν ντυνόταν οὔτε ἔμενε σέ σπίτι, ἀλλά ζοῦσε στά μνήματα. Ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἔβγαλε μιά κραυγή, ἔπεσε στά πόδια του καί τοῦ εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μ’ ἐμένα Ἰησοῦ, Υἱέ τοῦ ὕψιστου Θεοῦ; Σέ παρακαλῶ μή μέ βασανίσεις». Αὐτά τά εἶπε, γιατί ὁ Ἰησοῦς εἶχε διατάξει τό δαιμονικό πνεῦμα νά βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο. Ἀπό πολλά χρόνια τόν εἶχε στήν ἐξουσία του, καί γιά νά τόν συγκρατήσουν τόν ἔδεναν μέ ἁλυσίδες καί τοῦ ἔβαζαν στά πόδια σιδερένια δεσμά. Ἐκεῖνος ὅμως ἔσπαζε τά δεσμά, καί τό δαιμόνιο τόν ὁδηγοῦσε στίς ἐρημιές. Ὁ Ἰησοῦς τόν ρώτησε: «Ποιό εἶναι τό ὄνομά σου;» Ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Λεγεών»· γιατί εἶχαν μπεῖ μέσα του πολλά δαιμόνια. Τά δαιμόνια, λοιπόν, τόν παρακαλοῦσαν νά μήν τά διατάξει νά πᾶνε στήν ἄβυσσο. Ἐκεῖ κοντά ἦταν ἕνα κοπάδι ἀπό πολλούς χοίρους πού ἔβοσκαν στό βουνό, καί τά δαιμόνια παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά τούς ἐπιτρέψει νά μποῦν στούς χοίρους, καί τούς τό ἐπέτρεψε. Βγῆκαν, λοιπόν, ἀπό τόν ἄνθρωπο καί μπῆκαν στούς χοίρους. Τότε τό κοπάδι ὅρμησε πρός τόν γκρεμό καί πνίγηκε στή λίμνη. Μόλις οἱ βοσκοί εἶδαν τί ἔγινε, ἔφυγαν καί τό εἶπαν στήν πόλη καί στήν ὕπαιθρο. Βγῆκαν οἱ ἄνθρωποι νά δοῦν τί ἔγινε καί ἦρθαν κοντά στόν Ἰησοῦ. Βρῆκαν τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν ὁποῖο βγῆκαν τά δαιμόνια νά κάθεται δίπλα στόν Ἰησοῦ, νά φοράει ροῦχα καί νά φέρεται λογικά, καί φοβήθηκαν. Ὅσοι εἶχαν δεῖ τί εἶχε γίνει, τούς εἶπαν γιά τό πῶς ὁ δαιμονισμένος σώθηκε. Τότε ὅλο τό πλῆθος ἀπό τήν περιοχή τῶν Γαδάρων παρακαλοῦσαν τόν Ἰησοῦ νά φύγει ἀπό κοντά τους, γιατί τούς εἶχε πιάσει μεγάλος φόβος. Ἐκεῖνος μπῆκε στό πλοιάριο γιά νά γυρίσει πίσω. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν ὁποῖο εἶχαν βγεῖ τά δαιμόνια τόν παρακαλοῦσε νά τόν πάρει μαζί του. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοῦ εἶπε νά φύγει, μέ τά παρακάτω λόγια: «Γύρισε στό σπίτι σου καί διηγήσου ὅσα ἔκανε σ’ ἐσένα ὁ Θεός». Ἐκεῖνος ἔφυγε διαλαλώντας σ’ ὅλη τήν πόλη ὅσα ἔκανε σ’ αὐτόν ὁ Ἰησοῦς.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. 1, 11-19)

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ' ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι' ἀποκαλύψεως  ̓Ιησοῦ Χριστοῦ. ̓Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ  ̓Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ' ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ  ̓Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων.  ̔́Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς  ̔Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς  ̓Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν.  ̓́Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς  ̔Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ  ̓Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, πρέπει νά ξέρετε πώς τό εὐαγγέλιο πού σᾶς κήρυξα ἐγώ δέν προέρχεται ἀπό ἄνθρωπο. Γιατί κι ἐγώ οὔτε τό παρέλαβα οὔτε τό διδάχτηκα ἀπό ἄνθρωπο, ἀλλά μοῦ τό ἀποκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἀσφαλῶς ἔχετε ἀκούσει γιά τή διαγωγή μου ὅσον καιρό ἀνήκα στήν ἰουδαϊκή θρησκεία, ὅτι καταδίωκα μέ πάθος τήν ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ καί προσπαθοῦσα νά τήν ἐξαφανίσω. Καί πρόκοβα στόν ἰουδαϊσμό πιό πολύ ἀπό πολλούς συνομήλικους συμπατριῶτες μου, γιατί εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιά τίς προγονικές μου παραδόσεις. Ὁ Θεός ὅμως μέ εἶχε ξεχωρίσει ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου καί ἡ χάρη του μέ εἶχε καλέσει νά τόν ὑπηρετήσω. Ὅταν, λοιπόν, εὐδόκησε νά μοῦ ἀποκαλύψει τόν Υἱό του γιά νά φέρω στούς ἐθνικούς τό χαρμόσυνο μήνυμα γι’ αὐτόν, δέ στηρίχθηκα σ’ ἀνθρώπινες δυνάμεις· οὔτε ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά δῶ ἐκείνους πού ἦταν ἀπόστολοι πρίν ἀπό μένα, ἀλλά ἔφυγα στήν Ἀραβία, καί ὕστερα ξαναγύρισα στή Δαμασκό. Ἔπειτα, μετά ἀπό τρία χρόνια, ἀνέβηκα στά Ἱεροσόλυμα νά γνωρίσω ἀπό κοντά τόν Πέτρο, κι ἔμεινα κοντά του δεκαπέντε μέρες. Ἄλλον ἀπόστολο δέν εἶδα, παρά τόν Ἰάκωβο, τόν ἀδερφό τοῦ Κυρίου.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΒΕΡΚΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΕΡΑΠΟΛΕΩΣ Ο ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Αβέρκιος έγινε επίσκοπος της Ιεραπόλεως της Φρυγίας, επί της βασιλείας του Μάρκου Αντωνίου, κι έκανε πολλά θαύματα και ιάσεις. Για παράδειγμα: όταν μπήκαν μαζί σε ένα σκεύος κρασί και λάδι, κι ένα ακόμη άλλο είδος, με την προσευχή του έκανε ώστε η ανάμειξη αυτή να διαφυλαχθεί ασύγχυτη, δηλαδή το κάθε είδος να διατηρηθεί σ’  αυτό που ήταν. Άλλη φορά, έδωσε εντολή ένας τεράστιος λίθος να μετακοσμισθεί από τον δαίμονα, από τη Ρώμη στη Φρυγία. Τον λίθο αυτό τον έβαλε σαν στήλη στον τάφο του. Πάλι, προσευχήθηκε και βγήκαν από τα έγκατα της γης θερμά ύδατα. Αφού έζησε λοιπόν με οσιότητα και δικαιοσύνη το υπόλοιπο της ζωής του, εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Ο υμνογράφος του αγίου Αβερκίου δεν μπορεί παρά να μείνει έκθαμβος μπροστά στη μεγάλη και ιερή προσωπικότητά του και τον πλούτο της χάριτος που τον διακατέχει: «Όλη η Εκκλησία των πιστών σε δοξολογεί, Αβέρκιε, ως μέγιστο ιερέα και συγκάτοικο των Αποστόλων». Κι αυτό γιατί, όπως απαρχής ήδη της ακολουθίας του δηλώνει «ο Αβέρκιος καταυγάσθηκε από το λαμπρό φως της Τρισηλίου θεότητος, γενόμενος κι αυτός φως γι’ αυτούς που βρίσκονταν στο πνευματικό σκοτάδι». Ιδιαιτέρως τονίζει την ιερωσύνη του, που θα έλεγε κανείς είναι κάτι το αυτονόητο. Ήταν αρχιερέας. Γιατί να το τονίζει; «Ιεράρχης εδείχθης, χρίσμα σεπτόν περικείμενος, Πάτερ, θεουργικώς, και πάντας εν χάριτι τελειών, ιερώτατε». Δηλαδή: Φάνηκες ιεράρχης, ιερώτατε Πάτερ, έχοντας το ιερό και σεβαστό χρίσμα (του αγίου Πνεύματος) «θεουργικώς» και οδηγώντας τους πάντες με τη χάρη του Θεού στην τελείωση. Τα κρίσιμα σημεία στον ύμνο είναι αφενός ότι με την αρχιερωσύνη του ο άγιος οδηγούσε τους πιστούς στον Θεό, δείχνοντας έτσι ότι αυτό είναι το κύριο έργο ενός ιερέα, και μάλιστα αρχιερέα - όχι απλώς ένα κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο - αφετέρου ότι η ιερωσύνη του έγινε «θεουργικώς», δηλαδή ήταν έργο του Θεού, ήταν με το θέλημα Εκείνου.

 Είναι σημαντική λοιπόν ιδίως στο σημείο αυτό η επισήμανση του υμνογράφου, διότι στους ιερείς δεν έχει σημασία μόνον η χειροτονία τους από τους ανθρώπους, αλλά και από τον Θεό. Θέλουμε να πούμε, όπως οι Πατέρες πολλές φορές μαρτυρούν, ότι μπορεί κάποιος να είναι ιερέας, όχι όμως πάντοτε με  το θέλημα του Θεού. Διότι μπορεί να έχει μπει στον ιερό κλήρο  από διαφόρους άλλους λόγους, όχι όμως από αγάπη προς Εκείνον. Λοιπόν ο άγιος Αβέρκιος ήταν αρχιερέας με τη θέληση του Θεού, γι’  αυτό ακριβώς και είχε τέτοια επίδραση στον πιστό και όχι μόνο λαό του. Και μας διδάσκει ότι αυτοί που θέλουν να γίνουν ιερείς, πρέπει να διερωτώνται αν και ο Κύριος τους θέλει ως ιερείς του, ενώ οι ήδη ιερείς πρέπει πολύ συχνά να διερωτώμαστε  αν όντως βρισκόμαστε στο θέλημα του Θεού και αν επιτελούμε το έργο μας με τον τρόπο που αρέσει σ’  Εκείνον.

Ο ποιητής μας σήμερα, σχεδόν ανεπαίσθητα, μας βάζει και σε άλλους προβληματισμούς. Στην εβδόμη ωδή του κανόνα του αγίου π.χ.  διαβάζουμε: «Λαού ταπεινού προηγήσω υψηλός εν θεωρίαις και ενεργείαις και δυνάμεσιν αποδειχθείς, ιερώτατε». Δηλαδή: Αφού αποδείχθηκες, ιερώτατε Αβέρκιε, υψηλός στις θεωρίες του Θεού και στις θαυμαστές ενέργειες και στις δυνάμεις, καθοδήγησες λαό ταπεινό». Έχουμε την εντύπωση ότι στους στίχους αυτούς βρισκόμαστε μπροστά σε μία πάλι μεγάλη αλήθεια: ο άγιος Αβέρκιος έγινε επίσκοπος και συνεπώς πρώτος και καθοδηγητής, αφού έφτασε στο ύψος της θεωρίας του Θεού, που εκφραζόταν με τις διαρκείς θαυματουργίες του. Είναι γνωστό ότι για τη θεωρία του Θεού απαιτείται σκληρότατος πνευματικός αγώνας, ώστε να καθαρθεί η καρδιά του ανθρώπου και να λάμψει εκεί έπειτα το φως του Θεού. Θεωρία σημαίνει ακριβώς τη θέα του φωτός του Θεού. Τέτοιος άγιος ήταν λοιπόν ο άγιος Αβέρκιος.

Τι «τύχη» είχε βεβαίως ο λαός της Ιεραπόλεως, για να έχει ως ποιμενάρχη έναν τέτοιο άγιο; Πώς συνέβη και απέκτησε τέτοιο ηγέτη; Ο υμνογράφος δίνει την απάντηση: δεν υπήρξε τυχαία η τοποθέτηση του αγίου στην επισκοπή εκείνη. Ο Θεός θέλησε να διαποιμανθεί, να καθοδηγεί από έναν μεγάλο άγιο, γιατί ο λαός αυτός ήταν ταπεινός. Με άλλα λόγια, η ταπείνωση του λαού ήταν εκείνη που «μαγνήτισε» τη χάρη του Θεού, φανερούμενη εν προκειμένω με την τοποθέτηση σ’ αυτόν ως επισκόπου του αγίου Αβερκίου. Διότι «ο Θεός ταπεινοίς δίδωσι χάριν». Κι είναι πράγματι μεγάλη αλήθεια το γεγονός ότι ο Θεός, όπως διδάσκει ο λόγος του Θεού, δίνει ως ηγέτες του λαού εκείνους που αντιστοιχούν στην καρδία του λαού. Αν δηλαδή έχουμε ηγέτες, εκκλησιαστικούς ή και πολιτικούς – ισχύει για κάθε ηγεσία – που είναι σπουδαίοι, είναι διότι ο λαός έχει τις προϋποθέσεις για να τους έχει. Αντιστοίχως ισχύει και από πλευράς αρνητικής: αν υπάρχουν ηγέτες που πάσχουν και είναι «λειψοί», είναι διότι ο λαός πάσχει και είναι «λειψός». Ο άγιος Αβέρκιος μας δίνει πολλές ευκαιρίες πράγματι προβληματισμού και παραδειγματισμού.

21 Οκτωβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ. Για παράδειγμα: Είναι ένας άλλος Σαμουήλ ο όσιος, διότι κι αυτός «ἀπό βρέφους Θεῶ ἀνατέθη ὡς Σαμουήλ» (στιχ. εσπ.)˙ είναι δεύτερος Μωυσής, διότι «ἐκ σκοτασμοῦ ἀγνωσίας λαούς ὑπεξήγαγε καί Θεῷ προσενήνοχε» (στιχ. εσπ.)˙ είναι άλλος Πρόδρομος, διότι «ὑπεδείκνυε λαοῖς ὡς Ἰωάννης τό πρίν τήν ὁδόν Κυρίου τήν σωτήριον» (στ. εσπ.).

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Σοφίας τῷ ἔρωτι τρωθείς τῆς ὄντως τῷ φόβῳ τῷ κρείττονι νουνεχῶς ἐρρύθμισας νοός κινήματα˙ ὅθεν καί ἔτυχες σοφέ τῆς σῆς ἐφέσεως» (Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου).  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Ιλαρίων έζησε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του μεγάλου. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην πόλη της Γάζας από γονείς ειδωλολάτρες. Από μεγάλη αγάπη προς τα γράμματα πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου μορφώθηκε, αλλά και δέχθηκε την πίστη του Χριστού. Έγινε ζηλωτής του Μεγάλου Αντωνίου, τον οποίο ακολούθησε, και έζησε μαζί του επ’  αρκετόν. Επέστρεψε κάποια στιγμή πίσω στην πατρίδα του, και όταν πέθαναν οι γονείς του, μοίρασε όλη την περιουσία που του άφησαν στους φτωχούς. Έπειτα απεσύρθη στην έρημο και αποδύθηκε στους πιο μεγάλους ασκητικούς αγώνες, με αποτέλεσμα ο Κύριος να τον χαριτώσει με το χάρισμα της θαυματουργίας, με το οποίο θεράπευσε πολλούς πάσχοντες από σωματικά και ψυχικά νοσήματα. Αργότερα, ανοίχτηκε προς τον κόσμο και αφού πέρασε από πολλές πόλεις και τόπους και χώρες, σε ηλικία ογδόντα ετών ετελεύτησε τον βίο του».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής, μπροστά στο φαινόμενο «Ιλαρίων»  προσπαθεί να βρει λέξεις και εικόνες, προκειμένου να παραστήσει σωστά τη θέση του στην Εκκλησία, και όσο ζούσε στον κόσμο τούτο, αλλά και στη δόξα του ουρανού. Στον κόσμο τούτο τον βλέπει αφενός ως πρότυπο και στερέωμα των μοναστών, αφού υπήρξε εις άκρον ησυχαστής: «μοναζόντων εδραίωμα» τον χαρακτηρίζει μεταξύ άλλων, αφετέρου ως «ποδηγέτην των σωζομένων Θείω εν Πνεύματι», δηλαδή με το Πνεύμα του Θεού οδηγό και των εν κόσμω χριστιανών που επιθυμούν τη σωτηρία τους.  Από την άποψη αυτή ο όσιος Ιλαρίων υπήρξε για όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και κοσμικούς, «θησαυρός ιαμάτων» και «Προφήτης Θεού», «στύλος ακράδαντος ουρανομήκης» και «πύργος ασάλευτος», κυριολεκτικά «άρμα πύρινον, το όνομα βαστάζων το του Κυρίου», ένας κυριολεκτικά «ήλιος…διασπείρων πάσι τας ακτίνας των θαυμάτων».  Στη δόξα του Θεού από την άλλη, ο υμνογράφος τον «βλέπει» «ως κέδρον υψίκομον, δι’ αρετής υψούμενον εν αυλαίς Θεού πεφυτευμένον∙ και ως κεκλεισμένον κήπον, ως ευθαλή Παράδεισον, ως πηγήν ιαμάτων». Δηλαδή όχι μόνον αποτελεί «κόσμημα» του Παραδείσου, ένας υψηλόκορμος κέδρος, φυτευμένος στις αυλές του Θεού, αλλά και ο ίδιος συνιστά ένα παράδεισο μόνος του, ένα κλεισμένο κήπο.

Ποια η αιτία των «υπερβολικών» θα λέγαμε αυτών χαρακτηρισμών; Πρώτον, ότι ο όσιος Ιλαρίων «Πνεύματος αγίου πλήρης εγένετο», διότι «ο ένθεος έρως κατέτρωσε (πλήγωσε) αυτόν» με αποτέλεσμα  «να καθυποτάξει με την εγκράτεια τα πάθη του σώματος στο νοερό της ψυχής» και «με τις ιερές αναβάσεις να ξεφύγει από τους κοσμικούς θορύβους». Με άλλη όμορφη εικόνα του υμνογράφου: «απέξεσε τω ξίφει της εγκρατείας  τους δερματίνους χιτώνας της νεκρώσεως και ύφανε ιμάτιον σωτηρίου» (Με το ξίφος της εγκράτειας έβγαλε από πάνω του τα αποτελέσματα της θανατηφόρας αμαρτίας και ντύθηκε τον Χριστό), συνεπώς «ιδών ο Χριστός το πράον και ησύχιον, μονήν πεποίηται εν αυτώ, και γέγονε οικητήριον θείον» (Επειδή είδε ο Χριστός την πραότητα και το ήσυχο της ψυχής του, κατοίκησε σ’  αυτόν και έγινε έτσι θείο κατοικητήριο).  Δεύτερον, ότι ο όσιος υπήρξε μαθητής του μεγάλου οσίου Αντωνίου, ένα από τους μεγαλύτερους αγίους της Εκκλησίας μας, του οποίου την ένθεη ζωή μιμήθηκε στο έπακρο και αφομοίωσε τις αρετές του. «Τον βίον ζηλώσας του θείου Αντωνίου, τοις ίσοις μέτροις της αρετής αφομοιούμενος». «Αντωνίου του θείου εζηλωκώς τον ενάρετον βίον πνευματικώς».

Ο νοερός «φακός» του υμνογράφου επικεντρώνει ακόμη περισσότερο στο θέμα αυτό: Πλησίασες τον Θεό, θεοφόρε, γιατί σε έφεραν σ’  Αυτόν οι παλάμες του θεόφρονος Αντωνίου. «Θεώ προσαγόμενος, θεοφόρε, παλάμαις του θεόφρονος Αντωνίου». Με ποιον άλλον τρόπο θα μπορούσε ο ποιητής να δείξει τη στενότατη σχέση του Ιλαρίωνα με τον Γέροντά του Αντώνιο; Και επιμένουμε στη σχέση αυτή, διότι δεν είναι δυνατόν να θυμηθεί κάποιος τον άγιο Αντώνιο και να μη συγκινηθεί, να μη κατανυχθεί καλύτερα, αφού με τον τρισμέγιστο αυτόν άγιο βρίσκεται στα «άγια των αγίων» του Παραδείσου. Έτσι με τον όσιο Ιλαρίωνα, μαθητή του Αντωνίου, αναπνέουμε την ατμόσφαιρα του Διδασκάλου του, συναναστρεφόμαστε επίσης τον άλλο μεγάλο μαθητή του άγιο Αθανάσιο, μας αγγίζει πράγματι η ενέργεια του ίδιου του Θεού. Σε τι αγία ατμόσφαιρα πράγματι μάς μεταφέρουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας! Γίνονται κυριολεκτικά τα παράθυρα, για να «δούμε» λίγο το άγιο βάθος του ουρανού!

Παρ’  όλη τη στενή, στενότατη σχέση των οσίων Αντωνίου και Ιλαρίωνα, διαπιστώνει κανείς και τη διαφορά των χαρακτήρων τους. Ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι κινούνται ως χαρακτήρες στο ίδιο μήκος κύματος, όμως διαφέρουν.  Πώς φαίνεται αυτό; Ο όσιος Αντώνιος υπήρξε μέγας ησυχαστής: Αν και κατά καιρούς, όταν έκρινε ότι τον χρειάζεται το πλήρωμα της Εκκλησίας, άφηνε την ησυχία και κατέβαινε στον κόσμο, όμως η διαρκής επιλογή του ήταν η πλήρης αφιέρωση στον Θεό, «μόνος μόνω Θεώ»,  ζώντας στην έρημο και επιδιώκοντας πάντοτε την ησυχία της μονώσεως.  Ο όσιος Ιλαρίων, ο μαθητής και ακόλουθος, υπήρξε και αυτός ησυχαστής, αλλά και με ιεραποστολική φλόγα ταυτόχρονα. Και απομονώθηκε, αλλά και προσέγγισε αισθητά τον κόσμο. Δεν είναι τυχαίο ότι άφησε κάποια στιγμή, όπως είπαμε, τον Αντώνιο και επέστρεψε στην πατρίδα του. Κι αργότερα: μετά την έξοδό του στην έρημο, γύρισε στον κόσμο, δρώντας σε διάφορες πόλεις και χώρες ιεραποστολικά και ιώμενος τους ανθρώπους. Το επισημαίνει έξοχα ο υμνογράφος: «Ρημάτων ο φθόγγος σου και των θαυμάτων η χάρις η ένθεος εις πάσαν εξελήλυθε την γην, πάτερ όσιε». (Ο λόγος σου και η ένθεη χάρη των θαυμάτων σου φάνηκαν σε όλη τη γη, πάτερ όσιε).

Η παραπάνω επισήμανση αξίζει ιδιαίτερης προσοχής. Διότι μας δείχνει ότι αφενός ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, αλλά η διαφορετικότητα δεν εμποδίζει, αλλά αντιθέτως πολλαπλασιάζει τη δυνατότητα αγιασμού, αφετέρου ο Θεός ενισχύει και θέτει σε λειτουργία αυτό που βλέπει ως χάρισμα του κάθε ανθρώπου. Με άλλα λόγια η αγιότητα δεν «καλουπάρει», όπως λέμε, τον άνθρωπο, δεν τον θέτει σε ένα συγκεκριμένο εξωτερικό πλαίσιο, σε μία ομοιομορφία, αλλά αναδεικνύει την ιδιαιτερότητα, θέτοντάς την απλώς στην υπηρεσία του θελήματος του Θεού. Ο Θεός μ’  έναν λόγο δεν αλλοιώνει αυτό που είναι ο χαρακτήρας του ανθρώπου. Αλλοιώνει αυτό που αποτελεί διαστρέβλωση του χαρακτήρα, την αμαρτία, ώστε μέσα από τον καθένα να εκχύνεται η λαμπηδόνα της παρουσίας Του. Τι ελευθερία! Τι ομορφιά της πίστεώς μας! Τι αγάπη του ίδιου του Θεού μας!

20 Οκτωβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ Ο ΕΝ ΚΕΦΑΛΛΗΝΙΑ

«Γεράσιμος κάλλιστον ἤρατο στέφος, ἐκ τῆς ἄνωθεν δεξιᾶς τοῦ Kυρίου»

 (Ο Γεράσιμος πήρε το πιο καλό στεφάνι από την ουράνια δεξιά του Κυρίου).

«Ο Όσιος Γεράσιμος γεννήθηκε το 1509 στα Τρίκαλα της Κορινθίας. Καταγόταν από την επίσημη οικογένεια των Νοταράδων και ήταν γιος του Δημητρίου και της Καλής. Από μικρός έλαβε χριστιανική και αρχοντική ανατροφή και διακρινόταν στο σχολείο για την ευστροφία και την ευφυΐα του μυαλού του. Ευγενική ψυχή ο Γεράσιμος, συμπαθούσε τους φτωχούς συμμαθητές του και τους βοηθούσε με κάθε τρόπο. Όταν έφτασε σε ώριμη ηλικία, περιηγήθηκε διάφορα μέρη, όπως την Ζάκυνθο, την Κωνσταντινούπολη και τα γύρω απ' αύτη, το Άγιον Όρος, διάφορες Μονές της Ανατολής για να μείνει στην Ιερουσαλήμ. Εκεί υπηρέτησε σαν νεωκόρος για ένα χρόνο στον Ναό της Αναστάσεως και χειροτονήθηκε Διάκονος και αργότερα Πρεσβύτερος, από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Γερμανό. Κατόπιν έφυγε και από 'κει και κατέληξε στην τοποθεσία Ομαλά της Κεφαλονιάς, όπου έκτισε γυναικείο Μοναστήρι και το ονόμασε Νέα Ιερουσαλήμ. Στη Μονή αυτή λοιπόν, αφού έζησε ασκητικά και ανέπτυξε μεγάλες αρετές, βοηθώντας πνευματικά και υλικά τους κατοίκους της Κεφαλονιάς, απεβίωσε ειρηνικά στις 15 Αυγούστου του 1579 μ.Χ., σε ηλικία περίπου 70 ετών. Η ανακομιδή των Ιερών λειψάνων του έγινε το 1580-81 μ.Χ.» (Από ιστολόγιο «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

(Τα μετά θάνατον θαύματά του που διαρκώς επιτελεί το άφθαρτο ιερό λείψανό του τα αφήνουμε κατά μέρος, γιατί είναι πάμπολλα. Ένα μόνο θα διηγηθούμε που είναι αξιομνημόνευτο. Μία γυναίκα που έμενε στο Μοναστήρι του αγίου, από δαιμονική ενέργεια έπεσε στο πηγάδι και ο άγιος που της φανερώθηκε, τη βάστασε και την ανέβαζε αβλαβή. Οι μοναχές όμως, επειδή άκουσαν τη συνήθη φωνή του αγίου και μάλιστα νύκτα, σηκώθηκαν ψάχνοντας ολόγυρα μήπως τον ξανακούσουν πάλι. Καθώς τον αναζητούσαν δεν βρήκαν και τη γυναίκα στον συνηθισμένο τόπο που κατοικούσε. Η γυναίκα κατεχόταν από τον δαίμονα και καθώς δεν την βρήκαν σκέφτηκαν να κοιτάξουν και σε ένα κοντινό πηγάδι που είχαν, μήπως με επήρεια του δαίμονα έπεσε μέσα. Καθώς έσκυψαν, βλέπουν τη γυναίκα να βρίσκεται πάνω από τα νερά, σαν να τη βαστάζει κάποιος αόρατα. Την βοήθησαν λοιπόν να ανέβει κι έγιναν οι μοναχές αυτήκοες της γλυκύτατης και ευχάριστης φωνής του αγίου. Αφού είδαν το παράδοξο αυτό θαύμα, ανάπεμψαν δόξα στον Δοτήρα Θεό και στον άγιο που αντιδοξάσθηκε από τον δοξάσαντα Αυτόν μεγάλο Θεό, και όσο ζούσε και μετά τον θάνατό του. Υπάρχουν δε και άλλα πλείστα όπως είπαμε τα θαύματα και τα εξαίσια του αγίου. Λόγω του πλήθους τους, αυτό μόνο φέραμε στην επιφάνεια, ενώ τα άλλα τα παραλείψαμε, αφενός διότι για τους πιστούς είναι αρκετά να φανταστούν τα υπόλοιπα, κατά τη ρήση «εξ όνυχος τον λέοντα», αφετέρου διότι για τους άπιστους δεν υπάρχει περίπτωση να πειστούν, έστω κι αν τους φέρουν κι ολόκληρο τον λέοντα! Για όσους όμως αμφιβάλλουν, ας προσέλθουν στο λείψανο του αγίου και θα δουν από μόνοι τους όχι μόνο άφθορο και ακέραιο σώμα, αλλά και πηγή ανεξάντλητη από κάθε ευωδία και ιάματα. Ο άγιος έμοιαζε κατά το σώμα με τον άγιο Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη, εκτός από το γένι του που ήταν σ’ αυτόν υπόξανθο).  

Ο εκκλησιαστικός ποιητής στην προσπάθειά του να εξάρει την αγιότητα του οσίου Γερασίμου προβαίνει σε μία παρακινδυνευμένη εκτίμηση: ο άγιος Γεράσιμος είναι ο μεγαλύτερος από όλους τους νεώτερους αγίους της Εκκλησίας! Με τις ίδιες τις λέξεις του: «Κανένας άλλος νεοφανής άγιος, Γεράσιμε, δεν υπήρξε εφάμιλλός σου»  («Μηδείς σου ἄλλος Γεράσιμε, νεοφανής ἐφάμιλλος γέγονε»: ωδή α΄). Γιατί; Για ποιον λόγο; Μήπως λόγω του πλήθους των θαυμάτων του, τα οποία όντως είναι πάμπολλα και ένα μεγάλο μέρος των ύμνων της ακολουθίας του αναφέρεται σ’ αυτά; Μήπως λόγω της σοφής και βαθειάς θεολογίας του; Μήπως λόγω κάποιου έκτακτου χαρίσματος που δεν απαντάται στους άλλους, έστω και νεώτερους αγίους; Ασφαλώς όχι. Ο ποιητής ξέρει τι λέει μιλώντας καθ’ υπερβολήν, γιατί γνωρίζει την πνευματική ζωή και την πνευματική οδό της Εκκλησίας: ένας άγιος είναι μεγάλος και πρώτος στην κλίμακα της αγιότητας όταν βρίσκεται πρώτος στην κάθοδο της εκτίμησης του εαυτού του, όταν δηλαδή αγωνίζεται να έχει επίγνωση και αίσθηση της μικρότητας και της αμαρτωλότητάς του. Ο μεγάλος είναι ο πρώτος στην ταπείνωση.

Το σημειώνει ο ίδιος ο Κύριός μας ήδη από την Παλαιά Διαθήκη, πολύ περισσότερο όταν ο Ίδιος ήλθε στον κόσμο ως άνθρωπος: «ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». «Ὁ ταπεινῶν ἑαυτόν ὑψωθήσεται». Κι όπως εξίσου σημειώνει και ο απόστολος Παύλος φανερώνοντας και το δικό του ύψος της αγιότητας: «Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς, μεταξύ των οποίων ο πρώτος είμαι εγώ!» Πρόκειται για την παραδοξότητα της χριστιανικής έννοιας της πρωτιάς (φανερωμένης στο πρόσωπο του ενσαρκωμένου Θεού μας που ταπεινώθηκε έως εσχάτου), που ελέγχει το κοσμικό φρόνημα της πεσμένης στην αμαρτία ανθρωπότητας, η οποία διαρκώς και αενάως επιδιώκει τον έπαινο και την αναγνώριση από τους άλλους και την επιβολή επί των άλλων. Και να η απόδειξη, δοσμένη από τον άγιο Γεράσιμο ως παρακαταθήκη και αδιάκοπη προτροπή στις μαθήτριες και υποτακτικές του μοναστηριού του καλόγριες: «Αυτά είπε ο αββάς στις μονάστριες (πριν παραδώσει το πνεύμα του στον Κύριο). Παιδιά μου, έχετε ειρήνη μεταξύ σας και μη υψηλοφρονείτε. Αντίθετα, ταπεινώστε τον εαυτό σας, για χάρη Χριστού του Θεού μας, ο Οποίος ταπεινώθηκε για μας μέχρι σημείου που πήρε τη μορφή του δούλου» («Τάδε εἶπεν ὁ Ἀββᾶς ταῖς Μοναστρίαις· τεκνία εἰρηνεύετε ἐν ἑαυταῖς καὶ μὴ τὰ ὑψηλὰ φρονῆτε· ἀλλὰ ταπεινώσατε ἑαυτάς, διὰ τὸν μέχρι καὶ δούλου μορφῆς, ταπεινωθέντα δι΄ἡμᾶς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν»: Δόξα αίνων).

Και τι προϋποθέτει ο συγκεκριμένος αυτός αγώνας ταπεινώσεως που συνιστά το όριο πράγματι της αγιότητας; Την απόλυτη προσήλωση του πιστού προς το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου, την απόλυτη δηλαδή αγάπη του προς Αυτόν «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος», που θα πει ότι ο πιστός γίνεται όντως ένα «μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ» για να θυμηθούμε και τον της Κλίμακος άγιο. Κι αυτό συνέβη και με τον άγιο Γεράσιμο, κι αυτό αποδεικνύει όντως το πνευματικό του ύψος και το ισοστάσιο με τους μεγάλους αγίους κάθε εποχής. Ο εκκλησιαστικός ποιητής και πάλι είναι σαφής: «Πάτερ Γεράσιμε, η ολονύχτια στάση σου στις προσευχές και η πηγή των δακρύων σου κατέσβεσε τις σαρκικές ορέξεις. Κι αυτό γιατί έδινες φτερά στον νου και στα όμματα της καρδιάς σου για να προστρέχει στον Θεό» («Πάτερ Γεράσιμε ἡ σή, στάσις ὁλονύκτιος, καὶ τῶν δακρύων ἡ ἔκβλυσις, πάσας κατέσβεσε σαρκικὰς ὀρέξεις, πρὸς Θεὸν πτερούμενος, καὶ νοῦν καὶ τῆς καρδίας τὰ ὄμματα»: στιχ. εσπ.). Είναι η ίδια γενική εκτίμηση της ζωής του αγίου Γερασίμου που κάνει και αλλού ο υμνογράφος: «Έζησες τη ζωή σου στη γη με ευσέβεια, γι’ αυτό και φάνηκες καθαρό δοχείο του αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα να φωτίζεις αυτούς που σε πλησιάζουν με πίστη, μακάριε» («Τὸν βίον εὐσεβῶς, ἐπὶ γῆς ἐκτελέσας, δοχεῖον καθαρόν, σὺ τοῦ Πνεύματος ὤφθης, φωτίζων τοὺς πίστει σοι, προσιόντας μακάριε»: δόξα καθίσματος όρθρου).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΤΕΜΙΟΣ

«Αυτός ο μακάριος Αρτέμιος, αφού έγινε Δούκας και Αυγουστάλιος της Αλεξάνδρειας, τιμήθηκε και με το αξίωμα του Πατρικίου από τον μεγάλο Βασιλέα Κωνσταντίνο. Όταν ο αποστάτης Ιουλιανός άρπαξε την βασιλεία και άρχισε να τιμωρεί τους Χριστιανούς στην Αντιόχεια, ο μακάριος Αρτέμιος έρχεται από μόνος του εκεί στον αγώνα. Κι αφού έλεγξε την παρανομία του βασιλιά, άρχισαν τα μαρτύριά του: μαστιγώνεται, ξέονται τα νώτα του με αγκάθια και τρυπιούνται οι πλευρές του και τα βλέφαρά του με σιδερένιες ακίδες. Στη συνέχεια, αφού κόψανε στη μέση μία τεράστια πέτρα κάποιοι λιθοξόοι, τον βάλανε  ανάμεσά της. Κι αφού τον άφησαν εκεί, τυφλώθηκε και τα εντός του χύθηκαν στη γη. Στο τέλος, δέχεται τον θάνατο διά ξίφους. Τα θαύματα που έκτοτε γίνονται με την επίκληση του ονόματός του και μάλιστα σ’ εκείνους που προστρέχουν  στο άγιο λείψανό του είναι πάμπολλα και τεράστια».

Η Εκκλησία μας, κάθε φορά που εορτάζει ένας άγιος και μάλιστα μεγάλος, σαν τον σήμερα εορταζόμενο μεγαλομάρτυρα Αρτέμιο, είναι σαν να παραθέτει ενώπιόν μας ένα πλούσιο τραπέζι - με εστιάτορα τον ίδιο τον άγιο -   με κάθε είδους αγαθά, που σημαίνει ότι ζει ένα πανηγύρι, στο οποίο καλεί κάθε μέλος της Εκκλησίας να το απολαύσει πλουσιοπάροχα. Και τα αγαθά  βεβαίως αυτά, είναι ευνόητο, δεν είναι υλικά, αλλά πνευματικά, τέτοια που προκαλούν τον μετέχοντα σε δοξολογία του Θεού και του ίδιου του αγίου. «Η φαιδρά σου, μάρτυς, εορτή, πάντας συνεκάλεσε χαρμονικώς εις πανδαισίαν σήμερον, προθείσα τους άθλους σου, τα παλαίσματα, και την άνδρείαν ένστασιν∙ ων κατατρυφώντες, πίστει σε και πόθω μακαρίζομεν». Αυτό σημαίνει ότι ένας πιστός, που έχει ως προτεραιότητα της ζωής του την Βασιλεία του Θεού, κατά τον λόγο του Κυρίου, μπορεί και χαίρεται, έστω κι αν βρίσκεται μέσα σε θλίψεις και δοκιμασίες της παρούσης ζωής. Και δεν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τον χριστιανό «αιθεροβάμονα», μη ρεαλιστή, «εκτός τόπου και χρόνου», διότι ο χριστιανός ξεκινά με την πιο αληθινή πραγματικότητα, με τον πιο βαθύ ρεαλισμό: ότι «παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου», ότι όλα είναι παρερχόμενα και φθαρτά, πλην βεβαίως του Θεού και των σχετιζομένων με Αυτόν.

Ένα από τα πιο ωραία αγαθά, από τις πιο ωραίες πνευματικές τροφές που μας προσφέρει η πανδαισία του αγίου σήμερα, είναι η ακλόνητη σαν στέρεος πύργος καρδιά του. Ο υμνογράφος θέλοντας να μας ζωγραφίσει ζωντανά τη σταθερή πίστη του μεγαλομάρτυρα, το ηρωικό φρόνημά του, τον σαφή προσανατολισμό του προς μόνη την  αγάπη του Θεού, τέτοια που κανένα βασανιστήριο δεν μπορούσε να αλλάξει, αυτήν την εικόνα παρουσιάζει: «Ουκ έσεισε τον πύργον σου της καρδίας, πάνσοφε, η σφοδροτάτη πρόσρηξις των βασάνων» (Η σφοδρότατη επίθεση των βασάνων πάνω σου, πάνσοφε, καθόλου δεν έσεισε τον πύργο της καρδιάς σου). Κι αυτό γιατί; Διότι ο άγιος είχε στεριώσει την καρδιά του αυτή πάνω στην απόλυτα στέρεα νοητή πέτρα, που είναι ο Χριστός. «Και γαρ εστήρικτο νοητήν επί πέτραν την ασάλευτον». Η αναφορά του υμνογράφου στο στέρεο σαν πέτρα φρόνημά του επηρεάζεται και από το είδος του μαρτυρίου του: την σύνθλιψή του μεταξύ δύο πετρών. Όπως έμεινε ακλόνητος δηλαδή, καθώς σφιγγόταν από τις τεράστιες πέτρες, έτσι στερέωσε τα βήματα της ψυχής του πάνω στην πέτρα της ζωής, τον Ιησού Χριστό. «Ο πέτρα ζωής της ψυχής τα βήματα πηξάμενος, ταις πέτραις σφιγγόμενος και τοις αλγεινοίς περικυκλούμενος, αληθής αθλοφόρος, ακλόνητος διέμεινας». Εκεί μας οδηγεί η στέρεα χωρίς ταλαντεύσεις πίστη και αγάπη προς τον Χριστό: να είμαστε «πέτρινοι» στο φρόνημα, σταθεροί στη ζωή αυτή, με βηματισμό ψυχής τέτοιο, που έστω κι αν όλα γύρω και δίπλα μας «πέφτουν», εμείς συνεχίζουμε με επίγνωση και συναίσθηση την πορεία μας. Σ’  έναν κόσμο μάλιστα «δίψυχο», άρα ακατάστατο σε όλα, καταλαβαίνουμε ότι ο λίγο συνεπής χριστιανός αποτελεί την πυξίδα και το φως του κόσμου. Όπως το λέει ο ίδιος ο Κύριος: «υμείς εστε το φως του κόσμου∙ ου δύναται πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη».

Αφήνοντας σοβαρές θεολογικές επισημάνσεις της ακολουθίας του αγίου -  όπως για παράδειγμα του ύμνου από τα στιχηρά του εσπερινού «επιπνοία του Πνεύματος μυηθείς γνώσιν ένθεον, των των όλων Κτίστην έγνως, Αρτέμιε», δηλαδή ότι ο άγιος γνώρισε τον Δημιουργό Κύριο των όλων, αφού οδηγήθηκε στην ένθεο αυτή γνώση από τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, κάτι που σημαίνει ότι κανείς δεν γνωρίζει τον Χριστό πραγματικά, παρά μόνον με τον φωτισμό του ίδιου του Θεού – δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε, έστω δι’  ολίγων, τα πάμπολλα θαύματα που τελούνται από την ώρα του μαρτυρίου του αγίου  και μετέπειτα. Είναι αληθές: ο άγιος Αρτέμιος είναι ένας από τους πιο θαυματουργούς αγίους (και μάλιστα για ανδρολογικές, θα λέγαμε, παθήσεις), συνεπώς όποιος με πίστη στον Θεό τον επικαλείται, βλέπει τη θαυμαστή ενέργειά του πάνω του, και στην ψυχή και στο σώμα του. Όπως το σημειώνει και ο υμνογράφος: «ιατρείον αναδέδεικται σώμα το πολύαθλον, πάσαν νόσον, πάσαν κάκωσιν, πάσαν δαιμόνων πάντοτε βλάβην αποδιώκον εκ των πιστώς προσφευγόντων σοι» (Το πολύαθλο σώμα σου αναδείχτηκε ιατρείο, που διώχνει από τους με πίστη προσερχομένους σε σένα, κάθε νόσο, κάθε τραύμα και πληγή, κάθε βλάβη των δαιμόνων). Υποψία θαυμαστών επεμβάσεών του καταγράφουμε στη συνέχεια: (1) Κάποιος άνδρας που είχε έντονο πρόβλημα στους διδύμους του, δηλαδή στους όρχεις του, ήλθε προς τον άγιο κλαίγοντας και ζητώντας την υγεία του. Έπεσε λοιπόν σε στρωμνή στο μέσον του ναού του, και μετά από λίγο που τον είχε πάρει ο ύπνος, του  λέγει ο άγιος: «υπόδειξέ μου το πάθος σου». Αυτός λοιπόν το υπέδειξε στον άγιο, οπότε εκείνος αφού άγγιξε το πονεμένο μέρος του ασθενούς και τον έσφιξε στο σημείο αυτό με δύναμη, τον έκανε να κραυγάσει από τον πόνο και να  ξυπνήσει. Καθώς λοιπόν ξύπνησε, βρήκε τον εαυτό του υγιή κι άρχισε να δοξολογεί και να ευλογεί τον Θεό. (2) Άλλος πάλι έχοντας υδροκήλη μεγάλη προσήλθε στον άγιο. Και  σ’ αυτόν ο άγιος «έσχισε» το σημείο πάθους του με ξίφος, την ώρα που κοιμόταν, με αποτέλεσμα να προέλθει μία τεράστια δυσωδία από το υγρό που βγήκε. Ξύπνησε αμέσως ο ασθενής και βρήκε κι αυτός τον μεν εαυτό του υγιή, τους δε χιτώνες του και το έδαφος γεμάτα από δυσωδία, σήψη και υγρότητα.

«Ταις αυτού πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».

19 Οκτωβρίου 2022

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΙΩΗΛ

«Το όνομα του προφήτου Ιωήλ ερμηνεύται αγάπη Κυρίου ή αρχή ή απαρχή Θεού. Ο προφήτης καταγόταν από τη γενιά του Ρουβίμ και προφήτευσε για πείνα που θα επισυμβεί και για έκλειψη θυσιών και για το πάθος του δικαίου Προφήτη (του Ιησού Χριστού) Μέσω του πάθους αυτού όλη η γη ανακαινίζεται και σώζεται. Ο προφήτης μετά την προφητική του δράση απέθανε και ετάφη στην πατρίδα του».

Ο προφήτης Ιωήλ είναι γνωστός για τις «οράσεις» του περί του Πνεύματος του Θεού που θα εκχυνόταν στους ανθρώπους, μετά τον ερχομό του Μεσσία. Είναι εκείνος που κατεξοχήν προφήτευσε την ημέρα της Πεντηκοστής, κάτι που το επισημαίνουν και οι ίδιοι οι απόστολοι του Κυρίου, κατεξοχήν δε ο απόστολος Πέτρος: «Αυτό που βλέπετε, άνδρες Ιουδαίοι, (η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος δηλαδή) είναι εκείνο που είπε ο Θεός μέσω του προφήτη Ιωήλ: Αυτό θα συμβεί στις έσχατες ημέρες, λέει ο Θεός: Θα χαρίσω πλουσιοπάροχα το Πνεύμα μου σε κάθε άνθρωπο∙ έτσι, οι γιοι σας κι οι θυγατέρες σας θα κηρύξουν την αλήθεια∙ οι νέοι σας θα δουν οράματα κι οι γέροντές σας θα ονειρευτούν όνειρα θεϊκά» (Πρ. Αποστ. 2, 16-17). Την πραγματικότητα αυτή βεβαίως υμνολογεί και η ακολουθία του προφήτη, όπως για παράδειγμα στην δ΄ ωδή: «Ως προήγγειλας, ένδοξε, παρά Θεού εκκέχυται το Πνεύμα, επί πάσαν σάρκα ήδη πιστεύσασαν». Όπως προανήγγειλες, ένδοξε, εκχύθηκε το Πνεύμα από τον Θεό, σε κάθε άνθρωπο που ήδη πίστεψε.

Ο υμνογράφος τονίζει επομένως το γεγονός ότι η Εκκλησία πια, δεδομένου ότι από την ημέρα της Πεντηκοστής ξεκινά η ενεργοποίησή της, ζει μέσα στο Πνεύμα του Θεού, το Οποίο εκχεόμενο επί πάντας τους πιστούς, ιδίως με το μυστήριο του χρίσματος, καθιστά αυτούς προφήτες. Είναι βασική πίστη της Εκκλησίας μας δηλαδή, ότι ο άνθρωπος που θα πιστέψει στον Χριστό, θα βαπτιστεί, ώστε να γίνει μέλος Εκείνου, και θα χριστεί, ώστε να λάβει τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος, με τα οποία θα μπει σε λειτουργία το καινούργιο αυτό μέλος του Χριστού. Η χρίση αυτή ως λήψη του αγίου Πνεύματος κάνει τον κάθε πιστό και έναν προφήτη. «Το θείον Πνεύμα εκκέχυται, ως ο σεπτός Ιωήλ, προφητεύων εθέσπισε…και προφητεύουσιν οι την ενέργειαν την αυτού δεξάμενοι». Το θείον Πνεύμα εκχύθηκε, όπως ο σεπτός Ιωήλ θέσπισε με τις προφητείες του…και προφητεύουν όσοι δέχτηκαν την ενέργειά Του.

Έτσι από την προφητεία της Παλαιάς Διαθήκης, ως χάρισμα ελέγχου της αμαρτίας και προαναγγελίας του ερχόμενου Μεσσία, ερχόμαστε διά του αγίου Πνεύματος στην προφητεία της Εκκλησίας, ως χάρισμα που έχει ο κάθε βαπτισμένος και χρισμένος πιστός, ώστε να ακροάται τον λόγο του Θεού, να μπορεί να κηρύσσει αυτόν τον λόγο, όταν του αναθέτει κάτι τέτοιο  η Εκκλησία, να μετέχει στα μυστήρια, να μετέχει στην οργάνωση και διοίκηση της Εκκλησίας. Θα πρέπει κάποτε ίσως να συνειδητοποιήσουμε οι πιστοί της Εκκλησίας το μεγαλείο και το ύψος που μας έδωσε η χάρη του Θεού: να είμαστε μέλη Χριστού και έμπλεοι του Πνεύματός Του. Αρκεί βεβαίως να αγωνιζόμαστε σαν τον προφήτη Ιωήλ στη βασική προϋπόθεση που έχει αυτή η δωρεά, για να μπορεί κανείς να τη διακρατεί: την κάθαρση της καρδίας από τους μολυσμούς της αμαρτίας. «Των μολυσμών προκαθαρθείς της καρδίας, δοχείον ώφθης καθαρόν θεορρήμον, του Παναγίου Πνεύματος».  Δηλαδή: Καθάρισες πρώτα τον εαυτό σου από τους μολυσμούς  της καρδιάς, κι έτσι φάνηκες, θεορρήμον προφήτη, καθαρό δοχείο του Παναγίου Πνεύματος. Κι είναι ευνόητο και γνωστό: ο απόλυτα καθαρός από κάθε αμαρτία Θεός αναπαύεται μόνον στην καρδιά που παλεύει για την αντίστοιχη καθαρότητά της. Γι’  αυτό και θα τονίσει ο υμνογράφος ότι όσοι ακολουθούμε τις διδαχές του προφήτη Ιωήλ με όλη την καρδιά και τη διάνοιά μας, εκζητούμε τον Θεό με δάκρυα και προσευχές, (με τα οποία καθαρίζεται βεβαίως η καρδιά). «Οι ταις σαις διδαχαίς ακολουθήσαντες, εξ όλης καρδίας και διανοίας, εν κλαυθμώ τε και δεήσεσι, τον Θεόν εκζητούμεν αξιάγαστε».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΟΥΑΡΟΣ

«Ο άγιος Ούαρος έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν στρατιωτικός στην Αίγυπτο. Καταγόταν δε από επίσημο και λαμπρό και ευσεβές γένος. Όταν φυλακίστηκαν κάποιοι άγιοι λόγω της πίστεώς τους στον Χριστό για μεγάλο διάστημα, επτά τον αριθμό, τους φρόντιζε καθημερινά ο άγιος Ούαρος. Έτυχε λοιπόν ο ένας από τους επτά να αναπαυτεί εν Κυρίω, οπότε ο άγιος μπήκε στη θέση εκείνου, κάτι που προκάλεσε την αντίδραση του ηγεμόνα. Τους οδήγησε όλους μαζί ενώπιόν του και έδωσε εντολή να κτυπηθεί πρώτος από όλους ο Ούαρος με ρόπαλα, να ξεστούν οι πλευρές του επί πολύ, και επειδή παρατάθηκαν τα βασανιστήρια επί πέντες ώρες, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο».

Ο άγιος Ούαρος θυμίζει άλλους μάρτυρες, οι οποίοι οδηγήθηκαν στο μαρτύριο κατ’ αντανάκλαση: ζήλεψαν δηλαδή την άθληση προηγηθέντων από αυτούς μαρτύρων, κι έτσι παρακινήθηκαν για να εισέλθουν στο μαρτύριο οικειοθελώς. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν παύουν βεβαίως να τονίζουν τη μεγάλη αγάπη, έως σημείου γλυκυτάτου έρωτα,  και αυτού του αγίου προς τον Θεό, τέτοια αγάπη, που τον έκανε να απαρνηθεί τον εαυτό του και να προσχωρήσει στα μαρτύρια με πολύ θάρρος και δύναμη: «Θείας αγάπης, παμμάκαρ, κατασχεθείς, τω γλυκίστω έρωτι, απηρνήσω σεαυτόν, και προς πάσαν βάσανον σαρκός, προσεχώρησας στερρώς αγωνισάμενος».  Πρέπει να σημειώσουμε την παρατήρηση του υμνογράφου: το άμεσο αποτέλεσμα της αγάπης προς τον Θεό είναι η υπέρβαση του φόβου και το μεγάλο θάρρος. Είναι αυτό που σημειώνει και ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον». Όπου πέσει η αγάπη του Θεού, εκεί πράγματι ο οποιοσδήποτε φόβος εξαφανίζεται. Ο πραγματικός χριστιανός, όπως είναι ο άγιος, είναι και ο πιο θαρραλέος και γενναίος άνθρωπος. Ο ύμνος εν προκειμένω της Εκκλησίας μας, και όχι μόνο ένας, είναι αποκαλυπτικότατος: Ο άγιος Ούαρος έβλεπε κατά το μαρτύριό του να πέφτουν κάτω οι σάρκες του μαζί με τα αίματά του, και ήταν σαν να έπασχε, λέει, άλλος: «Σάρκας συν τοις αίμασι καταπιπτούσας εώρας, και ως άλλου πάσχοντος, Αθλητά, διέκεισο γενναιότατε».

Κι είναι νομίζουμε πολύ επίκαιρη αυτή η επισήμανση λόγω της όλης ατμόσφαιρας που ζει η παγκόσμια κοινότητα: φόβου, ανασφάλειας, άγχους, γιατί συχνά οδηγείται κανείς σε μελαγχολία και απελπισία και απόγνωση. Λοιπόν, η Εκκλησία μας με τους αγίους, όπως με τον άγιο Ούαρο, μάς προσανατολίζει  σε κάτι διαφορετικό: τη με γενναιότητα υπομονή των δεινών, γιατί μάς λέει ότι υπάρχει το αντίδοτο: η θέαση του Χριστού και η αγάπη μας σ’  Εκείνον. Με άλλα λόγια, η περίπτωση του αγίου Ούαρου μας δίνει μία αισιόδοξη «νότα», μέσα στη «μαυρίλα» της εποχής: να αρχίσουμε να αγαπάμε περισσότερο τον Χριστό, ώστε με την αγάπη αυτή να θωρακίσουμε τους εαυτούς μας με τη γενναιότητα και το θάρρος. Εκεί ίσως υπάρχει και το έλλειμμα που έχουμε οι σημερινοί χριστιανοί, οι οποίοι απελπιζόμαστε εύκολα και τα «χάνουμε». Δεν έχουμε την αγάπη που πρέπει. Λοιπόν, θέλουμε να αποκτήσουμε τα «νεύρα», δηλαδή τη δύναμη και τη θέληση, για να αντέχουμε τα πάντα; Οι ελπίδες μας πρέπει να στραφούν πρωτίστως στον Θεό και στην υπέρβαση των δεινών που φέρνει πάντοτε η ελπίδα σ’  Αυτόν. Όπως συνέβη και στον άγιο Ούαρο: «Υπήλθες γνώμη σταθηρά τους ανδρείους αγώνας, νευρωθείς ταις ελπίσι των μελλόντων αγαθών». Μπήκες με γενναιότητα και σταθερή γνώμη στους αγώνες, γιατί «νευρώθηκες» με τις ελπίδες των μελλόντων αγαθών.

Με τον άγιο Ούαρο όμως είναι συνδεδεμένη και η συγκινητική ιστορία μίας γυναίκας, της Κλεοπάτρας,  με τον νεαρό υιό της, ιστορία που καταγράφεται και σε διάφορα Γεροντικά, και που μνημονεύεται αρκετές φορές και από τον υμνογράφο της ακολουθίας του αγίου. «Αλείφουσα μύροις σε, η θαυμαστή Κλεοπάτρα, υπό γην κατέθετο, και ναόν πανάγιον ανεδείματο, εορτήν άγουσα, θαυμαστήν Ούαρε, και πιστώς σε λιτανεύουσα∙ ης το παιδάριον, νοητή στρατεία κατέλεξας, και δόξη κατεκάλλυνας, και χοροίς Αγίων συνέταξας».  Αποδίδουμε με πιο ελεύθερο τρόπο τον ύμνο: η θαυμαστή Κλεοπάτρα,  μετά το μαρτύριό σου, Ούαρε, πήρε το άγιο λείψανό σου, το άλειψε με μύρα, το έθαψε κάτω από τη γη και σου έφτιαξε πανάγιο ναό. Όταν ήλθε η ημέρα της εορτής σου και σε λιτάνευσε με τρόπο πιστό, είδε ότι ο υιός της, από τον μεγάλο κάματο της ημέρας, πέθανε. Κι όταν εκείνη με δάκρυα μπροστά στον τάφο σου έκλαιγε γοερά, της παρουσιάστηκες με λαμπρό τρόπο, έχοντας μαζί σου και τον υιό της, ο οποίος απευθύνθηκε παρηγορητικά στη μητέρα του, λέγοντας πόσο καλά περνά εκεί που βρίσκεται, γεγονός που έκανε την Κλεοπάτρα να κατανοήσει ότι και ο υιός της συγκαταλέχτηκε στη νοητή στρατιά, είναι και αυτός δοξασμένος, μαζί με τους χορούς των αγίων. Η Κλεοπάτρα παρηγορήθηκε και παραμένοντας έκτοτε στον ναό, υπηρετώντας διαρκώς τον άγιο Ούαρο, παρέδωσε και αυτή εν ειρήνη την αγία ψυχή της.