25 Απριλίου 2023

ΑΓΙΕ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΗ... (Δημοτικό τραγούδι)

 



Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΜΑΡΚΟΣ

«Ο πανεύφημος απόστολος Μάρκος κήρυξε τον Χριστό σε όλη την Αίγυπτο και τη Λιβύη και τη Βαρβαρική και την Πεντάπολη, κατά τους χρόνους του Καίσαρα Τιβερίου. Συνέγραψε δε  και το κατ᾽αυτόν άγιο Ευαγγέλιο, καθώς του το εξήγησε ο απόστολος Πέτρος. Όταν βρέθηκε στην Κυρήνη της Πενταπόλεως, έκανε πολλά θαύματα. Έπειτα πήγε στην κατά τον Φάρο Αλεξάνδρεια και από εκεί στην Πεντάπολη, θαυματουργώντας παντού και κατακοσμώντας τις Εκκλησίες του Χριστού με χειροτονίες επισκόπων και λοιπών κληρικών.

Ύστερα δε αφού ήλθε και πάλι στην Αλεξάνδρεια και βρήκε κάποιους από τους αδελφούς στα παράλια του Βουκόλου, έμεινε μαζί τους, ευαγγελιζόμενος και κηρύττοντας τον λόγο του Θεού. Εκεί επιτέθηκαν σ᾽αυτόν οι προσκυνητές των ειδώλων, γιατί δεν άντεχαν να βλέπουν την πίστη του Χριστού να αυξάνεται, κι αφού τον έδεσαν με σχοινιά,  τον έσερναν. Οι σάρκες του έπεφταν πάνω στις πέτρες και ξεσκίζονταν, ενώ το αίμα του κατακοκκίνησε τη γη. Όταν τον έβαλαν στη φυλακή, του φανερώθηκε ο Κύριος, προαναγγέλλοντάς του τη δόξα που επρόκειτο να διαδεχθεί το μαρτύριό του. Μετά από μία ημέρα τον έδεσαν πάλι και τον έσυραν στις πλατείες. Και καθώς σπαράττονταν και κομματιαζόταν στις πέτρες, παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό.

Κατά την εμφάνισή του ήταν περίπου έτσι: δεν ήταν ούτε τεραστίων διαστάσεων ούτε όμως μικρόσωμος και μαζεμένος. Ήταν ευπρεπής και καλοσχηματισμένος, έχοντας λίγα άσπρα μαλλιά και γένια, γιατί ήταν μεσήλικας. Είχε λίγο μακριά μύτη και δεν φαινόταν η ιουδαϊκή κατατομή του προσώπου του. Τα φρύδια ήταν μαζεμένα, ενώ τα γένια ήταν βαθιά. Η κεφαλή στεκόταν ψηλά και η κράση της χροιάς του προσώπου ήταν άριστη. Επί πλέον απέπνεε μεγάλη συμπάθεια και ήταν καλοσυνάτος προς όλους που τον πλησίαζαν, σαν να αντιφέγγιζαν με τις χάρες του σώματος οι αρετές της ψυχής. Τελείται δε η σύναξή του στο πάνσεπτο Αποστολείο του, που βρίσκεται κοντά στον Ταύρο».

Τρία είναι τα βασικά σημεία της ακολουθίας του αγίου αποστόλου και ευαγγελιστή Μάρκου, η οποία μάλλον αποτελεί ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους: η σχέση του με τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο, η συγγραφή του ευαγγελίου του, η δράση του στην περιοχή της Αλεξάνδρειας με το επακολουθήσαν αυτήν μαρτύριο. Ήδη απαρχής τονίζει ότι «έγινε συνοδοιπόρος του αποστόλου Παύλου και διήλθε μαζί του όλη τη Μακεδονία, όμως στη Ρώμη αναδείχτηκε ο γλυκός ερμηνευτής του κηρύγματος του Πέτρου, ενώ στην Αίγυπτο που κατεξοχήν κήρυξε έδωσε τη ζωή του με μαρτυρικό τρόπο» (στιχηρό εσπερινού).

Η σχέση του βεβαίως με τους αποστόλους Παύλο και Πέτρο δεν είναι ισομερής. Ο υμνογράφος ενώ κάνει μνεία της ακολουθίας του αποστόλου Παύλου από τον άγιο Μάρκο στο παραπάνω τροπάριο, δεν αναφέρει πουθενά αλλού κάτι από τη σχέση τους, και τούτο διότι ως γνωστόν ο απόστολος Παύλος δεν θέλησε να συνεχίσει να έχει ως συνεργάτη του τον νεαρό τότε Ιωάννη Μάρκο, ανεψιό του μάλιστα, λόγω προφανώς της αδυναμίας αυτού να παρακολουθήσει τον πυρετώδη ρυθμό της ιεραποστολικής δράσεως του ίδιου. Αντιθέτως, επανειλημμένως ο άγιος Θεοφάνης αναφέρεται στην ιδιαίτερη σχέση που ανέπτυξε ο Μάρκος με τον απόστολο Πέτρο, θεωρώντας τον πρωτόθρονο απόστολο ως κατεξοχήν δάσκαλο εκείνου, τόσο που το άγιο ευαγγέλιο του Μάρκου να είναι μία καταγραφή τελικώς της διδασκαλίας του Πέτρου. Από τα ένδεκα περίπου τροπάρια που περιγράφουν τη σχέση μαθητείας του Μάρκου με τον Πέτρο εντελώς δειγματοληπτικά σημειώνουμε τα παρακάτω:  «Μαθήτευσες στον σοφό Πέτρο και πλούτισες από την υιική σχέση σου μαζί του, Μάρκε πανσέβαστε, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες μυσταγωγός των μυστηρίων του Χριστού» (ωδή α´). «Ακολούθησες τον Πέτρο, σοφέ, και σαν μαθητής του διατύπωσες με σοφό τρόπο το ευαγγέλιο, μαζεύοντας το φως της θεολογίας  από αυτόν, απόστολε» (ωδή γ´). «Χρημάτισες συ υιός του μεγάλου Πέτρου και καθώς φωτιζόσουν από τις διδαχές αυτού πάντοτε, λάμπρυνες τις ψυχές αυτών που σε πλησίαζαν με θερμό τρόπο, Μάρκε Κυρίου απόστολε» (ωδή ε´).

Ο άγιος υμνογράφος σε πολλούς ύμνους του επίσης εξυμνεί τα σχετικά με το ευαγγέλιο που συνέγραψε ο απόστολος Μάρκος. Και βεβαίως, όπως είδαμε, θεωρεί ότι το ευαγγέλιο του Μάρκου συνιστά καταγραφή της διδασκαλίας του Πέτρου – «Ο Πέτρος ο κορυφαίος, ένδοξε, σε μυσταγώγησε σαφώς να συγγράψεις το ιερό ευαγγέλιο» (ωδή ς´) – όμως δεν παύει να σημειώνει ότι κύρια πηγή φωτισμού του ήταν τελικώς η ίδια η χάρη του αγίου Πνεύματος. «Από τον Θεό έλαβες τη χάρη του Πνεύματος... και κήρυξες το θείο Ευαγγέλιο»  (Κοντάκιο). «Από τον οίκο του Κυρίου βγήκες σαν πηγή, απόστολε, και ποτίζεις πλούσια τις χέρσες καρδιές με τα ρεύματα του Πνεύματος» (ωδή ε´). Κι είναι ευνόητο ότι ο υμνογράφος αναφερόμενος στο θείο ευαγγέλιο του Μάρκου εννοεί όχι μόνο τη γραπτή του διάσταση αλλά και την προφορική. Ο άγιος Μάρκος δηλαδή και προ και μετά την καταγραφή του ευαγγελίου του υπήρξε μέγας κήρυκας του ευαγγελικού λόγου. Κι αυτό που κήρυσσε, αυτό και κατέγραψε, και χάριν αυτού, δηλαδή χάριν του αγαπημένου του Κυρίου, έδωσε και τη ζωή του. Όπως όλοι οι απόστολοι ο άγιος Μάρκος υπήρξε και μάρτυρας της πίστεως. Και τι κήρυσσε; Και τι συνέγραψε; Μα τι άλλο εκτός από τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού, τα θεία Του πάθη, τη σεπτή Ανάστασή Του, την ανάβασή Του προς τον Πατέρα! «Έγινες συγγραφέας των θείων δογμάτων του Χριστού και καταφώτισες όλη τη γη, κηρύσσοντας τη σάρκωσή Του και τα θεία Πάθη, τη σεπτή Ανάσταση και την ανάβαση προς τον Πατέρα» (στιχηρό αίνων).

Η δράση του αποστόλου Μάρκου κυρίως στην περιοχή της Αιγύπτου και της Αλεξανδρείας, δράση που κατέληξε στο μαρτύριο, εξηγεί επαρκώς το γεγονός ότι η Αίγυπτος πανηγυρίζει επί τη μνήμη του αγίου Μάρκου, τον οποίο θεωρεί ως πολιούχο της. «Ας υμνολογήσουμε άξια τον μέγα πολιούχο της Αιγύπτου» (στιχηρό εσπερινού).  Κατανοείται μάλιστα ως δώρο του Θεού σ᾽αυτήν: «Ο σεπτός απόστολος Μάρκος δωρήθηκε ως ιεράρχης στους Αιγυπτίους» (Θεοτοκίο ωδής θ´). Δεν διστάζει μάλιστα ο άγιος Θεοφάνης να κάνει και το συσχετισμό: «την Αίγυπτο που ήταν βυθισμένη πριν στο σκοτάδι της άγνοιας, Κύριε, την φώτισες όταν ως βρέφος γεννήθηκες από την Παρθένο θεομήτορα (και κατέφυγες λόγω του Ηρώδη σ᾽αυτήν). Τώρα έκανες μέρος του θριάμβου Σου τα ιερά της, με τις διδαχές του θεηγόρου Μάρκου, φιλάνθρωπε» (θεοτοκίο ωδής ς´). Το μαρτύριο του αγίου Μάρκου εννοείται, τέλος, ότι αποτελεί αποκορύφωση της δικής του δόξας. Η εν Χριστώ δόξα κατανοείται ως μετοχή της δόξας του Χριστού, δηλαδή ως μετοχή του Πάθους και του Μαρτυρίου Του. Συνεπώς τότε δοξάζεται ένας άγιος, όταν βρίσκεται στο μαρτύριο και δι᾽αυτού εισέρχεται θριαμβευτής στον Παράδεισο. Ακριβώς τούτο σημειώνει και ο συναξαριστής, όταν περιγράφει την εμφάνιση του Κυρίου στον Μάρκο ευρισκόμενο στη φυλακή, τούτο σημειώνει και ο υμνογράφος, ιδιαιτέρως στους στίχους του συναξαρίου: «Σύροντας στη γη τον Μάρκο οι δολοφόνοι, αγνοούσαν ότι τον έστελναν στους ουρανούς».

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

 

«Τόν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον, Δέσποτα, βυθῷ ἀπιστίας, παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ὠδή στ΄ κανόνος Κυριακής Θωμά).

(Δεν εγκατέλειψες, Δέσποτα Κύριε, τον Θωμά, την ώρα που βυθιζόταν στον βυθό της απιστίας, καθώς τού άπλωσες τις παλάμες για έρευνα).

Συνηθίζουμε να μιλάμε για την απιστία ή τη δυσπιστία ή την ολιγοπιστία του αγίου αποστόλου Θωμά, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των άλλων μαθητών ότι είδαν τον αναστημένο Χριστό. «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω» τους είπε. Και ο Κύριος τού έκανε τη χάρη και (όταν βεβαίως βρέθηκε μαζί με τους άλλους αποστόλους δείχνοντας την καλή του διάθεση και τον εσωτερικό του αγώνα) τον κάλεσε «ἰδίαις χερσί» να βεβαιωθεί για το αναστημένο Του σώμα. Εξέφρασε όμως και το παράπονό Του ότι «πίστεψε γιατί Τον είδε και τον ψηλάφησε με τις σωματικές του αισθήσεις», χωρίς να φτάσει στην υψηλότερη πίστη και θέαση που υπάρχει, δηλαδή τη μακαριότητα εκείνων που πιστεύουν χωρίς να επιζητούν να Τον δουν με τα σωματικά τους μάτια. Βεβαίως η εκκλησιαστική υμνολογία αφορμάται από το γεγονός αυτό για να «υμνήσει» τελικά αυτήν την απιστία του Θωμά – «ὤ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ», διότι ο Κύριος «χαίρει ἐρευνώμενος»  - που έδωσε και δίνει την ευκαιρία μέσα στους αιώνες να εξαγγελθεί η Ανάσταση του Κυρίου ακόμη και μέσα από την ψαύση του πεπυρωμένου λόγω της θεότητάς Του σώματος του Κυρίου∙ αλλά και να τονισθεί η πραγματική έννοια της θεολογίας, ως γεγονότος που εδράζεται στην εμπειρία του Χριστού, είτε από το άγγιγμα του στήθους Του από τον Ιωάννη τον Θεολόγο είτε από το άγγιγμα των τρυπημένων από τα καρφιά χεριών Του και της λογχευμένης πλευράς Του, και όχι σε μία ιδεολογική και «ψιλή»-γυμνή προσέγγιση της πίστεως. 

Συνηθίζουμε λοιπόν να μιλάμε για τον «άπιστο» Θωμά. Όμως και το Ευαγγέλιο αλλά και η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν παύουν να σημειώνουν ότι την απιστία ή την ολιγοπιστία του Θωμά την είχαν και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, με πρώτον μάλιστα από όλους τον κορυφαίο των μαθητών απόστολο Πέτρο. Και έρχεται ακριβώς η ποίηση των ημερών για να θυμίσει, πέρα από άλλες «απιστίες», τη βεβαιωμένη από τον ίδιο τον Κύριο ολιγοπιστία του Πέτρου, όταν είδε τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του βεβαίως, να περιπατεί επί των κυμάτων της θάλασσας της Γαλιλαίας και Τον παρακάλεσε, εφόσον είναι Εκείνος, να του επιτρέψει να έλθει κοντά Του, πατώντας κι αυτός πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ποιο το αποτέλεσμα; Ο Πέτρος, όσο έβλεπε τον Κύριο, να μπορεί να περπατάει σαν επάνω σε ξηρά, όταν όμως συνειδητοποίησε την «πραγματικότητα» του περιβάλλοντος, να αρχίσει να βυθίζεται, γιατί απίστησε. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπόψη του ο υμνογράφος του παραπάνω τροπαρίου μιλώντας όμως τη φορά αυτήν για τον Θωμά; Την ίδια εικόνα, κατά μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιεί: και ο Θωμάς βυθιζόταν στα κύματα της απιστίας με κίνδυνο να καταποντιστεί. Δεν τον αφήνει όμως ο Κύριος∙ όπως άπλωσε το χέρι Του κι έπιασε τον Πέτρο, ελέγχοντας την ολιγοπιστία του: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», κατά τόν ίδιο τρόπο απλώνει τις παλάμες Του στον ολιγόπιστο Θωμά για να σώσει κι εκείνον. Με τον ίδιο μάλιστα τρόπο σχεδόν ελέγχου: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας∙ μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». 

Το κρίσιμο και καίριο σημείο και στις δύο επεμβάσεις του Κυρίου στους ολιγοπίστους ή απίστους μαθητές Του ήταν ότι και οι δύο τελικά στράφηκαν σ’ Εκείνον: ο Πέτρος με τον άμεσο τρόπο της αγωνιώδους κραυγής του: «Κύριε, σῶσόν με», ο Θωμάς με τον έμμεσο τρόπο του ερχομού του στον κύκλο των άλλων μαθητών – μία «κραυγή» του ήταν κι αυτή, καθώς άφησε την απομόνωση και τη μοναξιά του. Κι αυτό το σημείο είναι το κρίσιμο και για κάθε μαθητή και πιστό Του σε όλους τους αιώνες και σήμερα: μπορεί να αμφιβάλλουμε και να ολιγοπιστούμε, αλλά αυτό που περιμένει κι από εμάς ο Κύριος είναι να στραφούμε τελικώς στον Ίδιο και να κραυγάσουμε. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά και μυστικά, στο βάθος της καρδιάς μας. Αλλά με την παρατήρηση που ο Ίδιος έκανε στον μαθητή Του Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη), για το πώς πια μετά την Ανάστασή Του θα εμφανίζεται στους ανθρώπους: όχι εξωτερικά σαν να θέλει να τους «υποτάξει» με μία συγκλονιστική εμφάνισή Του, αλλά μέσα από την τήρηση των αγίων εντολών Του. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος και απολύτως συνεπής: «όποιος τηρεί τις εντολές Μου θα δείχνει ότι Με αγαπάει, οπότε θα δει στην ύπαρξή του την ίδια την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική Μου, καθώς και τη φανέρωσή Μου μέσα σ’ εκείνον». Με άλλα λόγια, η Ανάσταση του Χριστού μετά τις συνεχείς επί σαράντα ημέρες εμφανίσεις Του στους μαθητές Του θα βιώνεται από τους πιστούς στον βαθμό που αυτοί πια θα ξανοίγονται στην αναζήτησή Του μέσα από την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του. Ο Χριστός, ας επιτραπεί η έκφραση, μας έκανε «ματ»: μόνον η εμπειρία του Χριστού θα επιβεβαιώνει την πίστη και την Ανάστασή Του. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αποτελεί ένα μάταιο κυνηγητό του ανθρώπινου εγωισμού, γι’ αυτό και θα καταλήγει μονίμως σε αποτυχία. Μ’ έναν λόγο: όπου δεν υπάρχει αγάπη αληθινή και θυσιαστική, όπως την έδειξε και την έζησε ο Χριστός, εκεί Χριστός δεν υπάρχει, εκεί τα όποια λόγια και οι όποιες φωνασκίες συνιστούν «κύμβαλον ἀλαλάζον».  

24 Απριλίου 2023

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΕΛΙΣΑΒΕΤ Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

 

«Η οσία Ελισάβετ από μικρή ακολούθησε την ασκητική ζωή και έλαβε από τον Χριστό τη χάρη των ιαμάτων. Γι᾽αυτό και θεράπευσε όλων των ειδών τα  νοσήματα. Η γέννησή της φανερώθηκε με θεία αποκάλυψη και προαγγέλθηκε ότι θα γίνει σκεύος εκλογής του Θεού. Φορούσε ένα χιτώνα μόνον και έγινε σκληρή στο κρύο και στον παγετό. Δεν έπλυνε το σώμα της ποτέ με νερό και σαράντα ημέρες έζησε χωρίς καθόλου να φάει. Για τρία χρόνια είχε τον νου της μόνον προς τον Θεό, ενώ με τους σωματικούς οφθαλμούς της δεν είδε καθόλου το κάλλος ή το μέγεθος του ουρανού. Ένα τεράστιο φοβερό φίδι το θανάτωσε με την προσευχή της και για πολλά χρόνια δεν γεύτηκε καθόλου λάδι. Υποδήματα στα πόδια της δεν απέκτησε. Λάμποντας λοιπόν με όλα αυτά τα κατορθώματα, αναπαύτηκε εν Κυρίω, συνεχίζοντας να παρέχει μέχρι σήμερα τη χάρη των πολλών θαυμάτων της σ᾽αυτούς που προσέρχονται σ᾽αυτήν με πίστη. Διότι το χώμα που λαμβάνει κανείς από τη σορό της θεραπεύει κάθε νόσο».

Αποκτά μεγάλη επικαιρότητα η οσία Ελισάβετ η θαυματουργός κυρίως από το γεγονός ότι ολόκληρη η ζωή της υπήρξε – και συνεχίζει εν χάριτι να είναι – μία εξαιρετική παρουσία συμπαθείας προς τον κόσμο. Ιδιαιτέρως σήμερα που λόγω της πολλαπλής κρίσεως που βιώνουμε ένα μεγάλο ποσοστό των συνανθρώπων μας ζει μέσα στη θλίψη και τη στενοχώρια, έρχεται η οσία ως κατεξοχήν προστάτις των εν θλίψεσι ανθρώπων να δώσει εκείνη τη χάρη που βοηθά στην υπέρβαση της θλίψης και την απόκτηση της αληθινής χαράς. Ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας μας αυτό ακριβώς καταγράφει ήδη από την αρχή των ύμνων που αφιερώνει στην οσία: «Δέχτηκες τη χάρη να διώχνεις τις αρρώστιες των ψυχών και των σωμάτων, Μητέρα σεμνή, να απομακρύνεις τα πονηρά πνεύματα με το Θείο Πνεύμα, να είσαι η προστάτις όλων αυτών που βρίσκονται στις θλίψεις» (στιχηρό εσπερινού). Ολόκληρη η ζωή της ήταν μία ενσυνείδητη προσπάθεια να μετέχει στο πάθος των συνανθρώπων της, δηλαδή να ζει την πραγματική και αληθινή αγάπη που έφερε ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Κι αυτό σημαίνει βεβαίως ότι αγωνιζόταν να βρίσκεται πάνω στην πέτρα της ορθόδοξης πίστης, αφού η αληθινή αγάπη, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, είναι γνωστό ότι αποτελεί το εκλεκτότερο λουλούδι της σωστής ορθόδοξης πίστης. Πίστη και αγάπη είναι οι δύο όψεις του ενός νομίσματος κι όποιος νομίζει ότι μπορεί να έχει το ένα εκ των δύο μόνο του πλανάται πλάνην οικτράν. «Άσκησες τη συμπάθεια, την ορθόδοξη πίστη και την αγάπη, προς τον Κύριο και τον πλησίον, θεομακάριστη σεμνή. Γι᾽αυτό και η θεία χάρη του Πνεύματος αναπαύθηκε σε σένα, Μητέρα Ελισάβετ» (στιχηρό εσπερινού).

Έτσι η οσία Ελισάβετ υπήρξε για όλους τους πιστούς είτε στο παρελθόν είτε κι έπειτα μέχρι σήμερα «ένα απλωμένο χέρι συμπάθειας» (ωδή ζ´), που σημαίνει ότι στο πρόσωπό της βλέπουμε πάντοτε έναν ένθεο φίλο μας, συνέχεια και προέκταση του φιλικού και πολυπόθητου προσώπου του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι στην πραγματικότητα αυτό είναι η οσία: μία άλλη φανέρωση του Χριστού μας στον κόσμο, μία θέαση του κάλλους του προσώπου Του, το οποίο διακαώς πάλευε να δει και να ζήσει η ίδια. «Πόθησες να δεις με καθαρότητα το νοητό κάλλος του Νυμφίου Χριστού» (ωδή θ´). Κι αυτό θα πει· άνθρωπος ο οποίος αγαπά τον Κύριο και έχει Αυτόν ως προτεραιότητα της ψυχής του γίνεται τελικά ίδιος με Εκείνον. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος πράγματι επανειλημμένως επισημαίνει τη θερμή αγάπη της οσίας, εκ βρέφους μάλιστα, προς τον Κύριο, κάτι που φανερωνόταν με την αδιάκοπη ενατένισή της προς Εκείνον. «Ολοκληρωτικά ανέθεσες όλη τη διάνοιά σου στον Κύριο, γι᾽αυτό και ενατένιζες Αυτόν με τα μάτια του νου και της καρδιάς σου» (ωδή ε´). Η απόλυτη αυτή προτεραιότητα της οσίας, η οποία αποτελεί απλώς υλοποίηση της εντολής του Θεού να Τον αγαπούμε με όλη την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμη και τη διάνοιά μας, εξηγεί και αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο: για τρία χρόνια να μη βλέπει καθόλου τις ομορφιές του ουρανού! Η οσία δεν ήθελε να βλέπει τις ομορφιές αυτές όχι γιατί αρνείτο την ομορφιά της δημιουργίας – αυτό θα ήταν αντίθετο προς τη χριστιανική πίστη – αλλά γιατί είχε απορροφηθεί από την ομορφιά του Δημιουργού. Και θα έλεγε κανείς ότι μόνον εκείνος που θεάται την ομορφιά του Δημιουργού ικανώνεται να δει και με τα σωστά μάτια την ομορφιά των δημιουργημάτων Του. «Για τρία χρόνια δεν είδες τον ουρανό, αλλά έβλεπες μόνο προς τα κάτω τη γη, αφού ήσουν από γη, θεομακάριστε» (ωδή´).

Ακριβώς, η ορθή ιεράρχηση που είχε κάνει στη ζωή της: η αγάπη του Θεού και του πλησίον πρωτίστως, και έπειτα όλα τα άλλα, ήταν αυτό που ερμηνεύει όλες τις θεωρούμενες «ακρότητες» της ασκητικής της διαγωγής: τη σκληρή νηστεία της, το μάκρος αυτής, τα πύρινα εν μετανοία δάκρυά της. Η οσία ήταν προσανατολισμένη στο πώς θα στολίσει τον ναό της ψυχής της κι η ενέργεια της χάρης του Θεού την έκανε να μη βλέπει τίποτε άλλο. Για παράδειγμα: «Ζήλεψες τον Ηλία και τον Μωυσή, πάνσεμνε, στο μήκος των ημερών, γι᾽αυτό και έκανες νηστεία όπως εκείνοι, δεχόμενη έτσι με τη χάρη του θείου Πνεύματος τον ουράνιο άρτο των σοφωτάτων θεωριών Του» (ωδή γ´). «Κολλήθηκες, σεμνή, στον πόθο του Χριστού, γι᾽αυτό και έλιωσες το φρόνημα της σάρκας με τη νηστεία» (ωδή α´). «Επειδή πόθησες, σεμνή, να αποκτήσεις το έλεος του Θεού με ασκητικό τρόπο, γι᾽αυτό και δεν θέλησες τη μετάληψη του λαδιού από τα βρεφικά σου χρόνια, ευφραινομένη από τις επιδόσεις των ασκητικών σου κόπων» (ωδή ς´).

Μακάρι «τη φιλόθεη γνώμη που απέκτησε η οσία, διά της οποίας ζει τώρα μαζί με τους αγγέλους» (ωδή ζ´) να αποκτήσουμε έστω και λίγο και εμείς.

ΔΕΝ ΚΑΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΗΛΑΦΗΣΗ!

Ο Κύριος συγκαταβαίνει στον «άπιστο» μαθητή Του και δι’ αυτού σε όλους τους «άπιστους» πιστούς Του όλων των αιώνων: του εμφανίζεται όταν βρέθηκε στον κύκλο των μαθητών την όγδοη ημέρα από την Ανάστασή Του και τον καλεί να τον ψαύσει με το χέρι του για να βεβαιωθεί ότι είναι Αυτός, ο Διδάσκαλος, ο Οποίος πέθανε πάνω στον Σταυρό αλλά αναστήθηκε τριήμερος. Η υμνογραφία της ημέρας είναι συγκλονιστική, καθώς ο άγιος υμνογράφος στέκεται έκθαμβος μπροστά στο μυστήριο της ψαύσης του αναστημένου σώματος που είναι «πύρινον» και πέραν της φύσεως που γνωρίζουμε στον κόσμο τούτο. Και γίνεται έτσι ο άπιστος πιστός Θωμάς το όργανο του Κυρίου προκειμένου να διαλαληθεί η Ανάσταση στα πέρατα του κόσμου – ο μαθητής που έγινε ο ομολογητής της πίστεως: «ο Κύριός μου και ο Θεός μου», μέσα από την αμφισβήτηση και την αμφιβολία. «Η απιστία που γέννησε τη βεβαία πίστη» και που γι’ αυτό χαρακτηρίστηκε ως «καλή απιστία».

Δεν είναι ό,τι καλύτερο αυτό που συνέβη με τον Θωμά. Η συγκατάβαση του Κυρίου έφερε ταυτοχρόνως και το παράπονό Του και τον έλεγχο στον μαθητή Του: «Μη γίνεσαι άπιστος, αλλά πιστός». «Με πίστεψες γιατί με είδες με τα μάτια σου. Μακάριοι όσοι δεν είδαν αλλά πίστεψαν». Ο Κύριος μάς προσανατολίζει στη βαθειά όραση που υπέρκειται της απλής σωματικής όρασης, την όραση της πίστεως. Η πίστη θεωρείται η κανονικότητα με την οποία βλέπει πια ο χριστιανός – τα μάτια του μετασκευασμένα από τη χάρη του Θεού μπορούν και βλέπουν πέρα από τον κόσμο των αισθήσεων. «Με την πίστη περπατάμε κι όχι με ό,τι βλέπουν οι αισθήσεις μας» θα πει ο απόστολος Παύλος, ο οποίος επίσης θα τονίσει ότι «δεν επικεντρώνουμε σ’ αυτά που βλέπουμε με τα μάτια μας, αλλά στα μη βλεπόμενα». Έτσι δεν ορίζεται άλλωστε αγιογραφικά η πίστη; Ως όραση και έλεγχος πραγμάτων που δεν βλέπονται με τις αισθήσεις. «Πίστις είναι να ζεις αυτά που ελπίζεις και να βλέπεις πράγματα που δεν βλέπονται».

Κι είναι η πίστη στον άνθρωπο, όπως είπε ο Κύριος στον Θωμά, όχι μία κατάσταση παθητική, αλλά κατεξοχήν ενεργητική και δυναμική. «Γίνεσαι πιστός, γίνεσαι άπιστος». Ανάλογα με τον προσανατολισμό σου και την πορεία της ζωής σου, αν είσαι δηλαδή με τον Χριστό ή όχι, αυξάνεσαι εν Αυτώ ή απομακρύνεσαι από Αυτόν. Ό,τι ο Ίδιος απεκάλυψε: «όποιος δεν είναι μαζί Μου είναι εναντίον Μου», το ίδιο αποκαλύπτει και εν προκειμένω. Και η αύξηση εν Χριστώ δεν σταματά ποτέ – ο πιστός πορεύεται αδιάκοπα «εκ πίστεως εις πίστιν». Η πρόσωπον προς πρόσωπον σχέση του ανθρώπου με τον Χριστό είναι γεγονός του μέλλοντος, μετά τη ζωή αυτή. Όσο ζούμε στον κόσμο τούτο τον Κύριο θα Τον βλέπουμε μόνον «αινιγματικά όπως βλέπει κανείς μέσα από καθρέπτη», θα Τον βλέπουμε και θα Τον ζούμε δηλαδή μόνο μέσω της πίστεως. Η ομολογία του μεγάλου αποστόλου Παύλου δεν αφήνει περιθώρια αμφισβητήσεως: «Ό,τι τώρα ζω με το σώμα μου είναι η πίστη μου στον Ιησού Χριστό, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον Εαυτό Του για χάρη μου».

Κι αυτή η δυναμική της εν Χριστώ πίστεως που οδηγεί σε κοινωνία με τον Ίδιο και όλον ασφαλώς τον Τριαδικό Θεό έχει τρία κύρια χαρακτηριστικά: την εκκλησιαστικότητα, την αποφασιστικότητα, την εν αγάπη πρακτική της.

Η εκκλησιαστικότητα είναι προφανής με τον απόστολο Θωμά: όσο ήταν μόνος και αποκομμένος από τους άλλους μαθητές ζούσε μέσα στην αχλύ της απιστίας του και της ταλαιπωρίας του. Μόλις κάνει την υπέρβαση και εξέρχεται του εαυτού του και της μοναξιάς του, ερχόμενος σε κοινωνία με τους άλλους μαθητές, ερχόμενος δηλαδή στην Εκκλησία, εκεί του αποκαλύπτεται ο Κύριος. Ο λόγος Του σε άλλο σημείο με τους μαθητές Του ήταν απόλυτος: «όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά Μου εκεί είμαι και Εγώ ανάμεσά τους».

Η αποφασιστικότητα της πίστεως καθίσταται ολοφάνερη σε όλη την αποκάλυψη του Κυρίου με την κλήση Του για απάρνηση του εαυτού μας, κατεξοχήν δε φαίνεται με τον λόγο Του εν Πνεύματι στην Αποκάλυψη του Ιωάννη: «γίνου πιστός άχρι θανάτου». Αν δεν αποφασίσεις να μείνεις πιστός στον Κύριο και στους λόγους Του, έστω κι αν πεθάνεις, δυστυχώς θα ζεις μέσα στη διψυχία που θεωρείται ό,τι χειρότερο στην πνευματική χριστιανική ζωή. Πρόκειται για μία απόφαση ολοκληρωτικής στροφής εν αγάπη προς τον Κύριο που οδηγεί στην έκπληξη της παρουσίας Του στην ίδια τη ζωή του πιστού – μόλις πεις: θα πεθάνω για Σένα, Κύριε, τότε Τον βλέπεις σε όλο Του το μεγαλείο.

 Και η πρακτική της αγάπης: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» σημειώνει και πάλι ο μέγας Παύλος. Η πίστις ζωντανεύει και τίθεται σε ενέργεια μόνο με την αγάπη. Διαφορετικά μία πίστη άνευρη που δεν κινητοποιεί την ύπαρξη του πιστού λίγο απέχει από την πίστη των ίδιων των δαιμόνων – είναι μία πίστη πράγματι νεκρή που δεν έχει καμία σωτηριολογική διάσταση. Γι’ αυτό και μετράμε την πίστη μας με το μέτρο της αγάπης μας. Αγαπώ σημαίνει πιστεύω ορθά και αληθινά κι όσο αυξάνω την αγάπη μου προς τον συνάνθρωπό μου, ακόμη και τον εχθρό μου, τόσο και αυξάνω και πολλαπλασιάζω την πίστη μου. «Η αγάπη είναι η πηγή της πίστεως» θα πει ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος. Οπότε το ξέρουμε: όταν λογισμοί αμφιβολίας και απιστίας απειλούν να κλονίσουν το πνευματικό οικοδόμημά μας, είναι γιατί έχουμε αφήσει κάποια κατάλοιπα μνησικακίας και πικρίας και εχθρότητας απέναντι σε κάποιον ή κάποιους συνανθρώπους μας. Η πίστη ριζώνει πάντοτε εκεί που υπάρχει η καθαρότητα της καρδιάς. Και καθαρή γίνεται η καρδιά μόλις αρχίζει να ζει την αγάπη.   

22 Απριλίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ (23 ΑΠΡΙΛΙΟΥ)

 

«Ο ένδοξος και θαυμαστός και μέγας Μάρτυς Γεώργιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού, καταγόταν από τη χώρα των Καππαδοκών, ήταν από επίσημο γένος και διέπρεψε στο στράτευμα των Τριβούνων. Όταν δε επρόκειτο να μαρτυρήσει, είχε το αξίωμα του Κόμη. Επειδή λοιπόν ο βασιλιάς ξεκίνησε  τον πόλεμο κατά των Χριστιανών κι έβγαλε διαταγή όσοι από τους χριστιανούς αρνούνται και αθετούν τον Χριστό να αξιώνονται τιμές και δωρεές βασιλικές, ενώ όσοι δεν πείθονται να θανατώνονται, ο άγιος παρουσιάστηκε μόνος του και ομολόγησε ότι είναι χριστιανός, ελέγχοντας ταυτόχρονα τη ματαιότητα και αδυναμία των ειδώλων και κοροϊδεύοντας αυτούς που πιστεύουν σε αυτά.

Επειδή δε δεν υποχώρησε  ούτε στις κολακείες και τις υποσχέσεις του τυράννου, τις οποίες του έδωσε πλούσια, ούτε όμως και στις απειλές του, αλλά φαινόταν ότι τα περιφρονεί όλα, πρώτα από όλα κτυπιέται στην κοιλιά με κοντάρι. Ενώ το κοντάρι άγγιξε τη σάρκα του, τόσο που έτρεξε πολύ αίμα, και βγήκε έπειτα η άκρη του, ο άγιος παρέμεινε αβλαβής. Έπειτα τον έδεσαν σε τροχό που είχε σιδερένιες άκρες και άφησαν τον τροχό να κυλίσει στο έδαφος. Το σώμα του αγίου κομμιατάστηκε σε πολλά μέρη, αλλά πάλι αποκαταστάθηκε υγιής με επιστασία θείου αγγέλου.

Εμφανίστηκε τότε στον βασιλιά και στον Μαξέντιο τον σύνεδρό του που θυσίαζαν στα είδωλα, οπότε καθώς φάνηκε σώος τράβηξε πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Με την προσταγή του βασιλιά τα κεφάλια αυτών που πίστεψαν αποκόπηκαν έξω από την πόλη. Πίστεψε δε στον Χριστό και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, η οποία ομολόγησε ενώπιον του τυράννου τον Χριστό ως Θεό. Πίστεψαν μάλιστα και πολλοί άλλοι στον Χριστό, όταν είδαν τον άγιο να εξέρχεται αβλαβής από τον λάκκο της ασβέστου στον οποίο τον είχαν βάλει. Μετά από αυτά έδεσαν τα πόδια του σε σιδηρένιες κρηπίδες που είχαν καρφιά, εξαναγκάζοντάς τον να τρέξει. Κι ακόμη, τον κτύπησαν ανελέητα με ξερά νεύρα βοδιών. Ο Μαξέντιος τότε ζήτησε από τον άγιο κάποιο θαύμα και συγκεκριμένα αν μπορεί να αναστηθεί κάποιος από αυτούς που βρίσκονταν σε έναν παρακείμενο τάφο με πεθαμένους πριν από πολύ καιρό. Ο άγιος προσευχήθηκε πάνω από το κάλυμμα του τάφου και αναστήθηκε ένας νεκρός, ο οποίος προσκύνησε τον άγιο και δόξασε τη θεότητα του Χριστού. Όταν ρώτησε ο βασιλιάς ῾ποιος ήταν και πότε έφυγε από τη ζωή αυτή᾽, εκείνος είπε ότι έζησε πριν από την παρουσία του Χριστού και ότι λόγω της πλάνης του προς τα είδωλα κατακαίεται τόσα χρόνια  σε φωτιά. Από το γεγονός αυτό πολλοί πίστεψαν στον Χριστό και προστέθηκαν στην πίστη, οπότε με μιά φωνή όλοι δόξαζαν τον Θεό. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γλυκέριος, του οποίου το βόδι ο άγιος, όταν ψόφησε, το ανέστησε. Καθώς ο Γλυκέριος βεβαιώθηκε για την πίστη του Χριστού από το θαύμα αυτό, δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου, γενόμενος πολλά κομμάτια από τα ξίφη των απίστων.

Επειδή λοιπόν προσέρχονταν στον Χριστό διαρκώς και περισσότεροι από όσα γίνονταν, κι ακόμη από το ότι ο άγιος μάρτυρας Γεώργιος εισήλθε στον ναό των ειδώλων και πρόσταξε ένα από τα ξόανα να πει αν αυτός ήταν ο Θεός και ότι πρέπει αυτόν να προσκυνούν, ο δαίμονας που βρισκόταν στο ξόανο θρηνώντας αποκρίθηκε ότι μόνος Θεός είναι ο Χριστός. Από αυτό ταράχτηκαν τα είδωλα όλα, κατέπεσαν και συντρίφτηκαν. Οι λατρευτές των ειδώλων τότε, μη υποφέροντας άλλο, συνέλαβαν τον άγιο, προκειμένου να τον οδηγήσουν προς τον βασιλιά και να ζητήσουν τη θανατική του καταδίκη. Ο βασιλιάς πράγματι διέταξε να θανατωθούν με ξίφος και ο Γεώργιος και η βασίλισσα Αλεξάνδρα. Και του μεν αγίου κόψανε το κεφάλι, η βασίλισσα όμως προσευχήθηκε στη φυλακή που ήταν και παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό. Τελείται η σύναξη του αγίου στο αγιότατο Μαρτύριό του που βρίσκεται στο Δεύτερο».

Η εορτή του αγίου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου είναι κατά την Εκκλησία μας ιδιαιτέρως χαρμόσυνη όχι μόνον από το γεγονός ότι η ημέρα του μαρτυρίου ενός αγίου είναι η ημέρα της δόξας του ως εισερχομένου τότε θριαμβευτικά στη βασιλεία των Ουρανών, αλλά και από το γεγονός ότι πάντοτε συνοδεύει την «ἑορτήν τῶν ἑορτῶν καί τήν πανήγυριν τῶν πανηγύρεων», την Ανάσταση του Κυρίου. Κατά τον άγιο υμνογράφο «ιδού, ανέτειλε η άνοιξη της χάρης. Έλαμψε η Ανάσταση του Χριστού σε όλους και λάμπει μαζί με αυτήν τώρα η πανέορτη και φωτοφόρα ημέρα Γεωργίου του μάρτυρα. Εμπρός λοιπόν όλοι, λαμπροφορώντας ένθεα, ας γιορτάσουμε χαρμόσυνα» (κάθισμα όρθρου). «Έλαμψε σ᾽ εμάς η πανένδοξη μνήμη του δούλου του Χριστού μαζί με την Ανάστασή Του, κατά την οποία αφού μαζευτούμε οι πιστοί, ας γιορτάσουμε χαρμόσυνα» (ωδή γ´).

Είναι τόσο μεγάλη η χαρά μάλιστα της εορτής, ώστε ο άγιος υμνογράφος κινούμενος σε υψηλά επίπεδα λυρισμού αναφέρει ότι με τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο υπερβαίνεται και η παροιμία «ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη». «Να λοιπόν, πιστέ λαέ του Θεού – σημειώνει στην ωδή ς΄ - που και ένα καλό χελιδόνι  αναπληρώνει τη χάρη της άνοιξης κατά τρόπο θαυμαστό, κι αυτό το χελιδόνι είναι ο Γεώργιος». Πού έγκειται η μεγάλη χάρη του αγίου μεγαλομάρτυρα, τόσο που χαρακτηρίζεται «γνήσιος φίλος του Χριστού, πρωταθλητάρχης Αυτού, πάμφωτος λαμπτήρας της οικουμένης, φαεινότατος αστέρας, τιμαλφέστατη λυχνία»; (ωδή δ´) Η απάντηση που δίνουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν είναι άλλη από αυτήν που δίνουν για όλους τους αγίους: η βαθιά πίστη του αγίου στον Χριστό και η θερμότατη αγάπη του σ᾽Εκείνον και στους ανθρώπους, δηλαδή η τελεία υπακοή του στις διδαχές Του.  Απλώς αυτό που είναι ο πυρήνας της αγιότητας το δίνουν οι υμνογράφοι μας με πολλούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα. Για παράδειγμα: «Γεώργιε, ακολούθησες τις διδαχές του Δεσπότη Χριστού» (δοξαστικό εσπερινού). «Στερέωσες τον πόθο σου για τον Χριστό πάνω στην πίστη Του, έδιωξες τον φόβο με την ελπίδα, απέκτησες τα ουράνια με την αγάπη» (λιτή). «Στηρίχτηκες στην ελπίδα, περιφράχτηκες από την αγάπη και την πίστη, Γεώργιε, και δυναμώθηκες από τη δύναμη του Χριστού, γι᾽αυτό και κατανίκησες την πλάνη των ειδώλων» (ωδή γ´).

Εκείνο που τονίζουν κατεξοχήν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας είναι η δύναμη της ψυχής του αγίου και ο θερμός ζήλος του για τον Χριστό. Δεν διστάζει ο υμνογράφος να χαρακτηρίσει τον Γεώργιο ως «λιοντάρι που με ρωμαλέο φρόνημα πήγε μόνος του προς το μαρτύριο, γιατί καταφρόνησε το σώμα ως φθαρτό και φρόντισε πρωτίστως την άφθαρτη ψυχή του» (στιχηρό εσπερινού), όπως και  νέο Δαυίδ που νίκησε τον αντίπαλο Γολιάθ με τις βολές όμως των λόγων του. «Φάνηκες νέος στους πολέμους, με ικανότητα στο χέρι, σαν άλλος ανδρείος Δαυίδ. Διότι όπως αυτός νίκησε τον αντίπαλο Γολιάθ, το ίδιο και εσύ νικάς ρίχνοντας κάτω τον αντίπαλο με τις βολές των λόγων σου» (ωδή α´). Κι η λιονταρίσια αυτή δύναμή του ερμηνεύεται από τον υμνογράφο όχι ως μία αποκοτιά, αλλά ως ενσυνείδητη έκφραση του πόθου και του ζήλου του για τον Χριστό, αφού «ὁ πόθος ἐνίκα τήν φύσιν» (δοξαστικό εσπερινού). Ο άγιος Γεώργιος αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που σημειώνει ο μέγας απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή η αγάπη για τον Χριστό υπερβαίνει τον όποιο φόβο για τον θάνατο, για τους κινδύνους, για τις όποιες ταλαιπωρίες. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὐδέν δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ τῆς ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ»  (Πρβλ.Ρωμ. 8). «Βρέθηκες ντυμένος την πανοπλία του Χριστού, Γεώργιε, κι ήσουν γεμάτος φωτιά από αγάπη του Χριστού... και στους παρανόμους κραύγαζες: Ούτε τα θηρία ούτε οι τροχοί, ούτε η φωτιά ούτε το μαχαίρι έχουν τη δύναμη να με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού του Θεού μας» (Στιχηρό εσπερινού).

Το σημείο όμως στο οποίο αναλώνεται πάρα πολύ η έμπνευση του υμνογράφου για τον άγιο είναι το ίδιο το όνομά του. Το όνομα Γεώργιος λαμβάνεται ως αφορμή, όπως συνήθως γίνεται για πολλούς αγίους, προκειμένου ο υμνογράφος να περιγράψει, έστω και λίγο, το ύψος της αγιότητάς του. Και το όνομά του κατανοείται διπλά: και ότι ο Γεώργιος υπήρξε ο ίδιος γεωργός στην εποχή του, με την έννοια ότι καλλιέργησε τη γεμάτη αγκάθια και πλάνη γη των ψυχών των ανθρώπων, φυτεύοντας σ᾽αυτές το κλήμα της ορθόδοξης πίστης, και ότι ο Θεός υπήρξε ο γεωργός στο χωράφι της ψυχής του ίδιου, κάνοντάς το να καρποφορήσει όλες τις αρετές. «Άξια προς το όνομά σου πολιτεύτηκες, στρατιώτη Γεώργιε. Διότι σηκώνοντας τον σταυρό του Χριστού στους ώμους σου καλλιέργησες τη γη που είχε χερσωθεί από τη διαβολική πλάνη. Κι αφού ξερίζωσες τη γεμάτη αγκάθια θρησκεία των ειδώλων, φύτεψες βαθιά το κλήμα της ορθόδοξης πίστης... Γι᾽αυτό και αναδείχτηκες δίκαιος γεωργός της αγίας Τριάδος» (δοξαστικό εσπερινού). «Έγινες γεωργός στα ανώτερα με τα ανδραγαθήματα των άθλων σου, παμμακάριστε μάρτυρα Γεώργιε, και πρόσφερες στον Χριστό έτσι τους κόπους των καρπών σου» (λιτή). «Έγινες ευγενικό χωράφι του Θεού, Γεώργιε, που καλλιεργήθηκε από τις πράξεις του μαρτυρίου» (ωδή α´). «Καλλιεργήθηκες από τον Θεό και αναδείχθηκες τιμιώτατος γεωργός της ευσέβειας, καθώς συνέλεξες για τον εαυτό σου τα δράγματα των αρετών» (κοντάκιο).

Είναι ευνόητο μετά τα παραπάνω ότι ο άγιος τροπαιοφόρος «ἐκμιμούμενος τόν Δεσπότην Χριστόν» (ωδή ζ΄) απέκτησε και τη δύναμή Του, τόσο ώστε να συμβασιλεύει μαζί Του (ωδή η´), και να γίνεται εύκαιρος προστάτης και βοηθός για κάθε πιστό που τον επικαλείται, οπουδήποτε στη γη. Όλοι οι πιστοί έχουν νιώσει την αγάπη του, γι᾽αυτό και το όνομά του ψέλνεται παντού. «Δεν υπάρχει ούτε γη ούτε θάλασσα, ούτε πόλη ούτε έρημος, όπου αληθινά δεν ξεχυλίζουν οι κρουνοί των θαυμάτων σου σαν πέλαγος. Διότι το θαυμαστό όνομά σου άδεται σε όλη τη γη» (ωδή ζ´). Λοιπόν: «Αὐτῷ βοήσωμεν∙ ἀθλοφόρε, ἱκέτευε, εἰς τό σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν» (δοξαστικό αίνων).

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ)

 

«Ἐχάρησαν οὖν οἱ μαθηταί ἰδόντες τόν Κύριον» (Ιωάν. 20, 21)

Πρώτη Κυριακή μετά την Ανάσταση του Κυρίου – Αντίπασχα ονομαζόμενη – και όπως είναι γνωστό από σήμερα αρχίζει η ανακύκληση της εορτής του Πάσχα, ώστε αυτό να προσδιορίζει και όλη την εκκλησιαστική χρονιά: κάθε Κυριακή την Ανάσταση του Κυρίου εορτάζουμε. Τα περιστατικά του Ευαγγελικού αναγνώσματος ακολουθούν τη χρονολογική σειρά καταγραφής τους: ο φόβος των κεκλεισμένων λόγω των Ιουδαίων μαθητών, η εμφάνιση του Κυρίου και η χαρά αυτών από την Ανάστασή Του, η μετάδοση της ειρήνης του Κυρίου στους μαθητές και η εξουσία που τους δίδει για να συγχωρούν ή όχι τις αμαρτίες των ανθρώπων, η απιστία του Θωμά, η εμφάνιση και πάλι του Κυρίου παρόντος του Θωμά και η σωτήρια ομολογία αυτού, οι προτροπές του Κυρίου. Τα συναισθήματα των μαθητών ενώπιον του αναστημένου Χριστού είναι εκείνα που ιδιαιτέρως χρειάζεται να σχολιάσουμε: «εχάρησαν οι μαθηταί  ιδόντες τον Κύριον».

1. Δεν λέμε κάτι πρωτότυπο αν ισχυριστούμε ότι η χαρά αποτελεί την επιδίωξη του κάθε ανθρώπου επί της γης. Τη χαρά και την ευτυχία επιζητεί κάθε άνθρωπος σε ό,τι κι αν κάνει. Κι αυτό γιατί δημιουργήθηκε από τον Θεό προκειμένου να μετάσχει στη χαρά του ίδιου του Θεού. Η έλλειψη μάλιστα της χαράς, η θλίψη και η στενοχώρια συνιστούν διαχρονικά το τίμημα της ανυπακοής του ανθρώπου στο άγιο θέλημα του Θεού. «Θλίψις και στενοχωρία παντί τω εργαζομένω το κακόν», όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Ήδη από τα πρώτα κεφάλαια της Γενέσεως, του πρώτου βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης, ακούμε ότι ο Κάιν εξαιτίας του φόνου που έκανε στον αδελφό του Άβελ δέχεται την επέμβαση από τον Θεό: «Σκυθρώπιασες γιατί σκότωσες τον αδελφό σου. Κάνε το καλό και θα ξαναβρείς τη χαρά».

2. Δυστυχώς όμως και σήμερα οι άνθρωποι αναζητούμε τη χαρά εκεί που υπάρχει τις περισσότερες φορές η αμαρτία. Συνεχίζουμε δηλαδή να υπηρετούμε τα πάθη μας – τα σωματικά και τα ψυχικά - πιστεύοντας ότι έτσι θα έλθει η χαρά στη ζωή μας, σαν τον Κάιν που θέλησε να εκδικηθεί, σαν τον άφρονα πλούσιο της γνωστής παραβολής ο οποίος ευφραινόταν καθημερινά λαμπρώς εις βάρος όμως του πλησίον του, κι έτσι αποδεικνυόμαστε τυφλοί στο αυτονόητο: όπου υπάρχει αμαρτία εκεί δεν υπάρχει η αληθινή χαρά. Κι όχι μόνο δεν υπάρχει χαρά, αλλά αυξάνεται διαρκώς και η έλλειψή της, δηλαδή αυξάνεται διαρκώς η θλίψη και η μελαγχολία και ο πνιγμός της ψυχής -  καταστάσεις κυριολεκτικά κόλασης - γιατί συνεχίζουμε ασυνείδητα ή ενσυνείδητα να αμαρτάνουμε. Αυτό δεν συνιστά και την τραγωδία του ανθρώπου σε κάθε εποχή, όπως την είδε διορατικά και ο άγιος αββάς του Γεροντικού: να προσπαθεί να σηκώσει ανεπιτυχώς ένα φορτίο ξύλα κάποιος άνθρωπος και αντί να μειώσει το ασήκωτο γι’ αυτόν φορτίο, αυτός να προσθέτει και νέο φορτίο;

3. Η χαρά πράγματι υπάρχει, η αληθινή και βαθειά και αναφαίρετη, εκεί όμως που είναι η πηγή της: στον αληθινό Θεό. Ο Τριαδικός Θεός μας τον Οποίο φανέρωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός, Αυτός είναι η πηγή της αληθινής ευτυχίας και χαράς, γιατί Αυτός συνιστά το πλήρωμα της ζωής και της αγάπης. Για να χαρεί κανείς - ξανατονίζουμε: αληθινά και βαθειά και αναφαίρετα, δηλαδή στο βάθος του είναι μας, στην ίδια την καρδιά μας - πρέπει να υπερβεί ό,τι προκαλεί φόβο, δηλαδή τον ίδιο τον θάνατο, να βρεθεί κυριολεκτικά μέσα στην ίδια τη Ζωή, να λουστεί από τα κύματα της αγάπης που χαρακτηρίζει αυτήν τη Ζωή. Πού αλλού μπορεί κανείς να αναζητήσει αυτά πέραν του Κυρίου που πάτησε τον θάνατο και πρόσφερε την περίσσια ζωής που έχει ως Θεός; «Εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσιν και περισσόν έχωσιν»!  Κι αυτή η ζωή είναι συνυφασμένη με την Αγάπη. Ζωή και Αγάπη συνυπάρχουν, κι αυτά τα δωρίζει μόνον Αυτός που τα έχει, καλύτερα: Αυτός που ε ί ν α ι  και τα δύο. Ο Κύριος είναι η Ζωή, ο Κύριος είναι η Αγάπη, γι’ αυτό και προσφέροντάς τα σ’ εκείνον που θα θελήσει να Τον πιστέψει και να συνδεθεί μαζί Του, του προσφέρει και την ειρήνη Του, «την πάντα νουν υπερέχουσαν», η οποία καθιστά την καρδιά του πιστού ανθρώπου έναν παράδεισο. Γι’ αυτό και αφενός οι μαθητές του Κυρίου χάρηκαν όταν Τον είδαν μέσα στη λάμψη της ζωής, αφετέρου Εκείνος τους έδωσε την ειρήνη Του. «Ειρήνη υμίν». Αληθινή χαρά λοιπόν σημαίνει ζωντανή πίστη στον Χριστό, βίωση της παρουσίας Του ως ζωής που κατανικά τον θάνατο, απόλαυση της ειρήνης Του που μεταγγίζεται στην ψυχή και στο σώμα του ανθρώπου, αίσθηση κατά συνέπεια της αγάπης Του η οποία γίνεται η κινητήρια δύναμη για να προσφερθεί ως αντίδωρο στους αδελφούς του Κυρίου, τους ανθρώπους σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης.

4. Κι αυτά είναι τα γνωρίσματα της αληθινής παρουσίας του Κυρίου, τα οποία κρίνουν και όλα εκείνα που μπορεί να αποπροσανατολίσουν τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν σε σύγχυση του νου και σε υποταγή στον διάβολο: εννοούμε τα όνειρα, τα οράματα, τα διάφορα θαύματα. Αν τα τελευταία αυτά δεν αυξάνουν την πίστη στον Χριστό, δεν φέρνουν την ειρήνη και τη χαρά Εκείνου, δεν δημιουργούν συνεπώς κλίμα αγάπης και ταπείνωσης, τότε δεν είναι εξ Αυτού. Δουλεύουν στον Πονηρό ο οποίος μετασχηματιζόμενος και «ως άγγελος φωτός» σπέρνει την ταραχή, τη σκοτεινιά του νου, την υπερηφάνεια. Γι’ αυτό και οι Πατέρες μας μάς λένε ότι με πολλή προσοχή πρέπει να αντιμετωπίζουμε πάντοτε τέτοιες καταστάσεις και να μη τις δίνουμε καμία σημασία. Γιατί όχι μόνο δεν είναι εκ Θεού και συνεπώς σωτήρια, αλλά οδηγούν στην καταστροφή.

Αν θέλουμε χαρά στη ζωή μας πρέπει να συνδεθούμε με τον Χριστό και Αυτόν να βλέπουμε αδιάκοπα. Η πίστη σ’ Αυτόν είναι η σωστή όρασή Του στη ζωή αυτή, όπως το βεβαίωσε ο Ίδιος: «Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες». Κι αυτό ασφαλώς σημαίνει επιμονή και υπομονή στη ζωή της Εκκλησίας που είναι το ζωντανό σώμα Εκείνου. Στην επιμονή και υπομονή αυτή διαπιστώνουμε ότι η χαρά υπάρχει ακόμη και μέσα στις θλίψεις και τις δοκιμασίες, αφού τίποτε δεν υπάρχει που μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού. Όσο ο πιστός ζει την αγάπη του Χριστού, τόσο και θα χαίρεται καρδιακά, προσδοκώντας βεβαίως την πληρότητα της υπέρ φύσιν αυτής χαράς που έρχεται από το μέλλον, από τον «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης» Ιησού Χριστό και την ένδοξη Βασιλεία Του.