18 Αυγούστου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΡΩ

«Ο Όσιος Αρσένιος γεννήθηκε στα Ιωάννινα στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1800 και ονομαζόταν Αθανάσιος. Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και σε ηλικία εννέα ετών μετέβη στις Κυδωνίες της Μικράς Ασίας, όπου σπούδασε στην ονομαστική σχολή της πόλεως έχοντας ως σχολάρχη τον περίφημο διδάσκαλο ιερομόναχο Γρηγόριο Σαράφη. Κατά τα τελευταία έτη της φοιτήσεώς του συνδέθηκε με τον πνευματικό Γέροντα Δανιήλ από τη Ζαγορά του Πηλίου, έναν από τους ονομαστούς πνευματικούς της εποχής εκείνης και έγινε υποτακτικός του.Το έτος 1815 ο Άγιος αναχώρησε για το Άγιον Όρος με τον Γέροντα Δανιήλ και εκεί εκάρη μοναχός. Αργότερα χειροτονήθηκε Διάκονος παρά τις αντιδράσεις του, καθώς δεν θεωρούσε τον εαυτό του άξιο και μετά από εξαετή παραμονή στο Άγιον Όρος ήλθε και πάλι με τον Γέροντά του, στη μονή Πεντέλης στην Αθήνα. Στη συνέχεια μετέβησαν στις Κυκλάδες, όπου ο Όσιος χειροτονήθηκε το 1817 Πρεσβύτερος.

Ο Όσιος Αρσένιος έδρασε κυρίως στην Πάρο και τη Φολέγανδρο, όπου δίδαξε από το 1829 μέχρι το 1840. Μετά την κοίμηση του Γέροντά του Δανιήλ, ο Όσιος ασκήτεψε στη μονή Λογγοβάρδας της Πάρου. Κοιμόταν και έτρωγε ελάχιστα και συνεχώς αγρυπνούσε, προσευχόμενος για τα πνευματικά του τέκνα και τη σωτηρία του κόσμου. Βασική του τροφή ήταν η ανάγνωση των θείων Γραφών και των συγγραμμάτων των Αγίων Πατέρων. Γι’ αυτό και ο Όσιος θεωρούσε τη μικρή του βιβλιοθήκη ως κήπο τερπνότατο και ωραιότατο με αγλαόκαρπα δένδρα, πλήρη από εύχυμους καρπούς.

Ο Όσιος αγαπούσε τους πάντες χωρίς διακρίσεις. Περισσότερο όμως αγαπούσε τους ασθενείς, τους οποίους διακονούσε με μεγάλη προθυμία. Όταν το 1861 κοιμήθηκε ο ηγούμενος της μονής, ευσεβής ιερομόναχος Ηλίας, οι πατέρες εξέλεξαν ηγούμενο και προϊστάμενό τους τον Όσιο Αρσένιο, ο οποίος τους ποίμανε με θεοφιλή και θεάρεστο τρόπο. Λίγα χρόνια αργότερα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί απερίσπαστα με το έργο της ιεράς εξομολογήσεως.

 Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη στις 31 Ιανουαρίου του έτους 1877. Η ανακομιδή των λειψάνων του έγινε το έτος 1938 και εορτάζεται στις 18 Αυγούστου. Τα ιερά λείψανά του φυλάσσονται με ευλάβεια στη Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Πάρου» (Από το ιστολόγιο ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ).

Ο όσιος των νεώτερων χρόνων Αρσένιος ο εν Πάρω, άλλος βεβαίως από τον Μέγα Αρσένιο των παλαιών χρόνων και από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη, (τον ανάδοχο του οσίου Παϊσίου του αγιορείτου), αποτελεί μία εξαιρετική περίπτωση πιστού ανθρώπου που στην εποχή του ζωντάνεψε με μοναδικό τρόπο την οσιακή ζωή των παλαιών μεγάλων αγίων, σε βαθμό που βλέποντάς τον οι σύγχρονοί του ή διαβάζοντας τη ζωή του όλοι οι μετέπειτα μέχρι σήμερα να θεωρούν ότι βλέπουν έναν άγγελο επί της γης. Κι αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι και με τον όσιο Αρσένιο τον Παριανό επιβεβαιώνεται η κεντρική αλήθεια της πίστεώς μας ότι το Πνεύμα του Θεού πνέει σε κάθε εποχή αρκεί να βρει ανθρώπους με καλή διάθεση και με βούληση να ζήσουν τις εντολές του Θεού.

Στο πρόσωπο του αγίου Αρσενίου με άλλα λόγια ψηλαφάμε την παρουσία του ίδιου του Κυρίου, μία δική Του προέκταση όπως το απεκάλυψε απαρχής: «Εγώ είμαι το αμπέλι κι εσείς είστε τα κλήματα». Ήδη το απολυτίκιό του, και όχι μόνο, επισημαίνει την αλήθεια αυτή: «Ζήλεψες ένθεα την άσκηση των οσίων με την ενάρετή σου ζωή κατά τους έσχατους καιρούς, όσιε Αρσένιε. Διότι αφού ασκήθηκες στη νήσο Πάρο ίδια με τους αγγέλους, έλαβες από τον Θεό τη χάρη των θαυμάτων, παρέχοντας σ’ αυτούς που σε τιμούν χάρη και έλεος». «Την αρετή των παλαιών οσίων πατέρων φανέρωσες σαν ζωγραφιά στον εαυτό σου και ακολούθησες τα ίχνη τους, θεόφρον Αρσένιε» (στιχ. μ. εσπ.).

Τι σημαίνει πιο συγκεκριμένα ότι στη ζωή του βλέπουμε τη ζωή των οσίων Αντωνίου του Μεγάλου, Σάββα του ηγιασμένου, Αρσενίου του μεγάλου, οσίου Ποιμένος και των λοιπών μεγάλων αγίων; Τίποτε λιγότερο από ό,τι επισημαίνουμε και σε αυτούς: την πληγωμένη καρδιά τους από την αγάπη και τον έρωτα του Χριστού. Γιατί τι καθιστά έναν άνθρωπο άγιο του Θεού; Η ολοκάρδια στροφή της ύπαρξής του στον Χριστό, η εν αγάπη «κόλληση» της καρδιάς του σ’ Εκείνον μόνον! Αυτό δεν είναι και το ζητούμενο από τον ίδιο τον Κύριο για το αν είναι πράγματι οι πιστοί ακόλουθοί Του ή όχι; «Μείνετε ενωμένοι με Εμένα», προτρέπει. «Αν τηρήσετε τις εντολές μου θα δείξετε την αγάπη σας σ’ εμένα και τον Πατέρα μου και εγώ θα σας φανερωθώ». Απαρχής ο άγιος υμνογράφος σπεύδει να διευκρινίσει τον πυρήνα αυτόν της πίστεως: «Πληγώθηκες, όσιε Αρσένιε, από τον πόθο του Χριστού... κι Αυτόν έφερες στην καρδιά σου μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα» (στιχ. εσπ.). Γι’ αυτό και ο ποιητής βλέπει τον όσιο μίμημα του Χριστού και όλων των Αποστόλων, κατεξοχήν μάλιστα μίμημα του αποστόλου Παύλου που περιέφερε στο σώμα και την ψυχή του τη νέκρωση του Χριστού ως νέκρωση απέναντι στην αμαρτία, συνεπώς ζώντας την ανάστασή Του. «Αφού ντύθηκες, Αρσένιε, τη ζωοπάροχη νέκρωση Χριστού του Θεού μας και Τον μιμήθηκες ως γνήσιος μύστης και μαθητής Του, νέκρωσες ολόκληρο τον εαυτό σου, κι αφού πέθανες ως προς τον (αμαρτωλό) κόσμο βρήκες πράγματι την αγνή και καθαρή εν Χριστώ ζωή» (λιτή).

Μία τέτοια ζωή βεβαίως οδηγεί σε μεγάλη παρρησία ενώπιον του Θεού μας, που σημαίνει ότι ο όσιος διαρκώς πια πρεσβεύει υπέρ ημών που εξακολουθούμε να χειμαζόμαστε στον κόσμο αυτόν. Κι επανειλημμένως ο άγιος υμνογράφος δεν παραλείπει να μας το υπενθυμίζει: «Λύτρωσε, άγιε, όλους αυτούς που πανηγυρίζουμε τη θεία μνήμη σου από τις πολύπλοκες θλίψεις και τις συμφορές» (αίνοι).

17 Αυγούστου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΩΝ

«Ο άγιος έζησε επί Δεκίου αυτοκράτορα και Αντιπάτρου, άρχοντα Αχαϊας. Ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ευσεβής και σεμνός, από έντιμο και πλούσιο γένος, αγαπώμενος από Θεό και ανθρώπους. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Αντίπατρος μπήκε στην Εκκλησία, με σκοπό να συλλάβει και να τιμωρήσει τους χριστιανούς, κι ο άγιος Μύρων, γεμάτος ζήλο Θεού, τον έλεγξε αυστηρά. Γι’  αυτό και ο Αντίπατρος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν και τον χαρακώσουν, και μετά να τον ρίξουν σε αναμμένο καμίνι, (σαν τους αγίους τρεις παίδες), που είχε τόσο πολύ ανάψει, ώστε η φλόγα του να διαχέεται έξω αρκετά. Αλλά το καμίνι δεν προξένησε τίποτε κακό στον άγιο, ενώ κατέκαψε εκατόν πενήντα από τους ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν το μαρτύριό του. Ο άγιος έπειτα, επειδή αναγκάσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα και βεβαίως αρνήθηκε, γδάρθηκε σε λουρίδες από τους ώμους μέχρι τα πόδια. Από αυτές τις λουρίδες πήρε μία ο μακάριος και την πέταξε στο πρόσωπο του ανθυπάτου, γι’  αυτό και δίδεται νέα εντολή  να ξαναξύσουν τις γδαρμένες πια σάρκες του, και μετά να τον ρίξουν στα θηρία. Βλέποντας όμως ο Αντίπατρος ότι από όλα αυτά διατηρήθηκε σώος και απείραστος, τόσο πολύ ντροπιάστηκε, ώστε σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον εαυτό του. Ο δε άγιος, αφού οδηγήθηκε στην Κύζικο και δόθηκε από τον ανθύπατο εκεί να φονευθεί με ξίφος, αποτμήθηκε την κεφαλή και έτσι δέχθηκε το στεφάνι της μαρτυρίας».

Ο υμνογράφος του αγίου, όπως συμβαίνει και με άλλους αγίους που το όνομά τους δίνει την αφορμή, αξιοποιεί και το δικό του όνομα, προκειμένου να δώσει με αισθητικό τρόπο το πνευματικό του στίγμα: «Σαν ευωδιαστό μύρο, αξιοθαύμαστε Μύρων, φάνηκε η θαυμαστή μνήμη σου σ’ αυτούς που σε τιμούν με πόθο, που ευωδιάζει τις καρδιές των πιστών. Κατ’  αυτήν τη μνήμη σου, γέμισε εμάς που πανηγυρίζουμε, από ένθεη ευωδία, με τις πρεσβείες σου». Ευωδία και θεϊκό άρωμα λοιπόν η ζωή του αγίου Μύρωνα. Αυτήν την αίσθηση σκορπά στις καρδιές των πιστών ανθρώπων, οι οποίοι τον τιμούν, όπως είπαμε, με πόθο. Κατά συνέπεια, οι μη πιστοί, όσοι δεν έχουν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις, αδυνατούν να οσφρανθούν την ευωδία της ζωής του αγίου, προφανώς διότι η ευωδία αυτή είναι ευωδία του αγίου Πνεύματος, που επενεργούσε στην κεκαθαρμένη καρδιά του. Και ξέρουμε ότι το άγιον Πνεύμα μπορεί κανείς να το διακρίνει, να το νιώσει και να το «μυρίσει», μόνον όταν και ο ίδιος διακατέχεται από Αυτό. Εν Πνεύματι αγίω αισθάνεται κανείς το άγιον Πνεύμα. Γι’  αυτό και τους αγίους, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε εποχή, τους καταλαβαίνει και τους επισημαίνει ο άνθρωπος που αγωνίζεται με επίγνωση στον πνευματικό δρόμο της Εκκλησίας.

Αυτό που επισημαίνει ο υμνογράφος για τον άγιο Μύρωνα δεν είναι απλώς ένα παιχνίδισμα λέξεων. Μπορεί το όνομά του να τον διευκολύνει στην εξαγγελία της πνευματικής ζωής του αγίου και από πλευράς λογοτεχνικής, όμως στην πραγματικότητα εξαγγέλλει ό,τι ήδη ο απόστολος Παύλος έχει επισημάνει για τη ζωή του αληθινού χριστιανού: η ζωή του αποτελεί ευωδία Χριστού. Κι αυτήν την ευωδία την εισπράττουν ως οσμή ζωής μόνον οι πιστοί στον Χριστό, ενώ οι μη Χριστιανοί  την εισπράττουν ως οσμή θανάτου. Αυτό συμβαίνει διότι το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου λειτουργεί, θα λέγαμε, ως «μετασχηματιστής». Καρδιά που διακατέχεται από το άγιον Πνεύμα, μυρίζει, όπως αναφέραμε παραπάνω, τον αέρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος και συνεπώς χαίρεται, ενώ καρδιά που είναι γεμάτη από τα πάθη του εγωισμού και δέχεται άρα τις επιδράσεις του πονηρού, όχι μόνον δεν καταλαβαίνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος, αλλά και την αλλοιώνει, θεωρώντας την ως κάτι αρνητικό. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις των Φαρισαίων απέναντι στα θαύματα του Χριστού: τα διέστρεφαν, αποδίδοντάς τα στην ενέργεια του Πονηρού. Διότι αυτός κυριαρχούσε μέσα τους - ο άνθρωπος ό,τι έχει, αυτό και βλέπει.

Την αλήθεια αυτή τη βλέπουμε  στο συναξάρι του αγίου και στις ακραίες συνέπειες, από πλευράς αρνητικής: ο άρχων Αντίπατρος, ο βασανιστής του αγίου, λόγω του κακού πνεύματος που τον διακατείχε, δεν «βλέπει» το Πνεύμα του Θεού που ενίσχυε τον άγιο Μύρωνα στα μαρτύριά του. Κι όχι μόνον δεν το «βλέπει», ώστε να οδηγηθεί σε μετάνοια – έτσι λειτουργεί η παρουσία του Θεού στους καλοπροαίρετους ανθρώπους – αλλά τα θαυμαστά που γίνονται, τον δαιμονίζουν περισσότερο. Αποτέλεσμα; Η απώλεια της ζωής του από τα ίδια του τα χέρια. Να μην μπορεί κανείς να ζει, γιατί δεν αντέχει την παρουσία του Θεού. Τι δαιμονικότερο; Θυμίζει την περίπτωση του προδότη μαθητή του Χριστού, Ιούδα: κι εκείνος δεν άντεξε την αγάπη του Διδασκάλου του και κρεμάστηκε. Οι καταστάσεις αυτές είναι βεβαίως περιττό και να πούμε ότι εκφράζουν αυτό που ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος –  πλην των ψυχοπαθολογικών αξιοσυμπάθητων περιπτώσεων – που  η Εκκλησία μας αρνείται την εξόδιο ακολουθία στους αυτόχειρες.

«Ο άγιος έζησε επί Δεκίου αυτοκράτορα και Αντιπάτρου, άρχοντα Αχαϊας. Ήταν πρεσβύτερος της Εκκλησίας, ευσεβής και σεμνός, από έντιμο και πλούσιο γένος, αγαπώμενος από Θεό και ανθρώπους. Κατά την ημέρα των Χριστουγέννων, ο Αντίπατρος μπήκε στην Εκκλησία, με σκοπό να συλλάβει και να τιμωρήσει τους χριστιανούς, κι ο άγιος Μύρων, γεμάτος ζήλο Θεού, τον έλεγξε αυστηρά. Γι’  αυτό και ο Αντίπατρος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν και τον χαρακώσουν, και μετά να τον ρίξουν σε αναμμένο καμίνι, (σαν τους αγίους τρεις παίδες), που είχε τόσο πολύ ανάψει, ώστε η φλόγα του να διαχέεται έξω αρκετά. Αλλά το καμίνι δεν προξένησε τίποτε κακό στον άγιο, ενώ κατέκαψε εκατόν πενήντα από τους ειδωλολάτρες που παρακολουθούσαν το μαρτύριό του. Ο άγιος έπειτα, επειδή αναγκάσθηκε να θυσιάσει στα είδωλα και βεβαίως αρνήθηκε, γδάρθηκε σε λουρίδες από τους ώμους μέχρι τα πόδια. Από αυτές τις λουρίδες πήρε μία ο μακάριος και την πέταξε στο πρόσωπο του ανθυπάτου, γι’  αυτό και δίδεται νέα εντολή  να ξαναξύσουν τις γδαρμένες πια σάρκες του, και μετά να τον ρίξουν στα θηρία. Βλέποντας όμως ο Αντίπατρος ότι από όλα αυτά διατηρήθηκε σώος και απείραστος, τόσο πολύ ντροπιάστηκε, ώστε σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια τον εαυτό του. Ο δε άγιος, αφού οδηγήθηκε στην Κύζικο και δόθηκε από τον ανθύπατο εκεί να φονευθεί με ξίφος, αποτμήθηκε την κεφαλή και έτσι δέχθηκε το στεφάνι της μαρτυρίας».

Ο υμνογράφος του αγίου, όπως συμβαίνει και με άλλους αγίους που το όνομά τους δίνει την αφορμή, αξιοποιεί και το δικό του όνομα, προκειμένου να δώσει με αισθητικό τρόπο το πνευματικό του στίγμα: «Σαν ευωδιαστό μύρο, αξιοθαύμαστε Μύρων, φάνηκε η θαυμαστή μνήμη σου σ’ αυτούς που σε τιμούν με πόθο, που ευωδιάζει τις καρδιές των πιστών. Κατ’  αυτήν τη μνήμη σου, γέμισε εμάς που πανηγυρίζουμε, από ένθεη ευωδία, με τις πρεσβείες σου». Ευωδία και θεϊκό άρωμα λοιπόν η ζωή του αγίου Μύρωνα. Αυτήν την αίσθηση σκορπά στις καρδιές των πιστών ανθρώπων, οι οποίοι τον τιμούν, όπως είπαμε, με πόθο. Κατά συνέπεια, οι μη πιστοί, όσοι δεν έχουν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις, αδυνατούν να οσφρανθούν την ευωδία της ζωής του αγίου, προφανώς διότι η ευωδία αυτή είναι ευωδία του αγίου Πνεύματος, που επενεργούσε στην κεκαθαρμένη καρδιά του. Και ξέρουμε ότι το άγιον Πνεύμα μπορεί κανείς να το διακρίνει, να το νιώσει και να το «μυρίσει», μόνον όταν και ο ίδιος διακατέχεται από Αυτό. Εν Πνεύματι αγίω αισθάνεται κανείς το άγιον Πνεύμα. Γι’  αυτό και τους αγίους, που έτσι κι αλλιώς υπάρχουν σε κάθε εποχή, τους καταλαβαίνει και τους επισημαίνει ο άνθρωπος που αγωνίζεται με επίγνωση στον πνευματικό δρόμο της Εκκλησίας.

Αυτό που επισημαίνει ο υμνογράφος για τον άγιο Μύρωνα δεν είναι απλώς ένα παιχνίδισμα λέξεων. Μπορεί το όνομά του να τον διευκολύνει στην εξαγγελία της πνευματικής ζωής του αγίου και από πλευράς λογοτεχνικής, όμως στην πραγματικότητα εξαγγέλλει ό,τι ήδη ο απόστολος Παύλος έχει επισημάνει για τη ζωή του αληθινού χριστιανού: η ζωή του αποτελεί ευωδία Χριστού. Κι αυτήν την ευωδία την εισπράττουν ως οσμή ζωής μόνον οι πιστοί στον Χριστό, ενώ οι μη Χριστιανοί  την εισπράττουν ως οσμή θανάτου. Αυτό συμβαίνει διότι το περιεχόμενο της καρδιάς του ανθρώπου λειτουργεί, θα λέγαμε, ως «μετασχηματιστής». Καρδιά που διακατέχεται από το άγιον Πνεύμα, μυρίζει, όπως αναφέραμε παραπάνω, τον αέρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος και συνεπώς χαίρεται, ενώ καρδιά που είναι γεμάτη από τα πάθη του εγωισμού και δέχεται άρα τις επιδράσεις του πονηρού, όχι μόνον δεν καταλαβαίνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος, αλλά και την αλλοιώνει, θεωρώντας την ως κάτι αρνητικό. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, τις αντιδράσεις των Φαρισαίων απέναντι στα θαύματα του Χριστού: τα διέστρεφαν, αποδίδοντάς τα στην ενέργεια του Πονηρού. Διότι αυτός κυριαρχούσε μέσα τους - ο άνθρωπος ό,τι έχει, αυτό και βλέπει.

Την αλήθεια αυτή τη βλέπουμε  στο συναξάρι του αγίου και στις ακραίες συνέπειες, από πλευράς αρνητικής: ο άρχων Αντίπατρος, ο βασανιστής του αγίου, λόγω του κακού πνεύματος που τον διακατείχε, δεν «βλέπει» το Πνεύμα του Θεού που ενίσχυε τον άγιο Μύρωνα στα μαρτύριά του. Κι όχι μόνον δεν το «βλέπει», ώστε να οδηγηθεί σε μετάνοια – έτσι λειτουργεί η παρουσία του Θεού στους καλοπροαίρετους ανθρώπους – αλλά τα θαυμαστά που γίνονται, τον δαιμονίζουν περισσότερο. Αποτέλεσμα; Η απώλεια της ζωής του από τα ίδια του τα χέρια. Να μην μπορεί κανείς να ζει, γιατί δεν αντέχει την παρουσία του Θεού. Τι δαιμονικότερο; Θυμίζει την περίπτωση του προδότη μαθητή του Χριστού, Ιούδα: κι εκείνος δεν άντεξε την αγάπη του Διδασκάλου του και κρεμάστηκε. Οι καταστάσεις αυτές είναι βεβαίως περιττό και να πούμε ότι εκφράζουν αυτό που ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει ως βλασφημία του αγίου Πνεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος –  πλην των ψυχοπαθολογικών αξιοσυμπάθητων περιπτώσεων – που  η Εκκλησία μας αρνείται την εξόδιο ακολουθία στους αυτόχειρες.

Ο «ΜΑΓΝΗΤΗΣ» ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ!

Τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει ὅλους τούς χριστιανούς, ἀκόμη καί τούς «ἀσχέτους» καί ἀπομακρυσμένους ἀπό τήν πίστη, νά θεωροῦν τήν Παναγία ὡς τό κατεξοχήν ἀγαπητό πρόσωπο, ἐκεῖνο πού νιώθουν ὅτι τούς τραβᾶ σάν μαγνήτης καί δέν θέλουν νά «ξεκολλήσουν» ἀπ’ αὐτό;

Ὄχι ἀσφαλῶς τό μεγαλεῖο της πού τήν κάνει νά ὑπέρκειται ὅλων τῶν ἄλλων ἁγίων, ἀκόμη δέ καί τῶν ἴδιων τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἀρχαγγέλων - ἕνα τέτοιο μεγαλεῖο τό μόνο πού προκαλεῖ εἶναι ἴσως ὁ φόβος καί ἕνα δέος πού σέ τελική ἀνάλυση μᾶς κάνει νά κλίνουμε γόνυ, γιατί δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀλλιῶς· οὔτε ἐπίσης ἡ «παντοδυναμία» της, ἐκχωρημένη ἀπό τόν Υἱό καί Θεό της, πού βαίνει παράλληλα πρός τήν παραπάνω μεγαλειότητά της καί τό ἀποτέλεσμα στό ὁποῖο ὁδηγεῖ· αὐτό πού «ἔχει» ἡ Παναγία μας καί μᾶς τραβᾶ καί μᾶς ἕλκει εἶναι ἀκριβῶς αὐτό πού συνιστᾶ τήν ἁγιότητά της, δηλαδή ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού καταλαμβάνει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή της – «Κεχαριτωμένη» ἄλλωστε τήν προσφωνεῖ ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ – εἶναι ἡ ἑλκτική δύναμη πού στρέφει καί τόν πιό «δύστροπο» πρός αὐτήν καί τόν κάνει νά νιώθει ἄνετα μαζί της, σάν τό μικρό παιδί πού νιώθει ἄνετα πάντοτε μέ τή μάνα του.

Στήν πραγματικότητα ἡ ἕλξη τῆς χάρης της εἶναι ἕλξη τελικῶς πρός τήν ταπείνωσή της. Γιατί τί εἶναι ἐκεῖνο πού «ἀναγκάζει» τόν Θεό νά προσφέρει τή χάρη Του, δηλαδή τόν ἴδιο τόν Ἑαυτό Του, σ’ ἕνα πλάσμα Του, παρά μόνον τό στοιχεῖο πού ἀφήνει χῶρο γιά τή δική Του ἐγκατοίκηση σ’ αὐτό: τήν ταπείνωση τοῦ πλάσματός Του;  Ὅπου ὁ Θεός ἐπισημαίνει τήν ταπείνωση, ἐκεῖ κλίνει καί τή βούλησή Του, ἐκεῖ βρίσκει «τόπον καταπαύσεώς» Του. «Πρός τίνα ἐπιβλέψω, εἰ μή πρός τόν ταπεινόν καί ἡσύχιον καί ἀκούοντά μου τούς λόγους καί τρέμοντα αὐτούς;» Διαρκῶς ἄλλωστε δέν τονίζει ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, ὅτι «Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν;» Μαγνήτης τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ταπείνωση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, γι’ αὐτό καί θεωρεῖται ἡ ταπείνωση τό μοναδικό ἔδαφος στό ὁποῖο μπορεῖ νά φυτρώσει καί νά ἀναπτυχθεῖ καί ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Ὅπως τό ἔλεγε καί ὁ ἅγιος Γέροντας τοῦ ὁσίου Παϊσίου π. Τύχων: «ὁ Θεός εὐλογεῖ κάθε ἡμέρα τόν κόσμο Του, ὅταν ὅμως βλέπει ταπεινό ἄνθρωπο, τόν εὐλογεῖ καί μέ τά δυό Του χέρια».

Τήν πραγματικότητα αὐτή λοιπόν ἐπισημαίνουμε καί στό πάντιμο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Ἤδη ἀπό τήν ὥρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ της ἐξαγγέλλεται ἐν χάριτι ἀπό τήν ἴδια ὅτι ὁ Θεός «ἐπέβλεψε ἐπί τήν ταπείνωσιν τῆς δούλης Αὐτοῦ». Καί ποιό τό χαρακτηριστικό τῆς ταπείνωσης πού φέρνει τή χάρη τοῦ Θεοῦ; Μά τίποτε ἄλλο ἀπό τήν ἑτοιμότητα τῆς ὑπακοῆς πρός τό ἅγιο θέλημα Ἐκείνου. «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου». Πρόκειται γιά ὅ,τι συνιστᾶ καί τό ἦθος τοῦ σαρκωμένου Θεοῦ μας, ὅπως μᾶς τό ἀποκαλύπτει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Φιλιππησίους ἐπιστολή του: «Τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὅ καί ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐν μορφῂ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμόν ἡγήσατο τό εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ’ ἑαυτόν ἐκένωσεν, μορφήν δούλου λαβών…καί σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος, ἐταπείνωσεν ἑαυτόν, γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δέ σταυροῦ». Στήν Παναγία μας βλέπουμε αὐτήν τήν ὑπακοή πού ἐπέδειξε ὁ Υἱός καί Θεός της, συνεπῶς τήν ἁγία ταπείνωσή Του καί τήν ἅγια χάρη Του.

Κι αὐτό τό ἦθος, τό ἦθος τῆς ταπείνωσης πού ἐκφράζεται ὡς ἀπόλυτη ὑπακοή στό ἅγιο θέλημα τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἐκεῖνο πού δείχνει τό πῶς πράγματι τιμᾶται ἡ Παναγία στίς ἑορτές της, κατεξοχήν δέ στήν Κοίμησή της. Καλά τά ἐγκώμια καί ὅλες οἱ ἄλλες δοξολογικές φωνές ἀπέναντί της, ἀλλά ἄν δέν καταλήγουν στήν ἀκολουθία τοῦ ἤθους της, στό μαρτυρικό φρόνημα τῆς ταπείνωσής της, μᾶλλον δέν ἔχουν καμία σημασία πνευματική γιά ἐμᾶς. Γιατί μοιάζουν μᾶλλον μ’ αὐτό πού ἐπεσήμαναν οἱ προφῆτες, κυρίως δέ ὁ μέγας Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος γινόταν τό στόμα τοῦ Θεοῦ γιά νά λέει: «Ὁ λαός αὐτός μέ τό στόμα μέ τιμᾶ, ἐνῶ ἡ καρδιά του πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀποστρέφω τό πρόσωπό μου ἀπ’ αὐτούς».

14 Αυγούστου 2023

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΗ ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΕΠΙ ΤΗι ΕΟΡΤΗι ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ 2023

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Κκ  Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΛΑΟΝ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

Τέκνα μου ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά καί περιπόθητα,

Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν ἱεράν μνήμην τῆς πανενδόξου Κοιμήσεως καί θαυμαστῆς Μεταστάσεως τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί Ἀειπαρθένου Μαρίας. «Σήμερον ὁ τῆς ζωῆς θησαυρός (ἡ Παναγία) θανάτῳ ζωηφόρῳ καλύπτεται, εἰ καί θάνατον προσαγορεῦσαι τήν ταύτης ζωτικήν μεταβίωσιν». Πρόκειται γιά τήν κορωνίδα τῶν Θεομητορικῶν Ἑορτῶν, πού ἡ Ἐκκλησία τήν χαρακτηρίζει, ὡς τό δεύτερο καί μικρό Πάσχα. Στό Κοντάκιο τῆς Ἑορτῆς ψάλλουμε: «Τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησε (τήν Μητέρα τῆς Ζωῆς), ἀλλά πρός τήν ζωήν μετέστησε, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον.

Ἡ Παναγία μᾶς ἐχάρισε τό Πρόσωπο τοῦ Λυτρωτοῦ καί Σωτῆρος, πού συνέτριψε τήν κεφαλή τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, τοῦ Σατανᾶ καί ἑπομένως εἶναι ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ἡ Πύλη ἡ κατά ἀνατολάς ἡ κεκλεισμένη, ἡ Ράβδος Ἀαρών ἡ βλαστήσασα. Συνολικά εἶναι ἡ ἀνακεφαλαίωση ὁλοκλήρου τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας, ἀπ’ ὅπου  προῆλθε ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Ὁδηγήτρια, πού μᾶς ὁδηγεῖ στόν Χριστό, στή σωτηρία τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν.

Αὐτή τήν σωτηρία μᾶς τήν προσφέρει μέσα ἀπό συγκεκριμένα θαυματουργά γεγονότα, πού καθιστοῦν αἰσθητή τήν παρουσία της καί ἔτσι μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀποδοχή τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Τό μυστήριο τῆς Παναγίας μᾶς παραπέμπει στό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή στό Θεανθρώπινο Σῶμα τοῦ Κυρίου, ὅπου καί βρίσκουμε τήν σωτηρία μας, ἐφ’ ὅσον μπολιασθοῦμε στή ζωή τοῦ Ἀναστηθέντος Κυρίου. Γι’ αὐτό καί ἡ Παναγία εἶναι πρόξενος τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου.

Ἔτσι ἐξηγεῖται, γιατί ὅλοι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν ἀρχή μέ ἐπικεφαλῆς τούς Ἁγίους Ἀποστόλους, πού ἦσαν «προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδόν τῇ προσευχῇ καί τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου» εἶχαν στό κέντρο τῆς συνάξεώς τους τήν Παναγία Θεοτόκο. Οἱ ἐνέργειες τῆς Παναγίας γιά τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔγιναν ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γι’ αὐτό καί στή λειτουργική παρουσία τοῦ Κυρίου συναντᾶμε τήν ἀνακεφαλαίωση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἡ Ἁγία Γραφή ἀναφέρει γιά τήν Παναγία ὅτι ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ἐν Χριστῷ Θεία Οἰκονομία καί σωτηρία.

Ἡ Θεοτόκος μέ τήν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ «εἰσήγαγε τόν πρωτότοκον εἰς τήν οἰκουμένην» καί ἔγινε ἡ Μητέρα τῆς θεανθρώπινης ζωῆς τοῦ Θεοῦ, πού διαπότισε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Τό μυστήριο τῆς Παναγίας προσεγγίζεται, ἑρμηνεύεται καί κατανοεῖται μόνον χριστολογικά. Ὁ Κύριος, ὡς «Θεός σεσαρκωμένος καί ἐνανθρωπήσας» προσδίδει στήν Παναγία τό ὄνομα Θεοτόκος, πού «ἅπαν τό μυστήριον τῆς οἰκονομίας συνίστησιν» (Ἰω. Δαμασκηνός). Καί «εἰ τίς οὐ Θεοτόκον ὁμολογεῖ τήν Ἁγίαν Παρθένον χωρίς ἐστι τῆς Θεότητος» (Γρηγόριος Θεολόγος).

Ἡ μετοχή τῆς Παναγίας στήν ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι τόση καί τέτοια, ὥστε ὅ,τι συμβαίνει στόν Χριστό νά συμβαίνει τό ἴδιο καί στήν Παναγία. Ἡ Παναγία κατά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἔχει «ἐνυποστασιασθῆ» στόν Χριστό, ἔχει δηλαδή «χριστοποιηθεῖ». Ζεῖ κυριολεκτικά «οὐκέτι ἐν ἑαυτῇ, ζῆ δέ ἐν αὐτῇ ὁ Χριστός». Τό Πρόσωπο καί ἡ ζωή τῆς Παναγίας παραπέμπει στόν Θεό Πατέρα, πού μᾶς τόν ἐγνώρισε ὁ Χριστός μέ τήν Σάρκωσή Του. «Ἔζης γάρ οὐ σεαυτή· οὐ γάρ σεαυτῆς ἕνεκα γεγέννησαι· ὅθεν ἔζης Θεῶ, δι’ ὅν εἰς τόν βίον ἐλήλυθας· ὅπως τῇ παγκοσμίῳ ἐξυπηρετήσης σωτηρία, ὅπως ἡ ἀρχαία βουλή τοῦ Θεοῦ τῆς τοῦ Λόγου Σαρκώσεως καί τῆς ἡμῶν θεώσεως διά σοῦ πληρωθῆ» (Ἰω. Δαμασκηνός).

Ἡ Ἐκκλησία ἀναγνωρίζει στήν Παναγία τό μοναδικό ἐκεῖνο κτίσμα, πού ἐξεπλήρωσε στήν ὕπαρξή της τόν ὕψιστο προορισμό, πού εἶχε θέσει ὁ Θεός στήν κτίση καί ἰδιαίτερα στόν ἄνθρωπο. Στήν Παναγία ἔχουμε τήν πληρέστερη δυνατή ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τοῦ κτίσματος μέ τόν Κτίστη καί Δημιουργό. Στή διαδρομή τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας ὁ Θεός μέ μεγάλη ὑπομονή ψάχνει γιά νά βρεῖ τό μοναδικό ἐκεῖνο πρόσωπο, πού θά δεχθεῖ τήν κλήση τοῦ Θεοῦ γιά συνεργία στό ἔργο τῆς Θείας Οἰκονομίας.

Ἡ Παναγία εἶναι «τό πλήρωμα τοῦ χρόνου», πού μέ τήν ἑκούσια ἀπάντησή της στόν Θεό καί τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου γένοιτο μοί κατά τό ρῆμά σου» ταυτίζει μέ τό πλήρωμα τῆς ἀγάπης καί τῆς ὑπακοῆς τήν ἐλευθερία της μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σ’ αὐτή τήν ἀπάντηση τῆς Παναγίας ἀνακαλύπτουμε τήν σωστική λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου, πού ἐκφράζεται καί βρίσκεται στήν ἀλληλοπεριχώρηση τῆς ὑπάρξεώς του μέ τήν ζωή τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ.

Ἡ «κατά φύσιν» ζωή τῆς Παναγίας σέ ὅλες τίς ψυχοσωματικές της διαστάσεις ἑνώθηκε μέ τήν ζωή τοῦ Σαρκωθέντος Κυρίου. Ἡ μητρότητα τῆς Παρθένου Μαρίας διαθέτει μίαν σπουδαιότητα, πού ὅμως δέν ἐξαντλεῖται στό γεγονός τῆς φυσικῆς γεννήσεως. Ἔχει καί τήν πνευματική της ὄψη, γιατί μιά μητέρα δέν δανείζει στό παιδί της μόνο τό σῶμα, ἀλλά οἰκοδομεῖ ὁλόκληρη τήν ψυχοσωματική του ὕπαρξη. Ἡ Ἐκκλησία, μᾶς λέγει ὅτι ὁ Χριστός προσέλαβε ἀπό τήν Παναγία «σάρκα ἐμψυχωμένην ψυχή λογική τε καί νοερά». Ὁ Κύριος προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση στό σύνολο τῶν ψυχικῶν καί σωματικῶν ἐνεργειῶν.

Ἡ Παναγία ἐταύτισε τήν ὕπαρξη, τήν ζωή της μέ τήν ἄκτιστη ζωή τοῦ Θεοῦ Δημιουργοῦ. Γι’ αὐτό καί κάθε κτίσμα βρίσκει στό Πρόσωπο τῆς Παναγίας τήν πύλη τῆς ὄντως ζωῆς, τό πλήρωμα, τό γέμισμα, τήν ὁλοκλήρωση καί τήν τελείωση τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καί ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία του μέ τόν Θεό ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Θεοτόκος «οὐ μόνον διά τήν φύσιν τοῦ Θεοῦ-Λόγου, ἀλλά καί διά τήν θέωσιν τοῦ ἀνθρώπου». Γι’ αὐτό καί ἡ Παναγία εἶναι τό σπουδαιότερο δῶρο, πού ἐχάρισεν ὁ Θεός στόν κόσμο. Καί ἀπό τήν πλευρά ὅμως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό ὕψιστον δῶρο, πού προσέφερε ὁ ἄνθρωπος στόν Σαρκωθέντα Κύριο. Ἡ ὁλοκλήρωση καί τελείωση τῆς εἰκόνος τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τῆς Παναγίας σημαίνει ὅτι πραγματοποιεῖ τόν προορισμό της ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ ἄνθρωπος, ὡς «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» δημιουργηθείς, ἔλαβε ἀπό τόν Θεό τήν δυνατότητα νά συμπεριλάβει στήν ὕπαρξή του ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Οὐ γάρ ἐν μέρει τῆς φύσεως ἡ εἰκών, ἀλλ’ ἐφ’ ἅπαν τό γένος ἡ τοιαύτη διήκει δύναμις». Ὁ τεμαχισμός τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, πού τόν διαπιστώνουμε καθημερινά στή ζωή μας, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἁμαρτίας, πού ἐφυλάκισε τόν ἄνθρωπο στό ἀτομικό ἐγώ του καί τόν ἀποξένωσε ἀπό τήν κοινωνία καί τήν ἑνότητά του μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους.

Ἡ καθολική ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως διαφαίνεται ἀκόμη καί ἀπό τήν συνέχεια τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, πού στό πρόσωπο τοῦ Ἀδάμ καί τῆς Εὔας συμπαρέσυρε στή φθορά καί τόν θάνατο ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος. Αὐτή τήν ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως δέν μπορεῖ οὔτε καί ἡ ἁμαρτία νά τήν ἀναχαιτίσει, μόνο πού τήν συνεχίζει στά ἀρνητικά καί καταστρεπτικά της ἀποτελέσματα.

Στό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου μποροῦμε νά προσεγγίσουμε κατά τόν καλύτερο τρόπο τήν καθολική ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ὁ Κύριος στό Πρόσωπό Του «ἀνακεφαλαίωσε» τά πάντα, «τά ἐπί τοῖς οὐρανοῖς καί τά ἐπί τῆς γῆς ἐν αὐτῷ» (Ἐφεσ. α΄ 10). Αὐτή τήν ἀλήθεια ἀναπτύσσει ὁ Ἀπ. Παῦλος σέ ὅλες τίς ἐπιστολές του, ἀλλά ἰδιαίτερα ἀναφέρει στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τά ἑξῆς: «Ὥσπερ διά τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνός ἀνθρώπου ἁμαρτωλοί κατεστάθησαν οἱ πολλοί, οὕτω καί διά τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνός δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί» (Ρωμ. Ε΄ 19).

Τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀλήθεια βλέπουμε καί στήν Παναγία, γι’ αὐτό καί εἶναι ἡ κοινή μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Παναγία κατά τούς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ εἰκόνα ὁλοκλήρου τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ μεσιτεία της εἶναι γεμάτη στοργή καί ἀγάπη γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους χωρίς καμιάν ἐξαίρεση. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει δώσει στήν Παναγία τήν θέση πού τῆς ἁρμόζει, στό ἱερό τοῦ Ναοῦ. Βρίσκεται στήν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ. Δηλαδή ἀνάμεσα στόν οὐρανό, πού εἶναι ὁ θρόνος τοῦ Θεοῦ καί στή γῆ, πού εἶναι ὁ χῶρος τῶν ζώντων πιστῶν. Ἡ ἐκ μέρους τῆς Παναγίας ἐκπλήρωση τοῦ ἀνθρωπίνου προορισμοῦ καταφαίνεται καί ἀπό τόν σύνδεσμο ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέ τό Πρόσωπό της.

Ἡ Ἐνανθρώπηση τοῦ Κυρίου ἔπρεπε νά πραγματοποιηθεῖ μετά ἀπό τήν ἐλεύθερη συγκατάθεση καί ἀποδοχή της ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνει ἀποδεκτή σέ μιά κοινωνία ἐμπιστοσύνης, ὑπακοῆς καί ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός «τῆς ὑπομονῆς καί τῆς παρακλήσεως» ἀναζητοῦσε σέ ὅλη τήν περίοδο τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας τό κατάλληλο πρόσωπο, πού θά ἐκπροσωποῦσε ὅλους τούς ἀνθρώπους καί θά ἀποδεχόταν τήν ἔλευση τοῦ Μεσσίου προσφέροντας μάλιστα τήν «ἀνθρώπινη σάρκα» στόν Θεό Λόγο.

Ἡ Παρθένος Μαρία ἦταν ἐκείνη, πού ἑτοιμάστηκε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπό τήν καθαρή καί παρθενική φύση της νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Ἐνανθρωπήσαντος Κυρίου. Ἡ Παναγία ἐκπροσωπεῖ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος στήν ἀποδοχή καί τήν συνεργία τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Ἡ Παναγία ἀντιπροσωπεύει τό «πεπτωκός» ἀνθρώπινο γένος τοῦ παλαιοῦ Ἀδάμ, ἀλλά συγχρόνως μέ τό μυστήριο τῆς Σαρκώσεως τοῦ Χριστοῦ ἀρχίζει καί μιά νέα δημιουργία.

Ἡ Παναγία δέχθηκε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί σ’ αὐτό συνετέλεσε πολύ ἡ προσωπική της ἁγιότητα καί καθαρότητα. Τό μυστήριο τῆς Παναγίας ἀρχίζει ἀπό τήν πλήρη ἀφιέρωσή της στόν Θεό καί τόν πνευματικό ἀγώνα κατά τῆς ἁμαρτίας καί μάλιστα σ’ ἕνα ἀπαράδεκτο καί ἀρνητικό περιβάλλον, ὅπως ἦταν ἡ κωμόπολη τῆς Ναζαρέτ. Ἐδῶ φαίνεται καθαρά, πώς οἱ θεουργικές δυνάμεις τοῦ «κατ’ εἰκόνα Θεοῦ» πλασθέντος ἀνθρώπου διαθέτουν τόν ἐσωτερικό δυναμισμό, πού μπορεῖ νά μεταλλάξει σέ καλό δρόμο καί τό χειρότερο κοινωνικό περιβάλλον.

Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἀκολουθεῖ αὐτό τό ὑπόδειγμα τῆς Παναγίας, τότε ὁ πνευματικός δυναμισμός καί ἐξοπλισμός του ἀδυνατεῖ καί ὑποτάσσεται στήν τραγική καί δαιμονική κατάσταση τοῦ περιβάλλοντος. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ Κεχαριτωμένη, «ὅτι εὗρε χάριν παρά Θεοῦ» γιά νά γίνει Μητέρα τοῦ Σαρκωθέντος Θεοῦ Λόγου. Ἡ εἰδική ὅμως πληρότητα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτεται στήν Παναγία, ὅταν φθάνει στό σημεῖο νά ἀποδέχεται πρώτη ἀπό ὅλα τά κτίσματα τήν σωτηρία τοῦ θυσιασθέντος Υἱοῦ καί Θεοῦ της.

Ἡ μετοχή τῆς Παναγίας σ’ αὐτή τήν σωτηρία δέν εἶναι μόνο ἡ ρομφαία, πού πέρασε καί ἐτραυμάτισε τήν μητρική καρδιά της. Ἔχουμε ὅμως καί τήν πλήρη ἀποδοχή τῆς σωτηρίας, πού τήν ὁδήγησε στήν «κατά χάριν» θέωσή της ἀπό αὐτόν ἀκόμη τόν παρόντα κόσμο. Τό μυστήριο τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Κυρίου, ὅπου μέ τήν συμμετοχή της συνείργησε ἡ Παναγία, ἦταν καί γι’ αὐτήν τό μυστήριο τῆς προσωπικῆς ὑπάρξεώς της. Βέβαια ἡ κατάσταση τῆς ὑπάρξεώς της ἦταν ξεχωριστή καί μοναδική. Γι’ αὐτό καί ἡ παρθενική της καθαρότητα ἐστόλισε τήν ζωή της, πού ἦταν ἀφιερωμένη καί παραδομένη στό θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Παναγία ζοῦσε γιά τόν Θεό καί ὄχι ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό της. Ἡ Ἀειπαρθενία τῆς Θεοτόκου ἀναφερόταν καί στόν νοῦν καί τήν ψυχή καί τό σῶμα της. Ἡ Ἐκκλησία μας θεωρεῖ τήν Παναγία σέ μιά κατάσταση πληρότητος καί τελειότητος καί τήν βλέπει πάντα ἀχώριστα ἑνωμένη μέ τόν «Υἱόν καί Θεόν» της «καθήμενον ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καί Πατρός». Ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλουσα ὁμολογεῖ:

«Τάφος καί νέκρωσις οὐκ ἐκράτησεν· ὡς γάρ ζωῆς μητέρα πρός τήν ζωήν μετέστησεν, ὁ μήτραν οἰκήσας ἀειπάρθενον» (Κοντάκιο Κοιμήσεως). Ἡ Παναγία εἶναι μιά ζῶσα μετοχή στή μεσιτική ἰδιότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί στή λυτρωτική καί σώζουσα ἀγάπη Του. Ἡ Θεοτόκος εἶναι ἡ πραγματική κοινή Μητέρα ὅλων τῶν ἀνθρώπων, γιατί ἡ οὐσία τῆς μητρότητός της εἶναι ἡ πλήρης ταύτισή της μέ τόν Θεάνθρωπο Κύριο.

Ἡ Παναγία μᾶς ἔδειξε πώς ὁ ἄνθρωπος ἐρχόμενος στόν κόσμο δέν ζεῖ ἀποκλειστικά γιά τόν ἑαυτό του, ἀλλά γιά τόν Θεό. Ἔτσι πραγματοποιώντας τόν προορισμό του νά μπορεῖ νά φανερώσει μέσα ἀπό τήν ὕπαρξή του τήν παρουσία τῆς «εἰκόνος τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» πού εἶναι ὁ Χριστός. Πρόκειται γιά βασική καί θεμελιώδη ἀλήθεια τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας. Ἀπό αὐτή τήν ἀλήθεια ξεκινάει καί ὁ Ἄπ. Παῦλος στό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα, ὅταν στόν στίχο 4 γράφει στούς Φιλιππησίους: «Μή τά ἑαυτῶν ἕκαστος σκοπεῖτε, ἀλλά καί τά ἑτέρων ἕκαστος» γιά νά μᾶς παραπέμψει στό Πρόσωπο τοῦ Κυρίου.

Ὅσα ἀναφέρει ὁ Ἄπ. Παῦλος γιά τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ ἀνάγονται καί διοχετεύονται κατ’ ἐξοχήν στό Πρόσωπο τῆς Παναγίας, πού εἶχε ταυτίσει καί ἐμπιστευθεῖ τήν ὕπαρξή της στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ Παναγία δέχθηκε μέσα της τό φρόνημα τοῦ Χριστοῦ, ἔθεσε σέ θαυμαστή λειτουργία ὅλα τά θεία χαρίσματα τῆς ὑπάρξεώς της. Ὅλες οἱ ἀρετές τῆς Παναγίας δέν ἦσαν ἀποκλειστικό κατόρθωμα τοῦ ἐαυτοῦ της, ἀλλά ἡ φανέρωση τῆς ἐπενεργούσης θείας Χάριτος. Ὁ ἱερός Δαμασκηνός τονίζει χαρακτηριστικά: «Ὄντως εὖρες χάριν, ἡ ἀξία τῆς χάριτος· εὖρες χάριν ἡ τούς πόνους τῆς χάριτος γεωργήσασα· ἡ σώαν τήν ὀλκάδα τῆς διπλῆς παρθενίας τηρήσασα καί τήν ψυχήν γάρ παρθένον ἐτήρησεν οὐ τοῦ σώματος ἔλαττον· ὅθεν καί ἡ τοῦ σώματος παρθενία τετήρητο». Αὐτῆς πρεσβεῖαις οἱ πάντες ἐλεηθῶμεν.

Χρόνια πολλά καί εὐλογημένα!

Ο  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ  ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας - το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της «Κεχαριτωμένης» και της «ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί». Το τέλος της αυτό δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω», αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο «μιμήθηκες τον Δημιουργό σου και Υιό, γι’ αυτό και υποκύπτεις υπερφυσικά στους νόμους της φύσεως». Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: «το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε» - κηδεύσατε το σώμα μου, όπως εγώ θα το σχηματίσω στην κλίνη.

2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου  αποκαλύπτει και το βάθος. Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: «Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν». Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου! Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: «μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή». Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα «ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου» για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. «Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα». «Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα». Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. «Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην κρίσιμη  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρομερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.

4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. «Ω, του παραδόξου θαύματος» κραυγάζει. «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!» Και δικαιολογημένα: «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.

Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και «ζωής ηξιώθημεν», έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι «αναστάσεως τύπον εκλάμπει», όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το «Πάσχα του καλοκαιριού».

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. «Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον». Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.

Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία, έστω και μετά την Κοίμησή της! Το μυστήριο της συνεχιζόμενης αδιάκοπα στον κόσμο παρουσίας της, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Όπως το ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε». Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει (στα κείμενα που μας διέσωσε ο μαθητής και υποτακτικός του όσιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ) ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία τού είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: «Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ». Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο όσιος Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;

5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ

 

«Μενοῦν γε∙ μακάριοι οἱ ἀκούοντες τον λόγον τοῦ Θεοῦ και φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).

Είναι η απάντηση του Κυρίου απέναντι στο  ξέσπασμα μίας απλής γυναίκας μπροστά στο θάμβος που ζούσε από την παρουσία Του και τη διδασκαλία Του. «Ευλογημένη και μακάρια αυτή που σε γέννησε και σε βύζαξε». Ποιος αλήθεια μεγαλύτερος έπαινος υπάρχει για τον άνθρωπο που  θεωρείται ευεργεσία για τους συνανθρώπους του από την αναφορά στη μάνα του; Αν εμείς συχνά νιώθουμε το ίδιο, να μακαρίσουμε τη μάνα ενός ανθρώπου, επειδή βρίσκεται στον κόσμο ως πράγματι κόσμημα – η παρουσία του καταξιώνει ίσως το ανθρώπινο γένος είτε λόγω των χαρισμάτων του που τα καταθέτει προς χάριν του κοινωνικού συνόλου είτε λόγω της ψυχικής του καθαρότητας που τον κάνει να λειτουργεί ως ευωδία κυριολεκτικά ουράνια – πόσο περισσότερο ίσχυε τούτο την εποχή που ήλθε ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος; Ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε όλους, κατά τον λόγο της Γραφής, οπότε ο δοξαστικός λόγος της γυναίκας για τη Μάνα Του, («χαρά στη Μάνα που σε γέννησε»), πρέπει να θεωρηθεί ως η λογικότερη αλλά και η πιο χαρισματική αποτίμηση που Του έγινε ποτέ – μακάρισαν εξαιτίας Του Αυτήν που Τον έφερε ως άνθρωπο στον κόσμο!

Και ο Κύριος, ο ενανθρωπήσας Θεός, πώς αντέδρασε; Τι είπε; Δεν αντιπαρήλθε τον έπαινο, δεν τον αποσιώπησε, δεν αδιαφόρησε, δεν αντέδρασε αρνητικά, όπως έκανε συνήθως όταν ο επαινετικός λόγος αναφερόταν αμέσως σ’ Εκείνον – αρνιόταν τους δοξαστικούς λόγους, τους απαγόρευε, έφευγε. Τον λόγο όμως για τη Μάνα Του τον επιβεβαίωσε και μάλιστα με τρόπο κατεξοχήν επιτατικό. Όχι μόνον ισχύει αυτό που λες, αλλά πολύ περισσότερο! «Μενοῦν γε!» Οπωσδήποτε. Βεβαιότατα. Κατά την απόδοση του μεγάλου και σοφού μακαριστού ιεράρχη Διονυσίου (Ψαριανού), Μητροπολίτου Κοζάνης: «Χαρά και τρισχαρά της!» Διότι κατά τρόπο ευνόητο τέτοια Κόρη με τέτοια καθαρότητα ψυχής, τέτοια ταπείνωση και αγάπη, τέτοια ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Θεού πουθενά δεν υπήρξε στον κόσμο ούτε θα βρισκόταν και στο μέλλον. «Όταν ήλθε ο κατάλληλος καιρός – σημειώνει ο απόστολος Παύλος θεόπνευστα – έστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα». Τη γυναίκα αυτή, την Παναγία Κόρη της Ναζαρέτ, πρόσμεναν όλοι οι αιώνες. Σ’ αυτήν μόνον εκπληρώθηκαν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα εκείνη του Πρωτευαγγελίου μετά την πτώση των προπατόρων: «ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον όφι-διάβολο». Κι ήταν η αλήθεια: στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εκπληρώθηκε το Πρωτευαγγέλιο.

Κι ο εν συνεχεία λόγος του Κυρίου έρχεται και επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα. «Μακάριοι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούνε στη ζωή τους». Η Μάνα Του δηλαδή δεν μακαρίζεται γιατί απλώς επιλέχθηκε για να γίνει η γέφυρα που θα έφερνε τον Θεό στον κόσμο. Μακαρίζεται γιατί ήταν προσανατολισμένη ήδη από τα γεννοφάσκια της στον λόγο του Θεού, στην αγάπη Εκείνου, στην υπακοή του αγίου θελήματός Του, όπως είπαμε και παραπάνω. Η Μαριάμ, η οποία βρέθηκε ήδη τριετής μέσα στα Άγια των Αγίων του Ναού, ζούσε ως άγγελος του Ουρανού, με απόλυτη προτεραιότητα της ζωής της τον ίδιο τον Θεό – το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ισχύος» ήταν το καθοδηγητικό στοιχείο που την συνείχε. Πώς λοιπόν να μη σαρκώσει τον Θεό ως άνθρωπο, όταν Εκείνος βρήκε στο πρόσωπό της το κατοικητήριο που αναζητούσε; «Θα κατοικήσω σ’ αυτούς και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους, και θα είναι αυτοί λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός τους» ήταν η υπόσχεσή Του και η μικρή Μαρία υπήρξε το «έδαφος» εκπληρώσεώς της – η θεοκοινωνία ήταν θα λέγαμε προδιαγεγραμμένη.

Κι αυτός ο προσανατολισμός κι αυτή η αγάπη προς τον Θεό δεν ήταν για ένα διάστημα. Απαρχής μέχρι τέλους της ζωής της η Θεοτόκος ήταν ένα «ναι» προς τον Υιό και Θεό της, που σημαίνει ότι ο μακαρισμός Του προς την Παναγία Μάνα Του έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος – μία βάτος καιομένη και μη κατακαιομένη ήταν η καρδιά της από τη χάρη του Θεού. Και μαζί μ’ Εκείνον ο μακαρισμός της θα επαναλαμβανόταν από την καρδιά και τα χείλη κάθε πιστού μέλους Του, από τότε έως της συντελείας του αιώνος και επέκεινα. Εν πνεύματι το προφήτεψε και η Ίδια: «Ιδού από του νυν θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές των ανθρώπων». Δεν υπάρχει χριστιανός που να χαρακτηρίζεται έτσι και η στάση του απέναντι στην Παναγία να είναι στάση διαφορετική από ό,τι του Ίδιου του Θεού.

Η επιτατική επιβεβαίωση του μακαρισμού της απλής γυναίκας από τον Κύριο για την Παναγία Μητέρα Του λειτουργεί ως φως κατευθυντήριο και για κάθε πιστό: ξέρουμε πως η ακρόαση και η μελέτη του λόγου του Θεού που καταλήγει σε εφαρμογή και πράξη ζωής φέρνει πλούσια τη χάρη του Θεού – ο Θεός μας επαινεί και αναπαύεται στην καρδιά και όλη την ύπαρξή μας. Και δεν γίνεται διαφορετικά, αφού ο Ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι μέσα στον λόγο Του και τις εντολές Του περικλείεται τελικώς η παντοδύναμη ενέργειά Του. Η Εκκλησία μας επιμένει σε κάθε εορτή της Θεοτόκου, πολύ περισσότερο στη μεγαλύτερη εξ όλων, την Κοίμησή της, να μας υπενθυμίζει την αλήθεια αυτή. Γιατί ενδιαφέρεται όχι απλώς να δοξολογούμε την Παναγία, αλλά να γινόμαστε κι εμείς μικρές Παναγίες, γεγονός που συνιστά τη σπουδαιότερη δοξολόγησή Της.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 

   Η αγία εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι πολυπρόσωπη. Δύο όμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στην όλη παράσταση: Ο Χριστός και η Παναγία. Ο Χριστός μας με το ηγεμονικό Του παράστημα που κρατεί την ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του, βρέφος φασκιωμένο, και το λιπόσαρκο σκήνωμα της Παναγίας.

   «Στην εικόνα δεσπόζει το νεκρικό κρεβάτι, στολισμένο με πλούσια ποδέα, όπου αναπαύεται η Παναγία με τα χέρια σταυρωμένα. Μπροστά στερεωμένο σε ένα απλό κηροπήγιο καίει ένα χοντρό κερί. Πίσω από το νεκρικό κρεβάτι και στη μέση ακριβώς στέκει ο Χριστός με το σώμα σε περίεργη στροφή προς τα δεξιά, προς την κεφαλή της Μητέρας Του. Στα χέρια Του απλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, κρατεί την ψυχή της, που έχει τη μορφή φασκιωμένου μωρού με τα χέρια σταυρωμένα. Τον τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ’ αυτή είναι ζωγραφισμένοι στην κορυφή ένα εξαπτέρυγο και σε μονοχρωμία τέσσερεις άγγελοι που πλαισιώνουν το Χριστό με χειρονομίες και έκφραση λύπης στα πρόσωπά τους... Πάνω ακριβώς από το Χριστό στην κορυφή του τόξου της εικόνας έχουν ανοίξει οι πύλες του ουρανού και φαίνονται δύο άγγελοι, πάλι σε μονοχρωμία, να σκύβουν με σκεπασμένα χέρια για να πάρουν με τη σειρά τους την ψυχή της. Στην κεφαλή και στα πόδια του νεκρικού κρεβατιού είναι μαζεμένοι οι δώδεκα απόστολοι με εκφράσεις, στάσεις και χειρονομίες που δείχνουν βαθειά λύπη. Ο Πέτρος θυμιατίζει στην κεφαλή της Παναγίας, ο δε Απόστολος Παύλος και ο Θεολόγος Ιωάννης σκύβουν στα πόδια της και την ασπάζονται. Πιο πίσω είναι τρεις ιεράρχες με ανοιχτά βιβλία και στα αριστερά, στο βάθος, θρηνούν τρεις γυναίκες. Τη σύνθεση κλείνουν στο βάθος, πίσω από τις ομάδες των μαθητών, δύο συμβατικά αρχαιόπρεπα κτήρια. Ανάμεσα σ’ αυτά διαβάζεται η επιγραφή Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ». Οι τέσσερεις (εικονίζονται οι τρεις) Ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση, ήταν: ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Τιμόθεος. Ο Ιερόθεος δεν εικονίζεται.

   Σε κάποιες εικόνες βλέπουμε στη δεξιά άκρη του σπιτιού τον Ιωάννη το Δαμασκηνό που βαστά χαρτί (πάπυρο) με τα εξής λόγια: «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο οὐράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα καὶ παρέστηκας...» Και στα αριστερά τον άγιο Κοσμά τον ποιητή κρατώντας άλλο χαρτί που λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, ἄλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε…»

   Σ’ όλα τα πρόσωπα διακρίνεται η θλίψη, ανάμικτη όμως με τη γλυκιά ελπίδα. Είναι η «χαρμολύπην», το «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα των πιστών που ζουν με την προσμονή της ανάστασης. Τούτο βλέπουμε και στα τροπάρια της εορτής, που άλλοτε τονίζουν τον τρόμο και το δέος των Αποστόλων, τους οποίους παρουσιάζουν να δακρύζουν και άλλοτε τονίζουν τη χαρά τους, που την εκδηλώνουν με ψαλμούς και ύμνους. Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα «Ὅτε ἡ μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ηὐτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμω ἐώρων σε» (Στιχηρό ιδιόμελο όρθρου). «...Καὶ τὸ ζωαρχικὸν καὶ θεοδόχον σου σῶμα κηδεύσαντες ἔχαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικό αποστίχων Εσπερινού).

   Σε μερικές εικόνες εικονίζονται στον ουρανό σύννεφα, που μετέφεραν τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ. Σε πολλές εικόνες της Κοίμησης ζωγραφίζεται και το επεισόδιο του αγγέλου και κόβει με το ξίφος του τα χέρια του Ιεφονία. (Πρόκειται για εκείνο τον Εβραίο που αποπειράθηκε να ρίξει στο έδαφος το λείψανο της Θεοτόκου).