Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29 Μαρτίου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΡΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΡΕΘΟΥΣΙΩΝ, ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΔΙΑΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΙ ΠΟΛΛΟΙ

«Ο άγιος Μάρκος, ζώντας επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του Μεγάλου, παρακινήθηκε από ζήλο μεγάλο και κατέστρεψε πολλούς βωμούς και ναούς ειδωλολατρικούς. Όταν όμως ανέβηκε στον θρόνο ο Ιουλιανός ο παραβάτης, επανέφερε την ειδωλολατρία και άρχισε να διώκει και τον άγιο Μάρκο και όλους εκείνους που συνέργησαν στην καταστροφή των ειδωλολατρικών ναών. Ο άγιος τότε κρύφτηκε για λίγο, όταν όμως πληροφορήθηκε  ότι σύρονται κάποιοι άλλοι εξαιτίας του, φανερώθηκε και παρέδωσε τον εαυτό του στους αρνητές της πίστεως. Αυτοί τότε τον γύμνωσαν, του πλήγωσαν όλο το σώμα και τον πέταξαν σε βρόμικους υπονόμους. Μετά από αυτά, τον έβγαλαν και τον παρέδωσαν σε μικρά παιδιά για να τον πληγώσουν με βελόνες. Έπειτα, έβρεξαν το σώμα του με άλμη και τελικά τον άλειψαν με μέλι, κατακαλόκαιρα, και τον κρέμασαν ανάποδα στον ήλιο, για να φλέγεται και να είναι τροφή στις μέλισσες και στις σφήκες. Όλα αυτά τα βάσανα ο θεσπέσιος Μάρκος τα υπέστη με ανδρεία και υπομονή, προκειμένου οι βασανιστές να μην ανοικοδομήσουν και πάλι τους κατεστραμμένους βωμούς. Πράγματι, η σταθερότητα της πίστεώς του νίκησε. Βλέποντας οι ειδωλολάτρες να υπομένει ρωμαλέα και με σφρίγος νεανικό, πίστεψαν στον Χριστό.

Κάτι παρόμοιο έγινε και στη Φοινίκη επί Ιουλιανού και πάλι. Γιατί συνέλαβαν τον Κύριλλο τον διάκονο, που κατέστρεψε κι αυτός κάποια ειδωλολατρικά ξόανα,  κι επειδή με θάρρος ομολόγησε την πίστη του, του άνοιξαν την κοιλιά, του έβγαλαν τα σπλάχνα και τα έδειχναν ως θέαμα στους συγκεντρωμένους. Και λένε ότι συνέβη σ’ αυτούς κάτι που δείχνει τη θεία δίκη: τινάχτηκαν τα δόντια τους έξω και καταστράφηκαν η γλώσσα τους και τα μάτια τους. Με τον ίδιο θάνατο τελείωσαν τη ζωή τους και αρκετές παρθένες γυναίκες στην Ασκάλωνα και τη Γάζα, καθώς και μερικοί ιερωμένοι, των οποίων η μνήμη συνεορτάζεται την ημέρα αυτή».

Δύο είναι τα σημεία στα οποία επιμένει ιδιαιτέρως ο άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας Γεώργιος στην υμνολόγηση του αγίου επισκόπου Μάρκου: πρώτον, η αγιοσύνη του ως ιερέα πριν το μαρτύριό του και δεύτερον, το ίδιο το μαρτύριό του που φανερώνει τη δύναμη την οποία περικλείει, εφόσον γίνεται προς χάρη της αγάπης προς τον Κύριο Ιησού Χριστό.

Πράγματι, ο Γεώργιος προβάλλει τη θέση του αγίου Μάρκου στην Εκκλησία ως «λαμπρού λαμπτήρα που καταυγάζει το πλήρωμα αυτής» (ωδή α΄), δεδομένου ότι «ανατράφηκε και μεγάλωσε ο άγιος με την πίστη του Χριστού, μέχρι να φτάσει στο ύψος της μαρτυρικής αθλήσεως» (ωδή α΄). Ο άγιος, σημειώνει ο υμνογράφος, υπήρξε σε όλα τα χρόνια της ζωής του κήρυκας και οδηγός των ανθρώπων προς τον Χριστό, διακρινόμενος εξαιρέτως για την ιεροπρέπειά του και την ψυχική του καθαρότητα στην τέλεση της θείας Λειτουργίας, γεγονός που τον έκανε να στερεώσει και να καθοδηγήσει και τους άλλους συνάθλους του στη μεγαλύτερη αγάπη προς τον Χριστό που υπάρχει: να δώσουν και τη ζωή τους για χάρη Του! (ωδή α΄). Το κηρυκτικό χάρισμα μάλιστα του αγίου Μάρκου ήταν τόσο μεγάλο, λέει ο άγιος ποιητής, που οι λόγοι του, προφανώς εδρασμένοι στην άγια ζωή του, λειτουργούσαν αφενός ως φλόγα που ξέραινε όλα τα θολά ποτάμια της πλάνης των ειδωλολατρών, αφετέρου ως πηγή από την οποία πήγαζαν τα νάματα της θεογνωσίας για τους ανθρώπους (ωδή γ΄). Κι έρχεται ο Γεώργιος ως στόμα της Εκκλησίας στη συνέχεια να εξηγήσει και τη θεωρούμενη βιαιότητα της ενέργειάς του να καταστρέψει κάποια ειδωλολατρικά τεμένη. Αιτία της ενέργειάς της αυτής ήταν η φιλανθρωπία του αγίου, σημειώνει ο Γεώργιος. Γιατί ο διορατικός άγιος έβλεπε ότι τα είδωλα που υπηρετούν τα δαιμόνια κάνουν τους ανθρώπους να μην μπορούν να ηρεμήσουν και να γαληνέψουν˙ τους δημιουργούν μία διαρκή αναταραχή και διασάλευση του νου και της ζωής τους. Γκρεμίζει λοιπόν τους οίκους των δαιμονίων, για να κτίσει στη θέση τους, κυρίως με τον λόγο του, τον οίκο του αληθινού Θεού, να καταστήσει δηλαδή τους ίδιους τους ανθρώπους «ναούς του ζώντος Θεού», μέλη του Χριστού. Κι αυτό συνιστά τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μπορεί άνθρωπος να προσφέρει στον κόσμο: τους στηρίζει πάνω στον παντοδύναμο Θεό, τον Χριστό. Με τα λόγια του υμνογράφου: «Τράνταξες τα τεμένη των ειδώλων, μακάριε, και στήριξες τους ανθρώπους που σαλεύονταν και έτρεμαν στον Χριστό» (ωδή ς΄).

Κι έπειτα, ο υμνογράφος επικεντρώνει στο ίδιο το μαρτύριο, που συνιστά τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση της πίστεως και της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό. Και τι σημειώνει; Ότι εκτός της θυσίας του αγίου που την ώρα του μαρτυρίου «ιερουργούσε τον εαυτό του προς τον Κύριο» (ωδή ζ΄), το ίδιο αυτό μαρτύριό του, επειδή πραγματοποιείτο όχι με οργή και θυμό και αίσθημα αντεκδίκησης έναντι των εχθρών του, αλλά με ό,τι ο ίδιος ο Κύριος έδειξε πάνω στον Σταυρό, δηλαδή με αγάπη και μακροθυμία και προς τους διώκτες, γι’ αυτό και λειτουργούσε ως τεράστια δύναμη που ταπείνωνε τα θράση των οργάνων του Πονηρού και εξύψωνε σε νικητή τον θεωρούμενο ηττημένο! (ωδή ε΄). Κι είναι τούτο μία εξαιρετική παρατήρηση του αγίου υμνογράφου, την οποία συνήθως παραθεωρούμε οι χριστιανοί, εκτρεπόμενοι σε κοσμικούς μεθόδους στις καθημερινές σχέσεις μας: την ώρα που υπομένουμε την έχθρα του όποιου συνανθρώπου μας και «απαντάμε» στην επίθεσή του με την ταπείνωση και την αγάπη μας, εκείνη την ώρα τον «υποσκελίζουμε», για να χρησιμοποιήσουμε έναν ωραίο χαρακτηρισμό της Γραφής, εκείνη την ώρα δηλαδή νικάμε εμείς, γιατί κινητοποιείται μέσω ημών η παντοδυναμία του Σταυρού! «Στον θυμό των εχθρών αντιπαρέταξες ως μιμητής του Χριστού τη μακροθυμία, όσιε. Και με αυτήν τη μακροθυμία ταπείνωσες τα θράση τους και αποδείχτηκες νικητής» (ωδή ε΄).

28 Μαρτίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΛΑΡΙΩΝ Ο ΝΕΟΣ

«Δούς Ἱλαρίων γῇ τό γῆθεν σαρκίον, γῆν μακάρων ᾢκησε τήν μακαρίαν» (στίχος συναξαρίου) (Έδωσε ο Ιλαρίων στη γη τη γήινη σάρκα του και κατοίκησε τη μακάρια γη των μακαρίων αγίων).

«Ο Όσιος Ιλαρίων διετέλεσε ηγούμενος της μονής Πελεκητής στην Τριγλία και διακρίθηκε για το ασκητικό του ήθος, το φιλόθεο ζήλο του, το χάρισμα της ελεημοσύνης και τους πνευματικούς αγώνες. Γι’ αυτό ο Άγιος Θεός τον προίκισε με το προορατικό χάρισμα. Ο Όσιος κοιμήθηκε με ειρήνη το έτος 754».

Δεν έχουμε πολλά στοιχεία από τον βίο του οσίου Ιλαρίωνος του νέου, πέραν του γεγονότος ότι υπήρξε ηγούμενος της Μονής Πελεκητής, Μονής που η ίδρυσή της ανάγεται στον όγδοο αιώνα και η ονομασία της σχετίζεται με την τοποθεσία της πάνω σ’ έναν απότομο βράχο. Το πραγματικό όνομα της Μονής είναι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από τη σημερινή Τρίγλια, τη μεσαιωνική Βιθυνία. Η Μονή που και σήμερα διατηρούνται τα ερείπιά της από τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε, κατά τους ιστορικούς, κέντρο των ορθοδόξων που μάχονταν κατά της αίρεσης των εικονομάχων, γι’ αυτό και οι μοναχοί υπέστησαν πολλά βασανιστήρια από τους διώκτες τους εικονομάχους, σε σημείο που πολλοί από αυτούς να μαρτυρήσουν για την πίστη τους. Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος λοιπόν κατά φυσικό τρόπο τονίζει και τις διώξεις που υπέστη ο όσιος μάρτυς ηγούμενος Ιλαρίων από τους συγκεκριμένους αιρετικούς. «Τίμιος ο θάνατός σου φάνηκε μπροστά στον Θεό, ιερότατε Πατέρα» σημειώνει, «γιατί τίμησες την Εικόνα Του και υπέφερες θλιβόμενος τους διωγμούς των τυράννων, οπότε έτσι αναδείχτηκες μάρτυς» (ωδή η΄).

Ο άγιος Ιλαρίων όμως υπερασπίστηκε σθεναρά την πίστη της Εκκλησίας περί των εικόνων, πίστη που φανέρωνε την αλήθεια περί του Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, διότι ο ίδιος «μάτωνε» εσωτερικά για να διακρατεί αλώβητη την εικόνα του Θεού στην ύπαρξή του – οι αγώνες του για την πίστη ήταν η συνέχεια των αγώνων του για την ακεραιότητα του φρονήματός του. Και σ’ αυτούς τους εσωτερικούς πνευματικούς αγώνες του αναλώνεται κυριολεκτικά ο άγιος υμνογράφος. Με κάθε τρόπο προβάλλει την ένταση του οσίου ηγουμένου, προκειμένου ο νους του να θεάται μόνο το κάλλος του Ουράνιου Πατέρα. Τα μάτια του οσίου ήταν διαρκώς στραμμένα προς τον Κύριο, κατά το ψαλμικό «οι οφθαλμοί μου διά παντός πρός τον Κύριον» και «προωρώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διά παντός», γεγονός που απεκάλυπτε ότι κυριολεκτικά φλεγόταν από την αγάπη προς Εκείνον που ήταν η πηγή της ζωής του. «Έδωσες φτερά στον νου σου – θα πει – αφού λάμπρυνες την καρδιά σου με ιερές αναβάσεις, προκειμένου να βλέπεις μόνο το κάλλος του Θεού και να καταυγάζεσαι με τις ακτίνες του φωτός Του» (ωδή δ΄).

Κι είναι γνωστό στην πίστη μας ότι η «κόλλησις» αυτή προς τον Θεό προϋποθέτει την οδύνη της απεμπλοκής από το εγωιστικό κοσμικό φρόνημα, που λειτουργεί σε κάθε άνθρωπο που έρχεται σ’ αυτόν τον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία. Ο όσιος από μικρός, «εκ παιδός» (ωδή α΄), στράφηκε προς τον Κύριο και γι’ αυτό με δύναμη και χάρη Θεού σήκωσε τον σταυρό της εγκρατείας και των δεητικών προσευχών ώστε να υπερνικήσει τα όποια πάθη του. «Από παιδί βρέθηκες στον δρόμο της οσιότητας, Πάτερ, και ανέλαβες τον σταυρό της ακολουθίας του Χριστού. Γι’ αυτό και με την εγκράτεια και τις συνεχείς προσευχές σου μάρανες τα πάθη του σώματος» (ωδή α΄). Το αποτέλεσμα έτσι είναι γνωστό: τα δάκρυα της κατανύξεως που τον συνείχαν τον αξίωσαν και της μεγάλης παρηγοριάς που δίνει στους πιστούς Του ο Κύριος, κατά τον γνωστό μακαρισμό: «μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» (ωδή η΄), σε σημείο τέτοιο που να γίνει πνευματικά κατά κυριολεξία «αυτοκράτορας» - «έκανες τον νου σου αυτοκράτορα στα πάθη και βασίλεψες σαν άριστος στρατηλάτης» (ωδή ζ΄).

Γι’ αυτό και ο Κύριος τον κατέστησε γλυκύ δάσκαλο των ανθρώπων, γιατί ακολούθησε το ορθό σχήμα της διδασκαλίας που προϋποθέτει πρώτα την πράξη και έπειτα τον λόγο, πρώτα δηλαδή τον φωτισμό από Εκείνον που δίνει τη γνώση την αληθή (ωδή δ΄) και έπειτα τη μετάδοση της γνώσης αυτής και σε άλλους. «Η γλυκύτητα των λόγων σου προκαλούσε ιλαρότητα στις καρδιές αυτών που προσέρχονταν σε σένα. Διότι πράττοντας όσα δίδασκες έκανες τον λόγο σου να γίνεται ευαπόδεκτος με συμπαθή διάθεση από τους άλλους» (ωδή δ΄) – μέγα μάθημα για τους κληρικούς,  τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και καθένα που ασχολείται με τη νεότητα και με τη διδασκαλία των ανθρώπων!

Ένας τέτοιος άνθρωπος ασφαλώς, με τόσα χαρίσματα εκ Θεού λόγω των προσωπικών του αγώνων, «τη συμπάθεια, την αγάπη και την ταπείνωση, την ελεημοσύνη και την απλότητα, την αληθινή πίστη και την ελπίδα, τον σεμνό βίο και την ευθύτητα της απονήρευτης γνώμης» (ωδή θ΄), χαριτώθηκε και με το θαυματουργικό χάρισμα. Οι ακτίνες των θαυμάτων του (ωδή θ΄) και στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές θεράπευσαν πλήθος ανθρώπων, ημέρεψαν ταραγμένες καρδιές, έφεραν το άρωμα του αγίου Πνεύματος στις ζωές των πιστών (ωδή θ΄), σαν την περίπτωση που καταγράφει ο άγιος υμνογράφος: «Έλυσες, Πατέρα όσιε, με τις προσευχές σου την αγανάκτηση των ψαράδων που κοπίαζαν χωρίς αποτέλεσμα, και τους γέμισες από ψάρια εκεί που προηγουμένως αποτύγχαναν» (ωδή η΄) – ένα γεγονός που παραπέμπει στη Γαλιλαία με τον αναστημένο Κύριο και τους αλιείς μαθητές Του!  

27 Μαρτίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «῾Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο»  (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας»  (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως; 

26 Μαρτίου 2024

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ ΓΑΒΡΙΗΛ

 

«Τήν 26η τοῦ μηνός Μαρτίου ἐπιτελοῦμε τή σύναξη τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριήλ, ἡ ὁποία μᾶς παραδόθηκε ἀπαρχῆς καί ἐκ Θεοῦ, διότι ὁ ἀρχάγγελος αὐτός διακόνησε στό θεῖο καί ὑπερφυές καί ἀπόρρητο μυστήριο τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ.

Κατά τή σημείωση μάλιστα τοῦ ὁσίου Νικοδήμου τοῦ ἁγιορείτου στόν Μέγα Συναξαριστή του, «Γαβριήλ θά πεῖ Θεός καί ἄνθρωπος, (ἄνθρωπος Θεοῦ δηλαδή), κατά τόν Κωνσταντινουπόλεως Πρόκλο. Γι᾽ αὐτό κι εἶναι ἐκεῖνος πού ὑπηρέτησε στό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγει δέ καί ὁ Θεοφάνης ὁ Κεραμεύς, ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ταυρομενίας, ὅτι τά ἑπτά στοιχεῖα πού περιέχει τό ὄνομα τοῦ Γαβριήλ σημαίνουν ὅτι ὁ Χριστός τοῦ ὁποίου τή Γέννηση εὐαγγελίστηκε ὁ Γαβριήλ θά ἔλθει γιά τή σωτηρία ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος μετρᾶται ἀπό τήν ἑβδομάδα καί τελειώνει σέ ἑπτά αἰῶνες».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος ᾽Ιωσήφ κινεῖται ἐκστατικά, καθώς ἀναφέρεται στόν ῾παμμέγιστον Γαβριήλ᾽. Δέν ὑπάρχει σχεδόν τροπάριο εἴτε στόν ἑσπερινό εἴτε στόν κανόνα γιά τόν ἀρχάγγελο πού νά μή φανερώνει τόν θαυμασμό καί τή γεμάτη δέος στάση του ἀπέναντί του, ὄχι μόνο γιά τό γεγονός τῆς συμμετοχῆς τοῦ Γαβριήλ στή φανέρωση τοῦ μυστηρίου τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου στήν ἁγνή παιδούλα Μαριάμ, ἀλλά καί γιά τή διπλή ἀδιάκοπη καί ἀέναη στάση του ἀπέναντι στόν Κύριο τοῦ Παντός, τόν Τριαδικό Θεό: τή δοξολογία τοῦ ἁγίου ὀνόματός Του καί τήν ἑτοιμότητα ὑπακοῆς στά κελεύσματα τῆς βουλήσεώς Του. Γιά παράδειγμα: «Γαβριήλ ὁ μέγιστος νοῦς...παρατηρώντας καί βλέποντας τό τρισήλιο φῶς τοῦ Θεοῦ... φτάνοντας στήν Παρθένο μετέφερε σ᾽ αὐτήν τή χαρμόσυνη εἴδηση τοῦ θείου καί φρικώδους μυστηρίου (ὅτι θά γεννήσει τόν Θεό ὡς ἄνθρωπο)» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Γεμᾶτος ἀπό φῶς πάντοτε καί πράττοντας τό θέλημα καί ἐκτελώντας τά προστάγματα τοῦ Παντοκράτορος, ἀρχηγέ ᾽Αγγέλων, Γαβριήλ πανάριστε...» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «Καθώς φωτίζεσαι μετέχοντας στό φῶς τοῦ πρώτου Νοῦ, τοῦ Θεοῦ, φάνηκες δεύτερο φῶς κι ἐσύ, κραυγάζοντας μαζί μέ τίς ἄπειρες τάξεις τῶν ἀγγέλων: ῞Αγιος ὁ Θεός ὁ παντουργός, ὁ Υἱός ὁ συνάναρχος, καί τό Πνεῦμα τό σύνθρονο»  (ὠδή ε´).

Ἡ ἀρχιστρατηγία τοῦ Γαβριήλ καί ἡ πρωτιά του ἔναντι τῶν ἄλλων ἀγγέλων φάνηκε κατά τόν ὑμνογράφο κυρίως ἀπό τό γεγονός ὅτι αὐτόν ὁ παντοκράτωρ Κύριος ἐπέλεξε προκειμένου νά τοῦ ἐμπιστευτεῖ τή φανέρωση τοῦ ἀπ᾽ αἰῶνος μυστηρίου, τοῦ ἐρχομοῦ Του στόν κόσμο ὡς ἀνθρώπου, στήν ἁγνή θεόπαιδα Μαριάμ. Κι εἶναι ἡ ἀνάθεση αὐτή τῆς ἐξαιρετικῆς διακονίας ἀποκάλυψη ταυτοχρόνως καί τῆς δόξας τοῦ συγκεκριμένου ἀρχαγγέλου, κάτι πού σημαίνει ὅτι ὅσο σπουδαῖο εἶναι ἕνα διακόνημα, τόσο σπουδαία γίνεται καί ἡ προσωπικότητα αὐτοῦ πού τό ἀναλαμβάνει καί τό φέρει εἰς πέρας. «Τό μέγα μυστήριον πού ἦταν ἄγνωστο προηγουμένως στούς ἀγγέλους καί ἀπόκρυφο προαιωνίως, μόνο σ᾽ ἐσένα τό ἐμπιστεύτηκε ὁ Θεός, Γαβριήλ» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «᾽Αξιώθηκες μέγιστη δόξα, καθώς μᾶς φανέρωσες τό μέγα μυστήριο, μέγιστε ἀρχάγγελε» (ὠδή γ´).

Βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος δέν παραλείπει μαζί μέ τίς παραπάνω ἐκτιμήσεις του νά κάνει καί δύο παρατηρήσεις: πρῶτον, ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος Γαβριήλ διακόνησε τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου καί πρό τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου, δεδομένου ὅτι τόν βρίσκουμε καί στόν προφήτη Δανιήλ: νά τόν φωτίζει καί νά τοῦ ἀποκαλύπτει τά μέλλοντα ἐν πνεύματι Θεοῦ (ὠδή δ´), καί στόν ἱερέα Ζαχαρία, τόν πατέρα ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου: νά τοῦ ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ γυναίκα του ᾽Ελισάβετ θά γεννήσει τόν ᾽Ιωάννη καί νά τόν ῾τιμωρεῖ᾽ μέ κωφαλαλία λόγω τῆς ἀπιστίας πού ἐπέδειξε (ὠδή ε´)· δεύτερον, ὅτι ἐνῶ ὅλη ἡ ἀκολουθία ἐπικεντρώνεται δικαίως στόν ἅγιο ἀρχάγγελο Γαβριήλ, ὁ ὑμνογράφος θυμᾶται αἴφνης καί τόν ἄλλο μέγιστο ἀρχάγγελο ἅγιο Μιχαήλ, ἀφιερώνοντάς του ἕνα τροπάριο στό τέλος τῆς ἀκολουθίας, προφανῶς γιά νά δείξει ὅτι καί οἱ δύο εἶναι ἰσοστάσιοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. «Πανέμορφη καί πανένδοξη δυάδα,  Μιχαήλ καί Γαβριήλ, πού στέκεστε στόν θρόνο τῆς θείας δόξας...» (ὠδή θ´).

῾Ο ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅμως, παρ᾽ ὅλο τό θάμβος πού νιώθει μπροστά στόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ ἀρχάγγελο, δέν παύει νά τονίζει ὅτι καί αὐτός συνιστᾶ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι περιορισμένος καί στή δύναμη καί στή γνώση. ᾽Επανειλημμένως, ὅπως ἤδη εἴδαμε, σημειώνει ὅτι τό μυστήριο τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο ἦταν ἀπόκρυφο καί γιά τούς ἀγγέλους, ὁ ἴδιος δέ ὁ Γαβριήλ, ὁ ὑπηρέτης τοῦ θαύματος, ἀδυνατοῦσε νά κατανοήσει ὅ,τι διαδραματιζόταν. Τό δοξαστικό μάλιστα τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς, ἔργο ὄχι τοῦ ᾽Ιωσήφ ἀλλά τοῦ ἐξίσου γνωστοῦ ὑμνογράφου ᾽Ιωάννου τοῦ μοναχοῦ, εἶναι ἀπό τά ὡραιότερα τροπάρια πού ὑπάρχουν στήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας. «Στάλθηκε ἀπό τόν Θεό ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ γιά νά εὐαγγελιστεῖ στήν Παρθένο τή σύλληψη. Κι ὅταν ἦλθε στή Ναζαρέτ, σκεπτόταν μέσα του τό θαῦμα μέ ἔκπληξη, ὅτι δηλαδή πῶς ὁ ἀκατάληπτος Θεός θά γεννηθεῖ ἀπό Παρθένο! Αὐτός πού ἔχει θρόνο Του τόν οὐρανό καί ὑποπόδιο τή γῆ, πῶς θά χωρέσει στή μήτρα μίας γυναίκας! Αὐτόν πού δέν μποροῦν νά Τόν ἀτενίσουν τά ἑξαπτέρυγα καί τά πολυόμματα, θέλησε μέ μόνο τόν λόγο Του νά σαρκωθεῖ ἀπό αὐτήν! Αὐτός πού παρευρίσκεται εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Τί λοιπόν στέκομαι καί δέν λέγω στήν Κόρη: Χαῖρε Κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος εἶναι μαζί Σου;»

Παράλληλα δέ μέ τήν ἔκπληξη τοῦ ἀρχαγγέλου, τονίζεται καί ἡ ἔκπληξη τῆς πανάγνου Μαριάμ, ἡ ὁποία μέ τή φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ὅτι δι᾽ αὐτῆς θά γεννηθεῖ ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος, ἀποκαλύπτεται ἀφενός σοφότατη καί διακριτικότατη, κυριολεκτικά ὁ ἀντίποδας τῆς πρώτης Εὔας, καθώς δέν σπεύδει νά ἀποδεχτεῖ τό παράδοξο καί τό θαῦμα, ἀφετέρου πράγματι Παναγία, καθώς μετά τίς ἐξηγήσεις σπεύδει νά κάνει ὑπακοή σέ ὅ,τι συνιστᾶ θέλημα τοῦ Θεοῦ: «᾽Ιδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου».  «Τί σημαίνει ἡ σάν φλόγα μορφή σου; Εἶπε ἡ Σεμνή μέ ἔκπληξη στόν Γαβριήλ. Ποιό εἶναι τό ἀξίωμά σου καί ποιό τό νόημα τῶν λόγων σου; Μοῦ ὑπόσχεσαι παιδοποιΐα, ἀλλά ἐγώ δέν ἔχω πεῖρα ἄνδρα. Φύγε μακριά, μή μέ πλανέψεις, ἄνθρωπε, ὅπως παλιά πλάνεψε ὁ δόλιος ὄφις  τήν προμήτορα Εὔα» (ἀπόστιχο ἑσπερινοῦ).

Δέν εἶναι δυνατόν βεβαίως ὁ ἅγιος ποιητής, μπροστά στήν ἁγιότητα τοῦ ἀρχαγγέλου,  νά μή καταλήγει σέ ὅ,τι ἀποτελεῖ ζητούμενο τοῦ κάθε πιστοῦ: τήν ἐπέμβαση καί τή μεσιτεία του γιά τή σωτηρία τοῦ ἴδιου καί τῆς ᾽Εκκλησίας. «Χάλασε τίς ἄσχημες σκέψεις ἐναντίον μας τῶν ἀπίστων ἀνθρώπων, στέριωσε τήν ὀρθόδοξη πίστη, πάψε τά σχίσματα τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀρχάγγελε, μέ τίς παρακλήσεις σου πρός τόν Κτίστη ὅλων» (ὠδή στ´). ᾽Αλλά ἀκόμη περισσότερο, αἰτεῖται ὁ ποιητής τή χάρη νά γίνεται  ὁ ἅγιος ἀρχάγγελος καθοδηγητής τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου καί τῶν ἀνθρώπων. Γιατί ἀκριβῶς οἱ ἄγγελοι ὡς δεύτερα φῶτα μετά τό Πρῶτο, τόν ἴδιο τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι οἱ ὁδηγοί τῶν ἀνθρώπων. «᾽Αρχιστράτηγε Θεοῦ, λειτουργέ τῆς θεϊκῆς δόξας, τῶν ἀνθρώπων ὁδηγέ καί ἀρχηγέ τῶν ἀσωμάτων...» (κοντάκιο). 

21 Μαρτίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Ιάκωβος ακολούθησε από μικρή ηλικία την ασκητική ζωή και καθάρισε την καρδιά του με τη νηστεία και τη λοιπή κακοπάθεια. Γι’ αυτό και η Εκκλησία τον εξέλεξε επίσκοπο. Ως επίσκοπος υπέμεινε πολλούς διωγμούς, γιατί πολεμούσε την πλάνη των εικονομάχων. Υπομένοντας τους διωγμούς και παλεύοντας με την πείνα και τη δίψα της εξορίας παρέθεσε το πνεύμα του στον Θεό».

Ο άγιος υμνογράφος Ιγνάτιος μένει έκθαμβος μπροστά στον ασκητή του Κυρίου όσιο Ιάκωβο. Διότι ενώ υπήρξε επίσκοπος της Εκκλησίας με σπουδαίο αγωνιστικό φρόνημα κατά της αιρέσεως της εικονομαχίας, η οποία αμφισβητούσε την ενανθρώπηση του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, και μάλιστα παρέθεσε το πνεύμα του εξαιτίας των κόπων των διωγμών που υπέστη από τους εικονομάχους, όμως το κέντρο βάρους της βιοτής του βρισκόταν στην ασκητική του διαγωγή. Η άσκησή του ως ακολουθία των εντολών του Κυρίου, δηλαδή ζώντας ως εσταυρωμένος και αυτός για τα πάθη του, ήταν η μόνιμη προτεραιότητά του, είτε απαρχής της ζωής του είτε στην εξέλιξή του είτε και στην επισκοπική του διακονία. Ένας ασκητής επίσκοπος θα ήταν ο τίτλος που χαρακτήριζε τη ζωή του. «Σηκώνοντας τον σταυρό στους ώμους σου, όσιε πάτερ, ακολούθησες επακριβώς τον Σταυρωθέντα Κύριο και μονάζοντας με πάνσοφο τρόπο μείωσες τα πάθη σου με την εγκράτεια» (ωδή α΄). Ο όσιος Ιάκωβος δηλαδή είχε κατανοήσει βαθύτατα ότι ακριβώς αυτός ήταν ο σκοπός της χριστιανικής πίστεως: να ακολουθεί τον Χριστό, διότι δι’ Αυτού Μόνου μπορεί να γίνει μέτοχος των χαρισμάτων του αγίου Πνεύματος και να έχει ζωντανή σχέση με τον Θεό. «Έγινες σκεύος που χώρεσε τα χαρίσματα του Πνεύματος από μικρός στην ηλικία» σημειώνει και πάλι ο υμνογράφος, «και έτσι έγινες πολίτης και κληρονόμος της βασιλείας του Θεού, μακάριε Ιάκωβε» (ωδή α΄).

Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι την ασκητική θυσιαστική του διαγωγή ο ποιητής Ιγνάτιος τη θεωρεί όχι μόνο ως προϋπόθεση για τους υπέρ της αληθείας αγώνες του αλλά και γι’ αυτήν τη διακονία του στο θυσιαστήριο της Εκκλησίας. Πρόσφερε δηλαδή την αναίμακτη θυσία της θείας Λειτουργίας με τον τρόπο που θέλει ο Θεός και καθορίζει η Εκκλησία, διότι ο ίδιος βρισκόταν εσωτερικά στην ένταση του πνευματικού αγώνα όπου ο πιστός προσφέρεται ως θυσία στον Κύριο νεκρώνοντας την αμαρτία. Που σημαίνει: τότε η Θεία Λατρεία γίνεται ευάρεστη στον Θεό, όταν τη διακονούν άνθρωποι, κυρίως ο κληρικός αλλά και ο πιστός λαός, που «ματώνουν» στον αγώνα κατά της αμαρτίας. Δεν είναι τυχαίο επ’ αυτού ότι η εκκλησιαστική παράδοση καταγράφει περιπτώσεις κατά τις οποίες το Πνεύμα του Θεού «αργούσε» να κατέλθει προς μεταβολή των τιμίων δώρων, όταν στο θυσιαστήριο βρίσκονταν άνθρωποι βουτηγμένοι αμετανόητα στις αμαρτίες τους – το «αμετανόητα» φέρει το βάρος της φράσεως, διότι αμαρτωλοί έτσι κι αλλιώς είμαστε όλοι μας. «Ως καθαρό θύμα πρόσφερες τον εαυτό σου στον Κύριο με τη νέκρωση της αμαρτίας» εξηγεί ο άγιος υμνογράφος, «και έτσι ως Ιεράρχης που ζούσε κατά τον νόμο του Θεού πρόσφερες και τις αναίμακτες θυσίες σ’ Αυτόν» (ωδή γ΄).

Ο πνευματικός εσωτερικός αγώνας του οσίου Ιακώβου εκφραζόταν, μας λέει ο άγιος ποιητής, με τις άγρυπνες δεήσεις και προσευχές του στον Κύριο, με την εγκράτεια και τις νηστείες του, κατεξοχήν όμως με το κατά Θεόν πένθος του, τα αείρροα δάκρυά του, την αδιάκοπη εκζήτηση του πνεύματος της ταπεινοφροσύνης. Κι είναι τα στοιχεία αυτά που πράγματι αποδεικνύουν το πόσο φωτισμένος από τον Θεό ήταν ο όσιος και πόσο φως σκορπούσε και στην εποχή του αλλά και διαχρονικά σε όλους τους πιστούς της Εκκλησίας. Το ταπεινό φρόνημα δεν είναι αυτό που κυρίως τονίζει ο ίδιος ο Χριστός ως εκείνο που «μαγνητίζει» τη χάρη του Θεού; Το πένθος λόγω της επιγνώσεως της αμαρτίας δεν είναι εκείνο που φέρνει τα δάκρυα που καθαρίζουν την όποια βρομιά της ψυχής του ανθρώπου; «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν» και «Μακάριοι οι πενθούντες ότι αυτοί παρακληθήσονται» βεβαιώνει ο λόγος του Θεού. Ο Ιγνάτιος μάς αποκαλύπτει: «Λουόμενος, παμμακάριστε, συνεχώς από τα ρεύματα των δακρύων, φάνηκες καθαρό δοχείο του Πνεύματος» (ωδή δ΄). «Με την πολλή εγκράτεια, με την εκτενή αγρυπνία, όσιε, με την προσευχή και την κακοπάθεια, ζήτησες τον Θεό, ο Οποίος σε μετέθεσε προς τις άνω μονές» (ωδή ε΄). Και με ένα λόγο: «Όσιε ιεράρχα, υπήρξες ταπεινός και μετριόφρων και συμπαθής στους ανθρώπους, ακέραιος ψυχικά και σώφρων» (ωδή δ΄).

19 Μαρτίου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΚΑΙ ΔΑΡΕΙΑ Η ΑΘΗΝΑΙΑ

«Οἱ ἅγιοι αὐτοί ἔζησαν ὅταν βασιλιᾶς ἦταν ὁ Νουμεριανός (περί τά τέλη τοῦ 3ου αἰ.). ῾Ο Χρύσανθος εἶχε πατέρα συγκλητικό ἀπό τήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὀνόματι Πολέμονα, ἐνῶ ἡ Δαρεία ἦταν ἀπό τήν ᾽Αθήνα. ᾽Επειδή δέ ὁ Χρύσανθος μυήθηκε τά θεῖα ἀπό κάποιο χριστιανό, βαπτίστηκε καί κήρυττε τόν Χριστό μέ παρρησία, μέ ἀποτέλεσμα ὁ ἴδιος ὁ πατέρας του νά τόν κλείσει στή φυλακή. Καθώς ὅμως δέν ὑποχωροῦσε, ἀλλά παρέμενε σταθερός καί ἀσάλευτος στήν πίστη του, ὁ πατέρας του ἔστειλε καί ἔφερε ἀπό τήν ᾽Αθήνα μία κόρη ὄμορφη καί ὡραία, ὀνόματι Δαρεία, γιά νά τόν νυμφεύσει, ὥστε μέ τόν ἔρωτα πρός αὐτήν νά τόν μετακινήσει ἀπό τήν πίστη τῶν χριστιανῶν. ῾Η Δαρεία ὅμως ἀντί νά πείσει τόν Χρύσανθο, μᾶλλον πείστηκε, κι ἀφήνοντας τήν ἀσέβεια τῆς εἰδωλολατρίας δέχτηκε τό βάπτισμα. Συμφώνησαν μάλιστα νά διαφυλάξουν τήν παρθενία τους καί οἱ δύο.

῞Οταν μαθεύτηκε τό γεγονός τῆς μεταστροφῆς καί τῆς Δαρείας,  κατηγορήθηκαν πρός τόν ἔπαρχο Κελλερίνο, ὁ ὁποῖος τούς ἔδωσε πρός ἐξέταση στόν τριβοῦνο Κλαύδιο τόν ἔπαρχο. Αὐτός τότε τούς τιμώρησε μέ πολλῶν εἰδῶν βασανιστήρια, ἀλλά καθώς τούς εἶδε νά τά ξεπερνοῦν καί νά μή ὑποκύπτουν, ἄλλαξε καί πίστεψε στόν Χριστό, μαζί μέ τή γυναίκα του ᾽Ιλαρία καί τά δύο τους παιδιά, τόν ᾽Ιάσωνα καί τόν Μαῦρο, ὅπως συνέβη καί μέ τούς στρατιῶτες πού ἦταν ὑπό τίς διαταγές τους, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα δέχτηκαν καί τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου, κατά τήν δεκάτη ἐνάτη τοῦ μηνός Μαρτίου. Καί ὁ μέν Κλαύδιος, ἀφοῦ δέθηκε σέ λίθο καί ρίχτηκε στή θάλασσα τελειώθηκε, τῶν δέ παιδιῶν του καί τῶν στρατιωτῶν του ἔκοψαν τά κεφάλια. ῾Ο ἅγιος Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία ρίχτηκαν σέ βόθρο, κι ἀφοῦ ἔριξαν ἀπό πάνω χῶμα, καταχώθηκαν, ὁπότε δέχτηκαν καί τό τέλος τοῦ μαρτυρίου».

Δέν εἶναι μόνον ἡ ἁγία Φιλοθέη ἡ ᾽Αθηναία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κόσμημα καί σέμνωμα τῆς πόλης τῶν ᾽Αθηνῶν, ἀλλά πολύ πιό πίσω ἀπό αὐτήν ἡ ἁγία Δαρεία λάμπει καί κοσμεῖ τήν πόλη. Γιατί ἡ ᾽Αθήνα ὑπῆρξε ἡ γενέτειρα καί τῶν δύο. Καί μπορεῖ βεβαίως ὁ ἅγιος ὑμνογράφος νά μή μπορεῖ νά κάνει ὁποιοδήποτε συσχετισμό τῶν ἁγίων σπουδαίων αὐτῶν γυναικῶν μαρτύρων, δεδομένου ὅτι ἡ Δαρεία ἔζησε πρίν ἀπό τήν ἐποχή τῆς ἁγίας Φιλοθέης, ὅμως εἴμαστε βέβαιοι ὅτι καί οἱ δύο ᾽Αθηναῖες χαίρουν καί ἀγάλλονται μπροστά στόν θρόνο τοῦ Κυρίου μας ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, στεφανωμένες μέ τό διπλό στεφάνι τῆς ἄσκησης καί τοῦ μαρτυρίου. Στήν ἁγία Δαρεία μάλιστα ἴσως λάμπει περισσότερο τό στεφάνι τῆς ἄσκησης, διότι λαμπρύνθηκε καί ἀπό τόν ἀγώνα τῆς παρθενίας μέ τόν ἰδιότυπο τρόπο τῆς «λευκῆς» συζυγίας της μέ τόν ἅγιο Χρύσανθο. Κι εἶναι κάτι πού ἀξίζει κανείς νά τονίσει ἐν προκειμένῳ: χωρίς νά εἶναι κἄν χριστιανή ἡ Δαρεία, πείθεται στά λόγια τοῦ συζύγου της Χρυσάνθου, πιστεύει στόν Χριστό, ἀφιερώνεται σ᾽ Αὐτόν ὁλοκληρωτικά, δίνει καί τό αἷμα της γιά χάρη Του. Πόσο καλοπροαίρετη πρέπει νά ἦταν, πόσο ἕτοιμη γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, γιά νά πειστεῖ στόν σύζυγό της γιά κάτι πού φαίνεται καί εἶναι ὑπεράνω τῆς φυσικῆς τάξης τῶν πραγμάτων: τήν ἐν συζυγίᾳ παρθενία καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος!  Καί πόση δύναμη λόγων πρέπει νά εἶχε ὁ Χρύσανθος, πόση φωτεινή προσωπικότητα, ὥστε νά πείσει μία νέα κοπέλα γιά ἕνα τέτοιο ἐγχείρημα! Τά λόγια του κυριολεκτικά πρέπει νά ἦταν χρυσά, δηλαδή γεμάτα ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γιά νά μποροῦν νά διεισδύσουν στήν καρδιά τῆς νεαρῆς Δαρείας. «῾Υπακούεις σ᾽ αὐτόν πού ἀγαποῦσες, πάνσοφη, ὁ ὁποῖος σέ ὁδηγοῦσε ὡς νύμφη στόν Χριστό, ἐγκαταλείποντας τόν ἔρωτα τῆς σάρκας μέ τήν ἱερή πίστη» (ὠδή γ´). «῾Οδήγησες, Χρύσανθε μακάριε, στόν Χριστό τήν ἔνδοξη Δαρεία μέ τά χρυσά λόγια σου, ἡ ὁποία ἔκανε ἄθλους καί ντρόπιασε τούς τυράννους» (κάθισμα ὠδῆς γ´).

Ποιητικό αἴτιο τῶν θαυμασίων τῆς μεγάλης αὐτῆς προσωπικότητας πού λέγεται Χρύσανθος ἦταν βεβαίως, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σφοδρή ἀγάπη του γιά τόν Κύριο. ῾Η ἀγάπη αὐτή, κυριολεκτικά ἔρωτας πρός τόν Χριστό, ἦταν ἐκείνη πού τόν φτέρωνε γιά νά ξεπερνᾶ ὅ,τι θεωρεῖται φυσικό καί ἀποδεκτό καί νόμιμο: ἡ συζυγία, ἡ ἀγάπη τῶν θελγήτρων τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἡ ἀπόλαυση τῶν ἡδέων τοῦ βίου. «Πληγώθηκες ἀπό τόν γλυκύτατο ἔρωτα τοῦ Δημιουργοῦ, μάρτυρα Χρύσανθε, κι ἀφοῦ περιφρόνησες τά τερπνά τοῦ βίου, ἔδωσες ὅλη τή ροπή τῆς καρδιᾶς σου σ᾽ Αὐτόν πού ποθοῦσες μέ μεγάλη προθυμία» (ὠδή α´). Κι εἶναι μία ἀλήθεια πού ἡ ᾽Εκκλησία μας τονίζει διαρκῶς: κανείς δέν μπορεῖ νά ἀπεμπλακεῖ ἀπό τά ὡραῖα τῆς ζωῆς αὐτῆς, ἄν δέν ὑπάρχει κάτι ἄλλο ὡραιότερο καί ἰσχυρότερο ὡς δύναμη ροπῆς, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Σάν νά ἔχει κάποιος ὡραῖα ἐνδύματα νά φορέσει, ὅμως μπροστά σέ ἀπείρως ὡραιότερα ἐπιλέγει τά δεύτερα. Καί πράγματι ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ ὁ ὑμνογράφος ἔτσι τοποθετεῖ τά πράγματα: «῾Ο Δημιουργός σέ ἔντυσε, μακάριε Χρύσανθε, μέ ἄφθαρτο χιτώνα πού τόν ὕφανε ἀπό τόν οὐρανό ἡ θεία χάρη, γιατί κράτησες τό σῶμα σου καθαρό, γι᾽ αὐτό καί σέ στεφάνωσε ὡς νικητή» (ὠδή δ´).

Ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου Χρύσανθου καί τῆς ἁγίας Δαρείας βεβαίως γιά τόν Χριστό ἦταν ἐκείνη πού ἔκανε τόν λογισμό τους νά κρατεῖται στέρεος ἀκόμη καί μπροστά στά βασανιστήρια. ᾽Αγάπη πού ἐνισχυόταν  καί ἀπό τήν ἴδια τή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι «χωρίς Αὐτῆς οὐ δύναται ὁ ἄνθρωπος ποιεῖν οὐδέν». Ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ δηλαδή ἐνίσχυσε τήν ἀγάπη τους γιά τόν Χριστό, ὥστε καί νά κρατήσουν ἁγνή τή σχέση τους καί νά μή δειλιάσουν μπροστά στά μαρτύρια. «Μέ τή θέληση τοῦ Θεοῦ κυριαρχήσατε στά πάθη τῆς σάρκας, γι᾽ αὐτό καί ὁ Χρύσανθος καί ἡ Δαρεία δροσισμένοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποτέφρωσαν τή φωτιά τῶν κολάσεων» (ὠδή η´). Μ᾽ αὐτόν τόν τρόπο ἔφτασαν στό χαρισματικό σημεῖο τῶν τριῶν παίδων στήν κάμινο τοῦ πυρός τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. «᾽Αντιτάχτηκες, μακάριε Χρύσανθε, στόν ματαιόφρονα τύραννο μέ τή σταθερότητα τοῦ λογισμοῦ, κι ἔτσι ὑπέφερες τούς γδαρμούς τοῦ σώματος. Κι ἐνῶ φλογιζόσουν ἀπό τή φλόγα, δέν καταφλέχτηκες, ψάλλοντας μαζί μέ τούς τρεῖς παῖδες: Εὐλογεῖτε, πάντα τά ἔργα Κυρίου τόν Κύριον» (ὠδή η´).

Δέν εἶναι λοιπόν παράδοξη ἡ ἐκτίμηση τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου γιά τούς ἁγίους: εἶναι σάν καθαρά κειμήλια  πού ὁ Δημιουργός ἔχει ἀφιερώσει στόν ἐπουράνιο Ναό Του, εὑρισκόμενα μέσα σέ ἄπειρη δόξα. «᾽Αποφύγατε τήν σαρκική ἕνωση μέ τήν ἕνωση τῆς ψυχῆς, καί φανήκατε σάν ἁγνά κειμήλια τοῦ Παντοκράτορος, ἀφιερωμένα στόν ἐπουράνιο Ναό» (ὠδή η´). «῾Υψωθήκατε πρός ἄπειρη δόξα, Χρύσανθε μάρτυς καί Δαρεία, καί βρίσκεστε στεφανωμένοι μπροστά στόν Παντοκράτορο Λόγο, πρεσβεύοντας γιά ἐμᾶς πού σᾶς μακαρίζουμε πάντοτε» (ὠδή θ´).

16 Μαρτίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ Ο ΕΝ ΠΑΤΜΩ

 

«Μέγας μὲν Ἀντώνιος ἀρχὴ Πατέρων. Θεῖος δἐ Χριστόδουλος, ἕνθεον τἐλος» (Είναι μέγας μεν ο Αντώνιος, η αρχή των Πατέρων. Θείος δε ο Χριστόδουλος, το ένθεο τέλος).

«Ο Όσιος Χριστόδουλος γεννήθηκε σε μία κωμόπολη κοντά στη Νίκαια της Βιθυνίας γύρω στο 1020 μ.Χ. (και εκοιμήθη το 1093). Το κοσμικό του όνομα ήταν Ιωάννης. Από πολύ νέος επιθύμησε να εγκαταλείψει τον κόσμο και ν΄ αφοσιωθεί στην μοναχική ζωή. Ξεκίνησε από κάποια Μονή στον Όλυμπο της Βιθυνίας, όπου μετά από λίγο καιρό εκάρη Μοναχός. Από εκεί μετέβη στους Αγίους Τόπους και για μικρό διάστημα μόνασε εκεί σε κάποιο ερημικό μέρος. Οι επιδρομές όμως των Σαρακηνών ανάγκασαν τους Μοναχούς να εγκαταλείψουν τον τόπο τους και να επανέλθουν στην Μικρά Ασία, οπότε και εγκαταστάθηκαν  στο Όρος Λάτρος της Μυσίας. Εκεί διέπρεψε σ΄ όλες τις αρετές και οι Μοναχοί τον εξέλεξαν πρώτον επιστάτη με το αξίωμα του Αρχιμανδρίτη, γεγονός που του έδωσε και το προσωνύμιο του Λατρηνού. Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων τον ανάγκασαν σε φυγή και από το Λάτρος.

Αναζητώντας τόπο ασκήσεως ο Όσιος έφτασε στη Στρόβιλο, μια θαλάσσια περιοχή στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου κι έμεινε για λίγο καιρό, γιατί μια νέα επιδρομή τον εξανάγκασε να διαφύγει τη φορά αυτή στη Λέρο και στη συνέχεια στην Κω, όπου ίδρυσε και Μονύδρια. Οι διαφορές όμως με τους εκεί κατοίκους τον κατέστησαν ανέστιο για άλλη μία φορά. Ύστερα από περιπλανήσεις στα γύρω νησιά έφτασε στην Πάτμο, από την οποία γοητεύεται λόγω της ησυχίας και της ηρεμίας της. Αμέσως έφυγε για την Κωνσταντινούπολη και ζήτησε από τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό την άδεια «ίνα φροντιστήριον των ψυχών καταστήση ταύτην». Ο Αυτοκράτορας με Χρυσόβουλλο του παραχωρεί την Πάτμο και τα γύρω νησιά μαζί με εργάτες και χρήματα. Με την εγκατάσταση του στην Πάτμο ο Όσιος ξεκινά το χτίσιμο Μοναστηριού τιμώμενο επ΄ ονόματι του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου.

Οι επιδρομές όμως των Μουσουλμάνων δεν θα τον αφήσουν ήσυχο ούτε αυτή τη φορά. Ο Όσιος αφήνει την Πάτμο και καταφεύγει στην Εύβοια κατά το έτος 1092. Η διαμονή του Οσίου Χριστοδούλου στην Εύβοια ήταν, σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, μικρής διάρκειας. Υπάρχει η πληροφορία ότι ένας ευσεβής και πλούσιος κάτοικος του Ευρίπου προσέφερε την πολυτελή οικία του στον Όσιο, ο οποίος την ανέδειξε σε μοναστήρι, αν και οι φροντίδες του Οσίου, εξαιτίας της μεγάλης περιουσίας του μοναστηριού στην Πάτμο, απαιτούσαν την παραμονή του όχι στην έρημο αλλά κοντά στον κόσμο. Εξάλλου, στην Εύβοια ανέκαθεν υπήρχε παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο Όσιος Χριστόδουλος παρέμεινε ασκητεύοντας στο σπήλαιο στο δυτικό άκρο της κωμόπολης Λίμνη (Ελύμνιον). Ο Όσιος κατά την διαμονή του στον Εύριπο συνέταξε την «Διαθήκη» και τον «Κωδίκελλό» του (Μάρτιος 1093 λίγο πριν φύγει από τη ζωή). Τη Διαθήκη αυτή, για να έχει ισχύ, την υπέγραψαν επτά αξιωματούχοι της επισκοπικής αρχής και της πόλεως Ευρίπου (Χαλκίδος), ήτοι Λέων πρεσβύτερος και σακελλάριος της πόλεως Ευρίπου, Ιωάννης πρεσβύτερος και νοτάριος της καθέδρας Ευρίπου, Μιχαήλ.... της καθέδρας Ευρίπου, Βασίλειος ο ευτελής διάκονος.... και νοτάριος Ευρίπου κ.α. Το λείψανο του Οσίου φυλάσσεται ως σήμερα στο μικρό φερώνυμο Παρεκκλήσιο του Οσίου Χριστοδούλου, στη Νοτιοδυτική πλευρά του Καθολικού της Μονής Πάτμου» (Από το ιστολόγιο, «Ορθόδοξος Συναξαριστής»).

Ο σοφός υμνογράφος της ακολουθίας του οσίου Χριστοδούλου διδάσκαλος Ιάκωβος Αναστάσιος Πάτμιος διακρίνεται για τη βαθειά γνώση της πνευματικής ζωής της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί με άνεση να διακρίνει τα σημάδια της αγιότητας του οσίου και να μας τα προσφέρει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ισχύει γι’ αυτόν ο λόγος του αποστόλου Παύλου που λέει ότι «ο πνευματικός άνθρωπος που έχει το Πνεύμα του Θεού μπορεί να εξετάσει τα πάντα, ο ίδιος όμως δεν μπορεί να ελεγχθεί από οιονδήποτε που δεν έχει το Πνεύμα αυτό». Παρ’ όλα αυτά όμως, αισθανόμενος τη μικρότητά του, επικαλείται απαρχής, όπως γίνεται συνήθως με τους υμνογράφους, τον φωτισμό και τη χάρη του Θεού προκειμένου να υμνολογήσει σωστά τον άγιο και να μη διαστρεβλώσει την εικόνα του (ωδή α΄).

Όντως λοιπόν ο εκκλησιαστικός ποιητής παρουσιάζει τον άγιο σε όλη θα λέγαμε την έκταση της ζωής του, και της επίγειας και της επουράνιας. Και τι μας λέει σε γενικές γραμμές; Ότι ο άγιος, όπου κι αν πήγε, σε όποιον τόπο κι αν ασκήθηκε, στην Όλυμπο, στη Λάτρο, στην Πάτμο, στην Εύβοια, ένα πράγμα είχε κατά προτεραιότητα ενώπιόν του: πώς να ευαρεστήσει τον Κύριο, πώς να διακρατήσει ζωντανή τη σχέση του με τον Ιησού Χριστό, τον Κύριό του. Και αγωνιζόμενος βεβαίως γι’ αυτό αφενός απεμπλεκόταν από οτιδήποτε εμπαθές τον έδενε με τον κόσμο (στιχ. εσπ.), αφετέρου ένιωθε τη μεγάλη επιθυμία να καθοδηγήσει και τους άλλους συνανθρώπους του, όταν μάλιστα τους έβλεπε να βρίσκονται μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας του Θεού. Διαπιστώνει μάλιστα ο ποιητής ότι ο όσιος μπορεί να παραβληθεί με τα μεγάλα αναστήματα των αγίων προφητών και πατριαρχών της Παλαιάς Διαθήκης, διότι η ζωή του οσίου Χριστοδούλου αντιστοιχεί με γνωρίσματα της δικής τους ζωής. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζει τον όσιο ως άλλον Σαμουήλ, ως νέο Μωυσή, ως δεύτερο Ιωάννη τον Πρόδρομο, ως επίσης προφήτη Ηλία, ως Δανιήλ κ.ο.κ.

Κι εκείνο βεβαίως που αδιάκοπα τονίζει ο υμνογράφος ως κινητήρια δύναμη του αγίου και ερμηνευτικό κλειδί των όλων θαυμασίων της ζωής του είναι η αγάπη του προς τον Θεό, ο σφοδρός σαν φωτιά πόθος του γι’ Αυτόν, ο έρωτάς του κυριολεκτικά για τον Χριστό που πλήγωσε την καρδιά του με αποτέλεσμα να γίνει ο όσιος κατοικητήριο δικό Του – «ἐν ἑαυτῷ γάρ εἶχε τόν Κύριον» και «Χριστόν ἔχων ἐν ἑαυτῷ οἰκοῦντα» (λιτή) θα πει για παράδειγμα μεταξύ άλλων. Κι ένα μικρό δείγμα αυτής της θερμότητας που τον διακατείχε είναι και ο παρακάτω ύμνος από την πρώτη ωδή του κανόνα του: «Επειδή πληγώθηκες από τον έρωτα της αληθινής σοφίας, δηλαδή του Χριστού, με τον ανώτερο και καλύτερο φόβο που υπάρχει ρύθμισες με σύνεση τα κινήματα του νου σου. Γι’ αυτό και πέτυχες, σοφέ, ό,τι ήταν η έφεση της καρδιάς σου».  

Ποιο είναι το εξόχως σημαντικό στον συγκεκριμένο ύμνο; Η ρύθμιση των κινημάτων του νου με τρόπο συνετό. Διότι είναι γνωστό ότι ο νους έχει «τρεπτότητα» τέτοια, δηλαδή κινητικότητα και εναλλαγή διαρκή, που είναι πολύ δύσκολο να τιθασευτεί. Κι αυτό συνιστά το κεντρικότερο πρόβλημα στην πνευματική ζωή ενός πιστού χριστιανού. Αγόμαστε και φερόμαστε με άλλα λόγια από τους λογισμούς του νου μας, που προέρχονται άλλοτε από τα πάθη μας κι άλλοτε από τον πονηρό διάβολο, με αποτέλεσμα ο νους να χαρακτηρίζεται ως «αλήτης» - αδιάκοπα περιπλανάται. Τι είναι εκείνο που μπορεί να τον θέσει υπό έλεγχο; Ο φόβος του Θεού, λέει ο υμνογράφος βλέποντας τη ζωή του οσίου Χριστοδούλου, φόβος που αποτελεί καρπό της πληγωμένης από αγάπη προς τον Χριστό καρδιάς του ανθρώπου. Και ο φόβος αυτός φανερώνεται στη χαρισματική της διάσταση, όταν βρίσκεται στον δρόμο τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού. Αγαπά δηλαδή κανείς τον Χριστό, στέκεται με απόλυτο δέος και σεβασμό (φόβο) απέναντί Του – η αγάπη προς τον Θεό δεν εκτρέπεται σε «παιδιαρίσματα» και ελευθεριότητες – τηρεί τις εντολές Του, ρυθμίζει τα κινήματα του νου του ελέγχοντας τους λογισμούς του. Δεν είναι τυχαίο ότι και στην ακολουθία της μεταλήψεως αναφέρεται μεταξύ των άλλων η πολύ σοβαρή παράκληση του πιστού ο Κύριος με τη Θεία Κοινωνία να ρυθμίσει τη ζωή του. «Ἅγνιζε καί κάθαρε καί ρύθμιζέ με». Ο όσιος Χριστόδουλος ήταν έμπειρος στον πνευματικό αγώνα, ο νους του ήταν ρυθμισμένος με βάση τις εντολές του Χριστού, γι’ αυτό όχι με απλό βηματισμό αλλά με τεράστια άλματα έφτασε στο άκρως εφετό της ζωής του: τη θέα του Χριστού του!

ΠΑΝΤΕΣ ΟΙ ΕΝ ΑΣΚΗΣΕΙ ΔΙΑΛΑΜΨΑΝΤΕΣ ΟΣΙΟΙ (ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ)

«Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν ἐπιτελοῦμεν πάντων τῶν ἐν ἀσκήσει λαμψάντων ἁγίων ἀνδρῶν τε καί γυναικῶν» (Την ίδια ημέρα, μνημονεύουμε όλους αυτούς που έλαμψαν στην άσκηση, άγιους άνδρες και γυναίκες).

«Ήρεμα και σιγά-σιγά με τις προηγούμενες εορτές, οι θεοφόροι Πατέρες αφού μας παιδαγώγησαν και μας προπαρασκεύασαν να είμαστε έτοιμοι για το πνευματικό στάδιο, κι αφού μας απομάκρυναν από την τρυφή και τον κόρο και μας έβαλαν στον δρόμο του φόβου της μελλούσης κρίσεως, όπως και με την εβδομάδα της Τυροφάγου μάς προκάθαραν καθώς πρέπει, μάς έβαλαν συνετά ανάμεσά τους και τις δύο νηστείες, ώστε λίγο λίγο να μας προτρέψουν σ’ αυτήν. Και να τώρα προσθέτουν στο μέσον κι όλους εκείνους που έζησαν όσια με πολλούς κόπους και καμάτους, άνδρες και γυναίκες, προκειμένου με τη μνήμη τους και τα παλαίσματά τους να μας κάνουν δυνατώτερους για το στάδιο της Σαρακοστής, έχοντας τους βίους εκείνων ως κάποιο υπογραμμό και οδηγό.  Οπότε με τη συμμαχία και την αρρωγή των οσίων αυτών να αποδυθούμε προς τους πνευματικούς αγώνες, αναλογιζόμενοι ότι και αυτοί είχαν την ίδια με εμάς ανθρώπινη φύση.

 Όπως ακριβώς δηλαδή  οι στρατηγοί, αφού έχουν παραταχθεί τα στρατεύματα και ήδη στέκονται κατά μέτωπο, προτρέπουν τον στρατό τους με λόγια και παραδείγματα και μνημόνευση ανδρών της ιστορίας που στάθηκαν άριστα στον πόλεμο και παρουσίασαν ανδρείο φρόνημα, το ίδιο και ο δικός τους στρατός να κινηθεί στον αγώνα ολόψυχα,  ενδυναμούμενος με την ελπίδα της νίκης∙ έτσι και τώρα, οι θεοφόροι Πατέρες κινούνται με την ίδια σοφία: εγκαρδιώνουν για τους πνευματικούς αγώνες τους άνδρες και τις γυναίκες, με τα παραδείγματα όσων βίωσαν όσια, και τους καθοδηγούν παρόμοια κι αυτοί να μπουν στο στάδιο της νηστείας. Ώστε κι εμείς, θεωρώντας τους ως αρχέτυπο και βλέποντας τον βίο εκείνων όχι κακό αλλά καλό, να εργαζόμαστε τις αρετές, όσο μπορεί ο καθένας: πρώτη από όλες την αγάπη και τη σώφρονα αποχή των άσεμνων έργων και πράξεων, και την ίδια τη νηστεία, όχι βεβαίως μόνον από τα φαγητά, αλλά και τη νηστεία της γλώσσας και του θυμού και των οφθαλμών, και μ’ έναν λόγο την αργία και την αποξένωση από κάθε κακό.

Γι’ αυτόν τον λόγο λοιπόν οι άγιοι Πατέρες κατέταξαν σήμερα την παρούσα μνήμη όλων των αγίων, προβάλλοντας αυτούς που ευαρέστησαν τον Θεό με τη νηστεία και τα άλλα καλά και χρηστά έργα. Μας παρωθούν δηλαδή με την εικόνα αυτών προς το στάδιο των αρετών, ώστε να οπλιζόμαστε γενναία κατά των παθών και των δαιμόνων, και κατά κάποιο τρόπο μας λένε ότι αν κι εμείς δείξουμε τον ίδιο μ’ αυτούς ζήλο, τίποτε δεν θα μας εμποδίσει να κάνουμε όσα έκαναν κι εκείνοι και να αξιωθούμε τα ίδια βραβεία μ’ εκείνους. Διότι κι αυτοί είχαν την ίδια μ’ εμάς ανθρώπινη φύση.

Και για την εβδομάδα της Τυροφάγου, ισχυρίζονται κάποιοι ότι ο βασιλιάς Ηράκλειος την επέβαλε, ενώ ήταν προηγουμένως εβδομάδα κρεοφαγίας. Όταν δηλαδή είχε εκστρατεύσει κατά του βασιλιά Χοσρόη και των Περσών για έξι έτη, προσευχήθηκε στον Θεό ότι αν τους νικήσει, θα την καθιερώσει και θα την βάλει στο διάστημα μεταξύ της νηστείας και της καταλύσιμης περιόδου, πράγμα που έκανε. Όμως εγώ νομίζω, έστω κι αν συνέβη τούτο, ότι οι άγιοι Πατέρες επινόησαν την καθιέρωση αυτή, ως ένα είδος προκαθάρσιμης περιόδου, ώστε να μην δυσχεραινόμαστε με την απότομη αλλαγή από την κρεοφαγία και την κατάλυση σε όλα στην άκρα ασιτία, κι έτσι να βλαπτόμαστε και σωματικά. Αλλά σταδιακά και σιγά-σιγά αφού απομακρυνθούμε από τα λιπαρά και τα ευχάριστα στη γεύση, να υποδεχτούμε το χαλινάρι της νηστείας με τον περιορισμό του φαγητού, όπως συμβαίνει και στα άγρια άλογα. Με άλλα λόγια ό,τι έκαναν οι Πατέρες και για τα θέματα της ψυχής χρησιμοποιώντας τις παραβολές, το ίδιο σκέφτηκαν να κάνουν και για το σώμα: τα εμπόδια που υπάρχουν στη νηστεία τα έκοψαν λίγο λίγο».

Η Εκκλησία μας με τη σημερινή εορτή που θυμάται όλους τους αγίους ασκητές, άνδρες και γυναίκες, αλλά τελικώς και όλους τους αγίους, θέλει να τονίσει αυτό που συνιστά βαθειά πεποίθησή της, ότι δηλαδή όλοι οι άγιοι στο βάθος και κατ’ ουσίαν είναι μάρτυρες. Αν όχι του αίματος, όπως συμβαίνει με πάμπολλους εξ αυτών, αλλά της συνειδήσεως. Τι έκαναν όλοι οι άγιοι παρά αγωνίστηκαν να ζήσουν ενάντια στην πεσμένη στην αμαρτία ανθρώπινη φύση τους, επιλέγοντας το αγκυροβόλημα της καρδιάς και της ψυχής τους στο θέλημα του Χριστού και Θεού; Κι αυτή η επιλογή αποτελεί διαχρονικά πράγματι ένα μαρτύριο. Διότι άλλα επιθυμεί ο άνθρωπος της αμαρτίας και άλλα ο άνθρωπος του Θεού. «Ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος, καί τό Πνεῦμα κατά τῆς σαρκός». «Οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Συνεπώς, άγιος είναι ο πιστός που ενώ φέρεται από τον νόμο της αμαρτίας κατά του Θεού, εκείνος διά της βίας και χάριτι βεβαίως Θεού στρέφεται προς Εκείνον, ζώντας στη συνείδησή του ένα μαρτύριο. «Βία φύσεως διηνεκής», λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος ζωγραφίζοντας τον όσιο και τον κάθε άγιο. Πρόκειται για ό,τι ο Κύριος απεκάλυψε, ότι «ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βιάζεται καί βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν» - ο πιστός, ο άγιος βρίσκεται αδιάκοπα σ’ έναν αδυσώπητο πνευματικό πόλεμο, σε μία ένταση εσωτερική, για να βρίσκεται εκεί που είναι ο Κύριός Του, δηλαδή οι άγιες εντολές Του.

Η παραπάνω αλήθεια, η «χαρτογράφηση» της εσωτερικής πορείας του οσίου, του κάθε αγίου, άνδρα και γυναίκας, αποτελεί το καίριο σημείο στο οποίο επικεντρώνει την προσοχή μας συχνά ο άγιος υμνογράφος. Μιλάει για τους οσίους, αλλά δεν μένει σε μία επιφανειακή και εξωτερική περιγραφή των αγώνων τους. Τον ενδιαφέρει το «βάθος» τους, γιατί αυτό θέλει να προβάλει, ώστε να λειτουργήσει και ως αρχέτυπο και πρότυπο για όλους τους πιστούς. Το δοξαστικό μάλιστα του εσπερινού με σαφήνεια δείχνει την κατά Χριστόν πολιτεία των οσίων και αγίων. «Αφού τηρήσατε υγιές και αλώβητο από την αμαρτία το κατ’ εικόνα κι αφού καταστήσατε τον νου σας ηγεμόνα απέναντι στα ολέθρια πάθη με τους ασκητικούς σας αγώνες, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο ανεβήκατε στο καθ’ ομοίωσιν. Διότι με ανδρεία ψυχής ασκήσατε βία στην (αμαρτωλή) φύση (που ρέπει επί τα πονηρά) και σπεύσατε να υποτάξετε το χειρότερο στο καλύτερο και να υποδουλώσετε το σαρκικό φρόνημα στο Πνεύμα».

Η πορεία αυτή δεν συνιστά την «ὁδόν Κυρίου», όπως την απεκάλυψε ο Κύριος; Με τα αποτελέσματα που επίσης ο Ίδιος υποσχέθηκε: την ενχρίστωση του ανθρώπου, την ταύτισή του με Εκείνον, την ένταξή του στον Νυμφώνα Του που θα πει την ένταξη του πιστού στη Βασιλεία του Θεού, ήδη από τη ζωή αυτή. Ένα απόστιχο του εσπερινού επίσης με ενάργεια φοβερή μάς προσφέρει την υπέρ φύσιν χριστιανική ζωή. «Ας καθαρίσουμε τους εαυτούς μας, αδελφοί, από κάθε μολυσμό της σάρκας και του πνεύματος. Ας κάνουμε να λάμψουν οι λαμπάδες των ψυχών μας, με τη φιλοπτωχεία μας, χωρίς να καταβροχθίζουμε ο ένας τον άλλον με τη συκοφαντία. Κι αυτό γιατί έφτασε ο καιρός, όταν ο Νυμφίος θα έλθει, για να αποδώσει σε όλους σύμφωνα με τα έργα τους. Ας μπούμε λοιπόν μαζί με τον Χριστό και με τις φρόνιμες παρθένες στον Νυμφώνα Του, φωνάζοντας δυνατά εκείνη τη φωνή του Ληστή προς Αυτόν: Θυμήσου μας, Κύριε, όταν έλθεις στη Βασιλεία Σου».

Είναι ευνόητο έτσι ότι οι όσιοι, αυτοί που με πόθο ακολουθούν τον Χριστό συσταυρωμένοι μαζί Του, είναι αυτοί που αφενός ζουν πια όλα όσα ο Κύριος είπε ότι θα αποτελούν κληρονομιά των πιστών Του – αυτά που περιέγραψε ο απόστολος Παύλος με τα λόγια «ἅ ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε καί ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη, ἅ ἡτοίμασεν ὁ Θεός τοῖς ἀγαπῶσιν Αὐτόν» - αφετέρου όμως έχουν και την παρρησία να πρεσβεύουν υπέρ ημών για όλους τους κινδύνους που αντιμετωπίζουμε αλλά και για την ενίσχυσή μας στον καθημερινό πνευματικό αγώνα μας και εν όψει της Νηστείας της Σαρακοστής. Όπως το καταγράφει μάλιστα ο υμνογράφος μεταξύ άλλων: οι άγιοι Ιεράρχες και Ασκητές και Ιερομάρτυρες και όσιες Γυναίκες «καταφρόνησαν τα φθαρτά και τα πρόσκαιρα πράγματι, και ως αράχνη και ως σκουπίδια τα θεώρησαν, προκειμένου να κερδίσουν τον Χριστό και τα Βασίλεια αυτού, όπως και τα θεία εκείνα που οφθαλμός ανθρώπου δεν είδε κι αυτί δεν άκουσε ποτέ» (αίνοι). Και:  «Άγιοι και ένδοξοι Πατέρες που σας μνημονεύσαμε, αλλά και οι άγνωστοι σε μας, σώστε μας από τους κινδύνους, εμάς που επιτελούμε το μνημόσυνό σας με πόθο» (ωδή στ΄).

15 Μαρτίου 2024

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΓΑΠΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

 

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού. Και ο μεν Αγάπιος καταγόταν από την πόλη της Γάζας, ο δε Τιμόλαος από τον Πόντο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης, ο Ρωμύλος ήταν υποδιάκονος της Εκκλησίας στη Διόσπολη, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι ήταν από την Αίγυπτο. Όλοι αυτοί αφού πρώτα συνέδεσαν τις ψυχές τους με τον πόθο προς τον Χριστό, έπειτα έβαλαν τα χέρια τους σε δεσμά και προσήλθαν στον Ουρβανό τον ηγεμόνα της Καισάρειας, ομολογώντας ότι είναι Χριστιανοί. Αυτός τότε αφού δεν μπόρεσε να τους λυγίσει ούτε με τις απειλές ούτε με τις κολακείες κι ούτε βεβαίως να τους απομακρύνει από την πίστη του Χριστού, πρόσταξε να αποκοπούν τα κεφάλια τους με ξίφος».

     Είναι λογικό: ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος έχει ως βάση της θείας του έμπνευσης για τους επτά μάρτυρες - πρώτος των οποίων ο άγιος Αγάπιος - το όνομα ακριβώς του Αγαπίου. Σχεδόν σε κάθε τροπάριο της ακολουθίας που συνέθεσε γι’ αυτούς, τονίζει ότι κίνητρο του μαρτυρίου και της εν γένει αθλήσεώς τους ήταν η σφοδρή αγάπη τους προς τον Κύριο. Ενδεικτικά: «Πληγώθηκες από την αγάπη του Δεσπότη των όλων Χριστού, μάρτυς αξιοθαύμαστε Αγάπιε, και επιθύμησες σφοδρά να πεθάνεις γι’ Αυτόν» (ωδή α΄). «Πόθησες πάρα πολύ τον Χριστό, Αγάπιε, και μιμήθηκες τα πάθη Του με γενναιότητα" (ωδή δ΄). Η αγάπη του αγίου Αγαπίου και των συν αυτώ για τον Κύριο, που τους οδήγησε στη μίμηση και του μαρτυρίου Του, επιτείνεται ακόμη περισσότερο, όταν σκεφτεί κανείς ότι και αυτών το μαρτύριο ήταν εκούσιο, όπως του Χριστού. Κι αυτό το εκούσιο το παρουσιάζει με έντονο τρόπο και ο άγιος υμνογράφος: «Μάρτυρες αξιοθαύμαστοι, προσφέρατε τους εαυτούς σας σε θεληματική σφαγή» (στιχηρό εσπερινού). «Μεγαλομάρτυς αξιοθαύμαστε, σφαγιάστηκες σαν αρνί με τη θέλησή σου»  (ωδή δ΄).

     Το εθελούσιο μαρτύριο των αγίων, καρπός της σφοδρής αγάπης τους προς τον Χριστό, που τους έκανε να μοιάσουν κατά πάντα προς Αυτόν, οδηγεί τη σκέψη του αγίου Ιωσήφ και σε μία άλλη επισήμανση: τέτοιοι άνθρωποι που φανερώνουν τον Χριστό στον κόσμο, δεν μπορεί παρά να αγιάζουν τη γη με το αίμα τους, αλλά και να φωτίζουν και τον αέρα ακόμη από εκεί που διαβαίνουν. «Και τη γη αγιάσατε με τα αίματά σας και τον αέρα καταφωτίσατε με το πέρασμά σας» (στιχηρό εσπερινού). Και είναι ευνόητο: οι άγιοι ζώντας πλούσια τη χάρη του Θεού στην ύπαρξή τους, αυτήν προσφέρουν και στον κόσμο που βρίσκονται. Όπου πατά ένας άγιος αγιάζει τον τόπο και εκδιώκει τα δαιμόνια. Κι όχι μόνον εν ζωή, αλλά και μετά θάνατο με τα αγιασμένα λείψανά του.Το ψέλνει αδιάκοπα η Εκκλησία μας με το γνωστό τροπάριο: "Μάρτυρες Κυρίου, πάντα τόπον αγιάζετε, και πάσαν νόσον θεαπεύετε".

Από την άποψη αυτή οι άγιοί μας συνιστούν τη μεγαλύτερη ευεργεσία για τον κόσμο. Σ' έναν κόσμο που κείται εν τω Πονηρώ και επηρεάζεται από τις ενέργειες εκείνου, συνεπώς διαστρέφεται και αλλοιώνεται, όσο βεβαίως επιτρέπει ο προνοών τα πάντα Κύριος, οι άγιοι λειτουργούν ως θεραπευτικά φάρμακα. Κι αν ο κόσμος μας εξακολουθεί και υφίσταται ακόμη, όπως έχουν επισημάνει πολλοί άγιοι, είναι γιατί ο Κύριος παρατείνει τη χρηστότητά του λόγω της παρουσίας αυτών των αγίων και των προσευχών τους. Συνεπώς αν υπήρχε στοιχειώδης εξυπνάδα και ένα ελάχιστο ποσοστό ανοικτών πνευματικών αισθήσεων, θα έπρεπε όλοι, ιδίως οι έχοντες την εξουσία, να στέκουν με προσοχή απέναντι στους αγίους κι ακόμη: απέναντι στη μήτρα που τους ανέδειξε, την αγία μας Εκκλησία. Αλλά η απιστία συνήθως συνυπάρχει με την ανοησία: ο πονηρός είναι πονηρός αλλά όχι έξυπνος, γι' αυτό και μόνος του συνήθως βγάζει τα μάτια του. Ο άγιος υμνογράφος την παραπάνω αλήθεια επιβεβαιώνει και με το εξής: «Φανήκατε σαν ξίφος, που κόψατε σε κομμάτια μυριάδες από τους δαίμονες, μακάριοι, με τη χάρη του Θεού» (ωδή γ΄).

14 Μαρτίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ

«Ο όσιος Βενέδικτος στα ελληνικά λέγεται Ευλογημένος. Καταγόταν από τη γη των Ρωμαίων, από χώρα που λεγόταν Νουρσία, κι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και πλούσιοι. Άφησε την οικία του και τους γονείς του και την πατρική περιουσία από πολύ μικρή ηλικία και πήγε σε έναν ερημικό τόπο με την παραμάνα του. Εκεί κατέστησε τον εαυτό του κατοικητήριο του Θεού με την αρετή και την άσκησή του κι έλαβε από τον Θεό δύναμη και χάρη των ιάσεων. Και η μεν ιστορία του διηγείται αναλυτικότερα όλα τα παράδοξα που επιτέλεσε,  τα διάφορα θαύματα που έκανε και τις αναστάσεις των νεκρών και πώς μιλούσε για τους απόντες ως παρόντες. Εκείνο όμως πρέπει να πούμε επί πλέον ως αναγκαίο: ότι καθώς έμελλε αυτός να εκδημήσει προς τον Κύριο, εκ των προτέρων είπε στους μαθητές του που βρίσκονταν μαζί του, αλλά και σε εκείνους που ήταν μακριά, με μήνυμα που τους έστειλε, ότι θα υπάρξει κάποιο σημάδι, με το οποίο θα γνωρίσουν όλοι ότι αυτός χωρίζεται από το σώμα του.

Πριν από έξι λοιπόν ημέρες από την οσία του κοίμηση, έδωσε εντολή να ανοιχθεί το μνημείο του. Κι αμέσως τον έπιασε πολύ μεγάλος πυρετός, από τον οποίο επί έξι ημέρες το σώμα του κατακαιγόταν. Την έκτη ημέρα είπε στους μαθητές του να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στον ναό. Αφού τον οδήγησαν εκεί και μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, ευρισκόμενος εν μέσω των μαθητών του, βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό, και έτσι ατενίζοντας προς τα πάνω και προσευχόμενος άφησε την αγιασμένη του ψυχή. Την ίδια ώρα, σε δύο αδελφούς, στον ένα που ησύχαζε στο κελί του και στον άλλον που έμενε μακρύτερα, φάνηκε το ίδιο όραμα. Είδαν δηλαδή και οι δύο κάποια θαυμαστή οδό που υψωνόταν προς ανατολάς από το κελί του οσίου μέχρι τον ουρανό, στρωμένη όλη από λαμπρά ένδοξα μεταξένια ιμάτια. Σ’ αυτήν την οδό ανέρχονταν και κάποιοι άνδρες εξαίσιοι, που κρατούσαν λαμπάδες και πήγαιναν με τάξη. Κάποιος άλλος άνδρας δε, ασπρομάλλης και φωτεινός στην όψη του, που στεκόταν κοντά του, ρωτούσε αυτούς, αν γνωρίζουν τίνος είναι η οδός αυτή που βλέπουν με θαυμασμό. Όταν αυτοί είπαν ότι δεν το ξέρουν, είπε αυτός που τους φανερώθηκε: Αυτή είναι η οδός, διά της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος ανέρχεται στους ουρανούς. Χάθηκε τότε το όραμα που έβλεπαν και ήλθε ο καθένας στον εαυτό του, οπότε κατάλαβαν το τέλος του αγίου άνδρα, όπως ακριβώς ήταν και τον έβλεπαν να τελειώνεται».

Κέντρο της σκέψης του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, καθώς επιχειρεί να εγκωμιάσει και να προβάλει τον όσιο Βενέδικτο, είναι η απομάκρυνση του οσίου από τον κόσμο λόγω της εν αγάπη θερμή στροφής του προς τον Κύριο, αλλά και η επανάκαμψή του προς τον κόσμο με καθαρή αγάπη προς αυτόν, μέσω των προσευχών του και των ιαματικών θαυματουργιών του. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος τονίζει και την ασκητική από παιδός διαγωγή του οσίου Βενεδίκτου: τα ασκητικά του παλαίσματα, τα δάκρυά του, την εγκράτειά του, που ήταν καρπός του έρωτά του προς τον Κύριο, και τη θεραπευτική όμως παρουσία του στον κόσμο, είτε σε σχέση με τους ίδιους τους μοναχούς μαθητές του είτε σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που τον προσήγγιζαν. Ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού για παράδειγμα ακούμε: «Από πίστη και αγάπη αληθινή προς τον Θεό αρνήθηκες, όσιε πάτερ, από βρέφος τον κόσμο, και με χαρά ακολούθησες τον σταυρωθέντα Χριστό. Κι αφού νέκρωσες τη σάρκα σου με πολλά ασκητικά αγωνίσματα, έλαβες πλούσια τη χάρη των ιάσεων, ώστε να θεραπεύεις ποικίλες αρρώστιες και να εκδιώκεις τα πνεύματα της πονηρίας».

Κι είναι τούτο μία από τις βασικότερες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστεως: όσο στρέφεται κανείς προς τον Θεό και φανερώνει την βαθειά αγάπη του σ’ Εκείνον, τόσο η αγάπη αυτή του καθαρίζει την καρδιά, ώστε να αποκτήσει τη σωστή αγάπη και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη προς τον Θεό δηλαδή μετατρέπεται αμέσως σε αγάπη προς τον άλλον, για να επανακάμψει τελικώς και πάλι προς τον Θεό ως δοξολογία Εκείνου.  Με τον όσιο Βενέδικτο έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά αυτό που ο Κύριος λέει: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Συνεπώς, αν αγαπάμε τον Χριστό, αγαπάμε τους άλλους.  Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει να σημειώνει τις διάφορες προσφορές στον κόσμο του οσίου Βενεδίκτου: τη βροχή που προσευχήθηκε για να έρθει, όπως παλιά ο προφήτης Ηλίας, το άδειο δοχείο που έκανε να γεμίσει με λάδι, τον νεκρό που ανέστησε και μύρια ακόμη θαύματα (στιχηρό εσπερινού). Κι όλα αυτά όμως, όπως είπαμε, «εις δόξαν πάντως του Θεού και Σωτήρος» (στο ίδιο).

Ο άγιος υμνογράφος επεκτείνει την παραπάνω προβληματική. Ο όσιος Βενέδικτος έγινε όργανο του Θεού, προκειμένου να εκφραστεί μέσω αυτού η αγάπη Εκείνου στον κόσμο. Ο άγιος Ιωσήφ δηλαδή υπενθυμίζει ότι η αγάπη του Θεού που ψάχνει αδιάκοπα τρόπους για να φανερωθεί στους ανθρώπους, υποστέλλεται συχνά λόγω αδιαφορίας και απιστίας των ανθρώπων. Κι οι άγιοί Του Τού δίνουν την αφορμή: παρακαλούν εκείνοι τον Θεό να γίνει ίλεως στην ταραχή των ανθρώπων, οπότε χάριν των αγίων αυτών ενεργοποιεί ο Θεός την αγάπη Του. Μοιάζει μ’ αυτό που κάνει πάντοτε η Εκκλησία μας, όταν βάζει «μεσίτες» της σχέσεώς μας προς τον Θεό όλους τους αγίους, κατεξοχήν όμως την Παναγία. Παρακαλούμε Εκείνη και τους αγίους να δεηθούν αυτοί στον Θεό για εμάς, διότι έχουν παρρησία και δύναμη στις προσευχές τους. «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Σαν την περίπτωση της εικόνας της «Παναγίας της Παραμυθίας» στο Βατοπαίδι. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στον κίνδυνο των μοναχών, λόγω της αμέλειας και της ολιγοπιστίας τους. Κι έπρεπε να παρακαλέσει η ίδια η Παναγία μας για να «πειστεί» ο Κύριος. Να δούμε πώς το αναφέρει ο υμνογράφος για τον όσιο Βενέδικτο. «Δέχτηκε ο Θεός τις δικές σου άγιες προσευχές, Βενέδικτε τρισμακάριε, και χορηγούσε στους ενδεείς τις αφορμές να ζήσουν, δοξάζοντάς σε θαυμαστά στη γη με τις θαυματουργίες σου» (ωδή η΄). 

13 Μαρτίου 2024

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΥΠΟΜΟΝΗ

«Η Αγία Υπομονή ήταν η βασίλισσα του Βυζαντίου Αυγούστα Ελένη – Δραγάση Παλαιολόγου. Ήταν κόρη του αυτοκράτορα των Σλάβων Κωνσταντίνου Δραγάση. Έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου ως σύζυγος του Εμμανουήλ Β’ του Παλαιολόγου. Είχε 6 παιδιά και ως αυτοκράτειρα, κατά τον φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθων Γεμιστό, διακρινόταν για τη σωφροσύνη της και την δικαιοσύνη της. Ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας σύζυγός της έγινε αργότερα μοναχός με το όνομα Ματθαίος και μετά το θάνατό του έγινε και η ίδια μοναχή στο μοναστήρι της Κυρά - Μάρθας. Ήταν μια μοναχή σαν όλες τις άλλες και, ακόμη και αν ήταν αυτοκράτειρα, έκανε όλα τα διακονήματα στο μοναστήρι.

Η Αγία Υπομονή βοήθησε να ιδρυθεί ένας οίκος ευγηρίας, με το όνομα ‘Η ελπίδα των απελπισμένων’, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη (του τιμίου Προδρόμου) της Πέτρας όπου φυλασσόταν το σκήνωμά του Αγίου Παταπίου.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης συνέβη κατά τη στιγμή που εκείνη και ο σύζυγός της είχαν εξοριστεί (1390 – 1392). Η Αγία Υπομονή πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1450, 3 χρόνια πριν η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του Βυζαντίου, πέσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, έπειτα από μακρά πολιορκία. Στην πτώση της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας υιός της, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πέθανε στη μάχη. Η Αγία Υπομονή ετάφη στη μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ετάφησαν ο αυτοκράτορας σύζυγός της και 3 από τα παιδιά τους (εκ των οποίων τα 2 ήταν μοναχοί).

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα (ανιψιός της Αγίας Υπομονής) μετέφερε στο βουνό Γεράνεια στη Νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο του Αγίου Παταπίου σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη Θέρμαι (το σημερινό Λουτράκι) που ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Στο σπήλαιο αυτό βρέθηκε Βυζαντινή αγιογραφία της Αγίας Υπομονής και η αγία κάρα της. Στο σπήλαιο αυτό χτίστηκε το 1952 από τον γέροντα Νεκτάριο Μαρμαρινό το μοναστήρι του Αγίου Παταπίου, όπου και φυλάσσεται η σεπτή κάρα της Αγίας Υπομονής» (Πηγή: Βικιπαίδεια)

Είναι αξιοθαύμαστη η περίπτωση της πριγκιποπούλας, μετέπειτα  αυτοκράτειρας κι ύστερα μητέρας αυτοκράτορα, που έγινε μοναχή, της Ελένης Δραγάση και μετέπειτα Υπομονής. Διότι ασφαλώς δεν είναι εύκολο να αφήσει κανείς τις τιμές και τις δόξες, έστω και σε περίοδο παρακμής, για να εγκλειστεί σε μοναστήρι, ζώντας ως «κοινός» θνητός, με επιτέλεση και των πιο δύσκολων και «χαμηλών» διακονημάτων. Αυτό δείχνει μία ιδιαίτερη ταπείνωση, που αποτελεί την προϋπόθεση για να δεχτεί κανείς πλούσια τη χάρη του Θεού.  Το ακόμη θαυμαστότερο όμως  είναι ότι όχι μόνον έγινε μοναχή, αλλά έφτασε και σε μέτρα αγιότητας τέτοια που η Εκκλησία μας τα διαπίστωσε, ώστε να διακηρύξει και  την οσιότητά της. Τα θαύματα για παράδειγμα που έχουν καταγραφεί από τις επεμβάσεις της, παλαιότερα και νεώτερα, είναι πολλά, σαν την περίπτωση εκείνου του οδηγού ταξί, που σαν σήμερα πριν λίγα μόλις χρόνια, μεταφέροντας στο Λουτράκι από την Αθήνα μία απλή καλόγρια και αποκαλύπτοντας το πρόβλημά του – καρκίνο στο δέρμα – δέχτηκε την ευλογία της που λειτούργησε άμεσα ως θεραπεία από το νόσημά του. Κι όταν μετά από μία μικρή στάση την αναζήτησε, αυτή είχε εξαφανιστεί, δεν την είχε δει κανείς, όπου ρώτησε εκεί γύρω που σταμάτησε, την αναγνώρισε δε λίγο αργότερα στο ιατρείο που προσήλθε, γιατί ο ιατρός είχε αναρτημένη την αγία εικόνα της.

Το παράδοξο όμως της ζωής της: από αυτοκράτειρα να γίνει απλή και ταπεινή καλόγρια και μάλιστα να αγιάσει, αίρεται και κατανοείται, όταν δει κανείς την όλη πορεία της απαρχής. Η Ελένη οσία Υπομονή ζούσε με αίσθηση της παρουσίας του Θεού, με φροντίδα επιτέλεσης των αγίων εντολών Του, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη προς τους συνανθρώπους της, θα έλεγε κανείς, από γεννησιμιού της. Είτε στα ανάκτορα είτε στο μοναστήρι, είτε μικρή κοπέλα είτε σύζυγος αυτοκράτορα, την ίδια ζωή στην ουσία ζούσε, κάτι που περίτρανα αποδεικνύει ότι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο άνθρωπος που αγαπά αληθινά τον Χριστό δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, αλλά από αυτό που έχει θέσει ως στέρεο στόχο της ζωής του. Με άλλα λόγια η οσία Υπομονή είναι μία επιπλέον περίπτωση πραγματικού αγίου ανθρώπου, που μπορούσε να λέει ό,τι και ο απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να είμαι με τον Χριστό. Κι ίσως εκείνο που μας κάνει να μένουμε περισσότερο έκθαμβοι στην περίπτωσή της είναι το γεγονός ότι ζούσε οσίως και σωφρόνως κι όσο ακόμη ήταν στις μεγάλες θέσεις και δεν είχε κλειστεί στο μοναστήρι. Σαν να μην την ακουμπούσε τίποτε επίγειο, σαν να ήταν ένα είδος περιστεριού που περιΐπτατο υπεράνω της συγχύσεως του κόσμου τούτου. Και πράγματι μεταξύ των άλλων έτσι την αντιμετωπίζει ο υμνογράφος της. Μας καλεί «να την εγκωμιάσουμε, αυτήν που ήταν ένδοξη βασίλισσα, γιατί σαν περιστέρι ευλαβικό πέταξε πάνω από τον κόσμο της σύγχυσης προς τις σκηνές του ουρανού κι έζησε με αληθινή αγάπη, με άσκηση, με ταπείνωση» (απολυτίκιο της οσίας).

Έχει τονιστεί πολλές φορές ότι τη χάρη ενός αγίου και γενικώς ενός ανθρώπου απλού την βλέπουμε φανερά από το τι μας προκαλεί στην προσέγγισή του. Ένας άγιος πάντοτε μας ανεβάζει πνευματικά, μας κάνει να βλέπουμε τον αληθινό σκοπό της ζωής, μας δίνει ώθηση να αποκαλυφθεί ο καλύτερος εαυτός μας. Με τον άγιο δηλαδή βγαίνει το γέλιο της ψυχής μας, γινόμαστε όντως άνθρωποι. Αυτό με ένα λόγο που έχει ο άγιος, τη χάρη του Θεού, αυτό και μεταγγίζει. Πώς το λέει ο ίδιος ο Κύριος; «Το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με την οσία Υπομονή. Η προσέγγισή της από κάθε άνθρωπο οδηγούσε στην εν Θεώ αύξηση του ανθρώπου, στη φανέρωση του χαρισματικού εαυτού του. Και δεν είναι λόγια που τα λέμε εμείς σήμερα εγκωμιαστικά. Είναι η εμπειρία της εποχής, καταγεγραμμένη από ανθρώπους που την ήξεραν και μάλιστα αγίους. Ας ακούσουμε για παράδειγμα τι λέει ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, Γεννάδιος ο Σχολάριος, σε συγκεκριμένο λόγο του «Επί τη κοιμήσει της μητρός του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΑ΄ αγίας Υπομονής» :

 «Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Κι ακόμη: «Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού, αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:  “Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποιναν Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν”. Η «Αγία Δέσποινα», όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. “Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής”» (Ι. Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης).

Το μόνο που ίσως αυθόρμητα έρχεται και σε εμάς να κάνουμε μπροστά στην οσία Υπομονή είναι να τη μεγαλύνουμε όπως και η Εκκλησία μας: «Είθε να χαίρεις, Υπομονή, συ που αναδείχτηκες πρότυπο υπομονής, στήλη της σωφροσύνης, στέρεο τείχος των αρετών και ταμείο της αγάπης, συ που είσαι η ένδοξη κορυφή των ένθεων βασιλισσών».