05 Νοεμβρίου 2021

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΓΑΛΑΚΤΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ

«Ο Γαλακτίων και η Επιστήμη έζησαν επί της βασιλείας του Δεκίου και της ηγεμονίας του Σεκούνδου. Και ο μεν Γαλακτίων ήταν υιός του Κλειτοφώντος και της Λευκίππης, Ελλήνων (δηλαδή ειδωλολατρών)  και των δύο, οι οποίοι  κατηχήθηκαν στη χριστιανική πίστη από κάποιο μοναχό ονόματι Ονούφριο και δέχτηκαν το άγιο βάπτισμα. Η δε Επιστήμη και αυτή είχε γονείς Έλληνες, κι όταν παντρεύτηκε τον Γαλακτίωνα, βαπτίστηκε κι η ίδια χριστιανή. Αποφάσισαν από κοινού να διατηρήσουν την παρθενία τους και να ζήσουν με πλήρη αφιέρωση στον Θεό. Πράγματι, ακολούθησαν κάθε σκληραγωγία και ασκητική κακοπάθεια, ενώ έπειτα συνελήφθησαν από τον άρχοντα Ούρσο. Κι αφού ρωτήθηκαν για την πίστη τους και ομολόγησαν τον Χριστό, τους κτύπησαν με σφοδρότητα και τρύπησαν τα νύχια τους με μυτερά καλάμια. Στη συνέχεια ακρωτηρίασαν με μαχαίρι τα χέρια και τα πόδια τους και τέλος τους έκοψαν τα κεφάλια. Κι ο μεν άγιος Γαλακτίων ήταν τότε τριάντα ετών, η δε αγία Επιστήμη δέκα έξι».

Σύζυγοι και μοναχοί ταυτόχρονα οι άγιοι σήμερα, οι οποίοι ανήκουν σ’  εκείνην την  ομάδα των χριστιανών που ακολούθησαν τον λεγόμενο λευκό γάμο: ενώ είναι σύζυγοι δεν έχουν σαρκικές σχέσεις. Ο υμνογράφος μάλιστα με μία πολύ όμορφη φράση – κι όχι μόνο με αυτήν -  εκφράζει τη διπλή αυτή παράδοξη σχέση τους: Οι άγιοι αποτελούν «κλέος συζυγίας, αζύγων μέγα θαύμα». Οι άγιοι είναι η δόξα της συζυγίας, αλλά και το μέγα θαύμα των μοναχών. Δεν προβάλλει η Εκκλησία μας τον λευκό γάμο  ως παράδειγμα προς μίμηση. Ο λευκός γάμος αποτελεί επιλογή ορισμένων συζύγων, οι οποίοι εκτιμώντας τις δυνάμεις τους και την όλη σκοποθεσία της ζωής τους αποφασίζουν ότι η διατήρηση της παρθενίας τους, έστω και μέσα στον γάμο, συνιστά επιλογή που διευκολύνει το συμφέρον της ψυχής τους. Το σημειώνει ο υμνογράφος: «Άμφω τα συμφέροντα συμφρονήσαντες».  Συμβαίνει κάτι παρόμοιο ίσως με το χάρισμα της σαλότητας. Ενώ είναι χάρισμα εκ Θεού, δεν προτείνεται ως δρόμος ζωής από την Εκκλησία μας. Κι αυτό είναι κάτι που δείχνει πόσο η Εκκλησία πορεύεται προσγειωμένα και με συμπάθεια προς τους πιστούς: κάθε φορά τονίζει τον μέσο δρόμο, χωρίς όμως να αποκλείει για όσους το επιθυμούν, κάτι διαφορετικό ως υπέρβαση. Διότι το ζητούμενο από εκείνην είναι όχι ο δρόμος, ο όποιος δρόμος, αλλά η σχέση με τον Χριστό. Αυτό συνιστά τον σκοπό και δεν πολυεπεμβαίνει στα μέσα προς κατάκτηση του σκοπού.

Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε ότι ο λευκός γάμος κάποιων εγγάμων αγίων της Εκκλησίας δεν αποτελεί κριτική κατά του ευλογημένου γάμου των υπολοίπων πιστών. Τούτο θα συνιστούσε βλασφημία, που θα αναιρούσε το ίδιο το μυστήριο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο η ψυχοσωματική σχέση των συζύγων λειτουργεί ως εικόνα της σχέσης του Χριστού με την Εκκλησία. «Το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν».  Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε ήταν Εκείνος που με την παρουσία Του στον γάμο της Κανά  ευλόγησε την κανονικότητα του γάμου και μίλησε για το είδος αυτής της σχέσεως, συμπεραίνοντας ότι «ουκέτι εισί δύο, αλλά μία σαρξ». Με τη χάρη του Θεού δηλαδή ο άνδρας και η γυναίκα συζεύγνυνται, ενώνονται έτσι που αποτελούν τον ένα άνθρωπο, με προσανατολισμό προς τον Χριστό, κάτι που σημαίνει ότι οι σχέσεις πια του ζευγαριού, ψυχικές και σωματικές,  ανάγονται πέρα από το απλό οριζόντιο επίπεδο σε επίπεδο πνευματικό.

Παρ’  όλα αυτά! Η συζυγία του αγίου ζεύγους Γαλακτίωνος και Επιστήμης λειτουργεί παραδειγματικά και για εγγάμους και για μοναχούς. Πώς; Με το να βλέπει κανείς τον μεγάλο πόθο που είχαν για τον Χριστό, τέτοιον που τους έκανε να αρνούνται τα θέλγητρα του αμαρτωλού κόσμου και να ενώνονται με τον σύνδεσμο του αγίου Πνεύματος. «Τω θείω πόθω του Χριστού αρνησάμενοι κόσμον, συνεδέθητε μάλλον τω Πνεύματι, Αθληταί». Η πνευματική σύνδεσή τους ήταν εκείνη που συνιστούσε το όραμά τους και τους έδινε τη δύναμη να προχωρήσουν και μέσα στα μαρτύρια. Οι στίχοι του συναξαριού τους είναι αποκαλυπτικοί: «ασυνδυάστους συζύγους κτείνει ξίφος, την ψυχικήν σύζευξιν ηγαπηκότας». Το ξίφος σκότωσε τους παρθένους συζύγους, διότι αγάπησαν την ψυχική σύζευξή τους. Κι αλλού: «Επιθυμήσατε την αποχή από τις σαρκικές σχέσεις λόγω του πόθου της αγνότητας και της ασκήσεως. Ενωμένοι όμως με στέρεη πίστη και μονοιασμένοι στην ψυχή ενωθήκατε πάλι για τους αθλητικούς αγώνες, οσιομάρτυρες». Αυτό είναι το όραμα όλων των πιστών: να είμαστε μονοιασμένοι μεταξύ μας, κάτι που είναι κυρίως θέμα της ψυχής και λιγότερο του σώματος. Αυτό συνιστά την προϋπόθεση για να έχουμε ομόνοια και με τον Κύριο. Και στους εγγάμους: η ομόνοια των σωμάτων, οι σαρκικές σχέσεις, πρέπει να οδηγούν στην ομόνοια των ψυχών. Το ξαναλέμε. Όλα λειτουργούν αναγωγικά: με την ενότητά μας να ενωνόμαστε με τον Θεό μας.

04 Νοεμβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ

«Ὁ Γεώργιος, ὁ γεωργός τῆς ἀρετῆς καί σύνοικος τῆς σοφίας, τό εὔχρηστο σκεῦος τοῦ παντοδύναμου Παρακλήτου Πνεύματος καί ἡ ἀκένωτη βρύση  τῶν ἰαμάτων, ἀφοῦ ἀκολούθησε κατά τά νεώτερα χρόνια τά βήματα τῶν παλαιῶν λαμπρῶν ὁσίων πατέρων, ἔγινε στύλος καί εἰκόνα γι’ αὐτούς πού θέλουν νά ζοῦν μέ εὐσέβεια».

Ὁ καλός καί γνωστός ὑμνογράφος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, καί κατά ἀκρίβεια τυπική «Μέγας ὑμνογράφος τῆς τῶν Ἀλεξανδρέων Ἐκκλησίας», δρ. Χαράλαμπος Μπούσιας, ὁ ὁποῖος συνέγραψε καί τήν ἀκολουθία τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Γεωργίου Καρσλίδου τοῦ ὁμολογητοῦ, μέ τά παραπάνω σύντομα λόγια στό συναξάρι τῆς ἀκολουθίας του συνοψίζει τά κύρια στοιχεῖα τῆς κατά Χριστόν πολιτείας τοῦ ὁσίου: ὁ ὅσιος ὑπῆρξε ἄνθρωπος τῆς ἀρετῆς καί τῆς σοφίας, ὑπῆρξε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, μέ ἀποτέλεσμα νά γίνει ὁ ἴδιος ὅπως ἀσφαλῶς καί τά χαριτόβρυτα λείψανά του βρύση τῶν ἰαμάτων γιά κάθε ἀσθένεια τῶν πιστῶν ἀνθρώπων πού πρόστρεχαν καί προστρέχουν σ’ αὐτόν. Αἰτία τῶν ὑπερφυῶν αὐτῶν καταστάσεων ἦταν τό γεγονός ὅτι προσπάθησε στή ζωή του νά ἀκολουθήσει τά χνάρια τῶν παλαιῶν μεγάλων ὁσίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό κι ἐκεῖνος μαζί μέ τούς μεγάλους ὁσίους ἔγινε στήριγμα καί πρότυπο γιά ὅλους τούς πιστούς χριστιανούς.

Μέ ἔμπνευση, γνώση κι ἐπιστήμη ὁ ὑμνογράφος μας ἀναπτύσσει μέ τή δοσμένη ἀπό τόν Θεό χάρη πού ἔχει ὅλες τίς διαστάσεις αὐτές τῆς ζωῆς τοῦ ὁσίου Γεωργίου. Ἐπανειλημμένως ἐπισημαίνει καταρχάς ὅτι ὁ ὅσιος ὑπῆρξε ἄνθρωπος στόν ὁποῖο εἶχαν κατοικήσει ὅλες οἱ ἀρετές τοῦ Θεοῦ: ἤδη γιά παράδειγμα στό ἀπολυτίκιό του μᾶς ἀναφέρει ὅτι ἦταν «τοῦ χαροποιοῦ πένθους μύστης καί καθρέπτης τῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τῆς ταπείνωσης καί τῆς πνευματικῆς ἐγρήγορσης»· ἦταν «αὐτός πού ἀναλώθηκε μέ τήν ἀγάπη καί τή συμπάθειά του πρός κάθε συνάνθρωπο, καθοδηγώντας ἀπλανῶς τόν λαό τοῦ Θεοῦ» (ἰδιόμελο τοῦ ὄρθρου)· ἦταν ὁ ἐγκρατέστατος ἄνθρωπος πού «ζοῦσε μέ σκληραγωγία τῆς σάρκας του καί μέ ἀσιτία» (ὠδή γ΄)· αὐτός πού «ἔτρεχε πρῶτος στήν ἐλεημοσύνη, δείχνοντας ὅτι εἶναι τό φῶς τῆς ἀγάπης» (ὠδή δ΄)· αὐτός πού ὑπῆρξε «ἡ βάση τῆς σωφροσύνης καί ἡ λάμψη τῆς ἀγαθωσύνης» (οἶκος κοντακίου). Μ’ ἕνα λόγο ὑπῆρξε ἄνθρωπος πού «στό πρόσωπό του οἱ χριστιανοί τῶν νεώτερων χρόνων ἔβλεπαν τά κατορθώματα τῶν ὁσιώτατων ἀσκητῶν τῆς ἐρήμου τῆς Παλαιστίνης καί τῆς Αἰγύπτου» (στιχηρό προσόμοιο ἑσπερινοῦ), έβλεπαν δηλαδή ἕναν  ἄλλον Ἀντώνιο, ἄλλον Εὐθύμιο, ἄλλον Μακάριο, καί πού τελικῶς «μέ τήν ἄσκησή του ἔφθασε ὡς ἄσαρκος μέχρι τούς ἀγγέλους καθώς ἀνέβηκε τήν κλίμακα ὅλων τῶν ἀρετῶν» (ὠδή ε΄).

Κι ἐπισημαίνει βεβαίως ὁ καλός καί πιστός ὑμνογράφος ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἀρετές δέν ὑπῆρξαν ἕνα κατόρθωμα τοῦ ἁγίου, βασισμένου στίς δικές του δυνάμεις, ὥστε ἡ καύχηση νά εἶναι γι’ αὐτόν.  Ἦταν ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στήν ὕπαρξή του, πού ἔκανε τόν ἅγιο, «καθώς ἀγάπησε ἀπό μικρό παιδί τόν Χριστό καί κατηύθυνε πρός Αὐτόν ὅλη τήν ἔφεση τῆς ψυχῆς του» (αἶνοι),  νά φανερώνεται ἀπό ὅπου πέρασε – εἴτε τήν Ἀργυρούπολη τοῦ Πόντου εἴτε τή χώρα τῆς Γεωργίας εἴτε τήν πόλη τῆς Δράμας καί τό ἱδρυθέν ἀπό αὐτόν μοναστήρι τῆς Ἀναλήψεως - μέ τόσο θεοχαρίτωτο τρόπο. Γι’ αὐτό καί ἡ ὅποια ἀρετή του ἦταν στερεωμένη στό θεμέλιο ὅλων τῶν ἀρετῶν πού δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν ταπείνωση, γιατί εἶναι ἡ μόνη πού ἑλκύει ὡς μαγνήτης κυριολεκτικά τή χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Καί παίρνει ἀφορμή ὁ ἐνημερωμένος ὑμνογράφος μας ἀπό «τόν ταπεινόν ἀσκητήν» (στιχηρό ἑσπερινοῦ), γιά νά διεισδύσει λίγο στήν ψυχή του πάνω στήν ὑψοποιό αὐτήν ἀρετή. Καί μᾶς καθοδηγεῖ καί μᾶς συγκινεῖ, λέγοντάς μας ὅτι ἡ ταπείνωσή του αὐτή ἦταν ὁ καρπός μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τῆς ἀσκητικῆς του προσπάθειας «νά κρατάει τόν νοῦ του στόν Ἅδη, χωρίς ὅμως νά ὁδηγεῖται σέ ἀπόγνωση, γι’ αὐτό καί νά ἀξιώνεται τῆς ἀπόλαυσης τοῦ Θαβωρίου φωτός» (λιτή). Τί κάνει ὁ ὑμνογράφος; Μέ φωτισμό προφανῶς Θεοῦ, «δανείζεται» τήν ἐκφρασμένη διά γραφίδος ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἄθω καί ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ ἐμπειρία τοῦ ἰδίου ἁγίου Σιλουανοῦ, γιά νά πεῖ ὅ,τι ἐκεῖνος εἶχε δεῖ ὡς ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στόν ἑαυτό του. Αὐτό δηλαδή πού ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο στόν ἅγιο Σιλουανό, σύγχρονο σχεδόν τοῦ τιμωμένου ἁγίου μας,  προκειμένου νά μένει στήν ταπείνωση, συνεπῶς καί στή χάρη τοῦ Θεοῦ, «κράτει τόν νοῦν σου εἰς τόν ἅδη καί μή ἀπελπίζου», τό ἴδιο ἀποδίδει ὁ ὑμνογράφος καί στόν ἅγιο Γεώργιο Καρσλίδη. Κι ἔχει δίκιο: γιατί ὁ πνευματικός ἀγώνας, παρ’ ὅλες ἴσως τίς διακλαδώσεις του, εἶναι κοινός σέ ὅλους τούς ἁγίους.

Ὁ ἅγιος Γεώργιος ὑψώνεται λοιπόν κι αὐτός σέ οἰκουμενικό πρότυπο γιά ὅλους τούς πιστούς, προσφέροντας σ’ αὐτούς τή χάρη τῶν ἰάσεων καί τή λύση τῶν ποικίλων προβλημάτων τοῦ βίου τους. Γιατί ἀκριβῶς ἔγινε κι αὐτός «σκεῦος ἐκλογῆς», σάν ὅλους τούς Πατέρες καί ὁσίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί μέσα ἀπό αὐτόν διακρίνουμε καθαρά τήν παρουσία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, τήν παρουσία τῆς χάρης Του. Κι ἕνα στοιχεῖο πού ἐπιβεβαιώνει μέ περίτρανο τρόπο τήν ἀλήθεια αὐτή εἶναι καί τό ὅτι ὁ ἅγιος Γεώργιος πέρασε ἀπό πολύ μικρός πάρα πολλούς κόπους, κινδύνους, φυλακίσεις, μέ ἀποτέλεσμα τήν σχεδόν ὁλοκληρωτική του ἐξάντληση. Μέχρι θανάτου κινδύνεψε ὁ ὅσιος, χωρίς ὅμως οὐδ’ ἐπί στιγμήν νά καμφθεῖ τό ἀνδρειότατο φρόνημά του. Σάν τόν ἀπόστολο Παῦλο, οἱ πόνοι τοῦ σώματός του καί τό εὔθραστο τῆς ὑγείας του συνοδεύονταν ἀπό μία καρδιά γεμάτη ἀπό χάρη Θεοῦ, συνεπῶς ἀπό πνευματική ὑγεία. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν ἦταν αὐτός πού ὅταν παρεκάλεσε τόν Κύριο νά ἄρει ἀπό αὐτόν τόν «σκόλοπα τῆ σαρκί», Ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε ὅτι «σοῦ ἀρκεῖ ἡ χάρη Μου», ὁπότε κατάλαβε ὁ ἀπόστολος ὅτι «ὅταν ἀσθενῇ τότε δυνατός ἐστι»; Τό ἴδιο συμβαίνει, κατά τόν ὑμνογράφο, καί μέ τόν ἅγιο Γεώργιο. «Τό ἀσθενικό του σῶμα ἔκρυβε μία ὑγιέστατη καρδιά… κι ἦταν στήν πραγματικότητα ἡ ἀγόγγυστη ἀπό αὐτόν ἀνάληψη τοῦ Σταυροῦ τοῦ Κυρίου πάνω του» (δοξαστικό τῶν ἀποστίχων).

Γι’ αὐτό καί ἄφοβος καί ἀνδρεῖος ὁ ὅσιος μετάγγιζε καί συνεχίζει νά μεταγγίζει ἀφοβία καί ἀνδρειότητα σέ κάθε πιστό πού ἀναφέρεται σέ αὐτόν, ὅπως πολύ ὡραῖα ἐπίσης τό ἐπισημαίνει ὁ σεμνός ὑμνογράφος. «Θάρρος καί ἰσχύ καί δύναμη δίνεις ὡς βραβεῖο, ὅσιε Γεώργιε, σέ ὅλους τούς πιστούς πού σέ μακαρίζουν μέ ἄξιο τρόπο» (ὠδή θ΄). Ἕνας ἄνθρωπος πού ἔχει ἀντιμετωπίσει τόν θάνατο μέ πίστη Χριστοῦ, ἕνας κυριολεκτικά ὁμολογητής τῆς πίστεως, αὐτός νιώθει τή δύναμη τοῦ Χριστοῦ μέσα του καί μπορεῖ ὡς ὑγιές μέλος Ἐκείνου νά τήν προσφέρει καί στά ἄλλα μέλη τοῦ σώματος.  Κι ἄς ἐπιτραπεῖ νά τονίσουμε ἐδῶ μία λεπτή  ἐπισήμανση τοῦ ὑμνογράφου ὡς πρός τήν ὁμολογιακή διάσταση τῆς πίστεως τοῦ ὁσίου. Πολλοί στήν ἐποχή μας καυχῶνται γιά τό γεγονός ὅτι εἶναι ὁμολογητές τῆς πίστεως. Διατείνονται ὅτι ἡ ἐποχή μας εἶναι καί πρέπει νά εἶναι ἐποχή ὁμολογίας. Καί κανείς δέν ἀντιλέγει ὡς πρός αὐτό. Εἶναι κάτι ἄλλωστε πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος τό ἐζήτησε. Μέ μία προϋπόθεση: ἡ ὁμολογία συνοδεύεται πάντοτε ἀπό τά παθήματα, τήν ἄσκηση, τό μαρτυρικό φρόνημα. Γιατί μία ὁμολογία πού μένει μόνο σέ φωνασκίες καί σέ συνθήματα δέν ξέρουμε κατά πόσον συνάδει μέ τό φρόνημα τοῦ Κυρίου, τῆς Ἐκκλησίας Του, τῶν ἁγίων Του. Ποιά ἐπισήμανση κάνει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος; Προσπαθώντας νά κατανοήσει τόν χαρακτηρισμό τοῦ ἁγίου Γεωργίου ὡς ὁμολογητοῦ, γράφει μεταξύ ἄλλων: «Φυλακήν καθυπέμεινας καί διεσώθης ἐκ θανάτου, πανόλβιε, ἵνα στέφανον λάβῃς ὁμολογίας σου». Ὑπέμεινες δηλαδή τή φυλάκιση καί διασώθηκες ἀπό τόν θάνατο, παμμακάριστε, προκειμένου νά λάβεις τό στεφάνι τῆς ὁμολογίας σου (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Ὁμολογητής δηλαδή εἶναι καί χαρακτηρίζεται ἐκεῖνος πού ἔχει πάθει γιά τόν Κύριο καί τήν πίστη Του, πού σημαίνει ὅπως εἴπαμε ὅτι δέν ἐξαντλεῖται τό ὁμολογιακό στοιχεῖο μόνο σέ λόγια καί φωνές. Γι’ αὐτό καί μακαριστός ἁγιορείτης ασκητής, ὁ Γερο-Δαμασκηνός ἀπό τον ἅγιο Βασίλειο στα Κατουνάκια, πού ἔζησε ὅλη τή ζωή του στην ἐρημική αὐτή περιοχή, σημείωνε ὅτι ναί μέν στήν ἐποχή μας κάποιοι χωρίζουν τούς συγχρόνους χριστιανούς σέ ὁμολογητές καί μή, ἀλλά ἡ πραγματικότητα αὐτή θά φανεῖ τότε πού θά προκύψουν τά ἀληθινά προβλήματα καί θά χρειαστεῖ έμπρακτα νά φανερώσει ὁ πιστός ἄν πράγματι εἶναι πιστός ἤ ὄχι.  Καί μέ τά ἴδια τά λόγια του πού εἶπε σέ κάποιον θεωρούμενο ὁμολογητή, ἐκδότη μάλιστα ζηλωτικοῦ περιοδικοῦ: "Πάτερ Ἰ..., στά τελευταῖα χρόνια θά ἄρει ὁ Θεός τήν εὐλογία τῆς ὁμολογίας ἀπό πολλούς ὑποκριτάς ζηλωτάς καί θά τή δώσει σέ ανθρώπους μέ ἀγαθή προαίρεση καί καλή διάθεση" (Ἱερομ. Φιλίππου, Ἡ σοφία τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἐκδ. Φερενίκη, σελ. 34).  

Ἡ ἐπισήμανση τῶν χαρίτων τοῦ ἁγίου, ἡ μεγάλη παρρησία του ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὥστε νά διενεργοῦνται καθημερινῶς καί ὅσο ζοῦσε ἀλλά καί μετέπειτα πάμπολλα θαύματα, ἡ βεβαιωμένη ἐπίκλησή του πού ὁδηγεῖ σέ μετάνοια τούς ἀνθρώπους, δέν θά εἶχε τέλος. Θά ἦταν εὐχῆς ἔργον νά ἀναζητήσουμε καί νά πάρουμε στά χέρια μας τό βιβλίο πού ἔγραψε γι’ αὐτόν, (κατόπιν παρακλήσεως τό 1979 τῆς ὁσιώτατης μακαριστῆς ἡγουμένης στό μοναστήρι τοῦ ὁσίου Ἀκυλίνας μοναχῆς), ὁ μακαριστός κι αὐτός πιά Γέροντας Μωϋσής μοναχός. Κι ἐκεῖ θά δοῦμε καί θά θαυμάσουμε τήν ἐπακριβή πορεία, ἐπίγεια καί πνευματική, τοῦ ὁσίου Γεωργίου. Καί μακάρι νά κατανυχθοῦμε, ὥστε μέσα στά πλαίσια καί τῆς δικῆς μας ζωῆς νά μεταφέρουμε κάτι ἀπό τήν ἁγιασμένη ζωή του. Καί νομίζουμε ὅτι ἀξίζει νά ἀναφέρουμε ὅτι ὁ ἅγιος Γεώργιος, ἀρκετά μετά ἀπό τή βιογράφησή του ἀπό τόν μακαριστό Μωϋσή, τότε πού βρισκόταν ὁ λόγιος αὐτός Γέροντας στά τέλη τῆς ζωῆς του μέσα ἀπό πολλούς κόπους καί ἀσθένειες καί πειρασμούς, τοῦ φανερώθηκε, μαζί μέ τόν ἅγιο Ἱερώνυμο τόν Σιμωνοπετρίτη καί τήν ὁσία Σοφία τῆς Κλεισούρας, γιά νά τοῦ δώσει δύναμη καί κουράγιο στή δυσκολεμένη του κατάσταση καί νά ἐκφράσει τήν εὐαρέσκειά του γιά τήν ἐνασχόλησή του μέ αὐτόν.

Ταῖς πρεσβείας τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Γεωργίου Καρσλίδη, ὁ Κύριος νά σώσει καί νά ἁγιάσει ὅλους μας.

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο μακάριος Ιωαννίκιος γεννήθηκε κατά το εικοστό τέταρτο έτος της τυραννίας του θηριωνύμου Λέοντος, στη χώρα των Βιθυνών. Ο πατέρας του λεγόταν Μυριτρικής και η μητέρα του Αναστασού. Σε ηλικία σαράντα ετών εξεστράτευσε μαζί με τον βασιλιά κατά των Βουλγάρων και έδειξε τέτοια ανδρειοσύνη, ώστε μπροστά στα μάτια του βασιλιά κατέκοψε πολλούς Βουλγάρους, σώζοντας τους ομοφύλους του. Θέλοντας να αποφύγει τη μελετώμενη από τον βασιλιά απέναντί του τιμή και δόξα, έρχεται στο όρος  του Ολύμπου, όπου άκουσε με τα ίδια του τα αυτιά  θεϊκή φωνή να του λέει να ανέβει υψηλότερα. Εκεί συνάντησε δύο μοναχούς, που  δεν τους είχε δει ποτέ κανένας, οι οποίοι φορούσαν τρίχινα ρούχα και τρέφονταν με άγρια βότανα. Αυτοί του μίλησαν για όσα είχε ως σκοπό να κάνει, ενώ έλαβε από αυτούς ως περιβολή τη χάρη της προσευχής. Αφού έφυγε από εκεί, πήγε πρώτα στο όρος του Τριχάλικος, έπειτα στη Μονή των Αυγάρων και τέλος στα όρη της Κοντουρίας. Έμαθε τριάντα ψαλμούς, τους οποίους έψαλλε μαζί με κάποιο τροπάριο που ο ίδιος σύνθεσε: Η ελπίς μου ο Θεός, καταφυγή μου ο Χριστός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον. Αυτός ο μακάριος αφού πέρασε από πολλά μέρη και έκανε μεγάλα θαύματα και προφήτευσε  για τα μέλλοντα, ήλθε και προς τη Μονή του Αντιδίου, οπότε πλήρης ημερών αναπαύτηκε εν Κυρίω, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών».

  Ο όσιος Ιωαννίκιος είναι γνωστός καταρχάς σε όλο το πιστό πλήρωμα της Εκκλησίας από το συντεθειμένο από αυτόν τροπάριο που καθημερινώς λέγεται κατά την ακολουθία του Αποδείπνου (μικρού και μεγάλου): «η ελπίς μου ο Πατήρ, καταφυγή μου ο Υιός, σκέπη μου το Πνεύμα το Άγιον, Τριάς αγία, δόξα Σοι». Η έξοδός του από τον κόσμο, όπως είδαμε στο συναξάρι του, ήταν αποτέλεσμα  της αποφυγής της ανθρώπινης δόξας, δείγμα της ταπείνωσης που τον διακατείχε, συνεπώς της παρουσίας της δόξας του Θεού μέσα στην καρδιά του, η οποία έγινε και ο καθοδηγητής του για τον πνευματικό δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσει.  Κατά τον υμνογράφο «υψούσαν ταπείνωσιν έσχηκας», και γι’  αυτό «περπάτησες την οδό που εισάγει, χωρίς επιστροφή, στην ουράνια πόλη. Διότι το άγιον Πνεύμα, που είχε αναπαυτεί στην καρδιά σου, ήταν ο οδηγός σου».  Κι αυτό συνιστά μία παραδοξότητα: πώς ένας στρατιώτης, που πολεμούσε με τόση γενναιότητα και σκότωσε στον πόλεμο τόσους εχθρούς,  μπορούσε να έχει στην καρδιά του τέτοια χάρη Θεού;

Πέρα από το γεγονός βεβαίως ότι το παράδειγμα του οσίου Ιωαννικίου μας υπενθυνμίζει πως δεν πρέπει να σπεύδουμε να κρίνουμε επιφανειακά τους συνανθρώπους μας – «μη κρίνετε κατ’  όψιν» είπε ο ίδιος ο Κύριος -   η εξήγηση ίσως να βρίσκεται σε μια επισήμανση του υμνογράφου που λέει: «ρεόντων τα μένοντα ηλλάξω, εμφρόνως τον σον αναλαβών σταυρόν Ιωαννίκιε, και έν αβάτοις όρεσιν, ως ο Ηλιού ο μέγιστος, υποχωρών διετέλεσας». Δηλαδή: Με φρόνηση, Ιωαννίκιε, αντάλλαξες τα ρέοντα της ζωής αυτής με τα μένοντα και αιώνια της βασιλείας του Θεού, αναλαμβάνοντας τον σταυρό της ακολουθίας του Κυρίου, και σε απάτητα όρη, σαν τον μέγιστο Ηλία, υποχωρούσες διαρκώς. Έχουμε την εντύπωση ότι η μελετώμενη από τον βασιλιά τιμή και δόξα του οσίου ως στρατιώτη τότε, λειτούργησε ως απλή αφορμή, προκειμένου  αυτός να οδηγηθεί σε οριστική απόφαση απομάκρυνσής του  από τη γοητεία και τις παγίδες του κόσμου τούτου. Ήδη πρέπει να βρισκόταν σε προβληματισμό  και αναταραχή περί του πρακτέου της ζωής του, γι’  αυτό και όταν βρέθηκε στο οριακό σημείο αποδοχής ή όχι της ανθρώπινης δόξας, η θέλησή του έκλινε εκεί που κτυπούσε  η καρδιά του: να ακολουθήσει με ολοκληρωτικό δόσιμο του εαυτού του τον Χριστό∙ να ανταλλάξει τα ρέοντα με τα μένοντα.  Ίσως μας παραπέμπει τούτο στον απόστολο Παύλο, ο οποίος ναι μεν προ της μεταστροφής του στη χριστιανική πίστη δίωκε τους χριστιανούς, όμως δεν πρέπει να αισθανόταν καλά με αυτό που έκανε. Και προφανώς γι’ αυτό ο Κύριος, βλέποντας το βάθος της καρδιάς Του, τον κάλεσε με έναν εξαιρετικό τρόπο να γίνει απόστολός Του.

Ο υμνογράφος από εκεί και πέρα αναφέρεται στον πνευματικό αγώνα καθάρσεως της καρδιάς του οσίου, η οποία τον οδήγησε σε τέτοια πλάτυνση του εσωτερικού του κόσμου, ώστε εκτός από θαυματουργός να είναι και προορατικός: «Ιωαννίκιε, με τη χάρη του αγίου Πνεύματος, αφού καθάρισες το όμμα της διάνοιάς σου, σου δόθηκε η χάρη της προφητείας, ώστε να μιλάς για τα μέλλοντα ως παρόντα, και να βλέπεις τα μακρινά ως κοντινά». Εκεί όμως που πρέπει, νομίζουμε,  ιδιαιτέρως να σταθούμε είναι σ’  έναν ύμνο από την ογδόη ωδή. Ο υμνογράφος βλέπει τον όσιο να στέκεται πάνω σε ψηλό όρος, όπως ένα λυχνάρι πάνω στη λυχνία – κατά τον λόγο του Κυρίου βεβαίως «ουδείς λύχνον άψας τίθησιν αυτόν υπό τον μόδιον, αλλ’  επί την λυχνίαν» - και από εκεί να  καταφωτίζει με την πίστη τα νοήματα των ανθρώπων, διότι τους υποδεικνύει με άριστο τρόπο τον αληθινό δρόμο της ζωής και τους ανεβάζει έτσι με τον θείο λόγο του στο ύψος της εν Χριστώ απάθειας. «Ιστάμενος άνω προς το όρος, ως επί λυχνίας, όσιε, πάντων τα νοήματα πίστει κατεφώτιζες, υποδεικνύων άριστα Ιωαννίκιε, την τρίβον της ζωής και ανάγων τούτους θείω λόγω, προς ύψος απαθείας».

Γιατί  ο τονισμός του συγκεκριμένου ύμνου; Διότι σε ημέρες κρίσιμες σαν αυτές που διερχόμαστε, ο όσιος, όπως λέει ο ύμνος, που λειτουργούσε θεραπευτικά για τους ανθρώπους, με την έννοια ότι διόρθωνε λογισμούς, μπορεί να μας βοηθήσει κατά αντίστοιχο τρόπο. Δηλαδή, να μάθουμε κι εμείς ακούγοντάς τον να μη μείνουμε δεμένοι σε ό,τι προκαλεί ταραχή και φόβο – τα ρέοντα της ζωής αυτής – αλλά με φωτισμένο νου να επιμένουμε στην αληθινή οδό, που δεν είναι άλλη από τη ζωή του Χριστού, και να προσβλέπουμε στο ύψος της υπέρβασης των ανθρωπίνων παθών και καταστάσεων. Κι είναι εύλογο: η ζωή αυτή μονίμως έχει το χαρακτηριστικό της ταραχής, διότι δεν είναι μόνιμη κατάσταση. «Παράγει το σχήμα του κόσμου τούτου». «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Μη κάνουμε το λάθος να θεωρήσουμε ότι αυτά που διερχόμαστε ως κοινωνία και έθνος και παγκόσμια είναι αιώνια. Αυτά έρχονται και παρέρχονται. Τα αιώνια όμως που είναι ο Χριστός και ο άγιος λόγος Του δεν παρέρχονται ποτέ: «οι λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν».

03 Νοεμβρίου 2021

ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΤΟΥ ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΥ ΕΝ ΛΥΔΔΗ, ΗΤΟΙ Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΑΥΤΟΥ

«Ο άγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος, Καππαδόκης από πατέρα και Παλαιστίνιος από μητέρα, με ευσεβή ανατροφή και αγαθή φύση, από νεαρός διακρίθηκε στους πολέμους και γι’  αυτό έλαβε μεγάλα αξιώματα στον στρατό. Όταν πέθαναν οι γονείς του και ήλθε σ’  αυτόν μία μεγάλη περιουσία, θέλησε να πάει στη Ρώμη, στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, προκειμένου να ανέβει σε ακόμη υψηλότερα αξιώματα. Διεπίστωσε όμως την εχθρική στάση του αυτοκράτορα απέναντι στους χριστιανούς, τους οποίους ήθελε να εξολοθρεύσει, γι’  αυτό και αντέδρασε, ερχόμενος «αυτόκλητος» στη Βουλή  και δηλώνοντας με παρρησία τη χριστιανική του ταυτότητα, αφού προηγουμένως μοίρασε στους πτωχούς όλη την περιουσία του. Τα μαρτύρια που υπέστη λόγω της ομολογίας του και της σταθερής εμμονής του στην πίστη του Χριστού ήταν πάμπολλα και φοβερά, τα οποία  οδήγησαν πολλούς στον Χριστό, ενώ ο Ίδιος του φανερώθηκε σε όνειρο, βεβαιώνοντάς τον για τα αγαθά που τον περιμένουν. Τέλος του έκοψαν το κεφάλι με ξίφος. Το άγιο σκήνος του, σύμφωνα με υπόδειξη του αγίου προ της τελευτής του, διακοσμίσθηκε στην Παλαιστίνη και ετάφη εκεί. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε και έγινε αυτοκράτορας ο μέγας και ισαπόστολος Κωνσταντίνος. Βρήκαν λοιπόν την ευκαιρία οι εραστές της ευσέβειας και του αγίου μάρτυρα και του ανήγειραν στη Λύδδα ωραιότατο ναό, στον οποίο μετέφεραν τα λείψανά του από τον αφανή τόπο που βρίσκονταν. Η κατάθεση των λειψάνων έγινε στις 3 Νοεμβρίου και έκτοτε, αφού κρουνοί θαυμάτων καθημερινώς παρέχονται στους πιστούς που προσέρχονται στον άγιο ναό του, εορτάζεται η ημέρα αυτή ως εορτή της ανακομιδής του Μάρτυρα, εις δόξαν και αίνεσιν Χριστού του αληθινού Θεού ημών και του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου».

Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι μολονότι η σημερινή εορτή είναι για τα εγκαίνια του ναού του αγίου Γεωργίου στην πόλη της Λύδδας, η ακολουθία  είναι ένα εξαίσιο εγκώμιο για τον μεγαλομάρτυρα, χωρίς καμία απολύτως αναφορά στο γεγονός της ημέρας. Χαρακτηρίζουμε εξαίσιο το εγκώμιο, διότι πράγματι ο υμνογράφος, κινούμενος διθυραμβικά απέναντι στον άγιο, νιώθει ίλιγγο και φόβο, απορία και έκσταση, προκειμένου, έστω και ελάχιστα, να ψαύσει τα προτερήματά του. «Ιλιγγιώ γαρ και δέδοικα και απορώ και εξίσταμαι, ψαύσαί σου καν γουν ποσώς, Αθλοφόρε, τοις προτερήμασι». Και ευλόγως: πώς ο πεζός λόγος ή έστω ο τυπικά επαινετικός θα μπορούσε να περιγράψει «το νοερό διαμάντι της υπομονής», εκείνον που πολιτεύτηκε «αξίως του ονόματος» γενόμενος «γεώργιον του Χριστού», που «οπλισμένος με το σημείο του Σταυρού, σαν ξίφος και λόγχη, κατέβαλε όλη την ισχύ των τυράννων και όλη την αθεΐα», που περιτρέχει όλη την υφήλιο, για να προστατεύει τους ανθρώπους σε οποιαδήποτε φάση της ζωής τους, που ενισχύει τους πιστούς στην υπέρβαση των παθών τους, κι όλα αυτά από τον θερμό έρωτα που τον διακατείχε προς τον Θεό; «Ω, του θερμού σου προς Θεόν έρωτος, παμμάκαρ!»

Το πρώτο σημείο βεβαίως στο οποίο μένει ο υμνογράφος, ήδη στην αρχή του εσπερινού, είναι το «αυτόκλητον» της παρουσίας του στη Βουλή του αυτοκράτορα. Χωρίς να τον οδηγήσουν εκεί, ο ίδιος παρουσιάζεται προκειμένου με χαρά και ανδρεία να δηλώσει ότι είναι χριστιανός. «Χαίρων αυτοκινήτοις ορμαίς προς τους αγώνας ανδρικώς προσεχώρησας».  Κι είναι ένα σημείο που χρήζει απαντήσεως, δεδομένου ότι η Εκκλησία μας γενικώς δεν δέχεται την «εισπήδησιν», δηλαδή την με πρωτοβουλία του πιστού αναζήτηση του μαρτυρίου. Το βλέπουμε όμως αυτό στον άγιο Γεώργιο, όπως και σε άλλους μεγάλους μάρτυρες. Τι εξήγηση δίνει ο εκκλησιαστικός ποιητής μέσα από την εν γένει ακολουθία; Η απάντηση είναι πράγματι εκπληκτική: ο ποιητής παρομοιάζει τον άγιο Γεώργιο – κάτι που δεν το συναντάμε συχνά στους ύμνους για άλλους μάρτυρες – με τον προφήτη Ηλία. Χωρίς να αναφέρει ρητά το όνομα του ζηλωτή προφήτη παραπέμπει σ’ αυτόν, προκειμένου να ερμηνεύσει τον τρόπο δράσεως του Γεωργίου. «Επιπαφλάζον πυρ το της απάτης ου φέρων βλέπειν, Άγιε, ως ο πυρίπνους και ζηλωτής, ανομούντας διελέγχων∙ Ουκ έστιν άλλος, έλεγες, Θεός ως ο Κύριος». Δηλαδή: Άγιε Γεώργιε, επειδή δεν άντεχες να βλέπεις να κυριαρχεί η φωτιά της απάτης, έλεγες σαν τον πύρινο και ζηλωτή προφήτη που έλεγχε τους άνομους: Δεν υπάρχει άλλος Θεός όπως ο Κύριος.  Ο ζήλος λοιπόν για την πίστη του Χριστού και η αγανάκτηση του αγίου μπροστά στο φαινόμενο της κυριαρχίας της απάτης ήταν το ποιητικό αίτιο της αυτόκλητης παρουσίας του στη Βουλή, συνεπώς και του μαρτυρίου του.

Ο υμνογράφος όμως επιμένει: συνδέει τον φλογερό ζήλο του αγίου Γεωργίου με την φλόγα της πίστεως που έφερε ο Χριστός. Αν δηλαδή ο αθλοφόρος Γεώργιος είχε τέτοια θέρμη στην ψυχή του, ώστε μόνος του να οδηγηθεί στα μαρτύρια, ήταν γιατί ο ίδιος ο Χριστός άναψε τη φλόγα της πίστεως μέσα του. «Πυρ το του Λόγου όπερ ήλθε Μάκαρ, βαλείν εις κόσμον άπαντα, σου καθαψάμενος της ψυχής, στέγειν όλως ουκ εία, αλλά θερμώς ανέκραζες∙ Χριστός μοι στερέωμα». Δηλαδή: Μακάριε, η φωτιά του Λόγου του Θεού, που ήλθε να βάλει σε όλον τον κόσμο, άγγιξε την ψυχή σου και δεν σε άφηνε  να την κρατάς μέσα σου, αλλά με θέρμη φώναζες δυνατά: ο Χριστός για μένα είναι το στήριγμα. Είναι περιττό βεβαίως να θυμίσουμε ότι ο ύμνος στηρίζεται όχι σε μια έμπνευση του υμνογράφου, αλλά στον λόγο του ίδιου του Κυρίου, που είχε πει: «Πυρ ήλθον βαλείν επί την γην  και τι θέλω ει ήδη ανήφθη». Φωτιά ήλθα να βάλω στη γη και τι άλλο θέλω, αν ήδη έχει ανάψει! Είθε η φωτιά αυτής της πίστης να αγγίξει και τη δική μας ψυχή, με τις πρεσβείες του αγίου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, ιδίως όταν η νύκτα των πειρασμών μάς σπρώχνει από παντού προς τη χάρυβδη των παθών. Εκείνος πράγματι έχει τη δύναμη, με την παρρησία του προς τον Κύριο, να μας σώζει. «Νυξ με πάντοθεν πειρασμών επιπολάζει και ανενδότως συνωθεί με προς την χάρυβδιν των παθών, Γεώργιε, αλλά προφθάσας διάσωσον».

02 Νοεμβρίου 2021

ΚΑΝΕΙ ΚΡΥΟ ΚΑΙ ΠΑΓΩΝΙΑ…

Τι ευλογία και μακαριότητα νιώθουμε όταν έχει παγωνιά και χιονιά έξω και γρήγορα καταφεύγουμε στο σπίτι μας, στο οποίο βρίσκουμε ζεστασιά είτε από σόμπα είτε από κεντρική θέρμανση είτε από τζάκι! Η γλυκύτητα της θερμότητας τότε μας περιβάλλει και η αγαλλίαση μας αγκαλιάζει. Μα το ίδιο και πολύ περισσότερο δεν συμβαίνει και από πλευράς πνευματικής; Ο περίγυρος του κόσμου μας, ευρύτερα ο κόσμος «κείται εν τω πονηρώ» κι ο διάβολος θεωρείται ο «κοσμοκράτωρ» του κόσμου τούτου λόγω της κυριαρχίας του στις καρδιές των ανθρώπων. Τι σημαίνει όμως αυτό; Ότι παντού και πάντοτε σε τρομακτικά μεγάλο βαθμό κυριαρχεί η παγωνιά της κακίας, διότι δυστυχώς τον πρώτο λόγο τον έχει η αμαρτία. Ποια η προτεραιότητα των πολλών; Πώς να αρπάξουν τα περισσότερα και να αυξήσουν το έχει τους, πώς να ικανοποιήσουν στο ανώτερο δυνατό τις σαρκικές αισθήσεις τους, πώς να επιβληθούν στους άλλους κάνοντας το όνομά τους να ακούγεται πρώτο! Ό,τι επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος στην Α΄ καθολική του επιστολή, λέγοντας ότι «κάθε τι στον κόσμο τον πεσμένο στην αμαρτία, δηλαδή η σαρκολατρεία, η επιθυμία να αποκτήσει κανείς τα πάντα, η αλαζονεία γι’ αυτά που κατέχει κανείς, δεν είναι από τον Θεό, αλλά από τον πονηρό»! Και το αποτέλεσμα είναι ακριβώς αυτό: ο κόσμος ζει στην εποχή των «παγετώνων», δηλαδή μέσα σε μία κόλαση σαν του διαβόλου! Γιατί δεν είναι δυνατόν να ζει κανείς αμαρτωλά και η καρδιά του να έχει τη θαλπωρή και τη ζέστα της αγάπης. Το λέει απερίφραστα ο ίδιος ο Κύριος: «δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών» - όταν αυξάνει η αμαρτία και η ανομία, η αγάπη γίνεται ψυγείο!

Λοιπόν, αν θέλουμε, όσοι έχουμε κάποια επίγνωση της χριστιανικής πίστεώς μας, να θερμανθούμε και να ζούμε την ευλογία της θερμή καρδιάς, δεν έχουμε παρά να στραφούμε προς τον μόνον που μπορεί να σπάσει τον πάγο και να μας κάνει μετόχους του δικού Του πυρός, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Εκείνος, δηλαδή όλη η Αγία Τριάδα, είναι «το πυρ της αγάπης», Εκείνος ήλθε «να βάλει φωτιά» για να «καούν» λίγο οι καρδιές και να ζουν οι άνθρωποι ως δικά Του κατοικητήρια. «Ήλθα να βάλω φωτιά κι αυτή είναι η πιο μεγάλη μου επιθυμία: να ανάψει αυτή η φωτιά». Κι αυτήν τη φωτιά τη βρίσκουμε και τη ζούμε στην προσευχή και μάλιστα την εκκλησιαστική – δικά Του είναι τα λόγια των ακολουθιών -, στον λόγο των αγίων Γραφών, στα πνευματικά κείμενα των Πατέρων μας, στην υμνολογία της Εκκλησίας, στα συναξάρια των αγίων μας, σε αγίους ανθρώπους που θα συναντήσουμε. Η Εκκλησία μας είναι η εστία: έχει αναμμένες πολλές σόμπες και τζάκια! Τι κρίμα όμως που οι πολλοί ενώ είναι «ξυλιασμένοι» δεν σέρνουν λίγο τα βήματά τους προς αυτήν. Ο πάγος μάλλον τους έχει καθηλώσει κι αργοπεθαίνουν μέσα στην τραγικότητα της ανομίας και της αμαρτίας!  

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΠΗΓΑΣΙΟΣ, ΑΦΘΟΝΙΟΣ, ΕΛΠΙΔΗΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί ήταν Πέρσες και από τους μεγάλους αξιωματούχους κοντά στον βασιλέα των Περσών Σαβώριο. Ο Ακίνδυνος λοιπόν, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος, από μεγάλη αγάπη προς την αληθινή πίστη ομολογούσαν τον Χριστό, και γι’  αυτόν το λόγο συνελήφθησαν. Τους κρέμασαν και τους κτύπησαν, ενώ στη συνέχεια τους κατέκαψαν τα πλευρά με φωτιά. Επειδή ο βασιλιάς άρχισε να βλασφημεί τον Χριστό, οι άγιοι τον κατεδίκασαν σε αφωνία, από την οποία έπειτα τον έλυσαν. Κατόπιν τους άπλωσαν σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια, αλλά έπεσε καταρρακτώδης βροχή που έσβησε τη φωτιά, ενώ με την προσευχή τους έριξαν το άγαλμα του Δία. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να τους βάλουν σε λέβητες γεμάτους από μόλυβδο που κόχλαζε, μένοντας όμως ανέπαφοι. Μπροστά στο θαύμα αυτό ο Αφθόνιος πιστεύει στον Χριστό, γι’ αυτό και αμέσως του έκοψαν το κεφάλι. Τους έβαλαν στη συνέχεια σε βοδινούς θύλακες, κι ενώ τους έριξαν στη θάλασσα, σώθηκαν, γι’  αυτό και πίστεψε στον Χριστό και ο Ελπιδηφόρος, που ήταν ο πρώτος της Συγκλήτου, μαζί με επτά χιλιάδες ακόμη άλλους. Όλων αυτών έκοψαν αμέσως τα κεφάλια. Τα μαρτύρια των αγίων Ακινδύνου, Πηγασίου και Ανεμποδίστου συνεχίστηκαν: τους πέταξαν σε βόθρο γεμάτο από θηρία, κι αφού κι από αυτό έμειναν αβλαβείς, πίστεψε και η μητέρα του βασιλιά. Το τέλος της αθλήσεώς τους ήρθε όταν τους έβαλαν μέσα σε κάμινο πυρός».

Δημιουργείται μία απορία, κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά σε μεγάλα και φοβερά μαρτύρια αγίων: πώς με τη χάρη του Θεού τα αντέχουν, τα υπερβαίνουν παραμένοντας αβλαβείς και ανέπαφοι, αλλά στο τέλος υποκύπτουν και φεύγουν από τη ζωή αυτή «ηττημένοι»; Από το συναξάρι για παράδειγμα των αγίων σήμερα φαίνεται ότι αυτοί, ενώ παρουσιάζονται ως οι αδύναμοι, είναι τελικώς οι ισχυροί: τα μαρτύρια δεν τους «αγγίζουν» δραστικά, οι ίδιοι προκαλούν και λύνουν την αφωνία στον βασιλιά, ρίχνουν με την προσευχή το άγαλμα του Δία. Πώς λοιπόν οι «υπερφυσικά δυνατοί» στο τέλος «χάνουν»; Η απάντηση μάλλον δεν πρέπει να μας προβληματίσει ιδιαίτερα: Πρώτον∙  η χαρισματική υπέρβαση των μαρτυρίων φανέρωνε μέσω των αγίων  την παντοδυναμία του Χριστού, η οποία λειτουργούσε ως πρόκληση για να αποκτήσουν πίστη σ’  Εκείνον οι καλοπροαίρετοι ειδωλολάτρες. Και φάνηκε: όχι μόνον ο Αφθόνιος και ο Ελπιδηφόρος, αλλά και η ίδια η μάνα του βασιλιά, όπως και χιλιάδες άλλοι,  μεταστράφηκαν στην αληθινή πίστη. Με άλλα λόγια το μαρτύριο των αγίων λειτούργησε εκεί – και λειτουργεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες – ως το δραστικότερο  κήρυγμα, ως η σπουδαιότερη ιεραποστολή. Δεύτερον∙ παρ’  όλη την διά των αγίων φανερούμενη παντοδυναμία του Χριστού οι ίδιοι ηττώνται: φεύγουν από τη ζωή αυτή με τραγικό τρόπο. Αλλά με τον τρόπο αυτό μετέχουν του Πάθους του Κυρίου, επιβεβαιώνουν ότι «διά πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού», εφαρμόζεται σ’ αυτούς το «διήλθομεν διά πυρός και ύδατος και εξήγαγες  ημάς εις αναψυχήν». Το μαρτύριο, όπως γνωρίζουμε, είναι ο μονόδρομος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού.

Αυτό σημαίνει ότι μέσα από το πάθος οι άγιοι δοξάζονται, καθώς γίνονται μέτοχοι της Αναστάσεως του Χριστού. Το μαρτύριο, ορθά βιούμενο, εκβάλλει πάντοτε στην Ανάσταση. Και το σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: οι άγιοι απολαμβάνουν τώρα την τρυφή, εμφορούνται από το φως του Θεού, κλήρος τους έγινε η αιώνια ζωή. «Οι τρυφής απολαύοντες και φωτός εμφορούμενοι και ζωήν αιώνιον κληρωσάμενοι». Σπεύδει όμως ο υμνογράφος να διευκρινίσει αυτό που υφίσταται σε όλους τους αγίους: η μετά τον μαρτυρικό θάνατο των αγίων απολαβή στον Παράδεισο δεν σημαίνει διαγραφή του ενδιαφέροντός τους για την εδώ ζωή, με την έννοια της απάθειάς τους ως προς τους χειμαζόμενους εν Χριστώ αδελφούς τους στον κόσμο τούτο. Απολαβή στον Παράδεισο σημαίνει «πρόσωπον προς πρόσωπον» σχέση με τον Χριστό, πληρότητα ένταξης στη ζωή Εκείνου, συνεπώς και αύξηση της αγάπης τους προς τους συνανθρώπους τους. Δηλαδή, οι άγιοι ναι μεν βρίσκονται «ασφαλείς» στον Παράδεισο, αλλά το μυαλό τους και η καρδιά τους είναι εν αγάπη  και σε εμάς, γι’ αυτό και προσεύχονται με τη δύναμη πια που έχουν στον Κύριο να μας σώζει από τους κινδύνους και όλες τις κακώσεις. «Κινδύνων λυτρώσασθε και δεσμών και φυλακής και παντοίας κακώσεως, τη θεόφρονι προς Θεόν παρρησία κεχρημένοι, και συμπάθειαν δεικνύντες, την αληθώς χριστομίμητον» - Λυτρώστε μας από κινδύνους και δεσμά και φυλακή και κάθε κάκωση και δυστυχία με τη θεόφρονα παρρησία προς Θεό που έχετε, δείχνοντάς μας την αληθινά χριστομίμητη συμπάθειά σας.

Τα δεδομένα υφίστανται και τα ζούμε: και στον κόσμο τούτο ζούμε με θλίψεις και δοκιμασίες, αλλά και στον ουρανό έχουμε, πέραν βεβαίως του ίδιου του Θεού μας,  εκείνους που ενδιαφέρονται για εμάς και δεν μας εγκαταλείπουν ποτέ: τα εν Χριστώ σωσμένα αδέλφια μας. Τι καλά θα ήταν να συνειδητοποιούσαμε την αλήθεια αυτή και να προσπαθούσαμε καθημερινά να δημιουργούμε φιλικές σχέσεις με εκείνους που όντως μας αγαπάνε και που μέσα στην πανταχού παρουσία του Χριστού ευρισκόμενοι μας παρακολουθούν με συμπάθεια «χριστομίμητον», έτοιμοι να επέμβουν θεραπευτικά στη ζωή μας! Είναι σαν να έχουμε έτσι στα χέρια μας ένα ισχυρότατο όπλο, σαν την αξίνα που έχει ο ξυλοκόπος  για να κόβει τα ξύλα. Αυτό μας διδάσκει και ο υμνογράφος για «την πενταφεγγή των Αθλητών λαμπάδα», τους σημερινούς αγίους: «Η πενταφεγγής των Αθλητών λαμπάς, ως εν δρυμώ ξύλων αξίνη, δαυτικώς εξέκοψε την πλάνην του εχθρού» - Η πενταφεγγής λαμπάδα των αθλητών, σαν αξίνα σε δάσος δέντρων, με δαυιτικό τρόπο έκοψε εντελώς την πλάνη του εχθρού.

01 Νοεμβρίου 2021

Ο ΟΣΙΟΣ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

«Από μικρό παιδί ο Όσιος είχε την ευλογία του Θεού και την προστασία του ίδιου του Τιμίου Προδρόμου! Δεν ήταν λοιπόν δυνατό να τραβήξει άλλο δρόμο παρά εκείνο της Μοναχικής Πολιτείας.

Περνώντας από έξοχους δασκάλους, στα μοναστήρια και τα ασκητήρια της περιοχής, συναντά τον γέροντα που ανέλαβε την πνευματική του τελειοποίηση, το σκαρφάλωμα προς την κορυφή της αρετής. Μαζί του θα περάσει πολλά χρόνια σε διάφορα πνευματικά ασκητήρια (Όσσα στη Μαγνησία, Μεγίστη Λαύρα στο Άγιο Όρος) που γέμιζαν χαρά και Χάρη τον νεαρό Όσιο στην ηλικία, αλλά «γέροντα» -όπως τον αποκαλούσαν όλοι- στη σοφία, τη σύνεση και την ταπείνωση!

Όταν δε ο γέροντάς του Οσίου Δαβίδ, ο Ακάκιος, χειροτονείται Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης, τον παίρνει κοντά του και του αναθέτει την ηγουμενία σε ένα δύσκολο τόπο, γεμάτο «αγκάθια» κακίας και «πέτρες» εγωισμού αμετακίνητες. Όμως και αυτά με την υπομονή, την προσευχή και την αυτοθυσία του ο Άγιος θα καταφέρει να τα αλλάξει. Τα αγκάθια σε λουλούδια του μοναχισμού και τις πέτρες σε μεταμελημένη γη επαγγελίας…

 Όμως όσο και αν κάνει προσπάθεια να κρύψει τη Χάρη του Θεού που τον ξεχειλίζει, μια ημέρα, επιτρέπει ο Θεός να μαρτυρηθεί η αγιοσύνη του Οσίου Του! Εκείνες τις ημέρες έμενε εκεί στο μοναστήρι της Βαρνάκοβας ο Πατριάρχης Ιερεμίας. Ήταν χάραμα όταν ο Εκκλησιαστικός Ρήτορας Εμμανουήλ, που ήταν στη συνοδεία του Πατριάρχη, μπαίνοντας στο Ναό για την ετοιμασία της Θείας Λειτουργίας και καθώς σήκωνε το κεφάλι του από τον ασπασμό της εικόνας του Χριστού, βλέπει τότε τον ηγούμενο Δαβίδ μπροστά στην Πρόθεση, με το πρόσωπό να λάμπει σαν τον ήλιο και τα πόδια του να μην πατάνε καν στο δάπεδο!!!

 Αργότερα, όταν είχε ιδρύσει ο Άγιος ένα μικρό μοναστήρι στο όρος Στείρι, έγινε και δραπέτευσαν μερικά ελληνόπουλα που τα είχε σκλάβους ο Τούρκος Πασάς στη Λιβαδειά. Τότε συκοφαντήθηκε ως ένοχος ο Όσιος Δαβίδ!

Αμέσως, Τούρκοι στρατιώτες, όρμησαν και τον έσυραν μπροστά στα πόδια του πασά, ξυλοκοπώντας τον απάνθρωπα και βασανίζοντάς τον τόσο, που τον άφησαν μισοπεθαμένο! Μετά μάλιστα από μερικές ημέρες, καταπληγωμένο καθώς τον είχαν, τον κρέμασαν από τα χέρια, έτσι που αργότερα, όταν θα προσέτρεχαν οι Χριστιανοί με μαζεμένα μπόλικα χρήματα για να τον ελευθερώσουν, δεν θα μπορούσαν να του τα κατεβάσουν!..

 Ελεύθερος πια από τον τύραννο, αποφάσισε να στραφεί σε άλλη κατεύθυνση και να τραβήξει κατά τα μέρη του Ευβοϊκού.

Όταν λοιπόν έφτασε στην παραλία της Αταλάντης, παρακάλεσε ένα βαρκάρη να τον περάσει απέναντι στην Βόρειο Εύβοια. Ο βαρκάρης όμως βλέποντάς τον με το τριμμένο φτωχικό του ρασάκι, του αρνήθηκε, περιφρονώντας τον απόλυτα! Ο Όσιος του Θεού, χωρίς να γογγύσει καθόλου από τη συμπεριφορά του βαρκάρη, έβγαλε το τριμμένο ρασάκι του, το άπλωσε πάνω στο νερό της θάλασσας, έκαμε το σημείο του Σταυρού, προσευχήθηκε στον Κύριο των πάντων, ανέβηκε πάνω στο ρασάκι του και άρχισε, ω του Θείου θαύματος, να ταξιδεύει!!!

 Το «ταχύπλοο ρασάκι», μπροστά στα συγκλονισμένα και μετανοημένα μάτια του βαρκάρη, έβγαλε τον Όσιο Δαβίδ στην παραλία των Ροβιών. Και τα βήματά του τον οδήγησαν μέσα στο ανέπαφο -ακόμα και σήμερα - εκπληκτικό δάσος, πάνω από τις Ροβιές της Εύβοιας! Εκεί ασκήτεψε τότε, σε μια σπηλιά που τη βλέπει και τώρα ο προσκυνητής.

Και εκεί, στα απάτητα ψηλόκορφα, η Αγιοσύνη του δεν άργησε να γίνει γνωστή, πρώτα στους απλοϊκούς βοσκούς των βουνών και ύστερα σε όλα τα γύρω χωριά! Μάλιστα κάποιοι από αυτούς τους βοσκούς θα αποτελούσαν και τον πρώτο πυρήνα του νέου μοναστηριού. Άνθρωποι αγνοί, καθαροί, με απλότητα όπως τους έπλασε ο καλός Θεός

 Για να γινόταν όμως το νέο μοναστήρι, που θα 'ταν το καταφύγιο των σκλάβων, χρειαζόταν πρώτα πρώτα αρκετά χρήματα για να χτιστεί. Ο Όσιος έδειξε σε όλους το μέρος που θα χτιζόταν, στην κορυφή του βουνού, τους ζήτησε να ετοιμάζουν τεχνίτες και υλικά και εκείνος θα γύριζε τον κόσμο να μαζέψει χρήματα.

Έτσι και έγινε και ο Όσιος έφτασε ως απάνω στη Ρωσία, που ήταν γεμάτη Έλληνες και γενικότερα Ορθοδόξους Χριστιανούς, που του πρόσφεραν πολλά χρήματα και πολύτιμα δώρα για τη Μονή, τόσα, θησαυρός ολάκερος, που ήταν αδύνατο να τον μεταφέρει ο Όσιος από τη Ρωσία πίσω στην Εύβοια! Αλλά να τι τον φώτισε ο Θεός να κάνει.

Κούφωσε ένα μεγάλο κούτσουρο, σφράγισε μέσα σε αυτό τα χρήματα και τα δώρα, έκανε το σημείο του Σταυρού, έριξε το κούτσουρο με το θησαυρό σ' ένα ποτάμι της Ρωσίας, προσευχήθηκε και στο τέλος είπε:

«Έως ότου φθάσω στο νησί της Εύβοιας, να φθάσει και το κούτσουρο με το θησαυρό στην παραλία των Ροβιών».

 Πράγματι, όταν μετά από καιρό ο Όσιος Δαβίδ επέστρεψε από τη Ρωσία και έφθασε στις Ροβιές, είδε το κούτσουρο με το θησαυρό να τον περιμένει στην παραλία!

Μάλιστα οι κάτοικοι των Ροβιών, που πρώτη τους φορά έβλεπαν τέτοιο ξύλο, προσπαθούσαν με τα τσεκούρια τους να τ' ανοίξουν. Μάταια όμως, γιατί τα τσεκούρια τους στράβωναν ή έσπαγαν και το ξύλο ούτε άνοιγε!!!

 Σαν έφτασε τελικά με το θησαυρό απάνω στο βουνό ο Όσιος, είδε ότι είχαν αρχίσει ήδη να χτίζουν το μοναστήρι, αλλά όχι εκεί που τους είχε υποδείξει, αλλά παρακάτω, όπου είναι και σήμερα, επειδή στην κορυφή πίστευαν οι μοναχοί και οι τεχνίτες ότι δεν θα έβρισκαν νερό.

Τότε ο Άγιος σκαρφάλωσε εκεί πάνω στο δασωμένο βράχο, έκανε ολόθερμη προσευχή στο Θεό να ανοίξει μια πηγή κι ύστερα χτύπησε με το ραβδί του την πέτρα! Την άλλη μέρα όταν την μετακίνησε, πετάχτηκε τόσο νερό που τον έβρεξε!!! Ο Θεός είχε κάνει και πάλι το θαύμα του με την προσευχή τού Αγίου!

Μάλιστα ακόμη και σήμερα στο μοναστήρι, μπορεί να πιει κανείς από το άφθονο αυτό και ευλογημένο, ιαματικό νερό, από το Αγιονέρι όπως το λένε, το οποίο τρέχει σε βρύση μέσα στη Μονή Οσίου Δαβίδ του γέροντος!» 

(Από το ιστολόγιο «Ο.Ο.Δ.Ε.» - Ορθόδοξη ομάδα Δογματικής έρευνας).

«Σφραγισμένος» από τον Θεό εκ βρέφους ο όσιος Δαυίδ ακολουθεί μία πορεία θαυμαστή που παραπέμπει στην κατά Χριστόν πολιτεία όλων των μεγάλων αγίων και οσίων της Εκκλησίας μας. Ο άγιος μακαριστός Γέρων π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο συνθέτης του κανόνα του οσίου, επανειλημμένως τονίζει την αλήθεια αυτή και μάλιστα εν σμικρώ χαράζει την οσιακή πορεία του. «Πάτερ Δαβὶδ παμμακάριστε, αφού ανέθεσες τον εαυτό σου από παιδί στον Θεό, με τρόπο που θέλει ο Θεός απέρριψες κάθε εμπαθή προσκόλληση προς τα κοσμικά πράγματα. Κι αφού σήκωσες τον σταυρό σου, φάνηκες με τον τρόπο της ζωής σου ίδιος με τους αγγέλους» (αίνοι). «Φάνηκε (ο Δαυίδ) ομόζηλος των παλαιών οσίων και ίδιος στον τρόπο της ζωής τους και συμμέτοχος στην άσκησή τους και έχοντας ίση δόξα μ’ αυτούς καθώς κοινώνησε τη δόξα και τις χάρες τους» (οίκος συναξαρίου).

Αξίζει να τονίσει κανείς αυτό που επισημαίνει πολλαπλώς ο άγιος Γέρων υμνογράφος για τον όσιο: την ξεχωριστή επίβλεψη του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου ενόσω ακόμη ήταν παιδί και τη γι’ αυτόν τον λόγο ολοκληρωτική στη συνέχεια αφιέρωσή του στον Κύριο, εν αγνοία μάλιστα των γονέων του. «Όταν ο Βαπτιστής του Κυρίου σού φανερώθηκε με καθαρότητα καλώντας σε στον ένθεο βίο, τότε με χαρά πήρες τον δρόμο αυτόν. Και διαμένοντας με θερμότητα ψυχής στον ναό εκείνου προτύπωσες σε όλους τη λαμπρότητά σου» (στιχ. εσπ.). Και τι συνέβη; Ο πατέρας του άρχισε να τον αναζητά, οπότε και τον βρήκε μέσα στον ναό του Προδρόμου, γονατισμένο μπρος στην αγία εικόνα του. Αλλά δεν μπόρεσε να πει τίποτε, γιατί έμεινε έκθαμβος μπρος στο θέαμα που αντίκρυσε: έλαμπε ο γιος του από το φως του Θεού! «Ο πατέρας σου σε βρήκε, αλλά έμεινε κατάπληκτος από τη φανερή ενέργεια της ουράνιας κλήσης» (στιχ. εσπ.), «όταν σε είδε μέσα στον άγιο ναό να εξαστράπτεις ολόκληρος μπροστά στην εικόνα του μεγάλου Ιωάννου. Τότε άνοιξαν τα μάτια του από το άγιον Πνεύμα για να κατανοήσει τη μελλοντική δόξα σου» (ωδή α΄). Κι είναι ευνόητο για τον άγιο υμνογράφο, παρακολουθώντας και τα σημεία της ασκητικής διαγωγής του οσίου Δαυίδ, ότι ο όσιος προσπάθησε να ζήσει γνήσια τη ζωή του Χριστού με το να μιμηθεί τη ζωή του μεγάλου Προφήτη και Βαπτιστού. «Αφιερώθηκες από παιδί στον Σωτήρα Χριστό και με την άσκησή σου Αυτόν ακολούθησες, Δαυίδ θεόσοφε. Διότι αφού αξώθηκες να δεις τη θεία όψη του Προδρόμου της χάριτος, ζήλεψες τον βίο του, φτερωμένος από τη θεία αγάπη και στολισμένος από τον πλούτο της φρόνησης» (λιτή).

Ο όσιος Δαυίδ με τους πνευματικούς του αγώνες αύξησε στο έπακρο την αρχική χάρη με την οποία κλήθηκε από τον Θεό -  «την κλήση που σου δόθηκε την έδειξες λαμπρότερη με τα έργα σου» (δόξα εσπ.) – αλλ’ όμως την αύξηση αυτή την επέτυχε γιατί αθλήθηκε νόμιμα. Και νόμιμη άθληση είναι αυτή που ακολουθεί τα χνάρια της πατερικής παραδόσεως, μακριά από κάθε μονομέρεια και «θεληματάρικη» διάθεση. Τι εννοούμε; Ενώ η κλήση του ήταν θαυμαστή μέσω του αγίου Προδρόμου κι η κλήση της καρδιάς του προς τον Θεό εξίσου θαυμαστότερη, όμως δεν εμπιστεύτηκε τον εαυτό του. Αποδεικνύοντας τη γνησιότητα της θεϊκής ενέργειας, υποτάσσεται σε διακριτικό γέροντα, τον Ακάκιο, κάνοντάς του αδιάκριτη υπακοή, που θα πει αγωνιζόμενος να αποκτήσει τη μεγαλύτερη εξ όλων των αρετών, την ταπείνωση. Κι ακόμη: ρίχνεται στη μελέτη των αγίων κειμένων της Εκκλησίας, όπως και στη μίμηση και κάθε άλλου αγωνιστή της ευσέβειας προκειμένου να εμπλουτίσει την ύπαρξή του.

Οι επισημάνσεις του μακαριστού Γέροντος Γερασίμου είναι σαφέστατες: «Ακολουθώντας ολοπρόθυμα, όσιε, την ουράνια θεϊκή κλήση, βρήκες τον σοφό Ακάκιο, με την πρόνοια του Θεού, να σε κατευθύνει σωστά προς τον δρόμο της ουράνιας πορείας» (ωδή γ΄). Κι επίσης: «Κατεχόμενος από θείο πόθο, με χαρά υποτάχτηκες, Δαβίδ μακάριε, στον θεόφρονα Ακάκιο, διακρινόμενος για την ταπεινοφροσύνη σου» (ωδή γ΄). Και ποια ήταν η αίσθηση του Δαβίδ που υπήκουε στον γέροντά του; Ότι υπακούει στο θείο θέλημα! «Σε όλα φάνηκες υπόδειγμα ενάρετης ζωής, γιατί υπήκουες στον διδάσκαλό σου ολοκληρωτικά ως υπήκοος θείου θελήματος» (ωδή ε΄). Αλλά εξίσου, όπως είπαμε: πότιζε καθημερινά την ψυχή του από τα θεϊκά λόγια, της Γραφής και των αγίων Πατέρων, έστω και πολύ νέος – αυτή ήταν η κατεξοχήν τροφή του! – όπως και προσέβλεπε στο παράδειγμα εναρέτων πάντοτε ανδρών. «Ποτιζόσουν από τα ρείθρα των Γραφών, όσιε, και τρεφόσουν από τα θεόπνευστα λόγια πάντοτε ενώ ήσουν νέος, γι’ αυτό και το φρόνημά σου ήταν θεϊκό, γεμάτο, άγιε, από πολλή σύνεση» (ωδή γ΄). «Ως μοναχός με έμπνευση Θεού, Πάτερ, πήγες στο Άγιον Όρος για να μαζέψεις κι από κει από τον θείο σου έρωτα ό,τι πέτυχαν οι εκεί όσιοι» (ωδή δ΄).

Δεν παραξενεύει λοιπόν το γεγονός ότι ένας τέτοιος άγιος, τόσο μεγάλου βεληνεκούς, γίνεται ιερέας που λειτουργεί μέσα στο άκτιστο φως (ωδή ε΄), ιδρύει κατά προτροπή θεία ιερό μοναστήρι για να καθοδηγούνται προς τη βασιλεία του Θεού εκείνοι που διψούν για Θεό (ωδή στ΄) – στο μοναστήρι αυτό πολύ αργότερα βεβαίως ασκήθηκε με πόθο Θεού ακολουθώντας τα παλαίσματα του οσίου και ο μεγάλος σύγχρονος εξίσου όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης) -, αφήνει τα άγια λείψανά του στο μοναστήρι, και μάλιστα την αγία κάρα του, ώστε να ενισχύονται και να χαριτώνονται ανά τους αιώνες όλοι οι πιστοί που προστρέχουν σ’ αυτόν (ωδή θ΄).

Είναι μεγάλη ευλογία και για εμάς να ξέρουμε ότι έχουμε έναν τέτοιο συμπαραστάτη και πρεσβευτή ενώπιον του Κυρίου με τέτοια δύναμη προσευχής. Όπως το σημειώνουν και οι στίχοι του συναξαρίου του: «Δαβίδ κατέβαλε τω λίθω˙ Δαβίδ προσευχή κατέβαλε τα πάθη» - ο (προφητάναξ) Δαυίδ νίκησε τον Γολιάθ με τον λίθο, ενώ ο όσιος Δαυίδ νίκησε τα πάθη με την προσευχή του!