26 Ιανουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΜΜΩΝΑΣ

«Ζωῆς Ἀμμωνᾶς νῆμα πληρώσας ἅπαν, ζωήν ἐφεῦρεν, οὔποτε πληρουμένην» (στίχος συναξαρίου)

(Ο Αμμωνάς αφού ολοκλήρωσε όλο το νήμα της επίγειας ζωής του, βρήκε τη ζωή που ποτέ δεν τελειώνει).

Δεν έχουμε πολλά ιστορικά στοιχεία για τον μεγάλο αυτόν όσιο του Γεροντικού. Το μόνο βέβαιο, βάσει των σωζομένων γι’ αυτόν λογίων και περιστατικών των Αποφθεγμάτων Γερόντων, έντεκα τον αριθμό, (αναφέρονται και άλλα πνευματικά κείμενά του και επιστολές, εκτός όμως του βιβλίου των Αποφθεγμάτων), είναι ότι έζησε την εποχή του αγίου μεγάλου Αντωνίου (251-356), υπήρξε μαθητής του κι ίσως διάδοχός του στη μοναχική σκήτη, έγινε δε επίσκοπος παρουσιάζοντας μία ζωή ελεύθερη κάθε εμπαθείας και κακίας.

Ένα μικρό περιστατικό (κεφ. 4) από τα γραφόμενα του Γεροντικού αποκαλύπτει το πνευματικό μεγαλείο του.

 «Διηγήθηκε κάποιος από τους πατέρες ότι υπήρχε ένας γέρων φιλόπονος στα Κελλία που φορούσε ψαθί. Και πήγε να επισκεφτεί τον αββά Αμμωνά. Ο Γέρων Αμμωνάς τον είδε να φοράει το ψαθί και του λέει: «Το ψαθί σε τίποτε δεν σε ωφελεί». Τον ρώτησε τότε ο γέροντας αυτός: «τρεις λογισμοί με ενοχλούν∙ ή να γυρίζω στις ερήμους ή να πάω σε ξένη χώρα όπου κανείς  δεν με γνωρίζει ή να κλειστώ σε κελί και να μη συναντώ κανέναν, τρώγοντας κάθε δύο ημέρες». Του λέγει ο αββάς Αμμωνάς: «Τίποτε από τα τρία δεν σε συμφέρει να κάνεις, αλλά μάλλον να κάθεσαι στο κελί σου και να τρως λίγο κάθε ημέρα, και να έχεις πάντοτε στην καρδιά σου τον λόγο του τελώνη, και τότε μπορείς να σωθείς».  

Ως γνήσιος παιδαγωγός ο αββάς Αμμωνάς και με γνώση της βαθειάς πνευματικής ζωής δεν μένει μόνο στην αποτροπή και την άρνηση συμβουλεύοντας τον  καλόγερο που ήλθε να τον συμβουλευτεί. Δίνει τη διέξοδο και ανοίγει τα μάτια στον αγωνιστή, αλλά «αδιάκριτο» αυτόν  ασκητή. «Συνέχισε την άσκηση που κάνεις – είναι σαν να του λέει - μ’ έναν μετριοπαθή τρόπο: μένε στο κελί σου, (γιατί το κελί είναι αυτό που ισορροπεί πάντοτε, λένε οι άγιοι, τον μοναχό), τρώγε λίγο κάθε ημέρα, (γιατί ο άνθρωπος έχει και σώμα που τρέφει να του προσφέρει αυτό που είναι αναγκαίο), κυρίως όμως να αγωνίζεσαι στον δρόμο της ταπείνωσης, (γιατί δεν υπάρχει περίπτωση σωτηρίας του ανθρώπου έξω από αυτήν).

Και στην τελευταία συμβουλή του οσίου Αμμωνά βρίσκεται το σημαντικότερο εξ όλων. Διότι σωτηρία σημαίνει ζωντανή σχέση με τον Θεό εν Χριστώ, που σημαίνει ότι ο πιστός πρέπει να αγωνίζεται, χάριτι Θεού πάντοτε άρα με εκκλησιαστικό τρόπο, να βρίσκεται στο ρεύμα ζωής του Χριστού, στο ποτάμι που ξεκινά από Εκείνον για να πάρει στο διάβα του και κάθε έναν που θα θελήσει να είναι μαζί Του. Κι αυτό το ρεύμα του Χριστού έχει το χαρακτηριστικό της αγάπης βεβαίως, αλλά της θεμελιωμένης στο φρόνημά Του που είναι το φρόνημα της ταπείνωσης -  ό,τι αποτελεί «σημείο» ορθής πορείας που μαγνητίζει τον Θεό στην ύπαρξη του ανθρώπου. Της αγίας ταπείνωσης, κατά τον άγιο Πορφύριο. Η τέλεια μορφή της διαφεύγει από εμάς τους ανθρώπους, γιατί μιλάμε για το μυστήριο του Ίδιου του Τριαδικού Θεού, όμως εκείνο που απαιτείται από εμάς είναι να στρεφόμαστε πάντοτε εκεί που υπάρχει η αγία οσμή της και σταδιακά νά την προσεγγίζουμε.

Προφανώς, ο γέρων ασκητής με τη ζέουσα διάθεση της σχέσης του με τον Θεό άκουσε τον όσιο αββά Αμμωνά. Έκανε υπακοή και σώθηκε, γενόμενος κι αυτός ένας από τους πολλούς αφανείς οσίους της ερήμου. Και πώς ξέρουμε την εξέλιξη αυτή, για την οποία δεν λέει τίποτε το ασκητικό κείμενο; Μα πήγε να ρωτήσει τον όσιο αββά. Δηλαδή έμπρακτα έδειξε ότι έχει ένα ποσοστό ταπείνωσης, γιατί κανείς χωρίς ταπείνωση δεν ρωτάει τους πρεσβυτέρους και τους άλλους πνευματικούς και πιο έμπειρους. Και δεν ρωτάει, γιατί εκείνος «όλα τα ξέρει» και δεν έχει επομένως ανάγκη από καθοδήγηση. Ο καλός όμως γέροντας με το ψαθί είχε ταπεινή καρδιά. Κι ο μέγιστος Αμμωνάς τού έδωσε την κατεύθυνση της πνευματικότερης οδού της χριστιανική πίστεως: την τελωνική κραυγή «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» ή αλλιώς «τό ἔχειν ἑαυτόν ὑποκάτω πάσης τῆς κτίσεως». Της οδού που οδηγεί τον άνθρωπο με κάθετο τρόπο στα ύψη του Ουρανού.    

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΟΦΩΝ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΣΥΝΟΔΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

«Ο όσιος Ξενοφών ζούσε στην Κωνσταντινούπολη, έχοντας μεγάλη υλική περιουσία, αλλά και μεγάλη κατά Θεόν ευσέβεια. Απέστειλε λοιπόν τους δύο υιούς του στην πόλη της Βηρυτού, μία από τις πόλεις της Φοινίκης, για να μελετήσουν και να μάθουν νομικά. Επειδή όμως το πλοίο που τους μετέφερε ναυάγησε, βγήκε αυτός μαζί με τη γυναίκα του σε αναζήτησή τους. Πράγματι βρήκε τα παιδιά του στα Ιεροσόλυμα, αλλά τα βρήκε ντυμένα το μοναχικό σχήμα, οπότε παρακινήθηκε και ο ίδιος με τη γυναίκα του να ακολουθήσουν και αυτοί τον μοναχικό βίο. Και τόσο πολύ πρόκοψαν στην αρετή, ο Ξενοφών, η γυναίκα του και τα παιδιά του, ώστε να αξιωθούν να κάνουν και θαύματα. Ευαρέστησαν μέχρι το τέλος της ζωής τους τον Θεό και εξεδήμησαν προς Αυτόν».

Οι όσιοι Ξενοφών, Μαρία η σύζυγός του και τα παιδιά τους Αρκάδιος και Ιωάννης αγωνίστηκαν ολοκάρδια να τηρήσουν τις εντολές του Κυρίου, γι’ αυτό και κέρδισαν τη Βασιλεία του Θεού – μία αλήθεια που τονίζει πολλές φορές η Εκκλησία μας σήμερα, διά γραφίδος του αγίου υμνογράφου Θεοφάνη. «Βαδίζοντας με ζήλο την οδό των εντολών σου ο δούλος σου, Δέσποτα, κατάκτησε τις μονές εκείνες που υποσχέθηκες, επειδή αγωνίστηκε με πόθο για την αιώνια ζωή». «Αγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, μακάριε Ξενοφών». Κι αυτός ο αγώνας του ήταν εκείνος που τον έκανε (όπως βεβαίως και την οικογένειά του) να τιμηθεί με τις πιο λαμπρές αξίες που οδηγούν από την πράξη στη θεωρία. «Τιμημένος με τις πιο λαμπρές αξίες, διέπρεψες στον γεμάτο φως τρόπο ζωής σου. Διότι την πράξη την ανέδειξες σε σκαλοπάτι για τη θεωρία».

Είναι γνωστό: η πίστη και η αγάπη ως εντολές του Κυρίου είναι ο δρόμος του χριστιανού, ο δρόμος της αγιότητας. Ο άγιος υμνογράφος  αυτό μας θυμίζει για τον όσιο Ξενοφώντα και τη συνοδεία του: πορεύτηκαν πάνω στην εν πίστει  αγάπη, που φανερωνόταν κυρίως με την ελεημοσύνη τους. «Λάμποντας, λάμπρυνες τον εαυτό σου από τα αξιώματα της ψυχής, την ελεημοσύνη και την πίστη». Η φράση «αξιώματα ψυχής» δεν πρέπει να παρέλθει ασχολίαστη. Ο υμνογράφος εδώ μας αποκαλύπτει ότι τηρώντας κανείς την πίστη και την ελεημοσύνη, δηλαδή την αγάπη, αποκτά αξιώματα, γίνεται αξιωματούχος. Η πίστη και η ελεημοσύνη είναι, μας λέει, τα πραγματικά αξιώματα του ανθρώπου. Όχι αυτά που θαυμάζουν οι πολλοί, τα επίγεια και κοσμικά αξιώματα, αλλά τα ψυχικά και πνευματικά, συνεπώς αυτά που μπορεί να αποκτήσει ο οποιοσδήποτε, αρκεί να θελήσει και να προσπαθήσει.

Ο άγιος Θεοφάνης όμως διατυπώνει και κάτι σ’ αυτό που γράφει για την τήρηση των εντολών του Χριστού από τον όσιο Ξενοφώντα, το οποίο είναι εξόχως ενδιαφέρον και επίκαιρο για κάθε εποχή, κυρίως όμως την δική μας. «Ξαγρυπνούσες στις εντολές του Κυρίου, όπως και ρύθμιζες στους όμοιους με σένα τρόπους τα παιδιά σου, μακάριε Ξενοφών». Ο άγιος δηλαδή ένιωθε την ευθύνη του και ως γονιός. Δεν έλεγε ότι  αγωνίζεται μόνον για τον εαυτό του ή, ακόμη χειρότερα, δεν πίστευε ότι η ευθύνη του εξαντλείται στο να καλύψει τις σωματικές, βιοτικές και μορφωτικές  ανάγκες των παιδιών του. Χωρίς να υποβαθμίζει και αυτήν την προσφορά του – είδαμε και στο συναξάρι ότι έστειλε τα παιδιά του στη Βηρυτό για να σπουδάσουν νομικά – η έγνοια και η πρώτιστη φροντίδα του ήταν η ρύθμιση των παιδιών του στις εντολές του Κυρίου: να πιστεύουν σωστά στον Θεό και να αγαπούν τον συνάνθρωπό τους. Πώς όμως; Όχι τόσο με τα λόγια, όσο με το προσωπικό του παράδειγμα. «Επαγρυπνών ο ίδιος στις εντολές». Είναι άλλωστε γνωστό: λόγια χωρίς παράδειγμα είναι λόγια κενά, άσαρκα και ανούσια.  Είναι μία υποκρισία, που το μόνο που καρποφορούν είναι η αντίδραση και η ανυπακοή.

25 Ιανουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΒΑΣ ΑΠΟΛΛΩΣ

 

«Χριστὸν βιώσας μέχρι καὶ τέλους βίον,

θραύει πονηροῦ πᾶν Ἀπολλὼς τὸ θράσος»

(Έζησε τον Χριστό μέχρι τέλους της ζωής του ο Απολλώς, οπότε και διέλυσε όλη τη θρασύτητα του πονηρού).

«Ο βίος του Οσίου Απολλώ γράφτηκε από τον Άγιο Ιερώνυμο. Έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουλιανού του Παραβάτη (361 - 363 μ.Χ.) και από νεαρή ηλικία ακολούθησε το μοναχικό βίο στην περιοχή της Αιγύπτου. Ασκήτεψε στην έρημο και ο Θεός τον αξίωσε να φθάσει σε μεγάλα ύψη αγιότητας, χαρίζοντάς του το προορατικό χάρισμα και αυτό της θαυματουργίας.

Ο Όσιος Απολλώ κοιμήθηκε με ειρήνη».

Μπορεί να μην υπάρχουν πολλά λόγια και περιστατικά στα Αποφθέγματα Γερόντων (Γεροντικόν) για τον αββά Απολλώ, παρ’ όλα αυτά όμως και τα τρία που παρατίθενται είναι ικανά να μας αποκαλύψουν το μεγαλείο της ψυχής του και το ύψος της αγιότητάς του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Θεός τον χαρίτωσε με τα χαρίσματα της προόρασης και της θαυματουργίας.

Το πρώτο καταγράφει το τι θεωρούσε ο όσιος αββάς κύρια καθημερινή του εργασία: τη διακονία και την εξυπηρέτηση του πλησίον. Το δεύτερο που φανερώνει τη διορατικότητά του σχετίζεται με έναν άξεστο βοσκό, ο οποίος μετάνιωσε βαθιά για ένα μεγάλο έγκλημα που έκανε:  έσκισε την κοιλιά μιας εγκύου γυναίκας για να δει πώς είναι το έμβρυο μέσα. Και στον εναγώνιο προβληματισμό του μετά από δεκαετίες πένθους για την πράξη του αν τον συγχώρησε ο Θεός, αφού είχε γίνει πια μοναχός, έλαβε τη θετική γι’ αυτόν απάντηση από τον άγιο Απολλώ: ο Θεός πράγματι σε συγχώρησε, αλλά δεν σου παίρνει από την ψυχή τον πόνο για να ταπεινώνεσαι, πράγμα που είναι συμφέρον στην ψυχή σου. Και το τρίτο που αποτελεί ερμηνευτικό στοιχείο στην καθημερινή του εργασία:  η στάση του απέναντι στον όποιον συνάνθρωπό του ήταν στάση έναντι του ίδιου του Θεού:  να τον προσκυνά και να τον αναπαύει.

Μία μικρή προσέγγιση ειδικά στο πρώτο νομίζουμε ότι θα ήταν πολύ επωφελές και για τη δική μας ζωή.

«Ήταν στα Κελλία ένας γέροντας που ονομαζόταν Απολλώς. Και όσες φορές ερχόταν κάποιος ζητώντας τον για οποιοδήποτε έργο, πήγαινε με χαρά λέγοντας: Πρόκειται σήμερα να εργαστώ μαζί με τον Χριστό για χάρη της ψυχής μου. Διότι αυτός είναι ο μισθός μου».

Ο όσιος αββάς αποτελεί υπομνηματισμό της επισήμανσης πολλών αγίων ασκητών, και του Γεροντικού και της μετέπειτα εποχής, ότι οι μοναχοί έχουν ως κύριο έργο τους την προσευχή και τη διακονία εν αγάπη των συνανθρώπων τους. Την αλήθεια αυτή εξέφραζαν βεβαίως και με αρνητικό τρόπο: οι μοναχοί ξεπέσαμε, γιατί αφήσαμε το κύριο έργο μας, την προσευχή, και ασχολούμαστε πρωτίστως με τα διακονήματα και με άλλα χειρωνακτικά έργα. Ο αββάς Απολλώς λοιπόν συνιστούσε ορόσημο για την εποχή του και για κάθε εποχή: η εργασία του ήταν η διαρκής αναφορά του στον Θεό, η αγάπη του προς Αυτόν που εκφραζόταν με την αγάπη του προς τον κάθε συνάνθρωπό του.

Ο άγιος στην πραγματικότητα κινείτο πάνω στην οδό του Κυρίου, δηλαδή αγωνιζόταν διαρκώς να υλοποιεί στη ζωή του τον λόγο του Ίδιου του Χριστού που καταγράφει ιδίως ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής. Ο Κύριος καλούσε τους μαθητές Του και κάθε άνθρωπο βεβαίως να εργάζεται εκείνη την εργασία που οδηγεί στην αιώνια ζωή και δεν εξαντλείται στην κάλυψη μόνο των βιοτικών αγαθών. «Ἐργάζεσθε μή τήν βρῶσιν τήν ἀπολλυμένην, ἀλλά τήν βρῶσιν τήν μένουσαν εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ιωάν. 6, 27). Και στην ερώτηση πολλών Ιουδαίων τι πρέπει να κάνουν για να εργάζονται αυτό που θέλει ο Θεός απαντούσε: «Τοῦτό ἐστιν τό ἔργον τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσητε εἰς ὅν ἀπέστειλεν Ἐκεῖνος» (Ιωάν. 6, 28-29).

Να λοιπόν κατά τον Κύριο το πρώτο έργο του ανθρώπου: να πιστεύει στον Χριστό, αλλά με τον τρόπο που ο Κύριος εξηγεί την πίστη αυτή˙ ως τήρηση των αγίων Του εντολών, κυρίως δε την τήρηση της αγάπης που δίδαξε και έζησε – αυτό που και ο απόστολος Παύλος (και οι άλλοι απόστολοι βεβαίως) σημείωνε: «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη»(Γαλ. 5, 6). Έτσι εργασία Θεού είναι ο άνθρωπος να αποδύεται στον αγώνα της αγάπης του προς τον Θεό και της αγάπης του προς τον συνάνθρωπό του - εργασία που συνιστά, λέει ο ίδιος ο Κύριος, και την αληθινή τροφή του. Κι ο  Κύριος βεβαίως, προκειμένου να καταστήσει σαφή την αλήθεια αυτή και την προτεραιότητα που έχει στη ζωή του ανθρώπου, την τόνιζε και με πολλούς άλλους τρόπους. Διότι τι άλλο μπορεί να σημαίνουν επίσης τα λόγια Του «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όσα σχετίζονται με την καθημερινότητα του ανθρώπου και τις ανάγκες του) προστεθήσεται ὑμῖν;» (Ματθ. 6, 33). Ή τις συγκλονιστικές και παράδοξες θεωρούμενες το λιγότερο προτροπές Του «ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὑ π έ ρ    ἐ μ έ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος;» (πρβλ. Ματθ. 10,3).

Πρόκειται ασφαλώς για την κύρια εντολή που ο Θεός έδωσε απαρχής στον άνθρωπο, δηλαδή «να αγαπήσει Κύριο τον Θεό του με όλη την ψυχή, την καρδιά, τη διάνοια, τη δύναμή του, και τον πλησίον του σαν τον εαυτόν του» (βλ. Μάρκ. 12, 29-31), εντολή που στηρίζεται στην κατ’εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος δηλαδή δημιουργήθηκε με την προοπτική να "επαναλαμβάνει" τον Θεό (όσιος Σωφρόνιος), γι’ αυτό και η ζωή του Θεού πρέπει  να γίνεται ζωή και του ανθρώπου – ό,τι μας αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού για τον Ίδιο αποτελεί και την προοπτική του ξεχωριστού αυτού πλάσματός Του. Μπορεί ο άνθρωπος να έχασε την προοπτική, λόγω της πτώσεώς του στην αμαρτία, αλλά ο ερχομός του Χριστού που προσέλαβε την ανθρώπινη φύση έδωσε και πάλι στον άνθρωπο τη μεγαλειώδη αυτή δυνατότητα μέσα στο πλαίσιο της ζωής αυτής – κάτι που βιώνεται πια χαρισματικά στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία.

Όταν για παράδειγμα ο Ίδιος πάλι ο Κύριος αποκαλύπτει ότι ο πιστός άνθρωπος είναι «κλήμα στο αμπέλι που είναι ο Ίδιος» (Ιωάν. 15, 5: «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος καί ὑμεῖς τά κλήματα»), όταν ο απόστολος Παύλος διερμηνεύοντας την αλήθεια αυτή τονίζει ότι ο πιστός είναι μέλος Χριστού, αφότου μάλιστα βαπτίστηκε και εντάχθηκε στην Εκκλησία, και μάλιστα ότι με το βάπτισμα αυτό «ντύθηκε τον Χριστό» (βλ. Γαλ. 3, 27) και στην ψυχή και στο σώμα του, τι άλλο μας λέει ο λόγος του Θεού ει μη ότι ο πιστός χάριτι Θεού έγινε κι αυτός ένας Χριστός, συνεπώς η ζωή του αποτελεί προέκταση Εκείνου;

Γιατί όλα αυτά; Μα για να φανερωθεί τι σημαίνει το θεωρούμενο «απλούστατο» του λόγου του Γεροντικού για τον αββά Απολλώ, ότι ανταποκρινόταν αμέσως σε οποιονδήποτε του ζητούσε κάτι, με την εξήγηση που έδινε: σήμερα θα εργαστώ με τον Χριστό υπέρ της ψυχής μου – αυτός είναι ο μισθός μου. Οπότε έτσι αποκαλύπτεται σε όλη τη μεγαλοπρέπειά του, όπως είπαμε, το μεγαλείο της ψυχής του οσίου: βρισκόταν διαρκώς στην «ένταση» του πνευματικού αγώνα να πορεύεται αδιάκοπα πάνω στις εντολές του Κυρίου, «βιάζοντας» το φυσικό – παρά φύσιν κατ ουσίαν – θέλημά του. Γιατί στην πραγματικότητα μετά την πτώση του ανθρώπου ο άνθρωπος ρέπει από τη νεότητά του «ἐπιμελῶς ἐπί τά πονηρά». Και πρέπει, κι εδώ είναι η χάρη του βαπτίσματος που του δίνει τη δύναμη, να στρέψει το θέλημά του αυτό σε εκ διαμέτρου αντίθετη εντελώς κατεύθυνση.

Να το πούμε όπως το λέει ο μεγάλος Γέροντας όσιος Σωφρόνιος σε μία από τις τελευταίες ομιλίες του: «Μέ τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ χάσαμε τήν ἀληθινή ἰδέα τῆς Βασιλείας τῆς ἀγάπης τοῦ Πατρός. Στήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, στή διδασκαλία τῶν Πατέρων καί τῶν μεγάλων ἀσκητῶν, βρίσκουμε ἐκφράσεις πού εἶναι ἀντίθετες πρός τίς φυσικές μας κινήσεις – φυσικές στήν κατάσταση τῆς πτώσεώς μας. Ὅ,τι μᾶς ἔχει δοθεῖ ὡς ἐντολή ἔρχεται σέ ἀντίθεση πρός τά πάθη πού ἀποτελοῦν συνέπεια τῆς πτώσεως». Για να συνεχίσει παρακάτω: «Ἄν δέν φθάσουμε στό νά ἀγαπᾶ ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ἡ ζωή μας θά καταστραφεῖ καί δέν θά λάβουμε κανένα ὄφελος ἀπό τόν μοναχισμό, ἀπό τόν ἀληθινό μοναχισμό… Ἄν δέν ἀφομοιώσουμε αὐτή τή διάθεση νά διακονοῦμε τούς ἄλλους, ὅλα θά εἶναι ἄχρηστα… Ἡ διακονία τῶν ἄλλων ἔχει μια σωτηριώδη δύναμη, πιό μεγάλη ἀπό τή θεωρητική θεολογία» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ», τόμ. Β΄, σελ. 15-16).

Και βεβαίως τα λόγια αυτά του οσίου Σωφρονίου βρίσκονταν σε ακριβή αντιστοιχία με τα λόγια του άλλου μεγάλου οσίου της εποχής μας, Γέροντος Πορφυρίου (για τον οποίο ο ίδιος ο Γέρων Σωφρόνιος έλεγε ότι δυστυχώς οι Έλληνες δεν έχουν κατανοήσει πόσο μεγάλος όσιος είναι, τόσο που πουθενά στον κόσμο δεν βρίσκεται παρόμοιός του). Τι έλεγε ο άγιος Πορφύριος; Την πεμπτουσία ακριβώς του Ευαγγελίου: ότι όλους τους ανθρώπους πρέπει ο χριστιανός να τους βλέπει ως εικόνες Θεού και ως Χριστούς. Και να είναι έτοιμος και τη ζωή του να δώσει για χάρη τους. Γιατί; Διότι αν δεν αγαπά κανείς τον άνθρωπο που τον βλέπει πώς θα αγαπήσει τον Θεό που δεν Τον βλέπει; - ό,τι τόνιζε ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής (Α΄ Ιωάν. 4, 20).

Κατανυσσόμαστε μπροστά στον άγιο Απολλώ. Απλός αββάς του Γεροντικού, χωρίς μεγάλες «περγαμηνές», μα τόσο βαθύς, τόσο άγιος, τόσο μεγαλοπρεπής. Διότι πίστεψε στο αληθινό έργο του ανθρώπου, όπως το καθόρισε καθώς είπαμε ο Χριστός: την κάθε στιγμή του να την ζει με τρόπο που να διακρατεί την παρουσία του Θεού – μία διαρκή θεοκοινωνία! Πώς; «Βλέποντας» τον άλλον με τα πνευματικά μάτια που δίνει η αληθινή πίστη και η χάρη του Θεού: ως τον ίδιο τον Κύριο (Ματθ. 25, 40). Όντως, ποιος μεγαλύτερος μισθός από αυτόν υπάρχει; Να υπηρετείς τον Χριστό, άρα να υπηρετείσαι από Εκείνον, κατά την υπόσχεσή Του (Λουκ. 12, 37).  

Ο ΔΙΠΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ

Ο Σωφρόνιος βάδιζε κατά μήκος της Νεκράς Θάλασσας. Η σκιά του κάτω από τον ισχυρό ήλιο σχηματιζόταν με περίεργες γραμμές, κι ό,τι διαγραφόταν απ’ αυτήν έγλυφε τα αλμυρά νερά της Θάλασσας. Στην πραγματικότητα μιλάμε για τη σκιά της… σκιάς του εαυτού του. Γιατί ο Σωφρόνιος ήταν αυτό που λένε «πετσί και κόκκαλο». Η σκληρή άσκηση της πρακτικής καλογερικής ζωής τον είχε πλήρως απορροφήσει: είχε κατανοήσει αφότου έγινε καλόγερος ότι αν θέλει να προχωρήσει στην πνευματική ζωή, αν θέλει να νιώσει αληθινά την παρουσία του Κυρίου στη ζωή του, θα έπρεπε να αντιμετωπίσει έναν επικίνδυνο «εχθρό», που την ίδια στιγμή ήταν και ο καλύτερος και πρώτος φίλος του! Το ίδιο το σώμα του… Χρόνια λοιπόν πάλευε στον αγώνα της νηστείας και της εγκράτειας.  Και μαζί μ’ αυτήν και στον αγώνα της φτώχειας. Δεν είχε τίποτε δικό του, ενώ και τα ρούχα του ήταν κυριολεκτικά κουρέλια απ’ την πολυκαιρία, που αν τα ‘δινε και στον πιο φτωχό ζητιάνο,  εκείνος δεν θα καταδεχόταν να τα πάρει.

Είχε επιλέξει εκ νεότητος την καλογερική ζωή. Σε κοινόβιο πρώτα, κι έπειτα μόνος στην έρημο της Νεκράς Θάλασσας. Με την άδεια του ηγουμένου του, ο οποίος έβλεπε τις ασκητικές επιδόσεις του καλογέρου του και τη βαθιά αγάπη που τον συνείχε για τον Ιησού Χριστό τον Κύριο, βρέθηκε σε μια σπηλιά της σκληρής και απαράκλητης αυτής περιοχής. Θέλησε να γίνει «βοσκός». Όχι με την κοινή έννοια, αλλά με την ερημήτικη ονομασία της εποχής: του αναχωρητή που ζει στα βουνά και τρώει μόνο άγρια χόρτα! Και δεν ήταν ο μόνος εκεί.

Η σκληρή ασκητική του ζωή βέβαια πήγαινε αντιστρόφως ανάλογα προς ό,τι ο Κύριος από πλευράς πνευματικής τού πρόσφερε: μία χάρη τόσο μεγάλη μερικές φορές, που όχι μόνο γλύκαινε τις πνευματικές του αισθήσεις και τον έκανε να βυθίζεται στη θεωρία του αγαπημένου προσώπου Εκείνου, όπως και της Παναγίας Μητέρας Του, αλλά τον έκανε να χάνει τότε και την έννοια του χρόνου, μεταφερόμενος σε άλλες υψιπετείς καταστάσεις που δεν είναι εύκολο να περιγραφούν. Ω, ο Σωφρόνιος μακάριζε την ώρα και τη στιγμή της εξόδου του από τον κόσμο. Γιατί ήταν η ώρα της εισόδου του στα μυστικά και άρρητα κάλλη του «κρυπτού της καρδίας ανθρώπου»· της εύρεσης αυτού που ο Κύριος ονόμασε «εντός ημών Βασιλεία των Ουρανών».

Βάδιζε λοιπόν ο μεσήλικας Σωφρόνιος κάτω από τον πυρωμένο ήλιο, και αν είχε κανείς τη δυνατότητα να τον προσεγγίσει από κοντά θα έβλεπε το σκαμμένο από την άσκηση πρόσωπό του, αλλά και τα δάκρυα που έρρεαν διαρκώς από τα βαθουλωμένα μάτια του, ψάχνοντας τρόπο σαν από ντροπή να βρουν καταφύγιο και να χαθούν μέσα στα ψαρά και δασιά γένια του. Έκλαιγε ο καλόγερος, κι όχι μόνο τώρα – τα δάκρυα είχαν γίνει δεύτερη φύση του – γιατί ένιωθε το βάρος των αμαρτιών του. Όσο μάλιστα ο Κύριος τον φώτιζε και του έδινε τις δωρεές των χαρίτων Του, τόσο καταλάβαινε σε τι άβυσσο πτώσης βρίσκεται, πόσο ο άδης της ψυχής του τον καταβάλλει και τον σέρνει στη δίνη της δικής της κόλασης! Πενθούσε λοιπόν ο Σωφρόνιος, γιατί έβλεπε τις αμαρτίες του. Κι όσο περνούσε ο καιρός, τόσο αύξανε και το πένθος, τόσο αύξανε και το βάθος της ταπείνωσής του.

Ένας λογισμός άρχισε να αναπτύσσεται μέσα του και να παίρνει τη μορφή της έμπονης προσευχής: να φύγει από τη ζωή αυτή, γιατί όσο μένει, τόσο και αυξάνει τις αμαρτίες του. Διαπίστωνε ότι υπήρχαν φορές, πολλές φορές, ότι το μυαλό του δεν βρίσκεται εκεί που ζητάει ο Κύριος: στην απόλυτη αγάπη προς Εκείνον. Η απαρχής εντολή του Θεού, «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν» τον συνείχε σε τέτοιο βαθμό, ώστε αποτελούσε τη μοναδική σκέψη και εργασία του νου του. Αυτό μάλιστα το «εξ όλης» το βίωνε ως μαστίγωμα της ύπαρξής του. Γιατί έφερνε στην επιφάνεια την… αμέλεια της ζωής του. Πώς να μπορέσει να βρίσκεται εκατό τοις εκατό στην αγάπη του Θεού και του συνανθρώπου; Κατ’ ανάγκην ως άνθρωπος έπρεπε να ασχοληθεί και με τα… επίγεια. Κάθε φορά λοιπόν που ο λογισμός του ξέφευγε σ’ αυτά, δεν έχανε την αγάπη του Θεού; Οπότε ένιωθε… βρώμικος ψυχικά. Γιατί ήξερε πως «ακάθαρτος ενώπιον  Κυρίου πας παράνομος». «Κι εγώ είμαι παράνομος, αφού παραβαίνω τον νόμο του Θεού», ψιθύριζε διαρκώς μέσα του.

Αυτό τον διακατείχε και την ώρα που βάδιζε στην ακροθαλασσιά. Κι αισθανόταν ότι η περίεργη και μοναδική αυτή ιστορική θάλασσα, που ήταν το αποτέλεσμα της αμετανοησίας των ανθρώπων της περιοχής παλιά – ό,τι εισέπραξαν οι άνθρωποι των Σοδόμων και των Γομόρρων από τη φωτιά και το θειάφι που έβρεξε ο Θεός – του ταίριαζε απόλυτα. Γι’ αυτό άλλωστε και κατέβαινε στη θάλασσα αυτή, από τη σπηλιά του στο βουνό. Γιατί τον προκαλούσε να σκεφτεί, να στοχαστεί, να πενθήσει ακόμη περισσότερο για τον «άδη» του, να προσευχηθεί με πύρινα δάκρυα. «Φωτιά και αρμύρα των δακρύων», έκανε τον συσχετισμό με τη Νεκρά Θάλασσα, και ήταν η στιγμή που λίγο σαν να χαμογέλασε. Για να συνέλθει αμέσως από το… ολίσθημα. «Κύριε, πάρε με για να μη συνεχίζω να αμαρτάνω», επανέλαβε. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

Άκουσε ξάφνου φωνές, δυνατές και αγριωπές. Μαζί και γέλια αδιάντροπα. Παραξενεύτηκε. Και λίγο ταράχτηκε. Χαλούσαν την ησυχία του τοπίου.  Στο βάθος μπροστά του διέκρινε φιγούρες, που λίγο λίγο γίνανε πιο ευδιάκριτες.

«Σαρακηνοί», μονολόγησε, και σκοτείνιασε λίγο το πρόσωπό του. Πήρε να προσεύχεται για τα πλανεμένα αυτά αδέλφια του. Τα ‘δε όπως είχε πια συνηθίσει να βλέπει όλον τον κόσμο, γνωστό και ξένο: σαν την άλλη, άγνωστη, πλευρά του εαυτού του. «Τον πλησίον σου ως σεαυτόν», ήλθε και πάλι η εντολή στη σκέψη του.

Τον πλησίασαν. Τον κοίταξαν περίεργα, άγρια, με μίσος. Ένας σαν να κοντοστάθηκε. Ο Σωφρόνιος προσευχήθηκε ακόμη περισσότερο. Έκανε ένα νεύμα σαν υπόκλιση. Τους προσπέρασε. Τον προσπέρασαν. Οι φωνές τους γίνηκαν ακόμη πιο άγριες. Φάνηκε ότι τον ειρωνεύονταν και ότι τον σάρκαζαν. Ο Σωφρόνιος συνέχιζε την προσευχή του. Τους στοχασμούς του. Ο νους του σαν να αρπάχτηκε σε θεωρία του Κυρίου. Μια γαλήνη δέσποζε μέσα στην καρδιά του. Ένιωσε τη χάρη του Θεού ολότελα ξαφνικά εκείνη την ώρα να τον πλημμυρίζει.

Ξαφνικά, έγινε σιωπή. Οι φωνές των Σαρακηνών σταμάτησαν. Ασυναίσθητα, στράφηκε προς τα πίσω. Κι είδε τον ένα από αυτούς και πάλι να τον πλησιάζει. Ερχόταν σχεδόν τρέχοντας προς αυτόν, ίσια καταπάνω του. Το χέρι του Σαρακηνού οπλίστηκε με το κοφτερό σπαθί του. «Κύριε Ιησού Χριστέ…», ήταν οι τελευταίες λέξεις του, κι η εικόνα του άγριου Σαρακηνού έγινε η εικόνα του αγίου αγγέλου του. Το αγιασμένο κεφάλι έπεσε και κύλισε προς την πλευρά της θάλασσας, η οποία ξαφνιάστηκε και ρίγησε κοκκινίζοντας, νιώθοντας την αρμύρα της ν’ αυξάνει από τα δάκρυα που ακόμη κυλούσαν από τα βαθουλωμένα μάτια…

Δεν επέτρεψε ο Κύριος να δει ο Σωφρόνιος δύο πράγματα. Δεν είδε  την άμεση επέμβαση της Πρόνοιας του Θεού. Γιατί έδωσε εντολή ο Κύριος σ’ ένα όρνιο που πετούσε λίγο παραπέρα, να γυρίσει σαν αέρας καταπάνω στον Σαρακηνό. Το όρνιο άρπαξε το όργανο του διαβόλου με τα τεράστια σιδερένια νύχια του, το πήγε ψηλά στον ουρανό και το άφησε να πέσει πάνω στις πέτρες, θρυμματίζοντας κάθε κόκκαλο και ακέραιο σώμα. Οι δαίμονες παραμόνευαν και παρέλαβαν με χαρά και ουρλιαχτά την άθλια ψυχή του.

Δεν είδε επίσης ο Σωφρόνιος, σκεπασμένος από τους αγίους αγγέλους και προσβλέποντας στο φως του Ήλιου της δικαιοσύνης που τον φώτιζε, τρεις άλλους ερημίτες, «βοσκούς» σαν κι αυτόν, που από παρακείμενο βουνό παρακολουθούσαν ό,τι διαδραματιζόταν.

Συγκλονισμένοι αυτοί, σταυροκοπήθηκαν και γονάτισαν. Με δάκρυα στα μάτια ξεκίνησαν να προσεύχονται και για τις δύο ψυχές…

(Από το «Λειμωνάριον» του Ιωάννου Μόσχου, κεφ. 21)

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ

«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε  ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».

Και οι δύο υμνογράφοι του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ο άγιος Θεοφάνης και ο άγιος Κοσμάς ο Μαϊουμά, κυριολεκτικά δεν φείδονται επαίνων και εγκωμίων, προκειμένου να τονίσουν την υψηλότατη κορυφή της θεολογίας, τον άγιο Γρηγόριο. Δεν είναι μόνο ότι τον χαρακτηρίζουν, εκφράζοντας τη συνολική θέση της Εκκλησίας μας, ως «Πατέρα Πατέρων και Ποιμένα Ποιμένων και δόξαν Πιστών και φωστήρα Ιερέων και οικουμένης το κλέος», αλλά ακόμη, επιμένοντας στη θεολογική συμβολή του, τον  ονομάζουν «Θεολόγον τον δεύτερον και μύστην της θείας ελλάμψεως», «τον δεύτερον Επιστήθιον, τον του Λόγου αυτόπτην, τοις δόγμασι γενόμενον» (αυτόν που έγινε με τα δόγματά του δεύτερος επιστήθιος φίλος του Χριστού, σαν τον Ιωάννη τον αυτόπτη του Λόγου),  «Τριαδικόν Θεολόγον», «Θεολογίας Θεολόγον» (ωδή γ΄) – είναι ο δεύτερος μετά τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο συνεπώς που τιμήθηκε από την Εκκλησία με τον τίτλο του Θεολόγου.  Ο άγιος Γρηγόριος υπήρξε πράγματι, μοναδικός αυτός, ο Θεολόγος της ίδιας της Θεολογίας. Κατά τον μακαριστό  καθηγητή της Πατρολογίας Στυλιανό (μοναχό Γεράσιμο) Παπαδόπουλο, «ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Ναζιανζηνός, είναι ο επιφανέστερος, ο «άριστος» θεολόγος της Εκκλησίας μετά τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Το θεολογικό του βάθος και η έντονη ποιητικότητα στο έργο του τον ύψωσαν σε πρότυπο μοναδικού κάλλους και λάμψεως». Γι’ αυτό για την Εκκλησία μας ο άγιος Γρηγόριος τελικώς είναι το δώρο του Θεού σ’ αυτήν την ίδια: «Ο άναρχος Θεός Λόγος, μακάριε, σε χαρίζει σαν δώρο στην Εκκλησία, σαν σε Μητέρα, αφού χαρίτωσε τον νου σου με λόγο και σοφία».

Παραξενεύει το γεγονός ότι και οι δύο υμνογράφοι στους κανόνες τους για τον άγιο Γρηγόριο δεν κάνουν καθόλου μνεία της σχέσεώς του για παράδειγμα με τον άλλο μεγάλο φωστήρα της Εκκλησίας, τον άγιο Βασίλειο: σε άλλη περίπτωση αυτό θα προβαλλόταν ως καίριο στοιχείο της μεγαλωσύνης ενός αγίου. Η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι έχουν μείνει έκθαμβοι μπρος στη θεολογική δεινότητα του αγίου Γρηγορίου, τον ιδιαίτερο φωτισμό που δέχτηκε από τον Θεό, ώστε ως θεόπτης να μπορεί να εκφράσει και την εμπειρία της θέας και της αλήθειας του Θεού. Είναι ίσως μία έμμεση αναφορά τους ότι εκείνος που είναι τόσο φίλος με τον ίδιο τον Κύριο, που διείσδυσε τόσο πολύ στα της Τριαδικής Θεότητος, δεν έχει ανάγκη άλλων «εξωτερικών» βοηθημάτων, για να κατανοηθεί η μεγαλωσύνη του. «Μπόρεσες και χώρεσες μέσα σου τους θείους φωτισμούς, γι’ αυτό και μας φώτισες έντονα, Γρηγόριε, ώστε να σεβόμαστε τον ένα Θεό σε τρία πρόσωπα».

Η είσδυση του αγίου μέσα στο φως της τρισηλίου θεότητος, ώστε με τη λάμψη αυτής να φωτίζει και τους πιστούς, γίνεται αγαπημένο κεντρικό θέμα των ύμνων των κανόνων. Κι αυτό όχι τυχαία: ο ίδιος ο άγιος Γρηγόριος στον 28ο ιδιαιτέρως λόγο του μιλάει προσωπικά και εμπειρικά για ό,τι έπαθε: «Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα…Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού…και εκεί έσκυψα». Οι υμνογράφοι λοιπόν ακολουθώντας πιστά τα λόγια του ίδιου του αγίου επισημαίνουν την ίδια πραγματικότητα: «Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα».

Ο άγιος Γρηγόριος είχε συνεπώς την αίσθηση ότι κινείται σαν τον Μωυσή στην Παλαιά Διαθήκη. Όπως εκείνος πήρε τον γραπτό Νόμο του Θεού, τις δέκα εντολές στο όρος Σινά, έτσι κι ο ίδιος, κατά νοερό τρόπο, εν Πνεύματι, γίνεται ένας νέος Μωυσής, που φωτίζεται σαν σε νέο Σινά, για να γνωρίσει την αλήθεια της ομοουσίου Τριάδος, και αυτήν την αλήθεια έπειτα και να εξαγγείλει. Ο ύμνος του αγίου Θεοφάνους στην ε΄ ωδή είναι σαφέστατος και επ’ αυτού: «Κατά τρόπο γνωστό πόθησες και συ, όπως παλιά ο Μωυσής, να δεις τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκες να δεις τα «οπίσθια» αυτού, δηλαδή όχι την ουσία αλλά την ενέργειά Του, αφού είχες το κάλυμμα του Χριστού, που είναι η πέτρα, και μυήθηκες έτσι στο πέλαγος της θείας ουσίας, το οποίο φανερώνεται κατά τρόπο ακατάληπτο». Ο άγιος Γρηγόριος λοιπόν, δείχνοντας και την ουσία  της αληθινής θεολογίας, δηλαδή ότι πρόκειται περί εκφράσεως της αλήθειας του Θεού, την οποία όμως ζει εμπειρικά και θεοπτικά, ήταν μυημένος στα της Τριαδικής Θεότητος – «μύστης της τρισυποστάτου Μοναρχίας και Θεότητος της εν Τριάδι» - γι’ αυτό και δίδαξε «ίσον τον Λόγο και το άγιον Πνεύμα με τον Θεό Πατέρα, ως προς την αγαθότητα και τη βασιλική εξουσία, γνωρίζοντας ο άγιος ότι η ταυτότητα και η ένωση μεταξύ τους των θείων προσώπων είναι ουσιαστική και φυσική».

Ο τονισμός της ισότητας του αγίου Πνεύματος και του Υιού και Λόγου του Θεού με τον Θεό Πατέρα (κάτι που διατυπώθηκε επισήμως στη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία συμπλήρωσε με πέντε ακόμη άρθρα τα επτά πρώτα  του Συμβόλου της Πίστεως, εξ ου και Σύμβολο Νικαίας (από την Α΄ Σύνοδο) – Κωνσταντινουπόλεως (από την Β΄ Σύνοδο) ονομάζεται) δεν ήταν βεβαίως μία αυθαιρεσία του αγίου Γρηγορίου. Φωτίστηκε όπως είπαμε από τον ίδιο τον Θεό, διείσδυσε στα της Θεότητας εν Πνεύματι, ακολουθώντας την ίδια την Αγία Γραφή και τους προγενεστέρους Πατέρες της Εκκλησίας, γι’ αυτό και ο ίδιος λέει ότι «σκεπάστηκε από την πέτρα, δηλαδή τον Χριστό». Με άλλα λόγια ο άγιος Γρηγόριος προέκτεινε ό,τι η Εκκλησία μέχρι εκείνη την ώρα είχε διατυπώσει, με την έννοια ότι γνώρισε πιο βαθιά, με φωτισμό Θεού, αυτό που  η Εκκλησία είχε διατυπώσει μέχρι την εποχή του. Και το γεγονός ότι η Εκκλησία αποδέχτηκε Συνοδικά αυτό που εκείνος κατεξοχήν εξήγγελλε, απέδειξε την αλήθεια της θεοπτίας και εμπειρίας του. Μη ξεχνάμε ότι τελικό κριτήριο για ό,τι μπορεί να διατυπώσει ακόμη και ένας μεγάλος άγιος είναι η ίδια η Εκκλησία, όταν μάλιστα αυτή εκφράζεται διά του στόματός της, της Οικουμενικής Συνόδου.

Ο άγιος Γρηγόριος βεβαίως αναφέρεται και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς».

Μακρηγορούμε, αλλά δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε ότι ο άγιος μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία όπως είπαμε της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε».

24 Ιανουαρίου 2022

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

 

«Ν’ ΑΓΑΠΑΜΕ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ!»

«Για να διατηρήσουμε την ενότητά μας, θα πρέπει να κάνουμε υπακοή στην Εκκλησία, στους επισκόπους της. Υπακούοντας στην Εκκλησία, υπακούουμε στον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός θέλει να γίνουμε μία ποίμνη μ’ έναν ποιμένα.

Να πονάμε για την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ. Να μη δεχόμαστε να κατακρίνουν τους αντιπροσώπους της. Στο Άγιον Όρος το πνεύμα που έμαθα ήταν ορθόδοξο, βαθύ, άγιο, σιωπηλό, χωρίς έριδες, χωρίς καυγάδες και χωρίς κατακρίσεις. Να μην πιστεύουμε τους ιεροκατηγόρους. Και με τα μάτια μας να δούμε κάτι αρνητικό να γίνεται από κάποιον ιερωμένο, να μην το πιστεύουμε ούτε να το σκεπτόμαστε ούτε να το μεταφέρουμε. Το ίδιο ισχύει και για τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας και για κάθε άνθρωπο. Όλοι είμαστε Εκκλησία. Όσοι κατηγορούν την Εκκλησία για τα λάθη των εκπροσώπων της, με σκοπό δήθεν να βοηθήσουν για τη διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αυτοί δεν αγαπούν την Εκκλησία. Ούτε βέβαια τον Χριστό. Τότε αγαπάμε την Εκκλησία, όταν με την προσευχή μας αγκαλιάζουμε κάθε μέλος της και κάνουμε ό,τι κάνει ο Χριστός. Θυσιαζόμαστε, αγρυπνούμε, κάνουμε το παν, όπως Εκείνος, ο οποίος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει» (Όσιος Πορφύριος καυσοκαλυβίτης, Βίος και Λόγοι, Ι. Μονή Χρυσοπηγής Χανίων, Χανιά 2009, σελ. 202).

Ο μέγας όσιος της εποχής μας Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης διαπνεόταν από βαθύτατο εκκλησιολογικό φρόνημα: η Εκκλησία γι’ αυτόν ήταν ο ίδιος ο Κύριος, το ζωντανό σώμα Του. Και δεν μπορούσε να είναι διαφορετικά, αφού ο κάθε άγιος, όπως ο άγιος Γέροντας εν προκειμένω, είναι άγιος στον βαθμό που θεμελιώνει τη ζωή του στην Αγία Γραφή και την Παράδοση της Εκκλησίας. Και η Αγία Γραφή και η Παράδοση αυτή βοά αδιάκοπα για την ταυτότητα αυτή, Χριστού και Εκκλησίας, Εκκλησίας και Χριστού. Ο ίδιος ο Κύριος αποκαλύπτοντας την ενότητα αυτή τονίζει ότι Εκείνος είναι το αμπέλι και οι πιστοί Του τα κλήματα. Ο απόστολος Παύλος στοιχώντας στον Κύριο εξαγγέλλει με θείο Πνεύμα ότι ο Κύριος είναι η κεφαλή του σώματος που είναι η Εκκλησία Του. Άλλωστε τούτο αποτελούσε και την εμπειρία του από τη συγκλονιστική μεταστροφή του: «Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;» ακούει τον Κύριο να του λέει, την ώρα που δίωκε τους χριστιανούς – ο διωγμός των χριστιανών ήταν διωγμός του Ίδιου! Έτσι οτιδήποτε έχει αναφορά στον Κύριο ισχύει και για την Εκκλησία˙ και οτιδήποτε έχει αναφορά στην Εκκλησία προϋποθέτει τη σχέση με τον Κύριο. Γι’ αυτό και ακούμε τον άγιο Πορφύριο να επισημαίνει ότι υπακοή στην Εκκλησία σημαίνει υπακοή στον Χριστό.

Τι θεωρούσε ο άγιος υπακοή στην Εκκλησία; Την υπακοή στους ποιμένες της, τους επισκόπους της, ιδίως δε εκεί που συνέρχονται εν συνόδω και αποφαίνονται εν Πνεύματι αγίω. Στη σύναξή τους αυτή υπάρχει ο φωτισμός του Θεού, εκφράζεται το αιώνιο θέλημα του Θεού, συνεπώς η υπακοή του κάθε μέλους της Εκκλησίας, κληρικού ή λαϊκού, θεωρείται απαραίτητη και δεδομένη. Ακόμη και σε θέματα μη δογματικά, όταν οι επίσκοποι συνέρχονται για λόγους τάξεως και λατρείας, και εκεί τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά: ο πιστός ως μέλος του σώματος κάνει υπακοή, έστω κι αν διαφωνεί πιθανόν με επιμέρους αποφάσεις. Ποιος άλλωστε είναι εκείνος που μπορεί να θέσει τον εαυτό του υπεράνω του «στόματος» της Εκκλησίας, της συνόδου, και να έχει δική του «φωνή»; Μόνον όποιος χαρακτηρίζεται από πνεύμα κενόδοξο και υπερήφανο. Γιατί στην υπακοή ενυπάρχει η ταπείνωση και στην ταπείνωση η χάρη του Θεού. Το παράδειγμα του αγίου Χρυσοστόμου, το οποίο γνώριζε και ο άγιος Πορφύριος, είναι πράγματι εξόχως παραδειγματικό: σε εξορία ευρισκόμενος από απόφαση συνεπισκόπων του που διέκειντο εχθρικά απέναντί του, παρότρυνε το ποίμνιό του στην Κωνσταντινούπολη να υπακούσουν στη σύνοδο αυτή. Διότι το ζητούμενο πάντοτε από αυτόν ήταν να μη διασαλευθεί η εκκλησιαστική ενότητα.

Γι’ αυτό και ο άγιος Γέρων εξέφραζε τον πόνο του για την αγάπη του προς την Εκκλησία. «Να πονάμε για την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ». Και θεωρούσε ό,τι χειρότερο την κατάλυση της ενότητάς της με το διασπαστικό στοιχείο της κατάκρισης και της αλληλοκατηγορίας. Το να κατηγορεί κανείς τους ιερωμένους, όπως επισημαίνει, αλλά και το οποιοδήποτε λαϊκό μέλος της Εκκλησίας, έστω «κι αν δει κάτι αρνητικό και με τα μάτια του», συνιστά τραύμα προς το σώμα και συνεπώς τραύμα και για τον Χριστό. Θυμίζει τον εξίσου πονεμένο λόγο του αγίου Σωφρονίου του Έσσεξ, ο οποίος τόνιζε κατά κόρον στους μοναχούς του ότι όχι μόνο μία κακή συμπεριφορά ούτε ακόμη κι ο εμπαθής λόγος της κατάκρισης, αλλά και η παραμικρότερη σκέψη του ενός κατά του άλλου μπορεί να προκαλέσει «ρωγμή στα τείχη του μοναστηριού».

Ο άγιος Πορφύριος λοιπόν «καιγόταν» από αγάπη προς την Εκκλησία και για την ενότητα της Εκκλησίας – αυτό του υπαγόρευε η βεβαιωμένη ζωντανή σχέση του με τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο φωτισμένος νους του διέβλεπε ότι μόνον άνθρωποι με μίσος προς τον Χριστό και την Εκκλησία βάλλουν κατά των κληρικών και των λοιπών πιστών, τάχα με το πρόσχημα της «κάθαρσης» της Εκκλησίας. Και λοιπόν; Δεν θα αντιδράσουμε σε αποδεδειγμένα σφάλματα και αμαρτήματα είτε κληρικών είτε λαΪκών, πολύ περισσότερο των κληρικών που έχουν και τη μεγαλύτερη ευθύνη; Βεβαίως θα αντιδράσουμε και πρέπει να αντιδρούμε, λέει ο άγιος. Αλλά όπως αντέδρασε ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος ερχόμενος σ’ έναν κόσμο βουτηγμένο στην αμαρτία και τον θάνατο δεν πήρε το μαστίγιο για να τον τσακίσει ούτε έβγαλε τους κεραυνούς της οργής του για να τον καταστρέψει. Τι έκανε; Με άπειρη αγάπη ανέλαβε το βάρος της ενοχής τους και σταυρώθηκε γι’ αυτούς. Αυτή είναι η λύση και για εμάς, σημειώνει ο εμπνευσμένος άνθρωπος του Θεού: να αναλαμβάνουμε το βάρος και των άλλων, όσο μπορούμε. Να προσευχόμαστε έμπονα γι’ αυτούς, επιτελώντας για χάρη τους αυτό που εκείνοι δεν κάνουν! Τότε βοηθάμε τον κόσμο, τότε λειτουργούμε ως πραγματικοί χριστιανοί μέλη της αγίας Εκκλησίας Του!

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΞΕΝΗ

«Η μακάρια αυτή και αοίδιμη Ξένη καταγόταν από τη μεγαλόδοξη πόλη της Ρώμης, από γένος έντιμο και με ζήλο για την πίστη. Όταν οι γονείς της θέλησαν να την παντρέψουν και είχαν ετοιμαστεί όλα τα σχετικά με τον γάμο, η αγία σηκώθηκε και έφυγε από τη νυφική παστάδα, μαζί με δύο άλλες γυναίκες, δύο υπηρέτριες, κι αφού μπήκε σε πλοίο και γνώρισε άλλους τόπους, τελικώς έφτασε στην πόλη των Μυλασσών. Μάλλον οδηγήθηκε σ’ αυτήν την πόλη από τον θεσπέσιο Παύλο τον μοναχό (ο οποίος φάνηκε σ’ αυτήν εκ Θεού στην Αλεξάνδρεια και έγινε οδηγός της για τα ανώτερα). Εκεί έφτιαξε ένα μικρό ευκτήριο ναό στο όνομα του αγίου πρωτομάρτυρος Στεφάνου, και μαζί με τις δύο υπηρέτριές της, όπως και με κάποιες άλλες που την πλησίασαν,  έζησε καρτερικά με μεγάλη άσκηση, απέχοντας από όλες τις κατ’ αίσθηση ηδονές και ακολουθώντας τον δρόμο που οδηγεί στην ουράνια πολιτεία.

Πέρασε λοιπόν τη ζωή της στο θέλημα του Θεού και μετά το όσιο και μακάριο τέλος της, είχε τη μαρτυρία από τον Ίδιο τον Θεό. Ημέρα μεσημέρι δηλαδή, την ώρα που ο ήλιος φώτιζε τη γη, φάνηκε σταυρός με αστέρια. Αυτόν τον σταυρό τον περικύκλωνε και τον κρατούσε στο μέσον άλλος χορός αστεριών, ώστε να φαίνεται ότι είναι στεφάνι για τη μακαρία Ξένη, που της δόθηκε από τον Θεό, για τη νηστεία και την αγρυπνία και την αγνότητά της. Κι αυτό έγινε φανερό, διότι με την απόθεση του λειψάνου της κάτω από τη γη, σταμάτησε να φαίνεται ο χορός και ο κύκλος των αστεριών. Τα σχετικά με την οσία έγιναν γνωστά, όταν μία από τις θεραπαινίδες της, τότε που επρόκειτο να φύγει από τη ζωή, διηγήθηκε την πατρίδα της μακαρίας και το επίσημο γένος της και το όνομα που είχε από τους γονείς της - διότι ονομαζόταν Ευσεβία – το οποίο το άλλαξε σε Ξένη, γιατί αγωνιζόταν να ζήσει κρυφά».

Είναι εύλογο: ο άγιος υμνογράφος της οσίας Ξένης – της οποίας τον βίο και το εγκώμιο έπλεξε ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος της Εκκλησίας μας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς – στο μεγαλύτερο ποσοστό του κανόνα του γι’ αυτήν προβάλλει την αγιασμένη ζωή της μέσα από το ίδιο το όνομά της: Ξένη. Και τούτο γιατί του δίνει την ευκαιρία να σχετίσει την αγία πρώτα από όλα με τον ίδιο τον Κύριο, τον κατ’ εξοχήν «Ξένον», κατά την υμνολογία επίσης της Εκκλησίας μας, του Οποίου τον βίο προσπάθησε με τη χάρη του Θεού να μιμηθεί, να προβάλει τον πόθο της για την «ξένην ζωήν την εν ουρανοίς μένουσαν», να δείξει ότι έζησε στα ξένα, με τον τρόπο που δήλωνε ακριβώς και το όνομά της, να την παρακαλέσει ακόμη να βοηθήσει και εμάς που ζούμε ως ξένοι του Θεού, προκειμένου να γίνουμε οικείοι Αυτού. Θαυμάζει κανείς πράγματι την έμπνευση του εκκλησιαστικού μας ποιητή, αλλά και την καλή γνώση του στα θέματα της πνευματικής ζωής. Μερικά δείγματα από την υμνολογία της Εκκλησίας μας επιβεβαιώνουν τις παραπάνω αναφορές.

Η οσία μιμήθηκε τον Κύριο που ήλθε στον κόσμο τούτο ως ξένος. Η δική της ξενιτεία – η οποία από τους ασκητικούς διδασκάλους της Εκκλησίας μας θεωρείται ως σπουδαιοτάτη αρετή, που οδηγεί στη βάση όλων των αρετών, την ταπείνωση – αποτελεί μετοχή στην ξενιτεία Εκείνου, δείγμα της αγάπης της σ’ Αυτόν. «Ξενιτεύτηκες εσύ, σοφή Ξένη, μιμούμενη τον τρόπο του Θεού, που για χάρη μας κατήλθε από τον ουρανό σ’ εμάς, προκειμένου να υψώσει τους πεσμένους στην αμαρτία, και γι’ αυτό μένεις άγνωστη μεν στους συγγενείς σου, αλλά γνωστή στους ευσεβείς». «Έβαλες στο μυαλό σου την ξένη ζωή που μένει στους ουρανούς και δεν παρέρχεται, γι’ αυτό και έκανες το όνομά σου πράξη, κι έτρεξες σαν διψασμένο ελάφι στα ίχνη του αθανάτου μνηστήρα σου Χριστού».

Η δίψα της οσίας για τον Χριστό κάνει τον υμνογράφο εν προκειμένω να φτάσει σε σπουδαία ύψη λυρισμού, όπως γίνεται συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις οσίων γυναικών. Ο υμνογράφος δηλαδή ακολουθώντας τον έρωτα της ανθρώπινης ψυχής προς τον Θεό, όπως αποτυπώνεται ιδίως στο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης «Άσμα ασμάτων», βάζει και την οσία με τον ίδιο έρωτα προς τον Χριστό να διαλέγεται μαζί Του. «Σαν δάμαλη που ποθεί τη θεϊκή ομορφιά του ποιμένα, κραύγαζες: Πού ποιμαίνεις το ποίμνιό σου, Νυμφίε; Πού είναι το σπίτι σου, πές μου. Έχω τον πόθο να δω την πάνω από όλα τα ανθρώπινα θέα του προσώπου σου και φλέγομαι από παντού». Για να απαντήσει ο νυμφίος Χριστός στην αναζήτηση αυτή της οσίας Ξένης: «Αφού ζητάς, σεμνή,  τη δική μου αγαπητή ομορφιά, φωνάζει ο Νυμφίος, και έγινες λαμπρή από τις αρετές, αναζήτησέ με στους ουρανούς. Εκεί ποιμαίνω εγώ και εκεί προσκαλώ κάθε φορά τα δικά μου πρόβατα».

Η επιλογή της οσίας Ξένης να ζήσει ως ξένη επί της γης, ώστε να αποκτήσει τον θείο έρωτα στην ψυχή της του ελθόντος ως Ξένου σε εμάς Χριστού – «επί ξένης φερωνύμως βιούσα», στην ξένη χώρα έζησες ως ξένη, όπως λέει το όνομά σου – δεν ήταν κάτι που ήλθε ξαφνικά. Η επιλογή της να φύγει στα ξένα ήταν καρπός μιας μακράς διεργασίας μέσα της, που απλώς φανερώθηκε όταν τα πράγματα στένεψαν γι’ αυτήν με τον γάμο που της ετοίμασαν οι γονείς της. Και αυτό εξαρχής, ήδη στο πρώτο στιχηρό του εσπερινού της αγίας, επισημαίνει ο υμνογράφος: «Μετανάστευσες από πριν με τη διάθεση, Σεμνή, και βεβαίωσες έπειτα έμπρακτα αυτό που είχες αποφασίσει με το νου σου, γι’ αυτό και βγήκες, μακάρια Ξένη, από τον μάταιο γλιστερό δρόμο των ηδονών». Πράγματι, ο υμνογράφος κάνει μία σοβαρή εδώ παρατήρηση, ψυχολογικού και ανθρωπολογικού περιεχομένου: αυτό που κάνουμε πράξη στη ζωή μας, συνήθως έχει προετοιμαστεί μέσα στην ψυχή μας προ πολλού. Κι όταν οι συνθήκες γίνουν οριακές, όταν στενέψουν τα πράγματα, τότε το κυοφορούμενο φτάνει να γίνει τοκετός. Είναι αυτό που επισημαίνει και η Εκκλησία μας και για την ίδια την αμαρτία: η πράξη της αμαρτίας προϋποθέτει την εσωτερική της διεργασία˙ η αμαρτία ξεκινά από τη στιγμή που η προσβολή της γίνει αποδεκτή ως διάθεση στον άνθρωπο, αρχίζει να ευχαριστείται αυτός με τη σκέψη της, να αιχμαλωτίζεται, να φτάνει στην πράξη. Γι’ αυτό και αμαρτία είναι και οι λογισμοί της αμαρτίας και όχι μόνον οι συγκεκριμένες ενέργειές της. Το ίδιο όμως συμβαίνει και αντιστρόφως: μία καλή πράξη ετοιμάζεται εσωτερικά, που σημαίνει ότι κι αν δεν φτάσει να εκφραστεί, ήδη ενώπιον του Θεού έχει θεωρηθεί ως ενέργεια.

Είναι περιττό βεβαίως να σημειώσουμε ότι οι ύμνοι της Εκκλησίας μας προβάλλουν και το περιεχόμενο της ασκητικής διαγωγής της οσίας Ξένης, όπως και την επίδρασή της στις άλλες γυναίκες που την ακολούθησαν. Ιδίως η αγνότητά της ως νέκρωση της αμαρτίας μέσα της, η εγκράτειά της, τα δάκρυά της είναι εκείνα που ο υμνογράφος δεν παραλείπει να μας περιγράψει: «Έφερες στον Χριστό ως προίκα την αγνότητά σου, τη νέκρωση των μελών σου και τους κόπους της εγκράτειας»∙ «Έβρεχες τη στρωμνή σου με τα δάκρυά σου, οσία, και έτρωγες τον άρτο σου με στάχτη, δηλαδή ζούσες τη μετάνοια σαν τον προφητάνακτα Δαβίδ». Κι από την άλλη, «έγινες παράδειγμα των καλών και έτσι έλκυσες πολλές ψυχές στη σωτηρία, που είχαν διαστραφεί από την εμπαθή προσκόλληση στον κόσμο».

Ο υμνογράφος νιώθει την ανάγκη να παρακαλέσει την αγία να πρεσβεύσει και για εκείνον, δηλαδή για τον καθένα μας, που με τις αμαρτίες μας γινόμαστε ξένοι από τις εντολές του Θεού. «Εμένα που έγινα ξένος από τις εντολές του Θεού μας, κάνε με δικό Του με τις δεήσεις σου, οσία, και επίσης κάνε με ξένο από τη φοβερή κόλαση και από τα πάθη που με καταδυναστεύουν».