Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΙΟΝ ΚΗΡΥΓΜΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

02 Δεκεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΔ΄ ΛΟΥΚΑ

«Καί ὁ ᾽Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ᾽Ανάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» (Λουκ. 18, 42)

῾Ο τυφλός ζητιάνος τῆς πόλεως τῆς ῾Ιεριχοῦς μαθαίνοντας γιά τή διέλευση ἀπό τήν περιοχή του τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ κραυγάζει γιά τό ἔλεος τοῦ Κυρίου. ῾῾Υιέ Δαυΐδ, ἐλέησόν με᾽. ᾽Επιμένει στό αἴτημά του καί μάλιστα ἐντονότερα, ὅταν οἱ γύρω του τόν ἀποπαίρνουν λόγω τῶν κραυγῶν του, προκειμένου νά σιωπήσει. ῾Καί οἱ προγάντες ἐπετίμων αὐτῷ ἵνα σιωπήσῃ᾽.  Πετυχαίνει τό σκοπό του: νά βρεῖ τό φῶς του, γιατί ἐπιβλέπει σ᾽ αὐτόν τελικῶς ὁ Κύριος. ῾᾽Ανάβλεψον᾽. Κι ἐκφράζει τήν εὐχαριστία του πρός Αὐτόν, ἀκολουθώντας Τον καί δοξολογώντας τόν Θεό μαζί μέ τόν ὑπόλοιπο λαό.

Συνιστᾶ τύπο γιά κάθε πιστό ὁ συγκεκριμένος τυφλός ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς. Διότι τό ῾ἀνάβλεψον᾽ τοῦ Κυρίου σ᾽ αὐτόν ἀποτελεῖ τό ζητούμενο καί γιά καθένα ἀπό ἐμᾶς. Νά ἀνοιχτοῦν τά μάτια μας ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς δέν ζητᾶμε διακαῶς στίς προσευχές μας;  

1. Πάμπολλα ἀσφαλῶς ἦταν τά προβλήματα τοῦ τυφλοῦ τῆς ῾Ιεριχοῦς. Δέν ἦταν μόνο ἡ τύφλωσή του, ἀλλά ἐξαιτίας αὐτῆς καί ἡ μεγάλη φτώχεια του πού τόν ἔκανε νά ῾προσαιτῇ᾽ στίς ἄκρες τῶν δρόμων, ὅπως καί ἡ καταφρόνια τῶν συμπατριωτῶν του, οἱ ὁποῖοι δέν ἀνέχονταν νά τούς ἐνοχλεῖ μέ τίς κραυγές του. Τό αἴτημά του ὅμως, ὅταν κατορθώνει νά τραβήξει τήν προσοχή τοῦ Κυρίου, δέν ἦταν νά τοῦ δώσει χρήματα – ζητιάνος ἦταν – οὔτε νά τόν τραβήξει ἀπό τήν ἀφάνεια. Ζητᾶ αὐτό πού ἦταν τό κεντρικό του πρόβλημα, τό πιό οὐσιαστικό: νά ξαναβρεῖ τό φῶς του. Στήν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου ῾τί σοι θέλεις ἵνα ποιήσω;᾽ τό μόνο πού λέει εἶναι ῾Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω᾽.

Νά ἐπικεντρώνουμε στό πραγματικό καί πρώτιστο πρόβλημά μας: τήν τύφλωσή μας, νά τό παραδειγματικό στοιχεῖο γιά ἐμᾶς τοῦ τυφλοῦ. ᾽Από πνευματικῆς ἀπόψεως ὅμως οἱ ἄνθρωποι, καί μιλᾶμε γιά τούς θεωρουμένους πιστούς στόν Χριστό, δέν φαίνεται νά ἐπικεντρώνουμε στήν τύφλωση πού ἔχουμε. Στό ἐρώτημα ἄν θεωροῦμε ὡς κεντρικό πρόβλημά μας τήν ὅποια τύφλωσή μας ἡ ἀπάντηση δέν εἶναι αὐτονόητα θετική. Κι αὐτό γιατί δέν νιώθουμε τυφλοί. ῾Η βεβαιότητά μας ὅτι ῾βλέπουμε᾽, ὅτι ἡ ὅρασή μας λειτουργεῖ καλά καί ἀποτελεσματικά εἶναι παραπάνω ἀπό δεδομένη. Εἶναι ὅμως ἔτσι τά πράγματα;

- Δέν ἀποδεικνυόμαστε πολλές φορές ἄπιστοι ἤ στήν καλύτερη περίπτωση ὀλιγόπιστοι, ὅταν ζοῦμε στόν κόσμο τοῦτο ἐνθυμούμενοι τόν Θεό περιστασιακά - ἴσως τό πρωΐ καί τό βράδυ σέ κάποιες προσευχές μας - συνεπῶς  θέτοντάς Τον στό περιθώριο καί ὄχι στό κέντρο τῆς ζωῆς μας;

- Δέν ἀποδεικνυόμαστε ἄπιστοι ἤ ὀλιγόπιστοι, ὅταν ἡ σχέση μέ τόν συνάνθρωπό μας παίρνει τή μορφή τῆς ἐπίθεσης ἤ τῆς ἄμυνας ἀπέναντί του, συνεπῶς τῆς ἐχθρότητας, γιατί βλέπουμε ὅτι δέν ἐξυπηρετοῦνται ἀπό αὐτόν τά συμφέροντά μας, πολλῷ μᾶλλον γιατί νομίζουμε ὅτι ἀδικούμαστε ἀπό αὐτόν;

- Δέν ἀποδεικνυόμαστε ἄπιστοι ἤ ὀλιγόπιστοι, ὅταν στίς φωνές τῆς ἴδιας τῆς καρδιᾶς μας, πού διψάει γιά εἰρήνη καί γαλήνη, ἐμεῖς κωφεύουμε καί μεταθέτουμε διαρκῶς τίς ὅποιες ἀπαντήσεις μας, γιατί δέν προλαβαίνουμε ἀπό τό πλῆθος τῶν ἀσχολιῶν μας;

Δέν εἶναι ὅμως ἡ ἀπιστία ἤ ἡ ὀλιγοπιστία ἡ κατεξοχήν τύφλωση τοῦ νοῦ, ἀφοῦ ἡ πίστη θεωρεῖται ὡς ἡ ὄραση τῆς ψυχῆς; ῾Πίστις ἐστίν ἐλπιζομένων ὑπόστασις, πραγμάτων ἔλεγχος οὐ βλεπομένων᾽ μᾶς λέει θεόπνευστα ὀ ἀπόστολος Παῦλος. ῾Διά πίστεως περιπατοῦμεν᾽ λέει κάπου ἀλλοῦ. Καί κλονίζεται βεβαίως ἡ πίστη ὡς ὅραση τῆς ψυχῆς καί μειώνεται καί χάνεται μέ ἀποτέλεσμα νά μή βλέπει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀκριβῶς κατά τά παραπάνω διαγράφει τόν Θεό ἀπό τή ζωή του γιατί δέν Τόν θέτει κέντρο τῆς ὕπαρξής του, διαγράφει τόν συνάνθρωπό του γιατί δέν τόν ἀγαπᾶ, διαγράφει τήν ἴδια τή συνείδησή του γιατί τήν περιφρονεῖ καί δέν θέλει νά τήν ἀκούει.

2. Θεραπεία ὅμως καί ῾ἀνάβλεψις᾽ δέν εἶναι μόνον ἡ διαπίστωση τῆς πνευματικῆς τύφλωσης: τῆς ἀπιστίας καί τῆς ὀλιγοπιστίας. Αὐτό εἶναι ἡ ἀρχή. ῞Οπως ὑποδεικνύει καί πάλι ὁ τυφλός χρειάζεται ἡ ἐν πίστει ἀληθινῇ καί γνησίᾳ ταπεινώσει στροφή πρός τόν Χριστό. ῞Οπως ἐκεῖνος ἔστρεψε τό νοερό βλέμμα του στόν Κύριο – μολονότι δέν μποροῦσε νά Τόν ἀναγνωρίσει ὡς Θεό, γι᾽ αὐτό καί τόν χαρακτήρισε ῾Υἱόν Δαυΐδ᾽- κι ἄρχισε νά Τόν καλεῖ γιά νά τόν ἐλεήσει πιστεύοντας ὅτι Αὐτός εἶναι ἡ λύση τοῦ προβλήματός του, ἔτσι πολύ περισσότερο ὁ χριστιανός, ὁ ὁποῖος ἐννοεῖται ὅτι δέχεται τόν Χριστό ὄχι μόνο ὡς ἄνθρωπο ἀλλά καί ὡς Θεό: ἀπαιτεῖται νά πιστέψει πραγματικά ὅτι ὁ Χριστός ὡς Θεός εἶναι ῾τό φῶς τοῦ κόσμου᾽ καί ῾ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης᾽, ὁ ῾Οποῖος μέ τό ἔλεός Του μπορεῖ νά ρίξει φῶς στή σκοτεινιά καί τήν τύφλωση τῆς ψυχῆς του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ πιό γνωστή, δυνατή καί εὐθύβολη πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου προσευχή τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι τό ῾Κύριε ἐλέησον᾽. ῾Η προσευχή αὐτή ἐπαναλαμβάνεται ἀδιάκοπα σέ κάθε ἀκολουθία της καί αὐτή συνιστᾶ καί στήν πιό ἀνεπτυγμένη μορφή της: τό ῾Κύριε ᾽Ιησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με᾽, τήν προσευχή ὅλων τῶν ἁγίων καί τῶν ἀγωνιζομένων γιά ἁγιασμό τους χριστιανῶν.

Καί πέραν τούτων: ἀπαιτεῖται γιά τό ἄνοιγμα τῶν πνευματικῶν μας ὀφθαλμῶν καί τήν εὕρεση τοῦ φωτός, ἡ ἐπιμονή καί ἡ ἀνδρεία ἐκείνη τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία θά κάνει τόν ἄνθρωπο νά ὑπερβαίνει ὅλες τίς δυσχέρειες καί τά ἐμπόδια πού θά βρίσκει στόν δρόμο του. Καί πάλι ὁ τυφλός γίνεται τό παράδειγμα: Κραύγαζε στόν Κύριο νά τόν ἐλεήσει, ἐπικέντρωνε στό πρόβλημά του, ἀλλά κώφευε στίς ῾ἐπιθέσεις᾽ τῶν ἄλλων πού τόν πίεζαν νά μή κραυγάζει στόν Κύριο. Καί ἡ ἐπιμονή του αὐτή καί ἡ ἀνδρεία του ἐπιβραβεύτηκαν: ἐπέβλεψε ὁ Κύριος καί τόν θεράπευσε. Στή στροφή μας πρός τόν Κύριο, πολύ περισσότερο στίς νοερές κραυγές μας πρός Αὐτόν πρός ἐκζήτηση τοῦ ἐλέους Του θά συναντήσουμε πειρασμούς καί ἐμπόδια: καί ἀπό τά δικά μας πάθη - ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπεκάλυψε ὅτι ἡ ἐσωτερική ἀκαθαρσία μας λόγω τῶν παθῶν μας εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς ἐμποδίζει πρώτιστα γιά νά Τόν δοῦμε: ῾μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται᾽ εἶπε – καί ἀπό τόν πεσμένο στήν ἁμαρτία κόσμο μας καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Πονηρό. ῞Οπως τό λέει καί ὁ ἀπόστολος: ῾῾Η πάλη ἡμῶν οὔκ ἐστιν πρός αἶμα καί σάρκα, ἀλλά πρός πρός τά πνευματικά  τῆς πονηρίας, πρός τόν κοσμοκράτορα τοῦ αἰῶνος τούτου᾽.

3. ῞Ωστε: ὁ ἄνθρωπος ἀναβλέπει, βρίσκει τό φῶς του, πού σημαίνει μετέχει στόν ἴδιο τόν Θεό γευόμενος ἤδη ἀπό τόν κόσμο τοῦτο τή σωτηρία του, ὅταν ἀναγνωρίζει τήν πνευματική του φτώχεια, ὅταν στρέφεται πρός τόν Χριστό ὡς τόν Σωτήρα του, ὅταν μέ ἀνδρεία ψυχῆς καί ἐπιμονή ἀντιμετωπίζει τούς διαφόρους πειρασμούς καί τά ἐμπόδια. Πῶς ὅμως ὑπάρχει ἡ ἐπιβεβαίωση γιά ὅλα αὐτά; Πῶς δηλαδή ἀποδεικνύεται ῾ἀντικειμενικά᾽ ὅτι ὁ Χριστός ἄγγιξε τά νοερά μάτια καί ἡ ὀρθή πίστη τοῦ ἀνθρώπου ἔφερε τήν ἀνάβλεψή του; Καί πάλι ὁ θεραπευθείς τυφλός γίνεται τύπος: Μέ ἀνοικτούς ὀφθαλμούς πιά λόγω τῆς ἐπέμβασης τοῦ Κυρίου Τόν ἀκολουθεῖ δοξολογώντας τόν Θεό μαζί μέ τόν ὑπόλοιπο λαό. ῾Καί παραχρῆμα ἀνέβλεψε, καί ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τόν Θεόν. Καί πᾶς ὁ λαός ἰδών ἔδωκεν αἶνον τῷ Θεῷ᾽. Κι αὐτό θά πεῖ: κι ἐμεῖς ἐπιβεβαιώνουμε τή θεραπεία μας καί τό ἄνοιγμα τῶν πνευματικῶν ὀφθαλμῶν μας ὅταν ἡ ζωή μας συνιστᾶ πιά μία ἀκολουθία τοῦ Κυρίου ῾σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις᾽, δηλαδή στήν ᾽Εκκλησία Του. Στόν βαθμό πού ἡ ζωή μας κινεῖται δοξολογικά καί τό ῾δόξα Σοι ὁ Θεός᾽ δέν λείπει ἀπό τά χείλη μας, στόν βαθμό πού ἡ θυσιαστική ἀγάπη μας πρός τόν συνάνθρωπο - ὅ,τι ἀποτελεῖ πυρήνα τῆς ἀκολουθίας τῶν ἰχνῶν τοῦ Κυρίου – γίνεται ἡ τροχιά τῆς ζωῆς μας, στόν βαθμό πού δέν αὐτονομούμαστε, ἀλλά λειτουργοῦμε ὡς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τότε ναί! μποροῦμε νά νιώθουμε ὅτι βρισκόμαστε μέσα στή χάρη τοῦ Θεοῦ καί τά μάτια μας ῾βλέπουν᾽ τίς θαυμαστές ἐνέργειές Του σέ ὅλον τόν κόσμο.

Ο μέγας Πατήρ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς συνήθιζε νά κραυγάζει: ῾Φώτισόν μου τό σκότος, Κύριε᾽. Πρόκειται γιά παραλλαγή τῆς κραυγῆς τοῦ τυφλοῦ τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν ὑπάρχει περίπτωση νά εἶναι κανείς χριστιανός χωρίς τήν παρόμοια κραυγή, χωρίς τήν κραυγή τῆς ᾽Εκκλησίας ῾Κύριε ἐλέησον᾽. Εἶναι ἡ μόνη προϋπόθεση μέ τά δεδομένα πού εἴπαμε πού ὁ Κύριος μᾶς ἀκούει καί μᾶς θεραπεύει. Διότι ῾πᾶς ὅς ἄν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα Κυρίου σωθήσεται᾽.

25 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΓ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΝΕΑΝΙΣΚΟΥ)

 

«Διδάσκαλε αγαθέ...Τι με λέγεις αγαθόν; Ουδείς αγαθός, ει μη εις∙ ο Θεός» (Λουκ. 18, 18-19)

Μία αξιολογική κρίση για τον Ίδιο και μία ερώτηση περί της αιώνιας ζωής δέχεται ο Κύριος από έναν άρχοντα, στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα του Λουκά, το οποίο είναι καθ’  όλα ίδιο – πλην της προσθήκης  ότι πρόκειται περί πλουσίου νεαρού – με το αντίστοιχο ευαγγέλιο του  Ματθαίου. Και προξενεί εντύπωση  το γεγονός ότι ο Κύριος δεν μένει μόνο στο θεωρούμενο βασικό ερώτημα – ποιο ερώτημα μπορεί να θεωρηθεί πιο ουσιαστικό από αυτό της αιώνιας ζωής; - αλλά σχολιάζει και την κρίση γι’  Αυτόν: «Διδάσκαλε αγαθέ». Γιατί άραγε; Ποιος ο λόγος ο Κύριος να μην αφήσει κατά μέρος την προσφώνησή Του από τον προσελθόντα άρχοντα;

1. Ο Κύριος καταρχάς δεν αμφισβητεί τον ρόλο Του ως διδασκάλου. Δεν σχολιάζει το γεγονός ότι πράγματι ήλθε στον κόσμο και ως Διδάσκαλος. Όλοι όσοι Τον προσήγγιζαν, όντως Τον αποδέχονταν με τον συγκεκριμένο τρόπο, χωρίς ο Κύριος να απορρίπτει τη συγκεκριμένη Του ιδιότητα. Κι είναι ευνόητο: ήταν ο Ίδιος ο Λόγος του Θεού, που και ως άνθρωπος λειτούργησε με τον συγκεκριμένο τρόπο. «Εγώ ήλθον ίνα μαρτυρήσω τη αληθεία». «Με αποκαλείτε Διδάσκαλο και Κύριο. Και πράγματι είμαι». Ο λόγος συνεπώς και η διδασκαλία Του περιέκλειε την παντοδυναμία του Θεού, ήταν το όχημα, θα έλεγε κανείς, να καλέσει η χάρη του Θεού την καρδιά του ανθρώπου, ή, με τη διατύπωση του αποστόλου Παύλου, το ευαγγέλιό Του ήταν και είναι  «η δύναμις του Θεού εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι». Το «ουδέποτε ελάλησεν άνθρωπος ως ούτος ο άνθρωπος» θα αποτελεί πάντοτε σε όλους τους αιώνες την αντίδραση των ακροατών Του, ακόμη και των θεωρουμένων αρνητών και εχθρών Του. Και βεβαίως, ως γνωστόν, ο Κύριος λειτουργούσε ως διδάσκαλος και μέσα από τα θαύματά Του. Τα θαύματά Του δεν ήταν «μαγικά», προς θάμπωμα των ανθρώπων, αλλά άλλου είδους φανέρωση και μαρτυρία της νέας πραγματικότητας που έφερνε στον κόσμο.

2. Η αντίδρασή Του είναι για τον χρωματισμό που δίδει σ’  Αυτόν ως διδάσκαλο ο προσελθών άρχων: «Τι με λέγεις αγαθόν;» Για να συμπληρώσει με ό,τι αποκαλύπτει για την έννοια του αγαθού η Παλαιά Διαθήκη: «ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Το δεύτερος σκέλος, η αξιωματική θέση ότι ο Θεός είναι ο μόνος αγαθός φωτίζει την άρνηση της αποδοχής του χαρακτηρισμού και για τον Ίδιο. Τι θέλουμε να πούμε; Ο Κύριος προφανώς δεν αρνείται αυτό που ήλθε να φανερώσει: ότι είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Αλλά η φανέρωση αυτή γινόταν σταδιακά, διότι απαιτούσε την ανάλογη πίστη των ανθρώπων. Ας θυμηθούμε ότι και οι μαθητές Του, ακόμη δε και η ίδια η Παναγία Μητέρα Του, δεν έφτασαν στο σημείο αυτό φωτισμού – να Τον πιστεύουν και ως Θεό – παρά μόνον μετά την Ανάληψή Του, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής. Με τη δύναμη της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος θα διανοίγονταν τα μάτια της ψυχής τους, για να Τον δουν στην ολοκληρία Του: τον Θεό που ενανθρώπησε. Ακόμη και η ομολογία του αποστόλου Πέτρου ότι είναι ο Υιός του Θεού του ζώντος, λίγο καιρό προ των Παθών Του, ήταν μία περιστασιακή ομολογία, η οποία μετά από λίγο θα γινόταν τριπλή άρνηση. Και περισσότερο: η αποκάλυψη της θεϊκής Του δόξας στο όρος Θαβώρ στους «προκρίτους» των μαθητών Του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, θα συνοδευόταν από την εντολή να μην πουν τίποτε για όσα είδαν και άκουσαν, παρά μόνον μετά την εκ νεκρών Ανάστασή Του.

3. Έτσι, η ερωτηματική άρνησή Του ότι είναι  και Αυτός αγαθός αποτελεί το προστατευτικό κάλυμμα σ’ εκείνον – τον άρχοντα, αλλά και όλους τους ακροατές Του της ώρας εκείνης – που έτσι κι αλλιώς δεν Τον προσήγγισε ως τον Μεσσία  και που δεν είχε τους ανάλογους οφθαλμούς και τη δύναμη να Τον αποδεχτεί ως Θεό, πολλώ μάλλον που η εξέλιξη του διαλόγου απέδειξε και τη μη γνησιότητα της αναζήτησης του άρχοντα: στην υπόδειξη του Κυρίου να Τον ακολουθήσει για να βρει το «ένα που του έλειπε», ώστε να κερδίσει την αιώνια ζωή, με απόρριψη του βάρους του πλούτου του, εκείνος «απήλθε λυπούμενος». Διότι προφανώς η αγάπη για τα πλούτη του ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη του για τον Θεό. Η πλάγια αυτή άρνηση του Κυρίου ότι είναι αγαθός, γι’ αυτούς που δεν μπορούν να Τον δουν ως Θεό, θυμίζει την περίπτωση του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος Σινά με τις πλάκες του Νόμου: είχε κάλυμμα στο πρόσωπό του, διότι οι συμπατριώτες του αδυνατούσαν να αντέξουν τη λάμψη που εξέπεμπε. Αντιστοίχως λοιπόν και ο Κύριος: δρα με τρόπο φιλάνθρωπο, προκειμένου να προστατέψει τους αδύναμους πνευματικούς οφθαλμούς του προσελθόντος σ’ αυτόν άρχοντα.

4. Είπαμε όμως ότι ο Κύριος προσανατολίζει στον μόνο Αγαθό, τον αληθινό Θεό. «Ουδείς αγαθός, ει μη εις, ο Θεός». Μία αλήθεια που καταλαβαίνει κανείς τη σημασία της, όταν σκεφτεί ότι όλες οι φιλοσοφίες και οι προβληματισμοί του ανθρώπου στο διάβα των αιώνων το περί αγαθού ερώτημα είχαν ως επίκεντρο των αναζητήσεών τους. Διότι ανάλογα με το τι προσδιόριζε κανείς ως αγαθό, αντιστοίχως καθόριζε και το πρακτέο της ζωής του. Με άλλα λόγια, η αξιολογία – ο λόγος περί του αγαθού – οδηγούσε και στην ανάλογη δεοντολογία. Δύο απλά παραδείγματα νομίζουμε μπορούν να φωτίσουν τα πράγματα. Το ένα: Ο άφρων πλούσιος της προηγουμένης Κυριακής – που σημειωτέον στο βάθος δεν διαφέρει και πολύ από τον σημερινό άρχοντα – ως αγαθό της ζωής του είχε τα πλούτη του και τα υλικά αγαθά του. Η αξιολογία του αυτή: ο πλούτος είναι ό,τι αξίζει στη ζωή, τον οδήγησε και στην ανάλογη πράξη: να είναι ένας ατομιστής, που δεν βλέπει τίποτε στη ζωή του πέρα από τον εαυτό του. Κι από την άλλη: Ο Ζακχαίος του γνωστού περιστατικού της Καινής Διαθήκης, πλούσιος και αυτός, έχει διαφορετική αξιολογική κλίμακα. Η συνάντησή του με τον Κύριο αλλάζει τις προτεραιότητές του και αγαθό γι’ αυτόν γίνεται ο Θεός και το θέλημά Του. Η πράξη έπειτα της ζωής του επιβεβαιώνει την αλλαγή: αποκαθιστά τις αδικίες που είχε διαπράξει, μοιράζει την περιουσία του στους πτωχούς.

Έτσι, ο τονισμός από τον Κύριο του Θεού ως του μόνου Αγαθού προσανατολίζει τον άνθρωπο σ’  Εκείνον που (πρέπει να) συνιστά κέντρο της ζωής του και κινητήρια δύναμη των ενεργειών του. Είναι σαν να υπενθυμίζει ο Κύριος ότι ο Θεός δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά η βάση και το θεμέλιο, η πηγή όλων των αξιών, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα ότι ο άνθρωπος δεν είναι ο ίδιος αγαθός, δηλαδή δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η αξιακή αναφορά του κόσμου, μπορεί όμως να γίνει αγαθός, στο βαθμό που αποδέχεται τον αγαθό Θεό και σχετίζεται με Αυτόν.

Ως χριστιανοί είμαστε σε προνομιούχο θέση: πιστεύουμε στον Χριστό, ως Θεό και άνθρωπο, συνεπώς Τον θεωρούμε ως τον όντως Αγαθό, την μόνη και απόλυτη αξία της ζωής μας. Όλη η εκκλησιαστική ζωή πλέκεται γύρω από αυτήν την πραγματικότητα, που καθορίζει και την πορεία μας ως χριστιανών. Είμαστε όμως, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, και στη δεινότερη θέση: αν δεν γινόμαστε μαζί Του αγαθοί, αν δεν είμαστε κι εμείς ως μέλη Του αγαθοί, σημαίνει ότι δεν έχουμε καμία πραγματική σχέση μ’  Εκείνον. Και αγαθός, κατά το πρότυπο του Κυρίου, θα πει: άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον Θεό, άνθρωπος πίστεως και αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Αγαθός μ’  ένα λόγο γίνεται εκείνος που διαπνέεται πραγματικά από αγάπη, διότι ο φύσει Αγαθός, ο Θεός, «αγάπη εστί».

18 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ)

 

«Εἶπε δέ ὁ Θεός˙ Ἄφρων…»

Αν η προηγουμένη Κυριακή πρόβαλε ως πρότυπο ζωής προς ένταξη στη Βασιλεία του Θεού τον εύσπλαχνο Σαμαρείτη, τον ανιδιοτελή άνθρωπο της έμπρακτης αγάπης, η σημερινή Κυριακή προβάλλει το αρνητικό κακέκτυπο: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε βαθμό τέτοιο, που τελικώς να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του: η καρποφορία των χωραφιών του τον κάνει να γεμίζει από άγχος και στενοχώρια. Μέχρις ότου εμφανίζεται από το «πουθενά» ο παράγων Θεός, για να βάλει τέλος στους προβληματισμούς και τις λύσεις του: «σήμερα θα πεθάνεις! Ζητάνε την ψυχή σου!» Κι ο  θάνατος έρχεται ως το όριο που φωτίζει την ποιότητα της όλης προγενέστερης ζωής του, που του ανοίγει τα μάτια για να δει ότι τελικώς όλα τα χρόνια που πέρασαν ήταν ενώπιον του Θεού μία ανοησία. «Εἶπε δέ ὁ Θεός˙ Ἄφρων!»

1. Δεν πρόκειται για εκτίμηση και αξιολόγηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της - ποιος άνθρωπος μπορεί να κατέχει το αλάθητο; Αλλ’ ούτε πρόκειται για κρίση,  που μπορεί να κινείται στο επίπεδο της δαιμονικής κατάκρισης, καρπού ζηλοφθονίας και εμπάθειας. Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου  που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη, διότι «γυμνά και τετραχηλισμένα τα πάντα ενώπιόν Του»,  συνεπώς ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να δει κι αυτός το αποτέλεσμα των επιλογών και των συμπεριφορών της ζωής του. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Μόνον εκείνος που αγαπά μπορεί και να κρίνει ορθά, πέρα από στρεβλώσεις των εμπαθών κινημάτων της καρδιάς  του. Όπως το λέει και πάλι ο Κύριος: «Μη κρίνετε κατ’  όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Και δικαία κρίση είναι αυτή που πηγάζει από καρδιά που αγαπά. Η άπειρη αγάπη λοιπόν του Θεού αποδεικνύει και την αλήθεια της κρίσεώς Του.

2. Κι ακόμη περισσότερο: η κρίση αυτή του Θεού, όπως φαίνεται στο περιστατικό της παραβολής, ηχεί πολύ πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει άλλο περιθώριο αλλαγής του. Ο θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε ακόμη. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν καί μετά τοῦτο κρίσις» κατά τον απόστολο. Ό,τι διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες έχουν διδάξει περί μεταλλαγής του ανθρώπου, περί μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσής του σε άλλες καταστάσεις, μέσα στον κόσμο τούτο, αποτελούν φληναφήματα και ανοησίες, που προέρχονται από τον σκοτισμένο λόγω της αμαρτίας και των παθών νου του ανθρώπου. Η αλήθεια που απεκάλυψε ο Κύριος είναι κρυστάλλινη: ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε με την Παρουσία αυτή του Κυρίου θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί  είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.

3. Ποια ήταν τα γνωρίσματα της ζωής του άφρονος πλουσίου, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως άφρονος και ανοήτου; Πότε συνεπώς κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού;

(α) Όχι ασφαλώς επειδή «ευφόρησεν η χώρα του». Η ευφορία αυτή των χωραφιών του υπήρξε μία ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό – δεν φαίνεται να κοπίασε γι’ αυτήν ο πλούσιος∙ ο Θεός απλώς επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία να ανοιχτεί στον συνάνθρωπο.  Αλλά εκείνος πώς την αντιμετώπισε; Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «πού συνάξω τους καρπούς μου;..Καθελώ μου τας αποθήκας…και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, έστω και συγγενή του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψεως και ζωής του.

 (β) Αυτός ο εγωισμός του, ως νοσηρή στροφή μόνον στον εαυτό του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και σε ασχέτους προς την πίστη του Θεού ανθρώπους, σε στιγμές ευτυχίας τους ακούμε και ένα «δόξα τω Θεώ». Εδώ, δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογική ενατένιση του Θεού, για κάτι που εξόφθαλμα σχετιζόταν μ’  Εκείνον: είπαμε ότι η ευφορία της γης του  δεν είχε να κάνει με καμία από τις δικές του προσπάθειες. Ήταν μία δωρεά του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Κι είναι τούτο πράγματι που επισημαίνει ο λόγος του Θεού: «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ∙ οὐκ ἔστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, διαπρυσίως όμως καταγγέλλεται αυτή στο επίπεδο της ζωής του. Κι αυτό είναι το πιο καθοριστικό.

(γ) Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου όμως φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά – ως ευκαιρία, είπαμε, προσφοράς χαράς σε άλλους – του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Αλλά πάντοτε αυτό είναι το τίμημα του επιλέγοντος τον εγωιστικό, δηλαδή τον αμαρτωλό,  τρόπο ζωής. Το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «θλῖψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό πονηρόν». Ο άφρων πλούσιος, δηλαδή, ήδη από τη ζωή αυτή ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, σαν να  του «έκλεβε» και το μυαλό του:  τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, θα σάπιζαν. Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του.

(δ) Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του, βλέπουμε, κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτικά «πετάει στα σύννεφα». Το φαντασιακό επίπεδο είναι ο χώρος της ζωής του. Γι’  αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.

4. Τα κύρια αυτά στοιχεία της αφροσύνης του πλουσίου, που οδηγούν, όπως είπαμε, σ’ ένα τέλος τραγικό – όχι μόνον έρχεται ο θάνατος, αλλά έρχεται με μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων προς τον Θεό: «τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ», άρα δείχνουν και την αιώνια συνέχεια εκτός Θεού – μας οδηγούν εκ του αντιθέτου στην επισήμανση των στοιχείων που επαινούνται από τον Θεό και μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμφροσύνη και σωφροσύνη. Πρόκειται για τον «πλουτισμόν κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, που κάνει τον άνθρωπο που τον έχει να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, ασφαλώς, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, έστω κι αν τούτο μπορεί να σημαίνει και θυσία γι’ αυτόν. Το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη, όπως είπαμε, συνιστά καθοδηγητικό στοιχείο επ’ αυτού. Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό. Για τον σώφρονα άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατάσταση, αλλά το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Με αποτέλεσμα να νιώθει ως το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα του. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον,  δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και βεβαίως, τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’  ἡμέραν ἀποθνήσκει», όπως λέει και ο απόστολος, με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του.

Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας ως κριτική γι’ αυτήν από τον Θεό; «Άφρων» ή «σώφρων και έμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Κι είναι τούτο η καθημερινή και αδιάκοπη πρόκληση επιλογής μας σε κάθε κίνηση της ύπαρξής μας. Στη μία περίπτωση, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά του και τη διαρκή ταραχή του, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Στην άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Επιλέγει δηλαδή όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου αληθινό συμφέρον του.

11 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ)

 

«Εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ ᾽Ιησοῦς· πορεύου και συ ποίει ομοίως» (Λουκ.10, 37)

Μία από τις γνωστότερες παραβολές του Κυρίου, που διασώζεται μόνον από τον ευαγγελιστή Λουκά, περιέχει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα, την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Αφορμή για να την πει ο Κύριος έδωσε ένας νομοδιδάσκαλος, ένας δηλαδή Ιουδαίος θεολόγος, ο οποίος θέλοντας να Τον φέρει σε δύσκολη θέση – «εκπειράζων αυτόν» - Του έθεσε αφενός το θέμα πώς κερδίζεται η αιώνιος ζωή, αφετέρου το θέμα ποιος είναι ο πλησίον του ανθρώπου, όταν αποκαλύφθηκε ότι ερώτησε κάτι που του ήταν ήδη γνωστό. Ο Κύριος δεν δυσανασχετεί και δεν παρεξηγείται  με την «πονηριά» του θεολόγου. Του απαντά με τρόπο κανονικό και σοβαρό, οδηγώντας τον όμως στο σημείο συμφωνίας του με ό,τι ο Ίδιος έλεγε. Η τελική προτροπή Του μάλιστα προς αυτόν δεν του αφήνει κανένα περιθώριο αντίδρασης. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως».

1. Ο Κύριος καταρχάς καλεί σε κινητοποίηση τον νομοδιδάσκαλο, συνεπώς και κάθε άνθρωπο, προκειμένου να πορεύεται στη ζωή του κατά το πρότυπο του καλού Σαμαρείτη. Η προτροπή Του δηλαδή δεν αφήνει υποψία εφησυχασμού του ανθρώπου, αδράνειας ή περιδίνησης μέσα στα δικά του πάθη. Ο εφησυχασμός και  η αδράνεια δεν σχετίζονται με αυτό που συνιστά θέλημα του Θεού, διότι φανερώνουν καταστάσεις που αλλοιώνουν τη φυσιολογία του ανθρώπου, την κατ’  εικόνα Θεού δηλαδή δημιουργία του. Ο άνθρωπος είναι κίνηση, ενέργεια, πορεία προς τα εμπρός, δημιουργία. Αν υπάρχουν τόσοι συνάνθρωποί μας που δυστυχώς ταλαιπωρούνται από ψυχολογικά κυρίως προβλήματα, είναι γιατί έπεσαν στην παγίδα της στασιμότητάς τους και της ανακύκλωσης των ίδιων πάντοτε παθών τους, κυρίως δε των λογισμών τους. Σαν να λειτουργούν, με άλλα λόγια, μ’ έναν τρόπο «αυτιστικό», περιφερόμενοι αδιάκοπα γύρω από το κέντρο του εαυτού τους. Ο Κύριος λοιπόν στο πρόσωπο του νομοδιδασκάλου καλεί όλους τους ανθρώπους σε πορεία προς τα εμπρός, χωρίς να στρέφονται προς τα οπίσω.

2. Η πορεία αυτή δεν είναι ανεξέλεγκτη και άσκοπη. Δεν καταξιώνεται ο άνθρωπος απλώς με το να πορεύεται, αλλά να πορεύεται σωστά. Και το σωστά σημαίνει: κατά το πρότυπο που προβάλλει η παραβολή ως δικαιωμένο από τον Θεό τρόπο ζωής, δηλαδή του καλού Σαμαρείτη. «Πορεύου και συ ποίει ομοίως». Ομοίως όχι με τον τρόπο  του ιερέα ή του λευίτη, των ιερωμένων του Ιουδαϊσμού, διότι ο τρόπος αυτός καταδικάστηκε και από τον ίδιο τον νομοδιδάσκαλο: είναι ο τρόπος του εγωισμού, της προτεραιότητας των προσωπικών συμφερόντων έναντι των πραγματικών αναγκών του συνανθρώπου, της προτεραιότητας ακόμη και μιας θρησκευτικής αποστολής έναντι του άλλου – δεν αρνείται κανείς ότι μπορεί οι συγκεκριμένοι ιερωμένοι να βρίσκονταν και σε μια τέτοια αποστολή. Το ομοίως λοιπόν είναι με τον τρόπο ζωής του Σαμαρείτη. Αυτός είναι που επαινείται  και θεωρείται ότι βρήκε την οδό της αιώνιας ζωής. Και ποιο είναι το γνώρισμα της οδού αυτής; Όπως αναγκάζεται να το ομολογήσει και ο νομοδιδάσκαλος: «ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού». Σωστός δηλαδή τρόπος που δικαιώνεται από τον Θεό είναι η αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Όπως τίθεται στην παραβολή, η αγάπη αυτή συνιστά μονόδρομο: έξω από την αγάπη ο άνθρωπος χάνεται σε δρόμους που τον απομακρύνουν από τη σχέση του με τον Θεό. Κι αυτό θα πει: για να βρω τον Θεό: «την αιώνιον ζωήν», πρέπει να βρω τον συνάνθρωπό μου: να ποιώ «έλεος μετ’  αυτού».

3. Ο προσδιορισμός της αγάπης προς τον συνάνθρωπο, ως της απόλυτης καθοριστικής προϋπόθεσης για την αιώνια ζωή, απαιτεί, κατά την παραβολή, τρεις διευκρινίσεις:

(1) ο άλλος, ο πλησίον, δεν είναι ο άνθρωπος που ανήκει σε μία συγκεκριμένη ομάδα, κατά τον καταδικασμένο τύπο της Ιουδαϊκής εκδοχής: των Φαρισαίων για παράδειγμα που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους γνώστες του ιουδαϊκού νόμου, άρα έθεταν εκτός της έννοιας αυτής τους φτωχούς και αγραμμάτους, ή των Εσσαίων, που θεωρούσαν πλησίον μόνον τους ανήκοντες στην κοινότητά τους, ή ακόμη και των απλών Ιουδαίων, που απέρριπταν την έννοια του πλησίον για τους μη Ιουδαίους. Πλησίον, κατά το πρότυπο του Σαμαρείτη, είναι ο κάθε συνάνθρωπος, ανεξαρτήτως φυλής, θρησκείας ή κοινωνικής τάξεως, διότι ο ίδιος ο άνθρωπος που αγαπά γίνεται πλησίον του άλλου. Απόδειξη τούτου είναι το γεγονός ότι ο Κύριος αντιστρέφει το ερώτημα του νομοδιδασκάλου: από την παθητική διατύπωσή του -  «τις εστί μου πλησίον;» - το θέτει με ενεργητική διάθεση – «γεγονέναι πλησίον». Εγώ να γίνομαι πλησίον του άλλου.

(2) Η αγάπη έτσι προς τον οποιονδήποτε συνάνθρωπο έχει το γνώρισμα της θυσίας. Μπροστά στην ανάγκη του άλλου, το θέλημα του Θεού απαιτεί προσωπική στάση, απώλεια ίσως του χρόνου μας, της άνεσής μας και των δικών μας αναγκαίων μέσων, προσφορά των χρημάτων μας, έγνοια διαρκή. Ό,τι δηλαδή επέδειξε ο Σαμαρείτης. Πρόκειται για την αληθινή αγάπη, για την οποία μίλησε ο Κύριος και με λόγο σαφή, εκτός των παραβολών: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού». Είναι η αγάπη που έζησε ο Ίδιος και που Τον ανέβασε στον Σταυρό, γεγονός που τονίζεται και από την αλληγορική ερμηνεία της παραβολής, σύμφωνα με την οποία ο Σαμαρείτης είναι ο ίδιος ο Χριστός.

 (3) Αυτονοήτως, η αγάπη, με τα παραπάνω δεδομένα, δεν είναι θεωρία και λόγια, αλλά πράξη. «Ο ποιήσας το έλεος μετ’  αυτού» λέει. Και: «πορεύου και συ  π ο  ί ε ι  ομοίως». Όσο κανείς μένει σε λόγια, ακόμη και σε μία πραγματική καλή διάθεση, δεν έχει αγγίξει την αγάπη που δικαιώνει. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς».

4.  Η αγάπη όμως προς τον συνάνθρωπο που δικαιώνει αυτόν που την ασκεί, είναι, σύμφωνα με το ευαγγελικό ανάγνωσμα, άμεσα συνδεδεμένη και με την αγάπη προς τον Θεό. Ο Κύριος χαρακτήρισε ορθή την απάντηση του νομοδιδασκάλου, όταν ανέφερε την πεμπτουσία του λόγου του Θεού στην Παλαιά Διαθήκη: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της ισχύος σου και  εξ όλης της διανοίας σου, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Δηλαδή, η αγάπη έχει διπλή διάσταση: προς τον Θεό και προς τον συνάνθρωπο. Και ο Ίδιος έτσι τοποθέτησε τα πράγματα: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε», είπε. Κι επειδή η κύρια εντολή Του είναι το «αγαπάτε αλλήλους», άρα αγαπάμε τον Χριστό, εάν αγαπάμε και τους άλλους, όπως και αγαπάμε τους άλλους, εάν αγαπάμε τον Χριστό. Μονομερής ακολουθία της αγάπης, επιλογή της μιας από την άλλη, σημαίνει διαστροφή και των δύο. Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο ίδιος ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος σημειώνει ότι «όποιος ισχυρίζεται ότι αγαπά τον Θεό και μισεί τον συνάνθρωπό του, είναι ψεύτης». Όπως και το αντίστροφο: «αγαπάμε τον συνάνθρωπο, όταν αγαπάμε τον Θεό και τηρούμε τις εντολές Του».

Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη απαιτεί προς αποδοχή της γενναιότητα ψυχής και απόφαση υπακοής μέχρι θανάτου. Μελετώντας την βεβαιώνουμε δυστυχώς την πνευματική μας γύμνια. Διότι συνήθως τι διαπιστώνουμε στη ζωή των περισσοτέρων μας; Την ακολουθία ενός εύκολου και βολεμένου χριστιανισμού, που έχει ως πρότυπο μάλλον τον τρόπο ζωής του ιερέα και του λευίτη παρά του Σαμαρείτη. Ο Κύριος δεν θέλει κάτι από τη ζωή μας. Θέλει ολόκληρη τη ζωή μας. Μας έδωσε και μας δίνει τη δική Του, κυρίως μέσω του μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας, κομματιάζεται από αγάπη για εμάς, και ζητεί αντίστοιχο τρόπο ζωής. Η συμπεριφορά Του, όπως καταφαίνεται με κρυστάλλινο τρόπο στη συμπεριφορά του Σαμαρείτη, δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Πόσοι άραγε αντέχουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί; Πόσοι, τουλάχιστον,  όταν βλέπουμε τη μικρότητά μας, στρεφόμαστε μέσα μας και κλαίμε για την κατάντια μας; Πώς χωρίς έλεος προς τους άλλους μπορούμε έστω και να ζητάμε το έλεος του Θεού για εμάς;

28 Οκτωβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

«μή φοβοῦ∙ μόνον πίστευε» (Λουκ. 8, 50)

Διπλό θαύμα του Κυρίου καταγράφει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα: πρώτον την ανάσταση της κόρης του αρχισυνάγωγου Ιάειρου και δεύτερον τη θεραπεία μιας  αιμορροούσας γυναίκας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πραγματοποιεί ο Κύριος και τρίτο θαύμα, σε ψυχολογικό και πνευματικό επίπεδο, όταν στρέφεται στον τραγικό πατέρα που καταρρέει προφανώς από το άκουσμα της είδησης του θανάτου της κόρης του, και τον ανυψώνει λέγοντας τον μη φυσικό για τα δεδομένα της στιγμής λόγο: «μη φοβού∙ μόνον πίστευε και σωθήσεται η θυγάτηρ σου».

1. «Μη φοβού». Η προτροπή αυτή του Κυρίου πράγματι πρέπει να θεωρηθεί παράδοξη και μη φυσική, για τα δεδομένα της στιγμής. Διότι τι πιο φυσικό ένας πατέρας στο άκουσμα του θανάτου του παιδιού του να «παγώνει» και να νιώθει ότι καταρρέει; Ο Ιάειρος εκείνην τη στιγμή της είδησης ότι η κόρη του πέθανε πρέπει να βίωσε την απόλυτη μοναξιά του χαμένου και χωρίς στήριγμα ανθρώπου που πέφτει στο κενό - ένα αίσθημα κόλασης. Ο Κύριος ως παντογνώστης και καρδιογνώστης διέγνωσε αμέσως την τραγικότητα του Ιάειρου. Κι ήταν ο μόνος στον κόσμο που μπορούσε να γνωρίζει επακριβώς το τι σημαίνει φόβος. Διότι είναι ο Δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου, τον οποίο δημιούργησε κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσίν Του, προικισμένο άρα με όλες τις χάρες και τις δυνάμεις Του, έστω εν σπέρματι, κατά συνέπεια χωρίς ο φόβος να κυριαρχεί στην ύπαρξή του. Ο φόβος δυστυχώς εισήλθε στη ζωή του από τη στιγμή της ανταρσίας του απέναντι στον Κύριο και Θεό του, ήταν δηλαδή ένα από τα τιμήματα που εισέπραξε από την αμαρτία του. «Ήκουσα της φωνής Σου και εφοβήθην» ομολογεί ο Αδάμ μετά την ανυπακοή του. Κι ο φόβος αυτός ως καρπός της αμαρτίας απλώνεται σε όλες τις σχέσεις του: και με τον συνάνθρωπο και με τη φύση – η αμαρτία αλλοιώνει τα πάντα στη ζωή του!

2. Αλλά αν ο Κύριος ήταν και είναι ο μόνος που μπορεί στο έσχατο βάθος να διαγνώσει τα ανθρώπινα αρνητικά συναισθήματα, είναι και ο μόνος που μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά και δραστικά τον άνθρωπο στο να τα υπερβεί. Και η υπέρβαση αυτή γίνεται με κατεξοχήν θετικό τρόπο. Στην προτροπή «μη φοβού» - η παρουσία του Θεού στον άνθρωπο συνοδεύεται πάντοτε με αυτήν την προτροπή: «μη φοβού», «μη φοβείσθε» - υπάρχει ο προσανατολισμός και η θετική ώθηση: «μόνον πίστευε». Για τον Κύριο, δηλαδή την αλήθεια, η υπέρβαση του φόβου – του όποιου φόβου, ακόμη και του επιτεταμένου και παράλογου φόβου, όπως είναι η φοβία –  πραγματοποιείται  εκεί που ο άνθρωπος ανοίγεται στο πέλαγος της πίστεως. Κι όχι μιας οποιασδήποτε πίστεως, αλλά αυτής που συνδέεται με τον πρόσωπό Του, με την αποδοχή δηλαδή του Ίδιου ως Σωτήρα και Λυτρωτή του ανθρώπου. Γιατί στο χαρισματικό αυτό επίπεδο ο πιστός πια ζώντας ως μέλος Εκείνου αισθάνεται τη στοργική Του πρόνοια, βρίσκεται στην αγκαλιά του Πατέρα του, «ακούει» τους κτύπους της γεμάτης αγάπης απέναντί του «καρδιάς» Του. Ο ίδιος άλλωστε δεν βεβαίωσε ότι τίποτε δεν είναι «επιλελησμένον»-ξεχασμένο ενώπιόν Του; Και το παραμικρότερο χορταράκι και πουλάκι είναι αντικείμενο της αγάπης Του, πολύ περισσότερο ο «κατ’ εικόνα» του δημιουργημένος άνθρωπος – «πολλών στρουθίων διαφέρετε»!

3. Αυτή η βαθειά αλήθεια που γίνεται εμπειρία ζωής από τον πιστό έκανε και τον άγιο Χρυσόστομο να διαλαλεί, σαν να μιλούσε ο ίδιος ο Κύριος μέσα από τον ίδιο: «Εγώ πατήρ, φησίν ο Χριστός, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλοις εγώ…Εγώ φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ, πάντα εγώ∙ μόνον οικείως έχε προς εμέ». Αν είχαμε πνευματικά μάτια ανοικτά, θα βλέπαμε ότι πλημμυριζόμαστε  διαρκώς από το φως, την αλήθεια, τη ζωή και την αγάπη. Θα βλέπαμε στον εαυτό μας, στον κάθε συνάνθρωπο, σε όλη τη δημιουργία την πανάγαθη παρουσία του Θεού! Κι όχι μόνον αυτό. Θα μπορούσαμε να νιώσουμε και την ευεργετική παρουσία στην ψυχή και στο σώμα μας του φύλακα αγγέλου μας. Γι’  αυτό τελικώς και κανείς δεν μπορεί να βλάψει τον Χριστιανό, είτε θηρίο είναι αυτό είτε πονηρός άνθρωπος είτε ο ίδιος ο αρχέκακος διάβολος. Διότι προστάτη έχει όλον τον κόσμο των αγγέλων, κυρίως όμως τον Χριστό και τους αγίους Του. «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’  ημών;» θα φωνάξει ο απόστολος Παύλος.

Δεν είναι υπερβολή λοιπόν αυτά που διαβάζουμε στους Πατέρες μας, όπως για παράδειγμα στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο: «Μη σε ταράξει καθόλου – γράφει στον τρίτο του λόγο – ο λογισμός του φόβου…αλλά μάλλον πίστευε ότι έχεις φύλακα τον ίδιο τον Θεό που είναι μαζί σου... και κανείς δούλος δεν μπορεί να βλάψει κανέναν από τους συνδούλους του χωρίς να το παραχωρήσει Εκείνος, που προνοεί και κυβερνά τα πάντα. Καθότι ούτε οι δαίμονες, ούτε τα βλαπτικά  θηρία, ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκπληρώσουν το κακό τους θέλημα για αφανισμό και απώλεια του άλλου, όταν δεν θέλει ο κυβερνών τα πάντα Θεός. Αλλά και όταν θέλει, δίνει και όρια σ’ αυτά, κατά πόσο πρέπει να βλάψουν».

Για τον πραγματικό χριστιανό ο φόβος υφίσταται μεν, αλλά δεν έχει τη δύναμη να  τον καταβάλει. Πολύ περισσότερο δεν αφήνει ο χριστιανός χώρο μέσα του να αναπτυχτεί οποιαδήποτε φοβία, παράλογος δηλαδή, όπως είπαμε, και επιτεταμμένος φόβος. Αρκεί να υπάρχει η προϋπόθεση που θέτει ο Κύριος: η πίστη σ’  Αυτόν. Ο Ίδιος  το ξεκαθάρισε: το αντίδοτο του φόβου είναι η πίστη. «Μη φοβού∙ μόνον πίστευε». Να πιστεύουμε όμως αληθινά σ’ Αυτόν, που θα πει να αγαπούμε κι Εκείνον και τους συνανθρώπους μας – αυτή είναι η αληθινή πίστη: «πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» (απ. Παύλος). Και τότε, εμπειρικά πια, θα βλέπουμε ότι η αγάπη αυτή θα αποδιώχνει τον όποιο φόβο. Όπως το λέει και ο απόστολος Ιωάννης: «φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη. Αλλ’ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον».

21 Οκτωβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ

«ἐξελθόντι τῷ Ἰησοῦ ἐπί τήν γῆν…ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις, ὅς εἶχε δαιμόνια…» 

(Λουκ. 8, 28)


Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εκκλησία μας θέτει ως ανάγνωσμα το περιστατικό της θεραπείας του  δαιμονισμένου (ή των δύο δαιμονισμένων κατά τον ευαγγελιστή Ματθαίο) της περιοχής των Γερσεσηνών ή Γαδαρηνών. Και τούτο διότι θέλει να μας τονίσει ότι ο Κύριος ήλθε στον κόσμο ως  ελευθερωτής των ανθρώπων όχι μόνον από την ασθένεια και τον πόνο, όχι μόνον από την αμαρτία και το αποτέλεσμα αυτού τον θάνατο, αλλά και από τον ίδιο τον αρχέκακο διάβολο, τον απαρχής «ανθρωποκτόνον». Ο Κύριος ήλθε, κατά τον λόγο της Γραφής, «ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Αυτό που αποτελούσε στοιχείο του τέλους του κόσμου, κατά την Παλαιά Διαθήκη: η παντελής αποδυνάμωση των πονηρών δυνάμεων, γίνεται με τον Κύριο παρούσα πραγματικότητα, δείγμα βεβαίως ότι τα έσχατα ήδη εισήλθαν από Εκείνον μέσα στον κόσμο τούτο. Το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα λοιπόν με τρόπο ανάγλυφο μας δείχνει την εξουσία του Κυρίου, ο Οποίος συναντώμενος με τα δαιμόνια στο πρόσωπο ενός ταλαίπωρου ανθρώπου, εκδιώκει αυτά, προσφέροντας στην κοινωνία τον θεραπευμένο άνθρωπο ως πραγματικό άνθρωπο.

1. Ως εκ περισσού καταρχάς, ας υπενθυμίσουμε ότι τα δαιμόνια δεν αποτελούν αποκύημα της φαντασίας κάποιων ανθρώπων, ευρισκομένων σε νηπιακό επίπεδο ζωής, όπως αρέσκονται άθεοι άνθρωποι να λένε, ή μυθοποιημένο προσωποποιημένο περίβλημα απλώς της ύπαρξης του κακού, κατά την αποχριστιανοποιημένη τοποθέτηση ετεροδόξων «χριστιανών». Τέτοιες θέσεις, θα έλεγε κανείς, εκφράζονται από εκείνους που έχουν πέσει θύματα των τεχνασμάτων του Πονηρού, ο οποίος το πρώτο που επιχειρεί να κάνει, είναι να πείσει τους ανθρώπους ότι δεν υπάρχει. Σαν τους ευφυείς εχθρούς μίας χώρας, οι οποίοι κρύβονται με τέτοιον τρόπο, παραλλάσσοντας τη θέση τους, ώστε να πείσουν τους αντιπάλους τους ότι δεν υπάρχουν. Τα δαιμόνια υφίστανται και κατά την πίστη μας συνιστούν δημιουργήματα του Θεού, τα οποία ενώ δημιουργήθηκαν ως πνεύματα αγαθά, προκειμένου να υπηρετούν τον Θεό και το άγιο θέλημά Του, όμως λόγω της κακής χρήσης της προαιρέσεώς τους διεφθάρησαν και ξέπεσαν, γενόμενα πνεύματα πονηρά, τα οποία αντίκεινται έκτοτε  στον Θεό, - η πτώση τους ήταν και ένα είδος θανάτου τους - προσπαθώντας όχι μόνον να βρίσκονται σε ανυπακοή προς Εκείνον, αλλά και να καταστρέφουν την όποια δημιουργία του Θεού, κυρίως τον άνθρωπο. Βεβαίως, ο Θεός δεν καταστρέφει τα δημιουργήματά Του αυτά – ο Θεός ποτέ δεν καταστρέφει την δημιουργία Του – τα κρατάει στην ύπαρξη δε, ώστε, έστω και με τον αρνητικό τρόπο δράσεώς τους, να εξυπηρετούν το σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου.

2. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται στη χώρα των Γεργεσηνών, για να συναντήσει έναν άνθρωπο, ευρισκόμενο υπό κατοχήν  δαιμονίων,  και να τον απελευθερώσει από την κόλαση της παρουσίας τους. Διότι τα δαιμόνια, εισερχόμενα στον άνθρωπο, δημιουργούν πράγματι μία κατάσταση κολάσεως, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους γύρω του ανθρώπους, αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Το ευαγγέλιο με ανάγλυφο τρόπο μας περιγράφει την τραγωδία του δαιμονισμένου:

(α) ο ίδιος καταρχάς ζει σε μία παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και αυτοσυνειδησίας. Μη αντέχοντας ρούχο επάνω του, γυμνός, δεν έχει επίγνωση του εαυτού του, κάτι που αποδεικνύεται αμέσως με την απάντηση που «δίνει» στο ερώτημα του Κυρίου: «τι σοι εστιν όνομα;» «Λεγεών, ότι δαιμόνια πολλά εισεληλύθασιν εις αυτόν». Ενώ ερωτάται εκείνος, απαντούν τα δαιμόνια. Ο άνθρωπος ευρισκόταν σε αιχμαλωσία, δεν ήταν ο εαυτός του, δεν είχε όνομα, δεν είχε λοιπόν ταυτότητα. Ο διάβολος δηλαδή οδηγεί τον άνθρωπο σε μία κατάσταση χάους και ερημίας πνευματικής, κάνει τον άνθρωπο να χάνει ό,τι τον συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη ψυχοσωματική του οντότητα. Είναι η κατάσταση της πνευματικής νέκρωσης, για την οποία ο Κύριος επανειλημμένως είχε μιλήσει: «άφες τους νεκρούς, θάψαι τους εαυτών νεκρούς». Σαν την κατάσταση επίσης που είχε περιέλθει ο άσωτος της παραβολής, μετά την απομάκρυνση από το σπίτι του Πατέρα του: «ο υιός μου ούτος νεκρός ήν…και απολωλώς».

(β) Έπειτα, η σχέση του με τους συνανθρώπους του δεν υφίσταται. Ο δαιμονισμένος αδυνατεί να συνυπάρξει με τους άλλους. Ζει στα μνήματα και σε έρημους τόπους. Οι κατοικημένες περιοχές τον οδηγούν σε «ασφυξία». Κι όχι μόνον αυτό. Είναι και το φόβητρο των ανθρώπων. Τον έβλεπαν και τον έτρεμαν. Εμφορούμενος από δυνάμεις πέραν του κανονικού λόγω των δαιμονίων, τον αλυσόδεναν, κι αυτός έσπαγε τις αλυσίδες και έφευγε. Αλλά αυτό είναι ο ορισμός της κόλασης. Η Εκκλησία μας έτσι ορίζει την κόλαση του ανθρώπου: ως αδυναμία σχέσης με τους άλλους, ως παντελή έλλειψη κοινωνίας με τον συνάνθρωπο. Όλοι γνωρίζουμε το περιστατικό από το Γεροντικό με τον όσιο Μακάριο: συνάντησε στον δρόμο του ένα κρανίο ανθρώπου, και στην ερώτησή του προς το πνεύμα του ανθρώπου εκείνου, σε ποια κατάσταση βρίσκεται, εκείνο του απάντησε ότι ήταν στον κόσμο ιερέας των ειδώλων κι ότι τώρα βρίσκεται μέσα σε μία φωτιά, που του προκαλεί άφατη οδύνη. Αλλά το χειρότερο, είπε, είναι το γεγονός ότι αδυνατούμε οι εκεί ευρισκόμενοι να δούμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η κόλαση της απόλυτης μοναξιάς: το τίμημα της συνύπαρξης με τον διάβολο.

(γ) Αλλά και με το φυσικό περιβάλλον υπήρχε πρόβλημα. Ο δαιμονισμένος προκαλούσε καταστροφές. Η παρουσία του συνδεόταν με τέτοιες ενέργειες, που όπως είπαμε, αναγκάζονταν να τον αλυσοδένουν, για να ηρεμούν. Χωρίς βεβαίως αποτέλεσμα. Ο διάβολος μισεί όλη τη δημιουργία. Πρώτιστα τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα πλάσματα του Θεού.

3. Τα πράγματα λοιπόν αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κύριος δίνει εντολή τα δαιμόνια να φύγουν από τον δαιμονισμένο. Μπορεί εκείνα να είχαν υποχείριο τον αδύναμο αυτόν άνθρωπο, μπροστά στην εξουσία όμως Εκείνου, τρέμουν, αποκαλύπτοντας την άκρα αδυναμία τους: «Δέομαί σου, μη με βασανίσης!» Τρέμουν τον Κύριο, τον παρακαλούν, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ Εκείνου και αυτών:  «Τι εμοί και εσοί, Ιησού, υιέ του Θεού του Υψίστου;». Κι ακόμη: Του ζητούν  να επιτρέψει να εισέλθουν στους χοίρους – ούτε στους χοίρους δεν έχει εξουσία ο διάβολος -  κάτι που ο Κύριος επιτρέπει. Ίσως, όπως σημειώνουν οι ερμηνευτές Πατέρες,  για να δείξει ότι ο άνθρωπος έχει τη μεγαλύτερη αξία, ίσως ότι όπου εισέλθει ο διάβολος προκαλούνται καταστροφές. Σημασία έχει ότι ο διάβολος είναι αδύναμος. Και πώς όχι; Η δύναμή Του καταργήθηκε από τη στιγμή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο, κατεξοχήν δε με την άνοδό Του πάνω στον Σταυρό και την κάθοδό Του στον Άδη. Εκεί, και ο πονηρός «ετρώθη την καρδίαν», κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αλλά και το όπλο του, η αμαρτία, έπαυσε να υπάρχει κατά τρόπο αναγκαστικό. Και μαζί με αυτά βεβαίως και το αποτέλεσμα της αμαρτίας, ο θάνατος.

Η παντοδυναμία λοιπόν του Κυρίου απελευθερώνει τον δαιμονισμένο και αυτός πια γίνεται πραγματικός άνθρωπος, με καταπλήσσουσα ψυχοσωματική ισορροπία. Δηλαδή, αποκτά συνείδηση του εαυτού του και αυτοσεβασμό: «ιματισμένος και σωφρονών». Σταματά να είναι επιθετικός προς τους άλλους, έχοντας υγιή κοινωνικότητα: κάθεται «παρά τους πόδας του Ιησού». Κι όχι μόνον αυτό: αισθάνεται ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, την οποία εκφράζει με τη διάθεση να παραμείνει κοντά Του και να Τον ακολουθεί. Και μπορεί ο Κύριος να μην αποδέχτηκε το αίτημά του – άλλους είχε καλέσει για να είναι οι μαθητές Του – του αναθέτει όμως άλλη αποστολή: «υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός. Και απήλθε καθ’  όλην την πόλιν, κηρύσσων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς».

4. Σήμερα τι γίνεται; Μετά τον ερχομό του Κυρίου και την κατάργηση ουσιαστικά του διαβόλου, δρα ο διάβολος; Έχει δύναμη; Η απάντηση είναι γνωστή και διαρκώς την κηρύσσει η Εκκλησία μας. Ο διάβολος βεβαίως είναι ανίσχυρος και οριστικά ηττημένος, όμως παίρνει δύναμη εκεί που δεν υφίσταται ο Χριστός. Δηλαδή, πρώτα στους αβάπτιστους ανθρώπους, εκείνους που δεν έχουν γνωρίσει τον Κύριο ή δεν θέλουν να Τον αποδεχθούν στη ζωή τους – «το πανηγύρι μας είναι οι ειδωλολάτρες» είχε πει κάποτε σ’  έναν σύγχρονο ιεραπόστολο ένας δαιμονισμένος. Κι έπειτα, ακόμη και στους βαπτισμένους και χρισμένους χριστιανούς, οι οποίοι δεν έχουν πάρει στα σοβαρά την πίστη τους και ζουν, κατά τον λόγο του αποστόλου, ως «άθεοι εν τω κόσμω». Διότι δεν αρκεί μόνον το βάπτισμα και το χρίσμα και τα λοιπά μυστήρια της Εκκλησίας, αλλά και η θέληση του ανθρώπου. Αν και ο άνθρωπος δεν συνεργήσει, με την τήρηση των εντολών του Χριστού, κυρίως της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τότε η χάρη των μυστηρίων μένει ανενέργητη, συνεπώς βρίσκει δίοδο ο διάβολος για να «πειράζει» τον άνθρωπο, κάνοντάς τον να βρίσκεται υπό την επήρειά του. Το αποτέλεσμα βεβαίως σ’  αυτήν την περίπτωση είναι γνωστό. Ό,τι είδαμε στον δαιμονισμένο του ευαγγελίου, σε κάποιο βαθμό το βλέπουμε κι εδώ: ο άνθρωπος εἴτε  έχει διαγράψει τον Θεό εἴτε  Τον τρέμει και προσπαθεί να αποφεύγει οτιδήποτε σχετίζεται με Αυτόν, είναι συνήθως  αντικοινωνικός και επιθετικός με τους συνανθρώπους του, δεν σέβεται το φυσικό του περιβάλλον, το δε χειρότερο: μέσα του ζει με ανασφάλειες και άγχη, με θλίψη και μελαγχολία, με ανησυχία και ταραχή, πράγματα που συνιστούν πράγματι ένα είδος κι εδώ κολάσεως. Ο ίδιος ο Κύριος έχει επιβεβαιώσει ότι ο άνθρωπος που ελευθερώθηκε από τον διάβολο και δεν προσέχει στη συνέχεια, δέχεται επίθεση δαιμονική, πολύ χειρότερη εκείνης που βίωνε στο παρελθόν. «Το πονηρόν πνεύμα παραλαμβάνει έτερα πνεύματα πονηρότερα εαυτού και εισέρχεται εις τον άνθρωπον».

Να ανήκουμε στον Χριστό, να είμαστε του Θεού, μέλη Εκείνου και καλυμμένοι από Εκείνον, στην ψυχή και στο σώμα, και να μας «δουλεύει» ο διάβολος, τούτο συνιστά τη μεγαλύτερη τραγωδία. Ο δαιμονισμένος της παραβολής δεν ήξερε τον Χριστό και υφίστατο ό,τι υφίστατο ως κόλαση. Αφότου Τον γνώρισε όμως, Τον ακολούθησε με συνέπεια μέχρι τέλους. Εμείς τι δικαιολογία μπορεί να έχουμε; Τον διάβολο τον «τρέφουμε» εμείς με την κακή ζωή μας. Η μόνη λύση και θεραπεία είναι η με δύναμη και αγάπη στροφή προς τον «μόνον δυνάμενον σώζειν» Ιησού Χριστό. Δηλαδή η εκκλησιοποίηση της ζωής μας. Το ερώτημα στο οποίο τελικώς καλούμαστε να απαντάμε κάθε στιγμή και ώρα στη ζωή μας είναι: θέλουμε να είμαστε δούλοι ή ελεύθεροι;