Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΤΟΚΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΘΕΟΤΟΚΟΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

09 Δεκεμβρίου 2022

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ, ΜΗΤΡΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, θέλοντας να ετοιμάσει για τον Εαυτό Του έμψυχο και άγιο οίκο για κατοικία Του, απέστειλε τον άγγελο Αυτού προς τους Δικαίους Ιωακείμ και Άννα (από τους οποίους θέλησε να προέλθει η κατά σάρκα μητέρα Του) και προμήνυσε τη σύλληψη της άγονης και στείρας Άννας, για να καταστήσει βέβαιη τη γέννηση της Παρθένου. Γι’  αυτό και συνελήφθη η αγία Παρθένος Μαρία και γεννήθηκε, όχι όπως μερικοί λένε, επτά μηνών ή χωρίς άνδρα, αλλά γεννήθηκε σε εννέα τέλειους μήνες, όπως και από υπόσχεση μεν Θεού, από συνάφεια όμως και σπορά άνδρα. Διότι μόνος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός γεννήθηκε από την αγία Παρθένο Μαρία απορρήτως και ανερμηνεύτως, καθώς γνωρίζει μόνος Εκείνος, χωρίς των θελημάτων της σαρκός, και ενώ είναι τέλειος Θεός προσέλαβε όλη την τελειότητα της κατά σάρκα οικονομίας Του, όπως δημιούργησε και έπλασε τη φύση των ανθρώπων από την αρχή. 

Αυτήν λοιπόν την ημέρα πανηγυρίζουμε, διότι υπενθυμίζει τους χρησμούς που δόθηκαν από άγγελο, ο οποίος ευαγγελίστηκε την αγία  σύλληψη της αγνής Θεομήτορος. Αυτούς τους χρησμούς εκπληρώνοντας ο Θεός που δημιούργησε  τα σύμπαντα εκ του μηδενός, διέγειρε τη στείρα κοιλιά για να καρποφορήσει. Και έκανε παιδοτόκο μητέρα κατά παράδοξο τρόπο αυτήν που έφτασε σε βαθειά γεράματα  χωρίς παιδιά, δίνοντάς της τη χάρη αυτή σαν άξιο τέλος της δίκαιης αίτησης των Δικαίων. Από αυτό το δώρο του Θεού σε αυτούς, δηλαδή την Παναγία, έμελλε ο Ίδιος  να γεννηθεί ως ενσαρκωθείς Θεός -  καθώς ευδόκησε οι σώφρονες αυτοί να την γεννήσουν, αυτήν δηλαδή που προορίστηκε και εκλέχτηκε από όλες τις γενιές.  Τελείται δε αυτή η Σύναξη στον σεβάσμιο οίκο της Θεοτόκου, που βρίσκεται στα Ευόρανα, πλησίον της αγιωτάτης Εκκλησίας».

Το πρώτο που τονίζει η ακολουθία της εορτής είναι το γεγονός ότι η σύλληψη και η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι θέμα μόνον των γονιών του. Πολλά ζευγάρια, και μάλιστα χωρίς να έχουν ιδιαίτερο ιατρικό πρόβλημα, αδυνατούν να τεκνοποιήσουν, με αποτέλεσμα να θλίβονται, να αγχώνονται, να προσπαθούν να εξεύρουν διάφορες λύσεις προς υπέρβασή του. Για την πίστη της Εκκλησίας μας, η σύλληψη και η γέννηση είναι θέμα συνεργασίας του ζεύγους και της ίδιας της ενέργειας του Θεού. «Ο Θεός διανοίγει την μήτραν της γυναικός» μας διδάσκει ο λόγος του Θεού, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος ως ζεύγος προσφέρει τον εαυτό του και ο Θεός ενεργοποιεί και μεταποιεί την προσφορά αυτή, ώστε να υπάρξει η καρποφορία. Δεν έχει σημασία αν έχει επίγνωση αυτής της πραγματικότητας τις περισσότερες φορές ο άνθρωπος. Η ενέργεια του Θεού λειτουργεί, έστω και κατά τρόπο ανεπίγνωστο από πολλούς, όπως αντιστοίχως συμβαίνει και με την ίδια την ύπαρξη του ανθρώπου και του κάθε όντος επί γης, που η ενέργεια του Θεού τα φέρνει σε φως και τα διακρατεί, είτε υπάρχει η πίστη σ’ Αυτόν είτε όχι. «Ο Θεός δίνει σε όλους και όλα ζωή και πνοή και τα πάντα», κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου στους Αθηναίους στον Άρειο Πάγο.

Η ατεκνία λοιπόν ενός ζεύγους εξαρτάται και από το θέλημα του Θεού, που σημαίνει λειτουργεί εν προκειμένω κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο του Ίδιου, το οποίο συνήθως το ζεύγος αδυνατεί να το κατανοήσει παρά μόνον μετά από μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα. Η επίγνωση όμως της συνέργειας αυτής, Θεού και ανθρώπου, για ένα τόσο μεγάλο έργο: τον ερχομό στον κόσμο ενός παιδιού, μπορεί να ενεργοποιήσει την προσευχή του ανθρώπου, την εκζήτηση από Αυτόν της χάρης Του, ώστε να «μεταβάλει» ακόμη και αυτό το σχέδιό Του. Και πράγματι, όχι λίγες φορές, ο Θεός μεταστρέφεται, υπακούοντας στο αίτημα των ανθρώπων, και δίνει τη χάρη της καρποφορίας στη γυναίκα και την υπέρβαση επομένως της ατεκνίας της.

Τον προβληματισμό αυτό τον βλέπουμε έντονα και στη συγκεκριμένη εορτή της συλλήψεως της αγίας Άννης. Άτεκνο το άγιο ζεύγος του Ιωακείμ και της Άννης, δεν χάνει όμως την ελπίδα του στον Θεό. Και μάλιστα σε εποχή για τους Ιουδαίους,  που η ατεκνία θεωρείτο μέγα όνειδος, ντροπή, αφού απεδείκνυε ότι το συγκεκριμένο ζεύγος δεν μπορούσε να θεωρηθεί μέσον ερχομού του Μεσσία στον κόσμο. Και γι’ αυτό αποδύεται σε προσευχή. Η δραματική ένταση των ύμνων εν προκειμένω φτάνει στο απώγειό της: «Κύριε των Δυνάμεων, γνωρίζεις την ντροπή της απαιδίας. Συ λοιπόν διάλυσε την οδύνη της καρδιάς μου και διάνοιξε τους καταρράκτες της μήτρας και ανάδειξέ με, εμένα που είμαι άκαρπη, καρποφόρο».  Και η προσευχή της Άννας εισακούεται. Ο Θεός επιβλέπει επί το άγιο ζεύγος. «Παλαιά καθώς προσευχόταν με πίστη η Αννα η σώφρων και ικέτευε τον Θεό, ακούει φωνή Αγγέλου, που την βεβαίωνε ότι ο Θεός θα πραγματοποιήσει τις προσευχές της». «Υπάκουσε ο Θεός στους στεναγμούς της Άννας και πρόσεξε ο Κύριος τη δέησή της».

Το γεγονός της επέμβασης του Θεού, που τη στείρωση την κάνει καρπογονία, το προσλαμβάνει ο υμνογράφος για να το διευρύνει και επί πνευματικού επιπέδου: πέρα από το ότι κάνει αναδρομή στο παρελθόν για να δείξει αντίστοιχες καταστάσεις της Παλαιάς Διαθήκης – «Συ, παντοδύναμε, που έδωσες κάποτε σε βαθύτατο γήρας στη Σάρρα υιό, τον μέγα Ισαάκ, συ που διάνοιξες τη στείρα κοιλιά  της Άννας, της μητέρας του προφήτου σου Σαμουήλ» – θεωρεί ότι ο Θεός, όπως παλιά, όπως τώρα με την Άννα, κατεξοχήν όμως μετά τον ερχομό Του στον κόσμο, μπορεί την άνυδρη και χωρίς χάρη ανθρώπινη φύση να την μεταβάλει και να της δώσει τη δροσιά που πρέπει, ώστε να καρποφορήσει. «Η χαρά του κόσμου σήμερα προκηρύσσεται με λόγο και αλλάζει τις μητρικές οδύνες σε χαρά ευφροσύνης, και φανερώνει ότι η στείρωση της φύσης θα γίνει καρποφόρα, που πληθαίνει με τα έργα της χάρης». Κι αυτό σημαίνει ότι εμείς που ζούμε πια μετά Χριστόν, σε οποιαδήποτε κατάσταση ξηρασίας και αν βρισκόμαστε, πνευματική ή ηθική, αν στραφούμε με πίστη στον Θεό, θα δούμε τη θαυματουργική επέμβασή Του. Ο Θεός θα διανοίξει τις πόρτες της καρδιάς μας, ώστε να πλημμυρίσουμε από την παρουσία της χάρης Του. Αρκεί να υπομένουμε και να επιμένουμε.

Κι είναι περιττό βεβαίως και να σημειώσουμε ότι η σύλληψη της αγίας Άννης αποτελεί εορτή της Εκκλησίας μας όχι πρώτιστα για να δείξει το αποτέλεσμα της υπομονής και της επιμονής στη δέηση του Θεού, αλλά διότι με τη σύλληψή της αυτή μπαίνουν οι βάσεις για τη γέννηση Εκείνης, η οποία σαν νέος ουρανός θα έφερνε στον κόσμο τον ήλιο Χριστό, τον Σωτήρα του κόσμου. Με την προοπτική του ερχομού του Κυρίου φωτίζεται και αυτή η εορτή, συνεπώς είναι μία ακόμη αφορμή δοξολογίας του αγίου ονόματός Του. «Ο νέος ουρανός, δηλαδή η Παναγία,  με τη θέληση του παντουργού Θεού φτιάχνεται στην κοιλιά της Άννας. Από αυτόν τον ουρανό έλαμψε δυνατά και ο ανέσπερος ήλιος, δηλαδή ο Χριστός, που δίνει φως σε όλον τον κόσμο με τις ακτίνες της θεότητας».

21 Νοεμβρίου 2022

«ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ...»

Από τους ωραιότερους στίχους της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), της προσφοράς και αφιέρωσης της τριετούς Μαριάμ δηλαδή από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στον Κύριο μέσα στον Ναό, είναι εκείνοι  που αναφέρονται στην αγία Άννα, όταν κατευοδώνει τη μικρή κόρη της με τα λόγια που δείχνουν το νόημα της εκεί πια ζωής και παρουσίας της. «Άπιθι, τέκνον – λέει η μάνα στην κόρη – τω Δοτήρι γενήθητι και ανάθημα και ευώδες θυμίαμα. Είσελθε εις τα άδυτα και γνώθι μυστήρια, και ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον τερπνόν και ωραίον, του παρέχοντος τω κόσμω το μέγα έλεος» (απόστιχο εσπερινού). Δηλαδή: Πήγαινε, παιδί μου, γίνε για τον Δοτήρα Θεό και προσφορά και αφιέρωμα, αλλά και ευωδιαστό θυμίαμα. Μπες μέσα στ’ άδυτα των Αγίων του Ναού και γνώρισε τα μυστήρια του Θεού, κι ετοιμάσου να γίνεις κατοικητήριο του Ιησού, τερπνό και ωραίο, του Ιησού που παρέχει ως Θεός στον κόσμο το μέγα έλεος.

Γιατί στεκόμαστε ιδιαιτέρως στους συγκεκριμένους στίχους; Διότι:

1. Τονίζουν τον σκοπό των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Ναό. Εισέρχεται όχι απλώς γιατί έπρεπε να εκπληρωθεί κάποιο τάμα των γονιών της ή για να προφυλαχτεί από την κακότητα του κόσμου λόγω της αδυναμίας των γονιών αυτών από τα γηρατειά τους, αλλά για να περάσει το προβλεπόμενο διάστημα της ζωής της μέσα στον οίκο Κυρίου, προκειμένου να ετοιμαστεί για το συγκλονιστικότερο και πέραν κάθε ανθρωπίνης αντίληψης και σύλληψης μυστήριο: να γίνει η μητέρα του Θεού ως ανθρώπου – ο Ευαγγελισμός της έχει ακριβώς την αρχή της (πέραν βεβαίως της Γεννήσεώς της) στο συγκεκριμένο γεγονός. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ που θα ευαγγελιστεί αργότερα τη σάρκωση του Θεού, ο ίδιος την τρέφει μέσα στα άγια των αγίων.

Και 2. Καθορίζεται από τα λόγια της αγίας Άννας η μέθοδος και ο τρόπος της ετοιμασίας της Μαριάμ: θα γίνεις η Παναγία η μητέρα του Θεού, όταν θα γίνεις όχι μόνο το αφιέρωμα και η προσφορά για Εκείνον, αλλά και το ευωδιαστό λιβάνι. Κι έχουν ιδιαίτερη σημασία τα λόγια αυτά της μητέρας Άννας, γιατί και στην Παλαιά Διαθήκη βεβαίως, αλλά και μετέπειτα σε όλη τη χριστιανική ιστορία, μπορεί κάποιος να προσφέρει πράγματα ή και τον ίδιο τον εαυτό του στον Θεό, αλλ’  όχι με τον σωστό τρόπο. Πόσες φορές δεν ακούμε τον αυστηρό λόγο των Προφητών, οι οποίοι στηλίτευαν τις προσφορές και τα αφιερώματα των Ιουδαίων, γιατί προσφέρονταν όχι με καθαρή καρδιά; «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από τις προσφορές σας – λέει αίφνης Κύριος ο Θεός στους Ιουδαίους διά του προφήτου Ησαῒου – γιατί τα χέρια σας στάζουν από το αίμα των αδικιών σας κατά των συνανθρώπων σας». Και πιο πίσω βεβαίως θυμάται κανείς το τραγικό λόγω της συνέχειάς του περιστατικό των προσφορών και αναθημάτων στον Θεό των αδελφών Κάιν και Άβελ: πρόσφεραν και οι δύο στον Κύριο, μα ευλογήθηκε από Εκείνον μόνον ο Άβελ. Γιατί του Κάιν οι προσφορές ήταν τα περισσεύματα των καρπών του και όχι οι απαρχές. Κι από τη μετέπειτα χριστιανική ιστορία είναι αρκετή η μνημόνευση των λόγων του ίδιου του Κυρίου, όταν επισημαίνει ότι το δίλεπτο της χήρας συνιστά τη μεγαλύτερη προσφορά, γιατί προέρχεται από το υστέρημα της αγάπης και όχι από ένα τυχόν περίσσευμα. Ή ακόμη τραγικότερα το «παράδοξο» όπως ακούγεται λόγιο του αποστόλου Παύλου, ο οποίος στον ύμνο της αγάπης του αποκαλύπτει: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Μαρτύριο(!) χωρίς αντίκρυσμα κι ωφέλεια!

Λοιπόν η κάθε προσφορά στον Θεό είναι όντως προσφορά αποδεκτή από Αυτόν, όταν γίνεται με τον σωστό τρόπο, δηλαδή προσφέρεται από καρδιά που αγαπά τον Θεό, κάτι που συνιστά όντως λιβάνι ευωδιαστό για τον Κύριο. Κι είναι ακριβώς αυτό που αποτελεί και το νόημα της συγκεκριμένης εορτής των Εισοδίων για εμάς τους πιστούς. Με το δεδομένο ότι σκοπό έχουμε ως χριστιανοί να σαρκώνουμε τον Κύριο στην ύπαρξή μας, να γινόμαστε δηλαδή Παναγίες, απαιτείται όχι μόνο η προσφορά του εαυτού μας διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών «αγωνισμάτων» και ασκήσεών μας, αλλά και η σωστή και ορθή προσφορά αυτή. Είμαστε δηλαδή χριστιανοί όχι γιατί απλώς βρεθήκαμε βαπτισμένοι στην Εκκλησία κι ούτε γιατί επιτελούμε ορισμένα τυπικά καθήκοντα, όπως του εκκλησιασμού μας, της νηστείας μας, κάποιων ελεημοσυνών μας – το στοιχείο του «αναθήματός» μας – αλλά γιατί η όλη βιοτή μας είναι τέτοια που ο Κύριος την αισθάνεται ως ευωδιαστό λιβάνι ενώπιόν Του. Κι αυτό σημαίνει, όπως αναφέραμε, καθαρή καρδιά και αδιάκοπη επαγρύπνηση να βρισκόμαστε πάνω στις άγιες εντολές Του. Τότε το χαρμόσυνο στοιχείο που περικλείει η εορτή, γίνεται χαρμοσύνη κι ευφροσύνη και για εμάς.

Η ΕΝ ΤΩ ΝΑΩ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Η εν τω Ναώ είσοδος της Θεομήτορος έφερε εορτή για τους ευσεβείς  θαυμαστή και παγκόσμια, έχοντας αφορμή το παρακάτω γεγονός. Η πανσέβαστη Άννα, καθώς περνούσε τη ζωή της χωρίς παιδιά, παρακαλούσε, μαζί με τον σώφρονα Ιωακείμ, με νηστείες και δεήσεις, τον Κύριο της φύσεως, να τους λυπηθεί και τους  χαρίσει ένα παιδί, υποσχόμενη, αν ικανοποιηθεί το αίτημά της, το παιδί που θα γεννούσε να το αναθέσει αμέσως σ’  Εκείνον. Πράγματι, αφού γέννησε αυτήν που έφερε τη σωτηρία του κόσμου, τη συμφιλίωση του Θεού  προς τους ανθρώπους και την αιτία της ανάπλασης και της ανάστασης και της θέωσης του πεσμένου στην αμαρτία Αδάμ, δηλαδή την Παναγία Θεοτόκο Μαρία, αυτήν λοιπόν, κατά τον τρίτο χρόνο μετά την παράδοξη γέννησή της, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Θεό, την οδηγούν στο Ιερό και την παραδίδουν στους ιερείς. Οι ιερείς την παρέλαβαν και σαν να υπηρετούσαν τη βούληση του Θεού -  Εκείνου που επρόκειτο μετά από λίγο να γεννηθεί από αυτήν, με σκοπό τη διόρθωση και τη σωτηρία του παντός – την βάζουν στο ενδότατο του ναού, για να ζει εκεί η ίδια μόνη για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, εκεί δηλαδή που έχει νομοθετηθεί  να εισέρχεται μία φορά τον χρόνο ο αρχιερέας. Η Μαρία ζώντας σ’  αυτό το άδυτο διά παντός και τρεφόμενη  παράδοξα με τροφή ουράνια από άγγελο, έμεινε στο ιερό αυτό μέχρι τον θείο Ευαγγελισμό της και μέχρι να ακουστούν τα θεϊκά μηνύματα που δίδασκαν ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθεί από φιλανθρωπία και να σώσει τον κόσμο που χανόταν από την αμαρτία. Εδώ λοιπόν κατοικούσε και ζούσε, οπότε αξιώθηκε να της εμφανιστεί ο Θεός και να δέχεται αδιάλειπτα τροφή ουράνια, μέσω αγγέλου που υπηρετούσε αυτήν την αποστολή, όπως είπαμε, εις δόξαν Θεού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».

 

Πολλοί είναι οι υμνογράφοι  της Θεομητορικής αυτής εορτής, της οποίας το γεγονός  δεν καταγράφεται καθόλου  στην Καινή Διαθήκη. Το περιστατικό της εν τω Ναώ εισόδου της υπάρχει στα Απόκρυφα λεγόμενα ευαγγέλια, όπως συμβαίνει και με άλλες εορτές της Παναγίας, σε κείμενα δηλαδή που η Εκκλησία μας δεν τα θεώρησε έγκυρα, λόγω ενυπαρχουσών σ’ αυτά αιρέσεων ή και μυθοπλασιών. Μέσα σ’ αυτά όμως υπάρχουν και αληθινά γεγονότα, που η Εκκλησία μας δεν διστάζει να τα ανασύρει και να τα εορτάσει, διαβλέποντας όχι μόνον την αλήθεια τους, αλλά και την ωφελιμότητά τους. Κι είναι τούτο ένα στοιχείο που φανερώνει την απόλυτη αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, ως «στύλου και εδραιώματος της αληθείας», αυτοσυνειδησίας τέτοιας που της δίνει το δικαίωμα και την άνεση να επιλέγει ό,τι θεωρεί αληθινό και καλό, έστω κι αν τούτο προέρχεται από μη θεωρούμενα  κανονικά κείμενα.

Ένα πρώτο στοιχείο που τονίζουν οι υμνογράφοι της εορτής είναι ότι τα ίδια τα Εισόδια της Θεοτόκου, όπως και τα γεγονότα πριν από αυτά, σαν την Γέννησή της, αλλά και τελικώς κάθε τι που σχετίζεται με την Παναγία, έχουν τον χαρακτήρα του παράδοξου και του ανερμήνευτου για τα ανθρώπινα δεδομένα. «Πέρα από κάθε ανθρώπινη σκέψη είναι τα θαύματά σου, Πανάχραντε! Παράδοξη είναι η γέννησή σου. Παράδοξος ο τρόπος που μεγάλωσες. Παράξενα και παράδοξα όλα τά δικά σου, Θεονύμφευτε, και ανερμήνευτα για τους ανθρώπους». Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η Παναγία υπήρξε η κατεξοχήν Κεχαριτωμένη από τον Θεό, το δοχείο του αγίου Πνεύματος, λοιπόν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της βρισκόταν υπό την άμεση επίβλεψη του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι Αυτήν ήδη προκατήγγειλε ο λόγος του Θεού, σύμφωνα με το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο (:την πρώτη υπόσχεση του Θεού περί του ερχομού Του στον κόσμο μέσω μιας γυναίκας, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων στην αμαρτία), Αυτήν διαρκώς προφήτευαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, επαναβεβαιώνοντας το Πρωτευαγγέλιο, Αυτήν δόξαζαν οι άγιοι Απόστολοι, Αυτήν είχαν ως καύχημά τους όλοι οι μάρτυρες του Χριστού, Αυτήν επικαλούμαστε και εμείς ως πρέσβειρα της σωτηρίας μας.   «…την προεκλεχθείσαν εκ πασών των γενεών εις κατοικητήριον του παντάνακτος Χριστού και Θεού των όλων». «Συ των Προφητών το κήρυγμα, Αποστόλων δόξα και Μαρτύρων καύχημα, και πάντων των γηγενών η ανακαίνισις, Παρθένε Μήτηρ Θεού».

Η όλη ακολουθία της εορτής είναι φυσικό να προβάλλει την αγιότητα της Παναγίας – αγιότητα παραπάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, αφού ήταν «εκλελεγμένη…υπέρ άπασαν την κτίσιν, την ορατήν και την νοουμένην» - αλλά επικεντρώνει ιδιαιτέρως στο ίδιο το γεγονός της εις τον Ναόν Εισόδου της. Η γενική εκτίμηση είναι ότι η Παναγία εισέρχεται τριετής στα Άγια των Αγίων, ενώ ήδη είναι η ίδια Αγία των Αγίων. «Αγία των Αγίων υπάρχουσα, σεμνή, εν Ναώ ηγάπησας αγίω κατοικείν». Είναι μάλιστα σπουδαίας έμπνευσης οι στίχοι του υμνογράφου, που διακηρύσσουν την ωριμότητα της μικρής Παναγίας: «Η τριετής κατά το σώμα και πολυετής κατά το πνεύμα»∙ «νήπιο κατά το σώμα και τέλεια κατά την ψυχή». Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει τούτο: «όπου γαρ βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξις» (όπου θέλει ο Θεός νικιέται η φυσική τάξη). Φαντάζει παράλογο εκείνη που είχε επιλεγεί για το σημαντικότερο έργο στην ανθρωπότητα: να γίνει μητέρα του Θεού ως ανθρώπου, να μην έχει τη χάρη της ωριμότητας ήδη από νηπιακή ηλικία. Μόνον ένας που προσεγγίζει τα της πίστεως με κριτήριο την ξερή  λογική του, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Αλλά μία τέτοια προσέγγιση απέχει ένα βήμα από την αίρεση, μάλλον συνιστά ήδη αίρεση: η στάση μας απέναντι στην Παναγία φανερώνει τη στάση μας και έναντι του Χριστού. Το δόγμα, για παράδειγμα, ότι η Παναγία μας είναι «Θεοτόκος», αποτελεί συνέπεια της πίστεως περί του Ιησού Χριστού, ως Θεού και ανθρώπου. Και το αντίστροφο.

Με την εν τω Ναώ είσοδο της Παναγίας, σκοπός της οποίας είναι η προετοιμασία της για να γίνει Μητέρα του Θεού («ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον»),  κατανοεί κανείς κι αυτό που επισημαίνουν οι υμνογράφοι ως συνέπεια: την κατάργηση της σκιάς του Μωσαϊκού Νόμου, διότι έρχεται διά της Παναγίας η αλήθεια, ο ενανθρωπήσας Θεός. «Ο του γράμματος παρέδραμε, εξέλιπε νόμος καθάπερ σκιά».   Είναι πολύ ωραίο το τροπάριο που λέει ότι η θυγατέρα του Θεού, όπως την χαρακτηρίζει ο Δαυίδ,  γίνεται, με το θέλημα Εκείνου, μητέρα Του. «Ο προπάτορας Δαυίδ σε ύμνησε από παλιά, Παρθένε θεόνυμφε, καλώντας σε θυγατέρα του βασιλιά Χριστού. Αυτόν και Τον γέννησες και Τον θήλασες μητρικά ως βρέφος».  Κι είναι εξίσου πανέμορφος ο στίχος του συναξαρίου, που διαπιστώνει τη διακονία σ’  αυτό του αρχαγγέλου Γαβριήλ: αυτός που την έτρεφε στον Ναό, ο ίδιος σε λίγο θα την χαιρετίσει, μεταφέροντάς της το ευαγγέλιο: θα γίνει μητέρα Θεού. «Ένδον τρέφει σε Γαβριήλ ναού, Κόρη, ήξει δε μικρόν και το Χαίρε σοι λέξων».

Η διατροφή της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, μέσα στα Άγια των Αγίων, δεν είναι, κατά τον υμνογράφο, χωρίς συμβολισμό. Παραπέμπει σε Εκείνον που θα φέρει σε λίγα χρόνια στον κόσμο και που είναι ο αληθινός άρτος «ο εκ του ουρανού καταβάς». «Επουρανίω τραφείσα, Παρθένε, άρτω πιστώς, εν τω Ναώ Κυρίου, απεκύησας κόσμω ζωής άρτον τον Λόγον». Και βεβαίως δεν είναι χωρίς συμβολισμό και το γεγονός αυτό, αλλά και όλη η εν τω Ναώ ζωή της: η αδιάλειπτη προσευχή της, η συνομιλία της με αγγέλους, η μελέτη του Νόμου και των Προφητών, η εν τω Ναώ εκεί διακονία της. Πράγματα δηλαδή που συνιστούν μία «ησυχαστική» ζωή και που φανερώνουν ότι η Παναγία δικαίως θεωρείται το πρότυπο όλων των μεγάλων Ησυχαστών και πραγματικών θεολόγων  της Εκκλησίας μας.

Ο πλούτος της υμνολογίας της Θεομητορικής αυτής εορτής θα μας πήγαινε σε μεγάλο μάκρος. Διότι υπάρχουν εξαίσιοι ύμνοι όχι μόνον για την ένδον του Ναού ζωή της Παναγίας, αλλά και για την μετά λαμπάδων πορεία της μέχρι το Ναό, πορεία «μετά Παρθένων και Μητέρων», αφού εκείνη υπήρξε και τα δύο, όπως και για ό,τι διαμείφθηκε ως διάλογος στην πύλη του Ναού μεταξύ των γονέων της και του ιερέα Ζαχαρία. Παραλείποντας όλα αυτά, απλώς θα φέρουμε στην επιφάνεια έναν στίχο, που νομίζουμε ότι αυτός και μόνο δείχνει τη σημασία όλου αυτού του τεραστίου πνευματικού μεγέθους που ακούει στο όνομα «Παναγία». Πρόκειται για την εκτίμηση του ιερέα Ζαχαρία, καθώς βλέπει να προσάγεται στον Ναό η μικρή Μαριάμ. Ο Ζαχαρίας λοιπόν «βοά γηθοσύνως: ήγγικεν η προσδοκία των θλιβομένων». Η Παναγία συνιστά εκείνη που μας λυτρώνει από τη θλίψη. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει άνθρωπος επί της γης που να μη βιώνει τη θλίψη, ήδη από την εποχή της πτώσεώς του στην αμαρτία, η Παναγία είναι το πολυτιμότερο αγαθό που έχουμε, εκείνη που θα έλεγε κανείς είναι «ο θησαυρός της Πανδώρας». Η ελπίδα. Κι αυτό γιατί δι’ αυτής ήλθε στον κόσμο «η Χαρά του κόσμου», ο Χριστός. Και μόνον αυτό μας φτάνει. Στην όποια θλίψη και δυσκολία μας η ενατένιση προς Εκείνην ήδη έχει ξεκινήσει και τη λύση και τον ερχομό της χαράς. Λοιπόν «χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε».

28 Οκτωβρίου 2022

Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΦΩΤΟΦΟΡΟΣ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;           Αυτός του απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».

 

(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν, και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του, με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον «δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των ίδιων.

Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται». Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’  αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο, καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.

(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία και την αγάπη Της.

Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’  αυτόν. Παραξενεύτηκε και κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία  Μητέρα βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.

(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’  όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του, όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία,  αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην παροχή της χάρης του Θεού.

(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων. Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει διαρκώς  ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί  η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου, όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.

08 Σεπτεμβρίου 2022

ΤΟ ΓΕΝΕΘΛΙΟΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


                

Δεν προλάβαμε να σταματήσουμε τις δοξολογίες για την Υπεραγία Θεοτόκο του μηνός Αυγούστου - μήνας που  καταγαύζεται, όπως όλοι γνωρίζουμε, από την Κοίμησή της, αλλά και την κατάθεση της τιμίας ζώνης της - και ξεκινάμε νέους πανηγυρισμούς, επί τη εορτή των Γενεθλίων της. Αλλά η Εκκλησία μας δεν παύει ποτέ να εορτάζει την Μητέρα του Κυρίου, σε καθημερινή μάλιστα βάση, αφού όλοι οι ύμνοι της επιστεγάζονται από τα τροπάρια γι’  αυτήν, τα γνωστά «Θεοτοκία», όπως και όλες οι μεγάλες εορτές των αγίων μας έχουν ως σημαιοφόρο τους κανόνες γι’  αυτήν. Και ευλόγως: η Παναγία αποτελεί τύπο της Εκκλησίας, διότι όπως  Εκείνη γέννησε τον Υιό του Θεού ως άνθρωπο, έτσι και η Εκκλησία γεννά τον Χριστό στις καρδιές των ανθρώπων. Όχι μόνο λοιπόν στις Θεομητορικές εορτές, αλλά σε όλες τις εορτές και πάντα, η Παναγία έχει την πρώτη θέση. Τι συγκεκριμένα προβάλλει όμως η σημερινή εορτή, ώστε να διαφοροποιείται αυτή από τις άλλες της Παναγίας;

1. Καταρχάς, θα πρέπει να εξηγήσουμε κάτι που φαίνεται ως αντίφαση και που έχει τονιστεί βεβαίως πολλές φορές: η χριστιανική ορθόδοξη πίστη δεν προβάλλει τα γενέθλια ενός ανθρώπου ως ημέρα εορτής, αλλά την ημέρα που εορτάζει ο άγιός του. Πώς λοιπόν εδώ έχουμε εορτή Γενεθλίων, όπως το ίδιο συμβαίνει και με τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο; Η εξήγηση δεν είναι δύσκολη. Τα γενέθλια ενός ανθρώπου, η ημέρα του ερχομού του στον κόσμο λειτουργεί στο επίπεδο μίας οριζόντιας πορείας απλώς του ανθρώπου, η οποία στην πραγματικότητα τροφοδοτεί τον θάνατο. Ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο μέσα σε πλαίσια φθοράς και γνωρίζει ότι το τέλος του είναι ο θάνατος. Τι να γιορτάσει λοιπόν; Η ημέρα όμως που εορτάζει ο άγιος ενός ανθρώπου, αυτός του οποίου φέρει το όνομα, ή έστω η ημέρα της βαπτίσεώς του, ως ημέρα εντάξεώς του στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, ως μέλος αυτού, αυτό συνιστά την ανάμνηση της χάρης εκ Θεού που δέχτηκε, συνεπώς την απαρχή της σωτηρίας του. Αν κάτι εορτάζεται στην Εκκλησία είναι γιατί έχει πάντοτε σωτηριολογικό χαρακτήρα. Από την άποψη αυτή, είναι ηλίου φαεινότερο γιατί η Εκκλησία μας εορτάζει τα Γενέθλια της Παναγίας ή του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου: τότε έρχονται στον κόσμο εκείνοι που κατεξοχήν συνεργούν στον ερχομό του Χριστού και συνεπώς στη σωτηρία του κόσμου. «Η Γέννησίς σου, Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάση τη οικουμένη. Εκ σου γαρ ανέτειλεν ο ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών».

2. Κι ακριβώς το γεγονός αυτό, δηλαδή η σύνδεση της Γεννήσεως της Παναγίας με τον Ιησού Χριστό, είναι εκείνο που κατεξοχήν εξαγγέλλει η εορτή.  Δεν προβάλλεται η Παναγία μας καθεαυτήν ως άνθρωπος. Ποτέ κανείς άνθρωπος από μόνος του, όσο σπουδαίος κι αν είναι, δεν μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τους ανθρώπους: όλοι ενεργούν και υπάρχουν μέσα στα πλαίσια της φθοράς, όπως είπαμε, και του θανάτου. Η Παναγία έρχεται στον κόσμο μέσα στο θείο σχέδιο σωτηρίας του κόσμου από την αμαρτία και τον θάνατο: είναι η προορισθείσα εκ πασών των γενεών να γίνει Μητέρα του Θεού, παραμένοντας Παρθένος κόρη, όπως διαλαλούν οι ύμνοι της εορτής της. Είναι εκείνη που ο ερχομός της, ως προαναγγελία του Σωτήρα του κόσμου Χριστού, είχε προφητευθεί με φωτισμό Θεού από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης: είτε ως κλίμαξ του Ιακώβ είτε ως στάμνος και μάννα είτε ως ράβδος του Ααρών είτε πολύ περισσότερο ως «η κεκλεισμένη πύλη, η κατά ανατολάς βλέπουσα», την οποία έδειξε στον προφήτη Ιεζεκιήλ ο Θεός, αποκαλύπτοντάς του ότι δεν θα την διέλθει άλλος, παρά μόνον ο Ίδιος, και γι’  αυτό θα την κρατήσει έπειτα και πάλι κεκλεισμένη.

Η Γέννηση της Παναγίας λοιπόν τονίζεται και υμνολογείται τόσο εξαίσια, διότι ακριβώς παραπέμπει στον Ιησού Χριστό. Ο Χριστός είναι Εκείνος που δίνει την αξία στη Μητέρα Του, χωρίς την οποία όμως δεν θα ήταν Αυτός που είναι: εκτός από τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Γι’  αυτό και η μοναδικότητα του Ιησού Χριστού αποκαλύπτει και τη μοναδικότητα της Υπεραγίας Θεοτόκου. Κανείς ποτέ δεν υπήρξε ούτε πρόκειται να υπάρξει παρόμοιος με την Παναγία. Το ύψος της αγιότητάς της είναι υπέρμετρο και πάντοτε θα παραμένει, κατά την πατερική ποιητική υπερβολή ίσως, «Θεός μετά Θεόν». Κατά συνέπεια κατανοείται και το γιατί υπάρχει τόσο μεγάλη χαρά στη σύμπασα οικουμένη. Διότι με τη Γέννηση της Παναγίας ξεκινά η διαδικασία Γεννήσεως και της Χαράς του κόσμου, του Χριστού. Στον κόσμο πια θα υπάρχει η δυνατότητα υπέρβασης της αμαρτίας, κατάργησης του διαβόλου, καταπάτησης του θανάτου. Στον κόσμο θα υπάρχει η αληθινή Ζωή. Είναι δυνατόν να μη χαίρει ο κόσμος γι’  αυτό; «Σήμερον της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια∙ σήμερον έπνευσαν αύραι, σωτηρίας προάγγελοι».

3. Ένα σημείο, στο οποίο πρέπει κανείς να σταθεί, από εκείνα που μαρτυρεί για την εορτή η Εκκλησία, είναι η συχνή επίκληση του προορισμού της για το ρόλο της στη θεία οικονομία. Η Παναγία προορίστηκε να γίνει Μητέρα του Θεού ως ανθρώπου. Το θέμα του προορισμού έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις, και μάλιστα στο παρελθόν. Είναι δε από εκείνα που οριοθετούν την αλήθεια από την πλάνη της αίρεσης. Υπάρχει προορισμός του ανθρώπου; Κι αν ναι, τότε πού βρίσκεται η ελευθερία του ανθρώπου, η οποία καταγράφεται στην Αγία Γραφή ως το βασικότερο στοιχείο του εικονισμού του Θεού στον άνθρωπο; Δεν θα μακρηγορήσουμε σ’ αυτό. Παρ’  όλη τη σοβαρότητα και τη δυσκολία ίσως που έχει η διαπραγμάτευσή του – μη ξεχνάμε ότι ο ιερός Αυγουστίνος, ο μεγαλύτερος θεολόγος του Δυτικού χριστιανισμού, αλλά και άγιος της δικής μας Εκκλησίας, δίδαξε τον λεγόμενο «απόλυτο προορισμό», δηλαδή τον εξαρχής χωρισμό των ανθρώπων από πλευράς του Θεού, των σωσμένων και των χαμένων, γεγονός που επηρέασε πάρα πολύ έπειτα και τους Προτεστάντες – μπορούμε να κάνουμε μερικές απλές επισημάνσεις: ο Θεός βεβαίως δημιουργεί ελεύθερο τον άνθρωπο, αλλά δεν καταργείται με αυτό η δική Του παγγνωσία και προόραση. Για τον Θεό τα πάντα είναι «γυμνά και τετραχηλισμένα» ενώπιόν Του, συνεπώς γνωρίζει εκ των προτέρων οτιδήποτε κι αν συμβεί, οτιδήποτε κι αν σκεφτεί ως λογισμό ο άνθρωπος. Άλλωστε στον Θεό χρόνος δεν υπάρχει, τα πάντα δηλαδή γι’  Αυτόν είναι παρόντα. Το γεγονός λοιπόν ότι ο Θεός προγνωρίζει τα πάντα δεν σημαίνει ότι καθορίζει και τα πάντα, σαν να είναι Αυτός ο απολύτως υπεύθυνος. Ο άνθρωπος κινείται και σκέφτεται ελεύθερα, αλλά ο Θεός μπορεί απλώς να επέμβει για να τροποποιήσει αυτό που η ελευθερία του ανθρώπου αποφάσισε και ενήργησε. Την πραγματικότητα αυτήν τη βλέπουμε και στα αρνητικά, αλλά και στα θετικά. Και στα θετικά είναι η Γέννηση και της Παναγίας: ο Θεός προγνωρίζοντας τη θετική κλίση της ψυχής της στο πανάγιο θέλημά Του, την προετοιμάζει να γίνει ό,τι και έγινε. Η Παναγία θέλησε να είναι με τον Θεό. Ο Θεός προετοίμασε να γίνει η Μητέρα Του, προβλέποντας τη στροφή της θελήσεώς της σ’  Εκείνον. Με τον τρόπο αυτό, όσο είναι δυνατόν να εκφραστεί απλά, κατανοούμε και τον προορισμό της Παναγίας, ίσως ένα είδος σχετικού προορισμού, για το οποίο μιλούν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας.

4. Και βεβαίως η Εκκλησία μας δεν παύει, προβάλλοντας με ποιητικότατο και θεολογικότατο τρόπο την εορτή, να καλεί και εμάς τους πιστούς όλων των αιώνων στην πρακτική διάσταση αυτής: δηλαδή αφενός να κινηθούμε σε δοξολογία του Θεού μας για την ευεργεσία Του να αναδείξει την Παναγία κατοικητήριό Του, αφετέρου να κατανοήσουμε ότι «ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου» ο Κύριος θα μας σώζει, και τρίτον, να διδαχθούμε από την Παναγία στον τρόπο της ζωής της, ακολουθώντας  αυτό που την ανέδειξε σε τόσο μεγάλη αγιότητα: το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμά Σου». Η Εκκλησία αδιάκοπα μας υπενθυμίζει ότι είμαστε κλημένοι για τη θέωση, δηλαδή να γινόμαστε κι εμείς Παναγίες, σαρκώνοντας τον Χριστό μέσα μας. Κι ο λόγος για την προοπτική αυτή που ξεπερνά οποιαδήποτε φαντασία είναι η ένταξή μας στο σώμα του Χριστού διά του αγίου βαπτίσματός μας. Είμαστε μέλη Χριστού, είμαστε ενδεδυμένοι Εκείνον, συνεπώς μπορούμε να ζούμε σαν την Παναγία. Αρκεί βεβαίως να το θέλουμε και να το επιτηζούμε.

14 Αυγούστου 2022

ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΜΑΣ

 


«Μενοῦν γε∙ μακάριοι οἱ ἀκούοντες τον λόγον τοῦ Θεοῦ και φυλάσσοντες αὐτόν» (Λουκ. 11,28).

 

Είναι η απάντηση του Κυρίου απέναντι στο  ξέσπασμα μίας απλής γυναίκας μπροστά στο θάμβος που ζούσε από την παρουσία Του και τη διδασκαλία Του. «Ευλογημένη και μακάρια αυτή που σε γέννησε και σε βύζαξε». Ποιος αλήθεια μεγαλύτερος έπαινος υπάρχει για τον άνθρωπο που  θεωρείται ευεργεσία για τους συνανθρώπους του από την αναφορά στη μάνα του; Αν εμείς συχνά νιώθουμε το ίδιο, να μακαρίσουμε τη μάνα ενός ανθρώπου, επειδή βρίσκεται στον κόσμο ως πράγματι κόσμημα – η παρουσία του καταξιώνει ίσως το ανθρώπινο γένος είτε λόγω των χαρισμάτων του που τα καταθέτει προς χάριν του κοινωνικού συνόλου είτε λόγω της ψυχικής του καθαρότητας που τον κάνει να λειτουργεί ως ευωδία κυριολεκτικά ουράνια – πόσο περισσότερο ίσχυε τούτο την εποχή που ήλθε ο ίδιος ο Θεός ως άνθρωπος; Ο Χριστός «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος πάντας», ευεργετούσε διαρκώς και θεράπευε όλους, κατά τον λόγο της Γραφής, οπότε ο δοξαστικός λόγος της γυναίκας για τη Μάνα Του, («χαρά στη Μάνα που σε γέννησε»), πρέπει να θεωρηθεί ως η λογικότερη αλλά και η πιο χαρισματική αποτίμηση που Του έγινε ποτέ – μακάρισαν εξαιτίας Του Αυτήν που Τον έφερε ως άνθρωπο στον κόσμο!

Και ο Κύριος, ο ενανθρωπήσας Θεός, πώς αντέδρασε; Τι είπε; Δεν αντιπαρήλθε τον έπαινο, δεν τον αποσιώπησε, δεν αδιαφόρησε, δεν αντέδρασε αρνητικά, όπως έκανε συνήθως όταν ο επαινετικός λόγος αναφερόταν αμέσως σ’ Εκείνον – αρνιόταν τους δοξαστικούς λόγους, τους απαγόρευε, έφευγε. Τον λόγο όμως για τη Μάνα Του τον επιβεβαίωσε και μάλιστα με τρόπο κατεξοχήν επιτατικό. Όχι μόνον ισχύει αυτό που λες, αλλά πολύ περισσότερο! «Μενοῦν γε!» Οπωσδήποτε. Βεβαιότατα. Κατά την απόδοση του μεγάλου και σοφού μακαριστού ιεράρχη Διονυσίου (Ψαριανού), Μητροπολίτου Κοζάνης: «Χαρά και τρισχαρά της!» Διότι κατά τρόπο ευνόητο τέτοια Κόρη με τέτοια καθαρότητα ψυχής, τέτοια ταπείνωση και αγάπη, τέτοια ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Θεού πουθενά δεν υπήρξε στον κόσμο ούτε θα βρισκόταν και στο μέλλον. «Όταν ήλθε ο κατάλληλος καιρός – σημειώνει ο απόστολος Παύλος θεόπνευστα – έστειλε ο Θεός τον Υιό Του να γεννηθεί από μία γυναίκα». Τη γυναίκα αυτή, την Παναγία Κόρη της Ναζαρέτ, πρόσμεναν όλοι οι αιώνες. Σ’ αυτήν μόνον εκπληρώθηκαν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα εκείνη του Πρωτευαγγελίου μετά την πτώση των προπατόρων: «ο απόγονος της γυναίκας θα συντρίψει τον όφι-διάβολο». Κι ήταν η αλήθεια: στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου εκπληρώθηκε το Πρωτευαγγέλιο.

Κι ο εν συνεχεία λόγος του Κυρίου έρχεται και επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο την παραπάνω πραγματικότητα. «Μακάριοι όσοι ακούνε τον λόγο του Θεού και τον τηρούνε στη ζωή τους». Η Μάνα Του δηλαδή δεν μακαρίζεται γιατί απλώς επιλέχθηκε για να γίνει η γέφυρα που θα έφερνε τον Θεό στον κόσμο. Μακαρίζεται γιατί ήταν προσανατολισμένη ήδη από τα γεννοφάσκια της στον λόγο του Θεού, στην αγάπη Εκείνου, στην υπακοή του αγίου θελήματός Του, όπως είπαμε και παραπάνω. Η Μαριάμ, η οποία βρέθηκε ήδη τριετής μέσα στα Άγια των Αγίων του Ναού, ζούσε ως άγγελος του Ουρανού, με απόλυτη προτεραιότητα της ζωής της τον ίδιο τον Θεό – το «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της ισχύος» ήταν το καθοδηγητικό στοιχείο που την συνείχε. Πώς λοιπόν να μη σαρκώσει τον Θεό ως άνθρωπο, όταν Εκείνος βρήκε στο πρόσωπό της το κατοικητήριο που αναζητούσε; «Θα κατοικήσω σ’ αυτούς και θα περπατήσω στην ύπαρξή τους, και θα είναι αυτοί λαός μου και εγώ θα είμαι Θεός τους» ήταν η υπόσχεσή Του και η μικρή Μαρία υπήρξε το «έδαφος» εκπληρώσεώς της – η θεοκοινωνία ήταν θα λέγαμε προδιαγεγραμμένη.

Κι αυτός ο προσανατολισμός κι αυτή η αγάπη προς τον Θεό δεν ήταν για ένα διάστημα. Απαρχής μέχρι τέλους της ζωής της η Θεοτόκος ήταν ένα «ναι» προς τον Υιό και Θεό της, που σημαίνει ότι ο μακαρισμός Του προς την Παναγία Μάνα Του έβαινε διαρκώς και αυξανόμενος – μία βάτος καιομένη και μη κατακαιομένη ήταν η καρδιά της από τη χάρη του Θεού. Και μαζί μ’ Εκείνον ο μακαρισμός της θα επαναλαμβανόταν από την καρδιά και τα χείλη κάθε πιστού μέλους Του, από τότε έως της συντελείας του αιώνος και επέκεινα. Εν πνεύματι το προφήτεψε και η Ίδια: «Ιδού από του νυν θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές των ανθρώπων». Δεν υπάρχει χριστιανός που να χαρακτηρίζεται έτσι και η στάση του απέναντι στην Παναγία να είναι στάση διαφορετική από ό,τι του Ίδιου του Θεού.

Η επιτατική επιβεβαίωση του μακαρισμού της απλής γυναίκας από τον Κύριο για την Παναγία Μητέρα Του λειτουργεί ως φως κατευθυντήριο και για κάθε πιστό: ξέρουμε πως η ακρόαση και η μελέτη του λόγου του Θεού που καταλήγει σε εφαρμογή και πράξη ζωής φέρνει πλούσια τη χάρη του Θεού – ο Θεός μας επαινεί και αναπαύεται στην καρδιά και όλη την ύπαρξή μας. Και δεν γίνεται διαφορετικά, αφού ο Ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι μέσα στον λόγο Του και τις εντολές Του περικλείεται τελικώς η παντοδύναμη ενέργειά Του. Η Εκκλησία μας επιμένει σε κάθε εορτή της Θεοτόκου, πολύ περισσότερο στη μεγαλύτερη εξ όλων, την Κοίμησή της, να μας υπενθυμίζει την αλήθεια αυτή. Γιατί ενδιαφέρεται όχι απλώς να δοξολογούμε την Παναγία, αλλά να γινόμαστε κι εμείς μικρές Παναγίες, γεγονός που συνιστά τη σπουδαιότερη δοξολόγησή Της.

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

 


Η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου συνιστά τη μεγαλύτερη από όλες τις Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας μας - το τέλος της φανέρωσε ότι επρόκειτο πράγματι περί της «Κεχαριτωμένης» και της «ευλογημένης εν πάσαις ταις γυναιξί». Το τέλος της αυτό δεν απετέλεσε το  τέλος ενός κοινού ανθρώπου. Ναι μεν φεύγει από τη ζωή αυτή, αλλά με θαυμαστό τρόπο παρευρίσκονται όλοι οι Απόστολοι, «μετάρσιοι γενόμενοι», «συναθροισθέντες εν Γεθσημανή τω χωρίω», αλλά πολύ περισσότερο: παρευρίσκονται όλοι οι άγιοι άγγελοι, και πάνω από όλα: ο ίδιος ο Υιός και Θεός της, ο Οποίος και παραλαμβάνει τη με μορφή παιδούλας παναγία ψυχή της. Έτσι στο γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται με έντονο τρόπο ό,τι συμβαίνει πάντοτε στην Εκκλησία μας στις διάφορες εορτές της: «επίγειον το φαινόμενον, ουράνιον το νοούμενον». Στην Εκκλησία ζούμε όλη την πραγματικότητα του κόσμου: την επιφάνεια, αλλά και το βάθος του.  Ας δούμε πιο συγκεκριμένα ορισμένα από τα παραπάνω σημεία.

1. Η Εκκλησία μας επιμένει καταρχάς στη φυσική τάξη των πραγμάτων. Η Παναγία υπακούει και αυτή στους νόμους της φύσεως: πεθαίνει, όπως όλοι οι άνθρωποι, και κηδεύεται από τους Αποστόλους και όλους τους οικείους της.  Και δεν ήταν δυνατόν να μη συμβεί τούτο, όταν ο ίδιος ο Κύριος, ο Υιός και Θεός της, πέρασε από τη διαδικασία του φυσικού θανάτου. Κατά τον υμνογράφο «μιμήθηκες τον Δημιουργό σου και Υιό, γι’ αυτό και υποκύπτεις υπερφυσικά στους νόμους της φύσεως». Απλώς εκείνη δέχεται από άγγελο την πληροφορία περί της εξόδου της από τον κόσμο και ετοιμάζει με θαυμαστό πράγματι τρόπο, πνευματικά και υλικά, τα της κηδείας της, ενώ προτρέπει με στοργή τους πενθούντες αποστόλους, που είχαν συναθροιστεί εκ περάτων της γης: «το εμόν σώμα, καθώς εγώ σχηματίσω τη κλίνη, κηδεύσατε» - κηδεύσατε το σώμα μου, όπως εγώ θα το σχηματίσω στην κλίνη.

2. Η φυσική αυτή τάξη όμως συνιστά την επιφάνεια. Η Κοίμηση της Θεοτόκου  αποκαλύπτει και το βάθος. Καταρχάς, οι απόστολοι γνωρίζουν το γεγονός και συναθροίζονται στη Γεθσημανή υπέρ φύσιν: ο Κύριος επί νεφελών τους φέρνει εκεί που είναι η Παναγία Μητέρα Του, για να πενθήσουν, κυρίως όμως να δοξολογήσουν το γεγονός της κοιμήσεως και της μεταστάσεώς της. Κατά την παρατήρηση μάλιστα που τους κάνει η ίδια η Θεοτόκος, όταν τους βλέπει να θρηνούν για τον επικείμενο θάνατό της: «Μη φίλοι μαθηταί, του εμού Υιού και Θεού, μή πένθος εργάσησθε την εμήν χαράν». Μη κάνετε πένθος τη χαρά μου! Και είναι ευνόητο: η Παναγία μας μετατίθεται πλήρως στην αγκαλιά του Χριστού, ο Οποίος της προανήγγειλε διά του αγγέλου: «μη ταραχτείς για τον θάνατό σου, αλλά μετ᾽ ευφροσύνης δέξαι τον λόγον. Γιατί έρχεσαι προς την αθάνατη ζωή». Έπειτα, παρευρίσκονται στην κοίμησή της όλοι οι άγιοι άγγελοι, οι οποίοι με πολύ σεβασμό και σεμνότητα «ανοίγουν τις πύλες του παραδείσου» για να περάσει η πλατυτέρα των ουρανών, προπέμποντάς την με υπέροχους ύμνους και δοξολογίες. «Αξίως ως έμψυχον, σε ουρανόν υπεδέξαντο, ουράνια Πάναγνε, θεία σκηνώματα». «Επήρθησαν πύλαι ουράνιαι, και Άγγελοι ανύμνησαν...Χερουβίμ υπείξε σοι, εν αγαλλιάσει, Σεραφίμ δε δοξάζει σε χαίροντα». Και πάνω από όλα: έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και Θεός, προκειμένου να παραλάβει την στα χέρια Του παραθεμένη  ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του. «Και Συ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα».

3. Έτσι στην Κοίμηση της Θεοτόκου, πέραν των άλλων συγκλονιστικών, φωτίζεται το μυστηριώδες όριο της ζωής και του θανάτου. Αυτό το μεταίχμιο, που πάντοτε κέντριζε και κεντρίζει τις ανθρώπινες συνειδήσεις και πολλοί πολλά μαρτυρούν βγαλμένα τις περισσότερες φορές όμως από το χωρίς φωτισμό Θεού μυαλό τους. Εδώ έχουμε τη συγκεκριμένη αποκάλυψη: όταν πρόκειται περί αγίου ανθρώπου, άγγελοι κι ακόμη κι ο ίδιος ο Κύριος, έρχονται να παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Κι έχουμε στην ιστορία της Εκκλησίας μας, εκτός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εννοείται,  πολλές τέτοιες καταγραφές που φανερώνουν το τι διαδραματίζεται στην κρίσιμη  αυτή και απρόσιτη στις σωματικές αισθήσεις ώρα. Σαν το τέλος, μεταξύ άλλων, του οσίου Παμβώ, που λέει το Γεροντικό, στο οποίο παραβρέθηκαν άγγελοι, αλλά και η Παναγία, όπως εν τέλει και ο ίδιος ο Κύριος, με την παρουσία του Οποίου άρρητη ευωδία χύθηκε παντού. Κι από την άλλη βεβαίως έχουν καταγραφεί περιπτώσεις αθέων και αρνητών και χλευαστών της πίστεως, που το τέλος τους ήταν τόσο τραγικό και ῾βρομερό᾽ στην όσφρηση, που οι μετέχοντες ομολόγησαν ότι ποτέ δεν θα ήθελαν να ξαναβρεθούν σε παρόμοιο γεγονός, που φανέρωνε τη δαιμονική παρουσία.

4. Το όλο αυτό ῾σκηνικό᾽ του ενδόξου τέλους της Παναγίας μας, η συμπλοκή της επιφάνειας και του βάθους, η ύπαρξη του φυσικού και του υπερφυσικού, οδηγεί τον υμνογράφο της εορτής που λειτουργεί ως η συνείδηση της Εκκλησίας, να μιλά για την Κοίμηση ως γεγονός μυστηρίου, το οποίο με φωτισμένη από τον Θεό πίστη προσπαθεί να το κατανοήσει, έστω και εκ μέρους, και να το δει στις αληθινές του διαστάσεις. «Ω, του παραδόξου θαύματος» κραυγάζει. «Βαβαί των σων μυστηρίων αγνή!» Και δικαιολογημένα: «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται». Ό,τι μυστήριο περικλείει τον θάνατο του Χριστού και την ταφή Του, το ίδιο μυστήριο, κατά τον υμνογράφο που κινείται δοξολογικά σε επίπεδο υπερβολής, περικλείει και την κοίμηση της Παναγίας Μητέρας Του, κάτι που δικαιολογεί και το γιατί οι Χριστιανοί κατ᾽ αντανάκλαση του θανάτου του Κυρίου, ψέλνουν τα εγκώμια και κάνουν περιφορά επιταφίου και στην Θεοτόκο.

Και βεβαίως έτσι συνυπάρχει και η ανάσταση που ακολουθεί. Θέλουμε να πούμε ότι όπως μετά την ταφή του Κυρίου έρχεται η ανάσταση, με την οποία νικήθηκε ο Άδης και «ζωής ηξιώθημεν», έτσι και μετά την κοίμηση της Θεοτόκου έρχεται και η δική της ανάσταση. Διότι, κατά την παράδοσή μας, η Παναγία ναι μεν πέθανε και ετάφη, την τρίτη όμως ημέρα, όταν ανοίχτηκε ο τάφος της προς χάρη ενός από τους μαθητές του Κυρίου που δεν παραβρέθηκε στην κοίμησή της, διαπιστώθηκε η εν σώματι μετάστασή της, συνεπώς η Παναγία βίωσε από τότε αυτό που θα βιώσουμε όλοι μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου μας, την ανάσταση των σωμάτων. Δεν είναι τυχαίο ότι στους Χαιρετισμούς της αδιάκοπα διαλαλείται ότι «αναστάσεως τύπον εκλάμπει», όπως εξίσου δεν είναι τυχαίο ότι ο πιστός λαός μας με το αισθητήριο που διαθέτει, χαρακτηρίζει την Κοίμησή της ως το «Πάσχα του καλοκαιριού».

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν βλέπει το μυστήριο της Κοιμήσεως μεμονωμένα. Θεωρεί ότι η Παναγία μας με όλη τη ζωή της ζει το μυστήριο της παρουσίας του Θεού κατά μοναδικό τρόπο, οπότε και η Κοίμησή της προεκτείνει φυσιολογικά το όλο μυστήριο. «Έπρεπε τοις αυτόπταις του Λόγου και υπηρέταις, και της κατά σάρκα Μητρός αυτού, την Κοίμησιν εποπτεύσαι, τελευταίον ούσαν επ᾽ αυτή μυστήριον». Δηλαδή: Έπρεπε οι μαθητές του Χριστού να εποπτεύσουν και την Κοίμηση της κατά σάρκα Μητέρας Του, η οποία αποτελεί το τελευταίο σ᾽ αυτήν μυστήριο. Διότι ασφαλώς και η δική της η Γέννηση ως καρπός έντονης και πολυχρόνιας προσευχής είναι μυστήριο, αλλά πολλαπλασίως περισσότερο ο Ευαγγελισμός της και η Γέννηση δι᾽ αυτής του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου.

Παρ᾽ όλα αυτά! Υπάρχει και συνέχεια του μυστηρίου για την Παναγία, έστω και μετά την Κοίμησή της! Το μυστήριο της συνεχιζόμενης αδιάκοπα στον κόσμο παρουσίας της, γεγονός που συνιστά την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Όπως το ψάλλει η Εκκλησία μας με το απολυτίκιο ιδίως της εορτής: «Εν τη Κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε». Η έξοδός της από τον κόσμο δεν συνιστά μία φυγή, μία λησμονιά από πλευράς της για εμάς. Η Παναγία φεύγει και ταυτοχρόνως παραμένει πιο κοντά μας. Διότι ζώντας καθ᾽ ολοκληρίαν πια μέσα στον Κύριο και Θεό της μετέχει κατά κάποιον τρόπο της πανταχού παρουσίας Εκείνου. Εκείνος της ανοίγει τα μάτια για να μας βλέπει, να μας ακούει, να συμπάσχει και να συγχαίρει μαζί μας, και κυρίως να έχει τη δύναμη να μας βοηθά. Κι αυτό είναι πια εμπειρία όλης της Εκκλησίας, που σημαίνει ότι μπορεί να γίνει εμπειρία και του καθενός μας, όπως συνέβη και με τον Άγιο Σιλουανό του Άθω, ο οποίος γράφει (στα κείμενα που μας διέσωσε ο μαθητής και υποτακτικός του όσιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ) ότι μετανόησε για τις αποκλίσεις της ζωής του, όταν η ίδια η Παναγία τού είπε με πόνο ότι θλίβεται για την αμαρτωλή ζωή του. Ποιος άραγε λόγος αιτιολογεί την αγάπη του πιστού λαού προς Εκείνην παρά η αίσθηση της εγγύτητάς της στη ζωή μας; Και η Παναγία το είχε διαβεβαιώσει, λίγο πριν τον θάνατό της, σκορπώντας την παρηγοριά ήδη από τότε στους πιστούς, με πρώτους τους αποστόλους: «Μη θρηνείτε, γιατί με τη μετάστασή μου σας διαβεβαιώνω ότι όχι μόνον εσάς, αλλά και όλον τον κόσμο θα περισκέπω και θα εφορώ». Αν κάτι παρόμοιο έλεγε και ο όσιος Πορφύριος στην εποχή μας, ότι δηλαδή μετά τον θάνατό του θα βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους, πόσο περισσότερο, ας φανταστούμε, ισχύει τούτο για την Παναγία;

5. Μέσα στο θάμβος της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, μπροστά σε όλα τα θαυμαστά που εξαγγέλλει η χαρά της από τη μετάστασή της στους ουρανούς, προβάλλει επιτακτικά το ερώτημα: τι ήταν αυτό που έκανε την Παναγία να φτάσει σ᾽ αυτό το ύψος; Και τι πρέπει να κάνουμε κι εμείς αντιστοίχως,  ώστε έστω και ελάχιστα, μια που η προοπτική μας είναι να γίνουμε κι εμείς ῾Παναγίες᾽, να σαρκώνουμε δηλαδή στη ζωή μας τον Χριστό, να γευόμαστε λίγο από τη χάρη της, χάρη στην πραγματικότητα του Κυρίου μας; Η απάντηση είναι γνωστή κι αυτήν διαλαλεί διαρκώς η Εκκλησία μας: Αν η Παναγία έγινε ό,τι έγινε, τούτο οφείλεται στην ετοιμότητά της να υπακούει στο θέλημα του Θεού. Το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» είναι το ῾μυστικό᾽  της εξυψώσεώς της στα υπερουράνια. Αυτό το ῾μυστικό᾽, ας γίνεται καθημερινά φανερό και στις δικές μας καρδιές.

13 Αυγούστου 2022

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ


Ερμηνεία της εικόνας της Κοίμησης της Θεοτόκου


    Η αγία εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου είναι πολυπρόσωπη. Δύο όμως πρόσωπα ξεχωρίζουν στην όλη παράσταση: Ο Χριστός και η Παναγία. Ο Χριστός μας με το ηγεμονικό Του παράστημα που κρατεί την ψυχή της Παναγίας Μητέρας Του, βρέφος φασκιωμένο, και το λιπόσαρκο σκήνωμα της Παναγίας.

   «Στην εικόνα δεσπόζει το νεκρικό κρεβάτι, στολισμένο με πλούσια ποδέα, όπου αναπαύεται η Παναγία με τα χέρια σταυρωμένα. Μπροστά στερεωμένο σε ένα απλό κηροπήγιο καίει ένα χοντρό κερί. Πίσω από το νεκρικό κρεβάτι και στη μέση ακριβώς στέκει ο Χριστός με το σώμα σε περίεργη στροφή προς τα δεξιά, προς την κεφαλή της Μητέρας Του. Στα χέρια Του απλωμένα στην ίδια κατεύθυνση, κρατεί την ψυχή της, που έχει τη μορφή φασκιωμένου μωρού με τα χέρια σταυρωμένα. Τον τριγυρίζει δόξα. Μέσα σ’ αυτή είναι ζωγραφισμένοι στην κορυφή ένα εξαπτέρυγο και σε μονοχρωμία τέσσερεις άγγελοι που πλαισιώνουν το Χριστό με χειρονομίες και έκφραση λύπης στα πρόσωπά τους... Πάνω ακριβώς από το Χριστό στην κορυφή του τόξου της εικόνας έχουν ανοίξει οι πύλες του ουρανού και φαίνονται δύο άγγελοι, πάλι σε μονοχρωμία, να σκύβουν με σκεπασμένα χέρια για να πάρουν με τη σειρά τους την ψυχή της. Στην κεφαλή και στα πόδια του νεκρικού κρεβατιού είναι μαζεμένοι οι δώδεκα απόστολοι με εκφράσεις, στάσεις και χειρονομίες που δείχνουν βαθειά λύπη. Ο Πέτρος θυμιατίζει στην κεφαλή της Παναγίας, ο δε Απόστολος Παύλος και ο Θεολόγος Ιωάννης σκύβουν στα πόδια της και την ασπάζονται. Πιο πίσω είναι τρεις ιεράρχες με ανοιχτά βιβλία και στα αριστερά, στο βάθος, θρηνούν τρεις γυναίκες. Τη σύνθεση κλείνουν στο βάθος, πίσω από τις ομάδες των μαθητών, δύο συμβατικά αρχαιόπρεπα κτήρια. Ανάμεσα σ’ αυτά διαβάζεται η επιγραφή Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ». Οι τέσσερεις (εικονίζονται οι τρεις) Ιεράρχες που παραβρέθηκαν στην Κοίμηση, ήταν: ο Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, ο Ιερόθεος, ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ο Τιμόθεος. Ο Ιερόθεος δεν εικονίζεται.

   Σε κάποιες εικόνες βλέπουμε στη δεξιά άκρη του σπιτιού τον Ιωάννη το Δαμασκηνό που βαστά χαρτί (πάπυρο) με τα εξής λόγια: «Ἀξίως ὡς ἔμψυχόν σε οὐρανὸν ὑπεδέξαντο οὐράνια Πάναγνε θεία σκηνώματα καὶ παρέστηκας...» Και στα αριστερά τον άγιο Κοσμά τον ποιητή κρατώντας άλλο χαρτί που λέει: «Γυναίκα σε θνητήν, ἄλλ᾿ ὑπερφυῶς καὶ μητέρα Θεοῦ εἰδότες, πανάμωμε…»

   Σ’ όλα τα πρόσωπα διακρίνεται η θλίψη, ανάμικτη όμως με τη γλυκιά ελπίδα. Είναι η «χαρμολύπην», το «χαροποιὸν πένθος», γνώρισμα των πιστών που ζουν με την προσμονή της ανάστασης. Τούτο βλέπουμε και στα τροπάρια της εορτής, που άλλοτε τονίζουν τον τρόμο και το δέος των Αποστόλων, τους οποίους παρουσιάζουν να δακρύζουν και άλλοτε τονίζουν τη χαρά τους, που την εκδηλώνουν με ψαλμούς και ύμνους. Παραθέτουμε δύο αποσπάσματα «Ὅτε ἡ μετάστασις τοῦ ἀχράντου σου σκήνους ηὐτρεπίζετο, τότε οἱ Ἀπόστολοι περικυκλοῦντες τὴν κλίνην τρόμω ἐώρων σε» (Στιχηρό ιδιόμελο όρθρου). «...Καὶ τὸ ζωαρχικὸν καὶ θεοδόχον σου σῶμα κηδεύσαντες ἔχαιρον, πανύμνητε» (Δοξαστικό αποστίχων Εσπερινού).

   Σε μερικές εικόνες εικονίζονται στον ουρανό σύννεφα, που μετέφεραν τους αποστόλους στην Ιερουσαλήμ. Σε πολλές εικόνες της Κοίμησης ζωγραφίζεται και το επεισόδιο του αγγέλου και κόβει με το ξίφος του τα χέρια του Ιεφονία. (Πρόκειται για εκείνο τον Εβραίο που αποπειράθηκε να ρίξει στο έδαφος το λείψανο της Θεοτόκου).


08 Αυγούστου 2022

ΡΕΟΥΝ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΜΟΥ…

 

῾Ῥοήν μου τῶν δακρύων, μὴ ἀποποιήσῃς, ἡ τὸν παντὸς ἐκ προσώπου πᾶν δάκρυον, ἀφῃρηκότα Παρθένε, Χριστὸν κυήσασα’.

(Μήν ἀρνηθεῖς, Παρθένε, τήν ροή τῶν δακρύων μου, Σύ πού γέννησες τόν Χριστό, ὁ ῾Οποῖος ἀφαίρεσε κάθε δάκρυ ἀπό κάθε πρόσωπο).

 

Ὁ ὑμνογράφος φαίνεται νά κινεῖται λίγο ἀντιφατικά στόν συγκεκριμένο ὕμνο. ᾽Αναγνωρίζει ἀπό τήν μία ὅτι ὁ Χριστός μέ τόν ἐρχομό Του στόν κόσμο μέσω τῆς Παναγίας Μητέρας Του ἀφαίρεσε κάθε δάκρυ ἀπό κάθε ἄνθρωπο, διότι κατήργησε τό αἴτιο τῆς θλίψης καί τοῦ πόνου καί τοῦ ἴδιου τοῦ θανάτου, τήν ἁμαρτία. ῾Διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος᾽. ῞Ο,τι ὁ ἴδιος ὡς Δημιουργός ἀπαρχῆς ἔδωσε στόν ἄνθρωπο: νά χαίρεται τήν κοινωνία του μέ Αὐτόν μέ δυναμική αὐξητικῆς τάσης τῆς χαρᾶς αὐτῆς μέχρι ἀπειρίας καί ὁ ἄνθρωπος τό ἔχασε λόγω τῆς πτώσης του στήν ἁμαρτία, τοῦ τό ἔδωσε καί πάλι ὡς δυνατότητα ἀφότου ἦλθε στόν κόσμο, ἀρκεῖ βεβαίως ὁ ἄνθρωπος νά ἀποδεχτεῖ τόν ἐρχομό Του ὡς ἀνθρώπου καί νά πιστέψει στήν προσφορά τῆς ἀγάπης Του. ῾Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε᾽ εἶναι ἡ προτροπή τῶν ἁγίων ἀποστόλων σέ ὅλους τούς πιστούς. ᾽Από τήν ἄλλη ὅμως ὁ ἴδιος ὑμνογράφος κινεῖται πρός τήν Παναγία καί δι᾽ αὐτῆς πρός τόν Κύριο ὄχι ἁπλῶς μέ δάκρυα, ἀλλά μέ ροή δακρύων, πού σημαίνει ὅτι τό πλῆθος αὐτῶν πλημμυρίζουν τήν ὕπαρξή του. ῾Η ἀντίφαση λοιπόν φαίνεται ὅτι εἶναι προφανής: δέξου τά δάκρυά μου, λέει ὁ ὑμνογράφος,  πού  ὅμως Κύριος ὁ Υἱός σου τά κατήργησε.

Ἡ ἀπάντηση βεβαίως εἶναι γνωστή: μπορεῖ ὁ Κύριος πράγματι νά ἐξάλειψε τά δάκρυα, γιατί κτύπησε στήν ρίζα τήν αἰτία τους, ὅμως ἡ καθημερινή διαπίστωση εἶναι ὅτι συνεχίζουμε οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καί οἱ πιστοί, νά ἁμαρτάνουμε, λόγω τῆς λησμονιᾶς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί τῆς πνευματικῆς μας χαλάρωσης, ὅπως καί ὅτι ἐξακολουθοῦμε καί ζοῦμε μέχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου σ᾽ ἕναν κόσμο πού ῾κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ᾽, συνεπῶς ἡ θλίψη καί ὁ πόνος ἐξακολουθοῦν νά τόν σφραγίζουν. Τά δάκρυα λοιπόν καί ἐξαλείφθηκαν ἀλλά καί ἐξακολουθοῦν νά ὑπάρχουν, κατεξοχήν μάλιστα ἐκεῖνα πού ἐκφράζουν τόν ἄνθρωπο τῆς πίστης, ὁ ὁποῖος συνειδητοποιεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του καί προστρέχει στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου, δηλαδή ὅταν μετανοεῖ. Γι᾽ αὐτό καί τό κύριο γνώρισμα πιά τοῦ χριστιανοῦ εἶναι ἡ μετάνοια, ἐνῶ τά δάκρυα ἀποτελοῦν ἰσχυρό ἀποδεικτικό τῆς ὑπάρξεώς της.

Χρειάζεται ὅμως καί σ᾽ αὐτό τό σημεῖο προσοχή. ῾Υπάρχουν ἄνθρωποι πού ἐκ φύσεως καί χαρακτῆρος ἔχουν τά δάκρυα ῾πρόχειρη᾽ ἔκφρασή τους. Αὐτά τά δάκρυα δέν ἀξιολογοῦνται θετικά ὡς φανέρωση τῆς γνήσιας μετανοίας τους. Τά δάκρυα στά ὁποῖα ἐπιβλέπει ὁ Κύριος εἶναι ἐκεῖνα πού πηγάζουν ἀπό τήν καρδιά καί δηλώνουν τό πένθος καί τήν συντριβή τοῦ ἀνθρώπου λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του. Αὐτά εἶναι τά ἀληθινά δάκρυα μετανοίας, τά ὁποῖα συνυπάρχουν πάντοτε καί μέ τήν γενναία ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου γιά ἀλλαγή τρόπου ζωῆς, ζωῆς δηλαδή προσαρμοσμένης στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Σέ μία τέτοια περίπτωση τά δάκρυα τοῦ πένθους σιγά σιγά πράγματι ἐξαλείφονται καί μεταποιοῦνται σέ δάκρυα εὐγνωμοσύνης καί χαρᾶς ἀπό τήν ἐνέργεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο στό βάθος τῆς καρδιᾶς του νά ἀκούει ῾τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου᾽.  

07 Αυγούστου 2022

ΦΡΟΥΡΙΟ ΑΠΟΡΘΗΤΟ!

 

«Πρεσβεία θερμή καί τεῖχος ἀπροσμάχητον, ἐλέους πηγή,  τοῦ κόσμου καταφύγιον…» (κάθισμα θεοτοκίον).

 

Η μάχη μαίνεται αδιάκοπη, δεν υπάρχει καμία προοπτική να τελειώσει. Οι εχθροί πολλοί και πάνοπλοι κι όχι μόνο εκεί έξω, αλλά και δίπλα και κοντά μου – πολλοί οι προδότες έτοιμοι να με κατασπαράξουν. Και το χαρακτηριστικό των εχθρών; Όχι μόνο η πανοπλία τους, αλλά και η μεγάλη πονηρία τους. Έμπειροι στον πόλεμο και στις μάχες, μπορούν να μεταμφιέζονται ακόμη και σε φιλικά μου πρόσωπα, προκειμένου να βρεθώ εντελώς εκτεθειμένος απέναντί τους. Χαρά τους μόνιμη η εξολόθρευσή μου.

Παλεύω να γλιτώσω. Ξέρω ότι υπάρχει πολύ κοντά ένα φρούριο απόρθητο. Αν φτάσω μέχρι εκεί τα προβλήματά μου θα λυθούν – οι εχθροί τρέμουν να το πλησιάσουν. Και μόνο η αναφορά στο όνομα του Αρχηγού του φρουρίου τούς κάνει να τρέπονται σε άτακτη φυγή. Το όραμα αυτό μου δίνει δύναμη και κουράγιο – ήδη βλέπω το φως που εκπέμπει για να λειτουργεί ως φάρος σε κάθε αδύναμο και ανίσχυρο και κτυπημένο και κατατρεγμένο.

Αγκομαχώντας έφτασα, είμαι ολόκληρος ένα τραύμα. Η μεγάλη θύρα μού ανοίγεται και χέρια με αρπάζουν για να με περιποιηθούν. Πρόσωπα γεμάτα στοργή και αγάπη σκύβουν επάνω μου σαν να είμαι ο μοναδικός που εμένα περίμεναν για να πουν ότι επιτελούν το έργο για το οποίο έχουν ταχτεί. Και το πιο σημαντικό που ξεπερνά κάθε είδος φαντασίας μου; Έρχεται αυτοπροσώπως για να με δει και να με περιποιηθεί ο Αρχηγός, ο Πρώτος, Αυτός που και το όνομά Του εξαφανίζει κάθε αντίπαλο και εχθρό. Και, ω του θαύματος! Ο Πρώτος και ο Αρχηγός είναι η Μάνα μου – δεν μπορώ αλλιώς να χαρακτηρίσω το πλήρες αγάπης και στοργής και ευμένειας απέναντί μου πρόσωπό Της. Κι η Μάνα μου αυτή είναι η Παναγία Μητέρα του Κυρίου και Θεού μου.

Αναλύομαι σε δάκρυα. Δάκρυα πρώτα ευγνωμοσύνης που γρήγορα μεταποιούνται σε δάκρυα ντροπής – μπροστά Της νιώθω πόσο αμαρτωλός και ανάξιος της παρουσίας Της είμαι. Κι όσο Εκείνη με προσέχει και με περιποιείται, τόσο και περισσότερο η αναξιότητά μου μεγαλώνει μπροστά στα μάτια μου. Τι περίεργο όμως! Ενώ κλαίω και ντρέπομαι, ταυτόχρονα νιώθω τέτοια γλυκιά παρηγοριά στην καρδιά μου που αρχίζω και απορώ αν είμαι στα καλά μου. Η φωνή Της στ’ αυτιά μου ακούγεται ως η πιο θεσπέσια μουσική: «Παιδάκι μου, γιατί απομακρύνθηκες από κοντά μου; Εδώ είναι το σπίτι σου, εδώ είναι η θέση σου. Μη φοβάσαι όμως. Εγώ δεν πρόκειται να σε αφήσω ποτέ!»

Η καρδιά μου πάει να σπάσει τώρα από χαρά. Η Παναγία δίπλα μου να με φροντίζει και να ασχολείται εξ ολοκλήρου μαζί μου σαν να είμαι το πιο αγαπημένο της παιδί. Μα, υπάρχει κάτι που από την αρχή δεν μπορώ να προσδιορίσω. Όχι, δεν με τρομάζει. Το αντίθετο∙ μου αυξάνει την αγάπη και τη χαρά. Με κάνει να νιώθω ασφαλής σε βαθμό απόλυτο. Σιγά σιγά ξεκαθαρίζει το τοπίο και θέλω να προσπέσω στο έδαφος και να γίνω ένα με το χώμα, καταφιλώντας τα πόδια της Μάνας. Γιατί; Διότι στο πρόσωπό Της και στην παρουσία Της βλέπω τον ίδιο τον Κύριο και Θεό μου. Τον Ιησού Χριστό. Ναι, δεν είναι μόνη η Παναγία, η Αρχηγός. Εκείνος, ο Υιός του Θεού, ο Θεάνθρωπος Χριστός Την έχει μέσα στην αγκαλιά Του και Εκείνη διάφανη τον Υιό Της αποκαλύπτει.

Η αγάπη Της και το έλεός Της είναι η αγάπη και το έλεος του ίδιου του Θεού μας. Νιώθω να θεραπεύονται άμεσα οι πληγές μου. Κοιτάζω και δεν βλέπω πια πληγές. Τι βλέπω; Θεραπευμένη την ύπαρξή μου. Ψηλαφώ τον εαυτό μου και αγγίζω… Χριστό και Παναγία. Τα μάτια μου ανοίγονται διάπλατα. Αρχίζω να υποψιάζομαι το μέγα μυστήριο της πίστεως. Εκείνος με έχει προσλάβει μέσα στον Εαυτό Του και με έχει ντυθεί. Δεν είμαι απλά… εγώ. Το εγώ μου φαίνεται διευρυμένο έως το… άπειρο. «Παιδάκι μου», ακούω τη φωνή πια του Κυρίου – από πού άραγε έρχεται τόσο κοντινή η φωνή; «Δεν είσαι μόνος σου. Είσαι μέσα σε Εμένα κι Εγώ μέσα σε σένα. Και η Παναγία Μητέρα μου που είναι και δική σου Μητέρα, κυρίως Αυτή με έχει ντυθεί. Κοίτα προσεκτικά! Στα δικά Της μάτια τα δικά Μου δεν αντιφεγγίζουν; Εγώ ενεργώ μέσα από Αυτήν που είναι ό,τι αγαπητότερο έχω στον κόσμο. Και ξέρεις γιατί; Γιατί Με θέλει στη ζωή Της και δεν φεύγει ποτέ από κοντά Μου. Κι αυτό θέλω, παιδί μου ταλαιπωρημένο, και από σένα. Αν δεν θελήσεις και πάλι να απομακρυνθείς από κοντά μου, κι εσύ θα γίνεις αγαπητός μου σαν τη Μάνα Μου. Μάλλον, για να το καταλάβεις καλύτερα, θα ανοίξουν τα μάτια σου και θα ενεργοποιηθούν οι αισθήσεις σου για να κατανοήσεις την αγάπη που τρέφω στο πρόσωπό σου. Και σε βεβαιώνω: αυτή είναι η μεγαλύτερη χαρά μου∙ να με θέλεις στη ζωή σου ώστε να σου προσφέρω τη χάρη Μου όλο και περισσότερο. Και μαζί με σένα και όλους τους ανθρώπους».

«Κύριε», μπόρεσα να ψελλίσω. «Κατανοώ την αγάπη Σου και τη δύναμή Σου. Δεν έχω εμπιστοσύνη όμως στον εαυτό μου. Τα πάθη μου με ξελογιάζουν και με αποσπούν βίαια τις περισσότερες φορές από κοντά Σου. Κύριε, Σε παρακαλώ, κράτα με να μη σου φύγω. Είναι ακατανόητο αυτό που μου συμβαίνει: να είμαι στον Παράδεισο και να προσκλίνω στην Κόλαση, εκεί που ο εχθρός διαρκώς με πειράζει και μου προκαλεί φόβους και όλων των ειδών τις δυσκολίες και τις ταλαιπωρίες. Κύριε, σώσε με!»

Τα δάκρυά μου με έκαναν να μην καλοβλέπω. Σιγά σιγά όμως ανοίχτηκαν. Κι είδα να βρίσκομαι στην αγκαλιά της Παναγίας. Κι είδα να βρίσκομαι στην αγκαλιά του Χριστού μου. Όμως όλα τώρα ήταν ξεκάθαρα. Ο φόβος όμως μην απομακρυνθώ από την αγάπη Τους και ξεγλιστρήσω από το απόρθητο τείχος συνέχισε να με ταλαιπωρεί. Γιατί βλέπεις θέλουν να Τους θέλω κι εγώ. Η ελευθερία μου είναι το κλειδί του Παραδείσου μου ή της Κόλασής μου. Με το ζόρι πώς να με κρατήσει η Αγάπη;