04 Μαΐου 2021

ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΟ 2021 ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

 

    Δείτε φωτογραφίες από τις Ιερές Ακολουθίες της Μεγάλης  Εβδομάδας πατώντας στο εικονίδιο "ΦΩΤΟΑΝΤΑΜΩΜΑ" κι έπειτα "Μεγαλοβδόμαδο 2021 στην Καλλίπολη".

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΝΕΟΦΑΝΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΡΑΦΑΗΛ, ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ, ΟΙ ΕΝ ΘΕΡΜΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

 

«Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη συγκαταλέγονται στη χορεία των Νεοφανών Αγίων και μάλιστα εκείνων που μαρτύρησαν σχεδόν αμέσως μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικά με τον βίο τους γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη των Αγίων ιστορούνται με θαυματουργικό και αποκαλυπτικό τρόπο από το έτος 1959 μ.Χ. Από μία ανασκαφή που έγινε στη Θερμή της Λέσβου, ανακαλύφθηκε ο τάφος ενός αγνώστου προσώπου, που όπως αποκαλύφθηκε σε συνεχή οράματα, ανήκε στον Άγιο Ιερομάρτυρα Ραφαήλ, ο οποίος μαρτύρησε μαζί με τον Άγιο Οσιομάρτυρα Νικόλαο και την Αγία Ειρήνη. Ο τάφος και το λείψανο του Αγίου Νικολάου ανακαλύφθηκε στις 13 Ιουνίου 1960 μ.Χ.

Ο Άγιος Ραφαήλ καταγόταν από τους Μύλους της Ιθάκης και γεννήθηκε το έτος 1410 μ.Χ. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Λάσκαρης ή Λασκαρίδης και ο πατέρας του ονομαζόταν Διονύσιος. Πριν γίνει κληρικός είχε σταδιοδρομήσει στο βυζαντινό στρατό και έφθασε μάλιστα σε μεγάλο βαθμό. Σε ηλικία τριάντα πέντε ετών γνώρισε ένα ασκητικό και σεβάσμιο γέροντα, τον Ιωάννη, ο οποίος τον προσείλκυσε στην εν Χριστώ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ο γέροντας κατέβηκε από τον τόπο της ασκήσεώς του, για να εξομολογήσει και να κοινωνήσει τους στρατιώτες και κήρυξε τον λόγο του Θεού. Τότε ο αξιωματικός Γεώργιος, όταν ο γέροντας κατέβηκε πάλι τα Θεοφάνεια, αποχαιρέτισε τους στρατιώτες και τον ακολούθησε.

Μετά την κουρά του σε μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, αλλά τιμήθηκε και με το οφίκιο του αρχιμανδρίτη και του πρωτοσύγκελου. Μαζί δε με τις άλλες αποκαλύψεις, ο Άγιος Ραφαήλ αποκάλυψε ότι απεστάλη από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Εσπερία, στην πόλη της Γαλλίας που ονομάζεται Μορλαί, για να εκπληρώσει την εντολή που του ανατέθηκε. Το γεγονός αυτό έλαβε χώρα λίγο πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Ακόμη απεκάλυψε ότι κήρυξε τον λόγο του Ευαγγελίου στην Αθήνα, στο λόφο που είναι το μνημείο του Φιλοπάππου.

Λίγα χρόνια πριν από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, περί το έτος 1450 μ.Χ., ο Άγιος βρέθηκε μετά από περιπλανήσεις στην περιοχή της Μακεδονίας και μόναζε εκεί.

Κοντά στον Άγιο Ραφαήλ βρισκόταν εκείνο το διάστημα ο Άγιος Νικόλαος ως υποτακτικός. Ο Νικόλαος εκάρη μοναχός και στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρείται Θεσσαλονικεύς στην καταγωγή, αν και αναφέρεται ότι γεννήθηκε στους Ράγους της Μηδίας της Μικράς Ασίας. Ωστόσο μεγάλωσε και ανδρώθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Μόλις έπεσε η Κωνσταντινούπολη στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι εισέβαλαν ορμητικά στη Θράκη και καταλύθηκε οριστικά η βυζαντινή αυτοκρατορία, ο φόβος για γενικούς διωγμούς κατά των Χριστιανών στάθηκε ως αφορμή να καταφύγει ο Άγιος Ραφαήλ με την συνοδεία του από το λιμάνι της Αλεξανδρουπόλεως, στη Μυτιλήνη. Εκεί εγκαταστάθηκε μαζί με άλλους μοναχούς στην παλαιά μονή του Γενεσίου της Θεοτόκου, η οποία στο παρελθόν ήταν γυναικεία και ήταν χτισμένη στο λόφο Καρυές, κοντά στο χωριό Θέρμη. Ηγούμενος της μονής εξελέγη στην συνέχεια ο Άγιος Ραφαήλ.

Έπειτα από μερικά χρόνια, το έτος 1463 μ.Χ., η Λέσβος έπεσε στα χέρια των Τούρκων, οι οποίοι σε μια επιδρομή τους στο μοναστήρι, συνέλαβαν τον Άγιο Ραφαήλ και τον Άγιο Νικόλαο, τη Μεγάλη Πέμπτη του ιδίου έτους. Ακολούθησαν σκληρά και ανηλεή βασανιστήρια και ο Άγιος Ραφαήλ μαρτύρησε διά σφαγής με πολύ σκληρό τρόπο. Τον έσυραν βιαίως τραβώντας τον από τα μαλλιά και την γενειάδα, τον κρέμασαν από ένα δένδρο, τον χτύπησαν βάναυσα, τον τρύπησαν με τα πολεμικά τους όργανα, αφού προηγουμένως τα πυράκτωσαν σε δυνατή φωτιά και τελικά τον έσφαξαν πριονίζοντάς τον από το στόμα.

Σε μερικές εμφανίσεις του ο Άγιος Ραφαήλ φαίνεται να συνοδεύεται από πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά, οι οποίοι διάνυσαν πριν από αυτόν τον ασκητικό βίο στη μονή των Καρυών, όπως είπε σε εκείνους που τα έβλεπαν αυτά. Αποκάλυψε επίσης, ότι η μονή αυτή, η οποία είναι γυναικεία, υπέστη επιδρομή από τους αιμοχαρείς πειρατές κατά το έτος 1235 μ.Χ. Κατά την επιδρομή εκείνη αγωνίσθηκε μαζί με τις άλλες μοναχές τον υπέρ του Χριστού καλό αγώνα η καταγόμενη από την Πελοπόννησο ηγουμένη Ολυμπία και η αδελφή της Ευφροσύνη. Η Ολυμπία τελειώθηκε αθλητικώς στις 11 Μαΐου του έτους 1235 μ.Χ., εμφανίσθηκε δε μαζί με τον μεγάλο και θαυματουργό Άγιο Ραφαήλ.

Ο Άγιος Νικόλαος πέθανε μετά από βασανισμούς, από ανακοπή καρδιάς, δεμένος σε ένα δένδρο.

Μαζί με τους Αγίους συνάθλησε και η μόλις δώδεκα χρονών νεάνιδα Ειρήνη, θυγατέρα του Βασιλείου, προεστού της Θέρμης, η οποία και εμφανίζεται μαζί τους. Αυτή μαρτύρησε ως εξής: Οι ασεβείς αλλόθρησκοι της απέκοψαν το ένα χέρι και ακολούθως την έβαλαν σε ένα πιθάρι και κατέκαυσαν την αγνή αυτή παρθένο, υπό τα βλέμματα των δύστυχων γονέων της, οι οποίοι και θρηνούσαν γοερά για τον φρικτό θάνατο του παιδιού τους.

Με τους Αγίους συνεμαρτύρησαν ο μνημονευθείς πατέρας της Αγίας Ειρήνης, Βασίλειος, η σύζυγός του Μαρία, το μόλις πέντε ετών παιδί τους Ραφαήλ, η ανεψιά τους Ελένη, ο δάσκαλος Θεόδωρος και ο ιατρός Αλέξανδρος, των οποίων τα οστά βρέθηκαν κοντά στους τάφους των Αγίων, μέσα σε ξεχωριστούς τάφους. Το μαρτύριό τους συνέβη την Τρίτη της Διακαινησίμου, στις 9 Απριλίου του έτους 1463 μ.Χ.

Έπειτα από θαυματουργικές υποδείξεις των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, έγινε γνωστή η ύπαρξη των λειψάνων τους και υποδείχθηκαν τα σημεία όπου βρίσκονταν οι τάφοι τους».

(Από το ιστολόγιο «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ)

Οι άγιοι νεοφανείς μάρτυρες του Κυρίου που εορτάζουμε σήμερα, Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, δεν είναι οι μόνοι που «ανακαλύφθηκαν»  από  όραμα που επέτρεψε ο Θεός σε ευλαβείς πιστούς. Έχουμε πλήθος άλλων αγίων που οι τάφοι τους με τα λείψανά τους, οι κάρες τους ή διάφορες εικόνες τους ήταν κρυμμένα καί «κρίμασιν οἶς οἶδε Κύριος» σε κάποια εποχή ήρθαν στην επιφάνεια, προκειμένου να τιμώνται από το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας. Να μνημονεύσουμε ως απλά παραδείγματα την κάρα του τρισμεγίστου Ιωάννου του Προδρόμου και Βαπτιστού (που τρεις φορές μάλιστα εορτάζουμε την εύρεση της κεφαλής του) ή τίς πάμπολλες εικόνες της Παναγίας μας, την Παναγία την  Πορταῒτισσα, την Παναγία την Τρυπητή κ.ἄ. Λοιπόν, μέσα σ’ αυτό το πλήθος των ευρεθέντων αγίων με τα λείψανά τους εντάσσονται και οι σήμερον εορταζόμενοι άγιοι. Κατά τον άγιο μακαριστό Γέροντα π. Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη, τόν ποιητή της ακολουθίας τους, ο Χριστός «ἐξ ἐγκάτων τῆς γῆς ἐφανέρωσε» τους αγίους, «εἰς στήριγμα τῶν πιστῶν» (στιχηρό εσπερινού). Και τους φανέρωσε «με πολλές οράσεις και ενύπνια» (στιχηρό)  των ίδιων των αγίων, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία περί της αλήθειας των λόγων τους. 

Κι είναι σημαντική η παρατήρηση του αγίου υμνογράφου, διότι η Εκκλησία μας κατά πάγια συνήθειά της στέκεται με μεγάλη επιφύλαξη απέναντι σε οράματα, σε όνειρα σε ό,τι θαυμαστό και αποκαλυπτικό μπορεί κανείς να πει ότι του συνέβη, με το δεδομένο ότι υπάρχει και δρα ο Πονηρός διάβολος που χρησιμοποιεί τα μέσα αυτά προκειμένου να πλανήσει τους ανθρώπους. Όταν όμως ένα όραμα ή ένα όνειρο, σχετιζόμενο με αγίους, επαναλαμβάνεται πολλές φορές και μάλιστα σε πολλούς ανθρώπους, τότε εκεί η Εκκλησία μας έρχεται και εν Πνεύματι επιβεβαιώνει διακριτικά την αλήθεια του, αλήθεια που στα μετέπειτα χρόνια διατρανώνεται πλήρως συνήθως από τα πολλά θαύματα που επιτρέπει ο Θεός να διενεργούνται από τους αγίους ή από την αγιασμένη ευρεθείσα εικόνα. Κατά τον μακαριστό π. Γεράσιμο «για λόγους που δεν γνωρίζουμε, οι άγιοι ήταν κρυμμένοι στη γη για πάρα πολλά χρόνια, τώρα όμως έγιναν γνωστοί, γεμάτοι από ουράνια δόξα, γεμάτοι από φως και χάρη Θεού, κάνοντας παράδοξα θαυμαστά σημεία» (Δοξαστικό εσπερινού). Και προβαίνει σε μία σπουδαία εκτίμηση: η φανέρωση των αγίων μαρτύρων στον λόφο των Καρυών της νήσου Λέσβου, σαν να είναι ο λόφος μία «άλλη Σιών» (αίνοι), αποτελεί  «βροντή της δόξας του Θεού που αποκαλύπτει με τον λόγο Του το μυστήριο του θείου Του θελήματος». Με ποιό σκοπό; «Να εξαγγελθούν με λόγια και θαύματα τα μεγαλεία της ευσεβούς πίστεώς μας, ώστε να δοξαστεί ο Χριστός και να στηριχτούν και να εδραιωθούν στην πίστη οι χριστιανοί» (λιτή).  (Το θαύμα, πράγματι, στην Εκκλησία μας λειτουργεί με τον τρόπο που αποκάλυψε ο ίδιος ο Κύριος: ως ενίσχυση της πίστης των ανθρώπων και όχι ως αιτία για να πιστέψουν αυτοί. Αποτελεί δηλαδή έκφραση της στοργής και της αγάπης Του προς τους ανθρώπους και όχι βιασμό της ελευθερίας τους, όπως θα συνέβαινε αν θαυματουργούσε γ ι α   ν α  πιστέψουν).  Κι ακόμη, προχωρεί περισσότερο ο εκκλησιαστικός ποιητής, ερμηνεύοντας και τον αναστάσιμο χρόνο που συνέβη το μαρτύριο των αγίων : «Φανερώθηκαν οι άγιοι μετά από πολυχρόνια κατάκρυψη, σαν να βγήκαν από ουράνια άδυτα, αποδεικνύοντας τα αγαθά της Αναστάσεως του Κυρίου» (λιτή), αλλά και «προφανερώνοντας σε όλους τη θεία δόξα της μελλοντικής για όλους αναστάσεως» (ὠδή α΄).  

Ο μακαριστός Γέρων Γεράσιμος μέσα στο ίδιο αναστάσιμο σκεπτικό (Τρίτη της Διακαινησίμου) του μαρτυρίου τους προβαίνει συνειρμικά και στην εξής σύνδεση (Δοξαστικό των αποστίχων εσπερινού): «Σαν μιμητές του πάθους του Σωτήρος Χριστού άγιοι μάρτυρες, δείχνετε με τη φανέρωσή σας και τη λάμψη της Αναστάσεώς Του. Διότι όπως Εκείνος αναστήθηκε και εμφανίστηκε  στις σεμνές μυροφόρες, έτσι κι εσείς: εμπιστευτήκατε το μυστήριο της όρασής σας σε πιστές γυναίκες, αναγγέλλοντας δυνατά σ’ αυτές τη φανέρωση των κρυμμένων πραγμάτων». Και παρομοίως στα καθίσματα του όρθρου: «Ευσεβείς γυναίκες, όπως πριν οι Μυροφόρες, ένιωσαν θάμβος καθώς είδαν την εμφάνισή σας, θεόφρονα Ραφαήλ και μακάριε Νικόλαε». 

Ο ποιητής κινείται βεβαίως μέσα στη βαθειά πίστη της Εκκλησίας, για την οποία ό,τι θαυμαστό συμβαίνει σε ένα μέλος αυτής μπορεί να συμβεί και στα άλλα μέλη, όταν υπάρχουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Μας προτρέπει λοιπόν, σαν να είναι το πιο απλό πράγμα, «να προστρέξουμε κι εμείς στον λόφο των Καρυών, προκειμένου να δούμε την άρρητη δόξα των Μαρτύρων, εκεί που φανερώθηκαν δηλαδή οι άγιοι» (ὠδή γ΄). (Διότι προφανώς οι άγιοι είναι ζωντανοί και ως μέλη όπως εμείς του ίδιου Σώματος Χριστού μπορούν να φανερωθούν σε όλους). Με μία όμως προϋπόθεση: Να έχει κανείς καθαρές τις αισθήσεις της ψυχής και του σώματος. «Ας καθαρίσουμε τις αισθήσεις μας και ας δούμε τη θειότατη όψη του θεοφόρου Ραφαήλ, και μαζί του του Νικολάου και της Ειρήνης. Διότι φανερώνονται στους πιστούς, ενεργώντας θαυμαστά πράγματα» (ὠδή α΄). (Ο ποιητής, ακολουθώντας κατά πόδας τον εκκλησιαστικό υμνογράφο του κανόνα της αγίας Αναστάσεως του Κυρίου, τονίζει το κοινώς γνωστό στην πνευματική ζωή της Εκκλησίας: χωρίς κάθαρση της καρδιάς δεν μπορεί κανείς να νιώσει τίποτε από τον απόλυτα άγιο και καθαρό Θεό. «Μακάριοι οἱ καθαροί τῆ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» (ὁ Κύριος). 

Ας επιτραπεί να σημειώσουμε ακροθιγώς και δύο ακόμη πράγματα από την ακολουθία: Το πρώτο∙ οι άγιοι αγωνίστηκαν τον μαρτυρικό αγώνα της πίστεως στον Χριστό με μία ψυχή – η σύνδεσή τους με τον Κύριο λόγω της σφοδρής και «ἀρραγούς» αγάπης τους προς Αυτόν (ωδή ς΄) τούς ἔδενε ψυχικά και μεταξύ τους. Διότι αυτό είναι το κύριο γνώρισμα όλων των αγίων: η ενότητα Χριστού και ανθρώπων, κατά το «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» του οράματος του Κυρίου για όλην την ανθρωπότητα∙ χωρίς την ενότητα αυτή και το μαρτύριο ακόμη για τον Χριστό λειτουργεί με αρνητικό τρόπο! «Αυτοί λοιπόν, καθώς αγωνίστηκαν με μία ψυχή, υπέμειναν χάριν του Χριστού τα αθλήματα των παθημάτων, γι’ αυτό και αξίως δοξάστηκαν στους ουρανούς» (Δοξαστικό εσπερινού). Το δεύτερο∙ η ενότητά τους αυτή, με τον Κύριο και μεταξύ τους, καθοδηγείτο και σφυρηλατείτο από τον Γέροντά τους, τον ιερομόναχο Ραφαήλ. Ο άγιος Ραφαήλ ήταν ο «παιδοτρίβης καί ἀλείπτης», ο προπονητής τους κατά κάποιον τρόπο, που τους οδηγούσε «πρός θείας ἐπιδόσεις» και έδινε φτερά στο φρόνημά τους, όχι τόσο με τα λόγια του, αλλά κυρίως με το παράδειγμά του. Το παράδειγμα είναι εκείνο που μιλάει στην καρδιά και μαγνητίζει τον άνθρωπο στην πορεία του Χριστού. Με τα ίδια τα λόγια του αγίου υμνογράφου στο καταπληκτικό τροπάριο της Λιτής σε ήχο δ΄: «Σαν κήρυκας της αρετής και προπονητής και γυμναστής, Ραφαήλ ιερότατε, με το δικό σου υπόδειγμα έδωσες φτερά για θείες επιδόσεις στο φρόνημα των συμμαρτύρων σου, ώστε να πεθάνουν για χάρη του Χριστού. Διότι ο σεπτός διάκονος Νικόλαος, (δικός σου μαθητής και συμμοναστής), αγωνίστηκε στο μαρτυρικό στάδιο, όπως και η όμορφη κόρη Ειρήνη σαν ευωδιαστό θυμίαμα οδηγήθηκε στον Χριστό παραδομένη στη φωτιά για χάρη Του. Λοιπόν ως προεξάρχων και αρχηγός αυτών, μεγαλοπρεπώς δοξάστηκες και φανέρωσες ήδη στον κόσμο και τη δική σου δόξα». 

Τέτοια χάρη και δόξα που έχουν οι άγιοι, χάρη και δόξα αγάπης, είναι δεδομένο ότι τη σκορπούν σε καθένα που τους προσεγγίζει με πίστη και ευλάβεια. Κι αυτό σημαίνει «λήψη δύναμης και στην ψυχή και στο σώμα» (ωδή δ΄), ιδίως για τους «δεινῶς ἀσθενοῦντας». Γιατί είναι αλήθεια: «ο ιερός Ραφαήλ είναι σοφός ιατρός για όλους, όπως πράγματι φάνηκε, προσφέροντας τις θεραπείες και τις ιάσεις» (ωδή η΄). 

ΤΡΙΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

«Θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τήν καθαίρεσιν, ἄλλης βιοτής, τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν, καί σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τόν αἴτιον, τόν μόνον εὐλογητόν τῶν Πατέρων, Θεόν καί ὑπερένδοξον» (ὠδή ζ΄ κανόνος ἀναστάσεως). 

(Γιορτάζουμε τή νέκρωση τοῦ θανάτου, τό γκρέμισμα τοῦ Ἅδη, τήν ἀπαρχή ἑνός ἄλλου τρόπου ζωῆς, δηλαδή τῆς αἰώνιας ζωῆς, καί σκιρτώντας ἀπό χαρά ὑμνολογοῦμε τόν αἴτιο τῆς γιορτῆς αὐτῆς, πού εἶναι ὁ μόνος εὐλογητός τῶν Πατέρων μας, ὀ ὑπερένδοξος Θεός).

Ἕνα ἀπό τά πιό γνωστά καί ἀγαπημένα τροπάρια τοῦ ἀναστάσιμου κανόνα ὁ παραπάνω ὕμνος, ὄχι μόνο λόγω τῆς ἀμεσότητας τῶν ἐννοιῶν του, ἀλλά καί λόγω τῆς ἰδιαίρετης ἀγάπης πού ἔτρεφε γι’ αὐτόν ὁ ἅγιος Γέροντας Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης - ὅλοι γνωρίζουν τόν διάλογο πού διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ ὁσίου καί τοῦ μακαριστοῦ καθηγητῆ τῆς καρδιολογίας τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν Γιώργου Παπαζάχου ἀκριβῶς πάνω στό τροπάριο αὐτό. Τί μᾶς λέει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος καί μεγάλος Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός; Καλούμαστε νά ὑμνολογήσουμε καί νά δοξολογήσουμε τόν μόνο δυνατό καί ὑπερένδοξο Θεό μας, τόν μόνο πού εὐλογήθηκε καί προφητεύτηκε ἀπό τούς Πατριάρχες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, διότι μέ τήν Ἀνάστασή Του πρῶτον∙ νέκρωσε τόν θάνατο καί γκρέμισε τό βασίλειο τοῦ Ἅδη – γιορτάζουμε τόν... θάνατο τοῦ θανάτου. Θάνατος δηλαδή δέν ὑφίσταται πιά, ἀφότου Ἐκεῖνος πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς εἰσῆλθε στά ἄδυτά του καί σ’ αὐτό πού ὀνομάζουμε Ἅδη. Ὁ θάνατος πού ἦλθε ὡς ἐπιγέννημα στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου λόγω τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ - ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν θάνατο, ἀντιθέτως ἡ ἀθανασία ἦταν ἡ προοπτική τοῦ ἀνθρώπου – καταργήθηκε καί ἀφανίστηκε. Καί μπορεῖ νά ὑφίσταται καί μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀλλά μόνο μέ τή βιολογική του διάσταση ἄχρι καιροῦ: τοῦ καιροῦ τῆς Δευτέρας Του παρουσίας, ἡ ὁποία δυνάμει ἀποτελεῖ γεγονός τῆς κάθε στιγμῆς! Τά ἔσχατα μέ τόν Χριστό ἔτσι κι ἀλλιῶς ἔχουν εἰσέλθει στήν ἀνθρώπινη ἱστορία καί ὁ πιστός ζεῖ μέ τήν προσμονή καί τή λαχτάρα αὐτή: «ἔρχου Κύριε Ἰησοῦ»! «Μαράν ἀθά». 

Δεύτερον∙ ἡ κατάργηση καί ἡ καταπάτηση τοῦ θανάτου ἔφερε ἕναν ἄλλον τρόπο πιά ζωῆς γιά τόν ἄνθρωπο, πού εἶναι ἡ αἰώνια ζωή. Ἡ αἰωνιότητα, γιά τήν πίστη μας, δέν κατανοεῖται μέ τή διάσταση τῆς ἀτέρμονης καταστάσεως πού ἀκολουθεῖ τό ὅριο τοῦ βιολογικοῦ θανάτου∙ κυρίως κατανοεῖται ὡς ἡ ζωή πού ξεκινᾶ ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ἄνθρωπος πιστεύει στόν Χριστό καί σχετίζεται ἐμπειρικά μαζί Του, μέσα στό ζωντανό σῶμα Του τήν Ἐκκλησία. Τό ἀποκάλυψε ὁ Ἴδιος: «Αὔτη ἐστίν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τόν μόνο ἀληθινόν Θεόν καί ὅν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν». Ἡ γνώση τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀποκάλυψε, γνώση ὄχι νοησιαρχική ἀλλά ἐν ἀγάπῃ ἐμπειρική, ἡ ὁποία ἀποδεικνύεται μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ, αὐτό εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, καί συνεπῶς οἱ ἀπαρχές τῆς ζωῆς αὐτῆς βρίσκονται στό ἐδῶ καί στό τώρα, γιά νά συνεχιστεῖ καί στή συνέχεια τῆς ζωῆς αὐτῆς, μετά τό βιολογικό τέλος μας. Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ὁποῖος ἔχει κατανοήσει ὅτι διά τῆς ἀνιδιοτελοῦς κατά τό πρότυπο τοῦ Κυρίου ἀγάπης πορεύεται πιά στόν κόσμο τοῦτο, ζεῖ ἤδη τήν αἰώνια ζωή καί γεύεται τούς καρπούς της ὡς χαρά, ὡς εἰρήνη, ὡς μακροθυμία, ὡς πίστη, ὡς πραότητα, ὡς ἐγκράτεια κλπ. Γι’ αὐτό πιά καί δέν ὑφίσταται ὁ φόβος τοῦ θανάτου – τί φόβος νά ὑπάρχει ἐκεῖ πού δέν ὑφίσταται τό αἴτιό του, ὅταν μάλιστα ἔχει καταποθεῖ αὐτό ἀπό τήν ἴδια τή ζωή; Μέ τόν Κύριο ἀποκαλύφθηκε περίτρανα ὅτι ἡ μόνη ὄντως πραγματικότητα εἶναι ἡ ζωή, καί μάλιστα ὡς Ζωή Ἐκείνου. 

Αὐτήν τή ζωή βλέπουμε ὄχι σέ ἐμᾶς δυστυχῶς τούς μαλθακούς καί χλιαρούς χριστιανούς, ἀλλά στούς ἁγίους μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τά πρότυπά μας καί τή διαρκή πρόκληση γιά τή μετάνοιά μας, σάν τόν ἅγιο Πορφύριο πού μνημονεύσαμε, ὁ ὁποῖος ἀκριβῶς ἐπέμενε στή λέξη «σκιρτῶντες». Ὅταν ζεῖς ἀληθινά τήν Ἀνάσταση, ὅταν συνειδητοποιεῖς τό τί ἔφερε ὁ Χριστός στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τότε τό μόνο πού μπορεῖ νά κάνεις εἶναι νά νιώθεις τά σκιρτήματα τῆς χαρᾶς, τά ὁποῖα ἐκεῖνος, ὁ ὅσιος Γέροντας, τά παρομοίαζε μέ τά χαρούμενα πηδήματα τῶν μικρῶν κατσικιῶν ὅταν βρίσκουν τήν τροφή τους καί εἶναι κοντά στή μάνα τους. Πρόκειται γιά τά σκιρτήματα, νομίζουμε, πού λένε πολλοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀπό τό ζωντανό νερό πού δίνει ὁ Χριστός στίς καρδιές τῶν πιστῶν Του, κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή του: «Ὅποιος πιεῖ ἀπό τό νερό πού ἐγώ θά τοῦ δώσω, θά γίνει αὐτό μέσα στήν ὕπαρξή του πηγή πού θά ἀναβλύζει τήν αἰώνια ζωή». Μακάρι ὁ Κύριος καί οἱ ἅγιοί μας νά μᾶς δίνουν αὐτόν τόν προσανατολισμό στή ζωή μας, ὥστε ἔστω καί ἐπ’ ἐλάχιστον νά αἰσθανθοῦμε τά σκιρτήματα τῆς λυτρωτικῆς παρουσίας Του!

03 Μαΐου 2021

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

«Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν Λαοί, Πάσχα Κυρίου, Πάσχα· ἐκ γὰρ θανάτου πρὸς ζωήν, καὶ ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν, Χριστὸς ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ᾄδοντας» (α΄ ὠδῆς κανόνος ἀναστάσεως, ἦχος α΄).

(Ἡμέρα τῆς Ἀνάστασης, λαοί, ἄς γίνουμε ὁλοφώτεινοι, εἶναι Πάσχα, τοῦ Κυρίου τό Πάσχα. Διότι μᾶς πέρασε ἀπό τόν θάνατο πρός τή ζωή καί ἀπό τή γῆ πρός τόν οὐρανό,  Χριστός ὁ Θεός μας, ἐμᾶς πού ψέλνουμε τόν ὕμνο γιά τή νίκη αὐτή).

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, στόν πανηγυρικό καί θριαμβευτικό πρῶτο ἦχο, μᾶς προσφέρει τό ξέσπασμα τῆς καρδιᾶς του – ξέσπασμα τοῦ κάθε ἐν ἐπιγνώσει πιστοῦ - γιά τήν πανήγυρη τῶν πανηγύρεων, τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Πρόκειται ὄχι ἀσφαλῶς γιά τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, κατά τό ὁποῖο ἑορτάζουν αὐτοί τή διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας καί συνεπῶς τήν ἐλευθερία τους ἀπό τή δουλεία τῶν Αἰγυπτίων – τό γεγονός αὐτό λειτουργεῖ ὡς προεικόνιση καί προφητεία τοῦ Χριστιανικοῦ Πάσχα - ἀλλά γιά τό Πάσχα τοῦ Κυρίου, γιά τήν Ἀνάστασή Του, μέ τήν ὁποία ὁ Κύριος ὡς ὁ παντοδύναμος Θεός, ἀφοῦ διέλυσε τό βασίλειο τοῦ θανάτου μέ τήν εἴσοδό του σ’ αὐτόν, ἔδωσε τήν αἰώνια ζωή σέ ὅλες τίς θλιμμένες ψυχές τῶν νεκρῶν, δηλαδή τούς πέρασε ἀπό τόν θάνατο στή ζωή· κι ἀκόμη περισσότερο, διεβίβασε ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀπό τή γῆ πού ἦταν κατ’ ἀποκλειστικότητα στραμμένοι, πρός τόν οὐρανό, ἐκεῖ πού μπορεῖ κανείς νά δεῖ Θεοῦ πρόσωπο, ἐκεῖ πού ζεῖ κανείς πιά τήν ἀληθινή πατρίδα του, τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Διότι, κατά τόν ἀπόστολο, μετά τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Κυρίου, «οὐκ ἔχομεν μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν», ἡ ὁποία μέλλουσα πόλις ἤδη βιώνεται ἀπό τόν κόσμο τοῦτο γιά τόν χριστιανό στήν Ἐκκλησία. «Ἄρα οὖν οὐκέτι ἐστὲ ξένοι καὶ πάροικοι, ἀλλὰ συμπολῖται τῶν ἁγίων καὶ οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ».

Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου σήμανε τήν τελική νίκη ἀπέναντι στόν θάνατο, μέ τήν ἔννοια ὅτι ὁ θάνατος πιά, ὡς κατηργημένος καί ἐξαφανισμένος, δέν εἶναι τό τέλος τοῦ ἀνθρώπου – δέν ὑπάρχει· τέλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, δηλαδή τό ἄκτιστο φῶς Του καί ἡ αἰώνια ζωή. Πεθαίνει κανείς κι ἐκεῖ πού ἀνθρωπίνως νομίζει ὅτι χάνεται, τόν Χριστό συναντᾶ καί σ’ Ἐκείνου τήν ἀγκαλιά πέφτει, Ἐκείνου τό φῶς τόν διαπερνᾶ. «Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια». Μᾶς τό λέει τόσο ἄμεσα καί ἀνάγλυφα ὁ ἀπόστολος Παῦλος καί πάλι: «Ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῂσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν». Ζεῖς ἐδῶ, στόν κόσμο τοῦτο; Στόν Χριστό ἀνήκεις καί ἀπό Αὐτόν ζεῖς. Φεύγεις ἀπό τόν κόσμο τοῦτο; Συνεχίζεις ἀπό ἄλλη μεριά νά στέκεσαι ἀπό Ἐκεῖνον καί Ἐκείνου ἡ ζωή νά σέ προσδιορίζει. Γι’ αὐτό καί δέν μᾶς παραξενεύουν τά λόγια του ὅτι γι’ αὐτόν ζωή σημαίνει Χριστός, ὁπότε κι ὁ θάνατος λειτουργεῖ γιά τόν ἴδιο ὡς κέρδος. «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος».

Ὁ ἅγιος μέγας Δαμασκηνός ὅμως, μπροστά σ’ αὐτό τό ὑπερφυές καί μέγιστο μυστήριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, μᾶς καθοδηγεῖ στή μόνη ἐνδεδειγμένη στάση μας: «λαμπρυνθῶμεν». Νά γίνουμε λαμπροί καί φωτεινοί. Ἀφοῦ τά πάντα πιά εἶναι πλημμυρισμένα ἀπό τό φῶς τοῦ Χριστοῦ, δέν εἶναι δυνατόν παρά ὁλοφώτεινος νά παρουσιάζεται καί ὁ πιστός χριστιανός. Αὐτονόητο, ἀλλά καί ὄχι τόσο εὔκολο. Γιατί ἀπαιτεῖται ἡ θετική στροφή τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Χριστό, νά πιστέψει δηλαδή ἀληθινά στήν Ἀνάστασή Του, καί κυρίως: νά βρίσκεται μονίμως καί ἀδιαλείπτως σέ ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ του καί τῶν αἰσθήσεών του ἀπό ὁτιδήποτε βρώμικο καί ἐμπαθές, ἀπό κάθε τι ἁμαρτωλό. Γι’ αὐτό καί ὁ ἀμέσως ἑπόμενος λόγος του εἶναι αὐτός: «καθαρθῶμεν τάς αἰσθήσεις καί ὀψόμεθα τῷ ἀπροσίτῳ φωτί τῆς Ἀναστάσεως Χριστόν ἐξαστράπτοντα καί Χαίρετε φάσκοντα τρανῶς ἀκουσόμεθα». Ἄς καθαριστοῦμε ὡς πρός τίς ἐμπαθεῖς αἰσθήσεις μας, κι ἔτσι θά δοῦμε μέσα στό ἀπρόσιτο φῶς τῆς Ἀναστάσεως τόν Χριστό νά ἐξαστράπτει καί θά Τόν ἀκούσουμε μέ δυνατή φωνή νά μᾶς λέει Χαίρετε.

02 Μαΐου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΤΡΟΠΑΙΟΦΟΡΟΣ

«Ο ένδοξος και θαυμαστός και μέγας Μάρτυς Γεώργιος έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Διοκλητιανού, καταγόταν από τη χώρα των Καππαδοκών, ήταν από επίσημο γένος και διέπρεψε στο στράτευμα των Τριβούνων. Όταν δε επρόκειτο να μαρτυρήσει, είχε το αξίωμα του Κόμη. Επειδή λοιπόν ο βασιλιάς ξεκίνησε  τον πόλεμο κατά των Χριστιανών κι έβγαλε διαταγή όσοι από τους χριστιανούς αρνούνται και αθετούν τον Χριστό να αξιώνονται τιμές και δωρεές βασιλικές, ενώ όσοι δεν πείθονται να θανατώνονται, ο άγιος παρουσιάστηκε μόνος του και ομολόγησε ότι είναι χριστιανός, ελέγχοντας ταυτόχρονα τη ματαιότητα και αδυναμία των ειδώλων και κοροϊδεύοντας αυτούς που πιστεύουν σε αυτά.

Επειδή δε δεν υποχώρησε  ούτε στις κολακείες και τις υποσχέσεις του τυράννου, τις οποίες του έδωσε πλούσια, ούτε όμως και στις απειλές του, αλλά φαινόταν ότι τα περιφρονεί όλα, πρώτα από όλα κτυπιέται στην κοιλιά με κοντάρι. Ενώ το κοντάρι άγγιξε τη σάρκα του, τόσο που έτρεξε πολύ αίμα, και βγήκε έπειτα η άκρη του, ο άγιος παρέμεινε αβλαβής. Έπειτα τον έδεσαν σε τροχό που είχε σιδερένιες άκρες και άφησαν τον τροχό να κυλίσει στο έδαφος. Το σώμα του αγίου κομμιατάστηκε σε πολλά μέρη, αλλά πάλι αποκαταστάθηκε υγιής με επιστασία θείου αγγέλου.

Εμφανίστηκε τότε στον βασιλιά και στον Μαξέντιο τον σύνεδρό του που θυσίαζαν στα είδωλα, οπότε καθώς φάνηκε σώος τράβηξε πολλούς προς την πίστη του Χριστού. Με την προσταγή του βασιλιά τα κεφάλια αυτών που πίστεψαν αποκόπηκαν έξω από την πόλη. Πίστεψε δε στον Χριστό και η βασίλισσα Αλεξάνδρα, η οποία ομολόγησε ενώπιον του τυράννου τον Χριστό ως Θεό. Πίστεψαν μάλιστα και πολλοί άλλοι στον Χριστό, όταν είδαν τον άγιο να εξέρχεται αβλαβής από τον λάκκο της ασβέστου στον οποίο τον είχαν βάλει. Μετά από αυτά έδεσαν τα πόδια του σε σιδηρένιες κρηπίδες που είχαν καρφιά, εξαναγκάζοντάς τον να τρέξει. Κι ακόμη, τον κτύπησαν ανελέητα με ξερά νεύρα βοδιών. Ο Μαξέντιος τότε ζήτησε από τον άγιο κάποιο θαύμα και συγκεκριμένα αν μπορεί να αναστηθεί κάποιος από αυτούς που βρίσκονταν σε έναν παρακείμενο τάφο με πεθαμένους πριν από πολύ καιρό. Ο άγιος προσευχήθηκε πάνω από το κάλυμμα του τάφου και αναστήθηκε ένας νεκρός, ο οποίος προσκύνησε τον άγιο και δόξασε τη θεότητα του Χριστού. Όταν ρώτησε ο βασιλιάς ῾ποιος ήταν και πότε έφυγε από τη ζωή αυτή᾽, εκείνος είπε ότι έζησε πριν από την παρουσία του Χριστού και ότι λόγω της πλάνης του προς τα είδωλα κατακαίεται τόσα χρόνια  σε φωτιά. Από το γεγονός αυτό πολλοί πίστεψαν στον Χριστό και προστέθηκαν στην πίστη, οπότε με μιά φωνή όλοι δόξαζαν τον Θεό. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Γλυκέριος, του οποίου το βόδι ο άγιος, όταν ψόφησε, το ανέστησε. Καθώς ο Γλυκέριος βεβαιώθηκε για την πίστη του Χριστού από το θαύμα αυτό, δέχτηκε το στεφάνι του μαρτυρίου, γενόμενος πολλά κομμάτια από τα ξίφη των απίστων.

Επειδή λοιπόν προσέρχονταν στον Χριστό διαρκώς και περισσότεροι από όσα γίνονταν, κι ακόμη από το ότι ο άγιος μάρτυρας Γεώργιος εισήλθε στον ναό των ειδώλων και πρόσταξε ένα από τα ξόανα να πει αν αυτός ήταν ο Θεός και ότι πρέπει αυτόν να προσκυνούν, ο δαίμονας που βρισκόταν στο ξόανο θρηνώντας αποκρίθηκε ότι μόνος Θεός είναι ο Χριστός. Από αυτό ταράχτηκαν τα είδωλα όλα, κατέπεσαν και συντρίφτηκαν. Οι λατρευτές των ειδώλων τότε, μη υποφέροντας άλλο, συνέλαβαν τον άγιο, προκειμένου να τον οδηγήσουν προς τον βασιλιά και να ζητήσουν τη θανατική του καταδίκη. Ο βασιλιάς πράγματι διέταξε να θανατωθούν με ξίφος και ο Γεώργιος και η βασίλισσα Αλεξάνδρα. Και του μεν αγίου κόψανε το κεφάλι, η βασίλισσα όμως προσευχήθηκε στη φυλακή που ήταν και παρέδωσε το πνεύμα της στον Θεό. Τελείται η σύναξη του αγίου στο αγιότατο Μαρτύριό του που βρίσκεται στο Δεύτερο».

Η εορτή του αγίου μεγαλομάρτυρα Γεωργίου είναι κατά την Εκκλησία μας ιδιαιτέρως χαρμόσυνη όχι μόνον από το γεγονός ότι η ημέρα του μαρτυρίου ενός αγίου είναι η ημέρα της δόξας του ως εισερχομένου τότε θριαμβευτικά στη βασιλεία των Ουρανών, αλλά και από το γεγονός ότι πάντοτε συνοδεύει την «ἑορτήν τῶν ἑορτῶν καί τήν πανήγυριν τῶν πανηγύρεων», την Ανάσταση του Κυρίου. Κατά τον άγιο υμνογράφο «ιδού, ανέτειλε η άνοιξη της χάρης. Έλαμψε η Ανάσταση του Χριστού σε όλους και λάμπει μαζί με αυτήν τώρα η πανέορτη και φωτοφόρα ημέρα Γεωργίου του μάρτυρα. Εμπρός λοιπόν όλοι, λαμπροφορώντας ένθεα, ας γιορτάσουμε χαρμόσυνα» (κάθισμα όρθρου). «Έλαμψε σ᾽ εμάς η πανένδοξη μνήμη του δούλου του Χριστού μαζί με την Ανάστασή Του, κατά την οποία αφού μαζευτούμε οι πιστοί, ας γιορτάσουμε χαρμόσυνα» (ωδή γ´).

Είναι τόσο μεγάλη η χαρά μάλιστα της εορτής, ώστε ο άγιος υμνογράφος κινούμενος σε υψηλά επίπεδα λυρισμού αναφέρει ότι με τον μεγαλομάρτυρα Γεώργιο υπερβαίνεται και η παροιμία «ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη». «Να λοιπόν, πιστέ λαέ του Θεού – σημειώνει στην ωδή ς΄ - που και ένα καλό χελιδόνι  αναπληρώνει τη χάρη της άνοιξης κατά τρόπο θαυμαστό, κι αυτό το χελιδόνι είναι ο Γεώργιος». Πού έγκειται η μεγάλη χάρη του αγίου μεγαλομάρτυρα, τόσο που χαρακτηρίζεται «γνήσιος φίλος του Χριστού, πρωταθλητάρχης Αυτού, πάμφωτος λαμπτήρας της οικουμένης, φαεινότατος αστέρας, τιμαλφέστατη λυχνία»; (ωδή δ´) Η απάντηση που δίνουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν είναι άλλη από αυτήν που δίνουν για όλους τους αγίους: η βαθιά πίστη του αγίου στον Χριστό και η θερμότατη αγάπη του σ᾽Εκείνον και στους ανθρώπους, δηλαδή η τελεία υπακοή του στις διδαχές Του.  Απλώς αυτό που είναι ο πυρήνας της αγιότητας το δίνουν οι υμνογράφοι μας με πολλούς τρόπους και σε πολλά επίπεδα. Για παράδειγμα: «Γεώργιε, ακολούθησες τις διδαχές του Δεσπότη Χριστού» (δοξαστικό εσπερινού). «Στερέωσες τον πόθο σου για τον Χριστό πάνω στην πίστη Του, έδιωξες τον φόβο με την ελπίδα, απέκτησες τα ουράνια με την αγάπη» (λιτή). «Στηρίχτηκες στην ελπίδα, περιφράχτηκες από την αγάπη και την πίστη, Γεώργιε, και δυναμώθηκες από τη δύναμη του Χριστού, γι᾽αυτό και κατανίκησες την πλάνη των ειδώλων» (ωδή γ´).

Εκείνο που τονίζουν κατεξοχήν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας είναι η δύναμη της ψυχής του αγίου και ο θερμός ζήλος του για τον Χριστό. Δεν διστάζει ο υμνογράφος να χαρακτηρίσει τον Γεώργιο ως «λιοντάρι που με ρωμαλέο φρόνημα πήγε μόνος του προς το μαρτύριο, γιατί καταφρόνησε το σώμα ως φθαρτό και φρόντισε πρωτίστως την άφθαρτη ψυχή του» (στιχηρό εσπερινού), όπως και  νέο Δαυίδ που νίκησε τον αντίπαλο Γολιάθ με τις βολές όμως των λόγων του. «Φάνηκες νέος στους πολέμους, με ικανότητα στο χέρι, σαν άλλος ανδρείος Δαυίδ. Διότι όπως αυτός νίκησε τον αντίπαλο Γολιάθ, το ίδιο και εσύ νικάς ρίχνοντας κάτω τον αντίπαλο με τις βολές των λόγων σου» (ωδή α´). Κι η λιονταρίσια αυτή δύναμή του ερμηνεύεται από τον υμνογράφο όχι ως μία αποκοτιά, αλλά ως ενσυνείδητη έκφραση του πόθου και του ζήλου του για τον Χριστό, αφού «ὁ πόθος ἐνίκα τήν φύσιν» (δοξαστικό εσπερινού). Ο άγιος Γεώργιος αποτελεί την επιβεβαίωση αυτού που σημειώνει ο μέγας απόστολος Παύλος, ότι δηλαδή η αγάπη για τον Χριστό υπερβαίνει τον όποιο φόβο για τον θάνατο, για τους κινδύνους, για τις όποιες ταλαιπωρίες. «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλίψις ἤ στενοχωρία ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; Πέπεισμαι γάρ ὅτι οὐδέν δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ τῆς ἐν Χριστῶ Ἰησοῦ»  (Πρβλ.Ρωμ. 8). «Βρέθηκες ντυμένος την πανοπλία του Χριστού, Γεώργιε, κι ήσουν γεμάτος φωτιά από αγάπη του Χριστού... και στους παρανόμους κραύγαζες: Ούτε τα θηρία ούτε οι τροχοί, ούτε η φωτιά ούτε το μαχαίρι έχουν τη δύναμη να με χωρίσουν από την αγάπη του Χριστού του Θεού μας» (Στιχηρό εσπερινού).

Το σημείο όμως στο οποίο αναλώνεται πάρα πολύ η έμπνευση του υμνογράφου για τον άγιο είναι το ίδιο το όνομά του. Το όνομα Γεώργιος λαμβάνεται ως αφορμή, όπως συνήθως γίνεται για πολλούς αγίους, προκειμένου ο υμνογράφος να περιγράψει, έστω και λίγο, το ύψος της αγιότητάς του. Και το όνομά του κατανοείται διπλά: και ότι ο Γεώργιος υπήρξε ο ίδιος γεωργός στην εποχή του, με την έννοια ότι καλλιέργησε τη γεμάτη αγκάθια και πλάνη γη των ψυχών των ανθρώπων, φυτεύοντας σ᾽αυτές το κλήμα της ορθόδοξης πίστης, και ότι ο Θεός υπήρξε ο γεωργός στο χωράφι της ψυχής του ίδιου, κάνοντάς το να καρποφορήσει όλες τις αρετές. «Άξια προς το όνομά σου πολιτεύτηκες, στρατιώτη Γεώργιε. Διότι σηκώνοντας τον σταυρό του Χριστού στους ώμους σου καλλιέργησες τη γη που είχε χερσωθεί από τη διαβολική πλάνη. Κι αφού ξερίζωσες τη γεμάτη αγκάθια θρησκεία των ειδώλων, φύτεψες βαθιά το κλήμα της ορθόδοξης πίστης... Γι᾽αυτό και αναδείχτηκες δίκαιος γεωργός της αγίας Τριάδος» (δοξαστικό εσπερινού). «Έγινες γεωργός στα ανώτερα με τα ανδραγαθήματα των άθλων σου, παμμακάριστε μάρτυρα Γεώργιε, και πρόσφερες στον Χριστό έτσι τους κόπους των καρπών σου» (λιτή). «Έγινες ευγενικό χωράφι του Θεού, Γεώργιε, που καλλιεργήθηκε από τις πράξεις του μαρτυρίου» (ωδή α´). «Καλλιεργήθηκες από τον Θεό και αναδείχθηκες τιμιώτατος γεωργός της ευσέβειας, καθώς συνέλεξες για τον εαυτό σου τα δράγματα των αρετών» (κοντάκιο).

Είναι ευνόητο μετά τα παραπάνω ότι ο άγιος τροπαιοφόρος «ἐκμιμούμενος τόν Δεσπότην Χριστόν» (ωδή ζ΄) απέκτησε και τη δύναμή Του, τόσο ώστε να συμβασιλεύει μαζί Του (ωδή η´), και να γίνεται εύκαιρος προστάτης και βοηθός για κάθε πιστό που τον επικαλείται, οπουδήποτε στη γη. Όλοι οι πιστοί έχουν νιώσει την αγάπη του, γι᾽αυτό και το όνομά του ψέλνεται παντού. «Δεν υπάρχει ούτε γη ούτε θάλασσα, ούτε πόλη ούτε έρημος, όπου αληθινά δεν ξεχυλίζουν οι κρουνοί των θαυμάτων σου σαν πέλαγος. Διότι το θαυμαστό όνομά σου άδεται σε όλη τη γη» (ωδή ζ´). Λοιπόν: «Αὐτῷ βοήσωμεν∙ ἀθλοφόρε, ἱκέτευε, εἰς τό σωθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν» (δοξαστικό αίνων).

 


01 Μαΐου 2021

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».

(Ο Χριστός αναστήθηκε από τους νεκρούς, αφού πάτησε τον θάνατο με τον θάνατό του και χάρισε ζωή στους νεκρούς που ήταν στα μνήματα).

Χαρακτηρίστηκε και χαρακτηρίζεται ο παιάνας της Εκκλησίας, ο ύμνος (στον πανηγυρικό πλάγιο του α΄) που συνεγείρει τους πιστούς και τους καλεί να διατρανώσουν τη χαρά τους, ει δυνατόν και χορεύοντας. Γιατί διασαλπίζει τη μεγαλύτερη νίκη πάνω στον μεγαλύτερο εχθρό του ανθρώπου, τον θάνατο, και βεβαίως πάνω σε ό,τι οδήγησε και συνήργησε για την εισβολή του θανάτου: την αμαρτία και τον πονηρό διάβολο. Και πώς συνέβη αυτό; Μα αναστήθηκε ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ερχόμενος στον κόσμο προσέλαβε την ανθρώπινη φύση, συνεπώς με την ανάστασή Του ανέστησε κι αυτήν. Ο θάνατος «οὐκέτι κυριεύει», δεν λειτουργεί πια ως ο μόνιμος και απάνθρωπος τύραννος – μετράει τις τελευταίες του ώρες μέχρι να ξανάλθει ο Κύριος στη Δευτέρα Του Παρουσία, κι αυτό για λόγους παιδαγωγικούς: «ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται». Ο θάνατος λοιπόν θανατώθηκε – «θανάτου ἑορτάζομεν νέκρωσιν, Ἄδου τήν καθαίρεσιν» - που σημαίνει περαιτέρω ότι ο φόβος ως το καθοριστικό στοιχείο της ζωής στον κόσμο τούτο εξαφανίστηκε, αφού πίσω από κάθε φόβο υφίσταται στην πραγματικότητα ο φόβος του θανάτου, συνεπώς ο άνθρωπος αναπνέει αληθινά τον αέρα της ελευθερίας. Τι ελευθερία μπορεί να έχει εκείνος που βρίσκεται κάτω από την πιο σκληρή κατοχή, του θανάτου, του διαβόλου, της αμαρτίας; Ο Άδης, ως όρος δηλωτικός του όποιου χώρου των ψυχών για τους ανθρώπους που πέθαναν, διαλύθηκε, σαν μία φυλακή που γκρεμίστηκε ολοσχερώς. Το μόνο που υφίσταται είναι η ζωή και το φως, γιατί ο Χριστός ως ο Κύριος της ζωής και του θανάτου, δίνει ακριβώς αυτό που είναι και έχει: φως και ζωή. «Ἐγώ εἰμι ἡ Ἀνάστασις καί ἡ Ζωή». «Ἐγώ εἰμι τό Φῶς τοῦ κόσμου». 

Γιατί τότε υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται μέσα στα δίχτυα του φόβου, της θλίψης και της δουλείας της αμαρτίας; Και μιλάμε και για χριστιανούς! Διότι ναι μεν ο Χριστός προσέφερε όλη αυτή τη χάρη και τη χαρά στους ανθρώπους, αλλά ζητάει την ανταπόκρισή τους. Και για μεν τους μη χριστιανούς, υπάρχει η προσμονή για την ενεργοποίηση της δοσμένης χάρης – περιμένουν, ανεπίγνωστα ίσως, την ώρα που θα κληθούν να μετάσχουν στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Για τους ήδη χριστιανούς όμως, τους βαπτισμένους στο άγιο όνομά Του, χρειάζεται η απόφαση της στροφής της θέλησής τους προς Αυτόν. Διότι μπορεί να έχει γίνει κανείς μέλος Χριστού ως μέλος της Εκκλησίας, μα να μη το έχει λάβει αυτό στα σοβαρά. Κι είναι η τραγική περίπτωση εκείνων που ντύθηκαν τον Χριστό, αλλά το ένδυμα αυτό μένει σαν αδειανό πουκάμισο, σαν «άδειο σακκί» - ο Χριστός περιμένει την ανταπόκριση της βαθειάς τους καρδιάς.

 Τι απαιτείται για να «σωματωθεί» το ένδυμα; Η μετοχή στα μυστήρια της Εκκλησίας, η μετοχή δηλαδή στη ζωή του Χριστού, και ο πνευματικός αγώνας για τήρηση των αγίων εντολών Αυτού, που κι αυτό μετοχή στη δική Του ζωή είναι. Κι ο Χριστός μάς θέτει την αλήθεια αυτή ενώπιόν μας ως πρόκληση για πειραματισμό: «τηρήστε τις εντολές μου και θα με δείτε μέσα σας. Όλος ο Θεός θα βρει τόπο καταπαύσεως στην ύπαρξή σας και θα γίνετε μοναστήρι της Αγίας Τριάδος». Τυχαία λέει ο άγιος υμνογράφος ότι την ανάσταση του Χριστού, ως βίωμα της αιώνιας ζωής, τη νιώθουμε ενεργά και αισθητά στην καρδιά μας, όταν αρχίζουμε να συγχωρούμε τους συνανθρώπους μας, όταν δηλαδή αρχίζουμε να θέτουμε σε ενέργεια τη σύνοψη όλων των εντολών του Κυρίου, την αγάπη προς τον κάθε (και εχθρό) συνάνθρωπό μας; «Συγχωρήσωμεν πάντα τῇ Ἀναστάσει καί οὕτω βοήσωμεν: Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν».

ΜΕΓΑ ΣΑΒΒΑΤΟΝ (Α΄ ΑΝΑΣΤΑΣΗ)

«Μνήσθητι, εὔσπλαγχνε, καί ἡμῶν, καθώς ἐμνημόνευσας τοῦ λῃστοῦ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Θυμήσου και εμάς, εύσπλαγχνε Κύριε, όπως θυμήθηκες τον ληστή στη βασιλεία των Ουρανών). 

Το παραπάνω μικρό τροπάριο ακούγεται «εἰς ἦχον β΄ εἱρμολογικῶς», καθώς σημειώνει το τυπικό της Εκκλησίας μας, «ἀντί τοῦ: Εἴδομεν τό φῶς» κατά το τέλος της Θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου το πρωί του Μ. Σαββάτου, όπου τελείται, όπως λέει και ο λαός μας, η «Πρώτη Ανάσταση». Κι ως γνωστόν πρόκειται για την προαναγγελία της Αναστάσεως, αφού τελείται ο εσπερινός της λαμπροφόρου αυτής εορτής που συμπλέκεται με τη Θεία Λειτουργία του Μ. Βασιλείου. Όπως δηλαδή συμβαίνει με κάθε εσπερινό που ξεκινά την εορτή της επομένης ημέρας, κατά τον ίδιο τρόπο και η σημερινή: ξεκινά την Ανάσταση του Κυρίου, έχουμε εισέλθει στον προθάλαμο, για να προχωρήσουμε τρέχοντας στην καθαυτή εορτή με την έναρξη της επομένης ημέρας, «τῇ μιᾷ των Σαββάτων». 

Και την ώρα αυτή που έχει πάρει να χαράζει το σημαντικότερο γεγονός που υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει στην παγκόσμια ιστορία: η Ανάσταση του Κυρίου που σηματοδοτεί και την ανάσταση των ανθρώπων καθώς νικιέται «ὁ ἔσχατος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ θάνατος», (συνεπώς και  η φιλαυτία και η πονηρία από τη δύναμη της Αγάπης), η Εκκλησία μας και πάλι έρχεται να μας φέρει στη θέση του ευγνώμονος ληστού, αυτού που αισθάνθηκε τη θέση του έναντι του συσταυρωμένου Βασιλέως της Δόξης, του ανθρώπου που έστω και την τελευταία στιγμή μετάνιωσε για ό,τι άσχημο και αμαρτωλό έκανε και στράφηκε με ταπείνωση αλλά και ελπίδα στον μόνο Σωτήρα του κόσμου.  Κι αυτό γιατί; Για να τονίσει ότι ναι μεν ο Κύριος καταπατά τον θάνατο καθιστώντας τον μία απλή μετάβαση προς τη ζωή η οποία πια αυτή «κυριεύει», αλλά απαιτείται και η ανθρώπινη συμμετοχή: ο άνθρωπος να μετανιώσει, να αισθανθεί όπως και ο ευγνώμων ληστής την κατάντια του και να ελπίσει στον Κύριο. Με άλλα λόγια η Ανάσταση του Κυρίου θα φέρει μεν την ανάσταση των σωμάτων όλων των ανθρώπων, είτε πιστών είτε απίστων, κατά την ημέρα της Δευτέρας παρουσίας Του (με την ένωση των σωμάτων με τις ψυχές), όμως δεν θα είναι ανάσταση προς ζωή για όλους: οι εν πίστει και μετανοίᾳ κεκοιμημένοι ή οι εν μετανοίᾳ ζώντες την ημέρα Εκείνη θα γευτούν με τρόπο ευλογίας την ανάστασή τους, εν αντιθέσει προς τους απίστους και αμετανοήτους που θα αναστηθούν μεν, αλλά η ανάσταση θα είναι γι’ αυτούς ανάσταση κρίσεως. 

Οπότε η Εκκλησία μας διά της υμνογραφίας της τονίζει και πάλι, στο ξημέρωμα της Χαράς για τη νέα δημιουργία, ότι το μόνο και απόλυτο ζητούμενο από τον άνθρωπο για να μπορέσει αυτός να ζήσει τη Βασιλεία των Ουρανών είναι η στάση της μετανοίας  – ό,τι συνιστά το ήθος του τελώνη, του μετανοημένου ασώτου, του ευγνώμονος ληστή. Το «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν» της αρχής της δημόσιας δράσης του Κυρίου βρίσκει θα λέγαμε την ευλογημένη απόληξή της στο «μνήσθητί μου, Κύριε» πάνω σ’ έναν σταυρό. Κι αυτό το σταυρωμένο «μνήσθητι» γίνεται πια η κραυγή που σφραγίζει χωρίς καμία διακοπή τη χριστιανική πορεία κάθε ανθρώπου και του δίνει τη βεβαιότητα από τα χείλη του Ίδιου του Κυρίου ότι κι αυτός θα είναι μέλος της ευλογημένης Βασιλείας Του. Φτάνει στο σημείο μάλιστα ο μέγας Γέρων της εποχής μας, όσιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης, ο Γέρων του Έσσεξ, να σημειώνει τα εξής καταπληκτικά γι’  αυτήν την ευλογημένη μετάνοια ως πλήρη αφοσίωση και στροφή στον δρόμο του Κυρίου: «Όταν όλο το «είναι» μας είναι συγκεντρωμένο στον Θεό, η προσευχή μας μπορεί να λάβει χαρακτήρα αιώνιο και να μην αντιληφθούμε τη στιγμή του θανάτου. Όταν είμαστε βυθισμένοι σε μια τέτοια προσευχή, δεν είμαστε πλέον σίγουροι αν θα επιστρέψουμε στη γη ή όχι. Αν περάσουμε στην άλλη όχθη σε κατάσταση προσευχής, δεν θα ζήσουμε τον θάνατό μας, αλλά θα αισθανόμαστε ότι ζούμε. Όταν βρισκόμαστε συνεχώς στην τελευταία Κρίση, περνάμε από τον θάνατο στην αιώνια ζωή, χωρίς να καταλάβουμε ότι έχουμε πεθάνει» (Οικοδομώντας τον Ναό του Θεού, τόμ. Β΄, σελ. 344).

Αδιανόητο βάθος μυστηρίου της πνευματικής ζωής των αγίων. Η άβυσσος της μετανοίας που συναντά την άβυσσο του ελέους του Θεού!