28 Ιουνίου 2021

ΓΕΝΗΘΗΤΩ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΣΟΥ (Ή ΜΟΥ);

Η υπακοή στη χριστιανική πίστη δεν κατανοείται κατά τον τρόπο των κοσμικών ανθρώπων, ως εξωτερικός καταναγκασμός που προσβάλλει την ελευθερία του ανθρώπου. Κατανοείται ως ελεύθερη εν αγάπη κίνηση του πιστού να αποδεχθεί το θέλημα του Θεού στη ζωή του, οπότε η υπακοή φτιάχνει χώρο στην ύπαρξή του να κατοικήσει ο Θεός. Ο πιστός επιλέγει το «γενηθήτω τό θέλημά Σου» και όχι «το θέλημά μου», την ταπείνωση δηλαδή μονίμως και αδιάκοπα - ό,τι έκανε πάντοτε ο Ιησούς Χριστός και όλοι οι άγιοί μας. «Μή τό θέλημα τό ἐμόν γενέσθω, Κύριε, ἀλλά τό Σόν θέλημα» προσεύχεται ο αληθινός χριστιανός, γεγονός που τον οδηγεί στην αληθινή ησυχία της καρδιάς μακριά από ταραχές και εγωιστικούς φανατισμούς. Κι αυτό γιατί έχει εναποθέσει τη ζωή του στα χέρια του Δημιουργού του, ο Οποίος «έχει αριθμημένες και τις τρίχες τις κεφαλής του». Οπότε ο θεωρούμενος πιστός που θέλει εξάπαντος να επιβάλει το δικό του θέλημα, πέραν αυτού που ο Χριστός διά της Εκκλησίας Του καθορίζει, υπηρετεί τα πάθη του και τον πονηρό διάβολο, έχοντας όμως την πεποίθηση ότι «λατρείαν προσφέρει τῷ Θεῷ».

Πρόκειται για το πιο καίριο κριτήριο διαπιστώσεως της γνησιότητας ή μη της πνευματικής ζωής και του αν πορευόμαστε στην Οδό Κυρίου. Ο άγιος Σιλουανός του Άθω, για παράδειγμα, καθώς μας διέσωσε το γεγονός ο άγιος κι αυτός Σωφρόνιος του Έσσεξ,  αμφισβήτησε «όραμα» της Παναγίας σε έναν ηλικιωμένο μοναχό, με αυτό ακριβώς το επιχείρημα: «Η Παναγία ήταν πρότυπο υπακοής στον Θεό  σε όλη τη ζωή της. Εσύ, πάτερ μου, ζεις κατά το δικό σου θέλημα, συνεπώς είναι αδύνατο να σου εμφανίστηκε η υπήκοος στον Θεό Θεοτόκος». Οι ιδιοτροπίες και οι αυτονομήσεις από το σώμα της Εκκλησίας δεν έχουν θέση σ’ αυτήν.

27 Ιουνίου 2021

Ο Α Γ Ι Ο Σ

 ῞Αγιος εἶναι ὁ μάρτυρας. Αὐτός πού ὁμολογεῖ (μαρτυρεῖ) τόν Χριστό ὡς Κύριο καί Θεό του («πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς»), κυρίως ὅμως αὐτός πού Τόν ὁμολογεῖ (μαρτυρεῖ) μέ τίς πράξεις τῆς καθημερινότητάς του, τηρώντας τόν λόγο Του καί ζώντας τή Ζωή Ἐκείνου μέχρι θανάτου. Κι αὐτό γιατί σ᾽ ἕναν κόσμο πεσμένο στήν ἁμαρτία πού ὁ ἐγωϊσμός καί τό συμφέρον συνιστοῦν τήν προτεραιότητα, ἡ πιστότητα στό θέλημα τοῦ Θεοῦ θεωρεῖται ἐλάττωμα πού πρέπει νά ἐξαφανιστεῖ. ῾Ο κόσμος τῆς ἁμαρτίας δέν ἀνέχεται τό διαφορετικό ἀπό αὐτόν. Τό διαφορετικό ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ἁμαρτίας του, γι᾽ αὐτό καί ἐπιδιώκει πάντοτε τόν ἐξαφανισμό του. Κατά τόν λόγο τοῦ Κυρίου: «πᾶς ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή ἐλεγχθῇ τά ἔργα αὐτοῦ».

Ὁπότε ἅγιος καταρχάς εἶναι ὁ ὁμολογητής μάρτυρας πού ἔδωσε καί τή ζωή του γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ καί τό αἷμα του ἀποτέλεσε τή σφραγίδα  γνησιότητας τῆς πίστεώς του. Μία εἰκόνα τοῦ ἀπολυτικίου τῶν ἁγίων Πάντων μᾶς δίνει ποιητικά τήν ἀλήθεια αὐτή. «Ἡ Εκκλησία σου, Χριστέ, στολισμένη μέ τά αἵματα τῶν μαρτύρων σου ὅλου τοῦ κόσμου σάν μέ πορφύρα κι ἀκριβό μετάξι» («Τῶν ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ μαρτύρων σου, ὡς πορφύραν καί βύσσον τά αἵματα ἡ ᾽Εκκλησία Σου στολισαμένη...». Πορφυρό εἶναι τό χρῶμα τοῦ ἐνδύματος τῆς ᾽Εκκλησίας, λόγω τοῦ αἵματος τῶν μαρτύρων της, ὅπως τό πανάχραντο αἶμα τοῦ Χριστοῦ ἔβαψε τόν Σταυρό Του. Γι᾽ αὐτό καί τό μαρτύριο ἀποτελεῖ τή φυσιολογία τῆς Ἐκκλησίας. «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσιν» εἶπε ὁ Χριστός.

Συνεπῶς ὁ μεγαλύτερος κίνδυνος γιά τήν ᾽Εκκλησία εἶναι ἡ λεγόμενη ἐκκοσμίκευση: ἡ ᾽Εκκλησία (κατά τό ἀνθρώπινό της) νά συσχηματισθεῖ μέ τόν κόσμο, νά γίνει καί ἡ ἴδια κόσμος. Ἀποτέλεσμα; Ἀντί νά εἶναι τό ἅλας τῆς γῆς, νά χάνει τήν ἁλιστική δύναμή της, τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καί «νά πετιέται καί νά ποδοπατιέται ἀπό τούς ἀνθρώπους»! Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἅγιοι, τίς εἰρηνικές ἐποχές πού ὅλα φαίνονται ὅτι βαίνουν καλῶς, τίς θεωροῦν ὡς τίς πιό ἐπικίνδυνες καί καλοῦν τούς πιστούς σέ συνεχή ἐγρήγορση.

Ἡ ἐγρήγορση αὐτή, ἡ διαρκής δηλαδή ἔνταση νά τηρεῖ ὁ πιστός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, προβάλλει τό ἄλλο μαρτύριο πού δέχεται ἡ Ἐκκλησία, αὐτό τῆς συνειδήσεως. Τό μαρτύριο τοῦ αἵματος δηλώνει ἀσφαλῶς τή γνησιότητα τῆς πίστεως, ἀλλά καί ὁ ἀγώνας νά βρίσκεται κανείς στήν Ὁδό  τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μικρότερο μαρτύριο – τέτοιο μάλιστα πού θεωρεῖται προϋπόθεση τοῦ πρώτου. Ἄς σκεφτοῦμε πόση προσπάθεια καί χάρη Θεοῦ ἀπαιτεῖται γιά νά ἔχει κανείς τήν καρδιά του ὁλοκληρωτικά στήν ἀγάπη στόν Θεό καί στόν συνάνθρωπο, ἰδίως τόν θεωρούμενο ἐχθρό! Ἴσως αὐτό νά ὑπερβαίνει καί τό μαρτύριο τοῦ αἵματος! Κι ὅμως αὐτό ζητάει ὁ Κύριος. «Φλέγομαι ἀπό τόν πόθο νά μαρτυρήσω γιά τόν Χριστό, εἶπε ἀρχάριος μοναχός σέ ἔμπειρο Γέροντα. - Ἄν τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ σηκώσης εὐχαρίστως τό βάρος τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνος, εἶναι σάν νά ρίχτηκες στήν κάμινο τῶν τριῶν Παίδων» (Γεροντικό).

 Μάρτυρας λοιπόν κατά τήν ᾽Εκκλησία ὁ κάθε πιστός: εἴτε πάντοτε τῆς συνειδήσεως εἴτε καί τοῦ αἵματος, ἄν τό ζητήσει ἡ ἐποχή. Ὁπότε ὁ κάθε πιστός εἶναι ἅγιος.

26 Ιουνίου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ

«Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. 10, 32)

Υπάρχει, κατά τους αγίους μας, μία αιτιώδης σχέση μεταξύ της προηγουμένης Κυριακής, της Πεντηκοστής, και της σημερινής, των Αγίων Πάντων: η πρώτη φανερώνει την παρουσία του αγίου Πνεύματος στον κόσμο, η δεύτερη τους καρπούς της παρουσίας αυτής. Διότι οι άγιοι αυτό τελικώς είναι: οι καρποί της επενέργειας του αγίου Πνεύματος. Ό,τι πέτυχαν, ό,τι έγιναν, δεν το απέκτησαν μόνοι τους με τις δυνάμεις τους. Η χάρη του Πνεύματος του Θεού βρήκε πρόσφορο έδαφος μέσα τους: την καλή τους διάθεση, και ενήργησε έτσι στην καλοπροαίρετη καρδιά τους. Στο πρόσωπό τους λοιπόν ψαύουμε κυριολεκτικά τα πολυποίκιλα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος: την προφητεία στους προφήτες, την ιεραποστολική διάθεση στους αποστόλους, το αγωνιστικό φρόνημα στους μάρτυρες, το θυσιαστικό πνεύμα στους ασκητές. Στους αγίους μάλιστα βλέπουμε την εκπλήρωση των λόγων του Κυρίου: «Πας όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς. Όστις δε αρνήσηταί μοι… αρνήσομαι καγώ…».

 1. Ο λόγος του Χριστού, ο οποίος φανερώνει και τι συμβαίνει με τους αγίους, αποτελεί πρόκληση για τη λογοκρατούμενη και ταραγμένη εποχή μας. Μας ανοίγει τα μάτια για να νοήσουμε ότι ο λόγος μας και η ζωή μας δεν εξαντλούνται σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις μας. Διότι μας λέει ότι αυτό που ζούμε – με το λόγο, με τη σκέψη, με όλη μας τη συμπεριφορά – έχει βάθος που απλώνεται και στον πνευματικό κόσμο του Θεού και στην αιωνιότητα. «Όποιος ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους ότι ανήκει σ’εμένα, θα τον αναγνωρίσω κι εγώ για δικόν μου μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου. Όποιος όμως με απαρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα τον απαρνηθώ κι εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου». Έτσι η ζωή μας ως σχέση με τον Χριστό, είτε θετική είτε αρνητική, κινεί ταυτοχρόνως και τη σχέση του Χριστού έναντι ημών. Η δράση μας προκαλεί θα λέγαμε και την αντίδραση Εκείνου. Ό,τι με άλλα λόγια προσφέρουμε στον Χριστό αυτό φαίνεται ότι και εισπράττουμε.

2. Τι σημαίνει όμως να μας αναγνωρίζει ο Χριστός ως δικούς Του; Σημαίνει ότι μας θεωρεί, όπως απεκάλυψε στους μαθητές Του, όχι δούλους αλλά φίλους Του, κι ακόμη περισσότερο: ότι είμαστε ένα μ’ Εκείνον, σε κατάσταση αληθινής ταύτισης μαζί Του, κατά τη χάρη που ήδη μας έχει δώσει: «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα». Κατά συνέπεια ο Χριστός μάς αναγνωρίζει ως δικούς Του στον βαθμό που Εκείνος ζει μέσα σε εμάς και εμείς μέσα σ’ Εκείνον, λοιπόν ταυτοχρόνως υφίσταται και η αναγνώρισή μας από τον Θεό Πατέρα: ό,τι είναι του Χριστού είναι και του Πατέρα, κι αυτό με την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Κι επειδή η ζωή του Τριαδικού Θεού, όπως και η ζωή του Χριστού στον κόσμο αυτόν, ήταν και είναι η αγάπη, γι’ αυτό και ο Θεός αναγνωρίζει ως δικούς Του μόνον τους ζώντας εν αγάπη. «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». Ότι η χαρισματική αυτή κατάσταση είναι η κατάσταση του Παραδείσου ήδη από τη ζωή αυτή είναι βεβαίως περιττό και να πούμε. 

Υπό το παραπάνω πνεύμα είναι ευνόητο τι σημαίνει από την άλλη άρνηση αναγνώρισής μας από τον Κύριο: ο Κύριος δεν ζει μέσα μας, η αποστροφή του προσώπου Του απέναντί μας είναι δεδομένη, όχι διότι Εκείνος δεν μας θέλει, αλλά διότι εμείς έχουμε διαμορφώσει έτσι τη ζωή μας, ώστε να μην υπάρχει χώρος για Εκείνον μέσα μας. Όταν η στροφή του νου και της καρδιάς μας είναι προς τον κόσμο τούτο, όταν η ικανοποίηση των παθών μας συνιστά την προτεραιότητά μας, από κει και πέρα η «απαίτηση» να έχουμε και τον Θεό μαζί μας θεωρείται αδιανόητη διότι είναι αδύνατη. «Ος αν θέλη φίλος είναι του κόσμου εχθρός του Θεού καθίσταται». «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Κουρελιασμένη λοιπόν η ψυχή μας από τα πάθη μας και τον ενεργούντα δι’ αυτών διάβολο ζει από τώρα την κόλασή της. Ο Θεός για την ψυχή αυτή παραμένει ο μεγάλος ξένος και άγνωστος. 

3. Τι αποκαλύπτει εν προκειμένω λοιπόν ο Κύριος; Ότι η αναγνώρισή μας από Εκείνον ότι Του ανήκουμε, εξαρτάται από εμάς: από το τι εμείς κάνουμε γι’ Αυτόν, δηλαδή από το αν Τον ομολογούμε ενώπιον των ανθρώπων ή όχι. Και ομολογία του Χριστού σημαίνει βεβαίως πρώτον ομολογία με το λόγο μας: να έχουμε το θάρρος και τη διάθεση να βεβαιώνουμε την πίστη μας σ’ Αυτόν· να φανερώνουμε την πίστη αυτή κάθε φορά που μας ζητείται. Κυρίως όμως δεύτερον να Τον ομολογούμε με την ίδια τη ζωή μας έστω και σιωπώντας, που θα πει ότι η καρδιά μας πρωτίστως έχει αγκυροβολήσει σε Αυτόν. Όπως το διατυπώνει έξοχα ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση». Η ομολογία οδηγεί στη σωτηρία: τη σχέση με τον Θεό, όταν το στόμα εκφράζει το περιεχόμενο της καρδιάς. Ο χριστιανός λοιπόν είναι πράγματι του Χριστού όταν η ζωή του, και όταν χρειαστεί και ο λόγος του, αποτελεί μία διαρκή παραπομπή σ’ Εκείνον. Να βλέπει κανείς τον χριστιανό και να έχει την αίσθηση ότι βλέπει τον ίδιο τον Χριστό: αυτό είναι η αληθινή ομολογία Χριστού. «Επιστολή Χριστού» που διαβάζεται και αναγνωρίζεται από όλους είναι η ζωή του αυθεντικού χριστιανού, κατά τη βεβαίωση και πάλι του μεγάλου αποστόλου Παύλου. Ο ίδιος ο Κύριος ήταν Εκείνος που έδειξε ότι η ομολογία της ζωής έχει την προτεραιότητα έναντι της ομολογίας των λόγων. «Ο ποιήσας και διδάξας μέγας κληθήσεται» βεβαίωσε. Πρώτον λοιπόν η ζωή ως εφαρμογή του θελήματος του Θεού κι έπειτα αν χρειαστεί ο λόγος. Διότι όπου υπάρχει ο λόγος χωρίς να υποστηρίζεται από τη ζωή, τότε εκεί βρισκόμαστε μπροστά στον φαρισαϊσμό, ο οποίος δέχτηκε από τον Κύριο τους σκληρότερους χαρακτηρισμούς. Στην περίπτωση αυτή η ομολογία της πίστεως αποκαλύπτει έναν βαθύτατο εγωισμό και γίνεται αφορμή βλασφημίας του ίδιου του Θεού μας. «Δι’ υμάς βλασφημείται το όνομά μου εν τοις έθνεσιν».

 Η ζωή μας στον κόσμο τούτο δεν είναι παιχνίδι. Το κάθε τι στη ζωή έχει αιώνιο βάθος: μας τοποθετεί εν Θεώ ή όχι. Όλοι οι άγιοι, τους οποίους εορτάζουμε σήμερα, κατενόησαν ότι η ζωή που ο Θεός τους δώρισε έχει αξία και είναι όντως ζωή, όταν βρίσκεται πάνω στο θέλημα του Θεού, όταν δηλαδή αυτοί Τον ομολογούν και Τον δοξάζουν με κάθε ανάσα και κάθε κίνησή τους. Κι είπαμε και παραπάνω: αυτό σημαίνει αδιάκοπη αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Αυτή είναι η κλήση και η πρόκληση και για εμάς.

ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ «ΔΟΞΑ Τῼ ΘΕῼ»!

Ο Θεός δοξάζεται από τους πιστούς όχι όταν απλώς εκφέρουν το όνομά Του ή και προβάλλουν το θέλημά Του, πολλές φορές μάλιστα με... εκβιαστικό τρόπο(!), αλλά εκεί που φανερώνουν την  ταπεινή αγάπη τους ως σεβασμό προς τον συνάνθρωπό τους και θυσία τους προς χάριν αυτού. «Δόξα τῷ Θεῷ» δηλαδή λέει αληθινά μόνον ο άνθρωπος που ναι μεν κοιτάει τον Θεό, αλλά κρατάει στην αγκαλιά του τον συνάνθρωπο, ή με άλλη διατύπωση: κοιτάει τον Θεό, γιατί Τον βλέπει στο πρόσωπο του συνανθρώπου του. Κι όσο μάλιστα κάνει πέρα αυτός  ακόμη και τα νόμιμα δικαιώματά του για να έχει περισσότερα ο άλλος, τόσο εκεί εξαγγέλλει με πανηγυρικό τρόπο τη δόξα του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σταυρός του Κυρίου – η απόλυτη κένωση του Θεού για χάρη του ανθρώπου – χαρακτηρίζεται η δόξα Αυτού.  Αλλά τι γίνεται ταυτόχρονα;  Την ώρα που δοξάζει κανείς τον Θεό με τον θυσιαστικό τρόπο της αγάπης, εκείνην ακριβώς την ώρα ο Θεός αρχίζει τη δική Του ανταπόδοση: δοξάζει τον δούλο Του κι αρχίζει να γίνεται… εκείνου «υπήκοος». «Τούς ἐμέ δοξάζοντας δοξάσω».  Έτσι η δοξολογία μας προς τον Θεό γίνεται μ’ έναν τρόπο και η… παντοδυναμία μας στον κόσμο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚῌ

«Αυτός ο μακάριος καταγόταν από την Ανατολή και καταύγασε τη Δύση σαν πολύφωτος αστέρας. Διότι αφού υπέταξε τα πάθη της σάρκας από την παιδική του ηλικία με την εγκράτεια και την αγνότητα, φάνηκε ως ένσαρκος άγγελος. Έφτιαξε καλύβα σε μία αμυγδαλιά και εύφρανε τους πάντες με τους λόγους του, ενώ ο ίδιος έδωσε φτερά στον νου του φτάνοντας σε ένθεο ύψος. Γι᾽ αυτό και ο Θεός τού έδωσε πλούσια τη χάρη της θαυματουργίας και φάνηκε φωτεινότατος στύλος καταφωτίζοντας όλους με τα θαύματά του. Παγώνοντας τον χειμώνα και φλεγόμενος το καλοκαίρι έφτασε γρήγορα στην απάθεια. Κι αφού κατάφλεξε τις ηδονές της σάρκας, πήρε με τα χέρια του αναμμένους άνθρακες κι αφού στάθηκε κατά πρόσωπο του βασιλιά τον θυμιάτισε χωρίς να καεί καθόλου. Έτσι αφού κατέπληξε κάθε ανθρώπινη φύση με τη ζωή του και τα θαύματά του, μετατέθηκε προς τον Κύριο, τον Οποίο από βρέφος αγάπησε με μεγάλο πόθο».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν μπορεί να αντισταθεί στην πρόκληση που του δίνει το όνομα του οσίου Δαυίδ. Ο όσιος τον παραπέμπει στον προφητάνακτα Δαυίδ, από τον οποίο βρίσκει αντιστοιχίες ζωής με εκείνον: ο νέος Δαυίδ πάλεψε με τα πάθη του που ήταν σαν τον Γολιάθ του πρώτου Δαυίδ, και τα νίκησε. Ο νέος Δαυίδ εξεικονίζει τον παλαιό Δαυίδ, γιατί έγινε κι αυτός σαν εκείνον ευθύς, ταπεινός, πράος (στίχοι συναξαρίου, ωδή η΄).  Η σύγκριση που κάνει ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ των δύο Δαυίδ γίνεται ακριβώς γι᾽ αυτόν τόν σκοπό: να προβάλει τον όσιο ως τέτοιο πνευματικό αγωνιστή που έφτασε σε ύψη κατά Χριστόν απάθειας και έγινε κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος (ωδή α´). «Γνωρίστηκες ως οίκος του θείου Πνεύματος, όσιε Δαυίδ» (ωδή ς´). 

Από την άποψη αυτή ο όσιος Δαυίδ, ως ῾έμπλεως συνέσεως και χάριτος᾽ (ωδή δ´), έγινε έκτοτε μία άλλη παρουσία του Θεού στον κόσμο που βοηθά αυτόν να ξεφεύγει από τη δαιμονική κακία. Με άλλα λόγια ο άγιος υμνογράφος υπενθυμίζει για μία ακόμη φορά ότι οι άγιοι, αγιάζοντας τον εαυτό τους, δηλαδή γινόμενοι δίοδος ώστε να φανερώνεται η ενέργεια του Θεού, αποτελούν τους μεγαλύτερους ευεργέτες του κόσμου. Ο αγιασμός αυτών συντελεί και στον αγιασμό των υπολοίπων ανθρώπων, η δική τους πνευματική άνοδος δίνει ώθηση και στην αναγωγή των υπολοίπων ημών. Ο υμνογράφος μάς καθοδηγεί επ᾽ αυτού. «Ο βίος σου, όσιε, αφού αναδείχτηκε ένδοξος από τη βία που άσκησες πάνω στην ανθρώπινη φύση σου, λύτρωσε τους ανθρώπους, με τη συνέργεια του Πνεύματος, από τη βιαιότατη κακία» (ωδή δ´).

Πόση παρηγοριά από αυτό, αλλά και πόση ευθύνη! Κατανυσσόμαστε από την αγάπη του Θεού και των αγίων απέναντι σε εμάς τους απλούς και αμαρτωλούς – ο αγώνας των αγίων γίνεται και για εμάς – αλλά και προκαλούμαστε να νιώσουμε την ευθύνη που έχουμε απέναντι και στους υπολοίπους συνανθρώπους μας – ο καθένας μας είναι υπεύθυνος και για τους άλλους. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η επισήμανση του αγίου Ιωσήφ: ο όσιος κοίμισε με τον αγώνα του τα πάθη του σώματος, ο ίδιος έτσι κοιμήθηκε ειρηνικά, και με την κοίμησή του αυτή έγινε ο άγρυπνος φύλακάς μας. «Κοίμισες τις ηδονές του σώματος, όσιε Πάτερ, με τις άγρυπνες προσευχές σου και τα αγωνίσματα, γι᾽ αυτό και αφού ύπνωσες κοιμήθηκες ειρηνικά πράγματι. Λοιπόν έτσι σε αποκτήσαμε άγρυπνο φύλακά μας, εμείς που σε τιμάμε με πόθο» (ωδή γ´).

Ο άγιος Ιωσήφ αξιοποιεί στο έπακρο και την επιλογή του οσίου Δαυίδ να ζήσει σε καλύβα πάνω σε μία αμυγδαλιά. Κατά τον υμνογράφο ο όσιος, πρώτον,  έγινε σαν καλλικέλαδο πουλί, που ζει κι αυτό πάνω στα δέντρα, οπότε από εκεί έλαβε χρυσά φτερά για να ανεβεί στην απάθεια και την τελειότητα και να κατασκηνώσει τελικά στο ύψος του ουρανού (στιχηρό εσπερινού κ.α.) Και: «ευρισκόμενος στο δέντρο έγινες σαν τον αετό από πλευράς πνευματικής: απέκτησες δυνατά φτερά για να πετάξεις στα ουράνια» (ωδή θ´).  Δεύτερον,  ζώντας πάνω σε ξύλο δέντρου έκανε υπομονή,  γιατί είχε διαρκώς τα όμματα της ψυχής του προς τον εν ξύλω σταυρωθέντα Κύριο. «Έχοντας τα όμματά σου και τα νοήματα διαρκώς προς τον αναρτηθέντα στο ξύλο, έμεινες καρτερικά πάνω στο φυτό, πάτερ» (ωδή ε´). Τρίτον, σαν κλαδί κι αυτός του δέντρου έπρεπε να ποτιστεί, για να παραμείνει εκεί. Και το πότισμά του ήταν τα ποτάμια των δακρύων του (ωδή ζ´).

Η μνήμη του οσίου Δαυίδ αγιάζει και εμάς που τον τιμούμε. Έζησε άγια και καθώς συναγάλλεται τώρα μαζί με τους άλλους αγίους πρεσβεύει διαρκώς υπέρ ημών. «Η αγία μνήμη σου αγιάζει σήμερα εμάς που την τελούμε με πίστη, όσιε Δαυίδ. Διότι έζησες τη ζωή σου, άγιε, με αγιότητα και μετά την κοίμησή σου συναγάλλεσαι πάντοτε με τους αγίους» (ωδή θ´). 

25 Ιουνίου 2021

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ!

Το περιστατικό από την Παλαιά Διαθήκη της καταστροφής των Σοδόμων και των Γομόρρων είναι πολλαπλώς ωφέλιμο για να το μνημονεύουμε. Ευρισκόμενος ο Θεός με τη μορφή τριών Αγγέλων – προεικόνιση της Αγίας Τριάδος – στον τόπο του Αβραάμ, του λέει ότι πρόκειται ακριβώς να πάει στις πόλεις αυτές, προκειμένου να τεθεί ένα όριο στην «άβυσσο» της αμαρτίας τους, κάτι που θυμίζει τον λόγο του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, ότι ο Θεός επέτρεψε τον θάνατο στο ανθρώπινο γένος «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται». Οι άνθρωποι εκεί αμάρταναν «επιμελώς» με ακατανόμαστες αμαρτίες, χωρίς να υπάρχει κανένας προβληματισμός κι ούτε ένα ίχνος μετάνοιας. Ο Αβραάμ βέβαια επιχειρεί με μεγάλη ταπείνωση να «υπερασπιστεί» τους κατοίκους τους: αν υπάρχουν πενήντα δίκαιοι, κι αυτοί θα συμπαρασυρθούν στην κακία των άλλων; «Όχι», απαντά ο Θεός. «Προς χάρη των πενήντα θα σώσω και τους υπολοίπους». Και το σκεπτικό, ως γνωστόν, του Αβραάμ συνεχίζεται: Αν υπάρχουν 45, αν υπάρχουν 40, αν υπάρχουν 30, 20,10… Κι όμως δεν υπήρχε κανένας δίκαιος, πλην του ανεψιού του Αβραάμ Λωτ και της οικογένειάς του, που παίρνουν την εντολή να φύγουν από την πόλη.

Η παραπάνω αλήθεια: «προς χάρη έστω και λίγων σώζει και τους υπόλοιπους», είναι συγκλονιστική και για εμάς. Είμαστε υπεύθυνοι όχι μόνο για την ίδια τη ζωή μας, αλλά και για τους άλλους, την οικογένειά μας, τους φίλους μας, την πόλη μας, την πατρίδα μας και ίσως και ευρύτερα. Πρόκειται γι’ αυτό που διαρκώς επισημαίνουν οι άγιοι Πατέρες μας, ότι δηλαδή κάποιοι άγιοι της κάθε εποχής κρατούν τη συνέχεια και του κόσμου όλου. Κι αυτό γιατί όλη η ανθρώπινη φύση είναι ενωμένη – όλοι είμαστε παιδιά του Θεού βεβαίως, αλλά και του πρώτου ζεύγους ανθρώπων. Στην Εκκλησία μάλιστα αυτό εξαγγέλλεται διαπρυσίως: είμαστε μέλη του Χριστού και «αλλήλων μέλη». Η σχέση που έχουμε μεταξύ μας οι πιστοί, αλλά και κατ’ επέκταση οι «δυνάμει» πιστοί, είναι σχέση πραγματική και ουσιαστική, λόγω του ενοποιού παράγοντα: του ίδιου του Κυρίου που είναι «η Κεφαλή και ο Αρχηγός» της πίστεως και της Εκκλησίας.

Όσο λοιπόν μένουμε στην οδό του Κυρίου τηρώντας τις άγιες εντολές Του, τόσο κρατάμε τον Θεό στην ύπαρξή μας, αλλά και τόσο Τον κρατάμε και για χάρη των άλλων. Η αγάπη του Θεού μας δεν έχει όρια. «Ψάχνει» αφορμές προκειμένου να είναι μαζί μας και να μας προσφέρει όλες τις χάρες Του. Εδώ έγινε άνθρωπος και πέθανε για εμάς, πόσο περισσότερο είναι έτοιμος να μας δώσει και οτιδήποτε άλλο, που έτσι κι αλλιώς θεωρείται μικρότερο από το να κλίνει τους Ουρανούς και να κατέβη στον κόσμο! -  ό,τι ακριβώς επισημαίνει ο απόστολος Παύλος: «ο Θεός που δεν δίστασε να μας προσφέρει τον Υιό Του, πώς μαζί με Αυτόν δεν θα μας χαρίσει τα πάντα;»

 Κι ας προσθέσουμε και το γνωστό: αν οι λίγοι ευσεβείς και πιστοί άνθρωποι μπορούν να αναπληρώσουν τα ελλείμματα των πολλών άλλων, κατά το παραπάνω σκεπτικό, πόσο η θυσία του Ενός, που είναι ο Ίδιος ο Θεός, αναπληρώνει τα ελλείμματα όλων μας! Πράγματι, χωρίς τη Σταυρική θυσία του Κυρίου σωτηρία δεν θα υπήρχε – Εκείνος σήκωσε πάνω Του τις αμαρτίες όλων μας – οπότε και ο θάνατός Του έβαλε τέλος και στην κυριαρχία του θανάτου. Έτσι κι αλλιώς ζούμε την πιο προνομιακή περίοδο της ζωής της ανθρωπότητας μετά τον ερχομό του Χριστού: ο θάνατος «κατεπόθη» και δεν υφίσταται. Η «ζωή κυριεύει», αρκεί βεβαίως να θέλουμε τον Χριστό στη ζωή μας!

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΦΕΒΡΩΝΙΑ Η ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ

«Αυτή η αοίδιμη από νεαρής της ηλικίας σήκωσε τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και ήλθε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν στα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, σε πόλη που ονομαζόταν Νήσιβη (η Αντιόχεια της Μυγδονίας), έγινε μοναχή και ξεπέρασε όλες τις καλόγριες του μοναστηριού κατά την άσκηση και τη σύνεση και κατά τη μελέτη των θείων Γραφών. Ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών ήταν η οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, το 288 μ.Χ., επειδή ο ηγεμόνας Σελήνος δίωκε τους χριστιανούς, οι μεν υπόλοιπες καλόγριες έφυγαν από το μοναστήρι, ζητώντας να σωθούν από τον θάνατο, η δε μακαρία Φεβρωνία, επειδή ήταν ασθενής, δεν μπόρεσε να φύγη, αλλά βρισκόταν κατάκοιτη πάνω σε ένα κρεββάτι, ενώ πλησίον της καθόταν η ηγουμένη Βρυαίνη και η ονομαζόμενη Ιερία. Εκεί λοιπόν πήγαν οι στρατιώτες του Σελήνου και αφού σύντριψαν τις θύρες με πελέκεις, μπήκαν στο μοναστήρι, κι αμέσως γύμνωσαν τα μαχαίρια τους, θέλοντας να κατακόψουν τη Βρυαίνη. Παρεκάλεσε όμως αυτούς ο Πρίμος ο ανιψιός του Λυσιμάχου νά μην την κτυπήσουν, διότι αυτός φερόταν πάντοτε προς τους χριστιανούς με συμπάθεια και ευσπλαχνία. Άρπασαν τότε τη Φεβρωνία και την έφεραν στον Σελήνο, ενώ ακολουθούσαν τη Φεβρωνία η Βρυαίνη, η Ιερία και η Θωμαΐδα, οι οποίες την στήριζαν στην πίστη και την νουθετούσαν να μη φοβηθεί τα βάσανα ούτε να προδώσει την ευσέβεια στον Χριστό. Παρακινούσαν δε αυτήν να ενθυμηθεί τις αδελφές Λιβύα και Λεωνίδα, από τις οποίες η μεν Λιβύα αποκεφαλίστηκε για τον Χριστό, η Λεωνίς παραδόθηκε στη φωτιά, η δε νέα Ευτροπία, όταν άκουσε να της λέγει η μητέρα της ῾Μη φύγεις, τέκνο μου᾽, αμέσως έδεσε τα χέρια της πίσω κι αφού έκλινε τον λαιμό της στον δήμιο, θανατώθηκε με προθυμία.

Και η μεν Βρυαίνη, αφού δίδαξε τη Φεβρωνία, επανήλθε στο μοναστήρι κλαίγοντας και θρηνώντας, γιατί φοβόταν για το άδηλο τέλος της. Γι᾽ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να της χαρίσει νίκη κατά του διαβόλου. Η δε Θωμαΐς και Ιερία, αφού ντύθηκαν ανδρικά φορέματα και ενώθηκαν με τους υπηρέτες, ακολουθούσαν τη Φεβρωνία. Οδηγήθηκε λοιπόν η αγία στον Λυσίμαχο, τον ανιψιό του Σελήνου, και ρωτήθηκε από αυτόν να πει ποιο είναι το όνομά της, το γένος της και η θρησκεία της. Η δε μάρτυς αντί άλλης αποκρίσεως έλεγε ότι είναι χριστιανή. ´Υστερα δε ο θείος του Σελήνος επιχείρησε να μεταθέσει την αγία από την πίστη του Χριστού με κολακείες, αλλά επειδή δεν μπόρεσε, πρόσταξε να την ξαπλώσουν από τα τέσσερα μέρη, και από κάτω να την καίνε με φωτιά, ενώ από πάνω να την δέρνουν με ραβδιά. Επειδή δε όχι μόνο πλήγωσαν την αμνάδα του Χριστού από τους δαρμούς, αλλά έριχναν ακόμη και λάδι στη φωτιά, γι᾽ αυτό διαλύθηκαν οι σάρκες της μακαρίας Φεβρωνίας και έπεφταν κατά γης. Έπειτα την κρέμασαν και την ξέσχιζαν με σιδερένια νύχια και την έκαιγαν με τη φωτιά. Μετά από αυτά έκοψαν τη γλώσσα της, την οποία η αγία με ανδρεία πολλή μόνη της την έβγαλε έξω από το στόμα της. Έπειτα ξερίζωσαν τα δόντια της και έκοψαν με μαχαίρι τους δύο μαστούς της, και πάνω στο κόψιμο έβαλαν κάρβουνα αναμμένα. ´Υστερα έκοψαν τα χέρια και τα πόδια της αγίας και τελευταία την αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε η τρισόλβια τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Κατά προσταγή του Λυσιμάχου μαζεύτηκε από τους χριστιανούς το σώμα της αγίας και οδηγήθηκε στο μοναστήρι της διά μέσου του Φίρμου του κόμητα. Το βάσταζαν δε και στρατιώτες μαζί με τον Φίρμο. Και τα μεν άλλα μέλη της αγίας συναρμόστηκαν το καθένα στην τάξη και τη φυσική του αρμονία, τα δε δόντια της τέθηκαν πάνω στο στήθος της. Και έτσι μαζεύτηκαν επίσκοποι και κληρικοί με μοναχούς και πλήθος πολύ από τους χριστιανούς, και ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους και κάνοντας αγρυπνία, ενταφίασαν το μαρτυρικό εκείνο και άγιο λείψανο.

Λένε δε ότι όταν κατ᾽ έτος τελείτο η μνήμη της αγίας στο μοναστήρι, βλεπόταν η μάρτυς κατά το μεσονύκτιο να είναι παρούσα μαζί με τις άλλες αδελφές και να συμψάλλει και να αναπληρώνει τον τόπο, στον οποίο και όταν ήταν ζωντανή στεκόταν, μέχρι ότου γινόταν η ευχή. Μία δε φορά θέλησε η Βρυαίνη να την πιάσει, αλλά αμέσως έγινε άφαντη. Ο δε Λυσίμαχος θεώρησε ως βαρειά συμφορά το μαρτύριο της αγίας, και διότι καταγόταν από μητέρα χριστιανή και διότι ο θείος του Σελήνος έδειξε μεγάλη απανθρωπιά και ωμότητα στη μάρτυρα, καθώς κατέστρεψε το κάλλος της νέας παρθένου, το οποίο ήταν σχεδόν υπεράνθρωπο. Γι᾽ αυτό από τη λύπη και την πικρία της ψυχής του τότε μεν δεν έφαγε, αλλά θρήνησε και έκλαψε πικρά τον θάνατο της αγίας, ύστερα δε, πίστεψε στον Χριστό μαζί με τον Πρίμο, και έλαβε μαζί με εκείνον το άγιο βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έγινε έξω φρενών, κοίταξε προς τον ουρανό και μούγγρισε σαν βόδι. Έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολόνα, οπότε ο κακός στην ψυχή έφυγε από τη ζωή αυτή με κακό τρόπο. Τελείται δε η σύναξη της αγίας και η εορτή της στον ναό του αγίου προφήτου προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη, που βρίσκεται στην Οξεία».

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Ο υμνογράφος άγιος Θεοφάνης κινείται πάνω στις ράγες του μαρτυρίου όλων των οσιομαρτύρων γυναικών: προβάλλει το μαρτύριο της αγίας Φεβρωνίας ως την κατακόσμηση της αγιασμένης ασκητικής διαγωγής της. Πρώτα δηλαδή η αγία  έζησε θαυμαστά ως μοναχή στο μοναστήρι της κι έπειτα, όταν οι περιστάσεις το κάλεσαν, πρόσφερε τον εαυτό της θυσία στον Κύριο με το μεγάλο και θαυμαστό μαρτύριό της. (ωδή η´). Γι᾽ αυτό και δεν βλέπει να υπάρχει στην αγία καμμία κηλίδα αμαρτίας: όλη η ζωή της ήταν μία σπουδή πάνω στην αγάπη της προς τον Κύριο. «Δεν υπάρχει καμμία κατηγορία σε σένα, πανεύφημε Φεβρωνία. Διότι εσύ από δύο μεριές σπούδασες να ευαρεστήσεις τον Λυτρωτή και Εραστή σου που είχες ποθήσει: πρώτον στολισμένη με τους κόπους της μοναχικής άσκησης, δεύτερον στολισμένη με τους άθλους των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή δ´).

Έτσι αιτία της θαυμαστής ζωής της αγίας ήταν η φλογερή αγάπη της προς τον Θεό. Η αγία κατέβαλε τον δικό της οβολό: την αγάπη της αυτήν («Εξ απαλών ονύχων πόθησες, μάρτυς, την αιώνια πηγή της αγάπης, την επιθυμητή από όλους τους λογικούς ανθρώπους» - ωδή δ´) κι Εκείνος την ανέλαβε αφενός ενισχύοντάς την καθ᾽ όλη τη διάρκεια της επί γης πορείας της («Συ, τώρα, στερέωσες με την παντοδύναμη δεξιά Σου, Δέσποτα, την ένδοξη Φεβρωνία που αγωνιζόταν μαρτυρικά» - ωδή γ´. «Ο άγγελος που σε έσωζε, πανεύφημε Φεβρωνία, σε προστάτευε από παντού» - στιχηρό εσπερινού),  αφετέρου προσλαμβάνοντάς την στην ένδοξη βασιλεία Του («Αξιώθηκες να επιτύχεις μακαριστό τέλος, καθώς τώρα συμβασιλεύεις με τον Χριστό» -ωδή θ´).

Ο άγιος Θεοφάνης προβαίνει και σε μία σημαντική επισήμανση ως προς την ασκητική διαγωγή της αγίας Φεβρωνίας που της έδωσε και τη χάρη να μείνει μέχρι τέλους σταθερή και στο μαρτύριο. Η αγία ζούσε ως μοναχή έχοντας καθημερινή μελέτη της τον θάνατο. Μελετώντας τον θάνατο βρισκόταν σε εκείνη την πνευματική εγρήγορση, ώστε όταν κλήθηκε για το μαρτύριο όχι απλώς το δέχτηκε, αλλά έτρεξε προς αυτό. «Λάμπρυνες, μάρτυς Φεβρωνία, την ψυχή σου με την αδιάκοπη μελέτη του θανάτου, γι᾽ αυτό και έτρεξες προς το ύψος του μαρτυρίου, οδηγημένη στον Χριστό μέσα από πολλά βάσανα» (ωδή α´). Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι κανείς δεν μπορεί να βαδίσει ορθά την πνευματική ζωή, αν δεν σκέπτεται ότι η κάθε ημέρα του μπορεί να είναι η τελευταία. Η μνήμη του θανάτου θεωρείται ως χάρη του Θεού, γιατί ακριβώς κάνει τον έχοντα αυτήν να βρίσκεται ξύπνιος πνευματικά, συνεπώς σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δαιμονική προσβολή είτε μέσω των παθών είτε μέσω των διώξεων.

«Θυμίσου το τέλος σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ»,  μας επισημαίνει  ήδη ο λόγος του Θεού, όπως κι ο απόστολος Παύλος αποκάλυπτε για τον εαυτό του ότι «καθ᾽ ημέραν απέθνησκε», κάθε ημέρα περίμενε ότι μπορεί να είναι η τελευταία του. Η αγία Φεβρωνία είχε τη χάρη αυτή κι ίσως πρέπει κι εμείς να εντάξουμε στα αιτήματα της προσευχής μας κι αυτό: να μας δίνει ο Θεός τη χάρη να θυμόμαστε το τέλος μας. Αν ῾κοντύνουμε᾽ την προοπτική της ζωής μας:  παλεύουμε για την αγιότητα της κάθε ημέρας, της σημερινής, ίσως δεν θα αργήσουμε κι εμείς να βρεθούμε μέσα στην έκπληξη της μεγάλης χάρης που δίνει ο Κύριος σε όλους αυτούς που Τον προσμένουν.