23 Νοεμβρίου 2022

Ο ΠΕΛΕΚΥΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ: ΑΓΙΟΣ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΙΚΟΝΙΟΥ

«Ο άγιος Αμφιλόχιος, αφού πέρασε από νεαρή ηλικία κάθε εκκλησιαστικό βαθμό, και λάμποντας  από την άσκηση και τη θεία γνώση, με την ψήφο του λαού προχειρίζεται επίσκοπος της πόλης των Ικονιέων, στους χρόνους των βασιλέων Ουαλεντινιανού και Ουάλεντα, ενώ  η ζωή του παρατάθηκε μέχρι του Θεοδοσίου του μεγάλου βασιλιά και των υιών του. Αυτός, επειδή έγινε διδάσκαλος της ορθόδοξης πίστης και αντιτάχθηκε δυνατά κατά της αιρετικής πλάνης του Αρείου, υπέμεινε πολλούς διωγμούς και θλίψεις από τους ασεβείς, γενόμενος συναγωνιστής των μακαρίων Πατέρων κατά της βλασφημίας του Ευνομίου. Ο Αμφιλόχιος υπήρξε ένας από τους εκατόν πενήντα Πατέρες της Δευτέρας Οικουμενικής Συνόδου (381 μ.Χ.) και αγωνίστηκε πολύ κατά του πνευματομάχου Μακεδονίου και των μαθητών του Αρείου. Μετά την επικράτηση  στη βασιλεία του Θεοδοσίου του Μεγάλου και την παράδοση από αυτόν πάλι όλης της εξουσίας της Δύσεως στον Ουαλεντινιανό τον νέο, και μετά την επάνοδο του Θεοδοσίου ως νικητή, αφού κατέστρεψε  τον τύραννο Μάξιμο, προσήλθε σ’  αυτόν ο μέγας Αμφιλόχιος και τον παρότρυνε  να απομακρύνει τους Αρειανούς και να δώσει τις εκκλησίες πίσω στους ορθοδόξους. Επειδή όμως ο βασιλιάς δεν έκανε τίποτε, μηχανεύτηκε ο θαυμάσιος το εξής: Πήγε στα ανάκτορα και τον μεν βασιλιά Θεοδόσιο τον χαιρέτισε, τον δε υιό του Αρκάδιο περιφρονώντας τον δεν τον χαιρέτισε. Ο Βασιλιάς δυσανασχετώντας  από το γεγονός αυτό, χαρακτήριζε δικιά του προσβολή την ατιμία που έδειξε ο Αμφιλόχιος στο παιδί του. Αυτός τότε με πολύ σοφό τρόπο αποκάλυψε τον σκοπό της ενέργειάς του και είπε: Βλέπεις, βασιλιά, πώς δεν υποφέρεις εσύ την ατίμωση του παιδιού σου, αλλά δυσανασχετείς; Πίστεψε λοιπόν ότι κατά παρόμοιο τρόπο και ο Θεός αποστρέφεται και μισεί αυτούς που βλασφημούν τον Υιό του Θεού. Τότε κατάλαβε ο βασιλιάς και έγραψε νόμους που απαγόρευαν τους συλλόγους των αιρετικών. Αυτός ο αοίδιμος άνδρας, αφού ποίμανε για πολλά χρόνια το ποίμνιο του Χριστού και συνέταξε ορθόδοξους λόγους, έφτασε σε βαθύ γήρας και αναπαύτηκε εν ειρήνη».

 

Το συντριπτικό ποσοστό των ύμνων για τον άγιο Αμφιλόχιο, γραμμένων από τον υμνογράφο της Εκκλησίας άγιο Θεοφάνη, έχει ως κύριο περιεχόμενο  το ύψος της θεολογίας του Αμφιλοχίου, θεολογίας τέτοιας με την οποία αφενός διατράνωσε την ορθόδοξη πίστη, ιδίως για την αγία Τριάδα, αφετέρου κατατρόπωσε τους δυσσεβείς αιρετικούς, ιδίως τους Αρειανούς και τους Πνευματομάχους, γενόμενος έτσι «πέλεκυς των αιρέσεων». Γι’  αυτόν τον λόγο ο άγιος υμνογράφος θεωρεί τον εκκλησιαστικό αυτόν Πατέρα ως «νυμφαγωγό της Εκκλησίας του Χριστού, την οποία κόσμησε με το κάλλος των λόγων του και την ωραιότητα της ορθοδοξίας του», στου οποίου τους λόγους όποιος εντρυφά αποκτά δύναμη και νεύρο πνευματικό («τοις τούτου διδάγμασι και θεολογίαις νευρούμενοι»). Φτάνει μάλιστα ο ποιητής  Θεοφάνης να χαρακτηρίζει τον άγιο Πατέρα, χωρίς όμως να τον κατονομάζει με το συγκεκριμένο όνομα, ως νέο Σολομώντα, δεδομένου ότι «η ενυπόστατη Σοφία, ο Χριστός, του έδωσε πλούτο και δόξα μεγάλη, ακριβώς γιατί θεολόγησε ορθόδοξα και κατέβαλε την αλαζονεία των αιρέσεων».

Ο τονισμός του αγίου Αμφιλοχίου ως «ιερωτάτου οργάνου της θεολογίας» από τον εκκλησιαστικό ποιητή δεν είναι αυθαίρετος. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, όπως παρατηρούν διαπρεπείς Πατρολόγοι,  η ίδια η Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδος (381 μ.Χ.) αναγνώρισε το κύρος του και τον ευρύτερο ρόλο του στην Εκκλησία, ενώ από την άλλη με τη θεολογία που άσκησε, βρισκόμαστε μέσα στο κλίμα και την ατμόσφαιρα της θεολογίας των μεγάλων Καππαδοκών Πατέρων, δηλαδή του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Γρηγορίου Νύσσης. Είναι εξόχως σημαντικό και συγκινητικό να μαθαίνει κανείς ότι ο άγιος Αμφιλόχιος ήταν πνευματικό τέκνο του Μ. Βασιλείου, πρώτος εξάδελφος του Γρηγορίου του Θεολόγου, φίλος του Γρηγορίου Νύσσης. Και ναι  μεν δεν ήταν ο ίδιος παφλασμός θεολογίας, σαν τους τρεις αυτούς μεγίστους Πατέρες, έδρασε όμως ως απαλός φλοίσβος, ως ήρεμη δύναμη, η οποία ερχόταν να εδραιώνει, εκεί που βρέθηκε ως ποιμένας, την ορθόδοξη πίστη και ζωή. Θα έλεγε κανείς ότι λόγω ακριβώς της καλής του προαίρεσης, του έδωσε ο Θεός τη χάρη της πλήρους αφομοίωσης της ορθόδοξης θεολογίας, και μάλιστα της χαρισματικής μεταποίησης αυτής σε ποιητικούς στίχους. Για παράδειγμα, ο άγιος Αμφιλόχιος έγραψε ένα εκτενές συμβουλευτικό ποίημα, το «Ίαμβοι  προς Σέλευκον», που απηύθυνε στον νεαρό Σέλευκο προς κατήχηση και καθοδήγησή του, μέσα στο οποίο ενσωμάτωσε πολλά στοιχεία από το έργο του πνευματικού του πατέρα Μ. Βασιλείου «Προς τους νέους πώς μπορούν να ωφεληθούν από τα ελληνικά-ειδωλολατρικά γράμματα».

Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής όμως Θεοφάνης, ως καλός γνώστης και αυτός της όλης πνευματικής ζωής και της θεολογίας, δεν μένει σε μία απλή περιγραφή της θεολογικής δεινότητας του αγίου Αμφιλοχίου και της επιδράσεώς της στον κόσμο. Επιχειρεί και μία «διείσδυση» στα άδυτα της ψυχής του, για να αποκαλύψει το πώς έφθασε να γίνει «θεολόγος γλώσσα» και «όργανον θεολογίας». Κι αυτά που ανασύρει είναι πράγματι πολύ εποικοδομητικά. Τι μας λέει επ’ αυτού λοιπόν ο Θεοφάνης; Προϋπόθεση της θεολογίας του Αμφιλοχίου ήταν η εμπειρία της πνευματικής ζωής. Οικοδόμησε, σημειώνει, τον εαυτό του με τον φόβο του Θεού, καθάρισε την ψυχή του έτσι από τους μολυσμούς της αμαρτίας, φωτίστηκε από τον Θεό. Μία διαδικασία δηλαδή, την οποία όποιος θέλει να είναι θεολόγος δεν μπορεί να παρακάμψει. Όποιοι επιχείρησαν να θεολογήσουν χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις καθάρσεως της ψυχής, απλώς «ετεχνολόγησαν», για να θυμηθούμε έκφραση και πάλι των Καππαδοκών Πατέρων. «Αφού οικοδόμησες τον εαυτό σου με τον θείο φόβο και τήρησες την ψυχή σου καθαρή από τους μολυσμούς της αμαρτίας, θεόληπτε, αναδείχτηκες ιερότατο όργανο της θεολογίας». Κι αλλού: «Αφιέρωσες ολοκληρωτικά τον εαυτό σου στον Θεό και έγινες μεγαλόφωνος θεοκήρυκας,  Πάτερ, παμμακάριστε Αμφιλόχιε». Είθε η άφθονη χάρη που προσφέρει ο άγιος Αμφιλόχιος – Πατέρας με μεγάλη ευαισθησία στην οικοδομή των πιστών – να έλθει και σε εμάς, φέρνοντάς μας και τη λύση των πταισμάτων μας. 

22 Νοεμβρίου 2022

ΜΕ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΙΑΚΩΒΟ ΤΟΝ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

Ο νέος ιερέας διάβηκε την κεντρική θύρα του μοναστηριού και προχώρησε προς το εσωτερικό της αυλής. Συνόδευε έναν σεβαστό καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ο οποίος διατηρούσε ιδιαίτερες σχέσεις με τον άγιο Γέροντα της Μονής. Σεβόταν εξαιρετικά  ο καθηγητής τον Γέροντα κι εκείνος με τη σειρά του ανταπέδιδε τον δικό του σεβασμό, λέγοντας πάντοτε ότι αισθάνεται ανάξιος να έρχονται να τον χαιρετούν, να τον προσκυνούν άνθρωποι ξεχωριστής μόρφωσης, με μεγάλες θέσεις στην κοινωνία, ενώ ο ίδιος είναι ένα «μουρλόπραμα». Ο άγιος Γέροντας της μονής του οσίου Δαβίδ Ευβοίας, ο πατήρ Ιάκωβος Τσαλίκης! Αυτός που και Πατριάρχες και Αρχιεπίσκοποι και Επίσκοποι και ένα σωρό άλλοι κληρικοί, μαζί με τον απλό κόσμο, έπιναν νερό στο όνομά του. Κι όσο τον προσήγγιζαν και τον τιμούσαν, τόσο και αυτός ήθελε να φεύγει, να μην αυξάνει τις αμαρτίες του, να μη σωρεύει οργή κατά την ημέρα της κρίσεως. Γιατί, αν τώρα με τιμούν – τόνιζε - ο Χριστός μας θα μου πει την ημέρα της κρίσεως:  «εσύ απέλαβες τον μισθόν σου».

Ο νέος κληρικός αισθανόταν κατανυγμένος. Είχε προετοιμαστεί για το προσκύνημα στον αγιασμένο τόπο -  είχε προηγηθεί μάλιστα και το άλλο μεγάλο προσκύνημα, στον όσιο Ιωάννη τον Ρώσο, στο Προκόπι Ευβοίας. Και τώρα βρισκόταν εκεί που άγιασε η μεγάλη μορφή του αγίου Δαβίδ του Γέροντος, εκεί που αγιάζει ο σπουδαίος Γέροντας π. Ιάκωβος, εκεί που προκαλούνται σε μετάνοια και αγιασμό χιλιάδες άνθρωποι προσκυνητές από όλα τα πέρατα της οικουμένης. Γιατί ο Γέροντας εδώ και χρόνια, χωρίς να το επιδιώκει καθόλου, είχε γίνει γνωστός στον πολύ κόσμο. Τον έκαναν γνωστό η αγιότητά του και τα θαυμαστά έργα που επιτελούσε δι᾽ αυτού ο Κύριος και ο όσιος Δαβίδ. Όσοι τον είχαν γνωρίσει είχαν και κάτι να διηγηθούν για τη λύση ενός προβλήματός τους, για την υπέρβαση ενός αδιεξόδου στο οποίο είχαν βρεθεί, για το στήριγμά τους στην πίστη και μόνο από τη θέα του ταπεινού προσώπου του.

Θυμόταν ο προσκυνητής παπάς την εντύπωση των νέων παιδιών, που είχαν επισκεφτεί το Μοναστήρι από μια κοντινή Κατασκήνωση που βρίσκονταν: μόλις εμφανίστηκε ο π. Ιάκωβος τα παιδιά σαν να μαγνητίστηκαν. Στράφηκαν όλα προς αυτόν και άρχισαν να φωνάζουν σε κατάσταση σχεδόν έκστασης:  «ο άγιος, ο άγιος!» Κι εκείνος, ενώ πήγε να κρυφτεί στην αρχή, δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει την αγάπη του προς τα παιδιά. Τα πλησίασε, τα ευλόγησε, «χάθηκε» ανάμεσά τους… Ένα παιδί κι αυτός ανάμεσα στα άλλα… Συνέβη εκείνο που συνέβαινε με τον όσιο Σεραφείμ τον Σάρωφ:  απέφευγε τους ανθρώπους, για να μην τον τιμούν. Αλλά δεν μπορούσε να αντισταθεί στην παρουσία των παιδιών. Και το ξέρανε οι μεγάλοι και έπαιρναν παιδιά μαζί τους, τα οποία έβαζαν να τον φωνάζουν, «παγιδεύοντάς» τον με τον τρόπο αυτό…

Ο Γέροντας, ειδοποιημένος από τους καλογέρους του ότι είχε έλθει ο καθηγητής της Θεολογίας, ο σεβαστός του καθηγητής, εμφανίστηκε στην αυλή, μπροστά από το Κυριακό της Μονής. Και μόλις εμφανίστηκε τι έκανε και συγκλόνισε τον κληρικό;  Πριν προλάβει ο κληρικός να προβεί σε οποιαδήποτε κίνηση, μάλλον την ώρα που ήταν έτοιμος να σκύψει και να φιλήσει το αγιασμένο χέρι, ο Γέροντας με ταχύτητα νεανική έσκυψε πρώτος και προσκύνησε τον παπά. Του άρπαξε το χέρι και το ᾽φερε στα άγια χείλη του. Και για να δικαιολογηθεί, μάλλον για να μην αισθανθεί άβολα ο κληρικός, του είπε:  «Παπάς δεν είστε;»

Θα μπορούσε ο τριανταπεντάρης ιερέας, ο οποίος αριθμούσε στην ιερωσύνη περίπου τρία χρόνια, να τραβήξει το χέρι του από σεβασμό στον Γέροντα. Να μην αφήσει τον ηγούμενο, τον φημισμένο, τον άγιο, να ασπαστεί το δικό του. Μα δεν το έκανε. Με επίγνωση. Γιατί αστραπιαία του ήλθε στο μυαλό ένα παρόμοιο περιστατικό από το Γεροντικό με τον άγιο Πατέρα και Οικουμενικό Δάσκαλο της Εκκλησίας Μέγα Βασίλειο. Βρέθηκε, λέει η ιστορία, σε ένα Μοναστήρι από αυτά που ήταν στη δικαιοδοσία του, της αρχιεπισκοπής της Καισαρείας. Και ζήτησε από τον ηγούμενο να του στείλει, προκειμένου να τον διακονήσει όσο θα έμενε εκεί, έναν καλόγερο με ταπεινό φρόνημα.  Θέλησε να τον δοκιμάσει ο μέγας άγιος. Και τι έκανε;  Αφού τον έβαλε να του χύσει νερό από την κανάτα για να πλυθεί, με πολύ φυσικό τρόπο την πήρε έπειτα ο ίδιος και είπε στον καλόγερο να του ρίξει κι αυτός νερό για να πλυθεί. Κι ο καλόγερος, χωρίς ψευτοταπεινώσεις και ταπεινολογίες, με σιωπή, άπλωσε τα χέρια του και δέχθηκε τη διακονία απέναντί του του αρχιεπισκόπου Καισαρείας, του φωστήρα της Οικουμένης, Μεγάλου Βασιλείου. Τόσο εντυπωσιάστηκε ο άγιος, ώστε την επομένη είπε στον ηγούμενο ότι θα τον χειροτονήσει διάκονό του και θα τον πάρει μαζί του.

Η εικόνα αυτή που ήλθε στο μυαλό του ιερέα συνοδεύτηκε και με έναν λογισμό:  ο Γέροντας είναι ένας άγιος άνθρωπος. Έκρινε ότι έτσι έπρεπε να φερθεί απέναντί μου:  να μου φιλήσει πρώτος το χέρι. Προφανώς το έκανε σε όλους τους κληρικούς, ανεξαρτήτως βαθμού και ηλικίας. Λοιπόν, γιατί να μην υπακούσω στην κρίση του και στην ταπείνωση της πράξης του; Το χέρι του λοιπόν δεν το… τράβηξε. Τα άγια χείλη του π. Ιακώβου ακούμπησαν με ευλάβεια σ᾽ αυτό, κι ένιωσε ο ιερέας σαν να το ασπάστηκαν χιλιάδες άγγελοι του ουρανού.

Με περισσή κατάνυξη, αλλά… δεύτερος, φίλησε κι αυτός με άπειρο σεβασμό το τίμιο μέλος του Χριστού, κι άκουσε την ουράνια φωνή του Γέροντα να τον προσφωνεί με το όνομά του και να του λέει γεμάτος χαρά:  «Ελάτε ένα Σάββατο να μας λειτουργήσετε, σας παρακαλώ». Τον έπιασε ο Γέροντας έπειτα απαλά από το μπράτσο. «Πάτερ», είπε, «πόσοι άλλοι ιερείς είναι στον ναό που υπηρετείτε;» «Πέντε, Γέροντα», απάντησε ο παπάς με συστολή. «Υπομονή, παιδί μου, υπομονή».

Δεν του είπε κάτι άλλο. Οδήγησε τον καθηγητή, τον ιερέα και μια μικρή συνοδεία που είχανε μέσα στο Κυριακό να προσκυνήσουν. Έφεραν  και την αγία κάρα του οσίου Δαβίδ. Προσκύνησαν με συναίσθηση όλοι τους, ενώ ο Γέρων ηγούμενος εξηγούσε το πόσο θαυματουργός είναι ο άγιος και πόσο κοντά τους βρίσκεται. Κι όχι μόνο στους μοναχούς του μοναστηριού, αλλά και σε καθένα που εν πίστει θα τον επικαλεστεί.

Σε λίγη ώρα παρακάθισαν για γεύμα στην Τράπεζα. Ο Γέροντας, ο παπάς, ο καθηγητής, ένας νεαρός θεολόγος από τη συνοδεία του καθηγητή, κάποιοι άλλοι ακόμη προσκυνητές. Ο Γέροντας έκανε τάχα πως έτρωγε. Στην πραγματικότητα «ανακάτευε» το φαγητό, βάζοντας ελάχιστες μπουκιές στο στόμα του. Και μιλούσε, κι εξηγούσε κι αποκάλυπτε τα θαυμάσια του Θεού και του οσίου της Μονής. Με τον δικό του μοναδικό και σεμνό τρόπο. Σε καταιγιστικό ρυθμό. Και με τη βροντώδη φωνή του, που έκανε να σείεται και η πιο κρυμμένη χορδή της καρδιάς του όποιου μακάριου ακροατή του…

Και τι δεν έλεγε;  Αλλά με επίκεντρο πάντοτε την αγάπη του Θεού και των αγίων Του. Στην αγάπη αυτή εστίαζε ο μακαριστός Γέρων, η οποία τον έκανε να δακρυρροεί και να προσπαθεί απεγνωσμένα να κρύψει τα δάκρυά του… Κι εκεί που έλεγε και τα χείλη του έσταζαν το μέλι της ορθόδοξης πίστης, διέκοπτε, για να στραφεί, όχι μια, αλλά δυο και τρεις φορές,  στον νεαρό θεολόγο της συντροφιάς. «Ποιος είναι ο νεαρός;» ρωτούσε τον καθηγητή, κι ένιωθες τη ματιά του να αστράφτει  από χαρά όταν άκουγε την απάντηση:  «Είναι γνωστός μου, συγγενής μου, καθηγητής θεολόγος».  «Πολύ καθαρή καρδιά», σαν να μονολογούσε ο Γέροντας. Για να συνεχίσει τις ουράνιες διηγήσεις του, και να επανέλθει και πάλι στον θεολόγο. Στο τέλος είπε:  «Δεν ξέρω πώς τον βλέπετε εσείς, εγώ τον βλέπω διαφορετικά!» Μυστήριο ο λόγος που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε κανείς να αποκρυπτογραφήσει. Μόνο μετά από κάποια χρόνια το κατάλαβαν οι μέτοχοι τότε της πνευματικής αλλά και υλικής εκείνης πανδαισίας. Ο νεαρός θεολόγος εισήλθε στον κλήρο. Έγινε ιερέας, κι αυτό ήταν εκείνο που «έβλεπε» διορατικά ο αγιασμένος Γέρων:  «εγώ τον βλέπω διαφορετικά…!»

Μετά το γεύμα ο ιερέας έκανε ένα γύρο την αυλή του μοναστηριού. Ρουφούσε την όλη ατμόσφαιρα. Τα μάτια του αναπαύονταν εκεί που και οι πέτρες ανέβλυζαν το μύρο του ουρανού. Στ᾽ αυτιά του ηχούσαν ακόμη τα λόγια του Γέροντα. Θαρρούσε πως από κάποια γωνιά θα ξεπροβάλλει και ο όσιος Δαβίδ.

«Πάτερ, πάτερ», μια φωνή τον επανέφερε στην πραγματικότητα! «Πάτερ, εδώ». Πλησίασε. Ένας μεσήλικας με πυτζάμες και με πατερίτσες ήταν στο κιόσκι της αυλής  και τον φώναζε.

«Χαίρετε», είπε ο παπάς και χαμογέλασε στον άνθρωπο. Είδε ότι δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια του. «Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;» είπε λίγο αναστατωμένος, βλέποντας τον δακρυσμένο άνθρωπο. «Σας συμβαίνει τίποτε;»  

«Πάτερ, ο Θεός μού έκανε μέσα από τον άγιο Γέροντα και τον όσιο Δαβίδ ένα μεγάλο θαύμα. Τα δάκρυά μου είναι δάκρυα χαράς και αγαλλίασης».

Ο ιερέας πλησίασε περισσότερο. «Τι έγινε;» ρώτησε κι η προσοχή του εντάθηκε για να ακούσει το θαύμα.

 «Βλέπετε, πάτερ, το πόδι μου; Είναι κομμένο, γι᾽ αυτό και είμαι με τις πατερίτσες. Ένα ατύχημα δυστυχώς στη δουλειά μου, με έφερε σ᾽ αυτήν την κατάσταση. Το πρόβλημα όμως δεν είναι τόσο αυτό. Το πρόβλημα είναι ότι η πληγή δεν έκλεινε. Παρ᾽ όλα τα φάρμακα που έπαιρνα και τις ιατρικές φροντίδες, παρέμενε ανοικτή. Ο γιατρός στο νοσοκομείο που πήγαινα μου είπε ότι δεν θα αποφύγω την εγχείρηση, αλλά και πάλι με αμφίβολα αποτελέσματα. Απογοητεύτηκα. Όχι μόνο δεν είχα ολόκληρο το πόδι μου, αλλά επιπλέον είχα και την πυορροούσα πληγή. Μου είπαν για τον όσιο Δαβίδ και τον άγιο Γέροντα Ιάκωβο. Τους  θεώρησα ως την τελευταία ελπίδα μου. Ήλθα στον Γέροντα, του είπα το πρόβλημα, μου έδωσε θάρρος, με σταύρωσε με την κάρα του οσίου Δαβίδ. Πήγα την προγραμματισμένη ημέρα για την εγχείρηση. Καθώς με ετοιμάσανε κι ήλθε ο γιατρός για να επιχειρήσει το κλείσιμο της πληγής, τον είδα να ασπρίζει. Ταραγμένος με ρώτησε, πού πήγα και έκανα την επέμβαση, και γιατί τότε ήλθα και σ᾽ αυτόν. «Μα τι λέτε, γιατρέ;» του απάντησα. «Τώρα ήλθα στο νοσοκομείο, χωρίς να έχω πάει πουθενά αλλού».

 »Πάτερ, τα λόγια του τα θυμάμαι ακριβώς όπως μου τα είπε: «Εδώ  έχει γίνει εγχείρηση, και μάλιστα με τέλειο τρόπο. Ούτε ο Κούλεϊ στην Αμερική δεν θα έκανε τόσο τέλεια τομή! Το πόδι είναι… εγχειρισμένο. Δεν χρειάζεται απολύτως τίποτε άλλο».

…Εγώ έπεσα από τα σύννεφα. Δεν μπορούσα να καταλάβω. Ή μάλλον άρχισα κάτι να υποψιάζομαι. «Γιατρέ», του είπα επιφυλακτικά. «Πριν έλθω εδώ, είχα πάει σ᾽ ένα μοναστήρι και μου σταύρωσε το πόδι ένας άγιος Γέροντας, εκεί στην Εύβοια. Στο μοναστήρι του οσίου Δαβίδ». Ο γιατρός άκουγε εκστατικός. «Επιστημονικά δεν μπορώ να  εξηγήσω αυτό που βλέπω», μουρμούρισε. «Την πληγή την θυμάμαι, έχουμε άλλωστε και τα ιατρικά αποδεικτικά, και λογικά δεν μπορεί να συμβεί ό,τι συνέβη».

«Προφανώς, πάτερ», κατέληξε ο μεσήλικας με τις πατερίτσες και το κομμένο πόδι, «ο γιατρός κάτι θα πίστευε σε Θεό, γιατί με τον συγκλονισμό ακόμη στα μάτια του, πρόσθεσε: - Το μόνο που πρέπει λοιπόν να κάνεις είναι να πας στο μοναστήρι αυτό και πάλι, και να ανάψεις ένα κερί σαν το μπόι σου. Γιατί μάλλον βρισκόμαστε μπροστά σ᾽ ένα θαύμα». Κι έτσι, πάτερ, βρέθηκα εδώ. Πήρα ταξί μαζί με τη γυναίκα μου κι ήρθαμε να ευχαριστήσουμε από την καρδιά μας τον όσιο και τον άγιο Γέροντα».

Ο ιερέας δεν μιλούσε. «Ο Θεός σάς ευλόγησε πράγματι», βρήκε μόνο να πει, «μέσα από τον όσιό του Δαβίδ, αλλά και μέσα όντως από τον άγιο ηγούμενο. Γιατί για να ενεργήσει μ᾽ έναν τέτοιο άμεσο τρόπο ο όσιος, έπρεπε κάποιος με μεγάλη παρρησία προς αυτόν και τον Θεό να τον παρακινήσει. Κι αυτός είναι ο καλός υπηρέτης του, ο π. Ιάκωβος. Ευλογημένο το όνομα του Κυρίου».

Ο ιερέας χαιρέτισε και απομακρύνθηκε. Ο Γέρων Ιάκωβος ήταν και πάλι έξω με τον καθηγητή και τη λοιπή συνοδεία του. Συζητούσαν και τα πρόσωπα όλων έλαμπαν. Ο ιερέας πλησίασε. Ο άγιος Γέροντας τον είδε να πλησιάζει και να κρατάει μάλιστα στα χέρια του μία φωτογραφική μηχανή. «Γέροντα», είπε με μεγάλη συστολή ο ιερέας, «μπορούμε να βγάλουμε κάποια φωτογραφία εδώ μαζί σας;» Δέχτηκε. Οι φωτογραφίες βγήκαν. Μαζί με τους άλλους, μαζί και με τον ίδιο τον ιερέα. Αλλά, η αγάπη του π. Ιακώβου ήταν ανεξάντλητη. Βλέποντας ότι η φωτογράφιση μαζί του προκαλεί χαρά σε όλους, πήρε τον ιερέα από το χέρι και τον προέτρεψε να βγάλει κι άλλες φωτογραφίες:  στο ένα σημείο της αυλής, στο άλλο πιο κάτω, ακόμη πιο πέρα… «Γέροντα, φτάνει, δεν πειράζει. Βγάλαμε πια αρκετές. Σας ευχαριστούμε πολύ», είπε και πάλι ο κληρικός, ξέροντας ότι ο άγιος ηγούμενος κινείται στον θυσιαστικό ρυθμό αγάπης του Κυρίου Ιησού.

Βάλανε όλοι μετάνοια, ασπάστηκαν τη δεξιά του Γέροντα, δέχτηκαν τους ασπασμούς του καθώς τους ξεπροβόδιζε, έφυγαν.

Μπήκαν στο αυτοκίνητο και γύρισαν «πετώντας». Η αίσθηση της συνάντησης και της επικοινωνίας μ᾽ έναν σύγχρονο άγιο τούς συνείχε και τους έκανε να μη θέλουν να πούνε πολλά κατά την επιστροφή. Η εικόνα του αγίου Γέροντα γέμιζε τον νου και την καρδιά τους. Το προσκύνημα χαράχθηκε βαθιά μέσα τους.

Ένα μόνο δεν μπόρεσαν τότε να δουν και να καταλάβουν:  ότι ο άγιος ηγούμενος θα κρατούσε κι αυτός τη συγκεκριμένη συντροφιά στη μνήμη και την καρδιά του. Και δεν θα έπαυε να τους μνημονεύει και να τους «παρακολουθεί» με τους νοερούς οφθαλμούς του, ερχόμενος αρωγός τους κάθε φορά που θα είχαν κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα να αντιμετωπίσουν στη ζωή τους…

«ΖΕΙ ΚΥΡΙΟΣ Ο ΘΕΟΣ!»

Μνήμη του αγαπημένου οσίου Γέροντος Ιακώβου του εν Ευβοίᾳ σήμερα, η επομένη ημερολογιακά μετά την εις Κύριον οσιακή εκδημία του, την 21η Νοεμβρίου 1991. Έχουν γραφεί και γράφονται πολλά για τον όσιο αυτόν της εποχής μας, δεδομένου ότι πάμπολλοι ήταν εκείνοι που ήλθαν σ’ επαφή μαζί του, τον άκουσαν, τον είδαν, τον παρατήρησαν καλά, τον ψηλάφησαν, αλλά λιγότεροι εκείνοι που είχαν ανοικτές τις πνευματικές τους αισθήσεις για να οσφρανθούν και να γευτούν την αγιότητα που εξέπεμπε, ώστε να παρακινηθούν ακόμη περισσότερο στον αγώνα της μετανοίας και της πνευματικής τους προκοπής. Διότι ως γνωστόν η συναναστροφή με έναν άγιο δεν φέρνει αυτονόητα την επί τα βελτίω διάθεση ενός ανθρώπου. Η συναναστροφή μπορεί να είναι επιφανειακή, σαν ένα θέαμα ενός «παράδοξου» γεγονότος, αλλά μπορεί επίσης να είναι μία ώρα χάρης Θεού – εκεί που υπάρχει στον άνθρωπο ετοιμότητα συνάντησης με Εκείνον.  

Αυτό που θα θέλαμε να σημειώσουμε είναι ένα περιστατικό μαζί του, όπου είπε σε μία μικρή ομάδα που τον είχαμε επισκεφτεί το 1989, το πώς προκλήθηκε από μία (μακαριστή πια) συγγραφέα (που κι εκείνη είχε έλθει μαζί με κάποιους επιστήμονες λίγο καιρό πρωτύτερα από εμάς) για την ύπαρξη ή μη του Θεού στην εποχή μας. «”Υπάρχει Θεός, Γέροντα;” με ρώτησε», είπε ο όσιος, «κι εγώ της απάντησα: «Ζει Κύριος ο Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!»

Προφανώς η μακαριστή συγγραφέας, γνωστή για την ορθόδοξη πίστη της και την ομολογιακή διάθεσή της, δεν αμφισβητούσε τον Θεό. Ευρισκόμενη μαζί με άλλους, που ίσως δεν είχαν την ίδια πίστη μ’ εκείνην, θέλησε να εκμεταλλευτεί τον όσιο Γέροντα για να αποσπάσει μία απάντηση, η οποία θα ήταν έκφραση της αγίας βιοτής του, μία μαρτυρία κυριολεκτικά ενός ανθρώπου που είχε γεύση και αίσθηση Θεού. Πόσες φορές άλλωστε δεν έχουμε διαβάσει ή ακούσει για παρόμοιες καταστάσεις, ακόμη και στο Γεροντικό, όπου άνθρωποι της Εκκλησίας επισκεπτόμενοι οσίους ασκητές τούς πείραζαν κατά κάποιον τρόπο, προκειμένου ακριβώς να αποσπάσουν μία ομολογία, η οποία θα τους οδηγούσε σε αποκάλυψη του θησαυρού της καρδιάς τους; Όλοι για παράδειγμα έχουμε διαβάσει για το «πείραγμα» που έκαναν συνασκητές του μεγάλου οσίου Μωυσέως του Αιθίοπος, οι οποίοι τον «κέντριζαν» λέγοντάς του «εσύ δεν είσαι ο Μωυσής, ο εγωιστής, ο πόρνος, ο μοιχός, ο φιλήδονος;». Για να εισπράξουν την απάντηση: «Ναι, πράγματι εγώ είμαι. Εύχεσθε ο Θεός να μου δώσει μετάνοια». Η πρόκλησή τους δηλαδή γινόταν με καλοπροαίρετη διάθεση, για να αποκαλυφθεί το πνευματικό ύψος του αββά Μωυσή.

Κάτι παρόμοιο λοιπόν πρέπει να έγινε και με τη συγγραφέα σε σχέση με τον όσιο Ιάκωβο. Η ερώτησή της δεν προϋπέθετε απιστία, αλλ' ήταν πρόκληση να «κλέψει» η πιστή αυτή γυναίκα κάτι από τον κρυμμένο θησαυρό του αγίου, κι ίσως – το πιθανότερο όπως είπαμε - να του δώσει την αφορμή να μιλήσει για την εμπειρία που είχε του Θεού, ώστε να ακούσουν και να ωφεληθούν οι γνωστοί και φίλοι της. Και πράγματι, αυτό και έγινε. Ενώ φάνηκε ότι «πειράχτηκε» ο όσιος – αυτή ήταν η αίσθηση που απεκόμισα εκείνην τη στιγμή – όμως με τη βροντώδη φωνή του της απάντησε με τον παραπάνω τρόπο: «Ζει Κύριος ο Θεός, κ. ..., ζει Κύριος ο Θεός!».

Κι αυτό ήταν ακριβώς το διαρκές βίωμα του αγίου Ιακώβου. Όσοι τον πλησίαζαν και τον συναναστρέφονταν αυτό πρωτίστως εισέπρατταν – ο άγιος μετάγγιζε μ’ έναν τρόπο μυστικό τη ζωντανή παρουσία Χριστού του  Θεού, τον Οποίον ανέπνεε την κάθε στιγμή της ζωής του. Κι είμαστε βέβαιοι ότι πρόκειται για το ίδιο βίωμα που είχαν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας μας, παλαιότεροι και νεώτεροι: ο Χριστός ήταν το κέντρο της ζωής τους, κατά τον τρόπο που το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός». Είναι συγκλονιστικό να διαβάζει κανείς την παρεμφερή ομολογία που έκανε ο μεγάλος επίσης λόγιος όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, όταν ρωτήθηκε προς το τέλος της ζωής του από κάποιον προσκυνητή για να πει κάτι για τη ζωή του. «Το μόνο που βλέπω», απάντησε εκείνος, «στρέφοντας το βλέμμα μου στον εαυτό μου, είναι μόνον ο Χριστός».

Και πρόκειται για ομολογία των αγίων, η οποία ναι μεν αποκαλύπτει την κοινωνία που είχαν με τον ζωντανό Θεό, αλλά ταυτοχρόνως συνιστά και την... κατάργηση κάθε απορίας. Θέλουμε να πούμε ότι όταν ένας κοινός άνθρωπος, πιστός έστω, βρεθεί μέσα στην «ακτίνα» δράσεως ενός αγίου ανθρώπου, εκεί αναβιβάζεται σε άλλο επίπεδο, πέρα  από τα κοινά επίγεια μέτρα – εκεί που υπερβαίνεται η λογική και «απασφαλίζονται» και άλλες διαστάσεις της ύπαρξης του ανθρώπου.  Όπως το σημειώνει σπουδαίος σύγχρονος θεολόγος, (συγγενής μάλιστα του οσίου Σωφρονίου), ο οποίος ασχολήθηκε επισταμένως και με τη θεολογία του οσίου, ο π. Νικόλαος Σαχάρωφ. «Ο γέροντας Σωφρόνιος», γράφει, «επικαλείται το αγιογραφικό “ἐν ἐκείνῃ τῆ ἡμέρᾳ ἐμέ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν” (Ιωάν. 16,23): κατά την ώρα της θείας αποκάλυψης και της ζώσας κοινωνίας με τον Θεό, καμιάς μορφής διανοητική αναζήτηση ή έρευνα δεν έχει θέση». Για να συμπληρώσει: «Το χωρίο επιβεβαιώνει ότι η νοητική πτυχή του ανθρώπου δεν είναι ο μόνος (ούτε καν ο βασικός) αποδέκτης του ευαγγελικού λόγου... “πᾶσα προβληματική καταπίπτει, εὐθύς ὡς ὁ ἄνθρωπος φθάση εἰς ἄμεσον θεωρίαν τοῦ Θεοῦ” (Ιωάν. 16, 23)».

Για τον άγιο Ιάκωβο, είπαμε και παραπάνω, γράφτηκαν, γράφονται και θα γράφονται πολλά: είναι ένας από τους μάρτυρες του ζωντανού Θεού μας που χάρισε ο Χριστός στην Εκκλησία Του. Μπροστά σε μία τέτοια δωρεά, (τόσο μεγάλη μάλιστα που κι αυτός ο σύγχρονος άγιος μεγάλος Πορφύριος έλεγε ότι «ο Ιάκωβος έχει τα πολλά χαρίσματα, αλλά τα κρύβει» - τόσο ταπεινός ήταν!) το μόνο που πρέπει να κάνουμε οι απλοί πιστοί είναι να δοξολογήσουμε τον Θεό, να νιώσουμε τη μικρότητά μας, να μετανοήσουμε. Και βεβαίως να καταλάβουμε ότι πίσω από τα χαρίσματα του οσίου Ιακώβου, πίσω από τον πλούτο της χάρης του Θεού που είχε, με την οποία καθαιρούσε κάθε ύψωμα και υπερηφάνεια ανθρώπινη, κρυβόταν ένας ανελέητος κατά του (παλαιού) εαυτού του αγώνας μέχρις εσχάτων. Ο όσιος Ιάκωβος «έδωσε αίμα και έλαβε Πνεύμα», κατά το κοινώς πατερικό λεγόμενο, γι’ αυτό και η όποια αναφορά μας σ’ αυτόν γίνεται με διάθεση που σέβεται απείρως και τη ματωμένη οδύνη του πνευματικού αγώνα του και τη δοξολογική του πια αναστημένη κατάσταση. Ο άγιος πια ζει κι αυτός «ἐν χώρᾳ ζώντων».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

Ο όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία εκοιμήθη εν Κυρίω την 21η Νοεμβρίου 1991, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, την ώρα μάλιστα που εξομολογούσε κάποιον πιστό.

Ο όσιος Ιάκωβος, καθηγούμενος της ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ του Γέροντος στην Εύβοια, ήταν σπάνια προσωπικότητα, που, όσο ζούσε, αποτελούσε το στήριγμα και την ελπίδα για χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο. Ήταν κυριολεκτικά αυτό που η Εκκλησία μας ονομάζει «Γέροντας», δηλαδή ο πνευματικός καθοδηγητής, ο χαρισματούχος ηγέτης, που ανοίγει δρόμους και μονοπάτια, εκεί που η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν να καταθέσουν πάμπολλες μαρτυρίες σχετικά με την επίλυση διαφόρων προβλημάτων τους, που αναφέρονταν όχι μόνο στη σφαίρα της ψυχικής τους ζωής, μα και της ίδιας της καθημερινότητας και αμεσότητας.

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον μακαριστό όσιο Γέροντα να έχει αυτές τις ικανότητες; Μήπως κάποιος ιδιαίτερος ψυχισμός ή κάποια φυσικά άλλα προσόντα; Ασφαλώς όχι. Η απάντηση βρίσκεται σε συνάρτηση με ό,τι αποτελούσε προσόν κάθε αγίου κάθε εποχής στην Εκκλησία μας: τη χάρη του Θεού. Με άλλα λόγια ο όσιος υπήρξε ο ένθεος άνθρωπος, η χαριτωμένη ψυχή που αρδευόταν πλούσια από τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτή η παρουσία του Πνεύματος του Θεού μέσα του τον έκανε να διακρίνει τα δυσδιάκριτα, αλλιώς, προβλήματα των ανθρώπων. Διότι είναι κοινή πεποίθηση της Εκκλησίας μας ότι, όταν το Πνεύμα του Θεού φωτίζει τους ανθρώπους, τότε εκείνοι αποκτούν την αρετή της διακρίσεως, που τους ικανώνει να διαβλέπουν με τρόπο άμεσο το καλό από το κακό, την ενέργεια του Θεού από τη δαιμονική ενέργεια.

Έτσι καθένας που συναντάτο μαζί του έφευγε με τη βεβαιότητα ότι συνάντησε τον άνθρωπο του Θεού, ότι η απάντηση που του έδωσε σε κάποιο πρόβλημά του ήταν η απάντηση Εκείνου, ότι ο λόγος που του απηύθυνε ήταν χαιρετισμός της χάρης του Θεού. Γι’ αυτό και η γαλήνη και η ειρήνη της συνείδησης ήταν τα στοιχεία τα οποία απεκόμιζε ο κάθε προσκυνητής της Μονής.

Βεβαίως δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε αυτό που έλεγε ο Γέροντας, όταν ενθουσιασμένοι οι προσκυνητές τού ανέφεραν τα καλά αποτελέσματα της επίσκεψής τους. «Ο όσιος Δαυίδ το έκανε, παιδί μου». Αλλά για να δράσει ο όσιος με τόσο άμεσο κάθε φορά τρόπο, έπρεπε να «πιεστεί» τρόπον τινά, από κάποιου την προσευχή, που είχε μεγάλη δύναμη. Κι αυτός ήταν ο Γέρων Ιάκωβος. Όλοι άλλωστε γνώριζαν το πόσο μεγάλη παρρησία στον όσιο Δαυίδ και στον Θεό και στους λοιπούς αγίους είχε ο μακαριστός ηγούμενος και νυν άγιος της Εκκλησίας. Του μιλούσε ιδίως του οσίου Δαυίδ, όπως κανείς μιλάει στον πιο καλό του φίλο. Κι η απάντηση ερχόταν τις περισσότερες φορές άμεση.

Θυμάμαι κι εγώ προσωπικά -  όταν πριν αρκετά χρόνια βεβαίως (το 1989)  είχα την ιδιαίτερη ευλογία από τον Θεό να συμφάγω μαζί του και με άλλους - την περίπτωση μίας κυρίας που μας ανέφερε. Αλαφιασμένη είχε πάρει τηλέφωνο, επειδή είχε χάσει τα κοσμήματά της που άξιζαν ολόκληρη περιουσία. Η απόγνωσή της την έκανε να καταφύγει στον πατέρα Ιάκωβο. Κι εκείνος δεν αρνήθηκε να βοηθήσει το πλάσμα του Θεού. Πήγε στην εικόνα του αγίου Δαυίδ μέσα στον ναό και του εξέθεσε το πρόβλημα. Του είπε όμως, για να ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει την προσευχή για το θέμα αυτό, να έχει την απάντηση γρήγορα. Του έθεσε μάλιστα και όριο: «Μέχρι να πάω στο κελί μου ας πάρει τηλέφωνο η κυρία ότι βρήκε τα κοσμήματα. Διαφορετικά, θα ξέρω ότι δεν πρέπει να επιμένω στο αίτημα». Πράγματι, μέχρι να μπει στο κελί του, η κυρία πήρε τηλέφωνο και κλαίγοντας ευχαριστούσε τον Θεό και τον Γέροντα διότι βρήκε τα χρυσαφικά της. Δεν θα μνημονεύσουμε πάμπολλες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις – γραμμένες άλλωστε και στα βιβλία που έχουν ήδη κυκλοφορηθεί γι’  αυτόν – πλην δύο ακόμη, στις οποίες έτυχε κι εγώ να παρευρίσκομαι και που αποκαλύπτουν το διορατικό χάρισμα του οσίου και τη δύναμη της προσευχής του.

Η πρώτη. Στο τραπέζι που τρώγαμε, βρισκόταν κι ένας νεαρός θεολόγος, ο Δ.Κ.,  με την οικογένειά του. Ο θεολόγος αυτός καθηγητής, άνθρωπος πραγματικά πίστεως και χάρης Θεού, είχε τότε λογισμούς για να γίνει κληρικός. Ο Γέροντας πρώτη φορά τον συναντούσε. Ερώτησε λοιπόν ποιος είναι. Του είπαν κι εκείνος επεσήμανε: «Δεν ξέρω πώς εσείς τον βλέπετε, εγώ όμως τον βλέπω διαφορετικά». Δεν έπαυσε μάλιστα μέχρι το τέλος του φαγητού να μιλά για την καλή καρδιά του νέου θεολόγου. Προφανώς ο Γέροντας τον έβλεπε ήδη με το σχήμα του κληρικού (σημ.: έχει γίνει ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, ιερέας), γι’ αυτό και είπε ότι τον βλέπει διαφορετικά. Το γεγονός της διόρασης και προόρασης που είχε, επιβεβαιώνεται και από άλλες παρόμοιες μαρτυρίες, διότι ο ίδιος είχε εκμυστηρευτεί σε πνευματικούς ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, ότι ο Θεός τού έδινε τη δυνατότητα να βλέπει τους ανθρώπους ανάλογα με την ψυχική τους κατάσταση: μαύρους, αν ήταν αμετανόητοι, λευκούς αν ήταν μετανοημένοι.

Το δεύτερο περιστατικό.  Στο μοναστήρι που βρισκόμουν εκείνη την ημέρα, και μάλιστα στην αυλή έξω από τον ναό, είδα κάποιον άνθρωπο με πυτζάμες και με πατερίτσα, γιατί το πόδι του ήταν κομμένο. Ο άνθρωπος αυτός βλέποντάς με ιερέα, με κάλεσε, κι όταν τον πλησίασα, άρχισε να μου αποκαλύπτει το μεγάλο θαύμα που του είχε συμβεί. Ενώ δηλαδή είχε μεγάλη πληγή στο κομμένο πόδι που δεν έκλεινε, παρ’  όλες τις διάφορες ιατρικές απόπειρες, στην τελευταία του επίσκεψη στο νοσοκομείο, τότε που είχε αποφασιστεί να εγχειριστεί, κι αφού είχε επισκεφτεί τον όσιο Δαυίδ και είχε πάρει την ευλογία του Γέροντα Ιακώβου, ο ιατρός διαπίστωσε με έκπληξη ότι η πληγή είχε ήδη κλείσει κατά ένα ανεξήγητο τρόπο, σαν να είχε γίνει σπουδαιότατη ακριβής εγχείριση. «Ούτε ο Κούλεϊ στην Αμερική δεν θα την έκλεινε έτσι», ήταν τα λόγια του ιατρού, που μου τα επανέλαβε ο άνθρωπος. Ο ιατρός βεβαίως, όπως και ο ασθενής, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν το γεγονός, το θεώρησαν δε ως θαύμα. Ο ασθενής αισθάνθηκε τόση ευγνωμοσύνη προς τον όσιο Δαυίδ και τον άγιο καθηγούμενο, ώστε πήρε ταξί από την Αθήνα που βρισκόταν (το νοσοκομείο των Αγίων Αναργύρων), και ήλθε κατευθείαν με τις πυτζάμες στο Μοναστήρι.

Είναι αυτονόητο βέβαια ότι τα τόσα χαρίσματα του οσίου Ιακώβου δεν δόθηκαν σ’ αυτόν από τον Θεό τυχαία. Για να φθάσει στο σημείο τόσης αγάπης προς τους συνανθρώπους του προηγήθηκε από μέρους του σκληρή άσκηση, εγκράτεια κατά πάντα, τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου, φύλαξη του νου και της καρδιάς από κάθε εμπαθή λογισμό, και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Διότι, κατά την πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας, αν δεν καθαριστεί ο άνθρωπος με την άσκηση από κάθε κακία και ψεκτό πάθος, δεν μπορεί να φθάσει στο σημείο του φωτισμού και μετέπειτα της θέωσής του. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η αγάπη του οσίου προς τους συνανθρώπους του ήταν η έκφραση της αγάπης του Θεού, τον Οποίο ζούσε έντονα στην καρδιά του. Καθάρισε δηλαδή τον αγρό της καρδιάς του, όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, από κάθε είδους ζιζάνια, οπότε η χάρη του Θεού βρήκε πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσει τις αρετές, και μάλιστα την αγάπη.

Ευρισκόμενος τώρα εν αγαλλιάσει στις αιώνιες μονές, κοντά στον αγαπημένο του Κύριο, δεν παύει να πρεσβεύει και για εμάς, πολύ δραστικότερα και αποτελεσματικότερα από όσο ζούσε. Διότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄Κορ. 13, 8).

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΙΛΗΜΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος Φιλήμων, όπως και οι σήμερα μαζί του εορταζόμενοι άγιοι απόστολοι Απφία (σύζυγος μάλλον του Φιλήμονος), Άρχιππος (ίσως υιός του Φιλήμονος και της Απφίας)  και Ονήσιμος (δούλος του Φιλήμονος, που δραπέτευσε και τον έστειλε πίσω ως χριστιανό όμως ο απόστολος Παύλος),  έζησαν επί της βασιλείας του Νέρωνος και υπήρξαν μαθητές του αποστόλου Παύλου. Μαρτύρησαν στην πόλη των Κολοσσών της Φρυγίας, κοντά στη Λαοδίκεια. Όταν δηλαδή οι ειδωλολάτρες εόρταζαν την Άρτεμη στο ναό της στις Κολοσσές, οι απόστολοι αυτοί δοξολογούσαν τον Θεό στην αγιοτάτη Εκκλησία, μαζί με άλλους χριστιανούς. Από έφοδο που έκαναν οι ειδωλολάτρες εκεί, οι χριστιανοί υποχώρησαν και κρύφτηκαν, έμειναν όμως οι απόστολοι μόνοι τους, μαζί με την Απφία που ήταν και αυτή πιστή χριστιανή, γιατί ποθούσαν το κατά Χριστόν μαρτύριο. Συνελήφθησαν λοιπόν και οδηγήθηκαν στον Ανδροκλέα, τον ηγεμόνα Εφέσου. Κτυπώνται λοιπόν  από αυτόν, και επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στο είδωλο που ονομαζόταν Μηνάς, ρίχνονται μέσα σε βόθρο μέχρι τη μέση τους. Στην κατάσταση αυτή λιθοβολούνται, αφού προηγουμένως κατατρυπήθηκαν από παιδιά με βελόνες».

Δύο αινιγματικά παράδοξα υπάρχουν στην ακολουθία του αγίου Φιλήμονος και των συν αυτώ αποστόλων, ποίημα του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου. Πρώτον, το παράδοξο της ιστορικής ανακολουθίας, δεδομένου ότι, ενώ οι απόστολοι αυτοί προσήλθαν στην πίστη του Χριστού από τον απόστολο Παύλο, συνεπώς αρκετά χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου,  ο άγιος υμνογράφος τους παρουσιάζει  ως «αυτόπτας του Λόγου και μύστας των θαυμάτων αυτού», ανήκοντας μάλιστα στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου («και Μαθηταίς συντάξαντος Εβδομήκοντα»)∙ δεύτερον, το παράδοξο της πλήρους απουσίας αναφοράς στην επιστολή του αποστόλου Παύλου «Προς Φιλήμονα»: δεν φαίνεται λογικό η ακολουθία να έχει ως «αντικείμενο» κυρίως τον άγιο Φιλήμονα και να ελλείπει το πιο γνωστό ιερό κείμενο γι’ αυτόν, η συγκεκριμένη επιστολή που του απηύθυνε ο άγιος Παύλος. Λογική εξήγηση επί των παραδόξων αυτών δεν μπορούμε να δώσουμε, δεν βοηθά δε σ’ αυτό και η ίδια η ακολουθία. Το μόνο που μπορούμε να πούμε ως προς το δεύτερο παράδοξο είναι ίσως η απόλυτη προτεραιότητα που δίνει ο άγιος Ιωσήφ στην ιεραποστολική δραστηριότητα του αποστόλου Φιλήμονος, στη δράση του ως κήρυκα του λόγου του Θεού, στη μέχρι θυσίας προσπάθειά του να ευαγγελισθεί τους ανθρώπους. Να υποθέσουμε ως προς το πρώτο ότι επίτηδες υποβαθμίζει τα ιστορικά στοιχεία, για να τονίσει την αμεσότητα σχέσης και των αποστόλων αυτών με τον ίδιο τον Κύριο – κάτι παρόμοιο ίσως με αυτό που κάνει η αγιογραφία, η οποία βλέπει παροντικά όλα τα γεγονότα, έστω κι αν είναι του παρελθόντος ή του μέλλοντος;

Εκείνο πάντως που είναι αδιαμφισβήτητο στην ακολουθία είναι το γεγονός ότι όντως το κύριο  μέλημα του υμνογράφου φαίνεται να είναι η κηρυκτική δράση των αποστόλων, και μάλιστα του αγίου Φιλήμονος. Επιμένει στη δύναμη των λόγων του, οι οποίοι  άρδευσαν τις καρδιές των ανθρώπων, ώστε να καρποφορήσουν ουράνια νοήματα («ρείθροις των σων λόγων, καρδίας κατήρδευσας και γεωργείν ουράνια, μάκαρ, νοήματα παρεσκεύασας πίστει, απόστολε Φιλήμον). Και τα ουράνια αυτά νοήματα δεν ήταν ασφαλώς άλλα από αυτά που οδηγούσαν τον πλανεμένο άνθρωπο στον δρόμο του ουρανού: την αγάπη για τον Χριστό. («Τας ουρανίους οδούς τοις πλανηθείσι χαλεπώς έδειξας, ως απλανής οδηγός, Φιλήμον, και μόνην την οδόν, Χριστόν αγαπήσαι, οσίως ωδήγησας»).    Τι συγκεκριμένα εκήρυσσε  ο απόστολος Φιλήμων, κατά τον ποιητή, ώστε να έχει τέτοια δύναμη ο λόγος του; Μα, ασφαλώς ό,τι αποτελεί διαχρονικό κήρυγμα της Εκκλησίας: την προβολή των Παθών του Χριστού και της Αναστάσεώς Του. «Τα πάθη του Χριστού και την ανάστασιν κηρύττων, ανέστησας ως εκ τάφου απιστίας και νεκρώσεως τους ανθρώπους, Φιλήμον αξιάγαστε». (Κήρυττες τα πάθη του Χριστού και την Ανάστασή Του, Φιλήμον αξιοθαύμαστε, γι’ αυτό και ανέστησες σαν από τάφο της απιστίας και της νέκρωσης τους ανθρώπους). Δεν θα ήμασταν εκτός πραγματικότητας αν ισχυριζόμασταν ότι στο σημείο αυτό έχουμε μία «αδιόρατη» προβολή του αποστόλου Παύλου ως διδασκάλου του Φιλήμονος: ο απόστολος Παύλος είναι ο κατεξοχήν «ζωγράφος» του κηρύγματος της Εκκλησίας, ως εξαγγελίας των Παθών και της Αναστάσεώς Του.

Ο άγιος Ιωσήφ όμως δεν μένει μόνον στο έργο του αγίου Φιλήμονος ως ευαγγελιστή των ανθρώπων. Αν ο λόγος του ήταν σαν λυχνάρι φωτεινό που άναβε το φως στις σβησμένες από την πλάνη καρδιές των ανθρώπων («Λόγον ως λύχνον φαεινόν επανάπτοντα τη ση καρδία φέρων, τους το πριν εσβεσμένους και εν σκοτία πολλή κειμένους αγνωσίας»), ήταν διότι ο ίδιος αγάπησε πολύ τον Κύριο, που πρώτος Αυτός μας αγάπησε («φιλήσας Χριστόν, τον φιλήσαντα βροτούς δι’ ευσπλαγχνίαν»), και διότι βεβαίως, όπως και οι άλλοι απόστολοι, αγωνίστηκε στο να καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του και να γίνει έτσι θεόπτης. Κι είναι αλήθεια: κανείς δεν μπορεί να μιλά για αγάπη προς τον Χριστό, έχοντας ρυπαρή καρδιά. Η αγάπη σ’  Εκείνον φυτρώνει σε έδαφος που έχει αποκαθαρθεί από τα ζιζάνια των παθών. «Νοός το οπτικόν ανακαθάραντες, της θείας ετύχετε θεοπτίας, και καρδίας επεστρέψατε πλανωμένας, προς γνώσιν, ιερώτατοι».

21 Νοεμβρίου 2022

«ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ...»

Από τους ωραιότερους στίχους της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), της προσφοράς και αφιέρωσης της τριετούς Μαριάμ δηλαδή από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στον Κύριο μέσα στον Ναό, είναι εκείνοι  που αναφέρονται στην αγία Άννα, όταν κατευοδώνει τη μικρή κόρη της με τα λόγια που δείχνουν το νόημα της εκεί πια ζωής και παρουσίας της. «Άπιθι, τέκνον – λέει η μάνα στην κόρη – τω Δοτήρι γενήθητι και ανάθημα και ευώδες θυμίαμα. Είσελθε εις τα άδυτα και γνώθι μυστήρια, και ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον τερπνόν και ωραίον, του παρέχοντος τω κόσμω το μέγα έλεος» (απόστιχο εσπερινού). Δηλαδή: Πήγαινε, παιδί μου, γίνε για τον Δοτήρα Θεό και προσφορά και αφιέρωμα, αλλά και ευωδιαστό θυμίαμα. Μπες μέσα στ’ άδυτα των Αγίων του Ναού και γνώρισε τα μυστήρια του Θεού, κι ετοιμάσου να γίνεις κατοικητήριο του Ιησού, τερπνό και ωραίο, του Ιησού που παρέχει ως Θεός στον κόσμο το μέγα έλεος.

Γιατί στεκόμαστε ιδιαιτέρως στους συγκεκριμένους στίχους; Διότι:

1. Τονίζουν τον σκοπό των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Ναό. Εισέρχεται όχι απλώς γιατί έπρεπε να εκπληρωθεί κάποιο τάμα των γονιών της ή για να προφυλαχτεί από την κακότητα του κόσμου λόγω της αδυναμίας των γονιών αυτών από τα γηρατειά τους, αλλά για να περάσει το προβλεπόμενο διάστημα της ζωής της μέσα στον οίκο Κυρίου, προκειμένου να ετοιμαστεί για το συγκλονιστικότερο και πέραν κάθε ανθρωπίνης αντίληψης και σύλληψης μυστήριο: να γίνει η μητέρα του Θεού ως ανθρώπου – ο Ευαγγελισμός της έχει ακριβώς την αρχή της (πέραν βεβαίως της Γεννήσεώς της) στο συγκεκριμένο γεγονός. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ που θα ευαγγελιστεί αργότερα τη σάρκωση του Θεού, ο ίδιος την τρέφει μέσα στα άγια των αγίων.

Και 2. Καθορίζεται από τα λόγια της αγίας Άννας η μέθοδος και ο τρόπος της ετοιμασίας της Μαριάμ: θα γίνεις η Παναγία η μητέρα του Θεού, όταν θα γίνεις όχι μόνο το αφιέρωμα και η προσφορά για Εκείνον, αλλά και το ευωδιαστό λιβάνι. Κι έχουν ιδιαίτερη σημασία τα λόγια αυτά της μητέρας Άννας, γιατί και στην Παλαιά Διαθήκη βεβαίως, αλλά και μετέπειτα σε όλη τη χριστιανική ιστορία, μπορεί κάποιος να προσφέρει πράγματα ή και τον ίδιο τον εαυτό του στον Θεό, αλλ’  όχι με τον σωστό τρόπο. Πόσες φορές δεν ακούμε τον αυστηρό λόγο των Προφητών, οι οποίοι στηλίτευαν τις προσφορές και τα αφιερώματα των Ιουδαίων, γιατί προσφέρονταν όχι με καθαρή καρδιά; «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από τις προσφορές σας – λέει αίφνης Κύριος ο Θεός στους Ιουδαίους διά του προφήτου Ησαῒου – γιατί τα χέρια σας στάζουν από το αίμα των αδικιών σας κατά των συνανθρώπων σας». Και πιο πίσω βεβαίως θυμάται κανείς το τραγικό λόγω της συνέχειάς του περιστατικό των προσφορών και αναθημάτων στον Θεό των αδελφών Κάιν και Άβελ: πρόσφεραν και οι δύο στον Κύριο, μα ευλογήθηκε από Εκείνον μόνον ο Άβελ. Γιατί του Κάιν οι προσφορές ήταν τα περισσεύματα των καρπών του και όχι οι απαρχές. Κι από τη μετέπειτα χριστιανική ιστορία είναι αρκετή η μνημόνευση των λόγων του ίδιου του Κυρίου, όταν επισημαίνει ότι το δίλεπτο της χήρας συνιστά τη μεγαλύτερη προσφορά, γιατί προέρχεται από το υστέρημα της αγάπης και όχι από ένα τυχόν περίσσευμα. Ή ακόμη τραγικότερα το «παράδοξο» όπως ακούγεται λόγιο του αποστόλου Παύλου, ο οποίος στον ύμνο της αγάπης του αποκαλύπτει: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Μαρτύριο(!) χωρίς αντίκρυσμα κι ωφέλεια!

Λοιπόν η κάθε προσφορά στον Θεό είναι όντως προσφορά αποδεκτή από Αυτόν, όταν γίνεται με τον σωστό τρόπο, δηλαδή προσφέρεται από καρδιά που αγαπά τον Θεό, κάτι που συνιστά όντως λιβάνι ευωδιαστό για τον Κύριο. Κι είναι ακριβώς αυτό που αποτελεί και το νόημα της συγκεκριμένης εορτής των Εισοδίων για εμάς τους πιστούς. Με το δεδομένο ότι σκοπό έχουμε ως χριστιανοί να σαρκώνουμε τον Κύριο στην ύπαρξή μας, να γινόμαστε δηλαδή Παναγίες, απαιτείται όχι μόνο η προσφορά του εαυτού μας διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών «αγωνισμάτων» και ασκήσεών μας, αλλά και η σωστή και ορθή προσφορά αυτή. Είμαστε δηλαδή χριστιανοί όχι γιατί απλώς βρεθήκαμε βαπτισμένοι στην Εκκλησία κι ούτε γιατί επιτελούμε ορισμένα τυπικά καθήκοντα, όπως του εκκλησιασμού μας, της νηστείας μας, κάποιων ελεημοσυνών μας – το στοιχείο του «αναθήματός» μας – αλλά γιατί η όλη βιοτή μας είναι τέτοια που ο Κύριος την αισθάνεται ως ευωδιαστό λιβάνι ενώπιόν Του. Κι αυτό σημαίνει, όπως αναφέραμε, καθαρή καρδιά και αδιάκοπη επαγρύπνηση να βρισκόμαστε πάνω στις άγιες εντολές Του. Τότε το χαρμόσυνο στοιχείο που περικλείει η εορτή, γίνεται χαρμοσύνη κι ευφροσύνη και για εμάς.

Η ΕΝ ΤΩ ΝΑΩ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Η εν τω Ναώ είσοδος της Θεομήτορος έφερε εορτή για τους ευσεβείς  θαυμαστή και παγκόσμια, έχοντας αφορμή το παρακάτω γεγονός. Η πανσέβαστη Άννα, καθώς περνούσε τη ζωή της χωρίς παιδιά, παρακαλούσε, μαζί με τον σώφρονα Ιωακείμ, με νηστείες και δεήσεις, τον Κύριο της φύσεως, να τους λυπηθεί και τους  χαρίσει ένα παιδί, υποσχόμενη, αν ικανοποιηθεί το αίτημά της, το παιδί που θα γεννούσε να το αναθέσει αμέσως σ’  Εκείνον. Πράγματι, αφού γέννησε αυτήν που έφερε τη σωτηρία του κόσμου, τη συμφιλίωση του Θεού  προς τους ανθρώπους και την αιτία της ανάπλασης και της ανάστασης και της θέωσης του πεσμένου στην αμαρτία Αδάμ, δηλαδή την Παναγία Θεοτόκο Μαρία, αυτήν λοιπόν, κατά τον τρίτο χρόνο μετά την παράδοξη γέννησή της, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Θεό, την οδηγούν στο Ιερό και την παραδίδουν στους ιερείς. Οι ιερείς την παρέλαβαν και σαν να υπηρετούσαν τη βούληση του Θεού -  Εκείνου που επρόκειτο μετά από λίγο να γεννηθεί από αυτήν, με σκοπό τη διόρθωση και τη σωτηρία του παντός – την βάζουν στο ενδότατο του ναού, για να ζει εκεί η ίδια μόνη για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, εκεί δηλαδή που έχει νομοθετηθεί  να εισέρχεται μία φορά τον χρόνο ο αρχιερέας. Η Μαρία ζώντας σ’  αυτό το άδυτο διά παντός και τρεφόμενη  παράδοξα με τροφή ουράνια από άγγελο, έμεινε στο ιερό αυτό μέχρι τον θείο Ευαγγελισμό της και μέχρι να ακουστούν τα θεϊκά μηνύματα που δίδασκαν ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθεί από φιλανθρωπία και να σώσει τον κόσμο που χανόταν από την αμαρτία. Εδώ λοιπόν κατοικούσε και ζούσε, οπότε αξιώθηκε να της εμφανιστεί ο Θεός και να δέχεται αδιάλειπτα τροφή ουράνια, μέσω αγγέλου που υπηρετούσε αυτήν την αποστολή, όπως είπαμε, εις δόξαν Θεού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».

 

Πολλοί είναι οι υμνογράφοι  της Θεομητορικής αυτής εορτής, της οποίας το γεγονός  δεν καταγράφεται καθόλου  στην Καινή Διαθήκη. Το περιστατικό της εν τω Ναώ εισόδου της υπάρχει στα Απόκρυφα λεγόμενα ευαγγέλια, όπως συμβαίνει και με άλλες εορτές της Παναγίας, σε κείμενα δηλαδή που η Εκκλησία μας δεν τα θεώρησε έγκυρα, λόγω ενυπαρχουσών σ’ αυτά αιρέσεων ή και μυθοπλασιών. Μέσα σ’ αυτά όμως υπάρχουν και αληθινά γεγονότα, που η Εκκλησία μας δεν διστάζει να τα ανασύρει και να τα εορτάσει, διαβλέποντας όχι μόνον την αλήθεια τους, αλλά και την ωφελιμότητά τους. Κι είναι τούτο ένα στοιχείο που φανερώνει την απόλυτη αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, ως «στύλου και εδραιώματος της αληθείας», αυτοσυνειδησίας τέτοιας που της δίνει το δικαίωμα και την άνεση να επιλέγει ό,τι θεωρεί αληθινό και καλό, έστω κι αν τούτο προέρχεται από μη θεωρούμενα  κανονικά κείμενα.

Ένα πρώτο στοιχείο που τονίζουν οι υμνογράφοι της εορτής είναι ότι τα ίδια τα Εισόδια της Θεοτόκου, όπως και τα γεγονότα πριν από αυτά, σαν την Γέννησή της, αλλά και τελικώς κάθε τι που σχετίζεται με την Παναγία, έχουν τον χαρακτήρα του παράδοξου και του ανερμήνευτου για τα ανθρώπινα δεδομένα. «Πέρα από κάθε ανθρώπινη σκέψη είναι τα θαύματά σου, Πανάχραντε! Παράδοξη είναι η γέννησή σου. Παράδοξος ο τρόπος που μεγάλωσες. Παράξενα και παράδοξα όλα τά δικά σου, Θεονύμφευτε, και ανερμήνευτα για τους ανθρώπους». Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η Παναγία υπήρξε η κατεξοχήν Κεχαριτωμένη από τον Θεό, το δοχείο του αγίου Πνεύματος, λοιπόν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της βρισκόταν υπό την άμεση επίβλεψη του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι Αυτήν ήδη προκατήγγειλε ο λόγος του Θεού, σύμφωνα με το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο (:την πρώτη υπόσχεση του Θεού περί του ερχομού Του στον κόσμο μέσω μιας γυναίκας, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων στην αμαρτία), Αυτήν διαρκώς προφήτευαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, επαναβεβαιώνοντας το Πρωτευαγγέλιο, Αυτήν δόξαζαν οι άγιοι Απόστολοι, Αυτήν είχαν ως καύχημά τους όλοι οι μάρτυρες του Χριστού, Αυτήν επικαλούμαστε και εμείς ως πρέσβειρα της σωτηρίας μας.   «…την προεκλεχθείσαν εκ πασών των γενεών εις κατοικητήριον του παντάνακτος Χριστού και Θεού των όλων». «Συ των Προφητών το κήρυγμα, Αποστόλων δόξα και Μαρτύρων καύχημα, και πάντων των γηγενών η ανακαίνισις, Παρθένε Μήτηρ Θεού».

Η όλη ακολουθία της εορτής είναι φυσικό να προβάλλει την αγιότητα της Παναγίας – αγιότητα παραπάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, αφού ήταν «εκλελεγμένη…υπέρ άπασαν την κτίσιν, την ορατήν και την νοουμένην» - αλλά επικεντρώνει ιδιαιτέρως στο ίδιο το γεγονός της εις τον Ναόν Εισόδου της. Η γενική εκτίμηση είναι ότι η Παναγία εισέρχεται τριετής στα Άγια των Αγίων, ενώ ήδη είναι η ίδια Αγία των Αγίων. «Αγία των Αγίων υπάρχουσα, σεμνή, εν Ναώ ηγάπησας αγίω κατοικείν». Είναι μάλιστα σπουδαίας έμπνευσης οι στίχοι του υμνογράφου, που διακηρύσσουν την ωριμότητα της μικρής Παναγίας: «Η τριετής κατά το σώμα και πολυετής κατά το πνεύμα»∙ «νήπιο κατά το σώμα και τέλεια κατά την ψυχή». Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει τούτο: «όπου γαρ βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξις» (όπου θέλει ο Θεός νικιέται η φυσική τάξη). Φαντάζει παράλογο εκείνη που είχε επιλεγεί για το σημαντικότερο έργο στην ανθρωπότητα: να γίνει μητέρα του Θεού ως ανθρώπου, να μην έχει τη χάρη της ωριμότητας ήδη από νηπιακή ηλικία. Μόνον ένας που προσεγγίζει τα της πίστεως με κριτήριο την ξερή  λογική του, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Αλλά μία τέτοια προσέγγιση απέχει ένα βήμα από την αίρεση, μάλλον συνιστά ήδη αίρεση: η στάση μας απέναντι στην Παναγία φανερώνει τη στάση μας και έναντι του Χριστού. Το δόγμα, για παράδειγμα, ότι η Παναγία μας είναι «Θεοτόκος», αποτελεί συνέπεια της πίστεως περί του Ιησού Χριστού, ως Θεού και ανθρώπου. Και το αντίστροφο.

Με την εν τω Ναώ είσοδο της Παναγίας, σκοπός της οποίας είναι η προετοιμασία της για να γίνει Μητέρα του Θεού («ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον»),  κατανοεί κανείς κι αυτό που επισημαίνουν οι υμνογράφοι ως συνέπεια: την κατάργηση της σκιάς του Μωσαϊκού Νόμου, διότι έρχεται διά της Παναγίας η αλήθεια, ο ενανθρωπήσας Θεός. «Ο του γράμματος παρέδραμε, εξέλιπε νόμος καθάπερ σκιά».   Είναι πολύ ωραίο το τροπάριο που λέει ότι η θυγατέρα του Θεού, όπως την χαρακτηρίζει ο Δαυίδ,  γίνεται, με το θέλημα Εκείνου, μητέρα Του. «Ο προπάτορας Δαυίδ σε ύμνησε από παλιά, Παρθένε θεόνυμφε, καλώντας σε θυγατέρα του βασιλιά Χριστού. Αυτόν και Τον γέννησες και Τον θήλασες μητρικά ως βρέφος».  Κι είναι εξίσου πανέμορφος ο στίχος του συναξαρίου, που διαπιστώνει τη διακονία σ’  αυτό του αρχαγγέλου Γαβριήλ: αυτός που την έτρεφε στον Ναό, ο ίδιος σε λίγο θα την χαιρετίσει, μεταφέροντάς της το ευαγγέλιο: θα γίνει μητέρα Θεού. «Ένδον τρέφει σε Γαβριήλ ναού, Κόρη, ήξει δε μικρόν και το Χαίρε σοι λέξων».

Η διατροφή της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, μέσα στα Άγια των Αγίων, δεν είναι, κατά τον υμνογράφο, χωρίς συμβολισμό. Παραπέμπει σε Εκείνον που θα φέρει σε λίγα χρόνια στον κόσμο και που είναι ο αληθινός άρτος «ο εκ του ουρανού καταβάς». «Επουρανίω τραφείσα, Παρθένε, άρτω πιστώς, εν τω Ναώ Κυρίου, απεκύησας κόσμω ζωής άρτον τον Λόγον». Και βεβαίως δεν είναι χωρίς συμβολισμό και το γεγονός αυτό, αλλά και όλη η εν τω Ναώ ζωή της: η αδιάλειπτη προσευχή της, η συνομιλία της με αγγέλους, η μελέτη του Νόμου και των Προφητών, η εν τω Ναώ εκεί διακονία της. Πράγματα δηλαδή που συνιστούν μία «ησυχαστική» ζωή και που φανερώνουν ότι η Παναγία δικαίως θεωρείται το πρότυπο όλων των μεγάλων Ησυχαστών και πραγματικών θεολόγων  της Εκκλησίας μας.

Ο πλούτος της υμνολογίας της Θεομητορικής αυτής εορτής θα μας πήγαινε σε μεγάλο μάκρος. Διότι υπάρχουν εξαίσιοι ύμνοι όχι μόνον για την ένδον του Ναού ζωή της Παναγίας, αλλά και για την μετά λαμπάδων πορεία της μέχρι το Ναό, πορεία «μετά Παρθένων και Μητέρων», αφού εκείνη υπήρξε και τα δύο, όπως και για ό,τι διαμείφθηκε ως διάλογος στην πύλη του Ναού μεταξύ των γονέων της και του ιερέα Ζαχαρία. Παραλείποντας όλα αυτά, απλώς θα φέρουμε στην επιφάνεια έναν στίχο, που νομίζουμε ότι αυτός και μόνο δείχνει τη σημασία όλου αυτού του τεραστίου πνευματικού μεγέθους που ακούει στο όνομα «Παναγία». Πρόκειται για την εκτίμηση του ιερέα Ζαχαρία, καθώς βλέπει να προσάγεται στον Ναό η μικρή Μαριάμ. Ο Ζαχαρίας λοιπόν «βοά γηθοσύνως: ήγγικεν η προσδοκία των θλιβομένων». Η Παναγία συνιστά εκείνη που μας λυτρώνει από τη θλίψη. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει άνθρωπος επί της γης που να μη βιώνει τη θλίψη, ήδη από την εποχή της πτώσεώς του στην αμαρτία, η Παναγία είναι το πολυτιμότερο αγαθό που έχουμε, εκείνη που θα έλεγε κανείς είναι «ο θησαυρός της Πανδώρας». Η ελπίδα. Κι αυτό γιατί δι’ αυτής ήλθε στον κόσμο «η Χαρά του κόσμου», ο Χριστός. Και μόνον αυτό μας φτάνει. Στην όποια θλίψη και δυσκολία μας η ενατένιση προς Εκείνην ήδη έχει ξεκινήσει και τη λύση και τον ερχομό της χαράς. Λοιπόν «χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε».