27 Φεβρουαρίου 2023

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΓΙΑ ΤΗ ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ 2023

 

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ  ΤΗι  ΕΝΑΡΞΕΙ

ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ  ΚΑΙ  ΜΕΓΑΛΗΣ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ  2023

  

      Ἀγαπητοὶ μου ἀδελφοί καί τέκνα ἐν Κυρίῳ,

   Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή, ἡ πλέον συμβολική κατανυκτική, περιεκτική καί πνευματική περίοδος τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ βίου, προβάλλεται ἀπό τήν Ἐκκλησία μας ὡς μιά κορυφαία εὐκαιρία ἐπαναπροσέγγισης τοῦ καθενός μας στήν οὐσία καί στίς λεπτομέριες τῆς Ὀρθόδοξης πίστης καί ζωῆς. Εἶναι ἕνας τρόπος νά βιώσουμε αὐτά τά στοιχεῖα, ἀπό τά ὁποῖα τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς, πνεῦμα ἄρνησης, ἀμφισβήτησης, ἀπαξίωσης ἀρχῶν, ἀξιῶν καί πιστευμάτων, άλλά καί ἡ πολυπλοκότητα στήν ὁποία δρομολογήσαμε τή ζωή καί τά ἔργα μας, μᾶς ἀποστασιοποίησαν. Καί αὐτά τά στοιχεῖα εἶναι ἡ αὐθεντικότητα τοῦ Ὀρθοδόξου βιώματος καί ἡ άναζήτηση τῆς προσωπικῆς μας αὐτοσυνειδησίας, ὅπως ἐκφράζονται μέσα ἀπό τό ἀσκητικό πνεῦμα, τό ξεχωριστό λατρευτικό τυπικό τῆς περιόδου, ἀλλά καί τά ἐφόδια μέ τά ὁποῖα μᾶς ὅπλισε ἡ Ἐκκλησία μας προκειμένου ν’ ἀνταπεξέλθουμε στίς ἀπαιτήσεις τῆς συμμετοχῆς στό στίβο τοῦ «σταδίου τῶν ἀρετῶν».

   Αὐτά τά ἐφόδια παρουσιάζονται καί καταγράφονται, μέ γλαφυρότητα, στόν ὑπέροχο ἐναρκτήριο ὕμνο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πού ψάλλεται στούς Αἴνους τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς :

Τό στάδιον τῶν ἀρετῶν ἠνέῳκται,

οἱ βουλόμενοι ἀθλῆσαι εἰσέλθετε,

ἀναζωσάμενοι τόν καλόν τῆς νηστείας ἀγῶνα.

Οἱ γάρ νομίμως ἀθλοῦντες δικαίως στεφανοῦντα

καί ἀναλαβόντες τήν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ

τῷ ἐχθρῷ ἀντιμαχησόμεθα.

Ὡς τεῖχος ἄρρηκτον κατέχοντες τήν πίστην.

Καί ὡς θώρακα τήν προσευχήν.

Καί περικεφαλαίαν τήν ἐλεημοσύνην.

Ἀντί μάχαιρας τήν νηστείαν, ἤτις ἐκτέμνει ἀπό καρδιάς πᾶσαν κακίαν.

Ὁ ποιῶν ταῦτα τόν ἀληθινόν κομίζεται στέφανον παρά τοῦ παμβασιλέως Χριστοῦ

ἐν τῇ ἡμέρα τῆς κρίσεως.

   Ποιός μπορεῖ ν’ ἀμφισβητήσει ὅτι διανύουμε μιά ἐποχή κατά τήν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ ὀρθολογισμός καί ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἀνθρώπινης λογικῆς, μιά ἐποχή πού ὁ ἄνθρωπος καί τά δημιουργήματα του αὐτοανακηρύσσονται τό ἅπαν σ’ αὐτό τόν κόσμο, ἀπομονώνοντας κι ἐξοστρακίζοντας κάθε τι τό μεταφυσικό, τό μυστηριακό, τό ὑπέρλογο; Ἡ φιλολογία ἑνός νέου, χειρότερου, οὑμανισμοῦ τείνει νά γίνει καθεστώς καί ὁ ἄνθρωπος κινδυνεύει νά ἐγκλωβιστεῖ στά τείχη τῶν ἐπιτευγμάτων του, τά ὁποῖα τελικά, θά τόν συντρίψουν. Φυσικά, μέσα σέ μιά τέτοια ἀρνητική καί ἀπογοητευτική ἀτμόσφαιρα, τό νά μιλᾶ κανείς γιά τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί νά ἐπιχειρεῖ νά κατανοήσει τή θέση πού ἔχει ἤ πού θά ἔπρεπε νά ἔχει στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, μοιάζει μέ οὐτοποία. Εἶναι καιρός, ὅμως καί ἀπόλυτη ἀνάγκη, ν’ ἀφήσουμε πιά αὐτή τήν ἄκαρπη φιλολογία, γιά νά πλησιάσουμε, ὅσο τὀ ἐπιτρέπουν οἱ ἀσθενεῖς μας δυνάμεις, τό μυστήριο τοῦ Σταυροῦ καί νά δοῦμε ποιός εἶναι ὁ δρόμος πού περνάει κάτω ἀπό τόν ἴσκιο Του, τόν ὁποῖο πρέπειν’ ἀκολουθεῖ ὁ Χριστιανός γιά νά βρεῖ τή λύτρωση καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του.

   Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτό τόν κόσμο καί δή ἡ ζωή τοῦ πιστοῦ εἶναι σταυρική, εἶναι μία πορεία ἔντονης ἀγωνίας, πολύμοχθου ἀγῶνα, προσπαθειῶν, ἐνστάσεων, πτώσεων καί ἀνατάσεων. Ὁ βίος μας μοιάζει μέ μιά ἀπέραντη θάλασσα, στά κύματα τῆς ὁποίας κλυδωνλίζεται καθημερινά ὁ προσωπικός κόσμος τοῦ καθενός μας. Γι’ αὐτό, ἀπόλυτη ἐφαρμογή ἔχει ὁ σοφός λόγος τῆς ἁγίας Συγκλητικῆς, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει τό Σταυρό τοῦ Κυρίου «ἱστίο», μέ τό ὁποῖο μονάχα μποροῦμε νά διαπλεύσουμε τό πέλαγος τῆς ζωῆς. Πραγματικά, δίχως τό Σταυρό, ὁ Χριστιανός δέν θά εἶχε τή δύναμη νά προχωρήσει, ν’ ἀντιπαλέψει σκληρά μέ τούς πειρασμούς, τόν Σατανᾶ, τίς ἀντίθεες δυνάμεις τοῦ κόσμου καί νά νικήσει.

   Ἀτενίζοντας κανείς τό μέγιστο αὐτό σύμβολο τῆς θυσίας καί τοῦ πόνου μέ πίστη, μπορεῖ νά δεῖ, μέ τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τῆς  καρδιᾶς του, μιά πραγματικότητα πού μόνο συγκλονισμό καί δέος προκαλεῖ. Βλέπει κρεμασμένο πάνω στό Σταυρό τό Πανάγιο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, πού τόσα ἐνήργησε σ’ αὐτή τή γῆ καί τόσα ἔπαθε γιά τούς ἀνθρώπους ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἐνῶ ὀ ἄνθρωπος παραλείπει τά περισσότερα γιά τή σωτηρία του.

   Βλέπει μιά λογχισμένη καρδιά νά στάζει τό αἷμα τῆς ἀγάπης της καί νά κράζει πρός τόν Πατέρα «Πάτερ ἄφες αὐτοῖς . . .» , τή στιγμή πού ἐκεῖνος δυσκολεύεται νά συγχωρήσει ὅσους τόν ἔβλαψαν ἤ τόν ἔκαναν νά πονέσει.

   Βλέπει τόν τεράστιο ἐκεῖνο καί βαρύ Σταυρό, ἀλλά δυσκολεύεται νά σηκώσει τούς πολύ ἐλαφρύτερους σταυρούς τῶν δυκολιῶν καί τῶν προβλημάτων αὐτῆς τῆς ὀλιγόχρονης διαδρομῆς στή γήϊνη πραγματικότητα. Μέ ἄλλα λόγια, διαβάζει ἐκεῖ στό Σταυρό τοῦ Κυρίου ὅσα κανένα βιβλίο, κανένα πανεπιστήμιο, ὅσα ἀκόμα καί ὅλη ἡ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου δέν μποροῦν νά διδάξουν. Διαβάζει ὅτι «ὅποιος μᾶς παραδίδει στό Σταυρό, μᾶς ἀποθέτει στήν ἀγκαλιά τῆς Ἁγίας Τριάδος, μᾶς χαρίζει τό εἰσιτήριο γιά τήν αἰώνια μακαριότητα. Ὅλοι μας, κατά κάποιο τρόπο, εἴμαστε σταυρωτές τοῦ Ἰησοῦ ἤ τοῦ ἀδελφοῦ μας. Τό ἐρώτημα εἶναι, θά θελήσουμε ἀπό σταυρωτές νά γίνουμε σταυρωμένοι; Ἄν τό θελήσουμε, θά ζήσουμε τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ αἰώνια καί θά τήν κάνουμε γνωστή καί στήν ἐποχή μας καί στό περιβάλλον μας».

   Σ’ αὐτό τό ἱστορικό μεταίχμιο τοῦ 21ου αἰῶνα, πού φαντάζει βασανιστικό καί τρομακτικό μπροστά στό ἄγνωστο τῆς τρίτης χιλιετίας, ὁ ἄνθρωπος μοιάζει ἀνήμπορος ν’ ἀνταπεξέλθει στίς προκλήσεις τῶν καιρῶν. Κατά τό παρελθόν, ἀναζήτησε ποικίλα στηρίγματα, προσπαθώντας νά γαντζωθεῖ καί ν’ αὐτοεπιβεβαιωθεῖ. Ἡ φιλοσοφία, οἱ τέχνες, ὁ πολιτισμός, ὁ ἀθλητισμός, ἡ πολιτική, τό χρῆμα, ἦταν οἱ κατά καιρούς «θεοί» πού μάγεψαν τόν ταλαίπωρο διαβάτη τῆς ἱστορίας, ἰκανοποιώντας, ὅμως, μόνο πρός στιγμήν τούς πόθους καί τά ὄνειρά του γιά κάτι ἀνώτερο, γιά κάτι ποιοτικότερο. Στήν ἐποχή μας αὐτοί οἱ «θεοί» ἔχουν ἀλλάξει καί τή θέση τους πῆραν τά τεχνολογικά ἐπιτεύγματα, ἡ ἠλεκτρονική τεχνολογία, ἡ ἐξερεύνηση τοῦ διαστήματος, πού μετατράπηκαν σέ αὐτοσκοπό. Οἱ καταστάσεις αὐτές, ὅμως, ἀντί τελικά ν’ ἀνοίξουν νέες προοπτικές καί νά δημιουργήσουν διεξόδους, ἐπιβάρυναν τήν πνευματική ἀποχαύνωσή του καί τόν ἀποξένωσαν ἀκόμα πιό πολύ ἀπο τό περιεχόμενο τῆς οὐσίας του, πού ξεφεύγει ἀπ’ αὐτά τά περιορισμένα στεγανά, στά ὁποῖα ἔχει δεσμεύσει τόν ἑαυτό του.

   Ὁ Κύριος δέχτηκε νά κρεμαστεῖ τό πανάγιο Σῶμα Του πάνω στό Σταυρό, ἐταπείνωσε ἑαυτόν, γιά νά δώσει διέξοδο στ’ ἀδιέξοδα πού γνώριζε ὅτι πάντα θά ταλαιπωροῦν τό πλάσμα Του. Μέ τή σταυρική Του θυσία μᾶς κάλεσε ὅλους ν’ ἀποθέσουμε πάνω στό σύμβολό της τή ζωή καί τά ἔργα μας, νά στηρίξουμε ἐκεῖ τίς ἐλπίδες καί τίς προσδοκίες μας, νά σταυρώσουμε τά πάθη καί τήν ἁμαρτωλότητά μας, θέλοντας νά μᾶς κάνει νά κατανοήσουμε ὅτι ἡ σημασία τοῦ Σταυροῦ ἔγκειται στήν προοπτική τῆς Ἀνάστασης πού τόν ἀκολουθεῖ, ὅτι, ἄν στηρίξουμε τή ζωή μας στό Σταυρό Του, τήν ὁδηγοῦμε σέ κανάλια ἀναστάσιμα, πού μόνο μέσα στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, μακριά ἀπό τίς προκλήσεις καί τά δέλεαρ τοῦ κόσμου, μπορεῖ κανείς νά γευτεῖ καί νά βιώσει.

   Σέ λίγο θά βρεθοῦμε καί πάλι ἐνώπιος ἐνωπίῳ μέ τόν Ἐσταυρωμένο Ναζωραῖο καί θά ἀκουμπήσουμε στό σύμβολο τῆς θυσίας Του, τίς χαρές καί τίς λύπες μας, τή ζωή μας ὅλη. Θά ἀντικρίσουμε στό πρόσωπό Του τήν ἀπόλυτη ἀγάπη, τήν ἄκρα ταπείνωση, τήν ἔσχατη κένωση. Καί ἴσως, νιώθοντας τό ἔλλειμμα τῆς εἰλικρίνειάς μας ἤ καί τόν ἔλεγχο τῆς προσποιητῆς, πολλές φορές, εὐσεβειάς μας, ἀκούσουμε τό δίκαιο παράπονό Του, ὅπως θ’ ἀκουστεῖ τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης στίς Ἐκκλησίες μας : «Λαός μου, τί ἐποίησά σοι ἤ τί σοι παρηνώχλησα; Τούς τυφλούς σου ἐφώτισα, τούς λεπρούς σου ἐκαθάρισα, ἄνδρα ὄντα ἐπί κλίνης ἠνωρθωσάμην. Λαός μου, τί ἐποίησά σοι καί τί μοι ἀνταπέδωκας; Ἀντί τοῦ μάννα χολήν, ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος, ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με, σταυρῷ μέ προσηλώσατε . . .».

   Μᾶς ἔδωσε τά πάντα καί πρό τῆς ἐνανθρώπισής Του καί κατά τή διάρκεια τῆς ἐπί γῆς ζωῆς Του καί μετά τήν Ἀνάληψή Του. Μᾶς ἔδωσε τή ζωή, τό πολυτιμότερο ἀγαθό, καί τήν πλούτισε μέ πνεῦμα ἀνώτερο, ὑψηλότερο, ξεχωρίζοντάς μας ἀπό τήν ὑπόλοιπη δημιουργία καί καθιστῶντας μας ἄρχοντες τοῦ κόσμου.

   Μᾶς χάρισε ἀθάνατη ψυχή, δεῖγμα τοῦ προορισμοῦ μας, πού καμία σχέση δέν ἔχει μέ τά στενᾶ καί πεπερασμένα ὅρια αὐτῆς τῆς ζωῆς.

   Μᾶς χάρισε τάλαντα καί μᾶς ζήτησε νά τά ἀναπτύξουμε, νά τά καλλιεργήσουμε γιά νά δώσουμε χρῶμα, ποιότητα καί ὀμορφιά στή ζωή μας, ἐλάχιστη ἔνδειξη εὐχαριστίας.

   Μᾶς χάρισε ὁλόκληρη τήν πλάση γιά νά κατοικίσουμε σ’ αὐτή, νά ζήσουμε ἀπό τόν πλοῦτο της, νά χαιρόμαστε τήν ὀμορφιά της.

   Μᾶς στήριξε σέ δύσκολες στιγμές, σέ στιγμές κλονισμοῦ καί πτώσης, σέ ἐποχές ἀγώνων, θυμίζοντας ὅτι εἶναι ἐδῶ, παρών, ἀρωγός καί συμπαραστάτης στόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς καί τῆς ἐπικράτησης τοῦ δικαίου.

   Μᾶς ἔδωσε ἀγάπη πού ξεπερνᾶ τήν ἀνθρώπινη λογική, μιά ἀγάπη πού τόν ἔκανε νά φορέσει τό ἀνθρώπινο σαρκίο, νά ὑποβιβαστεῖ δηλ. στό ἐπιπεδό μας, ἐπειδή ἀγωνιοῦσε γιά τό κατάντημά μας, ἐπειδή πονοῦσε γιά τήν τραγική πορεία μας.

   Μᾶς ἔδωσε τή διδασκαλία Του, μιά διδασκαλία πού ὅμοιά της δέ γνώρισε ὁ κόσμος, πού στάζει ἀπό τό μέλι τῆς ἀγάπης Του καί θεμελιώνεται στίς ἀρχές τῆς συγγνώμης, τῆς εἰρήνης, τῆς καταλλαγῆς, τῆς ἀποδοχῆς τοῦ ἄλλου ὡς εἰκόνας τοῦ Θεοῦ.

   Μᾶς ἔδωσε τό αἷμα Του, γιατί τά λάθη καί οἱ πτώσεις μας ἦταν τόσο μεγάλες πού τίποτα ἄλλο δέν θά μποροῦσε νά ἐξαγοράσει τή σωτηρία καί τήν ἐπιστροφή μας.

   Μᾶς ἔδωσε τήν Ἐκκλησία Του, αὐτή τή Θεανθρώπινη πραγματικότητα, ὅπου τό θεϊκό καί ἀνθρώπινο στοιχεῖο συμπλέκονται καί συνυπάρχουν μέ τρόπο θαυμαστό, μέ σκοπό τήν καταξίωση, τήν καλλιέργεια τῶν ἀρρετῶν, τή βίωση, ἀπό αὐτόν ἐδῶ τόν κόσμο, τοῦ κάλλους καί τῆς πληρότητας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

   Μᾶς ἐκανε βασιλεῖς στή θέση Του, διδασκάλους τοῦ κηρύγματός του, Θεούς, κατά χάριν, δυνάμει μετόχους τῆς δικῆς Του δόξας.

   Κι ἐμεῖς; Τοῦ προσφέραμε καί Τοῦ προσφέρουμε τά πάθη καί τόν ἐγωϊσμό μας. Τοῦ λέμε ὅτι δέ χωρᾶ πιά στή ζωή μας, γιατί εἴμαστε αὐτάρκεις, ἱκανοί νά προχωρήσουμε μόνοι, ὅτι δέ μᾶς ἐμπνέει πιά γιατί μόνοι μας κατακτήσαμε τά πάντα καί δέν ἔχουμε ἀνάγκη, πλέον, ἀπό τή βοήθειά Του, μποροῦμε νά γινόμαστε «θεοί» στή θέση Του, μποροῦμε μόνοι μας νά στέλνουμε χιλιάδες ἀγέννητα βρέφη στά σκουπίδια κάθε χρόνο, γιατί θέλουμε νά ἀπολαμβάνουμε τή ζωή δίχως δεσμεύσεις καί περιορισμούς, μποροῦμε μόνοι μας ν’ ἀποφασίζουμε πότε θά δώσουμε τέλος στή ζωή, ὅταν δέν τήν ἀντέχουμε ἄλλο, γιατί ἐμεῖς εἴμαστε οἱ κυρίαρχοι τοῦ παιχνιδιοῦ κι ὄχι Ἐκεῖνος.

   Τοῦ προσφέρουμε τά ἀποτελέσματα τῆς ἐγωπάθειας καί τῆς κομπορρημοσύνης μας. Ἀρρώστιες ἀνίατες, πού στέλνουν στό θάνατο χιλιάδες. Τοῦ προσφέρουμε τά 2/3 τοῦ παγκόσμιου πληθυσμοῦ σέ κατάσταση φτώχειας καί δυστυχίας, γιατί θέλουμε ἐμεῖς νά ζοῦμε καλά, ἔτσι ἀπλά καί λογαριασμό δέ δίνουμε σέ κανένα. Τοῦ προσφέρουμε, στίς ἀρχές τοῦ 21ου αἰῶνα, πολέμους καί καταστροφές, ἐκατόμβες νεκρῶν, χιλιάδες δολοφονίες ἀγέννητων παιδιῶν μέ τίς φριχτές ἐκτρώσεις, θύματα τῆς ἀνθρώπινης μισαλλοδοξίας, λησμονώντας τά δράματα τοῦ παρελθόντος, τά ὁποῖα πολύ εὔκολα καταδικάζαμε καί τώρα ἐξίσου εὔκολα ἐπαναλαμβάνουμε.

   Τοῦ προσφέρουμε ἕναν κόσμο πού ἀπό στολίδι τόν μετατρέψαμε σέ μιά ἀπέραντη χωματερή, ἕναν κόσμο ἄκοσμο, ἄσχημο, χωρίς πνεύμονες ζωῆς, πού φθίνει καθημερινά, αἰχμάλωτος τοῦ κέρδους πού δέν ἔχει ἦθος καί ἀναστολές.

   Τοῦ προσφέρουμε μιά νεολαία βουτηγμένη στά ναρκωτικά καί τίς ἐκφυλιστικές πρακτικές, πού δέν τήν ἀφήνουμε νά μεγαλουργήσει, νά διαπρέψει, νά ὁραματιστεῖ, νά πιστέψει.

   Τοῦ προσφέρουμε τήν ἀπαξίωση, βγάζοντάς Τον ἀπό τήν ταυτότητά μας, ἀπό τίς ἀρχές πού ἐνέπνεαν τά ἤθη καί τήν πολιτεία μας τόσους αἰῶνες, γιατί δέν μᾶς ταιριάζει δῆθεν πλέον, πρέπει νά πᾶμε μπροστά καί Ἐκεῖνος εἶναι ἐμπόδιο στήν ἐξέλιξή μας, ἀποτελεῖ τροχοπέδη στά σχέδιά μας, μᾶς γυρίζει πίσω ἡ πίστη στό Εὐαγγέλιό Του. Τό δικό μας Εὐαγγέλιο εἶναι τώρα τό χρῆμα, ἡ παγκοσμιοποίηση, τά συμφέροντά μας, ἡ εὐρωπαϊκή καί παγκόσμια καταξίωσή μας.

   Κι Ἐκεῖνος; Ἐκεῖνος θά ξαναπεῖ πάνω ἀπό τό Σταυρό «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι», γιατί περιμένει κι ἐλπίζει ὅτι ἡ Ἀνάστασή Του θά σημάνει, ἐπιτέλους καί τήν ἀνάσταση τῶν χαμένων συνειδήσεων μας.

  Καλὴ καὶ εὐλογημένη ἡ Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή !

Καλό στάδιο πνευματικοῦ ἀγῶνος!

 

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Η ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΡΑΝΝΑ

 

«Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα τον δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας, δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέαμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αγίας Κυράννας, η οποία άφησε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής»[1].

Ο πασίγνωστος μακαριστός υμνογράφος νέος όσιος της Εκκλησίας μας Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης μπροστά στο φαινόμενο Κυράννα, μπροστά δηλαδή σε μία απλή παρθένο κόρη που αναδεικνύεται σε γίγαντα αρετής με ατσαλένια θέληση που θα τη ζήλευαν και οι πιο σκληροτράχηλοι ήρωες,   επισημαίνει με θαυμασμό, πρώτα από όλα, τι κρυβόταν πίσω από την απαλότητα[2] του σαρκίου της και τη νεανικότητά της: μία καρδιά που «ολικώς»[3] ήταν στραμμένη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ό,τι δηλαδή επισημαίνουμε σε όλους τους μεγάλους αγίους: τη φλεγόμενη από έρωτα Θεού καρδιά τους, το ίδιο επισημαίνουμε και στην αγία νεομάρτυρα Κυράννα[4]. Και τι λέει στηρίζοντας αγιογραφικά την περίπτωσή της; Η Κυράννα ανήκει σε εκείνους τους πιστούς που λόγω της ετοιμότητάς της αποδέχτηκε τη φωτιά που ήλθε ο Χριστός να βάλει. «Είχες ως πλούτο της ψυχής σου το πυρ της θείας αγάπης, το οποίο ήλθε ο Χριστός να βάλει στη γη»[5] (δοξ. αποστ.) σημειώνει συγκεκριμένα. Ο Χριστός δηλαδή, αποκαλύπτει ο Ευαγγελικός λόγος, δεν ήλθε ως ένας απλός δάσκαλος, ξερός και αυστηρός για να υποδείξει έναν δρόμο στη ζωή. Είναι ο ίδιος ο Θεός, που «ως πυρ» έρχεται να ανάψει φωτιές. Και το αποκαλύπτει: «Πυρ ήλθον βαλείν επί της της και τι θέλω ει ήδη ανήφθη»[6].

Με το ερμηνευτικό αυτό κλειδί εξηγεί ο άγιος υμνογράφος το ακατανόητο για τα ανθρώπινα δεδομένα μαρτύριό της: και όλες τις σκληραγωγίες που υπέστη – σε βαθμό που αντιδρούσαν και οι αλλόπιστοι – αλλά και το υπερφυές φως που παρουσιάστηκε την ώρα της εκπνοής της. Δεν ήταν μόνο το φως του Χριστού που ενισχύει γενικά τους μάρτυρες την ώρα των βασάνων τους. Ήταν το λαμπρό φως Του που την ώρα της εκπνοής της μάρτυρος φανέρωνε τη θριαμβευτική είσοδό της στη Βασιλεία του Θεού. Ο υμνογράφος θεωρεί το γεγονός πράγματι ιδιαίτερο, γι’ αυτό και πολλές φορές το επισημαίνει.

Ενδεικτικά: «Καλλιπάρθενε μάρτυς, έλαμψε ουράνιο φως στη φυλακή και κατεκάλυψε το θείο σώμα σου, όταν έδινες πίσω το πνεύμα σου στα χέρια του Δημιουργού σου, το πνεύμα που έγινε λαμπρό από τη άθληση του μαρτυρίου»[7] (στιχ. εσπ.). «Αφού έγινες λαμπρή σαν το χρυσάφι και έλαμψες παραπάνω και από τον ήλιο, ανήλθες κρατώντας λαμπάδα στον ουράνιο θάλαμο»[8] (Λιτή).

Αφήνοντας κατά μέρος ωραίες «πινελιές» για την αγία του οσίου υμνογράφου, όπως ότι χρησιμοποιεί το όνομά της για να δηλώσει ότι με τη ζωή και το μαρτύριό της επιβεβαίωσε την αλήθεια του: Κυράννα – Κυρία των παθών της και των βασάνων της[9], στεκόμαστε ξεχωριστά σ’ έναν ύμνο από τη λιτή (ήχος β΄) που νομίζουμε ότι έχει ευρύτερη σημασία για την εν γένει πνευματική ζωή. «Καθώς σου επιτέθηκε ο εχθρός με βάσκανο μάτι, προσπαθούσε να διασκορπίσει τον πλούτο της ψυχής σου, Κυράννα νύμφη του Θεού. Εσύ όμως επειδή ατένιζες προς τον Χριστό με τα μάτια του νου, καθόλου δεν σαλεύτηκες από την ανώτερη στάση σου, και με ανδρεία γνώμη διαπέρασες το στάδιο των Μαρτύρων»[10].

Τι επισημαίνει ο ποιητής μας και δι’ αυτού η Εκκλησία; Ότι ο χριστιανός έχει να αντιμετωπίσει τις πνευματικές επιθέσεις του διαβόλου και των οργάνων του, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος δίνει κάποιο δικαίωμα σ’ αυτό – σαν την αγία που βρισκόταν διαρκώς σε πορεία σεμνότητας και ανεπίληπτου ήθους. Όμως ο Πονηρός πάντοτε καραδοκεί, διότι του δίνει το δικαίωμα βεβαίως ο Κύριος, προκειμένου διά των επιθέσεών του να γίνει ο πιστός περισσότερο δόκιμος και να λάβει αυξημένα πνευματικά στεφάνια. Το επισημαίνει,  όπως γνωρίζουμε, η Γραφή διά του αποστόλου Πέτρου: «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»[11]. Είναι δεδομένη λοιπόν η αντίθεση και η επίθεση του Πονηρού κατά του χριστιανού. Υπάρχει όμως και ο τρόπος άμυνας, που συνιστά και τη σπουδαιότερη επίθεση, κι αυτόν τον τρόπο επισημαίνει ο άγιος υμνογράφος μέσα από το παράδειγμα της αγίας. Τι έκανε η αγία[12]; Μπορεί να επιχειρούσε ο εχθρός γενίτσαρος να την φέρει στα νερά του, όπως λέμε, και μάλιστα με βάσκανο βλέμμα, ἄρα γενόμενος υποχείριο του διαβόλου – αυτό δεν είναι η βασκανία[13]; Η ενέργεια του πονηρού μέσα από ανθρώπους που τους χρησιμοποιεί ως όργανά του: είτε με την όραση είτε με τα λόγια είτε με μαγείες κλπ. – όμως η αγία ουδόλως πτοήθηκε και παρασαλεύτηκε, γιατί το δικό της βλέμμα, ο εσωτερικός της οφθαλμός, δηλαδή ο νους της, ήταν αδιάκοπα προσηλωμένος με προσοχή και ένταση στον Ιησού Χριστό.

Οι άγιοι Πατέρες μάς αποκαλύπτουν και τις μεθοδείες του διαβόλου αλλά κυρίως τη δική μας μέθοδο αποφυγής των παγίδων του. Και ναι μεν λένε πως υπάρχει η δυνατότητα του αντιρρητικού πολέμου – να πολεμά κανείς με τη λογική, με την Αγία Γραφή ό,τι υποβάλλει εκείνος – μπορεί να αποδύεται κανείς σε ασκητικά μέσα σκληρά, όπως τις νηστείες, τις σκληραγωγίες κλπ., όμως το σημαντικότερο και το σπουδαιότερο εξ όλων των μεθόδων είναι η περιφρόνηση του πονηρού με τον μοναδικό τρόπο που κατακαίεται: τη στροφή της προσοχής στον Κύριο. Αυτό δεν έλεγε, για να θυμηθούμε μόνο έναν από τους τελευταίους Πατέρες και αγίους, και ο άγιος Πορφύριος; Στο σκοτάδι το μόνο που κάνουμε είναι να ανάβουμε το φως[14].

Η αγία Κυράννα, στην οποία υποκλινόμαστε μαζί με την ιδιαίτερη πατρίδα της την Όσσα[15], μας καθοδηγεί με τη ζωή της. Και με την παρρησία που έχει ενώπιον του Κυρίου ως καλή Του νύμφη, την παρακαλούμε να εύχεται και για εμάς.   


[1] Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής.

[2] «Τοῦ Κυρίου τὰ στίγματα ἔφερες τῷ ἁπαλῷ σου σώματι» (Δόξα Λιτής).

[3] «τὸν γὰρ Κύριον τῶν κυρίων, ὁλικῶς Χριστὸν ἀγαπήσασα» (Λιτή ήχ. α΄).

[4] Βλ. για παράδειγμα: «Χαίροις Παρθενομάρτυς Χριστοῦ, ἡ τοῦ Σωτῆρος πτερωθεῖσα τῷ ἔρωτι» (απ. εσπ.).

[5] «Τῆς θείας ἀγάπης, ἐν τῇ ψυχῇ τὸ πῦρ πλουτήσασα, ὃ βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐλήλυθε Χριστός».

[6] Λουκ. 12, 49.

[7]«Φῶς οὐράνιον ἔλαμψεν, ἐν εἱρκτῇ καλλιπάρθενε, καὶ τὸ θεῖον σῶμά σου κατεκάλυψεν, ὅτε εἰς χεῖρας τοῦ κτίστου σου, ἀπέδως τὸ πνεῦμά σου, τῇ ἀθλήσει λαμπρυνθέν».

[8] «Ως χρυσὸς λαμπρυνθεῖσα, καὶ ὑπὲρ ἥλιον λάμψασα, λαμπαδοφόρος ἀνῆλθες, εἰς τὸν οὐράνιον θάλαμον».

[9] Στίχοι συναξαρίου. Βλ. και Δοξαστικό στιχ. εσπ.: «χαίροις ἡ τὴν κλῆσιν τῇ πράξει σφραγίσασα» κ.α.

[10] «Βασκάνῳ ὄμματι, ἐπελθών σοι ὁ ἐχθρός, τὸν τῆς ψυχῆς σου πλοῦτον, ἐπειρᾶτο συλᾶν, Κυράννα θεόνυμφε· σὺ δὲ Χριστῷ ἀτενίζουσα, ὄμμασι νοός, οὐδαμῶς σεσάλευσαι, τῆς κρείττονος στάσεως, καὶ ἀνδρείᾳ γνώμῃ, τὸ τῶν Μαρτύρων ὑπῆλθες στάδιον».

[11] Α΄Πέτρ. 5, 8.

[12] «ταῖς τοῦ ἐχθροῦ γὰρ μεθοδείαις, ἐν συνέσει πολλῇ, καὶ ἀνδρείᾳ φρενῶν ἀντικατέστη» (αντιπαραβλήθηκε στις μεθόδους του εχθρού με πολλή σύνεση και ανδρεία φρενών) (Δοξ. αίνων).

[13] Βλ. ευχή βασκανίας από το Ευχολόγιο της Εκκλησίας.

[14] «Άφησε τον αυτόν, μου έλεγε ο π. Πορφύριος για το διάβολο. Μην του δίνεις σημασία. Όσο του δίνεις σημασία, τόσο περισσότερο σε πλησιάζει. Αν θέλεις να τον διώξεις, να τον απομακρύνεις από κοντά σου, πάψε να του δίνεις σημασία. Περιφρόνησέ τον. Μόνο η περιφρόνηση του αξίζει. Από τη στιγμή που θα αρχίσει να την εισπράττει, θα αρχίσει και θα υποχωρεί. Μέχρι που, τελικά, θα τραπεί σε φυγή. Η περιφρόνηση αποτελεί το δεύτερο όπλο,μετά τον Τίμιο Σταυρό, κατά του διαβόλου! Και τον μεν Τίμιο Σταυρό τον φοβάται και, κυριολεκτικά, τον τρέμει και τρέπεται σε άτακτη φυγή.Την δε περιφρόνηση δεν την αντέχει. Γιατί είναι υπερόπτης και σκάει από το κακό του! Εξάλλου, αυτή η υπεροψία ήταν αιτία να εκπέσει και να γίνει αυτό που έγινε.Εισέπραξε την τιμωρία του…» (Ανθολόγιο Συμβουλών).

[15] «Χαῖρε και σκίρτα η ῎Οσσα ἐν θείῳ Πνεύματι· ἐκ σοῦ γὰρ ὡς εὐῶδες, ἀνεβλάστησε κρίνον, Κυράννα ἡ ἐν Μάρτυσι θαυμαστή, τοὺς πιστοὺς κατευφραίνουσα, καὶ τὴν σεπτὴν αὐτῆς μνήμην ἄγε λαμπρῶς, τὸν Σωτῆρα μεγαλύνουσα»(Αίνοι). «Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου. Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840, όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα» (Από το ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).