30 Δεκεμβρίου 2023

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 1, 1-8)

Ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ ̓ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. Καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. Ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος γιά τόν Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Στά βιβλία τῶν προφητῶν εἶναι γραμμένο: Στέλνω τόν ἀγγελιοφόρο μου πρίν ἀπό σένα, γιά νά προετοιμάσει τό δρόμο σου! Μια φωνή βροντοφωνάζει στήν ἔρημο: ἑτοιμάστε τό δρόμο γιά τόν Κύριο, ἰσιώστε τά μονοπάτια νά περάσει. Σύμφωνα μ’ αὐτά, παρουσιάστηκε ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος βάφτιζε στήν ἔρημο καί κήρυττε νά μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι καί νά βαφτιστοῦν, γιά νά συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες τους. Πήγαιναν σ’ αὐτόν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἰουδαίας κι οἱ Ἱεροσολυμίτες, κι ὅλους τούς βάφτιζε στόν ποταμό Ἰορδάνη, καθώς ὁμολογοῦσαν τίς ἁμαρτίες τους. Ὁ Ἰωάννης φοροῦσε ροῦχο ἀπό τρίχες καμήλας καί δερμάτινη ζώνη στή μέση του, ἔτρωγε ἀκρίδες, καί μέλι ἀπό ἀγριομέλισσες. Στό κήρυγμά του τόνιζε: «Ἔρχεται ὕστερα ἀπό μένα αὐτός πού εἶναι πιό ἰσχυρός καί πού ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά σκύψω καί νά λύσω τό λουρί ἀπό τά ὑποδήματά του. Ἐγώ σᾶς βάφτισα μέ νερό, ἐκεῖνος ὅμως θά σᾶς βαφτίσει μέ Ἅγιο Πνεῦμα».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Τιμ. Β΄, 4, 5-8)

Τέκνον Τιμόθεε, νῆφε ἐν πᾶσι, κακοπάθησον, ἔργον ποίησον εὐαγγελιστοῦ, τὴν διακονίαν σου πληροφόρησον. Ἐγὼ γὰρ ἤδη σπένδομαι, καὶ ὁ καιρὸς τῆς ἐμῆς ἀναλύσεως ἐφέστηκε. Τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι, τὸν δρόμον τετέλεκα, τὴν πίστιν τετήρηκα· λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος, ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, ὁ δίκαιος κριτής, οὐ μόνον δὲ ἐμοί, ἀλλὰ καὶ πᾶσι τοῖς ἠγαπηκόσι τὴν ἐπιφάνειαν αὐτοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Παιδί μου Τιμόθεε, νά εἶσαι ἄγρυπνος γιά νά τά ἀντιμετωπίσεις ὅλα αὐτά. Νά κακοπαθήσεις, νά ἐργαστεῖς γιά τή διάδοση τοῦ εὐαγγελίου, νά ἐκπληρώσεις τό καθῆκον σου στήν ὑπηρεσία τοῦ Θεοῦ. Ἐγώ πιά ἦρθε ἡ ὥρα νά χύσω τό αἷμα μου σπονδή στό Θεό· ἔφτασε ὁ καιρός νά φύγω ἀπ’ αὐτό τόν κόσμο. Ἀγωνίστηκα τόν ὡραῖο ἀγώνα, ἔτρεξα τό δρόμο ὡς τό τέλος, φύλαξα τήν πίστη. Τώρα πιά μέ περιμένει τό στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πού μ’ αὐτό θά μέ ἀνταμείψει ὁ Κύριος ἐκείνη τήν ἡμέρα, ὁ δίκαιος κριτής. Κι ὄχι μόνο ἐμένα, ἀλλά κι ὅλους ἐκείνους πού περιμένουν μέ ἀγάπη τόν ἐρχομό του.

ΕΝΟΨΕΙ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ

 

Ὁ Θεός μᾶς ἀξιώνει νά εἰσερχόμαστε κάθε φορά στόν νέο χρόνο – «ὁ καταξιώσας ἡμᾶς ἐν τῆ ἀφάτῳ Σου φιλανθρωπίᾳ εἰς νέον ἐνιαυτόν εἰσελθεῖν», κατά τήν εὐχή τῆς Ἐκκλησίας μας πού θά ἀκούσουμε σέ λίγες ὧρες. Ὁ χρόνος Τοῦ ἀνήκει ὡς δημιουργία Του, τόν δίνει ὡς δωρεά Του, συνεπῶς θεωρεῖται ὡς ἡ εὐκαιρία καί ἡ εὐλογία Του στόν ἄνθρωπο γιά νά τόν ἀξιοποιήσει. Ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅλα τά δημιουργήματα, πού ὁ Θεός τά προσέφερε στόν ἄνθρωπο πρός ἀξιοποίησή τους – «ἐργάζεσθαι καί φυλάσσειν αὐτά» λέει ἡ Γραφή - κατά τόν ἴδιο τρόπο καί μέ τόν χρόνο. Δέν εἶναι ὁ χρόνος ἕνα πράγμα πού ὑφίσταται ἀπό μόνο του, δέν λειτουργεῖ κατά μαγικό τρόπο ὡς ἕνα εἶδος κύκλου (κυκλική ἔννοια τοῦ χρόνου: ὅλα ἔρχονται καί ἐπανέρχονται τά ἴδια), ὅπως νόμιζαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες λόγω τῆς πίστης τους στήν αἰωνιότητα τοῦ κόσμου, ἀλλά εἶναι ἡ προσφορά τοῦ Θεοῦ γιά νά τόν γεμίζει ὁ ἄνθρωπος μέ αὐτό πού ἀρέσει στόν Θεό καί πού θά ἔπρεπε νά ἀρέσει καί σ’ ἐκεῖνον, ὥστε νά γίνεται αὐτό καί ἡ χαρά τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται στήν πορεία τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ ζεῖ τή φυσιολογία του καί ἄρα τή χαρά καί τό νόημα τῆς ζωῆς του. Βγάλε τόν Θεό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ὅλα χάνουν τό νόημά τους καί στεροῦνται ἀπό ὁποιαδήποτε χαρά. Ἡ θλίψη γίνεται ἐκεῖνο πού τήν σφραγίζει. «Θλίψη καί στενοχώρια σέ κάθε ἄνθρωπο πού κάνει τό κακό» (ἀπ. Παῦλος). Μέσα λοιπόν στήν ἄφατη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐπιτρέπει Ἐκεῖνος νά εἰσέλθει ὁ ἄνθρωπος στόν καινούργιο χρόνο, ὥστε νά βρίσκεται συντονισμένος μέ τόν δωρεοδότη Του, νά ζεῖ δηλαδή μέ ἀγάπη.

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΝΥΣΙΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

«Η αγία έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και οι γονείς της που ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό, είχαν αρκετή περιουσία. Όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, η αγία ζούσε μόνη της, ευαρεστώντας τον Θεό με τον βίο και τις πράξεις της. Κάποια φορά που πήγαινε στην Εκκλησία κατά τη συνήθειά της, την σταμάτησε ένας ειδωλολάτρης στρατιώτης, ο οποίος την τραβούσε με τη βία στους βωμούς των ειδώλων  και την προέτρεπε να προσφέρει θυσίες στους δαίμονες. Επειδή όμως η Ανυσία ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, τότε ο στρατιώτης εξοργίστηκε (διότι η αγία μάρτυς φύσηξε και έφτυσε στο πρόσωπό του) και με το ξίφος του διεπέρασε την πλευρά της. Έτσι η αξιοσέβαστη μάρτυς δέχτηκε το μακάριο τέλος».

Η πόλη  της Θεσσαλονίκης καυχάται όχι μόνον για τον πολιούχο της, μεγαλομάρτυρα και μυροβλήτη άγιο Δημήτριο, όχι μόνον για τον δεύτερο πολιούχο της μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και για την αγία μάρτυρα Ανυσία, της οποίας το σεπτό λείψανο αναπαύεται στον ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά τον άγιο Θεοφάνη μάλιστα τον υμνογράφο, η μεν Θεσσαλονίκη καυχάται για τα σπάργανα και τους άθλους της αγίας, η δε θριαμβεύουσα Εκκλησία έχει το πνεύμα της και χαίρεται γι’ αυτό, που σημαίνει ότι η αγία Ανυσία αποτελεί πηγή χαράς για ολόκληρη την Εκκλησία, και την επί γης και την εν ουρανοίς. «Η πόλη των Θεσσαλονικέων, μάρτυς παρθένε, καυχιέται για τα σπάργανά σου και τους άθλους σου. Η Εκκλησία δε των πρωτοτόκων κατέχει με χαρά το θεϊκό πνεύμα σου».

Αιτία βεβαίως για την καθολική αυτή χαρά της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η αγία με το μαρτύριό της φανέρωσε «τον εγκάρδιον έρωτά» της προς τον Χριστό, τόσο που η έμπνευση του αγίου υμνογράφου την βάζει στη θέση της γυναίκας που προσήγγισε τον Χριστό λίγο πριν από το πάθος Του και εξέφρασε την αγάπη της προς Εκείνον  με το μύρο που έχυσε στα πόδια Του, σπογγίζοντάς Τα με τους πλοκάμους της κεφαλής της. Κι ενώ το γεγονός της Καινής Διαθήκης ενέπνευσε την αγία υμνογράφο Κασσιανή (με το γνωστό μεγαλοφυές άσμα της του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ψαλλόμενο το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης), το ίδιο γίνεται πρότυπο για ανάλογη έμπνευση του αγίου Θεοφάνη, αλλά σε σχέση με την αγία Ανυσία. «Φανερώνοντας τον έρωτα που είχες μέσα στην καρδιά σου, ένδοξε μάρτυς, κατάβρεχες από την κατάνυξή σου με δάκρυα τη γη και σκούπιζες με τις τρίχες της κεφαλής σου τα πόδια του Χριστού».

Η ένσταση βεβαίως εν προκειμένω είναι προφανής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα ιστορικό γεγονός: είναι η γυναίκα που προσήλθε στον Χριστό και προέβη στο ξέσπασμα της καρδιάς της. Στην περίπτωση όμως της αγίας Ανυσίας; Πώς αγκάλιαζε και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού; Ο υμνογράφος μας δεν μας αφήνει μετέωρους. Η αγία Ανυσία μπόρεσε και άντεξε τα μαρτύριά της, βρήκε το κουράγιο να ομολογήσει την πίστη της, έστω και με απώλεια της ζωής της, γιατί η αγάπη της προς τον Χριστό την έκανε με νοερό τρόπο να Τον έχει παρόντα μπροστά της και με τη διάνοιά της να αγγίζει τα ίχνη των ποδών Του. «Σπόγγιζες τα πόδια του Χριστού, εννοώντας Τον και βλέποντάς Τον σαν να ήταν παρών, Αυτός τον Οποίο πόθησες. Και αγγίζοντας τα ίχνη των ποδών Του με τη διάνοιά σου, λάμπρυνες την ψυχή σου με θειότατες θεωρίες». Με άλλα λόγια, η αγία την ώρα του μαρτυρίου της, με τη χάρη του Χριστού, βρισκόταν σε κατάσταση θεοπτίας. Ο Χριστός της έδινε τη δύναμη να Τον βλέπει και να Τον εναγκαλίζεται, όπως παρομοίως είχε δώσει τη χάρη και σε άλλους μάρτυρες, όπως μεταξύ άλλων και στην αγία Ερμιόνη. Η θεωρία του Χριστού την ώρα του μαρτυρίου ή της ετοιμασίας προς αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε συχνά στα συναξάρια των μαρτύρων της πίστεώς μας.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος «εκμεταλλεύεται», όπως όλοι οι υμνογράφοι, τον τρόπο που άφησε την τελευταία της πνοή: την διά ξίφους διαπέραση της πλευράς της. Αμέσως ο νους του αγίου Θεοφάνη πηγαίνει στη λογχευμένη πλευρά του Κυρίου, συνεπώς συσχετίζει το μαρτύριο της αγίας με το πάθος Του: «Ακολουθώντας τα ίχνη Σου που φέρουν τη ζωή, πληγώνεται με λόγχη την πλευρά της η αγία». Ο υμνογράφος δηλαδή σαν να μας λέει, ότι όποιος αγαπά τον Χριστό και θέλει να Τον ακολουθεί κατά πόδας – «επακολουθών τοις ίχνεσιν Αυτού» κατά τον απόστολο Πέτρο – δέχεται τη χάρη και να πάθει υπέρ Χριστού με τον ίδιο τρόπο που έπαθε Εκείνος. Τα πάθη του Χριστού γίνονται πάθη και του πιστού, δείγμα της πλημμύρας της χάρης του Χριστού στον πιστό. Ακολουθία του Χριστού και μαρτύριο υπέρ Αυτού τελικώς είναι έννοιες ταυτόσημες.

27 Δεκεμβρίου 2023

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

 

«Ο άγιος Στέφανος, όταν κάποτε έγινε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελλήνων περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι από αυτούς έλεγαν ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι ένας που πλανά τον κόσμο, άλλοι δε ότι είναι ο Υιός του Θεού, στάθηκε σε υψηλό τόπο και ευαγγελίστηκε σε όλους τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράχτηκε όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος, που δεν δίστασε να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι ο Θεός που έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από αγία και αγνή Παρθένο, η οποία  είχε εκλεγεί πριν δημιουργηθεί ακόμη ο κόσμος. Αυτός πήρε τις αμαρτίες μας και βάστασε τις ασθένειές μας: έκανε τυφλούς να βρουν το φως τους, καθάρισε λεπρούς και έδιωξε τους δαίμονες". Αυτοί δε, όταν τον άκουσαν, τον οδήγησαν στο συνέδριο των Αρχιερέων. Διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα του Θεού με το Οποίο μιλούσε. Κι αφού εισήλθαν έβαλαν κάποιους άνδρες να πουν «Ότι τον ακούσαμε να λέει βλάσφημα λόγια κατά του Ναού και κατά του Μωσαϊκού Νόμου», όπως τον κατηγόρησαν και για τα υπόλοιπα που αναφέρονται στις ιερές Πράξεις των Αποστόλων. Όταν τον ατένισαν λοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας την ντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχόταν υπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν». Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τον αντίπαλο, ρίχνοντάς τον  κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκό ύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένη από κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια του Ναού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του πλησίον των Κωνσταντιανών».

Ο υμνογράφος του αγίου, Ιωάννης ο μοναχός, αναφέρεται σε όλη την αγιασμένη διαδρομή της ζωής του Στεφάνου. Και στο γεγονός ότι ήδη από τη στιγμή που έγινε χριστιανός υπήρξε «ανήρ πλήρης πνεύματος και δυνάμεως»,  και στο γεγονός ότι εκλέχτηκε από τον λαό και χειροτονήθηκε από τους αποστόλους ως βοηθός αυτών: στη διακονία των τραπεζών αλλά και στο κήρυγμα, και στο γεγονός της συλλήψεώς του, της απολογίας του, της θεοπτικής εμπειρίας του, του χαρισματικού μαρτυρίου του. Εκείνο που ιδιαιτέρως προβάλλει ο υμνογράφος του είναι ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή αυτή: διά λιθοβολισμού – ένας συνηθισμένος τρόπος των Ιουδαίων για εκείνους που θεωρούνταν ότι βλασφημούσαν την πίστη τους. Κι ως εξαίσιος ποιητής δεν μένει σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις: το πέταγμα των λίθων, αλλά αποκαλύπτει και τη μη αισθητή πλευρά:

πρώτον, ότι οι λίθοι που έριχναν εναντίον του οι Ιουδαίοι γίνονταν την ίδια ώρα τα σκαλοπάτια ανόδου του στη Βασιλεία του Θεού («οι λίθοι που σαν νιφάδες έπεφταν εναντίον σου, σου έγιναν σκαλοπάτια και σκάλες για την ουράνια άνοδό σου. Αυτά τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται στα δεξιά του Πατέρα»)∙

δεύτερον, ότι «οι λίθοι αυτοί έγιναν ο διάκοσμος του Στεφάνου, όπως στολίζεται κανείς με ποικίλα και ωραία λουλούδια, και έτσι στολισμένος πήγε ενώπιον του ζωοδότη Χριστού».

Και πέραν τούτων, τρίτον, ο λιθοβολισμός του συνιστά το στεφάνι που του έθεσαν οι φονευτές του, όταν εκείνος τους είχε «λιθοβολίσει» με τις νιφάδες των θεοπνεύστων λόγων του («ο Πρωτομάρτυρας κτύπησε τους άθλιους φονευτές του με τις νιφάδες του θεηγόρου στόματός του, γι’ αυτό στεφόταν σαν νικητής από αυτούς με τις νιφάδες των λίθων»).

Επικεντρώνοντας ο μοναχός Ιωάννης στο μαρτυρικό τέλος του αγίου Στεφάνου δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί στο κορυφαίο σημείο του μαρτυρίου του: τη συγχώρηση των λιθοβολιστών του, την άφεση της εχθρικής προς αυτόν ενεργείας τους. Και το μυαλό του βεβαίως πηγαίνει εκεί που πηγαίνει το μυαλό όλων μας: στον εσταυρωμένο Κύριο, ο Οποίος πάνω στον Σταυρό συγχωρεί και Αυτός τους σταυρωτές Του. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», είπε ο Κύριος, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» λέει ο Στέφανος. Τα ίδια λόγια, με ελαφρά παραλλαγή, η ίδια στάση ζωής. Ο δούλος ο οποίος ακολουθεί επακριβώς τα χνάρια του Κυρίου του. «Δέσποτα Χριστέ, ο Στέφανος χρημάτισε πανάριστος μιμητής του τιμίου πάθους σου, και αντιδρά απέναντι στους φονευτές του με την ευλογία». «Ω η μακάρια φωνή, που βγήκε από το στόμα σου, Στέφανε: Μη καταλογίσεις, φωνάζοντας, Δέσποτα Χριστέ, στους φονευτές την άγνοιά τους. Αλλά σαν Θεός και Δημιουργός, δέξου το πνεύμα μου, σαν ευωδέστατο θύμα».

Κι είναι ευνόητο ότι η στάση του αγίου Στεφάνου, να στέκεται δηλαδή κανείς με αγάπη απέναντι και προς τους εχθρούς, δεν είναι μία επιλογή μόνο δική του, σαν ένα είδος εξαίρεσης. Συνιστά την εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια και την ίδια τη ζωή Του, που αφορά όλους μας. Αν δηλαδή δεν συγχωρούμε εκ καρδίας όλους εκείνους που μας βλάπτουν και μας αδικούν, έστω κι αν φαίνεται ότι έχουμε χίλια δίκια, δεν μπορούμε να ανήκουμε στον Χριστό. Το αποδεικτικό στοιχείο ότι είμαστε Εκείνου, ότι Εκείνος κατοικεί μέσα μας, ότι Εκείνος θα μας δεχθεί χαίρων στη Βασιλεία Του, ευλογώντας την εκεί παρουσία μας, είναι η χωρίς όρια αγάπη μας προς όλους και η άφεση των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Χωρίς την ανεξικακία αυτή, η οποία τίθεται σε ενέργεια με τη δύναμη ασφαλώς του ίδιου του Κυρίου, δεν βλέπουμε πρόσωπο Θεού, κι ακόμη χειρότερα: ευρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του πονηρού διαβόλου. Μακάρι το τέλος της ζωής μας, δηλαδή δυνητικά η κάθε στιγμή μας, να μας βρει σε αυτή τη συγχώρηση. Σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού θα μας συνοδεύει αιωνίως.

26 Δεκεμβρίου 2023

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ 2023 ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 


ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ  2023

ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ

& ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ

Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ

ΚΑΙ ΤΟ ΦΙΛΟΧΡΙΣΤΟΝ ΠΛΗΡΩΜΑ

ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ

 

Τέκνα μου ἀγαπητά καί πεφιλημένα,

Τά Χριστούγεννα γιορτάζουμε τήν ἱστορική γέννηση τοῦ Θεανθρώπου. Σύμφωνα μέ τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Θεός ἔγινε καί ἄνθρωπος, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος -χαρισματικά- θεός.

Καί πῶς γίνεται -χαρισματικά- ὁ ἄνθρωπος θεός, διά τῆς Ἐκκλησίας;

Ὑπάρχει μιά ἰδιόμορφη καί παράδοξη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στήν ἱστορική γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ στόν ἄνθρωπο τῆς Ἐκκλησίας.

Ὅπως, δηλαδή, ὁ Χριστός γεννήθηκε πραγματικά «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου», ἔτσι γεννιέται πάλι καί ἐπανειλημμένως ὁ Χριστός, μυστηριακά καί χαρισματικά, «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου» -κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα- στήν καρδιά τοῦ κάθε βαπτιζομένου ἀνθρώπου. Καί ἡ χαρισματική αὐτή γέννηση πραγματοποιεῖται, ἀφοῦ προηγουμένως ὁ Χριστός καθαρίσει τόν βαπτιζόμενο ψυχοσωματικά -σέ ἀπόλυτο βαθμό- ἀπό τίς συνέπειες τῆς προγονικῆς ἁμαρτίας καί ἀφοῦ τόν ἀπελευθερώσει ἀπό τήν κατοχή τοῦ διαβόλου. Ἀφοῦ τόν ἐξυγιάνει πλήρως καί τόν ἁγιάσει καί διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του τόν καταστήσει πολίτη τῆς Βασιλείας Του.

Μέ ἄλλα λόγια, κατά τό Βάπτισμά μας γίνεται ἡ χαρισματική χριστοποίηση καί ἡ χαρισματική υἱοθεσία μας. Ἐνδυόμαστε τότε- χαρισματικῶς- τόν Χριστό μέ τήν θεότητά Του, ὅπως καί Ἐκεῖνος, ἀντίστοιχα, ἐνδύθηκε πραγματικῶς  καί πλήρως τήν ἀνθρώπινη φύση μας. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, κατά τήν Βάπτιση μας, ψάλλεται ἡ ρήση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: « Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε».  Ἔτσι, ἡ ἐν Χριστῷ χαρισματική γέννησή μας στό Βάπτισμά ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά μας.

Στό ἑξῆς, ἡ καρδιά τοῦ κάθε πιστοῦ γίνεται -χαρισματικῶς- «θεοτόκος» καί ὅλη ἡ ψυχοσωματική ὕπαρξη του γίνεται καί ὁ κοινός «θεοβάδιστος» χῶρος τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω» (Β΄ Κορ. 6, 16). Γι’ αὐτό καί τό σημαντικότερο μυστήριο γιά τό νέο εἶναι μας στόν κόσμο εἶναι τό Βάπτισμά, ἐνῶ πρακτικῶς τό πιό ἐπωφελές εἶναι ἡ διατήρηση τῆς χαρισματικῆς γέννησης τοῦ Χριστοῦ μέσα μας. Ὁ πιστός βιώνει τήν χαρισματική σύλληψη, κυοφορία καί γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα του «ἐν πᾶσῃ αἰσθήσει», κατά τόν ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, ὅπως μιά γυναίκα βιώνει ψυχοσωματικά τήν σύλληψη, κυοφορία καί γέννηση τοῦ παιδιοῦ της.

Ὅταν ὅμως ὁ πιστός ἁμαρτάνει, ἀπενεργοποιεῖται ἡ ζωντανή, χαρισματική παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα του, καί τότε – σέ πρακτικό ἐπίπεδο – ὁ πιστός δέν διαφέρει ἀπό ἕναν ἀβάπτιστο ἄνθρωπο.

Παρά ταῦτα, ὁ βαπτισμένος ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπιστρέψει καί πάλι στόν Χριστό, τήν χαρισματική γέννησή Του μέσα του. Μάλιστα, ὁ Χριστός γεννιέται στόν πιστό –χαρισματικῶς- κάθε φορά, ποῦ μέσα στόν πιστό αὐτόν ἐνεργοποιεῖται ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἀπενεργοποιήθηκε, ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του.

Στήν διαδικασία αὐτή τῆς κατ’ ἐπανάληψη χαρισματικῆς γέννησης, τήν ἀποφασιστική ἀρχή τήν κάνει ἡ βαθειά καί εἰλικρινής μετάνοια τοῦ πιστοῦ, μέ τήν συνεπαγόμενη ταπείνωσή του.

Καί ὅταν -ἐνδεχομένως- ὁ πιστός ἀπενεργοποιεῖ «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Μτθ. 18, 22) φορές τήν ἡμέρα τόν χαρισματικά ἐντός του γεννημένο Χριστό, λόγῳ τῶν κατ’ ἐπανάληψη ἁμαρτιῶν του, τοῦ εἶναι ἐξίσου δυνατόν «ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» φορές τήν ἡμέρα νά ἐπανενεργοποιεῖ μέσα του τόν Χριστό, μέ τήν μετάνοιά του.

Κατά συνέπεια, ἄν ὁ πιστός δέν ζεῖ τήν καθημερινή γέννηση – ἐνεργοποίηση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του, δέν πρόκειται νά τήν βιώσει μηχανιστικά στόν ἐκκλησιασμό του στόν Ναό, κατά τήν ἑορταστική – λειτουργική ἀνάμνησή τῆς ἱστορικῆς ἡμερολογιακῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου. Τό ἴδιο ἰσχύει, βέβαια, γιά ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ, κατά τήν Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος» (Ἁγ.Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλ. 21, PG 151, 277 ΑΒ)

Ἔλεγε ἐμφατικά ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης: «Ἐγώ γεύτηκα τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ πρῶτα στό Κελλί μου, μέσα στήν καρδιά μου, καί μετά ἔζησα -τήν ἴδια τήν παρουσία Του- στήν Θεία Εὐχαριστία». Μετά ἀπό χρόνια κατάλαβα τήν πνευματική προεργασία του. Αὐτοεπίσκεψη – θέα τῆς ἁμαρτωλότητός του – μετάνοια – θεραπεία – ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν.

Τό ἱστορικό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ θά πρέπει, λοιπόν, νά καταστεῖ χαρισματικό γεγονός τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, κατά βιωματικό τρόπο.

Ἄλλωστε, γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, ὅταν ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, προσδίδει σ’ αὐτά παροντικό χαρακτῆρα. «Σήμερον γεννᾶται… σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου…» κ.λπ.

Ἐφόσον εἴμαστε μέλη τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τά γεγονότα τῆς Κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σώματος, εἶναι λειτουργικά γεγονότα τοῦ κάθε ζωντανοῦ μέλους Του.

Κριτήριο ἑπομένως ὅτι εἴμαστε ζωντανά μέλη τοῦ σώματός Του εἶναι ἠ «ἐν πάσῃ αἰσθήσει» βίωση τῶν προσωπικῶν γεγονότων τῆς Κεφαλῆς αὐτοῦ τοῦ σώματος.

Ἡ γνώση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι, οὐσιαστικά, ὑπόθεση βιωματική. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαίωνε ὅτι ἡ γνώση τῆς ζωῆς Του παρέχεται ἀπό Αὐτόν βιωματικά.  «Μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ ὅτι πρᾷός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ»  (Μτθ. 11,29) μᾶς εἶπε.  Ὁ Χριστός εἶναι -ὄχι μόνον- ἡ Ὑποστατική Ὁδός γιά τήν προσαγωγή μας στόν Θεό Πατέρα, ἀλλά ὁ Ἴδιος γίνεται  καί ἡ ὑπαρξιακή Ὁδός γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς Τριαδικῆς ζωῆς Του στό μυστηριακό σῶμα, στό Ὁποῖο εἴμαστε ὀργανικά ἐνταγμένα μέλη διά τοῦ Βαπτίσματός μας.

Μέ τήν μυστηριακή ἔνταξή μας στό Σῶμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ -κεκαθαρμένοι καί ἐξαγιασμένοι- λάβαμε διά τοῦ Ἁγίου Χρίσματος Του καί τῆς Προσωπικῆς μας Πεντηκοστῆς ἐνεργό Τό  Ἅγιο Πνεῦμα, ἐνῶ μέ τήν Θεία Εὐχαριστία, στή συνέχεια, τραφήκαμε μέ τήν ὄντως Τριαδική ζωή Του, χαρισματικῶς.

Χρονικά, ἀπό τότε μποροῦμε νά ζοῦμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ ὡς δική μας ζωή, στό μέτρο τῆς ἐλεύθερης προαιρέσεώς μας. Τότε, γνωρίζουμε -βιωματικῶς -τόν Χριστό ὡς Ὑποστατική Ἀλήθεια, Ὁδό καί Ζωή τῆς Τριαδικῆς καί ἄκτιστης  Ἀγάπης. Τότε, γνωρίζουμε βιωματικῶς καί ὄχι ἁπλῶς διανοητικῶς, ἀποσπασματικῶς καί στιγμιαίως τά γεγονότα τῆς ζωῆς Του. Τότε, ἄλλωστε, βιώνουμε τήν ἀποστολή – φανέρωση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί σέ μᾶς, ὡς Πνεύματος τῆς Ἀληθείας, πού μᾶς ὁδηγεῖ «εἰς πᾶσαν τήν Ἀλήθειαν» (Ἰω. 16, 13), καί στό μέτρο τῆς καθαρότητάς μας μᾶς «ἀναγγέλλει τά ἐσόμενα», κατά τήν ἀψευδῆ ὑπόσχεσή Του.

Ἀλλά, ἐνῶ αὐτή εἶναι ἡ νέα ἐν Χριστῷ ὕπαρξή μας καί ἡ συνεπαγόμενη ζωή μας, ἐμεῖς ὡς πιστοί, συνήθως, διαψεύδουμε στήν πράξη τήν παραπάνω ἀλήθεια, ἤ ἀκόμα δέν τήν βιώνουμε ἴσως ποτέ ἐμπειρικά. Ποῦ ὀφείλεται τό θλιβερό αὐτό γεγονός;

Δυστυχῶς, ἡ ἱστορία σχεδόν ὅλων μας εἶναι περίπου ἴδια. Ἀμέσως μετά τήν ἀποχώρησή ἀπό τήν χαρισματική οἰκείωση τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, μέσῳ τῶν σωτηριωδῶν μυστηρίων τοῦ Ἁγίου Βαπτίσματός, τοῦ Ἁγίου Χρίσματος καί τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἀπενεργοποιήσαμε τήν νέα ζωή μας μέ τήν ἀγαπητική οἰκείωση τῶν νοητῶν «βαρῶν» τοῦ βιολογικοῦ, τοῦ κοινωνικοῦ καί πολιτισμικοῦ περιβάλλοντός μας.  Ἀποστατήσαμε ἀπό την ὄντως ζωή καί οἰκειωθήκαμε πάλι τόν παλαιό ἄνθρωπο, μέ τά νεκροφόρα πάθη καί τίς πολυποίκιλες ρυπογόνες ἐπιθυμίες τοῦ κόσμου τῆς σαρκός, ποῦ ἀντιστρατεύονται τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ καί εἰσάγουν πάλι τόν πονηρό, ὡς κυρίαρχο στήν καρδιά μας.

Νά, γιατί δέν νοιώθουμε, βιωματικά, τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί τήν ὑποστατική Του εἰρήνη στήν καρδιά μας.

Ὅμως, ὡς ἐνήλικες πνευματικῶς πιστοί, γνωρίζουμε, εὐτυχῶς, τήν θεραπεία μας. Γνωρίζουμε ἀκόμη, ὅτι μέ τήν ἐν μετανοίᾳ ἀδιάλειπτη προσευχή μας παραμένει, συνεχῶς, ἐνεργός ὁ Χριστός καί ἡ Βασιλεία Του μέσα μας. Τότε, κυριαρχεῖ στίς ἐπιθυμίες, στή διάνοια, στούς λογισμούς, στή σκέψη, στά λόγια καί στίς πράξεις μας. Τότε, ὁ πιστός ἀντιλαμβάνεται –βιωματικά-, ἀλλά καί οἱ πλησίον τοῦ πληροφοροῦνται ἐμπειρικά, πώς ἐπαληθεύεται τό Ἀποστολικό λόγιο, ὅτι «τόν κοπιῶντα γεωργόν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν» (Β΄ Τιμ. 2,6), τόν καρπό δηλαδή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως αὐτός περιγράφεται στήν πρός Γαλάτας Ἐπιστολή.

Ὅλα τά καλά, ἀλλά καί τά ἄσχημα, μέσα μας ἔχουν τήν ἀφετηρία τους, στήν προαίρεσή μας. Ἡ προαίρεση γίνεται ἐμφανῶς αἰσθητή, ὅταν ἐκβάλει στήν ἐπιθυμία μας.

Ἑπομένως, ἄν ἐπιθυμήσουμε μέ ἔντονο καί πύρινο πόθο τήν χαρισματική γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα μας -δηλαδή τήν ἐνεργοποίηση τῆς ἤδη κατατεθειμένης παρουσίας Του μέ τό Βάπτισμά μας- καί Τόν ζητήσουμε ἀγαπητικά, ὁ Χριστός θά μᾶς φανερώσει ἐν Ἀγίῳ Πνεύματι πρῶτα τό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας καί στή συνέχεια θά μᾶς βοηθήσει ἀκτίστως στήν κένωση τῶν ρυπογόνων νοητῶν ἀποβλήτων τῆς κενοδοξίας μας, μέ τήν δύναμη τῶν μυστηρίων τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐξομολογήσεως.

Ἀμέσως μετά, θά βιώσουμε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποῦ θά ἐκβάλει καί στήν βοήθεια πρός τόν πλησίον μας, θά βιώσουμε τήν εἰρήνη τῶν λογισμῶν, τήν χαρά ὡς ἀπελευθέρωση ἀπό τήν δυναστική ἐνέργεια τῶν παθῶν καί ἀπό τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ μέσα μας, θά βιώσουμε τήν ἀγαθότητα καί τήν πραότητα, τήν ζωντανή πίστη καί τήν ἐγκράτεια, ὡς ὁριοθέτηση τῆς πραγματικῆς ἀνάγκης ἔναντι τῶν ποικίλων ἐπιθυμιῶν τοῦ κόσμου.

Ὅταν βιώνεται ὁ παραπάνω «καρπός» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποκαλύπτεται καί ὁ Θεός στήν Τριαδικότητά Του ἔτσι, ὅπως τόν ἐκφράζει ὁ Ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος: «Φῶς ὁ Πατήρ, Φῶς ὁ Ὑιός, Φῶς καί τό Ἅγιον Πνεῦμα». Τό κάθε Φῶς μέ τήν ἰδιαιτερότητά Του, ἀλλά καί ὡς Ἕνα Φῶς τῆς Τριαδικῆς Θεότητας.

Τό Ἀπολυτίκιο τῆς ἡμέρας των Χριστουγέννων εἶναι ἀποκαλυπτικό καί γιά τήν γνωσιολογικοῦ χαρακτῆρα ἰδιότητα τοῦ Φωτός τοῦ Χριστοῦ: «Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, Σέ προσκυνεῖν τόν Ἥλιον τῆς Δικαιοσύνης, καί Σέ γινώσκειν ἐξ’ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε, δόξα Σοι». Ὁ Χριστός εἶναι ἡ αὐθεντική πηγή πάσης ἀληθινῆς γνώσεως, ὡς δημιουργός ὅλων τῶν ὄντων. Εἶναι Αὐτός πού ἔδωσε τήν ἐντελέχειά τους, τόν σκοπό τους, ποῦ εἶναι Αὐτός ὁ Ἴδιος.

Γι’ αὖτό, ἀκριβῶς, μόνον Αὐτός μπορεῖ νά μᾶς ἀποκαλύψει τήν γνώση τῆς αὐθεντικῆς ἀλήθειας ὅλων τῶν ὄντων, ἀλλά καί τόν σκοπό ὑπάρξεώς τους, ὥστε νά μή σφάλουμε καί ἁμαρτάνουμε, μέ τήν παράχρησή τους.

Γιατί, βέβαια, ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἠθική παράβαση, εἶναι ἀποστασία ἀπό τόν Θεό καί παραβίαση τῶν προδιαγραφῶν μας καί τῶν προδιαγραφῶν τῶν ὄντων, πού σχετίζονται μέ τή ζωή μας. Ἡ ἁμαρτία, ὡς νοερό, ρυπογόνο μονωτικό, ἐνεργεῖ διασπαστικά μέσα μας καί ἀπενεργοποιεῖ τήν ζωντανή ἑνότητά μας μέ τόν Χριστό, ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, «ἀκαθάρτῳ νοΐ Θεός οὐχ ἥνωται». Ἡ ἀπενεργοποίηση ὅμως τοῦ Χριστοῦ μέσα μας ἔχει προσδιοριστική σημασία γιά τό πνευματικό ποιόν μας, ἐν ὅσῳ «τοῦ Χριστοῦ μή ἐνεργοῦντος ἐν ἡμῖν, ἁμαρτία πᾶν τό παρ’ ἡμῶν γινόμενον» (Ἁγ. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλία 33, PG 151, 416d- 417Α), κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο Παλαμᾶ.

Συμπερασματικά, θά μπορούσαμε νά ὑποστηρίξουμέ ὅτι γιά νά προσεγγίσουμε καί νά βιώσουμε ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀσφαλέστερος καί συντομότερος τρόπος εἶναι νά ἐπιμεληθοῦμε καί νά αὐξήσουμε τήν ἐπιθυμία μας γιά τήν χαρισματική γέννηση καί τήν διατήρηση τοῦ Χριστοῦ ἐνεργοῦ στήν καρδιά μας.

Χρόνια Πολλά καί Εὐλογημένα!

ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΤΕΧΘΗ! ΑΛΗΘΩΣ ΕΤΕΧΘΗ!

Μέ ὅλη μου τήν ἀγάπη!

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Μετά την απόφαση του Ηρώδη να φονευτούν όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο του Ιωσήφ λέγοντάς του: «Σήκω και πάρε το παιδί και τη Μητέρα Του και φύγε στην Αίγυπτο». Φεύγει λοιπόν για την Αίγυπτο η Θεοτόκος με το βρέφος και τον Ιωσήφ, για τους παρακάτω δύο λόγους: Πρώτον, για να εκπληρωθεί αυτό που είχε λεχθεί από τον προφήτη ότι «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου». Δεύτερον, για να κλείσει κάθε στόμα αιρετικών. Διότι αν δεν είχε φύγει, θα συλλαμβανόταν το βρέφος. Κι αν μεν φονευόταν, θα εμποδιζόταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αν δε δεν φονευόταν, ή με ξίφος ή με άλλη τιμωρία, προκειμένου να εκπληρωνόταν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς ότι ήλθε κατά φαντασία και δεν έγινε αληθινά πραγματικός άνθρωπος. Διότι αν ήταν αληθινός άνθρωπος, θα σφαζόταν από το σπαθί του τυράννου, κάτι που και  χωρίς να υπάρχει πρόφαση, τόλμησαν οι άθεοι αιρετικοί να το πουν, ότι δηλαδή γεννήθηκε κατά φαντασία. Γι’ αυτό λοιπόν φεύγει στην Αίγυπτο, και για να συντρίψει τα εκεί είδωλα και για να σώσει όλη την οικουμένη κατά τον καιρό της σωτήριας Σταύρωσης».

Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου θα πρέπει καταρχάς να θυμίσουμε ότι στοιχεί στην παράδοση της Εκκλησίας, να εορτάζεται μετά από ένα μεγάλο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου, το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σ’ αυτό. Έτσι μετά τη Γέννηση του Κυρίου έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου, Εκείνης που έγινε η «γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως και μετά τη Βάπτισή Του έχουμε τη Σύναξη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο το γεγονός, η καθαυτό εορτή, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρωταγωνιστούν πρόσωπο, με άλλα λόγια η εκάστοτε Σύναξη αποτελεί την προέκταση της εορτής, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας το ίδιο νόημά της, σε μεγάλο βαθμό δε και τους ίδιους τους ύμνους της.

Η Σύναξη της Θεοτόκου λοιπόν τονίζει και πάλι τη Γέννηση του Κυρίου, με ιδιαίτερη επιμονή  στην πραγματικότητα της Σάρκωσής Του. Το στοιχείο αυτό ίσως δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα, μετά από τόσους αιώνες εξαγγελίας και βίωσης από την Εκκλησία της θεολογικής σημασίας της. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αιώνες όμως ήταν ό,τι πιο καίριο και σημαντικό, δεδομένου ότι αμφισβητείτο από αιρετικούς η πραγματικότητα της ενσάρκωσης, οι οποίοι «έφριτταν» στη σκέψη ότι ο Θεός πήρε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, προσέλαβε δηλαδή την ύλη του κόσμου τούτου. Τι κρυβόταν πίσω από την άρνησή τους αυτή; Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος κακός, δημιούργημα άλλου, μη καλού Θεού, συνεπώς φανέρωναν τον μη χριστιανικό προβληματισμό τους, μάλλον την με επίφαση του χριστιανισμού δήλωση των ανατολίτικων δυαλιστικών περί Θεού δοξασιών τους. Θέλουμε να πούμε ότι οι αιρετικοί αυτοί στην πραγματικότητα ήταν οπαδοί του ιρανικού λεγόμενου παρσισμού, κατά τον οποίο υπάρχουν δύο θεοί, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού, ο οποίος θεός του κακού είναι και ο δημιουργός του κόσμου. Πώς λοιπόν η κακή ύλη του κακού θεού  μπορούσε να προσληφθεί από τον καλό Θεό, που ερχόταν να σώσει την ψυχή – όχι ασφαλώς και το σώμα – του ανθρώπου;

Η Εκκλησία μας λοιπόν αντέδρασε σθεναρά, διότι τυχόν επικράτηση αυτών των αντιλήψεων (κατά δόκηση ή φαντασία εμφάνιση του Υιού του Θεού) θα σήμαινε πλήρη διαστροφή της αλήθειας της και άρνηση του πραγματικού Χριστού. Με ένταση λοιπόν τόνισε ότι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έλαβε πραγματική και όχι κατά φαντασία την ανθρώπινη φύση, το σώμα και την ψυχή, ώστε ενσωματώνοντάς τα στον Εαυτό Του να σώσει τον άνθρωπο και δι’ αυτού και όλη τη δημιουργία. Και αιτία γι’ αυτό βεβαίως ήταν το γεγονός ότι ο κόσμος όλος, η ύλη και το σώμα του ανθρώπου, αποτελούν δημιουργήματα του ενός Θεού, του φύσει αγαθού Θεού, που είναι και ο Δημιουργός βεβαίως του κόσμου. Ήταν τόσο σημαντική η αλήθεια αυτή, ώστε ήδη από την Καινή Διαθήκη ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος βλέπουμε  να τονίζει ότι από την αποδοχή ή όχι της αληθινότητας της σάρκωσης του Θεού φανερώνεται κανείς ως χριστιανός ή όχι. «Πας ος μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι», και «πας ος ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι». Πάνω στην αλήθεια αυτή δηλαδή κρινόταν η αλήθεια από την αίρεση. Κι αυτό τονίζει ιδιαιτέρως σήμερα η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που προεκτείνει, όπως είπαμε, τη Γέννηση του Κυρίου. «Αυτό που ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού το κράτησε, δηλαδή ότι είναι Θεός αληθινός, και αυτό που δεν ήταν το προσέλαβε κι έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία». Ο προβληματισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου στον οίκο του κοντακίου της σημερινής εορτής το διακηρύσσει επίσης έντονα: «Βλέποντας τη σφραγίδα της παρθενίας μου να μένει χωρίς να χαλάσει, σε κηρύσσω αληθινό Λόγο του Θεού, που πήρες την ανθρώπινη σάρκα».

Και βεβαίως η σημερινή εορτή της Σύναξης υπενθυμίζει πάλι ότι μπροστά στο πανθαύμαστο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου, όλη η δημιουργία ανταποκρίνεται με ευχαριστία, προσφέροντας τα δώρα της, το καλύτερο όμως όλων των δώρων ήταν του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ακριβώς πρόσφερε ό,τι ωραιότερο και ανώτερο μπορούσε ποτέ να φανεί ως κτίση: την Παναγία Παρθένο. «Καθένα από τα δημιουργήματά Σου, Κύριε, σου προσφέρει την ευχαριστία του: οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί το αστέρι, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμό τους, η γη το σπήλαιο, η έρημος τη φάτνη, εμείς όμως Μητέρα Παρθένο». Μη ξεχνάμε: η Παναγία είναι ο εκπρόσωπός μας στον Ουρανό, Εκείνη που έδωσε το αίμα και τη σάρκα της προκειμένου να γίνει άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός, συνιστά την «αξιοπρέπειά» μας, αποτελεί πάντοτε την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Προς χάρη Της η όποια προσευχή μας γίνεται εισακουστή από τον Θεό, αφού Εκείνος θέλησε να γίνει σαν κι εμάς μέσα από Εκείνην.

24 Δεκεμβρίου 2023

Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α !

 

Με τον χρωστήρα του ζωγράφου και με τον κάλαμο του υμνογράφου

Μεγαλειώδης η θεολογία της βυζαντινής εικόνας της Γεννήσεως του Κυρίου Ιησού Χριστού. Όλα τονίζουν το βάθος των γεγονότων, όλα μηνύουν το ποιος είναι ο τεχθείς, ποια η θέση της Υπεραγίας Θεοτόκου ή  του αγίου Ιωσήφ του μνήστορος, ποια η στάση των αγγέλων και των ανθρώπων (των απλών ποιμένων της Βηθλεέμ αλλά και των αναζητητών της αλήθειας μάγων-αστρονόμων της μακρινής Περσίας), ποια η μετοχή στο υπερφυές γεγονός της ίδιας της φύσεως. Με κεντρικό σημείο βεβαίως την Παναγία: να στέκει, ανακλιμένη ή προσκυνούσα, και ν’ απορεί για το μυστήριο της άπειρης συγκατάβασης του Υιού και Λόγου του Θεού που έγινε δι’ Αυτής άνθρωπος, αδυνατώντας να αγγίξει τον επί λάρνακας κείμενο Υιό Της. Η εικόνα μάς διδάσκει ό,τι σαλπίζει ο παιάνας: «Χριστός γεννᾶται, δοξάσατε∙ Χριστός ἐξ Οὐρανῶν, ἀπαντήσατε∙ Χριστός ἐπί γῆς ὑψώθητε..».  

Αλλά μεγαλειώδης και η υμνολογία (διά καλάμου αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου) της Εορτής, που ήδη προεορτίως μας καθοδηγεί στις μυστικές διαστάσεις της Γεννήσεως του Θεού ως ανθρώπου – κάποιες φορές διαφορετικά απ’ ό,τι ο χρωστήρας του αγιογράφου. Τι εννοούμε; Λίγο πλάι από το θείο βρέφος η Μάνα Παναγία (στην εικόνα). Μέσα στην αγκαλιά της Μάνας Παναγίας το θείο βρέφος (στους ύμνους), δεχόμενο τους κατασπασμούς της μητρικής στοργής. Ακούμε αίφνης στον οίκο του κοντακίου της 21ης Δεκεμβρίου: «Κρατώντας η Παρθένος μέσα στην αγκαλιά Της τον Υιό του Θεού και καταφιλώντας Τον με μητρικούς ασπασμούς έλεγε... Γι’  αυτό και χαίρομαι κρατώντας στην αγκαλιά τον Υιό του Θεού».

Ο χρωστήρας του ζωγράφου δεν αναιρεί βεβαίως τον κάλαμο του υμνογράφου κι ο κάλαμος του υμνογράφου δεν αναιρεί τον χρωστήρα του ζωγράφου. Απλά ο ένας συμπληρώνει τον άλλον. Πόσο όμως μεγαλείο κι αλήθεια κρύβει η «ανθρώπινη» προσέγγιση του αγίου υμνογράφου (του Ιωσήφ του συναισθηματικού και παρακλητικού, κατά τον αγαπημένο άγιο Πορφύριο) – η Μάνα Παναγία με τον Χριστό στην αγκαλιά Της, καθώς Τον «πνίγει» μέσα στα φιλιά της! Ο Κύριος της δόξας δέχτηκε όχι μόνο την πνευματική αγάπη του αγιότερου πλάσματός Του, της πάναγνης κόρης της Ναζαρέτ, με την απόλυτη υπακοή Της στο θέλημά Του, αλλά και την ανθρώπινη αγάπη της μάνας απέναντι στο βλαστάρι της! Το ανθρώπινο του Κυρίου τρέφεται πέρα από το γάλα της Μάνας και από τη στοργική αγκαλιά Της και τους κατασπασμούς Της.

Και μας συγκινεί ιδίως το δεύτερο, όχι για λόγους συναισθηματικούς πρώτιστα, αλλά για λόγους πνευματικούς. Διότι κατά την υπόσχεση του Κυρίου ο πιστός καλείται να στέκεται απέναντι στον Δημιουργό Του κι απέναντι στην άπειρη αγάπη Του όπως και η Παναγία, καλύτερα: να γίνεται και ο ίδιος μία Παναγία αν θέλει να είναι χριστιανός – να έχουμε τον Χριστό στην αγκαλιά μας και να μπορούμε να Τον κατασπαζόμαστε κάθε ώρα και κάθε στιγμή! Πώς; Τα ίδια τα λόγια του Κυρίου μάς καθοδηγούν: «ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένει κἀγώ ἐν Αὐτῶ», «ὁ τηρῶν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐν τῶ Θεῶ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῶ», ο ακόμη πιο άμεσος στον παραπάνω προβληματισμό λόγος Του «τίς ἐστιν μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μου; Πᾶς ὁ ἀκούων τόν λόγον τοῦ Θεοῦ καί τηρῶν αὐτόν ἐκεῖνος μήτηρ μου καί ἀδελφός μου καί ἀδελφή μού ἐστιν». Την ώρα που σπεύδουμε να τηρήσουμε τις εντολές του Κυρίου, κοινωνώντας διά της αγάπης, πνευματικά και μυστηριακά, Θεό και συνάνθρωπο, εκείνη την ώρα πραγματοποιούμε τη μεγαλειώδη υπόσχεση και προοπτική: σαρκώνουμε τον Κύριο μέσα στην ύπαρξή μας και γινόμαστε και εμείς Παναγίες. Τότε, όπως καταλαβαίνουμε δεν γιορτάζουμε απλώς Χριστούγεννα. Γινόμαστε οι ίδιοι Χριστούγεννα.