11 Μαΐου 2021

ΤΡΙΤΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

«Τῶν θυρῶν κεκλεισμένων, ἐπέστης, Χριστέ, πρός τούς Μαθητάς. Τότε ὁ Θωμᾶς οἰκονομικῶς οὐχ εὑρέθη μετ’ αὐτῶν˙ ἔλεγε γάρ˙ Οὐ μή πιστεύσω, ἐάν μή ἴδω κἀγώ τόν Δεσπότην˙ ἴδω τήν πλευράν, ὅθεν ἐξῆλθε τό αἷμα, τό ὕδωρ, τό βάπτισμα˙ ἴδω τήν πληγήν, ἐξ ἧς ἰάθη τό μέγα τραῦμα ὁ ἄνθρωπος˙ ἴδω πῶς οὐκ ἦν ὡς πνεῦμα, ἀλλά σάρξ καί ὀστέα. Ὁ τόν θάνατον πατήσας καί Θωμᾶν πληροφορήσας, Κύριε, δόξα Σοι» (Δοξαστικό αποστίχων των αίνων).

(Ενώ ήταν κλεισμένες οι θύρες, φανερώθηκες, Χριστέ, προς τους μαθητές (την πρώτη ημέρα που αναστήθηκες). Τότε ο Θωμάς κατ’ οικονομία (Θεού) δεν ήταν μαζί τους. Γιατί έλεγε: Δεν θα πιστέψω, αν δεν δω κι εγώ ο ίδιος τον Δεσπότη. Αν δεν δω την πλευρά, από όπου βγήκε το αίμα, το ύδωρ, το βάπτισμα. Αν δεν δω την πληγή, από την οποία ιάθηκε το μέγα τραύμα, δηλαδή ο άνθρωπος. Αν δεν δω ότι δεν ήταν ο Χριστός πνεύμα (ένα φάντασμα), αλλά (κανονικός άνθρωπος) με σάρκα και οστά. Κύριε, Συ που πάτησες τον θάνατο και πληροφόρησες τον Θωμά (με την εμφάνισή Σου μετά οκτώ ημέρες) δόξα Σοι).

Τον προβληματισμό του Θωμά και τον δραματικό χαρακτήρα των ενστάσεών του απέναντι στους άλλους συμμαθητές του που τον βεβαίωναν για την αναστημένη παρουσία του Κυρίου προβάλλει ο άγιος υμνογράφος. Βρισκόμαστε στη δεύτερη εβδομάδα μετά την Ανάσταση του Κυρίου που το κύριο πρόσωπο στην υμνογραφία της Εκκλησίας είναι ο θεωρούμενος άπιστος μαθητής. Κι ήταν εκείνος που απογοητευμένος όπως και οι άλλοι απόστολοι από την εξέλιξη των γεγονότων και τον σταυρικό θάνατο του Διδασκάλου επέλεξε όχι την κοινωνία των μαθητών, αλλά την απομόνωσή του. Οι λογισμοί απιστίας και η διαφαινόμενη απόγνωσή του φαίνεται να τον κατέκλυσαν, γι’ αυτό και όταν οι άλλοι μαθητές τον βεβαίωσαν για την Ανάσταση του Κυρίου, εκείνος εξέφρασε τις αμφιβολίες του και την «απαίτησή» του να βεβαιωθεί με τις αισθήσεις του για ό,τι του έλεγαν. Η περιγραφή από τον υμνογράφο των αμφιβολιών του δείχνουν αφενός τον εσωτερικό πόλεμο που ζούσε, αφετέρου το «άνοιγμά» του προς την πίστη, γιατί οι εκτιμήσεις του έχουν βαθιά θεολογικό χαρακτήρα και στηρίζονται στον αποκαλυπτικό λόγο του Διδασκάλου.

- Να δω κι εγώ τον Κύριο για να πιστέψω˙ εξακολουθεί και τον χαρακτηρίζει Κύριο, Δεσπότη.

- Να δω τη λογχισμένη πλευρά, με το αίμα και το ύδωρ που βγήκαν˙ το ύδωρ τον παραπέμπει στο βάπτισμα της Εκκλησίας, δια του οποίου γινόμαστε μέλη Χριστού.

- Να δω την πληγή από τα καρφιά˙ μία πληγή που θεωρείται ότι απετέλεσε την ίαση του ανθρώπου. Ο ποιητής βάζει στο στόμα του «απίστου» Θωμά τον προφητικό λόγο του Ησαΐα για τον Μεσσία: «τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς οἱ πάντες ἰάθημεν», κάτι που η Εκκλησία μας το εξαγγέλλει έκτοτε ποικιλοτρόπως: «τῷ πάθει Σου, Χριστέ, παθῶν ἠλευθερώθημεν». Και ιάθηκε βεβαίως ο άνθρωπος που τον χαρακτηρίζει ο Θωμάς «μέγα τραῦμα» - η αποδοχή της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία που έφερε τον θάνατό του, πνευματικό και σωματικό, «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος».

- Να δω Εκείνον αναστημένο που δεν φάνηκε ως ένα απλό πνεύμα, αλλά ήταν αληθινός άνθρωπος με σάρκα και οστά˙ η σωματικότητα του Χριστού είναι η βεβαία απόδειξη ότι όντως αναστήθηκε. Ποτέ η Εκκλησία μας δεν αποδέχτηκε μία πνευματοκρατία, αλλά τον ρεαλισμό ότι ο άνθρωπος είναι σώμα και ψυχή, ψυχή και σώμα, και τα δύο είναι ισάξια και ισοδύναμα, και τα δύο μετέχουν εξίσου στη χάρη του Θεού – ο άνθρωπος σώζεται ολόκληρος.

Κι ο υμνογράφος βεβαίως καταλήγει με την «αποθέωση» της αγάπης του Θεού απέναντι στο πλάσμα Του: και τον θάνατο καταπάτησε ο Χριστός, το αποτέλεσμα δηλαδή της αμαρτίας την οποία σήκωσε και ξέπλυνε πάνω στον Σταυρό, αλλά και τον Θωμά «ἐπληροφόρησε», γιατί συγκατέβη στην αδυναμία του – δεν τον αποπήρε, δεν τον έκανε πέρα. Κι εκείνο που θεωρείται το πιο συγκινητικά παράδοξο ίσως στον ύμνο είναι ότι αυτό που συνέβη με τον Θωμά συνέβη «οἰκονομικῶς». Το ήξερε και το ήθελε δηλαδή ο Θεός, προκειμένου διά της «απιστίας» του μαθητή Του να δώσει απάντηση σε όλες τις απιστίες και τις ολιγοπιστίες και τις αμφιβολίες που θα εκφράζονταν σε όλους τους αιώνες. «Ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!»

Το κίνητρο της αγάπης του Θεού μας για κάθε ενέργειά Του είναι πράγματι εκείνο που κάνει όλους τους καλοπροαίρετους ανθρώπους, παρ’ όλες τις αδυναμίες τους, να προσπίπτουν τελικώς και να κραυγάζουν προς τον Χριστό: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»!

10 Μαΐου 2021

Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟΥ ΒΥΘΟΥ ΤΗΣ ΑΠΙΣΤΙΑΣ

«Τόν Θωμᾶν οὐ κατέλιπες βαπτιζόμενον, Δέσποτα, βυθῷ ἀπιστίας, παλάμας προτείνας εἰς ἔρευναν» (ὠδή στ΄ κανόνος Κυριακής Θωμά).

(Δεν εγκατέλειψες, Δέσποτα Κύριε, τον Θωμά, την ώρα που βυθιζόταν στον βυθό της απιστίας, καθώς τού άπλωσες τις παλάμες για έρευνα).

Συνηθίζουμε να μιλάμε για την απιστία ή τη δυσπιστία ή την ολιγοπιστία του αγίου αποστόλου Θωμά, επειδή δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία των άλλων μαθητών ότι είδαν τον αναστημένο Χριστό. «Ἐάν μή ἴδω οὐ μή πιστεύσω» τους είπε. Και ο Κύριος τού έκανε τη χάρη και (όταν βεβαίως βρέθηκε μαζί με τους άλλους αποστόλους δείχνοντας την καλή του διάθεση και τον εσωτερικό του αγώνα) τον κάλεσε «ἰδίαις χερσί» να βεβαιωθεί για το αναστημένο Του σώμα. Εξέφρασε όμως και το παράπονό Του ότι «πίστεψε γιατί Τον είδε και τον ψηλάφησε με τις σωματικές του αισθήσεις», χωρίς να φτάσει στην υψηλότερη πίστη και θέαση που υπάρχει, δηλαδή τη μακαριότητα εκείνων που πιστεύουν χωρίς να επιζητούν να Τον δουν με τα σωματικά τους μάτια. Βεβαίως η εκκλησιαστική υμνολογία αφορμάται από το γεγονός αυτό για να «υμνήσει» τελικά αυτήν την απιστία του Θωμά – «ὦ καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ», διότι ο Κύριος «χαίρει ἐρευνώμενος»  - που έδωσε και δίνει την ευκαιρία μέσα στους αιώνες να εξαγγελθεί η Ανάσταση του Κυρίου ακόμη και μέσα από την ψαύση του πεπυρωμένου λόγω της θεότητάς Του σώματος του Κυρίου∙ αλλά και να τονισθεί η πραγματική έννοια της θεολογίας, ως γεγονότος που εδράζεται στην εμπειρία του Χριστού, είτε από το άγγιγμα του στήθους Του από τον Ιωάννη τον Θεολόγο είτε από το άγγιγμα των τρυπημένων από τα καρφιά χεριών Του και της λογχευμένης πλευράς Του, και όχι σε μία ιδεολογική και «ψιλή»-γυμνή προσέγγιση της πίστεως. 

Συνηθίζουμε λοιπόν να μιλάμε για τον «άπιστο» Θωμά. Όμως και το Ευαγγέλιο αλλά και η υμνογραφία της Εκκλησίας δεν παύουν να σημειώνουν ότι την απιστία ή την ολιγοπιστία του Θωμά την είχαν και οι άλλοι μαθητές του Κυρίου, με πρώτον μάλιστα από όλους τον κορυφαίο των μαθητών απόστολο Πέτρο. Και έρχεται ακριβώς η ποίηση των ημερών για να θυμίσει, πέρα από άλλες «απιστίες», τη βεβαιωμένη από τον ίδιο τον Κύριο ολιγοπιστία του Πέτρου, όταν είδε τον Κύριο, προ της Αναστάσεώς Του βεβαίως, να περιπατεί επί των κυμάτων της θάλασσας της Γαλιλαίας και Τον παρακάλεσε, εφόσον είναι Εκείνος, να του επιτρέψει να έλθει κοντά Του, πατώντας κι αυτός πάνω στη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Και ποιο το αποτέλεσμα; Ο Πέτρος, όσο έβλεπε τον Κύριο, να μπορεί να περπατάει σαν επάνω σε ξηρά, όταν όμως συνειδητοποίησε την «πραγματικότητα» του περιβάλλοντος, να αρχίσει να βυθίζεται, γιατί απίστησε. Το γεγονός αυτό δεν έχει υπόψη του ο υμνογράφος του παραπάνω τροπαρίου μιλώντας όμως τη φορά αυτήν για τον Θωμά; Την ίδια εικόνα, κατά μεταφορικό τρόπο, χρησιμοποιεί: και ο Θωμάς βυθιζόταν στα κύματα της απιστίας με κίνδυνο να καταποντιστεί. Δεν τον αφήνει όμως ο Κύριος∙ όπως άπλωσε το χέρι Του κι έπιασε τον Πέτρο, ελέγχοντας την ολιγοπιστία του: «ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;», κατά τόν ίδιο τρόπο απλώνει τις παλάμες Του στον ολιγόπιστο Θωμά για να σώσει κι εκείνον. Με τον ίδιο μάλιστα τρόπο σχεδόν ελέγχου: «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας∙ μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». 

Το κρίσιμο και καίριο σημείο και στις δύο επεμβάσεις του Κυρίου στους ολιγοπίστους ή απίστους μαθητές Του ήταν ότι και οι δύο τελικά στράφηκαν σ’ Εκείνον: ο Πέτρος με τον άμεσο τρόπο της αγωνιώδους κραυγής του: «Κύριε, σῶσόν με», ο Θωμάς με τον έμμεσο τρόπο του ερχομού του στον κύκλο των άλλων μαθητών – μία «κραυγή» του ήταν κι αυτή, καθώς άφησε την απομόνωση και τη μοναξιά του. Κι αυτό το σημείο είναι το κρίσιμο και για κάθε μαθητή και πιστό Του σε όλους τους αιώνες και σήμερα: μπορεί να αμφιβάλλουμε και να ολιγοπιστούμε, αλλά αυτό που περιμένει κι από εμάς ο Κύριος είναι να στραφούμε τελικώς στον Ίδιο και να κραυγάσουμε. Όχι εξωτερικά, αλλά εσωτερικά και μυστικά, στο βάθος της καρδιάς μας. Αλλά με την παρατήρηση που ο Ίδιος έκανε στον μαθητή Του Ιούδα (όχι τον Ισκαριώτη), για το πώς πια μετά την Ανάστασή Του θα εμφανίζεται στους ανθρώπους: όχι εξωτερικά σαν να θέλει να τους «υποτάξει» με μία συγκλονιστική εμφάνισή Του, αλλά μέσα από την τήρηση των αγίων εντολών Του. Ο Κύριος υπήρξε σαφέστατος και απολύτως συνεπής: «όποιος τηρεί τις εντολές Μου θα δείχνει ότι Με αγαπάει, οπότε θα δει στην ύπαρξή του την ίδια την αγάπη του Θεού Πατέρα και τη δική Μου, καθώς και τη φανέρωσή Μου μέσα σ’ εκείνον». Με άλλα λόγια, η Ανάσταση του Χριστού μετά τις συνεχείς επί σαράντα ημέρες εμφανίσεις Του στους μαθητές Του θα βιώνεται από τους πιστούς στον βαθμό που αυτοί πια θα ξανοίγονται στην αναζήτησή Του μέσα από την εφαρμογή του αγίου θελήματός Του. Ο Χριστός, ας επιτραπεί η έκφραση, μας έκανε «ματ»: μόνον η εμπειρία του Χριστού θα επιβεβαιώνει την πίστη και την Ανάστασή Του. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αποτελεί ένα μάταιο κυνηγητό του ανθρώπινου εγωισμού, γι’ αυτό και θα καταλήγει μονίμως σε αποτυχία. Μ’ έναν λόγο: όπου δεν υπάρχει αγάπη αληθινή και θυσιαστική, όπως την έδειξε και την έζησε ο Χριστός, εκεί Χριστός δεν υπάρχει, εκεί τα όποια λόγια και οι όποιες φωνασκίες συνιστούν «κύμβαλον ἀλαλάζον». 

08 Μαΐου 2021

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ (Ή ΑΝΤΙΠΑΣΧΑ)


«῏Ω, καλή ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ!» 

 Ἡ πρώτη Κυριακή μετά τήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου, ἡ καί ᾽Αντίπασχα ὀνομαζομένη, εἶναι ἀφιερωμένη στόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, τόν Θωμᾶ, ὁ ὁποῖος γίνεται πιά τό «μέσον» διά τῆς ἀπιστίας του,  προκειμένου νά καταστεῖ βέβαιο τό γεγονός τῆς νίκης κατά τοῦ θανάτου. «᾽Απιστία πίστιν βεβαίαν ἐγέννησε», κατά τόν ὑμνογράφο. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἀπιστία αὐτή ῾προκαλεῖ᾽ τόν Κύριον νά τοῦ φανερώσει πιό ἔντονα τά σημάδια τῆς παρουσίας Του καί νά τόν ὁδηγήσει στή σωτήρια ὁμολογία: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». 

1. Ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἔτσι γίνεται καλή ἀπιστία. Ὅσο παράδοξα κι ἄν ἠχεῖ τοῦτο, ἡ πραγματικότητα εἶναι αὐτή: ὑπάρχει καλή, ἀλλά καί κακή ἀπιστία.

 Καλή ἀπιστία εἶναι αὐτή πού σέ πρώτη φάση ἐγκλωβίζει τόν ἄνθρωπο στήν ἀμφισβήτηση καί τήν ἄρνηση, θέτοντάς του ὡς προτεραιότητα τήν πίστη στή λογική καί τίς αἰσθήσεις. «᾽Εάν μή ἴδω, οὐ μή πιστεύσω». Εἶναι ὁ σκεπτικισμός πού συναντᾶμε πολλές φορές μέσα στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, σάν τήν περίπτωση γιά παράδειγμα τοῦ Ναθαναήλ, ὅταν καλεῖται νά γνωρίσει τόν Μεσσία ἀπό τόν φίλο του Φίλιππο – «ἐκ Ναζαρέτ δύναταί τι ἀγαθόν εἶναι;» - ἤ σάν τήν περίπτωση τοῦ τραγικοῦ πατέρα πού προσφεύγει μέν στόν ᾽Ιησοῦ γιά νά θεραπεύσει τό παιδί του, ἀλλά γεμάτος ἐρωτηματικά καί ἀμφισβήτηση: «᾽Αλλ᾽ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν». Κι ὁ Κύριος τήν ἀμφισβήτηση καί τόν σκεπτικισμό αὐτόν δέν τά ἀπορρίπτει. Τά παίρνει ὡς τά πρῶτα ἐναύσματα τῆς πίστεως, πού θά ὁδηγήσουν στή στέρεα καί βεβαία πίστη. Διότι βλέπει ὅτι ἡ ἀπιστία αὐτή πηγάζει ἀπό μιά καρδιά πού πάσχει καί ἀγωνιᾶ. ῎Ετσι τό γνώρισμα τῆς καλῆς ἀπιστίας φαίνεται νά εἶναι αὐτό: ἡ ὀδυνωμένη καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού παλεύει μεταξύ τῆς πίστεως καί τῆς ἀπιστίας. «Πιστεύω, Κύριε»- γιά νά θυμηθοῦμε καί πάλι τό προαναφερθέντα πατέρα – «βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». Θυμᾶται κανείς ἐδῶ καί τό παρόμοιο γεγονός ἀπιστίας πού πέρασε καί ὁ ὅσιος Γέρων Παΐσιος στά παιδικά του χρόνια (᾽Αρσένιος τότε), ὅταν ἡ ἀπιστία ἑνός φοιτητῆ κλόνισε τίς μέχρι τότε βεβαιότητές του. Καί μᾶς περιγράφει τήν ὀδύνη τῆς καταστάσεως αὐτῆς: «Θόλωσε ὁ πνευματικός μου ὁρίζοντας. Γέμισα ἀπό ἀμφιβολίες. Θλίψη κατέλαβε τήν ψυχή μου». Εἶναι ἡ παρόμοια κατάσταση πού περνάει κάθε ἄνθρωπος, μέχρις ὅτου στερεωθεῖ στήν πίστη του στόν Χριστό, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ φάση αὐτή τῆς ἀπιστίας δέν θεωρεῖται ὡς κάτι ἀρνητικό καί παράδοξο, ἀλλά φυσιολογικό σκαλοπάτι στήν πορεία τῆς πνευματικῆς ὡριμάνσεως τοῦ ἀνθρώπου.

2. Πότε ἡ ἀπιστία θεωρεῖται κακή; Ὅταν δέν θεωρεῖται καρπός ἐσωτερικῆς πάλης, ἀλλά ἀφορμή γιά νά ὁριστικοποιηθεῖ ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Χριστό, κάτι πού προφανῶς ἔχει ἤδη ἀποφασιστεῖ ἀπό αὐτόν. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀποφασίσει νά δουλεύει στά πάθη του, ὅταν ἡ προτεραιότητά του εἶναι ἡ ἐμπαθής προσκόλλησή του στόν κόσμο τοῦτο, εἴτε ὡς φιληδονία εἴτε ὡς φιλοδοξία καί φιλαργυρία, ὅταν μέ ἄλλα λόγια τήν πρώτη θέση τήν καταλαμβάνει ὁ ἑαυτός του, τότε τήν ἀπιστία τή χρησιμοποιεῖ ὡς ἀφορμή γιά νά δικαιώσει τίς ἐπιλογές του. Στήν περίπτωση αὐτή δέν βοηθεῖται ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ κατά τρόπο θετικό, ἤ μᾶλλον βοηθεῖται, ἀλλά μέ τρόπο πού παραπέμπει στό «φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος». Ἡ περίπτωση τοῦ προδότη μαθητῆ τοῦ Χριστοῦ ᾽Ιούδα, πού καί αὐτός πέρασε ἀπό τό καμίνι τῆς ἀπιστίας, εἶναι, νομίζουμε, ἐν προκειμένῳ ἐνδεικτική.

3. Ποιό φαίνεται νά εἶναι τό ἀποφασιστικό σημεῖο τοῦ περάσματος ἀπό τήν ἀπιστία στήν πίστη; Ἡ ὕπαρξη ἑνός ἔστω ἐλάχιστου ποσοστοῦ ταπείνωσης, δηλαδή ἡ ἀμφισβήτηση τοῦ ἀπόλυτου τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν κάνει νά ἐμπιστευτεῖ τήν κοινή ἐμπειρία τῶν ἄλλων καί πού τόν ὁδηγεῖ στήν ᾽Εκκλησία. Ὁ Θωμᾶς κατορθώνει νά ἀπεγκλωβιστεῖ ἀπό τήν ἀπιστία του, μόλις ἀποφασίζει νά βγεῖ ἀπό τό «καβούκι» του. Ἡ ταπείνωση πού ἐπιδεικνύει, ὡς στροφή πρός τούς ἄλλους καί ὄχι τόν ἑαυτό του, εἶναι τό ρίσκο πού ἀναλαμβάνει γιά νά μπεῖ στό χῶρο τῆς ἔκπληξης: τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ. Ὁ Κύριος βλέπουμε ὅτι ἐκεῖ τοῦ φανερώνεται: στή σύναξη τῶν μαθητῶν, στήν ᾽Εκκλησία, καί ὄχι στό θολό σύννεφο τῶν λογισμῶν τῆς μοναξιᾶς του. Καί τόν καλεῖ μ᾽ ἕναν ἀπόλυτα προσωπικό τρόπο, πού διαλύει τίς ἀμφιβολίες του: «φέρε τόν δάκτυλόν σου ὧδε καί ἴδε τάς χεῖράς μου, καί φέρε τήν χεῖρά σου καί βάλε εἰς τήν πλευράν μου, καί μή γίνου ἄπιστος, ἀλλά πιστός». Ἡ συγκλονιστική αὐτή ἐμπειρία τοῦ Θωμᾶ τόν ὁδηγεῖ πιά στή φυσιολογική στάση τῶν πιστῶν μαθητῶν: στήν προσκύνηση τοῦ Χριστοῦ καί στήν ὁμολογία τῆς πίστεως: «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου».

4. ῎Ετσι ἡ πίστη στήν ᾽Ανάσταση τοῦ Κυρίου διαπιστώνεται ὅτι εἶναι γεγονός βιούμενο στήν ᾽Εκκλησία καί μόνον ἐκεῖ. Μόνον ὁ ἐν τῇ ᾽Εκκλησίᾳ ζῶν καί μάλιστα αὐτός πού ἀγωνίζεται νά βαδίζει τήν ὁδό τοῦ Κυρίου, δηλαδή νά τηρεῖ τίς ἅγιες ἐντολές Του, μπορεῖ καί νά βλέπει καί νά νιώθει τήν ἀναστημένη παρουσία ᾽Εκείνου. «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας. Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες». Πέραν τοῦ γεγονότος μέ τόν Θωμᾶ, ὁ Κύριος τό εἶχε προείπει στούς μαθητές Του, στήν ἐκτεταμένη διδασκαλία Του στό πλαίσιο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου: μετά τή Σταυρική Του θυσία θά εἶναι ὁρατός καί θά Τόν αἰσθάνονται μόνον οἱ μαθητές Του. Στήν ἔνσταση τοῦ ᾽Ιούδα, ὄχι τοῦ ᾽Ισκαριώτη, «Κύριε, καί τί γέγονεν ὅτι ἡμῖν μέλλεις ἐμφανίζειν Σεαυτόν καί οὐχί τῷ κόσμῳ;» (γιατί θά φανερώσεις τόν ἑαυτό Σου σ’ ἐμᾶς κι ὄχι στόν κόσμο;), στήν ἔνσταση δηλαδή τῆς κοσμικῆς λογικῆς πού ἀπαιτεῖ μιάν ἐξωτερική ἐπιβολή καί νίκη κατά τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως, ὁ Κύριος εἶναι ἀπόλυτος καί σαφής: Μόνον ὅποιος τηρεῖ τίς ἐντολές Του, συνεπῶς οἱ πιστοί μαθητές Του, θά Τόν ζοῦν καί θά Τόν βλέπουν. «᾽Εάν τις ἀγαπᾷ με, τόν λόγον μου τηρήσει, καί ὁ πατήρ μου ἀγαπήσει αὐτόν, καί πρός αὐτόν ἐλευσόμεθα καί μονήν παρ᾽ αὐτῷ ποιήσομεν». Κι εἶναι τοῦτο καί ἡ μόνιμη ἀπάντηση, πέραν τῶν ὅσων εἴπαμε, γιά τό πῶς βεβαιώνεται κανείς στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ: μόνον διά τῆς ἀγάπης στόν συνάνθρωπο. «Πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη», πού σημειώνει ὁ ἀπ. Παῦλος. Μέ ἄλλα λόγια, ὅταν ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀπιστία ἀρχίζουν νά μέ ταλαιπωροῦν, ἡ ἀπάντηση εἶναι νά θερμαίνω τήν καρδιά μου ἐντονότερα γιά τόν κάθε πλησίον μου, καί μάλιστα τόν θεωρούμενο ἐχθρό μου. Τήν ὥρα πού θά παλεύω ν᾽ ἀγαπῶ ἐκεῖνον μέ τόν ὁποῖο φαίνεται νά ἔχω πρόβλημα, τήν ὥρα ἀκριβῶς αὐτή θά νιώθω καί τή χάρη τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ νά εἰσρέει στήν καρδιά μου. Εἶναι μιά ἐμπειρία τῆς ᾽Αναστάσεως πού βεβαίως, εἶναι αὐτονόητο, πρέπει κανείς νά πειραματιστεῖ στόν ἴδιο του τόν ἑαυτό γιά νά τή νιώσει.

 

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

«Ὁ πανάγαθος Θεός καί φιλάνθρωπος Κύριός μας δέν ἀξίωσε τούς ἁγίους πού ἀγωνίστηκαν χάριν Αὐτοῦ μέ προθυμία – μαθητές καί Ἀποστόλους, Προφῆτες καί Μάρτυρες καί ὅλους αὐτούς πού Τόν εὐαρέστησαν –  νά γίνουν μέτοχοι μόνο τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί τῶν αἰωνίων Του ἀγαθῶν, ἀλλά καί τούς τόπους στούς ὁποίους  διέπρεψαν καί τάφηκαν τούς φανέρωσε γεμάτους ἀπό τίς χάριτές Του καί τούς λάμπρυνε μέ πολλά θαύματα. Τό ἴδιο καί ὁ τάφος, στόν ὁποῖο τάφηκε, ἐνῶ ἐπρόκειτο νά μετατεθεῖ, ὁ μέγας ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος: μέ ἐπίνευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κάθε χρόνο κατά τήν ὀγδόη τοῦ μηνός Μαΐου, βγάζει καί ἀναδίδει ξαφνικά μία ἁγία σκόνη, τήν ὁποία οἱ ἐγχώριοι κάτοικοι τήν μετονομάζουν σέ Μάννα. Ὅσοι προσέρχονται στόν τάφο παίρνουν τήν ἁγία σκόνη αὐτή καί τή χρησιμοποιοῦν γιά τή λύτρωσή τους ἀπό κάθε εἴδους πάθος, δηλαδή γιά τή θεραπεία τῶν ψυχῶν καί γιά τή δύναμη τοῦ σώματος, δοξολογώντας καί ὑμνολογώντας τόν Θεό καί τόν ὑπηρέτη Αὐτοῦ Ἰωάννη».

Ἡ σημερινή ἑορτή δέν ἀναφέρεται στήν κοίμηση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου καί Εὐαγγελιστῆ - αὐτό γίνεται τήν 26η  Σεπτεμβρίου, ὅπου ἑορτάζουμε καί τή μετάσταση τοῦ ἀποστόλου. Ἀναφέρεται στή μνήμη του βεβαίως, ἀλλά μέ τήν ἐπισήμανση τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: «ἤτοι, εἰς τήν σύναξιν τῆς ἁγίας κόνεως, τῆς ἐκπεμπομένης ἐκ τοῦ τάφου αὐτοῦ, ἤγουν τό μάννα». Μέ ἄλλα λόγια ὁ κύριος σκοπός τῆς ἑορτῆς εἶναι νά τονιστεῖ, ὅπως σημειώνεται στό ἀρχικό συναξάρι, ὅτι ὁ Κύριος ἁγιάζει καί τούς τόπους στούς ὁποίους ἔδρασαν καί τάφηκαν οἱ ἅγιοί Του, πολύ περισσότερο οἱ ἅγιοι μαθητές καί ἀπόστολοί Του. Κι εἶναι μία πραγματικότητα πού ζοῦμε ἀδιάκοπα οἱ χριστιανοί, ἀφοῦ πράγματι ἔχουμε τά μάτια καί γενικά τίς αἰσθήσεις νά ἐπισημαίνουμε τή χάρη τῶν τόπων αὐτῶν, ὅπως καί τή χάρη τῶν λειψάνων τους καί τῶν διαφόρων ἀντικειμένων πού χρησιμοποιήθηκαν ἀπό αὐτούς. Καί μή σπεύσει κανείς νά ἀντείπει ὅτι ἐκπίπτουμε σέ «εἰδωλολατρία», γιατί δέν τιμᾶμε τούς τόπους καθ’ ἑαυτούς οὔτε καί τά διάφορα ὑλικά πράγματα τῶν ἁγίων, ἀλλά τή χάρη πού περιέχουν, πού σημαίνει ὅτι δι’ αὐτῶν ἀναγόμαστε σέ δοξολογία τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας καί τῆς δοξαστικῆς χάρης Του! Ὅ,τι συμβαίνει καί μέ τίς ἅγιες εἰκόνες, πού «ἡ τιμή ἐπί τό πρωτότυπον διαβαίνει» (Μ. Βασίλειος), τό ἴδιο συμβαίνει καί ἐδῶ. Ἀπόδειξη; Τό πλῆθος τῶν θαυμάτων πού πραγματοποιοῦνται, ἡ ψυχική δύναμη πού παίρνουν οἱ πιστοί, ἡ πολλαπλή ἐνίσχυσή τους γιά τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς. Πρόκειται γιά ἐκδήλωση τῆς φιλάνθρωπης στάσης τοῦ Δημιουργοῦ μας, ὁ Ὁποῖος δέν παύει νά ἐργάζεται γιά τή σωτηρία μας, κυριολεκτικά νά μή μᾶς ἀφήνει σέ «ἡσυχία», προκειμένου νά διεγείρει διαρκῶς τήν ἀσθενική συνείδησή μας.

Ἀλλ’ εἴπαμε ὅτι ταυτοχρόνως ἡ Ἐκκλησία μας, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τά συγκεκριμένα θαυμαστά στοιχεῖα τῶν τόπων καί τῶν ἀντικειμένων τῶν ἁγίων, μνημονεύει τούς ἴδιους τούς ἁγίους – θυμᾶται τή βιοτή τους, τήν κατά Χριστόν πολιτεία τους, τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη τους, τήν ἀπέραντη ὑπακοή τους στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι ἀπό ὅλα σήμερα πού μᾶς προβάλλει γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη, στεκόμαστε σέ ἕνα τροπάριο ἀπό τά ἀπόστιχα τοῦ ἑσπερινοῦ, τό ὁποῖο νοηματικά ἐπαναλαμβάνεται καί στήν θ΄ ὠδή τοῦ ὀρθρινοῦ κανόνα. Μιλᾶνε καί τά δύο γιά τήν ἰδιαίτερη σχέση τοῦ ἁγίου Εὐαγγελιστῆ μέ τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, σχέση πράγματι μοναδική καί ἀνεπανάληπτη, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἦταν ὁ μόνος πού ἄκουσε κάτω ἀπό τόν Σταυρό τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου: «Ἰδού ἡ Μήτηρ Σου». Ὁ Κύριος σ’ αὐτόν ἐμπιστεύτηκε τήν Παναγία Μητέρα Του κι αὐτόν χαρακτήρισε ὡς Υἱό αὐτῆς. «Ἰδού ὁ Υἱός σου»! Μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου ὑμνογράφου: «Χαίροις, Θεολόγε ἀληθῶς· χαίροις τῆς μητρός τοῦ Κυρίου, υἱός παμπόθητος· σύ γάρ παριστάμενος ἐν τῷ Σταυρῷ τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐνθέου ἀκήκοας φωνῆς τοῦ Δεσπότου, Ἴδε νῦν ἡ Μήτηρ Σου, πρός σέ βοήσαντος· ὅθεν ἐπαξίως σε πάντες, ὡς Χριστοῦ ἀπόστολον θεῖον, καί ἠγαπημένον μακαρίζομεν» (Χαῖρε σύ πού εἶσαι κατ’ ἀλήθειαν θεολόγος. Χαῖρε σύ πού εἶσαι πολυαγαπημένος υἱός τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Γιατί καθώς παραστάθηκες σύ στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ἄκουσες τήν ἔνθεη φωνή τοῦ Δεσπότη πού σοῦ φώναξε,  Νά τώρα ἡ μητέρα Σου. Γι’ αὐτό καί ὅλοι σέ μακαρίζουμε ἐπάξια ὡς θεῖο ἀπόστολο καί ἀγαπημένο τοῦ Χριστοῦ).

 Ἡ θέση τοῦ ἁγίου ἀποστόλου εἶναι κατ’ ἐπέκταση καί θέση δική μας: ὡς μέλη Χριστοῦ εἴμαστε κι ἐμεῖς παιδιά τῆς Παρθένου Μαρίας, καί μάλιστα πολυαγαπημένα. Ἄν ἡ Παναγία ἔχει τόσο μεγάλη θέση στό ἐκκλησιαστικό στερέωμα - ἀπόλυτα μοναδική ὡς φυσική Μητέρα τοῦ Κυρίου – εἶναι γιατί ἔχει, κατά τήν ἀνθρώπινη τελειότητα, και τήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου. Εἶναι ἡ Μάνα μας καί εἴμαστε τά παιδιά Της, τά ὁποῖα ὑπεραγαπᾶ, ἔστω καί μέ τά λάθη τους καί τίς ἁμαρτίες τους. Κι αὐτή ἡ ἐπίγνωση τῆς ἀγάπης Της ὁδηγεῖ τόν χριστιανό σέ μετάνοια, πού θά πεῖ σέ ἀναζήτηση τοῦ Κυρίου, κάτι πού συνιστᾶ καί τή μόνη χαρά καί εὐφροσύνη τῆς Παναγίας: νά μᾶς βλέπει σέ καλή σχέση μέ τόν Υἱό καί Θεό Της!   Μή ξεχνᾶμε: ἡ ἀγάπη τῆς Παναγίας καί τῶν ἁγίων ἀπέναντί μας δέν εἶναι τά «ψίχουλα» τῶν περισσευμάτων τους· εἶναι ἡ «ψύχα» τῆς καρδιᾶς τους, γιατί «δέν μποροῦν κι αὐτοί χωρίς ἐμᾶς νά φτάσουν στήν ὁλοκλήρωση καί τήν τελείωσή τους» (ἀπ. Παῦλος). Εἴμαστε μέλη ὅλοι τοῦ ἴδιου σώματος τοῦ Χριστοῦ μας!

07 Μαΐου 2021

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ

ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΔΕΣΠΟΙΝΗΣ ΗΜΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ, ΤΗΣ ΖΩΗΦΟΡΟΥ ΠΗΓΗΣ. ΕΤΙ ΔΕ ΚΑΙ ΜΝΕΙΑΝ ΠΟΙΟΥΜΕΘΑ ΤΩΝ ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΤΕΛΕΣΘΕΝΤΩΝ ΥΠΕΡΦΥΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΠΑΡΑ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ

«Ο ναός αυτός καταρχάς συστήθηκε από τον βασιλιά Λέοντα τον μεγάλο, ο οποίος έχει ονομαστεί και Μακέλλης. Ήταν καλός και επιεικέστατος άνθρωπος, λόγω της συγκαταβατικότητάς του, και πριν γίνει βασιλιάς, όταν ακόμη ήταν ιδιώτης, ευρισκόμενος κάπου εκεί που είναι ο ναός, βρήκε έναν  τυφλό άνδρα που παρέπαιε και τον καθοδηγούσε. Όταν λοιπόν πλησίασαν στον τόπο, καταλαμβάνεται ο τυφλός από πολύ μεγάλη δίψα και παρακαλούσε τον Λέοντα να του δώσει νερό. Αυτός  πράγματι μπήκε σε μία πυκνή συστάδα δένδρων και αναζητούσε νερό. Ο τόπος τότε ήταν κατάφυτος από διάφορα δένδρα. Επειδή λοιπόν δεν εύρισκε το νερό εκεί, επέστρεφε σκυθρωπός. Καθώς όμως γύριζε άκουσε από ψηλά φωνή να του λέει: «Λέων, δεν χρειάζεται να αγωνιάς. Το νερό είναι κοντά». Γύρισε λοιπόν πάλι πίσω ο Λέων και αναζητούσε. Κι αφού έψαξε πολύ, πάλι άκουσε την ίδια φωνή: «Λέων βασιλιά, μπές βαθύτερα στο σκεπαστό μέρος των δένδρων κι αφού πάρεις το θολό νερό  με τα χέρια σου, θεράπευσε τη δίψα του τυφλού. Χρίσε και τα τυφλά μάτια του και θα γνωρίσεις αμέσως ποια είμαι εγώ, που κατοικώ στον χώρο αυτό από παλιά». Έκανε λοιπόν όπως του είπε η φωνή και αμέσως ο τυφλός απέκτησε το φως του. Κατά την πρόρρηση μάλιστα της Θεομήτορος, όταν έγινε ο Λέων βασιλιάς, έκτισε τον ναό της Πηγής, όπως φαίνεται σήμερα.

Άρχισαν δε να γίνονται πάμπολλα θαύματα στον Ναό αυτό, οπότε μετά από αρκετά χρόνια ο Ιουστινιανός, ο μέγιστος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, ο οποίος ταλαιπωρείτο από δυσουρία, βρήκε την ιατρεία του κι αυτός από εδώ, γι᾽αυτό εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη του στη Μητέρα του Λόγου ανήγειρε μέγιστο ναό.  Ο ναός αυτός, επειδή έπαθε ρωγμές από διαφόρους σεισμούς, επιδιορθώθηκε από τον Βασίλειο τον Μακεδόνα και τον υιό του Λέοντα τον σοφό, επί της βασιλείας των οποίων η Πηγή ενήργησε πλείστα θαύματα. Θεραπεύτηκαν αποστήματα και δυσουρίες, μύρια πάθη καρκίνων, αιμόρροιες διάφορες βασιλισσών και άλλων γυναικών, διάφοροι πυρετοί και άλλες πληγές. Και στειρώσεις η Πηγή διέλυσε: Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος για παράδειγμα, που γεννήθηκε από τη βασίλισσα Ζωή, υπήρξε δώρημα της Πηγής αυτής. Και νεκρό ανέστησε η Πηγή: Ο άνθρωπος  ήταν από τη Θεσσαλία. Όταν κατέβαινε με πλοίο στην Πηγή, πέθανε καθ᾽οδόν. Πεθαίνοντας δε και πνέων τα λοίσθια παρήγγειλε στους ναύτες να τον οδηγήσουν προς τον Ναό της Πηγής, να χύσουν επάνω του τρεις κάδους από τον νερό που πήγαζε εκεί, και να τον θάψουν. Έγινε τούτο, οπότε ο νεκρός, όταν επιχύθηκε το νερό, σηκώθηκε πάνω υγιής.

Μετά από αρκετούς χρόνους, φάνηκε η Θεοτόκος και κράτησε τον μεγάλο αυτόν ναό που επρόκειτο να πέσει, έως ότου το πλήθος που είχε μαζευτεί να φύγει έξω. Το αγιασμένο αυτό νερό, όταν το ήπιανε, έδιωξε διαφόρους δαίμονες, ενώ απέλυσε και φυλακισμένους από τη φυλακή. Θεράπευσε και τη λιθίαση του βασιλιά Λέοντα του σοφού. Και τον πολύ μεγάλο πυρετό της γυναίκας του Θεοφανώς  τον έσβησε, τον δε αδελφόν του, τον πατριάρχη Στέφανο, τον απελευθέρωσε από διάθεση πυρετού που τον ταλαιπωρούσε. Έκανε καλά και την ακοή που μειωνόταν του πατριάρχη Ιεροσολύμων Ιωάννη. Θεραπεύει σφοδρότατο πυρετό και του πατρικίου Ταρασίου και της μητέρας του Μαγιστρίσσης. Και πρόσφερε την ίαση του υιού του Στυλιανού από δυσουρίαση. Λύτρωσε και κάποια γυναίκα Σχίζαινα από δυσεντερία. Ο δε βασιλιάς Ρωμανός ο Λεκαπηνός, και τη λύση και τη δέση της γαστέρας του θεραπεύει με το νερό, το ίδιο και η γυναίκα του. Στη Χαλδία, τον μοναχό Πέπερη και τον μαθητή του τους θεραπεύει η Θεομήτωρ με την επίκλησή της. Το ίδιο και τον μοναχό Ματθαίο και τον Μελέτιο, που διαβλήθηκαν προς τον βασιλιά. Πατρικίους δε και Πρωτοσπαθαρίους, και άλλους μύριους που θεραπεύτηκαν  ποιος θα διηγηθεί; Έτυχε θεραπείας και στο ισχύο ο επί του θυμιάματος Στέφανος.

Και ποια γλώσσα μπορεί να διηγηθεί όσα το αγιασμένο αυτό νερό ενέργησε και ακόμη ενεργεί; Τα θαύματα, που και εμείς στους χρόνους μας τα είδαμε, υπερβαίνουν τις σταγόνες της βροχής και το πλήθος των άστρων και των φύλλων. Φαγέδαινα και γάγγραινα και διατρήσεις και θανάσιμες πληγές άλλες και άνθρακες και λέπρα και ακρωτηριασμούς κατά τρόπο υπερφυή θεράπευσε. Κι ακόμη, έκανε καλά και όγκους γυναικών και, το σπουδαιότερο, θεράπευσε τα πάθη της ψυχής. Και πληγές των οφθαλμών και λευκώματα θεράπευσε επίσης, όπως και το νόσημα της  υδρωπικίασης του Βαράγγου Ιωάννη και τις μεγάλες πληγές του άλλου Βαράγγου έκανε καλά. Έδωσε την ίαση επίσης σε δερματολογικό πρόβλημα του ιερομονάχου Μάρκου, όπως και στη μεγάλη δύσπνοια επί δεκαπέντε έτη και στη λιθίαση του μοναχού Μακαρίου. Και άλλα πλείστα θαύματα, που ο λόγος πια είναι αδύνατο και να αριθμήσει, έγιναν, γίνονται και δεν πρόκειται ποτέ να σταματήσουν»[1].

Υμνογράφος της ακολουθίας για τη Ζωοδόχο Πηγή της Θεοτόκου, για τον Ναό της Παναγίας με το σπουδαίο αγίασμά της στο Μπαλουκλί στην Κωνσταντινοπούπολη,  είναι ο άγιος Νικηφόρος Κάλλιστος ο Ξανθόπουλος[2]. Ο άγιος δεν βρίσκει λόγια προκειμένου να οριοθετήσει έστω και λίγο αυτό που γίνεται στο αγίασμα τούτο επί εκατονταετίες, την πλημμύρα των ιάσεων, τις ευεργεσίες, τα άπειρα θαύματα. Επιστρατεύει λοιπόν εικόνες από τον φυσικό κόσμο και από την Αγία Γραφή για να δώσει τις σωστές αναλογίες:  ο Ναός εκεί της Θεοτόκου είναι ένας νοητός ωκεανός, κάτι που υπερβαίνει τον ίδιο τον Νείλο ποταμό από πλευράς προσφοράς χάρης Θεού, είναι μία δεύτερη κολυμβήθρα Σιλωάμ, είναι μία δεύτερη πέτρα που πηγάζει το ιαματικό ύδωρ, μία συνέχεια του Ιορδάνη ποταμού, ένα άλλο μάννα που καλύπτει τις ανάγκες αυτού που ζητάει τη σωτηρία. Πρόκειται για θεϊκό ύδωρ, για αμβροσία και νέκταρ[3] (απόστιχα εσπερινού).

Και δεν πρόκειται βεβαίως μόνο για θαύματα που σχετίζονται με την ίαση των σωματικών ασθενειών των ανθρώπων. Το ιαματικό νερό της Θεοτόκου θεραπεύει και τα ψυχικά αρρωστήματα, τα πάθη των ανθρώπων, ώστε δι᾽αυτού ο άνθρωπος να βρίσκει τον Θεό και να γίνεται υγιής κατ᾽ άμφω, ψυχικά και σωματικά. Άλλωστε η προσφορά της χάρης του Θεού μέσω του ύδατος εκεί αποσκοπεί: στην αληθινή αποκατάσταση των ανθρώπων, δηλαδή στην ψυχική υγεία τους. Διότι τι νόημα έχει η σωματική υγεία μόνο, αν δεν συνοδεύεται και με την ψυχική της διάσταση; Μόνη της η σωματική υγεία πολλές φορές αποβαίνει καταστρεπτική για τον άνθρωπο, διότι τον σπρώχνει στην αύξηση των αμαρτιών του. Η Ζωοδόχος Πηγή λοιπόν θεράπευε διττώς τον άνθρωπο  «ρέοντας με τρόπο άφθονο σε όλους που έχουν ανάγκη την υγεία των ψυχών και την υγεία του σώματος, με το νερό της χάρης»[4] (στιχηρό εσπερινού).  «Πόσο μεγάλα είναι τα μεγαλεία σου, Πηγή, που προσφέρεις σε όλους! Διότι όχι μόνο έδιωξες μακριά τις δύσκολες αρρώστιες από αυτούς που προσέρχονται σε Εσένα με πόθο, αλλά και ξεπλένεις τα πάθη των ψυχών»[5] (Δοξαστικό εσπερινού). Γι᾽αυτό και επειδή «κάνει καλά τις ψυχές το νερό της Παρθένου, ας τρέξουμε στην Κόρη εμείς που ταλαιπωρούμαστε από τους ρύπους των παθών και ας τους ξεπλύνουμε»[6] (αίνοι).

Αιτία βεβαίως για την πλημμύρα αυτής της χάρης του Θεού από το αγίασμα τούτο είναι, σε πρώτη φάση, κατά τον υμνογράφο, η ίδια η Παναγία μας. Αυτή λειτουργεί ως μάννα ουράνιο και Πηγή ένθεη του Παραδείσου, της οποίας η ροή  και η χάρη καλύπτει ολόκληρη τη γη. «Με πολύ προσφυή τρόπο σε ονομάζω, Δέσποινα, ουράνιο μάννα και ένθεη Πηγή του Παραδείσου. Διότι η ροή και η χάρη της Πηγής σου διέτρεξε και τα τέσσερα μέρη της γης, καλύπτοντάς τα κάθε φορά με τεράστια θαύματα»[7] (στιχηρό εσπερινού). Και με μία εξαίσια εικόνα ο άγιος υμνογράφος δίνει το στίγμα της θεραπευτικής δύναμης της Πηγής: «Εσείς που ζητάτε την υγεία, τρέξτε προς την Πηγή. Διότι η Παρθένος Κόρη βρίσκεται μέσα στο Νερό»[8] (ωδή θ´).

Θα αδικούσε όμως ο άγιος υμνογράφος και το αγίασμα, κυρίως όμως την ίδια την Παναγία μας, αν θεωρούσε ότι η βασική αιτία της προσφοράς της χάρης ήταν η Παναγία. Μάλλον θα αλλοίωνε τη θεολογία της Εκκλησίας μας και θα διέστρεφε τη σχετική διδασκαλία της περί των τρόπων προσφοράς της σωτηρίας στους ανθρώπους. Για τον υμνογράφο μας λοιπόν η Παναγία μας γίνεται το όργανο του Κυρίου, προκειμένου Αυτός με την αγάπη Του να προσφέρει την ψυχική και σωματική ίαση στους ανθρώπους. Ο Χριστός δηλαδή είναι Εκείνος που ιάται τους ανθρώπους – χωρίς καμμία μάλιστα διάκριση, αφού «σε όλους τους πιστούς προσφέρει την ίαση, είτε είναι βασιλείς είτε απλοί πολίτες και φτωχοί, άρχοντες, πτωχοί, πλούσιοι»[9] (ωδή γ´) -  η δε Παναγία Μητέρα Του γίνεται το αγιασμένο όργανό Του, μέσα από τη συγκεκριμένη Πηγή. «Παράξενα και παράδοξα ο Δεσπότης των Ουρανών τέλεσε πάνω σου καταρχάς, Πανάμωμε. Διότι Εκείνος με φανερό τρόπο έσταξε, σαν βροχή, στη μήτρα σου, Θεόνυμφε, αναδεικνύοντάς σε Πηγή, που παρέχει κάθε αγαθό»[10] (στιχηρό εσπερινού). «Με εξαίσιους ύμνους, πιστοί, ας υμνήσουμε την επουράνια νεφέλη, η οποία έβρεξε την ουράνια σταγόνα στη γη αρρεύστως, δηλαδή τον ζωοδότη Χριστό»[11] (απόστιχο εσπερινού). «Χαίρε, Μαρία, χαίρε. Διότι ο δημιουργός των όλων κατέβηκε σαφώς σαν σταγόνα πάνω σου, και σε ανέδειξε, Θεόνυμφε, αθάνατη Πηγή»[12] (ωδή α´).


[1] Συναξάρι Μηναίου.

[2] Ο άγιος Κάλλιστος Β΄ (22 Νοεμβρίου), ο επονομαζόμενος Ξανθόπουλος, διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης για σύντομο χρονικό διάστημα το έτος 1397, κατά την διάρκεια του οποίου η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν υπό πολιορκία από τον Σουλτάνο Βαγιαζήτ Α΄.

[3] Με τα ίδια λόγια του υμνογράφου: «Χαίροις η ζωηφόρος Πηγή...ωκεανέ νοητέ, τα Νειλώα ρείθρα υπερβαίνουσα, τη χύσει της χάριτος· Σιλωάμ άλλος δεύτερος, ύδωρ πηγάζων ως εκ πέτρας παράδοξον· Ιορδάνου τε δεξαμένη ενέργειαν, μάννα σωτηριώδες τε, εναργώς το γινόμενον, προς του ζητούντος την χρείαν». «Ύδωρ το θείον, την αμβροσίαν του νέκταρος».

[4] «προρρέουσαν άπασιν αφθόνως τοις χρήζουσι, την ρώσιν των ψυχών και την υγείαν του σώματος, ύδατι της χάριτος».

[5] «Βαβαί των μεγαλείων, ων τοις πάσιν επιρέεις! Ου μόνον γαρ νοσήματα χαλεπά απήλασας, των προσιόντων μετά πόθου, αλλά και τα των ψυχών πάθη εκπλύνεις».

[6] «Ρώννυσι τας ψυχάς το ύδωρ της Παρθένου· οι των παθών εν ρύποις προσδράμωμεν τη Κόρη, και τούτους αποπλύνωμεν».

[7] «Μάννα σε ουράνιον και Παραδείσου, Παρθένε, την Πηγήν την ένθεον, ονομάζω Δέσποινα προσφυέστατα· της γαρ γης έδραμεν η ροή και χάρις της Πηγής σου τετραμέρειαν, αυτήν καλύπτουσα ξένοις τεραστίοις εκάστοτε».

[8] «Οι ρώσιν ζητούντες, προσδράμετε εν τη Πηγή· η γαρ Κόρη Παρθένος ενοικεί τω ύδατι».

[9] «Όλοις νέμεις ίασιν πιστοίς, βασιλεύσι, δημόταις, και πένησιν, άρχουσι, πτωχοίς, πλουσίοις κοινώς».

[10] «Ξένα και παράδοξα των Ουρανών ο Δεσπότης επί σοι τετέλεκε καταρχάς, Πανάμωμε· και γαρ άνωθεν εμφανώς έσταξεν, υετός καθάπερ, εν τη μήτρα σου, Θεόνυμφε, Πηγήν δεικνύων σε, σύμπαν αγαθόν αναβλυστάνουσαν».

[11] «Ύμνοις εν εξαισίοις, πιστοί, την επουράνιον νεφέλην υμνήσωμεν, σταγόνα την ουρανίαν, τον ζωοδότην Χριστόν, επί γην αρρεύστως υετίζουσαν».

[12] «Χαίρε, Μαρία, χαίρε. Ο γαρ των όλων ποιητής επί σοι ώσπερ σταγών κατέβη σαφώς, Πηγήν σε αθάνατον αναδείξας, Θεόνυμφε».



06 Μαΐου 2021

Η ΟΣΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ

«Χάριτι σοφισθεῖσα, Σοφία θεία, Σοφῶς ἤσκησας ἄρτι, ἐν τῇ Κλεισούρᾳ». (Έγινες σοφή από τη χάρη του Θεού, θεία Σοφία, γι’ αυτό και ασκήθηκες τώρα με σοφό τρόπο στην Κλεισούρα).

«Η Οσία και θεοφόρος Μητέρα μας Σοφία, η ρακένδυτη, αλλά πνευματοφόρα Ασκήτρια της Κλεισούρας, γεννήθηκε στην Άρδασσα του Πόντου το 1883. Αφού ακολούθησε τον δρόμο των προσφύγων μετά την επιδρομή των Αγαρηνών κατά της γενέτειράς της και τη στέρηση του συζύγου και του τέκνου της, ήλθε στην Αναρράχη της Εορδαίας. Πόθησε την ασκητική ζωή, γι’ αυτό και έφτιαξε το πρώτο ασκηταριό της στη Μονή του Αγίου Μάρκου Φλωρίνης, όπου παρέμεινε  για δύο χρόνια. Με την προτροπή όμως της Κυρίας Θεοτόκου εγκαταστάθηκε στο δικό Της Μοναστήρι που βρισκόταν στην Κλεισούρα της Καστοριάς, όπου και αγωνίστηκε θεοφιλώς για σαρανταεπτά ολόκληρα έτη. Χωρίς να έχει κρεβάτι να αναπαύει το χοϊκό σαρκίο της, υπέμεινε το ψύχος του χειμώνα, καθισμένη κοντά στην εστία της αυλής της Μονής, απέναντι από τη Μεσημβρινή θύρα του Καθολικού, ατενίζοντας την ιλαρή μορφή της Θεοτόκου από το υπέρθυρό της. Λιτοδίαιτη και ρακένδυτη και μερικές φορές προσποιούμενη τη σαλή, πέρασε τον δρόμο της ζωής της, ενώ ασχολούμενη αδιάλειπτα με την καρδιακή προσευχή έφτασε σε επίπεδα θέωσης. Έλκυσε πλούσια τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος και αξιώθηκε του διορατικού αλλά και ιαματικού χαρίσματος. Ευχάριστη και καταδεκτική πάντοτε υποδεχόταν τους επισκέπτες της Μονής διδάσκοντάς τους τη μετάνοια και τη χρηστοήθεια. Προείδε το τέλος της και κοιμήθηκε εν Κυρίω οσιακά την 6η Μαϊου 1974. Τα ιερά της λείψανα που ανακομίσθηκαν και ευωδίασαν βρίσκονται αποθησαυρισμένα στην Ιερά Μονή της Κλεισούρας, προσφέροντας στους πιστούς ιάματα. Κατετάγη στο αγιολόγιο της Εκκλησίας στις 4 Οκτωβρίου 2011».

Τι είναι εκείνο που έκανε μία απλή, απλούστατη γυναίκα, να ανέλθει στα νεώτερα χρόνια σε τόσο μεγάλη ύψη αγιότητας, ώστε με τα έκδηλα χαρίσματά της, την ευωδία των λειψάνων της, τη διόραση και θαυματουργία της, να ενταχθεί επισήμως στις δέλτους των αγίων της Εκκλησίας; Μήπως η παραπάνω και από  πολλούς μεγάλους ασκητές και ερημίτες σκληραγωγία και άσκησή της; Διότι και το συναξάρι και η ακολουθία της, ποίημα του γνωστού και σπουδαίου υμνογράφου Χαράλαμπου Μπούσια, τονίζουν πράγματι με πολλούς τρόπους τη μεγάλη άσκησή της που και μόνο να την ακούμε ή να τη διαβάζουμε λιποψυχούμε και δειλιάζουμε. Ήδη στο απολυτίκιό της σημειώνεται: «Ευαρέστησες τον Χριστό, πανσεβάσμια Σοφία, με την προσευχή, τη χαμευνία, τις πολλές στερήσεις, τις κακοπάθειες, τις νηστείες, τις αγρυπνίες».

Μήπως η άσκησή της στη σαλότητα, να προσποιείται δηλαδή την ανόητη και να λέει και να κάνει μερικές φορές μωρά και τρελά πράγματα;

Μήπως το γεγονός ότι άντεξε όχι μόνο τις κακουχίες, αλλά και την οδύνη της απώλειας του άνδρα της και του παιδιού της;

Ή μήπως το γεγονός ότι ευρισκόμενη στην Ιερά Μονή και έχοντας αποκτήσει φήμη πια αγίας έρχονταν οι πιστοί και τους νουθετούσε διδάσκοντάς τους την υπομονή και τις αρετές; «Πολλάν υπομονήν να εφτάτε!» ήταν η συνεχής προτροπή της.

Τίποτε από αυτά, ή μάλλον όλα αυτά, όταν ιδωθούν κάτω από το πρίσμα της εσωτερικής καρδιακής καταστάσεώς της: να είναι μέσα της ένας ναός του Θεού που ανέπεμπε αδιάκοπα δοξολογίες και ύμνους στον Κύριο και Θεό της. «Έκανες την καρδιά σου, θαυμαστή Σοφία, ευπρεπέστατο ναό του Θεού» (ωδή στ΄). Κι αυτό γιατί χωρίς τη θεώρησή της ως ναού του Θεού όλα τα παραπάνω μπορεί να «ηχήσουν» και μη χριστιανικά. Η σκληρή άσκηση για παράδειγμα: απαντάται, και σκληρότερη μάλιστα, και εκτός χριστιανισμού. Η σαλότητα: χωρίς τη βάση της αγίας ταπείνωσης, θεωρείται «εμπαιγμός διαβόλου». Η αντοχή στις κακουχίες και στην απώλεια αγαπημένων προσώπων: απαντάται ως υπομονή ακόμη και σε αθέους. Ή τέλος η νουθεσία των προσκυνητών: μπορεί να είναι έκφραση μίας κρυμμένης κενοδοξίας.

Λοιπόν, η αγία Σοφία ήταν ένας οίκος Κυρίου που τη λαμπρότητά του προβάλλει ο σεμνός υμνογράφος σε πολλούς ύμνους του, κυρίως όμως στο δοξαστικό του εσπερινού: «Έχοντας φόβο Θεού στην καρδιά σου, τον φόβο που δίνει αληθινή σοφία στους ανθρώπους, οδήγησες τα βήματά σου στην εκπλήρωση των θείων εντολών, Σοφία που είσαι σκεύος εκλογής του Θεού καθαρότατο. Διότι αφού αγάπησες πάνω από όλα τον Κύριο και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου, κοπίαζες για χάρη ακριβώς του Κυρίου που έβλεπες νοερώς καθημερινά, ώστε να αρέσεις σ’ Αυτόν με τα λόγια και τις πράξεις. Κι αφού ευαρέστησες λοιπόν τον Θεό και τους ανθρώπους με την άσκησή σου και την παρηγοριά των λόγων σου, αξιώθηκες της αιώνιας χαράς των Ουρανών, την οποία αξίωσε να απολαύσουμε και εμείς που σε μακαρίζουμε».

Αν άγιασε η οσία Σοφία, η αμαθής στη μόρφωση των εγκοσμίων αλλά σοφότατη στα του Θεού, ήταν γιατί πίστεψε αληθινά στον Χριστό και προς Αυτόν στράφηκε ολοκληρωτικά με πόθο κι αγάπη. Κι αυτήν την αγάπη της στον Χριστό την εξέφρασε με τον μόνο τρόπο που λέει ο Κύριος: με την τήρηση των αγίων Του εντολών, δηλαδή κατεξοχήν με την ταπείνωση και την αγάπη προς τους συνανθρώπους της. Χωρίς καμία διακοπή μάλιστα: «καθημερινά έβλεπε τον Κύριο»! Η ίδια αλήθεια της αγιότητάς της μπορεί να εκφραστεί και με άλλον τρόπο: η Σοφία βρισκόταν πάντοτε σε ετοιμότητα υπακοής στο θέλημα του Κυρίου, είχε δηλαδή με τη χάρη του Θεού αποκτήσει το φρόνημα Εκείνου, της Παναγίας και όλων των αγίων. Όπως μιλάει για το φρόνημα αυτό με μοναδικό τρόπο ο απόστολος Παύλος:  «Αυτό το φρόνημα να έχετε κι εσείς, όπως το βλέπουμε και στον Κύριο Ιησού Χριστό:  Θεός ων έγινε άνθρωπος και ταπείνωσε τον εαυτό Του με τη μέχρι σταυρικού θανάτου υπακοή Του» (Πρβλ. Φιλ. 2, 5-8). Ο σοφός υμνογράφος της αγίας υμνολογεί το ταπεινό φρόνημά της εξαίροντας την απόλυτη Αβραμιαίου τύπου υπακοή της:  «Σοφία πανύμνητε, που είσαι το λαμπρό πρότυπο της ταπείνωσης, εγκατέλειψες το Μοναστήρι του αγίου Μάρκου στη Φλώρινα, γιατί έσπευσες να εφαρμόσεις το πάνσεπτο πρόσταγμα της Κυρίας των Ουρανών, κι έτσι ήλθες στη ένδοξη μάνδρα της Κλεισούρας» (στιχ. εσπ.).

Σοφία της Κλεισούρας: η ανατροπή της κοσμικής λογικής και νοοτροπίας, η «ομόζηλη των μεγάλων οσίων γυναικών του παρελθόντος» (λιτή), η προέκταση του Εσταυρωμένου Κυρίου, η ισχυρή πρέσβειρά μας στους Ουρανούς.    



ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΣΜΟΥ

«Κύριε, ἐσφραγισμένου τοῦ τάφου ὑπό τῶν παρανόμων, προῆλθες ἐκ τοῦ μνήματος, καθώς ἐτέχθης ἐκ τῆς Θεοτόκου∙ οὐκ ἔγνωσαν πῶς ἐσαρκώθης, οἱ ἀσώματοί σου Ἄγγελοι∙ οὐκ ἤσθοντο πότε ἀνέστης, οἱ φυλάσσοντές σε στρατιῶται∙ ἀμφότερα γάρ ἐσφράγισται τοῖς ἐρευνῶσι∙ πεφανέρωται δέ τά θαύματα, τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τό μυστήριον∙ ὅ ἀνυμνοῦσιν, ἀπόδος ἡμῖν ἀγαλλίασιν, καί τό μέγα ἔλεος» (Στιχηρόν ἀναστασίμων αἴνων, ἦχος πλ. α΄).

(Κύριε, ἐνῶ ἦταν σφραγισμένος ὁ τάφος ἀπό τούς παράνομους, βγῆκες ἔξω ἀπό τό μνῆμα, ὅπως γεννήθηκες ἀπό τή Θεοτόκο. Δεν γνώρισαν πῶς σαρκώθηκες οἱ ἀσώματοί σου Ἄγγελοι. Δέν πῆραν εἴδηση πότε ἀναστήθηκες οἱ στρατιῶτες πού σέ φύλαγαν. Διότι καί τά δύο αὐτά εἶναι σφραγισμένα γι’ αὐτούς πού τά ἐρευνοῦν (μέ τή λογική τους). Ἔχουν ὅμως φανερωθεῖ τά θαύματα σ’ αὐτούς πού προσκυνοῦν μέ πίστη τό μυστήριο. Δῶσε (καί) σ’ ἐμᾶς πού ὑμνολογοῦμε τό μυστήριο αὐτό ἀγαλλίαση καί τό μέγα ἔλεος). 

Θέτει σέ εὐθεῖα γραμμή ὁ ἄγιος ὑμνογράφος τό μυστήριο τῆς γέννησης τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί τό μυστήριο τῆς ἐξόδου Του ἀπό τό μνῆμα στό ὁποῖο εἶχε ταφεῖ. Κανείς ἄνθρωπος, ἀλλ΄ οὔτε καί ἄγγελοι δέν ἦσαν γνῶστες τῶν βουλῶν τοῦ Θεοῦ στά προκείμενα γεγονότα∙ καί ἡ ὑπερφυής Γέννηση τοῦ Κυρίου καί ἡ Ἀνάστασή Του παρέμεναν κλεισμένα γιά ὅλη τήν Κτίση, γιατί ἐκεῖ εἴχαμε ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ - βρισκόμαστε μπρός στό μυστήριο τῆς παντοδύναμης παρουσίας Του. Κι αὐτό ὄχι μόνον βεβαίως τότε πού ἦλθε ὁ Κύριος∙ καί μετέπειτα καί ὅσο θά ὑπάρχει κόσμος καί δημιουργία μέ τή μορφή πού ξέρουμε, τά σωτηριώδη αὐτά γεγονότα θά παραμένουν ἑρμητικά κλειστά γιά κάθε λογικό ὄν πού νομίζει ὅτι μπορεῖ νά ἐρευνήσει μέ τίς δικές του δυνάμεις τή δράση τοῦ Θεοῦ - ἀκόμη καί γιά τούς ἀγγέλους! Ποτέ μέ ἄλλα λόγια κτιστή λογική φύση, ὅσο προικισμένη κι ἄν εἶναι, δέν μπορεῖ νά εἰσέλθει στά ἄδυτα τῆς σκέψης τοῦ Θεοῦ. Αὐτά συνιστοῦν προσόν μόνον τῶν τριῶν θείων ὑποστάσεων, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός κρατάει «μυστικά» ἀκόμη καί ἀπό τούς ἁγίους Του ἀγγέλους.  Τό ὁμολογεῖ μέ ἀπόλυτο δέος ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ κάποιο σημεῖο τῶν ἐπιστολῶν του: «τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» 

Ἀλλ’ ἄν ὄντως οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ ἀνήκουν μόνον σ’ Αὐτόν καί τό μυστήριο τῆς ἐνέργειάς Του εἶναι κλεισμένο γιά ὅλα τά λογικά ὄντα στίς ἐρευνητικές τους προσπάθειες, ὑπάρχει «κάτι» πού ἀνοίγει καί ἀποκαλύπτει τό μυστήριο∙ γιατί εἶναι αὐτό πού «συγκινεῖ» τόν Κύριο καί Τόν συντονίζει μέ τίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Κι αὐτό τό κάτι εἶναι ἡ πίστη τους σ’ Ἐκεῖνον.  Ἡ πίστη ὄχι ὡς ἁπλή παραδοχή τῆς ὕπαρξής Του – αὐτό τό ἔχουν καί οἱ δαίμονες! - ἀλλά ἡ πίστη ὡς κίνηση ἐμπιστοσύνης πρός Αὐτόν καί τίς ἐνέργειές Του, ἔστω κι ἄν φαίνονται ὅτι καταλύουν αὐτές τή λογική καί τίς αἰσθήσεις στήν «κανονική» λειτουργία τους∙ ἡ πίστη στήν ὁποία μᾶς καλεῖ πάντοτε ἡ Ἐκκλησία μας μέ τό «ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». «Πεφανέρωται δέ τά θαύματα τοῖς προσκυνοῦσιν ἐν πίστει τό μυστήριον». Γι’ αὐτό καί μπορεῖ νά ὑπάρχουν ἄνθρωποι μέ ἐξαιρετικά μεγάλο νοητικό πηλίκο, μέ τρομερές γνώσεις καί δυνατότητες, κι ὅμως νά μήν κατανοοῦν τίποτε ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ - τά πάντα τά ὑποτάσσουν στίς δικές τους ἱκανότητες. Κι ὑπάρχουν ἄλλοι, ἁπλοί ἐντελῶς ἄνθρωποι, ἄντρες καί γυναῖκες καί παιδιά, πού ἡ καρδιά τους λειτουργεῖ μέ τήν ἁπλότητα πού ζητάει ὁ Θεός, ἔχουν δηλαδή τήν ἐμπιστοσύνη ἑνός παιδιοῦ πρός τήν αὐθεντία τοῦ πατέρα του, ὁπότε σ’ αὐτούς Ἐκεῖνος ἀποκαλύπτεται καί φανερώνει τά μυστήριά Του. «Ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, Κύριε τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπό σοφῶν καί συνετῶν, καί ἀπεκάλυψας αὐτά νηπίοις». Καί λίγο παρακάτω: «Οὐδείς ἐπιγινώσκει τόν υἱόν εἰ μή ὁ πατήρ, οὐδέ τόν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μή ὁ υἱός καί ᾧ ἐάν βούληται ὁ υἱός ἀποκαλύψαι». Αὐτήν τήν πίστη, λέει ὁ ὑμνογράφος, ἔχουμε κι ἐμεῖς οἱ πιστοί πού ἀνυμνοῦμε τό μυστήριο, γι’ αὐτό καί παρακαλεῖ καί περιμένει νά δώσει ὁ Κύριος ὅ,τι ἐπακολουθεῖ στήν πίστη αὐτή: ἡ χαρά καί ἡ ἀγαλλίαση καί τό μέγα ἔλεος Ἐκείνου.