28 Οκτωβρίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΣΚΕΠΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ) (ΚΑΤΑ ΜΕΤΑΘΕΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ 1 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ)

«Στον ιερό Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όπου βρισκόταν και το σεπτό «μαφόριον» της Παναγίας, μία των ημερών, επί βασιλείας Λέοντος του Σοφού (886-911), ετελείτο ολονύκτια αγρυπνία. Είχε πάει εκεί κατά τη συνήθειά του και ο όσιος Ανδρέας ο σαλός. Συνέβη να παρευρίσκεται και ο Επιφάνιος έχοντας μαζί έναν υπηρέτη του. Συχνά, σε κάθε κατάλληλη ευκαιρία, αγρυπνούσε και αυτός ανάλογα με την προθυμία του, πότε μέχρι το μεσονύκτιο, πότε μέχρι το πρωί. Την τετάρτη ώρα της νυκτός, βλέπει ο μακάριος Ανδρέας μεγαλοπρεπή γυναίκα να βγαίνει από την Ωραία και βασιλική Πύλη και να προχωρεί μαζί με πολυπληθή και λαμπρότατη ακολουθία αγίων λευκοφορούντων, που έψελναν ιερούς ύμνους και πνευματικά άσματα. Τη μεγαλοπρεπή αυτή γυναίκα κρατούσαν τιμητικά συνοδεύοντας από τα χέρια ο Τίμιος Πρόδρομος και ο Υιός της Βροντής, ο Θεολόγος Ιωάννης, ενώ ακολουθούσαν οι υπόλοιποι άγιοι. Μόλις τους είδε ο όσιος Ανδρέας να προχωρούν προς τον άμβωνα της Εκκλησίας, πλησιάζει τον Επιφάνιο και του λέει: - Βλέπεις την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;           Αυτός του απαντά: - Ναι, πνευματικέ πατέρα μου. Ενώ παρακολουθούσαν οι όσιοι, Την βλέπουν να γονατίζει, να προσεύχεται για ώρα πολλή και να τρέχουν συνεχώς δάκρυα στο θεοειδές και άχραντο πρόσωπό Της. Μετά από αυτήν την προσευχή, έρχεται προς το θυσιαστήριο και δεήθηκε εκεί υπέρ του παρευρισκόμενου λαού. Όταν τελείωσε τη δέησή Της, έβγαλε από την πανάχραντη κεφαλή Της, με μία κίνηση γεμάτη χάρη και σεμνότητα, το μέγα και φοβερό «μαφόριόν» Της, που έλαμπε ως αστραπή, και το άπλωσε επάνω από όλον τον παρευρισκόμενο λαό. Αυτό το έβλεπαν οι θαυμάσιοι αυτοί άνδρες επί αρκετές ώρες να είναι απλωμένο επάνω από όλον τον λαό και να πηγάζει ως φως ήλεκτρου τη Δόξα του Κυρίου. Όση ώρα ήταν εκεί η Υπεραγία Θεοτόκος, ήταν θεατό και εκείνο, μόλις ανεχώρησε, έπαυσε και αυτό να είναι ορατό. Το επήρε μαζί της, αφήνοντας τη Χάρη Της στον πιστό λαό».

(1) Με το γεγονός της εμφάνισης της Υπεραγίας Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε μία θαυμαστή ενέργεια του Θεού – ο Θεός ενεργεί διά της Θεοτόκου – που την ευεργετική της επίδραση δέχεται ο πιστός λαός, αλλά βλέπουν μόνον οι δύο όσιοι: ο Ανδρέας ο σαλός και ο Επιφάνιος. Αυτό σημαίνει ότι το μεγαλειώδες αυτό όραμα ήταν μία ιδιαίτερη ευλογία που δόθηκε ως χάρη στους δύο αγίους, και διότι προφανώς είχαν τις εσωτερικές προϋποθέσεις για να τη δεχτούν, και διότι θα κατέθεταν τη μαρτυρία τους αυτή αργότερα στον πιστό λαό προς ενίσχυση της πίστεώς του. Με άλλα λόγια ο Θεός ικανώνει ορισμένους πιστούς Του, με την έννοια ότι τους διανοίγει τους πνευματικούς οφθαλμούς, ώστε να Τον «δουν» στη θεϊκή Του δόξα, και μετέπειτα αυτοί μαρτυρούν τη θεοπτική αυτή εμπειρία τους, η οποία γίνεται αποδεκτή από τον λαό, λόγω της αξιοπιστίας των ίδιων.

Αιτία για την τακτική αυτή του Θεού, θα λέγαμε, φαίνεται ότι είναι η αγάπη Του προς τον κόσμο, η οποία ενεργεί με τέτοια διάκριση, ώστε να μη βλάψει τους πνευματικά ανώριμους ή τους ανέτοιμους για μία ιδιαίτερη όραση Εκείνου. «Ου μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπον του Θεού και ζήσεται». Την τακτική αυτή του Θεού την επισημαίνουμε σε όλες τις φάσεις της αποκάλυψής Του, από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι και σήμερα ακόμη. Ας θυμηθούμε το γεγονός της παράδοσης του Νόμου του Θεού στους Ισραηλίτες στο όρος Σινά: ο Μωϋσής καλείται να μετάσχει στην ξεχωριστή ενέργεια του Θεού, η οποία δι’  αυτού γίνεται έπειτα κτήμα όλων. Κι ακόμη. Ο ίδιος ο Κύριός μας στο Θαβώρ, στο όρος της Μεταμορφώσεώς Του, τους τρεις μαθητές Του, Πέτρο, Ιωάννη και Ιάκωβο, καλεί να γίνουν «επόπται της μεγαλειότητός Του», οι οποίοι στον κατάλληλο έπειτα καιρό θα καταθέσουν τη μαρτυρία της συγκεκριμένης εμπειρίας τους.

(2) Οι δύο άγιοι, Συμεών και Επιφάνιος, βλέπουν με άμεσο τρόπο την αγάπη της Υπεραγίας Θεοτόκου προς τον πιστό λαό. Εμφανίζεται, προσεύχεται με δάκρυα, απλώνει προστατευτικά πάνω στον λαό το μαφόρι Της, γιατί είναι γεμάτη αγάπη και στοργή προς τα παιδιά της και παιδιά του Υιού και Θεού της. Κι είναι αυτά τα χαρισματικά οράματα, τα οποία επιβεβαιώνουν διαρκώς την πίστη της Εκκλησίας σχετικά με την αγάπη των αγίων απέναντί μας και μάλιστα της Παναγίας Μητέρας μας. Γνωρίζουμε την αγάπη Της αυτή ήδη από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και τη μετέπειτα παράδοση της Εκκλησίας μας. Ιδιαιτέρως το «γύναι, ιδού ο υιός σου» και το «ιδού η μήτηρ σου» του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας προς τη Μητέρα Του και το μαθητή Του Ιωάννη, μας συγκινεί την καρδιά και δεν μας αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης. Μα, όταν έρχονται και τέτοια θαυμαστά γεγονότα, σαν αυτό της Αγίας Σκέπης, η πίστη μας γιγαντώνεται ακόμη περισσότερο. Ξέρουμε ότι σε κάθε ώρα και σε κάθε στιγμή μπορούμε να αναφερόμαστε, μετά βεβαίως τον Κύριο και Θεό μας, και στην Παναγία Μητέρα Του, η οποία είναι έτοιμη να μεσιτεύσει μετά δακρύων υπέρ ημών προς τον Υιό και Θεό Της. Κι ο πιστός λαός πράγματι το επιβεβαιώνει. Οι χαιρετισμοί και οι παρακλητικοί κανόνες προς την Θεοτόκο δεν λείπουν ποτέ από τα χείλη του ευσεβούς λαού, ο οποίος νιώθει, έστω κι αν δεν Την βλέπει οραματικά, την παρουσία και την αγάπη Της.

Θα ήταν παρήγορο μάλιστα να μνημονεύαμε στο σημείο αυτό και μία παράδοση-θρύλο, που κυκλοφορείται ιδίως στους πιστούς της Ρωσίας. Πέθαιναν οι χριστιανοί και «σκόνταφταν» στην παρουσία του αποστόλου Πέτρου, ο οποίος έχοντας τα κλειδιά του Παραδείσου ζητούσε τις απολύτως «κανονικές» προϋποθέσεις εισόδου στον Παράδεισο. Τους περισσότερους δυστυχώς τους απέπεμπε, διότι δεν εκπληρούσαν αυτά που έπρεπε. Κι ενώ λίγοι είχαν εισέλθει στον Παράδεισο, άκουγε πολλές φωνές και πολλές υμνολογίες μέσα σ’  αυτόν. Παραξενεύτηκε και κοιτώντας πιο πέρα από τη θύρα του Παραδείσου είδε ότι η Παναγία  Μητέρα βρισκόταν πάνω από τα τείχη και με το μαφόρι της σήκωνε «παράνομα» και έβαζε μέσα στον Παράδεισο αυτούς που είχαν απορριφτεί.

(3) Η εμφάνιση της Παναγίας και η προστασία Της προς τον πιστό λαό γίνεται εκεί που ο λαός αυτός έχει συναχτεί εν Εκκλησία. Δεν είναι τυχαίο, πιστεύουμε, ότι η Παναγία γίνεται το όργανο της χάρης του Θεού, όταν ο λαός φανερώνει την πίστη του με τον ερχομό του στον ναό και μάλιστα σε ώρα έντονης και παρατεταμένης προσευχής: σε αγρυπνία. Και τούτο διότι ο Θεός προσφέρει τη χάρη Του, αλλ’  όταν και ο άνθρωπος δείχνει τη διάθεση να την αποδεχτεί. Στο θαυμαστό γεγονός της Αγίας Σκέπης πολύ άμεσα διαπιστώνουμε αυτό που ο Κύριος είχε πει: «Ου εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμι εν μέσω αυτών». Η παρουσία Του εκδηλώθηκε μέσω της Μητέρας Του, όπως βεβαίως και για την εμφάνισή Του στον απόστολο Θωμά μετά την ανάσταση προηγήθηκε η παρουσία του Θωμά στον κύκλο των μαθητών, δηλ. στο χώρο της Εκκλησίας. Έτσι βεβαίως ο Θεός διά των αγίων Του δρα όπως και όπου θέλει, αλλά εκεί που κατεξοχήν ενεργεί και προσφέρει τη χάρη Του είναι η Εκκλησία. Από την άποψη αυτή ο αγώνας του πιστού να συμμετέχει στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, και μάλιστα στη Θεία Λειτουργία,  αποτελεί όρο για τη μετοχή του στην παροχή της χάρης του Θεού.

(4) Η ιδιαίτερη παροχή αγιασμού από την Παναγία προς τον προσευχόμενο λαό νομίζουμε ότι είχε να κάνει και με το μαφόρι Της, που φυλασσόταν ως εξαιρετική ευλογία στον συγκεκριμένο ναό των Βλαχερνών. Με άλλα λόγια, η χάρη του Θεού και των αγίων του επεκτείνεται, όταν υπάρχουν αντικείμενα που σχετίζονται με την εδώ στον κόσμο τούτο παρουσία των αγίων. Βεβαίως, για παράδειγμα, ο άγιος Διονύσιος παρέχει τη χάρη του Θεού σε όσους εν πίστει τον επικαλούνται, μα η παροχή της χάρης αυτής φαίνεται να είναι εντονότερη εκεί που υπάρχει το αγιασμένο λείψανό του, στη Ζάκυνθο. Το ίδιο συμβαίνει και με όλους τους αγίους, το ίδιο πιστεύουμε ότι συνέβη και εκεί στον ναό των Βλαχερνών. Κι είναι και τούτο μία αλήθεια, που την επιβεβαιώνει διαρκώς  ο πιστός λαός ανά τους αιώνες, αφού βλέπουμε πόσο ο λαός αυτός καθοδηγούμενος από την καρδιά του τιμά τα λείψανα των αγίων, όπως και τα ιδιαίτερα αντικείμενα, όπως είπαμε, που σχετίζονται με τη ζωή τους. Κι αυτό συμβαίνει, γιατί  η χάρη του Θεού αγκαλιάζει όλη την ύπαρξη ενός αγίου, όπως και διοχετεύεται αυτή και στα υλικά αντικείμενα που τον περιβάλλουν. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στη δημιουργία του Θεού, πέρα από τις κακές επιλογές της καρδιάς μας, ενώ τα πάντα εξαγιάζονται από την υπακοή του ανθρώπου στον Θεό.

 

27 Οκτωβρίου 2021

ΤΙ ΜΟΡΦΗ ΠΑΙΡΝΕΙ Η ΨΥΧΗ!

Αυτό με το οποίο ασχολούμαστε και το οποίο πράττουμε στην καθημερινότητά μας δεν είναι κάτι που το κάνουμε για κάποιες ώρες ανεξάρτητα από τον ψυχισμό μας. Οι ασχολίες μας και οι πράξεις μας, δηλαδή οι σωματικές μας δραστηριότητες, μας στιγματίζουν και  μας καθορίζουν: επηρεάζουν άμεσα την ψυχή μας, τόσο που εξομοιώνεται η ψυχή μας με αυτές! Κι αυτό συμβαίνει προφανώς, γιατί είμαστε ψυχοσωματικές οντότητες. Ψυχή και σώμα συνθεωρούνται πάντοτε, χωρίς να μπορεί κανείς να  ξεδιαλύνει το ένα από το άλλο  – είμαστε η ψυχή μας, είμαστε το σώμα μας.  Μόνο ο θάνατος καταφέρνει το ακατόρθωτο αυτό, γι’ αυτό ακριβώς και χαρακτηρίζεται μυστήριο.

Ολόκληροι λοιπόν ως ψυχή και σώμα βρισκόμαστε κάθε φορά σε ό,τι πράττουμε.  Κι έχει τρομακτική σημασία η αλήθεια αυτή για την πνευματική μας ζωή. Ας σκεφτούμε μόνο την προσευχή: αν προσευχόμαστε  και συνηθίζουμε να γονατίζουμε, τότε και η ψυχή μας παίρνει τη φορά του γονατίσματος, δηλαδή της ταπείνωσης. Τα εκκλησιαστικά μας κείμενα βρίθουν από τις προτροπές του «κλίνειν το γόνυ της καρδίας»! Το ίδιο και οι μετάνοιες, μικρές και μεγάλες: μαθαίνουν και την ψυχή να προσπίπτει στον Κύριο. Το βλέπουμε και  στον ίδιο τον Κύριο στο πλύσιμο των ποδιών των μαθητών Του: η διακονική ποδιά, το λέντιο, που φορούσε, λειτουργούσε ως δύναμη προσομοίωσης και για τη διακονική και ταπεινή στάση της ψυχής. Οπότε και τα ρούχα που φοράμε και η εν γένει εξωτερική μας εμφάνιση δεν είναι άσχετα προς το περιεχόμενο της ψυχής μας. Σεμνή εμφάνιση σημαίνει ελκτική δύναμη για τη σεμνότητα και της ψυχής. «Χλιδάτη» και προκλητική εμφάνιση οδηγεί σε φυσίωση και αλαζονεία της ψυχής.

Τελικά, με ό,τι ασχολούμαστε, αυτό και γινόμαστε! Είτε θετικά είτε αρνητικά! Ο λόγος του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος πάνω στην αλήθεια αυτή δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης: «Γνωρίζοντας  ο Δεσπότης Χριστός ότι προς την εξωτερική εμφάνιση συμμορφώνεται και η αφανής αρετή της ψυχής, φορώντας το λέντιο μάς υπέδειξε μέθοδο για να βαδίζουμε την οδό της ταπεινώσεως. Διότι η ψυχή εξομοιώνεται με ό,τι ασχολείται και λαμβάνει τον τύπο και τη μορφή αυτών τα οποία πράττει» (λόγ. κε΄ 54).

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΝΕΣΤΩΡ

«Ο άγιος Νέστωρ ήταν πολύ νέος και ωραίος άνδρας, γνωστός στον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριο. Την εποχή του βασιλιά Μαξιμιανού κι ενώ αυτός είχε συλλάβει τον άγιο Δημήτριο και τον είχε κλείσει φυλακή, έτρεξε στον τόπο της φυλακής του κι έπεσε στα πόδια του: «Δούλε του Θεού, είπε, θέλω να μονομαχήσω με τον Λυαίο, και ευχήσου για μένα στο όνομα του Χριστού». Ο άγιος τότε τον σφράγισε με το σχήμα του τιμίου Σταυρού και του είπε: «Και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ Χριστού θα μαρτυρήσεις». Ήλθε λοιπόν ο Νέστωρ στο στάδιο, όταν βρισκόταν στο θεωρείο ο Μαξιμιανός, και είπε: «Θεέ του Δημητρίου, βοήθει μοι». Συνεπλάκη λοιπόν με τον βδελυρό Λυαίο, τον οποίο με καίριο πλήγμα στην καρδιά φόνευσε, γεγονός που δημιούργησε ψυχική σύγχυση στον βασιλιά. Αμέσως αυτός διέταξε να κτυπηθεί με λόγχες ο άγιος Δημήτριος, ως αίτιος της σφαγής του Λυαίου, ο δε άγιος Νέστωρ να φονευθεί με το δικό του ξίφος».

Με τον άγιο Νέστορα προεκτείνεται η εορτή του αγίου Δημητρίου. Δημήτριος και Νέστωρ είναι ευνόητο ότι βρίσκονται κάτω από τον ίδιο «παρονομαστή», αφού, πέραν της όποιας άλλης ενδεχομένως πνευματικής σχέσεώς τους, διδασκάλου προς μαθητή για παράδειγμα,   οι τελευταίες τους ώρες λειτούργησαν κατά τρόπο αντανακλαστικό: η ενέργεια του καθενός επηρέαζε άμεσα τον άλλον. Το γεγονός αυτό της κοινής πορείας των δύο αγίων κάνει και τον υμνογράφο να αντιμετωπίζει τον μαθητή Νέστορα κατά παρόμοιο δοξαστικό τρόπο με τον διδάσκαλο Δημήτριο: ως συμβασιλεύοντα δηλαδή με τον Κύριο. «Αφού φόρεσες πορφύρα, που βάφτηκε από τα ιερά σου αίματα, Νέστορα μακάριε, και κατέχεις στο δεξί σου χέρι σαν σκήπτρο τον Σταυρό, συμβασιλεύεις με τον Χριστό».

Από την άλλη, εξίσου τονίζει ο ποιητής και για τον άγιο Νέστορα  ό,τι αποτελούσε κριτήριο αγιότητος για τον άγιο Δημήτριο, όπως και για κάθε άλλον άγιο: τη μόνιμη επιλογή του θελήματος του Θεού, έστω κι αν απειλείτο και η ίδια η ζωή του: «Ω,  θεοφιλής ψυχή, που δεν υπολόγισες καθόλου τον πρόσκαιρο θάνατο, εξέλεξες όμως να ζεις σύμφωνα με το θέλημα του Κυρίου»! Και βεβαίως, πίσω και από αυτό, υπήρχε η μεγάλη αγάπη προς τον Κύριο του αγίου Νέστορα, απόρροια της θέρμης της στοργής Εκείνου προς τον ίδιο: «Μπήκες μέσα στο στάδιο, ενισχυόμενος από τη θέρμη της αγάπης του Χριστού». Όπως όλοι γνωρίζουμε, όπου υπάρχει η θερμή αγάπη προς τον Χριστό, εκεί υπερβαίνεται ακόμη και ο φόβος του θανάτου.

Δεν είναι δυνατόν όμως ο υμνογράφος να μην επικεντρώσει την προσοχή του στο γεγονός που κατέστησε γνωστό και άγιο τον Νέστορα: την πάλη του με τον Λυαίο και τη νίκη του επ’  αυτού. Τι κάνει όμως; Μας ανοίγει τα πνευματικά μάτια, προκειμένου, μαζί με την αισθητή αυτή νίκη, να δούμε και την παράλληλη πνευματική νίκη του κατά του πονηρού διαβόλου. Κι είναι λογικό: δεν θα μπορούσε να υπερβεί το τεράστιο «τείχος», τον Λυαίο, ο Νέστορας, αν δεν είχε το πνευματικό σθένος από τις νίκες του κατά του Πονηρού: «Συνεπλάκης αισθητά με τον Λυαίο και τον εξολόθρευσες. Και με τις αόρατες λαβές της πάλης υπέταξες και θανάτωσες τον αόρατο Βελίαρ, τον διάβολο».

Με ποιες δυνάμεις όμως κατόρθωσε να καταγάγει τη διπλή αυτή νίκη; Ο υμνογράφος είναι σαφέστατος: Πρώτον, με τη συμμαχία του Χριστού – «την του Θεού αοράτως συμμαχίαν εκέκτησο» - καθώς ήταν ντυμένος την πανοπλία Εκείνου. «Νέστορ αθλητά μακάριε, την πανοπλίαν Χριστού σεαυτώ περιθέμενος». Και δεύτερον, με την ενίσχυση του διδασκάλου και καθοδηγητή του αγίου Δημητρίου, κυρίως μέσω των ενισχυτικών θείων λόγων του και προφανώς των με παρρησία προς τον Θεό υπέρ αυτού προσευχών του. «Λόγοις ενθέοις νευρούμενος, Νέστορ σοφέ αληθώς, Δημητρίου του μάρτυρος». Όπου ο άνθρωπος έχει τον Χριστό παρόντα στη ζωή του και τον πιστό συνάνθρωπο ενισχυτή του, εκεί φανερώνεται η παντοδυναμία του Θεού. Πίστη στον Χριστό, ενότητα πίστεως: τα ανίκητα όπλα των Χριστιανών.

25 Οκτωβρίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΗΤΗΣ

«Ο άγιος Δημήτριος έζησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Καταγόταν από την πόλη της Θεσσαλονίκης, ήταν ευσεβής χριστιανός ήδη από τους γονείς του και διδάσκαλος της πίστεως στον Χριστό. Όταν ήλθε ο Μαξιμιανός στη Θεσσαλονίκη, συνελήφθη ο άγιος ως πολύ γνωστός για την ευσέβειά του χριστιανός. Ο βασιλιάς υπερηφανευόταν  για κάποιον άνδρα του, Λυαίο στο όνομα, ο οποίος ήταν τεράστιος στο σώμα και με φοβερή δύναμη,  και παρακινούσε όλους τους κατοίκους της χώρας να βγουν και να τον αντιμετωπίσουν σε μάχη. Κάποιος νεαρός, Χριστιανός στην πίστη, ονόματι Νέστωρ, προσήλθε στον άγιο Δημήτριο, που ήταν φυλακισμένος, και του είπε: Δούλε του Θεού, θέλω να παλέψω με τον Λυαίο∙ προσευχήσου για μένα. Αυτός δε, αφού σφράγισε με το σημείο του Σταυρού το μέτωπο του Νέστορα, του λέγει: «Και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις». Πήρε θάρρος ο Νέστωρ από τα λόγια αυτά και αντιμετώπισε τον Λυαίο, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει, ταπεινώνοντας την αλαζονεία του. Για τον λόγο αυτό ο βασιλιάς ντροπιάστηκε, κι όταν ερεύνησε και έμαθε ότι αίτιος της σφαγής του Λυαίου ήταν ο Δημήτριος, διέταξε να πάνε πρώτα  στρατιώτες στη φυλακή του και με λόγχες να του κατατρυπήσουν την πλευρά. Μόλις έγινε αυτό, αμέσως ο άγιος άφησε την ψυχή του, ενώ από τότε άρχισε να κάνει πολλά και παράδοξα θαύματα και ιάσεις. Έπειτα, με τη διαταγή του βασιλιά πάλι, έκοψαν την κεφαλή του αγίου Νέστορα». 

Απορία, έκπληξη, θάμβος, δοξολογία, πλησμονή θείου έρωτα! Οι πρώτες εντυπώσεις που αποκομίζει κανείς ερχόμενος σ’  επαφή με τους ύμνους της Εκκλησίας μας για τον μεγαλομάρτυρα, μυροβλήτη, θαυματουργό άγιο Δημήτριο. Είναι τόσος ο πνευματικός πλούτος του αγίου, ώστε δεν άρκεσε ο υμνογράφος Θεοφάνης με τον κανόνα του, για να υμνολογήσει την όλη βιοτή του Δημητρίου,  αλλά επιστρατεύτηκε και ο άγιος Φιλόθεος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος  και με δεύτερο κανόνα επικεντρώνει κυρίως την προσοχή μας στη μυροβολία του αγίου.  «Ο δεύτερος κανών, υπόθεσιν έχων εγκωμίων ομού και δεήσεως το ιερόν αυτού μύρον», κατά το διευκρινιστικό σημείωμα του κανόνα αυτού. Μπρος λοιπόν στη θαυμαστή προσωπικότητα του αγίου Δημητρίου, η Εκκλησία μας διά των υμνογράφων νιώθει την ανεπάρκεια επακριβούς εξυμνήσεως των αγώνων και των τιμών που απολαμβάνει ο άγιος εν ουρανοίς. «Ο νους και ο ανθρώπινος λόγος δεν εξαρκούν, Μάρτυς, για να διηγηθούν τις υπερφυσικές τιμές και δόξες, τις οποίες έχεις λάβει».

Και δικαίως. Πώς να εξυμνηθεί σωστά και με ακρίβεια, εκείνος που συμβασιλεύει πια με τον Κύριο του παντός; «Ντυμένος το πορφυρό ρούχο του βασιλιά, λόγω των μαρτυρικών αιμάτων του, κρατώντας στα χέρια αντί σκήπτρου τον σταυρό, συμβασιλεύει πράγματι με τον Χριστό».  Ποιο εγκώμιο μπορεί να είναι υψηλότερο και μεγαλύτερο από αυτό; Κατά συνέπεια, οι ύμνοι τονίζουν ότι η εορτή του αγίου Δημητρίου δεν έχει τοπικό, αλλά παγκόσμιο χαρακτήρα. Κι η παγκοσμιότητα αυτή δεν αναφέρεται στον κόσμο μόνον τούτο, στους πιστούς δηλαδή όλου του κόσμου, αλλά και στους ίδιους τους αγγέλους.  «Στον ουρανό και στη γη σήμερα φάνηκε ως φως αγαλλιάσεως η μνήμη Δημητρίου του Μάρτυρος. Οι άγγελοι τον στεφανώνουν με επαίνους και οι άνθρωποι τον δοξολογούν με άσματα».

Εκεί που ο λυρισμός φθάνει στο απώγειό του είναι με τον κανόνα του αγίου Φιλοθέου, ο οποίος τονίζει, όπως είπαμε, τη μυροβολία του αγίου. Οι εικόνες που επιστρατεύει μας εκπλήσσουν, φανερώνοντας και το μεγαλείο του ίδιου, νηπτικού και ασκητικού Πατέρα κατά τα άλλα, ως σπουδαίου ποιητή. Πώς ερμηνεύει καταρχάς τη μυροβολία του μεγαλομάρτυρα; «Μακάριε Δημήτριε, ο Χριστός σε μάζεψε σαν ώριμο σταφύλι από το θεϊκό αμπέλι. Και σε συνθλίβει στο πατητήρι του Μαρτυρίου. Το γλεύκος, ο χυμός που έρρευσε, το έκανε θεϊκή βρύση του μύρου». Δεν είναι μόνον όμως ο άγιος Φιλόθεος, ο οποίος δοξολογεί τον Κύριο για τη δωρεά του μύρου του αγίου, το οποίο θεραπεύει τις ψυχές και τα σώματα των πιστών. Είναι και άλλος υμνογράφος, ο Γερμανός, ο οποίος και αυτός προβαίνει σε έναν παραλληλισμό σπουδαίας ποιητικής συλλήψεως, προκειμένου να εξηγήσει τη χάρη της μυροβολίας του Δημητρίου και την ενέργεια έτσι των θαυμάτων του: «Αφού λογχεύτηκες στην σεβάσμια και αγνή πλευρά σου,  πανσεβάσμιε Δημήτριε, μιμούμενος τον Κύριο που και Αυτός κρεμάστηκε στον Σταυρό και λογχεύτηκε στην πλευρά για τη σωτηρία όλου του κόσμου, έλαβες την ενέργεια των θαυμάτων, παρέχοντας τις ιάσεις αφθόνως».

Ποια η αιτία όμως της καταπλήσσουσας προσωπικότητας του αγίου Δημητρίου και των θαυμαστών δωρεών που του έδωσε ο Κύριος; Τίποτε περισσότερο από την υπακοή του στο θέλημα του Θεού. Η προτεραιότητα του αγίου Δημητρίου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και κατά το μαρτύριό του ήταν να ευαρεστεί τον Κύριο, φανερώνοντας έτσι ότι υπεράνω όλων λειτουργούσε γι’  αυτόν η αγάπη Εκείνου, έστω και με θυσία της ζωής του. Θέλοντας να ευαρεστείς τον Βασιλέα των αιώνων Χριστό, απομακρύνθηκες από κάθε θέλημα του άνομου βασιλιά, ένδοξε, και δεν θυσίασες στα είδωλα. Γι’  αυτό προσέφερες τον εαυτό σου ως θύμα στον Υιό και Λόγο του Θεού, που θυσιάστηκε  για εμάς, με την άθλησή σου την ακλόνητη». Κι όπως είπαμε: εκείνο που κινούσε τον άγιο Δημήτριο στο να επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού, ήταν η σφοδρή σαν φωτιά αγάπη του στον Κύριο: «τω θείω πόθω τον νουν πυρπολούμενος». «Πυρ πόθου θεϊκού εν καρδία δεξάμενος».

Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο υμνογράφος άγιος Φιλόθεος, προκειμένου να αποδώσει αυτήν την αγάπη του Δημητρίου, δανείζεται εικόνες και σχήματα από το περίφημο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το «Άσμα Ασμάτων». Όπως δηλαδή εκεί, η νύμφη ψυχή, πυρπολουμένη από αγάπη προς τον Νυμφίο Χριστό, Τον κυνηγά και εκφράζει με ερωτικούς στεναγμούς την αγάπη της, όπως και το αντίστροφο, κατά τον ίδιο τρόπο και εδώ με τον άγιο: διαμείβεται διάλογος αυτού με τον Χριστό, που φανερώνει τον βαθύ έρωτα του αγίου προς Εκείνον, όπως και Εκείνου προς τον άγιο:  «Πού μένεις, νυμφίε μου; Πού έφτιαξες τη σκηνή σου; Φώναζε στον Χριστό ο στεφανωμένος μάρτυρας». «Σήκω, έλα κοντά μου, λέει ο νυμφίος Χριστός, στην ψυχή του Δημητρίου. Ας μπούμε στο σπίτι του μύρου, και ας μεταλάβουμε την οσμή του μύρου μου». «Εγώ λέει ο αγαπώμενος, εγώ, Νυμφίε, τρέχω πίσω σου. Διότι η οσμή των μύρων σου είναι μεγαλύτερη από όλα τα μύρα. Κι αυτή η οσμή σου έκανε το αίμα μου μύρο».

Ένα πια απομένει: να παρακαλέσουμε τον άγιο μεγαλομάρτυρα να μας επισκεφθεί με συμπάθεια. Και να μας βοηθήσει, πρεσβεύοντας στον Κύριο, ώστε να σωθούμε από όλα τα δεινά που περνάμε ως άνθρωποι και έθνος, από τις απειλές των συγχρόνων τυράννων, όπως και από κάθε απειλή αιρετικών. «Έλα, μάρτυς του Χριστού, σε μας, που έχουμε ανάγκη από τη συμπαθή επίσκεψή σου. Και σώσε μας, που πληγωνόμαστε από τις απειλές των τυράννων και από τη φοβερή μανία της αιρέσεως.



Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΘΕΟΥ ΣΤΗΝ Ι. ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πειραιώς, Ιερούργησε σήμερα Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021 ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, ο οποίος τέλεσε την αρχαιοπρεπή Θεία Λειτουργία που συνέταξε ο Άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος, πρώτος Επίσκοπος Ιεροσολύμων.

Κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος τονίζοντας πως «η Λειτουργία την οποία τελούμε είναι μία απέραντη Ευλογία», επεσήμανε πως «η Λειτουργία αυτή δεν είναι ένα κείμενο μουσειακό που έρχεται από την αρχαιότητα χωρίς καμία θεμελίωση δια Αγίου Πνεύματος. Προβλέπεται και καθιερώνεται από τον 32ο Κανόνα  της Αγίας ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου», συμπληρώνοντας παράλληλα πως το Άγιο Πνεύμα «είναι εκείνο που μας καθιερώνει αυτή την Θεία Λειτουργία  ως έργο του Αγίου Ενδόξου Αποστόλου και Α΄ Επισκόπου Ιεροσολύμων Ιακώβου του Αδελφοθέου».

Αναφέροντας  πως η Εκκλησία μας είναι το σώμα του Χριστού με κεφαλή τον ίδιο τον Κύριό μας, υπογράμμισε ότι «αυτή τη στιγμή μετέχουμε στο γεγονός και το θαύμα της Εκκλησίας που εκτείνεται στην ατελεύτητη αιωνιότητα της ζωής του Θεού».

Σημειώνοντας στοιχεία από τον βίο του Αγίου Ιακώβου, ο οποίος προήδρευσε στην Α΄ Αγία Αποστολική Σύνοδο, τόνισε πως «γεμίζει η καρδιά μας, η ψυχή μας, το σώμα μας από την Ευλογία και τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος που ενέπνευσε τον Άγιο Ιάκωβο», ο οποίος  ως αδελφόθεος «έζησε τον Χριστό», όπως χαρακτηριστικά είπε.

Στη συνέχεια και κάνοντας λόγο για την σημερινή Ευαγγελική περικοπή η οποία περιγράφει το θαύμα της θεραπείας του δαιμονιζομένου, ο Σεβασμιώτατος επεσήμανε πως  το κρίσιμο στοιχείο αυτής της ιερής ιστορίας είναι στην συμπεριφορά των Γεργεσηνών, των κατοίκων οι οποίοι «αντί να μείνουν έκθαμβοι μπροστά στο θαύμα, αντί να απονείμουν δόξα και ευγνωμοσύνη στον Πανάγιο Θεό,  αντί να αισθανθούν δέος και να συγκλονιστεί η καρδιά τους από αυτό το γεγονός, εκείνοι ζήτησαν από τον Χριστό να φύγει μακριά τους, να φύγει από την πόλη τους, να φύγει από την περιοχή τους» «γιατί προτίμησαν το υλικό κέρδος, την πλεονεξία, την αισχρή και άδικη απόκτηση των υλικών αγαθών». «Απομάκρυναν από την πόλη και τις καρδιές τους την πηγή όλων των αγαθών, Εκείνον που είναι ο Δημιουργός των αγαθών. Στερήθηκαν το Χριστό για να συνεχίσουν το αισχρό τους εμπόριο», συμπλήρωσε ο Σεβασμιώτατος.

Τονίζοντας ότι στην σημερινή Ευαγγελική περικοπή παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο «οι άνθρωποι αρνούνται το Θεό, όχι γιατί ο Θεός δεν υπάρχει, αλλά γιατί έχουν πάθη τα οποία αμαυρώνουν την όραση του Θεού», επεσήμανε τα τρία μεγάλα πάθη του ανθρώπου: «Εγωισμός, πλεονεξία, σαρκολατρεία. Από αυτά τα τρία, προκύπτουν όλα τα υπόλοιπα πάθη και όλες οι υπόλοιπες κακότητες» ανέφερε ο Σεβασμιώτατος, υπογραμμίζοντας παράλληλα πως για να νικηθούν αυτά τα τρία μεγάλα κακά «η Εκκλησία αντιπροτείνει για την υπέρβασή τους την υπακοή, την ακτημοσύνη και την παρθενία».

«Γι’ αυτό αυτή η περικοπή του Ευαγγελιστού Λουκά είναι τόσο επίκαιρη, γιατί ακριβώς δεικνύει το γιατί ο κόσμος, η οικουμένη, η ζωή μας απομακρύνει τον Χριστό: για τα άνομα και αισχρά μας πάθη», είπε ολοκληρώνοντας το κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, επισημαίνοντας πως «σε αυτή την δύσκολη ιστορικά συγκύρια καλούμαστε να στραφούμε στον Κύριο και να ζητήσουμε το άπειρο έλεός Του, τη  Χάρη Του, την Ευλογία Του, τον Αγιασμό Του, τη θεραπεία μας από κάθε είδους δαιμονικό περίπαιγμα» αφού κοινωνήσουμε το Σώμα και το Αίμα Του, να γίνουμε μέτοχοι της Θείας Χάριτος.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι κατά την διάρκεια του κηρύγματός του ο Σεβασμιώτατος αναφέρθηκε και στο ζήτημα της πανδημίας από την οποία δοκιμάζεται ολόκληρος ο κόσμος τονίζοντας εμφατικά ότι «μέσω της Θείας Κοινωνίας δεν μεταδίδεται κανενός είδους ασθένεια», υπογραμμίζοντας όμως παράλληλα ότι «εισερχόμενοι στον Ναό δεν αποκτούμε ανοσία, ούτε ότι αίρονται οι φυσικοί νόμοι στο χώρο της Θείας Λατρείας, γι’ αυτό και επιβάλλεται να σεβόμαστε τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης, διότι ο Κύριος μας έδωσε τον αυτοκράτορα νου για να κρίνουμε τα πράγματα».

«Επειδή είμαστε ελεύθεροι, είμαστε και υπεύθυνοι», είπε ο Σεβασμιώτατος αναφέροντας και την εμπειρία που έχει η Εκκλησία μας και «ιδιαίτερα οι λειτουργοί του σώματος της Εκκλησίας, της Ακτίστου Θείας Ενεργείας δια των Αγίων και Ιερών Μυστηρίων». «Είμαστε αψευδείς μάρτυρες διότι καταλύουμε τα Άγια επί έτη μήκιστα και ουδέποτε ασθενήσαμε εξ αυτού», είπε χαρακτηριστικά.

Η ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΑ… ΦΤΙΑΣΙΔΙΑ ΤΗΣ!

«Η ταπεινοφροσύνη είναι ανώνυμη χάρη της ψυχής, η οποία μπορεί να ονομαστεί μόνο από όσους την δοκίμασαν εκ πείρας. Είναι ανέκφραστος πλούτος, ονομασία του Θεού, δωρεά του Θεού» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κε΄ 3).

Θέλει πολλή προσοχή με την αρετή της ταπεινοφροσύνης. Μπορεί να νομίζεις ότι την… κατέχεις, γιατί βλέπεις ίσως ότι είσαι απλός άνθρωπος, μα τελικώς να δουλεύεις στον εγωισμό σου και τον Πονηρό διάβολο! Κι αυτό γιατί η ταπεινοφροσύνη παρουσιάζεται με πολλά  ενδύματα που εξωτερικά και μόνο μοιάζουν μ’ αυτήν. Η ταπεινοσχημία για παράδειγμα και η ταπεινολογία - μία υπόκριση δηλαδή συμπεριφοράς και λόγων που παραπέμπει στην αληθινή εικόνα της - αποτελούν τις συνηθέστερες μορφές διαστροφής της. Δεν είναι τυχαίο γι’ αυτό που ο μέγας Γέρων της εποχής μας όσιος Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης συνήθιζε να λέγει όταν μιλούσε γι’ αυτήν: «να λέτε η  α γ ί α  ταπείνωση, κι όχι απλώς ταπείνωση που μπορεί να είναι και ψεύτικη».

Ακόμη και η αληθινή εικόνα της στη ζωή των αγίων ίσως να μην αποτελεί αυτό που και πράγματι είναι – άλλο κάποια σημάδια της παρουσίας της και άλλο η ίδια η ταπείνωση στον πυρήνα της! Κι αυτό για δύο λόγους: Πρώτον, έχει πολλές διαβαθμίσεις: «άλλο πράγμα είναι το να ταπεινοφρονεί κανείς, και άλλο το να αγωνίζεται να ταπεινοφρονεί, και άλλο το να επαινεί τον ταπεινόφρονα» (18). Δεύτερον, αποτελεί  ένδυμα της ίδιας της θεότητας. Κι αυτό το δεύτερο κυρίως τονίζει ο όσιος: «είναι ανώνυμη χάρη της ψυχής», λέει. Γιατί; Διότι φανερώνει την παρουσία του ίδιου του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Του Θεού που υπέρκειται όλων των ονομάτων, γι’ αυτό και είναι ανώνυμος. Όταν μιλάμε λοιπόν για την ταπείνωση, μιλάμε τελικώς για τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος είναι μεν αγάπη, αλλ’ είναι και ταπείνωση. Τα δύο αυτά πάνε αδιάλυτα, γιατί Εκείνος μας τα αποκάλυψε. «Ο Θεός αγάπη εστί», και «μάθετε απ’ ε μ ο ύ  ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». «Αγάπη και ταπείνωση! Ιερό ζεύγος!» θα πει θαυμαστικά και πάλι ο όσιος Ιωάννης (36).

Οπότε μη ψάχνουμε να βρούμε αγάπη, όπως και όποια άλλη αρετή,  όπου ελλείπει η ταπείνωση: δεν υπάρχει. Κι όπου θεωρείται παρούσα αποτελεί υποκρισία και πονηρία! «Βγάλε την ταπείνωση και όλα τα κατορθώματά μας είναι άχρηστα!» (15).

Και το τελικό αποτέλεσμα; Μόλις αρχίζουμε και οσμιζόμαστε την αγία αυτή ταπείνωση, δηλαδή μόλις αρχίζει η ενεργής εμφάνιση του Κυρίου στη ζωή μας, καταπαύουν όλοι οι πειρασμοί! Φυγαδεύεται και ο ίδιος ο δαίμων! Ας θυμηθούμε τον λόγο του οσίου μεγάλου Αντωνίου: «Είδα απλωμένες στη γη όλες τις παγίδες του διαβόλου. Και τρόμαξα και στέναξα και είπα: Ποιος θα τις διέλθει χωρίς να πέσει μέσα; Κι άκουσα φωνή που μου έλεγε: Μόνον ο ταπεινόφρων!»

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΑΙ ΝΟΤΑΡΙΟΙ ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΣ

«Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν, όταν πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως ήταν  ο άγιος Παύλος ο ομολογητής, μετά την κοίμηση του αγίου Αλεξάνδρου, επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του αρειανόφρονος.Ο  άγιος πατριάρχης εξορίστηκε στην Αρμενία και δέχτηκε το μακάριο τέλος από τους Αρειανούς που τον έπνιξαν. Τότε λοιπόν και οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος σκοτώθηκαν με μαχαίρι, λόγω της ορθοδόξου πίστεώς τους, και ετάφησαν στη Μελανδησία πύλη, τοποθεσία του Δευτέρου,  μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Τον ναό αυτών των αγίων αργότερα ο άγιος Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήγειρε εκ βάθρων».  

Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι του διδασκάλου τους, ισαποστόλου και ομολογητού, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Παύλου, διδασκάλου όχι μόνον βεβαίως των σήμερα εορταζομένων αγίων, αλλά και της καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, διότι αγωνίσθηκε μέχρι θανάτου υπέρ των αληθών δογμάτων της Εκκλησίας, αντιτασσόμενος κατά του αιρεσιάρχη Αρείου, ο οποίος αλλοίωνε την πίστη της αγίας Τριάδος, υποβιβάζοντας τον Κύριο Ιησού Χριστό στο επίπεδο της κτιστότητας.  Οι άγιοι λοιπόν υπεραμύνθηκαν και αυτοί της ορθοδόξου πίστεως, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη του διδασκάλου τους, που σημαίνει ότι ο αγώνας τους για την ορθοδοξία δεν ήταν μόνον στα λόγια, αλλά πρωτίστως στα έργα και τη ζωή τους. Διότι για την Εκκλησία μας, όπως βεβαίως διατρανώθηκε τούτο και με τον άγιο ομολογητή Παύλο και με τους αγίους μας σήμερα, η ορθόδοξη πίστη δεν εξαντλείται στο επίπεδο των λόγων, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή, δηλαδή η ορθοδοξία είναι αληθινή ορθοδοξία στον βαθμό που είναι και ορθοπραξία, επιβεβαιούμενη πολλές φορές και με το μαρτύριο του αίματος. Κατά τον σοφό και άγιο υμνογράφο  «Με μαρτύριο ολοκληρώσατε τον αγώνα σας, Μάρτυρες Κυρίου, αφού δυναμώσατε την ορθοδοξία με ρωμαλέα διάνοια και τέλειο φρόνημα»∙ «Φανήκατε, Μάρτυρες, οπαδοί των σοφοτάτων δογμάτων του θείου ιερουργού Παύλου, του οποίου τους τρόπους ζωής αφού μιμηθήκατε, αθλήσατε με υπομονή και δύναμη».

Ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας εν προκειμένω, διαπιστώνει το αυτονόητο για την ορθόδοξη πίστη: ότι συνιστά αυτή το φως και το κάλλος του κόσμου: «στόλισαν οι άγιοι τον κόσμο με το φως της ορθοδοξίας», «γιατί έλαμπαν από την ορθοδοξία με το άγιον Πνεύμα», εν αντιθέσει προς την αίρεση, που είναι η σκοτεινιά, ο σκοτασμός του ανθρώπου, όπως και η διαίρεση και η σύγχυσή του: «Ξεφύγατε εντελώς από τη σκοτεινιά του Αρείου»˙ «κατέστρεψαν οι άγιοι τη διαίρεση του Αρείου και του Νεστορίου, καθώς απομακρύνθηκαν από τη σύγχυση του Σαβέλλιου και του Σεβήρου». Είναι αυτό που έλεγε και ο όσιος  Παΐσιος ο αγιορείτης μεταξύ άλλων, ότι «η ορθοδοξία είναι άρωμα, που όσο κανείς εγκύπτει σ’ αυτήν, τόσο και δυναμώνει το άρωμά της, ενώ η αίρεση είναι η βρωμιά, που όσο κανείς τη σκαλίζει, τόσο και αναδύεται περισσότερο η δυσοσμία της». Αιτία για το ύψος αυτό της ορθοδοξίας είναι το γεγονός ότι αυτή αποτελεί την αλήθεια: κρατά και ζει ανόθευτο τον αποκαλυφθέντα Κύριο, ευρισκόμενη μέσα στην παρουσία του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς, η εμμονή στην ορθόδοξη πίστη και ζωή οδηγεί στη ζωή εν Θεώ και Χριστώ, ενώ η απομάκρυνση από την ορθοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια και στα θανατερά δίχτυα του πονηρού διαβόλου.

Θυμάται κανείς στο σημείο αυτό και το περιστατικό που καταγράφεται στο Γεροντικό με τον όσιο αββά Αγάθωνα: «Πειράζοντάς» τον ορισμένοι συνασκητές του, τον έβριζαν με τα χειρότερα λόγια: ότι είναι πόρνος, μοιχός, εγωιστής, γαστρίμαργος, κενόδοξος κλπ. Σε όλες τις «κατηγορίες» ο όσιος δεν αντιδρούσε, αλλά με ταπείνωση τις αποδεχόταν. Εκεί όμως που αντέδρασε με απότομο τρόπο ήταν όταν τον κατηγόρησαν ως αιρετικό. Κι όταν έπειτα, χαμογελώντας, τον ρώτησαν γιατί αντέδρασε μόνο στο τελευταίο είπε: Οι άλλες κατηγορίες μού κάνουν καλό, γιατί με ταπεινώνουν. Η κατηγορία όμως για αίρεση με απομακρύνει από τον ίδιο τον Θεό.