28 Δεκεμβρίου 2021

ΝΕΥΡΙΑΖΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΣΩΘΕΙ!

«Αν, επιτιμώντας κάποιον, κινηθείς σε οργή, δικό σου πάθος ικανοποιείς. Δεν χρειάζεται να χάσεις την ψυχή σου για να σώσεις άλλους» (Αββάς Μακάριος ο Αιγύπτιος).

Το απόλυτο κριτήριο για έναν χριστιανό, μας υπενθυμίζει ο μεγάλος όσιος αββάς του Γεροντικού Μακάριος ο Αιγύπτιος, είναι η σωτηρία της ψυχής μας – ό,τι κάνουμε, λέμε ή και σκεφτόμαστε πρέπει σ’ αυτό ν’ αποσκοπεί. Κι όταν λέμε σωτηρία της ψυχής εννοούμε όχι μία υπερφυσική εκτός σώματος κατάσταση κατά τον τύπο διαφόρων πνευματοκρατικών και ιδεαλιστικών φιλοσοφιών και θεοσοφιών που έλκουν την καταγωγή τους συνήθως από Ανατολικές δοξασίες ως να είναι το σώμα κάτι το κακό – έχει ταλαιπωρηθεί πολύ και πολλές φορές η Εκκλησία και η ορθόδοξη θεολογία της από τέτοιες αντιλήψεις – αλλά τη σωτηρία όπως την εννοεί η Βιβλική και Πατερική μας παράδοση: την εύρεση του αληθινού εαυτού μας, την αποκατάστασή μας από τα τραύματα της αμαρτίας, την απόκτηση και πάλι της ψυχοσωματικής ολοκληρίας μας: να γίνουμε και πάλι σώοι και ολόκληροι. Κι αυτό σημαίνει τη σχέση μας με τον Χριστό ως ένταξή μας στο άγιο σώμα Του την Εκκλησία διά του αγίου βαπτίσματος και τη διαρκή στη συνέχεια προσπάθεια διακράτησης και αύξησης της χάρης αυτής με τη συμμετοχή μας εν μετανοία στα μυστήρια της Εκκλησίας, τη Θεία Ευχαριστία. Ο Χριστός δηλαδή είναι ο Σωτήρας μας, με Αυτόν και μέσα σ’ Αυτόν βρίσκουμε την αρχή μας και την αληθινή ταυτότητά μας ως άνθρωποι – ό,τι σημειώνει ιδιαίτερα ο απόστολος Παύλος με τον όρο «ανακεφαλαίωση»: όλα μπαίνουν με τον Χριστό στην κανονική τους θέση! Χωρίς Αυτόν το μόνο που επικρατεί και υπάρχει είναι η σύγχυση και η ακαταστασία, η ατμόσφαιρα και η «ζωή» του Πονηρού διαβόλου.

Κι αυτό περαιτέρω σημαίνει ότι ο χριστιανός ως μέλος Χριστού αρχίζει και κινείται στην οδό Εκείνου και στον «ρυθμό» Εκείνου: την ταπείνωση και την αγάπη. Ταπείνωση και αγάπη δεν είναι τα πιο καθοριστικά στοιχεία της ζωής του Κυρίου, κατά τη δική Του αποκάλυψη; Οπότε ο χριστιανός βρίσκεται αδιάκοπα σε μία κένωση και σε μία έξοδο από τα δεσμά του εγωιστικού εαυτού του, αναζητώντας και «κυνηγώντας» την αλήθεια της αγάπης, κατά το πρότυπο του ίδιου του Κυρίου, «ο Οποίος όντας Θεός «εκένωσε» τον εαυτό Του και ταπεινώθηκε, έγινε άνθρωπος, κι έδειξε υπακοή στον Θεό Πατέρα μέχρι θανάτου και μάλιστα σταυρικού». Η αγάπη λοιπόν αποτελεί εκείνο που φανερώνει τη γνησιότητα της χριστιανοσύνης του πιστού, η αγαθή σχέση του με τον συνάνθρωπο, χωρίς τον οποίο δεν μπορεί να βρει και τον ίδιο του τον εαυτό! «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος» κατά τη γνωστή ρήση του μεγάλου οσίου Αντωνίου.

Να όμως που σε αυτήν την κίνηση προς τον συνάνθρωπο, κίνηση αγάπης και ενδιαφέροντος προς αυτόν αναπτύσσεται ένας μεγάλος κίνδυνος: να προσκρούσουμε στην άρνηση αλλά και στην εχθρότητα ακόμη του άλλου. Εμείς ενδιαφερόμαστε και θέλουμε να τον «σώσουμε» από τις τυχόν αμαρτίες και τα στραβοπατήματά του, από την άγνοιά του για την αλήθεια, εκείνος όμως αντιδρά. Και τότε, με το δεδομένο ότι βρισκόμαστε πάνω στην απόλυτη αλήθεια και στο απόλυτο δίκιο, «ερεθίζεται» ο ζήλος μας – πρέπει να τον «πείσουμε», να «καταλάβει», να «σωθεί» κι αυτός! Κι αρχίζουμε να τον ελέγχουμε που δεν πείθεται, και να οργιζόμαστε – πώς παρουσιάζεται τόσο τυφλός μπροστά στο εξώφθαλμο, την αλήθεια της πίστης μας; Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ήδη έχουμε πέσει κι εμείς στην παγίδα του πονηρού: μας έχει περιτυλίξει με τα «δεξιά» όπλα του: την οργή αλλά για καλό σκοπό(!) - τη σωτηρία του συνανθρώπου μας!  

Ο άγιος Μακάριος αποκαλύπτει την κρυμμένη κατάστασή μας: σε μία τέτοια περίπτωση δουλεύουμε στον εγωισμό μας, «δικό μας πάθος ικανοποιούμε»! Και γι’ αυτό μας αποτρέπει: «μη χάσουμε την ψυχή μας τάχα για να σώσουμε τους άλλους»! Πρόκειται για αλήθεια που διαλαλεί ποικιλοτρόπως η Γραφή και όλη η διδασκαλία της Εκκλησίας: «το καλό για να είναι καλό πρέπει να γίνεται και με καλό τρόπο!» (απ. Παύλος). Αν στη θεωρούμενη καλή επιδίωξή μου διαπιστώνω ότι αναπτύσσεται κάποιο πάθος μέσα μου, τότε δεν είναι καλή η επιδίωξη – υφέρπει, όπως είπαμε, ο εγωισμός. Αυτό δεν λέει και πάλι ο άγιος  Παύλος για παράδειγμα όταν προτρέπει: «όταν πας να νουθετήσεις έναν αιρετικό άνθρωπο, πες του το μία και δεύτερη φορά. Μετά σταμάτα!» - ξέρει ο απόστολος ότι η επιμονή εν προκειμένω κρύβει δικό μας πάθος. Κι ακόμη το λέει αλλού (Γαλ. 6, 1) ακόμη καθαρότερα: «Αν κάποιος βρεθεί να κάνει κάποιο παράπτωμα, εσείς που έχετε το Πνεύμα του Θεού να τον διορθώνετε με πραότητα. Προσέχετε μόνο μην παρασυρθείτε κι εσείς από τον πειρασμό»! Κι ο  άγιος Ιωάννης της Κλίμακος επιλέγει: Ο κινούμενος έτσι νοσεί από τη «νόσο του διαβόλου», δηλαδή την υπερηφάνεια.

Πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε στις κινήσεις και την όλη συμπεριφορά μας! Πόσες φορές νομίζοντας ότι ο Θεός μάς «βραβεύει» για τα καλά μας έργα, Εκείνος αποστρέφει το πρόσωπό Του από εμάς λόγω της αλαζονείας μας!

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΣΜΥΡΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ ΚΑΕΝΤΕΣ

«Όταν ο βασιλιάς Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από τον πόλεμο κατά των Αιθιόπων, θέλησε για επινίκια να θυσιάσει στα είδωλα. Στάλθηκαν λοιπόν γράμματα παντού που προέτρεπαν να έλθουν όλοι στη Νικομήδεια, προκειμένου να προσκυνήσουν τους θεούς τους δικούς του. Ο άγιος Άνθιμος τότε, που ήταν επίσκοπος της Νικομήδειας, συνάθροισε στην Εκκλησία τον λαό του Χριστού (διότι ήταν η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και συνεόρταζε μαζί τους και τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Μόλις το έμαθε ο Μαξιμιανός, πρόσταξε να βάλουν φρύγανα γύρω από την Εκκλησία και να αναφτούν, ώστε να κατακαούν οι ευρισκόμενοι μέσα Χριστιανοί. Το έμαθε ο επίσκοπος και έσπευσε να βαπτίσει τους κατηχουμένους, επιτέλεσε έπειτα τη θεία Λειτουργία και μετέδωσε σε όλους τους Χριστιανούς τα θεία και άχραντα μυστήρια. Έτσι από τα αναμμένα φρύγανα κάηκαν και τελειώθηκαν όλοι. Ο δε άγιος Άνθιμος διαφυλάχτηκε με τη χάρη του Θεού, ώστε αφού ωφελήσει και άλλους και με το άγιο βάπτισμα να τους οδηγήσει στον Χριστό, με πολλά βάσανα να μετασταθεί προς Αυτόν, για να απολαύσει τη βασιλεία των ουρανών».

Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αξιοποιεί από το συναξάρι των αγίων δισμυρίων μαρτύρων κυρίως το μέσο του μαρτυρίου τους: τη φωτιά, ώστε και να προβάλει την αγιότητά τους και να εποικοδομήσει τους πιστούς. Τη φωτιά, διά της οποίας οδηγήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, την αντιμετωπίζει καταρχάς - σαν να εισέρχεται στη σκέψη των αγίων - ως αδελφή αυτών, μπροστά στην οποία οι άγιοι δεν νιώθουν κάποια δειλία. Κτίσμα και αυτή του Θεού, υπακούουσα συνεπώς στα κελεύσματα του Δημιουργού της, λειτουργεί μέσα στο σχέδιο Εκείνου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Δεν δειλιάζουμε μπροστά στη φωτιά, που και αυτή είναι δούλη του Θεού σαν κι εμάς, κραύγαζαν οι γενναίοι μάρτυρες». Κι είναι μία αντιμετώπιση που φανερώνει την απόλυτη πεποίθηση των αγίων στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή τίποτε δεν γίνεται αν ο ίδιος ο Κυβερνήτης του παντός δεν επιτρέψει να γίνει.

Την υπέρβαση του φόβου για τη φωτιά όμως ερμηνεύει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο. Δεν την φοβούνταν οι άγιοι, διότι δρούσε μέσα στην καρδιά τους μία άλλη φωτιά, πιο δυνατή και πυρωμένη από την αισθητή φωτιά. Κι αυτή ήταν η αγάπη του Χριστού. «Πυρακτωμένοι κατά ωραιότατο τρόπο από την αγάπη του Χριστού, πανεύφημοι μάρτυρες, καθόλου δεν φοβηθήκατε τη φωτιά που αναβόταν». Κι είναι τούτο μία από τις σημαντικότερες αλήθειες: εκεί που η αγάπη του Χριστού κατακαίει την ανθρώπινη καρδιά, όλα τα οχληρά του βίου, όλες οι θεωρούμενες δοκιμασίες ούτε καν σχεδόν γίνονται αντιληπτά. Ό,τι συνέβη και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, που εξίσου τους είχαν ρίξει στην κάμινο πυρός, κι όμως η πίστη και η αγάπη τους στον Θεό τους έκανε να είναι υπέρτεροι αυτού («όπως τα τρία θεϊκά παιδιά στη Βυβυλώνα, έτσι κι εσείς φανήκατε ανώτεροι από τη φωτιά, γιατί λάμπατε εντελώς από το θεϊκό φως».  Το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή κίνδυνος ή μαχαίρι; Είμαι πεπεισμένος βεβαίως ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό».

Ο άγιος Ιωσήφ όμως, ως μέγας ποιητής και ευφυέστατος άνθρωπος, αξιοποιεί κατά εποικοδομητικό τρόπο και τον αριθμό των μαρτύρων. Το πλήθος τους τον παραπέμπει στο πλήθος των αμαρτιών του, και βεβαίως εννοείται και στις αμαρτίες του καθενός πιστού. Και τι λέει; «Όπως είστε τόσοι πολλοί, παρακαλέστε τον Κύριο να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτιών μου και να μου δώσετε λόγο για να ανυμνήσω το πανηγύρι σας». Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου αποτελεί βεβαίως φανέρωση και του δικού του ύψους αγιότητας. Μόνον ένας συνεπής και εν επιγνώσει πιστός μπορεί να βλέπει τον εαυτό του αληθινά, με πλήθος αμαρτιών. Όσο με άλλα λόγια στέκεται κανείς σωστά απέναντι στον Θεό, τόσο και φωτίζεται να βλέπει το βάθος του εαυτού του - εκεί λειτουργούν οι αιτίες των αμαρτιών, οπότε ο πιστός κινητοποιείται στην αληθινή μετάνοια.

Και πέραν τούτων: ο άγιος Ιωσήφ, ο κατανυκτικός και θεολόγος ποιητής, αξιοποιεί από το μαρτύριο των αγίων και τον τόπο του μαρτυρίου τους: τον ναό του Κυρίου. Οι άγιοι μαρτύρησαν από τη φωτιά μέσα σε μία Εκκλησία. Και κάνει τριπλή αναφορά στην έννοια του ναού: οι άγιοι λόγω του αγίου βαπτίσματός τους έγιναν ως μέλη Χριστού πια ναός Θεού. Δέχτηκαν το μαρτυρικό τέλος τους μέσα στον επίγειο ναό, και οδηγήθηκαν έτσι στον επουράνιο Ναό, τη Βασιλεία του Θεού, την «πρόσωπον προς πρόσωπον» πια σχέση τους με τον ίδιον τον Κύριο. «Ναοί Θεού υπάρχοντες άγιοι, διά βαπτίσματος, τέλος άγιον ομού εδέξασθε εν οίκω θείω, και προς επουράνιον Ναόν ανηνέχθητε». Μακάρι ως ναοί του Θεού και εμείς λόγω του βαπτίσματός μας, να έχουμε αυτήν τη συναίσθηση: ότι ο φυσικός χώρος μας στη ζωή αυτή είναι ο οίκος του Θεού, ο ναός, και ότι πορευόμαστε με τον τρόπο αυτό προς ένταξή μας στον επουράνιο Ναό, την Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών.

27 Δεκεμβρίου 2021

ΜΑΝΑ, ΑΥΤΑ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ!

«Ἡ γῆ πᾶσα βλέπουσα Θεοῦ κάθοδον εὐφραίνεται˙ Μάγοι τά δῶρα μοι φέρουσιν, Οὐρανός φθέγγεται, διά τοῦ Ἀστέρος. Ἄγγελοι δοξάζουσι. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες θαυμάζουσι. Φάτνη εἰσδέχεται, ὥσπερ θρόνος με πυρίμορφος. Ἐπαγάλλου, ταῦτα Μῆτερ βλέπουσα» (απόστιχο αίνων).

(Όλη η γη βλέποντας την κάθοδο του Θεού ευφραίνεται. Οι Μάγοι μού προσφέρουν τα δώρα, ο Ουρανός φωνάζει με το Αστέρι. Οι Άγγελοι δοξολογούν. Οι Ποιμένες που είναι στους αγρούς θαυμάζουν. Η Φάτνη με δέχεται μέσα της σαν φλογερός θρόνος. Να χαίρεσαι, Μητέρα, βλέποντας αυτά).

Μέσα στην εξαίσια ποίηση της υμνογραφίας των Χριστουγέννων ακούγεται και ο παραπάνω ύμνος, όπου διαμείβεται διάλογος(!) μεταξύ του Κυρίου ευρισκομένου ως βρέφους στην αγκαλιά της Μητέρας Του Παναγίας και της ίδιας που βιώνει μέσα σε θάμβος το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού και δικού της τέκνου. Και τι λέει το γεννηθέν θείο βρέφος στη Μάνα Του, καθώς την βλέπει προφανώς θλιμμένη λόγω των συνθηκών της Γέννας της – μέσα σ’ ένα στάβλο χωρίς καμία άνεση, χωρίς ανθρώπινο κατάλυμα; Να μην επικεντρώνει στη στενότητα των δύσκολων συνθηκών που προκαλούν θλίψη, αλλά να χαίρεται βλέποντας τις ευλογίες που πλούσια προσφέρει ο Θεός μέσα από τα Δημιουργήματά Του: η γη ζει την ευφροσύνη του ερχομού του Θεού, οι Μάγοι προσφέρουν τα δώρα τους ως απαύγασμα της εύρεσης της βαθειάς αναζήτησής τους, ο Ουρανός διηγείται δι’ αστέρος το μυστήριο της Γέννησης του Θεού ως ανθρώπου, οι Άγγελοι δοξολογούν, οι απλοί Ποιμένες απορούν, η Φάτνη φαντάζει ως θρόνος Χερουβικός. Δηλαδή ο Κύριος, όπως η έμπνευση του υμνογράφου μάς καθοδηγεί, προσανατολίζει τον λογισμό της Θεοτόκου Μητέρας Του σε μία «σφαιρική» θεώρηση των πραγμάτων και όχι στον εγκλωβισμό του περιορισμένου εδώ και τώρα!

Το ίδιο όμως δεν γίνεται συχνά και σε εμάς; Πόσες φορές κι εμείς δεν απορροφώμαστε από ένα συγκεκριμένο δύσκολο συμβάν, με αποτέλεσμα τη θλίψη και τη στενοχώρια μας, και μας διαφεύγει το όλο, η «σφαιρική» θεώρηση; Μία δυσκολία για παράδειγμα, ένα ατύχημα, μία αρρώστια, δική μας ή της οικογενείας μας, μας στρέφουν μόνον σ’ αυτό. Και φαίνεται να σκοτεινιάζει ο ορίζοντάς μας, σαν να μην υπάρχει τίποτε άλλο, σαν να μην έχει ανατείλει ο Θεός τον ήλιο Του, σαν να μην έχει έλθει στη γη ο Δημιουργός μας, σαν να έχει διαγραφεί η παντοδύναμη Πρόνοιά Του για εμάς!

Ο ποιητής της Εκκλησίας λοιπόν γίνεται ο παιδαγωγός μας μέσα από την Παναγία Μάνα μας: να βλέπουμε σφαιρικά τη ζωή μας, κυρίως δε την πνευματική. Κι αυτό κυρίως θα πει: να βλέπουμε τη ζωή μας πάντοτε μέσα στην παρουσία Εκείνου, που Τον ντυθήκαμε και μας έκανε μέλη του αγίου σώματός Του. Τα θεωρούμενα «αυτονόητα» για έναν χριστιανό, που συνήθως τα ξεχνάμε όταν έλθει η κρίσιμη και δύσκολη στιγμή!

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ

«Ο άγιος Στέφανος, όταν κάποτε έγινε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελλήνων περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι από αυτούς έλεγαν ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι ένας που πλανά τον κόσμο, άλλοι δε ότι είναι ο Υιός του Θεού, στάθηκε σε υψηλό τόπο και ευαγγελίστηκε σε όλους τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράχτηκε όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος, που δεν δίστασε να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι ο Θεός που έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από αγία και αγνή Παρθένο, η οποία  είχε εκλεγεί πριν δημιουργηθεί ακόμη ο κόσμος. Αυτός πήρε τις αμαρτίες μας και βάστασε τις ασθένειές μας: έκανε τυφλούς να βρουν το φως τους, καθάρισε λεπρούς και έδιωξε τους δαίμονες". Αυτοί δε, όταν τον άκουσαν, τον οδήγησαν στο συνέδριο των Αρχιερέων. Διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα του Θεού με το Οποίο μιλούσε. Κι αφού εισήλθαν έβαλαν κάποιους άνδρες να πουν «Ότι τον ακούσαμε να λέει βλάσφημα λόγια κατά του Ναού και κατά του Μωσαϊκού Νόμου», όπως τον κατηγόρησαν και για τα υπόλοιπα που αναφέρονται στις ιερές Πράξεις των Αποστόλων. Όταν τον ατένισαν λοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας την ντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχόταν υπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν». Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τον αντίπαλο, ρίχνοντάς τον  κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκό ύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένη από κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια του Ναού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του πλησίον των Κωνσταντιανών».

Ο υμνογράφος του αγίου, Ιωάννης ο μοναχός, αναφέρεται σε όλη την αγιασμένη διαδρομή της ζωής του Στεφάνου. Και στο γεγονός ότι ήδη από τη στιγμή που έγινε χριστιανός υπήρξε «ανήρ πλήρης πνεύματος και δυνάμεως»,  και στο γεγονός ότι εκλέχτηκε από τον λαό και χειροτονήθηκε από τους αποστόλους ως βοηθός αυτών: στη διακονία των τραπεζών αλλά και στο κήρυγμα, και στο γεγονός της συλλήψεώς του, της απολογίας του, της θεοπτικής εμπειρίας του, του χαρισματικού μαρτυρίου του. Εκείνο που ιδιαιτέρως προβάλλει ο υμνογράφος του είναι ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή αυτή: διά λιθοβολισμού – ένας συνηθισμένος τρόπος των Ιουδαίων για εκείνους που θεωρούνταν ότι βλασφημούσαν την πίστη τους. Κι ως εξαίσιος ποιητής δεν μένει σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις: το πέταγμα των λίθων, αλλά αποκαλύπτει και τη μη αισθητή πλευρά:

πρώτον, ότι οι λίθοι που έριχναν εναντίον του οι Ιουδαίοι γίνονταν την ίδια ώρα τα σκαλοπάτια ανόδου του στη Βασιλεία του Θεού («οι λίθοι που σαν νιφάδες έπεφταν εναντίον σου, σου έγιναν σκαλοπάτια και σκάλες για την ουράνια άνοδό σου. Αυτά τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται στα δεξιά του Πατέρα»)∙

δεύτερον, ότι «οι λίθοι αυτοί έγιναν ο διάκοσμος του Στεφάνου, όπως στολίζεται κανείς με ποικίλα και ωραία λουλούδια, και έτσι στολισμένος πήγε ενώπιον του ζωοδότη Χριστού».

Και πέραν τούτων, τρίτον, ο λιθοβολισμός του συνιστά το στεφάνι που του έθεσαν οι φονευτές του, όταν εκείνος τους είχε «λιθοβολίσει» με τις νιφάδες των θεοπνεύστων λόγων του («ο Πρωτομάρτυρας κτύπησε τους άθλιους φονευτές του με τις νιφάδες του θεηγόρου στόματός του, γι’ αυτό στεφόταν σαν νικητής από αυτούς με τις νιφάδες των λίθων»).

Επικεντρώνοντας ο μοναχός Ιωάννης στο μαρτυρικό τέλος του αγίου Στεφάνου δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί στο κορυφαίο σημείο του μαρτυρίου του: τη συγχώρηση των λιθοβολιστών του, την άφεση της εχθρικής προς αυτόν ενεργείας τους. Και το μυαλό του βεβαίως πηγαίνει εκεί που πηγαίνει το μυαλό όλων μας: στον εσταυρωμένο Κύριο, ο Οποίος πάνω στον Σταυρό συγχωρεί και Αυτός τους σταυρωτές Του. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», είπε ο Κύριος, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» λέει ο Στέφανος. Τα ίδια λόγια, με ελαφρά παραλλαγή, η ίδια στάση ζωής. Ο δούλος ο οποίος ακολουθεί επακριβώς τα χνάρια του Κυρίου του. «Δέσποτα Χριστέ, ο Στέφανος χρημάτισε πανάριστος μιμητής του τιμίου πάθους σου, και αντιδρά απέναντι στους φονευτές του με την ευλογία». «Ω η μακάρια φωνή, που βγήκε από το στόμα σου, Στέφανε: Μη καταλογίσεις, φωνάζοντας, Δέσποτα Χριστέ, στους φονευτές την άγνοιά τους. Αλλά σαν Θεός και Δημιουργός, δέξου το πνεύμα μου, σαν ευωδέστατο θύμα».

Κι είναι ευνόητο ότι η στάση του αγίου Στεφάνου, να στέκεται δηλαδή κανείς με αγάπη απέναντι και προς τους εχθρούς, δεν είναι μία επιλογή μόνο δική του, σαν ένα είδος εξαίρεσης. Συνιστά την εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια και την ίδια τη ζωή Του, που αφορά όλους μας. Αν δηλαδή δεν συγχωρούμε εκ καρδίας όλους εκείνους που μας βλάπτουν και μας αδικούν, έστω κι αν φαίνεται ότι έχουμε χίλια δίκια, δεν μπορούμε να ανήκουμε στον Χριστό. Το αποδεικτικό στοιχείο ότι είμαστε Εκείνου, ότι Εκείνος κατοικεί μέσα μας, ότι Εκείνος θα μας δεχθεί χαίρων στη Βασιλεία Του, ευλογώντας την εκεί παρουσία μας, είναι η χωρίς όρια αγάπη μας προς όλους και η άφεση των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Χωρίς την ανεξικακία αυτή, η οποία τίθεται σε ενέργεια με τη δύναμη ασφαλώς του ίδιου του Κυρίου, δεν βλέπουμε πρόσωπο Θεού, κι ακόμη χειρότερα: ευρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του πονηρού διαβόλου. Μακάρι το τέλος της ζωής μας, δηλαδή δυνητικά η κάθε στιγμή μας, να μας βρει σε αυτή τη συγχώρηση. Σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού θα μας συνοδεύει αιωνίως.

26 Δεκεμβρίου 2021

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Μετά την απόφαση του Ηρώδη να φονευτούν όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ, άγγελος Κυρίου φάνηκε στον ύπνο του Ιωσήφ λέγοντάς του: «Σήκω και πάρε το παιδί και τη Μητέρα Του και φύγε στην Αίγυπτο». Φεύγει λοιπόν για την Αίγυπτο η Θεοτόκος με το βρέφος και τον Ιωσήφ, για τους παρακάτω δύο λόγους: Πρώτον, για να εκπληρωθεί αυτό που είχε λεχθεί από τον προφήτη ότι «Από την Αίγυπτο κάλεσα τον Υιό μου». Δεύτερον, για να κλείσει κάθε στόμα αιρετικών. Διότι αν δεν είχε φύγει, θα συλλαμβανόταν το βρέφος. Κι αν μεν φονευόταν, θα εμποδιζόταν η σωτηρία των ανθρώπων. Αν δε δεν φονευόταν, ή με ξίφος ή με άλλη τιμωρία, προκειμένου να εκπληρωνόταν το σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία, θα μπορούσε να θεωρηθεί από πολλούς ότι ήλθε κατά φαντασία και δεν έγινε αληθινά πραγματικός άνθρωπος. Διότι αν ήταν αληθινός άνθρωπος, θα σφαζόταν από το σπαθί του τυράννου, κάτι που και  χωρίς να υπάρχει πρόφαση, τόλμησαν οι άθεοι αιρετικοί να το πουν, ότι δηλαδή γεννήθηκε κατά φαντασία. Γι’ αυτό λοιπόν φεύγει στην Αίγυπτο, και για να συντρίψει τα εκεί είδωλα και για να σώσει όλη την οικουμένη κατά τον καιρό της σωτήριας Σταύρωσης».

Η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου θα πρέπει καταρχάς να θυμίσουμε ότι στοιχεί στην παράδοση της Εκκλησίας, να εορτάζεται μετά από ένα μεγάλο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου, το πρόσωπο που πρωταγωνίστησε σ’ αυτό. Έτσι μετά τη Γέννηση του Κυρίου έχουμε τη Σύναξη της Θεοτόκου, Εκείνης που έγινε η «γέφυρα δι’ ης κατέβη ο Θεός», όπως και μετά τη Βάπτισή Του έχουμε τη Σύναξη του αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού. Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι το ίδιο το γεγονός, η καθαυτό εορτή, βρίσκεται σε άμεση σχέση με το πρωταγωνιστούν πρόσωπο, με άλλα λόγια η εκάστοτε Σύναξη αποτελεί την προέκταση της εορτής, τονίζοντας και επαναλαμβάνοντας το ίδιο νόημά της, σε μεγάλο βαθμό δε και τους ίδιους τους ύμνους της.

Η Σύναξη της Θεοτόκου λοιπόν τονίζει και πάλι τη Γέννηση του Κυρίου, με ιδιαίτερη επιμονή  στην πραγματικότητα της Σάρκωσής Του. Το στοιχείο αυτό ίσως δεν γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό σήμερα, μετά από τόσους αιώνες εξαγγελίας και βίωσης από την Εκκλησία της θεολογικής σημασίας της. Στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και αιώνες όμως ήταν ό,τι πιο καίριο και σημαντικό, δεδομένου ότι αμφισβητείτο από αιρετικούς η πραγματικότητα της ενσάρκωσης, οι οποίοι «έφριτταν» στη σκέψη ότι ο Θεός πήρε πραγματική ανθρώπινη σάρκα, προσέλαβε δηλαδή την ύλη του κόσμου τούτου. Τι κρυβόταν πίσω από την άρνησή τους αυτή; Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αυτός είναι κόσμος κακός, δημιούργημα άλλου, μη καλού Θεού, συνεπώς φανέρωναν τον μη χριστιανικό προβληματισμό τους, μάλλον την με επίφαση του χριστιανισμού δήλωση των ανατολίτικων δυαλιστικών περί Θεού δοξασιών τους. Θέλουμε να πούμε ότι οι αιρετικοί αυτοί στην πραγματικότητα ήταν οπαδοί του ιρανικού λεγόμενου παρσισμού, κατά τον οποίο υπάρχουν δύο θεοί, ο θεός του καλού και ο θεός του κακού, ο οποίος θεός του κακού είναι και ο δημιουργός του κόσμου. Πώς λοιπόν η κακή ύλη του κακού θεού  μπορούσε να προσληφθεί από τον καλό Θεό, που ερχόταν να σώσει την ψυχή – όχι ασφαλώς και το σώμα – του ανθρώπου;

Η Εκκλησία μας λοιπόν αντέδρασε σθεναρά, διότι τυχόν επικράτηση αυτών των αντιλήψεων (κατά δόκηση ή φαντασία εμφάνιση του Υιού του Θεού) θα σήμαινε πλήρη διαστροφή της αλήθειας της και άρνηση του πραγματικού Χριστού. Με ένταση λοιπόν τόνισε ότι ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, έλαβε πραγματική και όχι κατά φαντασία την ανθρώπινη φύση, το σώμα και την ψυχή, ώστε ενσωματώνοντάς τα στον Εαυτό Του να σώσει τον άνθρωπο και δι’ αυτού και όλη τη δημιουργία. Και αιτία γι’ αυτό βεβαίως ήταν το γεγονός ότι ο κόσμος όλος, η ύλη και το σώμα του ανθρώπου, αποτελούν δημιουργήματα του ενός Θεού, του φύσει αγαθού Θεού, που είναι και ο Δημιουργός βεβαίως του κόσμου. Ήταν τόσο σημαντική η αλήθεια αυτή, ώστε ήδη από την Καινή Διαθήκη ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος να τονίζει ότι από την αποδοχή ή όχι της αληθινότητας της σάρκωσης του Θεού φανερώνεται κανείς ως χριστιανός ή όχι. «Πας ος μη ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού ουκ έστι», και «πας ος ομολογεί Ιησούν Χριστόν εν σαρκί εληλυθότα εκ του Θεού εστι». Πάνω στην αλήθεια αυτή δηλαδή κρινόταν η αλήθεια από την αίρεση. Κι αυτό τονίζει ιδιαιτέρως σήμερα η Σύναξη της Υπεραγίας Θεοτόκου, που προεκτείνει, όπως είπαμε, τη Γέννηση του Κυρίου. «Αυτό που ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού το κράτησε, δηλαδή ότι είναι Θεός αληθινός, και αυτό που δεν ήταν το προσέλαβε κι έγινε άνθρωπος από φιλανθρωπία». Ο προβληματισμός της Υπεραγίας Θεοτόκου στον οίκο του κοντακίου της σημερινής εορτής το διακηρύσσει επίσης έντονα: «Βλέποντας τη σφραγίδα της παρθενίας μου να μένει χωρίς να χαλάσει, σε κηρύσσω αληθινό Λόγο του Θεού, που πήρες την ανθρώπινη σάρκα».

Και βεβαίως η σημερινή εορτή της Σύναξης υπενθυμίζει πάλι ότι μπροστά στο πανθαύμαστο γεγονός του ερχομού του Θεού στον κόσμο ως ανθρώπου, όλη η δημιουργία ανταποκρίνεται με ευχαριστία, προσφέροντας τα δώρα της, το καλύτερο όμως όλων των δώρων ήταν του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ακριβώς πρόσφερε ό,τι ωραιότερο και ανώτερο μπορούσε ποτέ να φανεί ως κτίση: την Παναγία Παρθένο. «Καθένα από τα δημιουργήματά Σου, Κύριε, σου προσφέρει την ευχαριστία του: οι άγγελοι τον ύμνον, οι ουρανοί το αστέρι, οι μάγοι τα δώρα, οι ποιμένες τον θαυμασμό τους, η γη το σπήλαιο, η έρημος τη φάτνη, εμείς όμως Μητέρα Παρθένο». Μη ξεχνάμε: η Παναγία είναι ο εκπρόσωπός μας στον Ουρανό, Εκείνη που έδωσε το αίμα και τη σάρκα της προκειμένου να γίνει άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός, συνιστά την «αξιοπρέπειά» μας, αποτελεί πάντοτε την παρηγοριά και την ελπίδα μας. Προς χάρη Της η όποια προσευχή μας γίνεται εισακουστή από τον Θεό, αφού Εκείνος θέλησε να γίνει σαν κι εμάς μέσα από Εκείνην.

ΜΙΑ ΣΠΗΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΡΟΣΙΤΟ ΘΕΟ!

Κοντάκιο. Ἦχος γ΄.

«Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει, καί ἡ γῆ τό Σπήλαιον τῶ ἀπροσίτῳ προσάγει. Ἄγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογοῦσι. Μάγοι δέ μετά ἀστέρος ὁδοιποροῦσι. Δι’ ἡμᾶς γάρ ἐγεννήθη, παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».

(Ἡ Παρθένος Μαριάμ σήμερα γεννάει αὐτόν πού εἶναι πάνω ἀπό κάθε ὄν καί οὐσία, καί ἡ γῆ προσφέρει στόν ἀπρόσιτο Θεό τό σπήλαιο. Ἄγγελοι μέ τούς Ποιμένες δοξολογοῦν, ἐνῶ μάγοι ὁδοιποροῦν μαζί μέ τ’ ἀστέρι. Κι αὐτό γιατί γιά χάρη μας γεννήθηκε σάν βρέφος ὁ προαιώνιος Θεός).

Ὁ μεγαλύτερος ἐκκλησιαστικός ποιητής ὅλων τῶν ἐποχῶν, κατά τή γνώμη τοῦ ἁγίου Πορφυρίου τοῦ καυσοκαλυβίτου, ἅγιος Ρωμανός ὁ μελωδός, εἶναι ὁ συνθέτης τοῦ κοντακίου τῶν Χριστουγέννων, τοῦ δεύτερου πιό γνωστοῦ τροπαρίου μετά τό ἀπολυτίκιο τῆς ἑορτῆς.  Γραμμένος ὁ ὕμνος σέ ἦχο γ΄, δηλαδή σέ ἁπλό ἀλλά καί πολύ ἀνδροπρεπές μέλος, μᾶς τονίζει ὅ,τι ἀποτελεῖ τήν οὐσία τῆς ἑορτῆς στίς κεντρικές διαστάσεις της: ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ συνιστᾶ μέγα μυστήριο, ἀφοῦ ὁ γεννηθείς εἶναι ὁ ὑπερούσιος Θεός, ἀφοῦ Τόν γεννᾶ μία Παρθένος κόρη, ἡ ὁποία ὅμως κρατᾶ τήν παρθενία της, ἀφοῦ πρόκειται γιά τόν προαιώνιο Θεό. Καί μπροστά στό μέγα αὐτό μυστήριο σύμπας ὁ κόσμος κλίνει εὐλαβικά τό γόνυ, ὅταν μάλιστα τοῦ ἀποκαλύπτεται καί ὁ σκοπός τῆς Γέννας τοῦ Θεοῦ: Γεννιέται ὁ Θεός γιά νά πάρει τόν ἄνθρωπο καί νά τόν κάνει κι αὐτόν Θεό. Δηλαδή κατῆλθε ὁ Θεός γιά νά ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος. Πτώχευσε Ἐκεῖνος γιά νά γίνουμε πλούσιοι ἐμεῖς. Κι εἶναι αὐτονόητο ὅτι τό μεγαλεῖο αὐτό τῆς πίστεώς μας πού ὑπερβαίνει κάθε ἀνθρώπινη σκέψη, φιλοσοφία ἤ καί θεοσοφία, πραγματοποιεῖται μέσα στό ζωντανό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἁγία Του Ἐκκλησία, ἐνῶ τίθεται σέ ἐνέργεια μέσα ἀπό τά μυστήρια, ἰδίως δέ τό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Πού θά πεῖ: χριστιανός χωρίς ἐν μετανοία συμμετοχή στή Θεία Κοινωνία δέν ἑορτάζει Χριστούγεννα.  

ΜΗΝ ΚΑΝΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ!

Φέτος κοίταξε!

Χριστούγεννα μη κάνεις!

Όχι γιατί ’ναι δύσκολο

μες στον Ναό να μπεις∙

όχι γιατί δεν θα μπορείς

πολλά αγαθά να εύρεις∙

κι ούτε  γιατί σε ρεβεγιόν

φίλους σου δεν θα δεις.

Αλλά; Γ ί ν ε  Χριστούγεννα!

Κλάψε με του Χριστού

την πεθυμιά ακόρεστη

φάτνη να κάνει την καρδιά σου.

Και δώσ’ Του χώρο εκεί

ζεστά ν’ αναπαυθεί.

Χριστούγεννα γιορτάζουνε

οι ζωντανές οι Παναγιές!