21 Ιανουαρίου 2022

ΟΛΟΣ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΜΑΤΙΑ!

«Η ψυχή που αξιώθηκε να ενωθεί πνευματικά με το φως του Χριστού και φωτίστηκε από την ηθική ωραιότητα της απερίγραπτης δόξας Του, αφού την ετοίμασε για τον εαυτό του για θρόνο και κατοικία, γίνεται ολόκληρη φως και ολόκληρη πρόσωπο και ολόκληρη μάτι∙ και δεν υπάρχει κανένα μέρος αυτής της ψυχής που να μην είναι γεμάτο από τα πνευματικά μάτια του φωτός, δηλαδή κανένα μέρος της δεν είναι σκοτεινό, αλλ’  ολόκληρη αφού έγινε φως και πνεύμα και όλη αφού γέμισε μάτια, δεν υπάρχει μέρος σ’ αυτή που να χαρακτηρίζεται κάτω ή πίσω, αλλά από παντού είναι πρόσωπο, διότι έχει έρθει και έχει καθήσει πάνω σ’ αυτήν η απερίγραπτη ηθική ωραιότητα της δόξας του φωτός του Χριστού» (Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος, ομιλία α΄).

Δεν είναι μόνον ο Χριστός το Φως του κόσμου, κατά την αποκάλυψη του Ίδιου. Φως γίνεται και ο κάθε άνθρωπος, ως ένα δεύτερο φως, όταν ενωθεί με την πηγή του, τον Κύριο Ιησού Χριστό. Το είπε απερίφραστα: «Εγώ ειμι το φως του κόσμου. Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φως της ζωής». Ακολουθείς δηλαδή το Φως; Γίνεσαι και εσύ φως που το νιώθεις στην ύπαρξή σου ως την ίδια τη ζωή. Και δεν είναι δυνατόν να είναι διαφορετικά τα πράγματα, αφού Φως και Ζωή είναι ένα και το αυτό: ο Ίδιος ο Κύριος. «Εγώ ειμι η οδός, η αλήθεια και η ζωή». «Εγώ ειμι η Ζωή και η Ανάστασις». Οπότε, από την ώρα που ο Κύριος εισήλθε στον κόσμο και ως άνθρωπος, «τα πάντα πεπλήρωται φωτός, ουρανός τε, η γη και τα καταχθόνια». Εν Χριστώ το μόνο που υφίσταται είναι το φως – το τρισήλιον φως της άκτιστης Θεότητας: φως ο Πατήρ, φως ο Υιός, φως και το άγιον Πνεύμα.

Και πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το φως αυτό του Χριστού που γίνεται φως και των ανθρώπων και λάμπει σε όλη τη δημιουργία, είναι η άκτιστη ενέργειά Του, ενέργεια όλου του Τριαδικού Θεού στην πραγματικότητα αφού είναι κοινή η ενέργεια στη Θεότητα, η οποία λέγεται ακριβώς και φως και δόξα και ζωή, που θα πει ότι είναι «πλήρης ο ουρανός και η γη της δόξης Αυτού» κατά την όραση και του προφήτη Ησαῒου, χωρίς να υπάρχει σύγχυση με τη φύση ή την ουσία του Θεού – δεν υπάρχει κανένας πανθεϊσμός στη χριστιανική πίστη. Λοιπόν, «εν τω Χριστώ τω Θεώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» και η πανταχού παρουσία Του και η ενέργειά Του αγκαλιάζει τους πάντες και τα πάντα μεταδίδοντάς τους τη ζωή και την αγάπη Του – ζωή και φως και οτιδήποτε άλλο δεν υφίσταται εκτός του Θεού∙ χωρίς Αυτόν τα πάντα είναι ανύπαρκτα, είναι κυριολεκτικά ένα «μηδέν». «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». «Ότι παρά Σοί πηγή ζωής, εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως».

Κι ακόμη πρέπει να διευκρινίσουμε ότι μιλώντας ο όσιος Μακάριος  για το φως του Χριστού που το δέχεται ο άνθρωπος δεν εννοεί εκείνη την ενέργεια του Θεού που προσφέρεται σε κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο, κατά τον άγιο Ιωάννη τον θεολόγο: «ο Χριστός ήταν το φως το αληθινό που φωτίζει κάθε άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο» - κάθε άνθρωπος οπουδήποτε στον κόσμο εφόσον έρχεται στην ύπαρξη είναι «σφραγισμένος» από τον Δημιουργό Χριστό. Αυτό είναι πράγματι φως Χριστού που αντανακλά την κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Εκείνου δημιουργία του ανθρώπου, που όμως πρέπει, μετά την πτώση του στην αμαρτία, να αυξηθεί δραστικά με την πίστη στον Χριστό για να φτάσει να γίνει σωτηριώδες φως για την ύπαρξή του. Με άλλα λόγια, ναι μεν κάθε άνθρωπος έχει φως Χριστού, διότι δεν υφίσταται ζωή χωρίς Εκείνον, όμως δεν είναι το φως της θεοποιού ενέργειάς Του ώστε να μπορεί να έχει μία ζωντανή αληθινή σχέση μαζί Του. Για να υπάρξει αυτό το σωτηριώδες φως απαιτείται η πίστη σ’ Εκείνον διά της εντάξεως στο σώμα Του με το βάπτισμα και την εν γένει εκκλησιαστική ζωή. Έτσι ο χριστιανός μόνο μπορεί ως μέλος πια Χριστού να δει Θεού πρόσωπο και να είναι φωτισμένος από την «ηθική ωραιότητα της απερίγραπτης δόξας Του».

Φως λοιπόν ο Χριστός, φως δεύτερο και ο κάθε εν επιγνώσει χριστιανός, ο οποίος ζει στην ύπαρξή του, την ψυχή και το σώμα του, το φως αυτό με τέτοιον τρόπο, που γίνεται, κατά τον λόγο του οσίου Μακαρίου, «όλος πρόσωπο και όλος μάτια» χωρίς να υφίσταται σ’ αυτόν οτιδήποτε σκοτεινό. Κι είναι ευνόητο ότι ο μέγας όσιος αναφέρεται στον «τέλειο» χριστιανό, εκείνον που με τη διαρκή πνευματική του άσκηση έχει φτάσει στο σημείο της πλήρους, κατ’ άνθρωπο, ψυχικής καθαρότητας, ζει δηλαδή αυτό που ο Κύριος μακάρισε: «μακάριοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό». Πώς το λέει με τον δικό του τρόπο  ο άγιος; Ο πιστός γίνεται φωτισμένος όταν «έχει ετοιμάσει την ψυχή του για θρόνο και κατοικία του Χριστού». Η ετοιμασία της ψυχής ως κάθαρσή της από οποιαδήποτε κηλίδα που εμποδίζει την ανάκλαση του φωτός του Χριστού είναι ο αγώνας της για τήρηση των αγίων εντολών Εκείνου. Όσο προσανατολίζεται κανείς και στρέφει την ύπαρξή του στον λόγο του Χριστού κάνοντάς τον πράξη, τόσο και καθαρίζει το κάτοπτρο της ψυχής για να αστράψει μέσα της το φως και η δόξα του Κυρίου της.

Από την άποψη αυτή όλα τα ψυχολογικά και λοιπά προβλήματα του ανθρώπου εξαφανίζονται. Διότι όλα αυτά πηγή έχουν τη σκοτεινιά της ψυχής από την ύπαρξη και τη λειτουργία των παθών μέσα της. Η έλλειψη του φωτός του Χριστού στον άνθρωπο προκαλεί όλες τις δυσλειτουργίες σ’ αυτόν, γι’ αυτό και είναι μονόδρομος η απόκτηση της ψυχικής υγείας του και η πλήρης αποθεραπεία του: η στροφή προς τον Χριστό. Απλώς τούτο γίνεται σταδιακά, σιγά σιγά, στον βαθμό που ο πιστός εφαρμόζει στη ζωή του, όπως είπαμε, το θέλημα του Θεού. Κι είμαστε ευγνώμονες στον μεγάλο Μακάριο, γιατί με τον εμπνευσμένο λόγο του δίνει το στίγμα της πορείας μας, υποδεικνύοντάς μας την τελειότητα: την ολοφώτεινη εν Χριστώ ύπαρξή μας, τη γεμάτη μάτια από το φως και το πνεύμα Χριστού – ο χριστιανός, ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο!

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Μάξιμος έζησε κατά τους χρόνους του δυσσεβή Κώνστα, απόγονου του αυτοκράτορα Ηρακλείου. Δέχτηκε τις μέγιστες τιμές από τους πρώην βασιλείς, και επειδή ήταν ικανός, με τους λόγους, τους τρόπους του και τη σύνεση λόγω της μακροχρόνιας θητείας του, να προτείνει τι πρέπει να πράττουν αυτοί στα πολιτικά διοικητικά θέματα, προβιβάστηκε στο αξίωμα του πρωτοασηκρήτη  και έγινε κοινωνός της σκέψης των βασιλέων. Όταν όμως η πονηρή και έκφυλη γνώμη των μονοθελητών ως προς τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας, δηλαδή ότι ο Χριστός έχει μία μόνο θεϊκή θέληση,  άρχισε να επικρατεί κατά ανόητο και δυσσεβή τρόπο, και οι μονοθελητές, όσον εξηρτάτο από αυτούς, διέγραφαν τη μία από τις δύο φύσεις του Χριστού, και μάλιστα όταν άρχισαν να γίνονται γνωστά  στον κόσμο διατάγματα, που ενίσχυαν την κακοδοξία και προβάλλονταν στη Μεγάλη Εκκλησία, δεν άντεξε ο όσιος να ασεβεί κι αυτός με τους ασεβείς έχοντας κοινωνία μαζί τους, γι’ αυτό και άφησε τις κοσμικές εξουσίες και προτίμησε να βρίσκεται μάλλον στον οίκο του Θεού παρά να κατοικεί στα σκηνώματα των αμαρτωλών. Πήγε λοιπόν και έμεινε στο Μοναστήρι της Χρυσούπολης και έγινε μοναχός, οπότε εκεί έγινε ύστερα και καθηγητής. Αργότερα, σαν να άναψε από θείο ζήλο, πήγε στην πρεσβυτέρα Ρώμη και έπεισε τον μακαριότατο πάπα Μαρτίνο να συγκαλέσει τοπική Σύνοδο και να αναθεματίσει τους αρχηγούς του δυσσεβούς δόγματος αυτών που είχαν παραφρονήσει πάνω στη μία θέληση του Χριστού. Έγραψε όμως και λόγους και συνέθεσε επιστολές που βεβαίωναν την ακρίβεια της ορθόδοξης πίστης με λογικές και από την αγία Γραφή αποδείξεις, προς έλεγχο αυτών που φρονούσαν αιρετικά, οπότε και τις απέστειλε παντού σε όλη την οικουμένη.

Όταν γύρισε από τη Ρώμη με τους δύο Αναστασίους τους μαθητές του, η Σύγκλητος που ομοδοξούσε με την αίρεση του βασιλιά, του ανέθεσε ευθύνες. Κι ενώ όλοι υπάκουαν στον βασιλιά, αυτός μόνος αντιστέκεται και κινεί σε αποστασία και τους άλλους, πείθοντάς τους με τις επιστολές του να φρονούν αντίθετα προς την αίρεση. Γι’ αυτόν τον λόγο στέλνεται με φρουρά κατά τη Θράκη. Και επειδή επέμενε στην ορθόδοξη πίστη, του έκοψαν το χέρι και τη γλώσσα. Και από εκεί στέλνεται σε εξορία κατά τη Λαζική. Εκεί έζησε επί τρία χρόνια, φροντίζοντας ο ίδιος τα αναγκαία για τη ζωή του, οπότε πλήρης ημερών κι αφού ασθένησε λίγο, αναπαύτηκε εν Κυρίω. Το σώμα του κατατέθηκε στη Μονή του αγίου Αρσενίου, στη χώρα εκείνη των Λαζών, επιτελώντας καθημερινά πολλά θαύματα. Λέγεται μάλιστα ότι μετά την εκτομή της γλώσσας του αποκαταστάθηκε αυτή κατά παράδοξο τρόπο από τον Θεό και ότι διακήρυσσε πάλι την πίστη του, όσο βρισκόταν εν ζωή. Από τους δύο μαθητές του, ο μεν πρεσβύτερος Αναστάσιος, αφού του έκοψαν το χέρι ίδια με τον δάσκαλό του, τον εξόρισαν μακριά, ενώ ο νεώτερος Αναστάσιος, αφού στάλθηκε σε κάποιο από τα φρούρια της Θράκης, πέθανε εκεί».

Η μνήμη του οσίου Μαξίμου του ομολογητού, του «παμμάκαρος και παμμεγίστου»,  αποτελεί για την Εκκλησία μας το αιώνιο κήρυγμα και του αίματός του που χύθηκε για χάρη της πίστεως και των θεοπνεύστων διδασκαλιών του. Η Εκκλησία μας δηλαδή έχει τον εορταζόμενο όσιο όχι ως ένα παρελθόν, έστω και δοξασμένο, αλλά ως ένα διαρκές παρόν της, αφού και το αίμα του (όπως και των άλλων μαρτύρων βεβαίως και διδασκάλων της Εκκλησίας) έθρεψε την Εκκλησία και οι διδασκαλίες του κράτησαν ανόθευτα την αποκάλυψη του Χριστού και το κήρυγμα των αγίων Αποστόλων και των μετέπειτα Πατέρων. Και μάλιστα τα δύο αυτά: το αίμα του και οι διδασκαλίες του ήταν άρρηκτα δεμένα μεταξύ τους, δηλαδή το αίμα του ήταν η επιβεβαίωση των ορθών διδαγμάτων του. Δεν είναι μία δική μας απλώς γνώμη για τον όσιο Μάξιμο. Είναι η κοινή πίστη της Εκκλησίας μας, εκφρασμένη διά στόματος του επίσης μεγάλου, όπως έχουμε ξανατονίσει, Πατέρα και ποιητή αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού. Στον κανόνα του για τον όσιο, για παράδειγμα, ο άγιος υμνογράφος σημειώνει μεταξύ άλλων: «Μέχρι σήμερα και σε όλες τους αιώνες, παμμακάριστε και παμμέγιστε Μάξιμε, το σαν του Άβελ χυμένο αίμα σου κηρύσσει στην Εκκλησία του Χριστού, με κραυγαλέα φωνή, τις θεόπνευστες διδασκαλίες σου».

Δεν έχει σημασία που ο άγιος Μάξιμος δεν έφυγε από τη ζωή αυτή μέσα από το μαρτύριο του αίματος. Έπαθε, βασανίστηκε, πληγώθηκε για την πίστη του, εξ ου και ομολογητής χαρακτηρίζεται, αλλά για την Εκκλησία μας δεν παύει να είναι και μάρτυρας όχι μόνο της συνειδήσεως αλλά και του αίματος. Όχι μόνον ο προαναφερθείς ύμνος, αλλά πολύ πιο καθαρά άλλοι ύμνοι τονίζουν τη διάσταση αυτή: «Ο μέγιστος Μάξιμος αναδείχθηκε εντελώς αληθινά και κήρυκας και μάρτυρας δι’ αίματος της ευσεβούς πίστεως του Χριστού». Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει η παραπάνω θέση, ότι δηλαδή και το δικό του αίμα έθρεψε την Εκκλησία, διότι είναι γνωστό ότι η Εκκλησία μας, ιδρυμένη από τον Χριστό, τον πρώτο μάρτυρα, τράφηκε και τρέφεται από το αίμα πρωτίστως Εκείνου, αλλά και από τα αίματα των αγίων και εξαιρέτων μελών Του, των αγίων μαρτύρων Του. Ας δούμε πόσο ωραία, με τη λιτή και θεόπνευστη γραφίδα του, μας το τονίζει το άγιος Δαμασκηνός στον κανόνα του: «Με τη ροή του αίματός σου ποτίστηκε η Εκκλησία του Χριστού». Για να συνεχίσει: «Γι’ αυτό και άνθισε το παραδεδομένο από τους Πατέρες δόγμα του θείου σπόρου σου, όσιε». Αν η γη που ποτίστηκε από τα αίματα ηρώων, προκειμένου να διαφυλάξουν την πατρίδα τους, απαιτεί την ελευθερία της και δεν ησυχάζει μέχρι να εκπληρωθεί τούτο – που σημαίνει ότι είναι θέμα χρόνου τέτοια ματωμένα χώματα να βρουν τη λευτεριά τους («την οργή των νεκρών να φοβάστε» λέει ο ποιητής) – πόσο περισσότερο τούτο ισχύει για την ίδια την Εκκλησία μας, το ζωντανό σώμα του Χριστού, που κυριολεκτικά ζει και τρέφεται από το αίμα του αρχηγού της, όπως είπαμε,  και των πιστών της; «Πύλαι γαρ Άδου ου κατισχύσουσιν Αυτής»!

Εκείνο όμως που συντριπτικά προβάλλει η υμνολογία του οσίου σήμερα είναι όντως οι θεόπνευστες διδασκαλίες του οσίου. Αντιμετώπισε την αίρεση των μονοθελητών, των αρνουμένων δηλαδή τη διπλή θέληση του Κυρίου, ως Θεού και ανθρώπου, άρα των προεκτεινόντων τη χριστολογική αίρεση των μονοφυσιτών. Στην πραγματικότητα ο αρνούμενος ότι ο Κύριος έχει θεία και ανθρώπινη θέληση, όπως θεία και ανθρώπινη ενέργεια, αρνείται την πραγματικότητα της ενανθρώπησής Του. Και ποιος είναι ο αρνούμενος την εν σαρκί φανέρωση του Θεού, ει μη «ο μη έχων τον Πατέρα ουδέ τον Υιόν;» Γι’ αυτό και ο άγιος Δαμασκηνός επανειλημμένως και με πλήρη γνώση αναφέρεται σ’ αυτήν τη διδασκαλία του: «Είπες ότι είναι μία η φύση της αγίας Τριάδος, μία η θέλησή Της, μία η ενέργειά Της. Αλλά κήρυξες τις δύο φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη δηλαδή, του σαρκωθέντος Θεού, του Χριστού, τις δύο θελήσεις και ενέργειές Του». «Κατέχοντας, Πάτερ, τους θεϊκούς λόγους σου σαν στήλη ορθοδοξίας, σεβόμαστε τον Έναν της Τριάδος, τον Χριστό, με δύο τις ουσίες και τις θελήσεις».

Και γιατί τόσο αγώνας, αιματηρός μάλιστα, για κάποιους φθόγγους; Γιατί το δύο αντί το μία; Διότι, όπως είπαμε, και μία λέξη ή ένας φθόγγος μπορεί να σημάνει πλήρη αλλοίωση της αλήθειας περί Θεού και Χριστού. Ο αγώνας της Εκκλησίας δεν έγκειται στις λέξεις αλλά στα πράγματα, στην αλήθεια. Και η αλήθεια δηλώνεται με λέξεις. Δεν είμαστε οπαδοί λέξεων οι χριστιανοί επομένως, αλλά «ερασταί της αληθείας», δηλαδή «ερασταί του Χριστού». Αυτόν θέλουμε, Αυτόν επιζητούμε, συνεπώς μία αλλοιωμένη διά λέξεων εικόνα Του, μας κάνει να χάνουμε την κοινωνία μαζί Του, που είναι και το διαρκώς ζητούμενο. Με άλλα λόγια δεν μπορούμε με αλλοιωμένη πίστη να δοξάζουμε ορθά τον Χριστό και Θεό μας. Αυτό έχει υπόψη του και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Μας καλεί στο κοντάκιό του ιδιαιτέρως «να εγκωμιάσουμε -  φωνάζοντας: χαίρε κήρυκα της πίστεως - τον εραστή της αγίας Τριάδος και Μέγα Μάξιμο, γιατί αυτός μας δίδαξε με τρανό τρόπο  την ένθεη πίστη, προκειμένου να δοξάζουμε τον Χριστό με δύο φύσεις και δύο ενέργειες και θελήσεις», δηλαδή δεν θα είχαμε ορθή δοξολογία του Χριστού, αν δεν είχαμε αυτήν τη συγκεκριμένη πίστη. Θα επρόκειτο για κάποιο είδωλο του νου μας, με το όνομα απλώς του Χριστού – ό,τι προσφέρουν τελικώς οι αιρετικοί. «Τον της Τριάδος εραστήν και Μέγαν Μάξιμον, τον εκδιδάξαντα τρανώς πίστιν την ένθεον, του δοξάζειν τον Χριστόν, φύσεσιν εν δύω, ενεργείαις τε διτταίς ως και θελήσεσιν, επαξίως οι πιστοί ανευφημήσωμεν, ανακράζοντες: Χαίρε κήρυξ της πίστεως».

Και ως εκ περισσού ας σημειώσουμε και το αυτονόητο, που επισημαίνει όμως και πάλι ο άγιος υμνογράφος: ο όσιος Μάξιμος δεν δίδαξε «το πατροπαράδοτον θείον δόγμα» στηριγμένος στις νοητικές του δυνάμεις ή σε περισπούδαστες ίσως μελέτες του. Χωρίς να αποκλείονται και αυτές, εκείνο που αποτέλεσε πρωτίστως στήριγμα και δύναμή του ήταν η καθαρή από τα πάθη καρδιά του. Πάλεψε να κρατήσει μακριά από την ψυχή του ό,τι εμπαθές την βρώμιζε, οπότε σαν καθαρό κάτοπτρο η ψυχή του αντιφέγγισε τις ακτίνες της Θεότητας, τις οποίες και εξέφρασε ως φως, όταν δημιουργήθηκε η κρίση στην Εκκλησία από τους δαιμονοκίνητους αιρετικούς.  Μόνον όποιος έχει καθαρή την καρδιά, μπορεί και να δει τον Θεό σωστά, κατά τον λόγο του Κυρίου («μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται»), αυτό συνέβη και με τον όσιο Μάξιμο. «Αποξενώθηκες από κάθε θανατηφόρα ηδονή, μακάριε, και έκανες ολόκληρο τον εαυτό σου καθαρό θεϊκό καθρέπτη».

20 Ιανουαρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ (19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)

«Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος γεννήθηκε το 301 σε κάποιο χωριό της Άνω Αιγύπτου και έζησε στα χρόνια του Θεοδοσίου του Μεγάλου (379 - 395). Σε ηλικία 30 χρόνων αποσύρθηκε στην έρημο της Νιτρίας και στη Συρία, όπου παρέμεινε για εξήντα ολόκληρα χρόνια και απέκτησε μεγάλη φήμη για τον ασκητικό του βίο και τις άλλες θαυμαστές αρετές του. Επειδή, παρά το νεαρό της ηλικίας του, προέκοπτε στις αρετές ονομάσθηκε «παιδαριογέρων». Στην έρημο γνώρισε τον Μέγα Αντώνιο του οποίου έγινε μαθητής. Σε ηλικία 40 ετών χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και λόγω της ενάρετης ζωής του αξιώθηκε από τον Θεό να λάβει το χάρισμα της θεραπείας των ασθενών και της προφητείας. Λέγεται ότι συνεχώς επικοινωνούσε με τον Θεό «και ζούσε με τον Θεό τον περισσότερο χρόνο του παρά με τα γήινα πράγματα».

Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος υπήρξε γέννημα θρέμμα της ερήμου. Για να είναι, λοιπόν, απερίσπαστος και να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με τον Θεό, έσκαψε ο ίδιος και άνοιξε μια υπόγεια στοά, που άρχιζε από το κελί του και είχε μήκος εκατό περίπου μέτρα. Στην άκρη της στοάς διεύρυνε τον χώρο και διαμόρφωσε ένα σπήλαιο. Έτσι είχε την δυνατότητα όταν προσέρχονταν σε αυτόν πολλοί άνθρωποι και τον ενοχλούσαν, να κατεβαίνει στη στοά, χωρίς να τον παίρνουν είδηση και μέσω αυτής να πηγαίνει στο σπήλαιο και να κρύβεται, ώστε να μην μπορεί να τον βρει κανένας.

Κάποτε πήγε και συνάντησε τον Άγιο Μακάριο ένας αιρετικός, που είχε μέσα του δαιμόνιο και ισχυριζόταν ότι δεν είναι δυνατό να γίνει ανάσταση νεκρών. Ο Άγιος τότε, προκειμένου να τον πείσει, ανέστησε ένα νεκρό. Έλεγε δε ότι υπάρχουν δύο τάγματα δαιμόνων. Από αυτά, το ένα πολεμά τους ανθρώπους, παρασύροντάς τους σε πάθη τερατώδη και ακατονόμαστα, ενώ το άλλο, το οποίο ονομάζεται και «αρχικό», δημιουργεί στις ψυχές των ανθρώπων διάφορες κακοδοξίες και πλάνες. Αυτούς, μάλιστα, τους δαίμονες του δεύτερου τάγματος, τους ξεχωρίζει ο Σατανάς και τους αποστέλλει στους μάγους και στους αιρεσιάρχες.

Επίσης, κάποτε ένας μαθητής του Οσίου έκλεβε τα πράγματα φτωχών ανθρώπων και, παρά τις συμβουλές του, δεν διόρθωνε το πάθος του αυτό. Με το προορατικό του λοιπόν χάρισμα ο Όσιος, προείπε ότι θα ξεσπούσε η οργή του Κυρίου εναντίον του. Και πραγματικά, ο μαθητής του προσβλήθηκε από μια φοβερή αρρώστια, την ελεφαντίαση. Το δέρμα του σώματός του δηλαδή, ξεράθηκε και ζάρωσε.

Είναι προς πνευματική μας ωφέλεια να αναφέρουμε και ένα άλλο θαυμαστό γεγονός που συνέβη με τον όσιο Μακάριο: κάποτε εκεί που περπατούσε στην έρημο βρήκε ένα κρανίο. Ήταν κάποιου που είχε διατελέσει ιερέας των ειδώλων. Μόλις ο Μακάριος πλησίασε και τον ρώτησε, άκουσε να του λέει ότι με τις προσευχές του ένιωθαν κάποια μικρή ανακούφιση στον πόνο τους, οι βρισκόμενοι στην κόλαση, όταν τύχαινε ο Όσιος και προσευχόταν υπέρ αυτών.

Ο Όσιος Μακάριος σε προχωρημένη ηλικία εξορίσθηκε σε νησίδα του Νείλου από τον Αρειανό Επίσκοπο Αλεξανδρείας Λούκιο και κοιμήθηκε με ειρήνη σε ηλικία 90 ετών το έτος 391» (Από το ιστολόγιο «Ορθόδοξος συναξαριστής»).

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του οσίου Μακαρίου του μεγάλου, του Αιγυπτίου – διότι σήμερα εορτάζει και ο άλλος επίσης μεγάλος Μακάριος ο Αλεξανδρεύς – δεν έχει πολλά να πει για τη γήινη πορεία του. Από μικρός, κατά το συναξάρι του, ήταν προσανατολισμένος προς την αγάπη του Κυρίου Ιησού Χριστού προσβλέποντας αδιάκοπα προς την «πηγή» όλων των ασκητών και όχι μόνο, τον Μέγα εν αγίοις Αντώνιο, μολονότι η σχέση τους μάλλον ήταν περιστασιακή. Βρίσκεται λοιπόν ο άγιος υμνογράφος μέσα σ’ ένα θάμβος ενώπιον της σπουδαίας και αγίας προσωπικότητας του Μακαρίου, θάμβος που φανερώνεται από την επιλογή την οποία κάνει προκειμένου να εξυμνήσει το πνευματικό ύψος του και την οσιακή βιοτή του. Και ποια η επιλογή; Δανείζεται τα λόγια του μεγίστου των αποστόλων Παύλου που λέει για τον ίδιο και την πνευματική του πορεία, ακριβώς για να περιγράψει με αυτά και τον όσιο Μακάριο.

Εντελώς ενδεικτικά: «Τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα, λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος», σημειώνει ο απόστολος -  «Ολοκλήρωσες, Πάτερ, τον δρόμο της άσκησης χωρίς παρεκκλίσεις και τήρησες την πίστη. Γι’  αυτό και έλαβες το στεφάνι της δικαιοσύνης που σου ετοίμασε ο Χριστός» (στιχ. εσπ.), λέει ο υμνογράφος για τον Μακάριο. «Νεκρώσωμεν το φρόνημα το της σαρκός», σημειώνει ο απόστολος – «νέκρωσες το αμαρτωλό φρόνημα της σάρκας με τα ασκητικά σου παλαίσματα και σε κυβερνούσε το θείο Πνεύμα και η θεία δύναμη» (ωδή α΄), λέει ο υμνογράφος. «Τα άνω φρονείτε, τα άνω ζητείτε, μη τα επί της γης», προτρέπει ο απόστολος – «Έχοντας το φρόνημά σου άνω προς τον Θεό, θεοφόρε, εγκατέλειψες τα επί της γης» (ωδή γ΄), διαπιστώνει ο υμνογράφος.

Λοιπόν, κατά τον άγιο υμνογράφο, η κατά Χριστόν πολιτεία του οσίου Μακαρίου ήταν παρόμοια με των αποστόλων και μάλιστα με του αγίου Παύλου, γεγονός που εξηγεί και τη μεγάλη παρρησία του οσίου ενώπιον του Κυρίου, με την οποία πρεσβεύει ως μεσίτης και για εμάς τους αδύναμους εν τω κόσμω τούτω, που θα πει ότι η σωτηρία μας εν Χριστώ πραγματοποιείται με Εκείνον βεβαίως, αλλά και με τις πρεσβείες της Θεοτόκου και πάντων των αγίων - μία αλήθεια που δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε: η σχέση μας με τον Χριστό είναι μέσα στο ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία, εξαίρετα μέλη του Οποίου σώματος είναι η Παναγία πρώτα και έπειτα όλοι οι άγιοι. «Κι εμείς τον Μακάριο φέρνοντας ως μεσίτη, τον παρακαλούμε να προσεύχεται στον Χριστό για να σωθούν οι ψυχές μας» (δόξα εσπ.).

 Δύο ύμνοι μάλιστα του αγίου Θεοφάνους έρχονται και με δύναμη ποιητική αποκαλύπτουν τον θησαυρό του οσίου, τον κρυπτόν της καρδίας του άνθρωπο. Ο ένας είναι από τον εσπερινό: «Ποθώντας τη μακαριότητα του Θεού που είναι πέρα από τις ανθρώπινες νοητικές συλλήψεις, θεσπέσιε Μακάριε, θεώρησες ως τρυφή σου την εγκράτεια, τη φτώχεια ως πλούτο, την ακτημοσύνη ως αληθινή περιουσία και την ταπείνωση ως μεγάλη δόξα σου» - ο όσιος Μακάριος αταλάντευτα προσανατολισμένος προς τον Θεό φανέρωνε με τη ζωή του την πράγματι πνευματική χριστιανική πορεία του: η εγκράτεια, η φτώχεια, η ακτημοσύνη, η ταπείνωση ήταν οι προτεραιότητές του, προτεραιότητες όντως ανθρώπου που το πολίτευμά του βρισκόταν στους ουρανούς.

Κι ο δεύτερος ύμνος από τον όρθρο (ωδή δ΄): «Έδειξες κατά τη νεότητα τη σωφροσύνη σου, κατά το γήρας τη σύνεσή σου, σε όλη τη ζωή σου την υπομονή και τη μακροθυμία σου και την προς όλους τους ανθρώπους αγάπη σου» - είτε νέος είτε προχωρημένης ηλικίας ο όσιος τον Χριστό ζούσε και ανέπνεε σαν τον άγιο Αντώνιο, γι’ αυτό και όχι μόνο έλαμψε ως ήλιος από τα καλά έργα του αλλά και από τις σοφές και εμπνευσμένες από το Πνεύμα του Θεού ομιλίες του. Η λάμψη αυτή της ζωής και των διδαχών του εξαγγέλλεται από τον άγιο υμνογράφο αρκούντως: «Έλαμψαν τα καλά έργα σου ως ήλιος στη γη και τον ουρανό. Γιατί κήρυξες σε μας με ορθόδοξο τρόπο την αληθινή και αμώμητη πίστη του Χριστού, υπηρέτη του Χριστού Μακάριε» (δόξα αποστίχων όρθρου).

Οι ομιλίες, πενήντα τον αριθμό, του αγίου Μακαρίου πράγματι χαρακτηρίζονται ως πλήρεις αγίου Πνεύματος, που οδηγούν τον στερεωμένο στην πίστη χριστιανό στα μεγάλη ύψη της γνώσεως του Ιησού Χριστού, που σημαίνει στην ψαύση της Βασιλείας του Θεού μέσα στον ουρανό της ίδιας της καρδιάς του. Ένα μικρό απόσπασμα από την πρώτη ομιλία του μάς δίνει μικρή γεύση της εμπνευσμένης διάνοιάς του: «Η ψυχή που αξιώθηκε να ενωθεί πνευματικά με το φως του Χριστού και φωτίστηκε από την ηθική ωραιότητα της απερίγραπτης δόξας Του, αφού την ετοίμασε για τον εαυτό του για θρόνο και κατοικία, γίνεται ολόκληρη φως και ολόκληρη πρόσωπο και ολόκληρη μάτι∙ και δεν υπάρχει κανένα μέρος αυτής της ψυχής που να μην είναι γεμάτο από τα πνευματικά μάτια του φωτός, δηλαδή κανένα μέρος της δεν είναι σκοτεινό, αλλ’  ολόκληρη αφού έγινε φως και πνεύμα και όλη αφού γέμισε μάτια, δεν υπάρχει μέρος σ’ αυτή που να χαρακτηρίζεται κάτω ή πίσω, αλλά από παντού είναι πρόσωπο, διότι έχει έρθει και έχει καθήσει πάνω σ’ αυτήν η απερίγραπτη ηθική ωραιότητα της δόξας του φωτός του Χριστού».

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΘΥΜΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ

«Ο όσιος Πατέρας μας και μέγας Ευθύμιος ζούσε επί της βασιλείας του Γρατιανού, στη Μελιτηνή τη Μητρόπολη της Αρμενίας και γεννήθηκε από κάποιους ευγενείς ανθρώπους, τον Παύλο και τη Διονυσία, όπως και ο μέγας Ιωάννης Πρόδρομος, δηλαδή από στείρα και άκαρπη γαστέρα. Γι’ αυτό και πήρε την ονομασία του «Ευθύμιος» κατά την υπόσχεση του Θεού, όταν ακούστηκε φωνή από τον Ουρανό, που έλεγε να ευθυμούν οι γονείς του, οι οποίοι παρακαλούσαν να δώσει ο Θεός να κάνουν παιδί. Αυτός, μετά τον θάνατο του πατέρα του, οδηγείται από τη μητέρα του στον Ευτρώιο, τον μεγάλο επίσκοπο της Μελιτηνής, και συγκαταλέγεται από αυτόν στην τάξη των κληρικών. Επειδή έδειξε μεγάλη πρόοδο στα ιερά γράμματα και ξεπέρασε όλους τους ομοίους του κατά την άσκηση και τις επιδόσεις στην αρετή, αναγκάζεται να λάβει τη χειροτονία του πρεσβυτέρου και να δεχτεί τη φροντίδα των ιερών ασκητηρίων και μοναστηρίων.

Κατά το εικοστό ένατο έτος της ηλικίας του, φτάνει στα Ιεροσόλυμα και πηγαίνει να ζήσει μαζί με τον όσιο Θεόκτιστο σε κάποιο από τα σπήλαια ενός όρους, όπου απάλλαξε πολλούς από βαριές αρρώστιες. Λέγεται μάλιστα ότι και αυτός, εν ονόματι του Κυρίου, από πολύ λίγους και μικρούς άρτους, έθρεψε τετρακόσιους ανθρώπους, οι οποίοι βρέθηκαν καθ’ οδόν προς τη μονή για να τον συναντήσουν. Όχι μόνο δε ο ίδιος γεννήθηκε με τη δύναμη του Θεού κι έλυσε τη στείρωση της μητέρας του, αλλά και άλλες άτεκνες γυναίκες, με την προσευχή του τις έκανε εύτεκνες και γόνιμες. Και όπως ο μέγας προφήτης Ηλίας, και αυτός άνοιξε τις θύρες του ουρανού και θεράπευσε τη γη, που νοσούσε από την ακαρπία. Φανέρωσε δε την εσωτερική λαμπρότητα του οσίου και ο στύλος του πυρός, τον οποίο αυτοί που παρευρίσκονταν είδαν ότι κατήλθε από τον ουρανό, όταν αυτός ιερουργούσε την αναίμακτη θυσία, και βρισκόταν μαζί με τον όσιο, μέχρι ότου τελείωσε ο καιρός της θυσίας. Σημάδι μάλιστα  της τέλειας ασφαλώς καθαρότητας της καρδιάς του και της αγνότητάς του είναι το γεγονός ότι έβλεπε ο όσιος νοερά τις διαθέσεις εκείνων που προσέρχονταν να μετάσχουν στη θεία κοινωνία, ποιος δηλαδή από αυτούς προσέρχεται με καθαρή συνείδηση και ποιος με βρώμικη. Ο μακάριος αυτός όταν έγινε ενενήντα επτά ετών, εξεδήμησε προς τον Κύριο, επί της βασιλείας Λέοντος του Μεγάλου.

Ο όσιος Ευθύμιος ήταν ευπρεπής στην όψη, απλός στους τρόπους του, λευκός στο χρώμα, καλοστεκούμενος και σεμνός στο μέγεθος, με άσπρες τρίχες, με γενειάδα που έφτανε μέχρι τους μηρούς. Λέγεται ακόμη περί αυτού ότι όταν επρόκειτο κάποιος μοναχός να φύγει από τη ζωή, ο οποίος νομιζόταν από τους πολλούς σώφρων και εγκρατής, αλλά δεν ήταν, αντιθέτως μάλιστα: ήταν ακόλαστος, ο μακάριος Ευθύμιος έβλεπε άγγελο να αποσπά την ψυχή του με τρίαινα, κι ότι άκουσε φωνή, η οποία φανέρωνε τις κρυφές ντροπές του μοναχού.  Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».

Το πρώτο που προβάλλει η υμνογραφία του οσίου Ευθυμίου του μεγάλου – συντεθειμένη από δύο μεγίστους υμνογράφους: τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον όσιο Θεοφάνη – είναι  ο παραλληλισμός του με τους προφήτες Ιερεμία, Σαμουήλ και άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Και τούτο διότι και αυτοί, όπως και ο όσιος, υπήρξαν καρποί προσευχής και ηγιασμένοι εκ κοιλίας μητρός τους. Κι αυτό σημαίνει ότι ο Θεός θέλησε να φανερωθεί με τον τρόπο αυτό η ιδιαίτερη χάρη που είχαν όλοι τους και η σωτήρια για πολλούς ανθρώπους παρουσία τους, με την καθοδήγηση που παρείχαν προς εύρεση του Θεού. Όπως σημειώνει κι ένας ύμνος του οσίου:  «καρπός στειρώσεως ο ίδιος, φάνηκες πολύγονος, διότι από το πνευματικό σου σπέρμα γέμισε από μοναχούς  η πριν αδιάβατη έρημος». «Από τη μήτρα της μητέρας σου σε καθαγίασε ο Θεός, πάτερ όσιε, όπως παλιά τον Ιερεμία και τον Σαμουήλ, θεοφόρε». «Όπως παλιά για τον Πρόδρομο που γεννήθηκε από στείρα γυναίκα, έτσι και θείος άγγελος ανάγγειλε και τη δική σου γέννα, από στείρα μήτρα».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας ιδιαιτέρως επικεντρώνουν την προσοχή τους στον μέγιστο Ιωάννη Πρόδρομο, του οποίου τον βίο προσπάθησε να μιμηθεί ο όσιος Ευθύμιος. Και η μίμηση από αυτόν του Προδρόμου έγκειτο αφενός στον αγιασμένο τρόπο ζωής του, τόσο που τον χαρακτηρίζουν «εκμαγείον», αποτύπωμα  αυτού («έγινες αποτύπωμα και εικόνα του Προδρόμου, Ευθύμιε, ευρισκόμενος στα όρη βαπτιστής, ακτήμονας, χωρίς σπίτι, λάμποντας σε όλα τα χαρίσματα»), αφετέρου στο ότι και ο ίδιος υπήρξε άλλου είδους Βαπτιστής, αναγεννώντας τους ανθρώπους με την ορθόδοξη διδασκαλία του στο πνευματικό βάπτισμα της Εκκλησίας, το βάπτισμα της υιοθεσίας («ανέπλασας αυτούς, τους ανθρώπους, με το βάπτισμα της υιοθεσίας. Διότι αφού μιμήθηκες τον βίο του Προδρόμου, αναδείχτηκες Βαπτιστής, Ευθύμιε»).

Αν θέλει κανείς με μία φράση να χαρακτηρίσει τη ζωή του αγίου Ευθυμίου, θα έλεγε αυτό που ο άγιος υμνογράφος επισημαίνει: «Πάτερ Ευθύμιε, ο σος βίος ανυπέρβλητος, η πίστις όντως ορθόδοξος» - η ζωή σου αξεπέραστη, η πίστη σου αληθινά ορθόδοξη. Ορθόδοξη πίστη, αγιασμένη στο έπακρο ζωή, ορθοδοξία και ορθοπραξία: να ο κανόνας ζωής για κάθε πιστό, για κάθε, καλύτερα, άνθρωπο που αποφάσισε να λατρεύει τον Θεό κατά τρόπο τέλειο. «Ο ισάγγελος βίος σου έγινε κανόνας αρετής και ακριβέστατος χαρακτήρας για εκείνους που διάλεξαν να λατρεύουν τον Θεό με τελειότητα». Δεν είναι τυχαίο, γι’ αυτό, που ο υμνογράφος μας άγιος Θεοφάνης τον παραλληλίζει μεταξύ άλλων και με τον προφήτη Μωυσή: όπως εκείνος με τη ράβδο την εκ Θεού έσχισε την ερυθρά θάλασσα προκειμένου να διέλθουν οι Ισραηλίτες προς τη γη της επαγγελίας, το ίδιο και ο όσιος: έγινε μιμητής της αρετής εκείνου και προκάλεσε ρήγμα στη θάλασσα των παθών, οπότε και διάβηκε χωρίς εμπόδια στη γη της επαγγελίας, τη βασιλεία του Θεού.

Οι υμνογράφοι μάς βοηθούν περαιτέρω: ποιες οι αρετές που άσκησε ο όσιος Ευθύμιος και υπερέβη τα πάθη και κέρδισε με τη χάρη του Θεού τη βασιλεία Του; Πρώτα από όλα πόθησε τη βασιλεία του Θεού, ντύθηκε έπειτα την ταπείνωση, ακολούθησε την εγκράτεια, επιδίωξε τη δικαιοσύνη. Συνεπώς μπόρεσε να απεμπλακεί από τη γοητεία της παρούσας ζωής, διότι μετέθεσε το κέντρο βάρους της ζωής του στα μένοντα και αιώνια, λόγω αγάπης προς τον Κύριο. Άλλος δρόμος για κάθε άνθρωπο από αυτόν δεν υπάρχει. Όσο θεωρούμε ότι η όντως ζωή βρίσκεται στον παρόντα κόσμο, τόσο δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσουμε αληθινά την πηγή της Ζωής, τον Κύριο και τη χάρη Του. «Καταφρόνησες, Πάτερ Ευθύμιε, τα γήινα πράγματα, διότι πόθησες βαθιά την ουράνια βασιλεία: Θεώρησες βδέλυγμα τα πλούτη, με το ντυθείς την ταπείνωση,  μίσησες τις ηδονές του βίου και έκανες δικιά σου την εγκράτεια, έδιωξες την αδικία και επιδίωξες τη δικαιοσύνη».

19 Ιανουαρίου 2022

Ο ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΟΣ ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΟΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ ΑΧΙΛΛΑΣ

 «Ὅπλοις Ἀχιλλεὺς τὰς κάτω πορθεῖ πόλεις,

Πόνοις Ἀχιλλᾶς τὴν ἄνω πλουτεῖ πόλιν» 

(Ο (ομηρικός ήρωας) Αχιλλέας με τα όπλα του κυριεύει τις γήινες πόλεις, ο Αχιλλάς με τους ασκητικούς του κόπους αποκτά τη Βασιλεία του Θεού).

Α. Ο όσιος Αχιλλάς που εορτάζει τη 17η Ιανουαρίου υπήρξε αναχωρητής της αιγυπτιακής ερήμου (5ος αι.) και αναπαύθηκε εν Κυρίω ειρηνικά. Άφησε μνήμη σπουδαίου και οσίου ασκητή.

Γράφει γι' αυτόν ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης: «Περί του Οσίου τούτου Aχιλλά γράφει ο Ευεργετινός (σελ. 393), ότι επήγε μίαν φοράν εις τον Aββάν Ησαΐαν, και ευρήκεν αυτόν οπού έτρωγεν, έχων εις το αγγείον άλας μόνον και νερόν. O δε Hσαΐας ιδών τον Aχιλλάν, έκρυψε το αγγείον οπίσω από το ζιμπίλι οπού έπλεκε, διά να μη σκανδαλίση αυτόν. O δε Aχιλλάς βλέπων αυτόν τρώγοντα, και μη έχοντα έμπροσθέν του κανένα φαγητόν, ερώτησεν αυτόν τι έτρωγεν. O δε Hσαΐας απεκρίθη. Συγχώρησόν μοι Aββά, ότι έκοπτον θαλλία φοινίκων εις το καύμα. Όθεν έβαλον εις το στόμα μου ψωμί ξηρόν, και δεν εκατέβαινε. Με το να εξηράνθη από το καύμα ο φάρυγγάς μου, διά τούτο αναγκάσθην να βάλω νερόν και άλας, ίνα βρέξω εις αυτά το ψωμί μου, και δυνηθώ να το φάγω. Τότε λέγει ο Aββάς Αχιλλάς. Eλάτε να ιδήτε ω Πατέρες της Σκήτεως, τον Hσαΐαν, οπού τρώγει ψωμί, ευρισκόμενος εις Σκήτιν. Eίτα λέγει προς αυτόν. Eάν θέλης να τρώγης ψωμί, πήγαινε εις την Aίγυπτον. Ιδού ποίαν εγκράτειαν είχον τότε εις τας Σκήτας.

Εις τούτον τον Aββάν Aχιλλάν επήγε μίαν φοράν ένας γέρων, και βλέπει αυτόν, οπού έρριψεν από το στόμα του αίμα. Και ερώτησεν αυτόν. Τι είναι τούτο; O δε απεκρίθη. Αυτό το αίμα είναι λόγος σκληρός ενός αδελφού, οπού με ελύπησε. Και εγώ αγωνίσθηκα να μη φανερώσω εις κανένα τον λόγον αυτόν, παρακαλέσας τον Θεόν να σηκωθή η ενθύμησίς του από λόγου μου. Όθεν ο λόγος εκείνος έγινεν αίμα εις το στόμα μου. Και τώρα πτύσας αυτόν, ανεπαύθηκα, αλησμονήσας την λύπην (αυτόθι, σελ. 169)».

Β. Στα Αποφθέγματα των Γερόντων, το γνωστό Γεροντικό με τις ασκητικές ιστορίες και τα γεμάτα χάρη Θεού λόγια οσίων ασκητών,  καταγράφονται πέντε περιστατικά από τον αββά Αχιλλά, δύο από τα οποία αναφέρει και ο άγιος Νικόδημος παραπάνω. Θαυμάζει κανείς διαβάζοντάς τα τη μεγάλη εγκράτεια του οσίου Γέροντα, την εργατικότητά του, την άκρα ανεξικακία του, αλλά επίσης και τη σπουδαία διακριτικότητά του, η οποία υπερακοντίζει ακόμη και σύγχρονες παιδαγωγικές αρχές και αξίες. Αφήνοντας κατά μέρος τον «αιματηρό» κυριολεκτικά αγώνα του να μην κρατήσει ίχνος κακίας μέσα στην καρδιά του από αδικία που υπέστη από συνασκητή του – δείγμα της μεγάλης χάρης του Θεού που τον διακατείχε -, αναφέρουμε το περιστατικό του Γεροντικού που αναδεικνύει όπως είπαμε τη διάκριση αλλά και την παιδαγωγική στάση του αγίου Αχιλλά.

«Πήγαν κάποτε τρεις γέροντες στον αββά Αχιλλά. Και ο ένας απ’ αυτούς είχε φήμη κακή. Λέγει ένας από τους γέροντες: «Αββά, φτιάξε μου ένα δίχτυ». Και εκείνος του απαντά: «Δεν σου φτιάχνω». Και ο άλλος είπε: «Δος μας ένα δείγμα αγάπης, για να σε μνημονεύουμε στη Μονή». Και αποκρίνεται: «Δεν ευκαιρώ». Του λέγει και ο άλλος, οπού είχε την κακή φημη: «Σ’ εμένα φτιάξε ένα δίχτυ, για να έχω κάτι από τα χέρια σου, Αββά». Και του αποκρίνεται ευθύς και του λέγει: «Εγώ θα σου φτιάξω». Και του λέγουν, ιδιαίτερα, οι δυο γέροντες: «Πώς εμείς σε παρακαλέσαμε και δεν θέλησες να μας κάμης το χατήρι και σ’ εκείνον προθυμοποιήθηκες;». Τους λέγει ο γέρων: «Σας αρνήθηκα και δεν λυπηθήκατε, οπού δεν ευκαιρούσα. Σ’ αυτόν όμως αν είχα αρνηθή, θα έλεγε ότι έχοντας ακουστά την αμαρτία μου ο γέρων δεν θέλησε να μου κάμη το χατήρι. Και έτσι, ευθύς κόβουμε το σχοινί. Τον καλοκάρδισα λοιπόν για να μη πέση σε απόγνωση».

Πράγματι, υποκλίνεται κανείς μπροστά στη διάκριση του σπουδαίου αββά: στους μεν αρνείται τη χάρη να εκπληρώσει το αίτημά τους, στον δε ανταποκρίνεται αμέσως. Γιατί; Διότι όπως ο ίδιος εξηγεί, οι δύο πρώτοι ήταν αδελφοί μοναχοί που αγωνίζονταν με πιστότητα στον δρόμο της ασκητικής ζωής, που θα πει στον δρόμο της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Γι’ αυτό και δεν θα λυπούνταν από την άρνηση και την απόρριψη του αιτήματός τους – θα κατανοούσαν ότι η άρνηση του οσίου οφείλετο στο μη εύκαιρο αυτού. Αυτό δεν σημειώνει και ο απόστολος Πέτρος όταν λέει ότι «κατανοώμεν αλλήλους εις παροξυσμόν αγάπης;» Αγαπάμε αληθινά και βαθιά, οπότε ο ένας κατανοεί τον άλλο χωρίς παρεξηγήσεις: η αληθινή αγάπη μεταξύ των αδελφών χαρακτηρίζεται από την ελευθερία της σχέσης τους. Μπορεί να λες «όχι» σε κάποιον, γιατί πράγματι δεν μπορείς να ικανοποιήσεις ένα αίτημά του, και αυτός επειδή λειτουργεί η χάρη της αγάπης του Χριστού συνεχίζει να σε αγαπά χωρίς κανέναν ενδοιασμό – «δεν κόβεται το σχοινί» της ενότητας!

Στον άλλον όμως που «είχε φήμη κακή» δεν αρνείται το «χατήρι». Μολονότι ο αντικειμενικός λόγος υφίσταται: πράγματι δεν ήταν εύκαιρος ο όσιος, παρακάμπτει για χάρη του τη δική του δυσκολία. Διότι τον ενδιαφέρει μη πληγωθεί η συνείδηση του «κακόφημου» μοναχού – η άρνησή του κατά τη διάκριση του αββά Αχιλλά θα εκλαμβανόταν ως αποστροφή του προς τον καλόγερο με την αμαρτωλή ζωή. Κι εδώ έχουμε μία σπουδαία ψυχολογικής και πνευματικής τάξεως στάση του οσίου: γνωρίζει ο Αχιλλάς ότι ο άνθρωπος που έχει ένοχη τη συνείδησή του σαν τον «κακόφημο» μοναχό είναι τραυματισμένος ψυχικά. Διότι η αμαρτία αυτό προκαλεί στον κάθε άνθρωπο: τον τραυματίζει και τον πληγώνει, διαστρέφοντας την εικόνα του Θεού μέσα του. Σε τέτοιον πληγωμένο λοιπόν άνθρωπο χρειάζεται εξαιρετική διακριτική κίνηση – η κάθε αποτομία είτε ως λόγος είτε ως συμπεριφορά επαυξάνει τον πόνο, σαν να ρίχνει κανείς λάδι στη φωτιά. 

Λοιπόν ο όσιος με επίγνωση της εσωτερικής καταστάσεως του τρίτου μοναχού, ο οποίος σημειωτέον φαίνεται ότι δεν ήταν πωρωμένος και σκληρυμένος ψυχικά, κινείται με τον μόνο δρόμο που μπορεί να είναι σωτήριος για τον πληγωμένο: τον δρόμο της αγάπης και της συγκατάβασης. Δεν θυμίζει η στάση του τον ίδιο τον Κύριο που ως ο Καλός Σαμαρείτης της ομώνυμης παραβολής Του έριξε «έλαιον και οίνον» για να θεραπεύσει τις πληγές του ημιθανή ανθρώπου από τα κτυπήματα των ληστών; Οπότε με κριτήριο τη διακριτική αγάπη ο αββάς «δεν κόβει το σχοινί» της προσωπικής σχέσεως με τον ταλαίπωρο μοναχό. Τον εντάσσει μέσα στον δικό του εαυτό, δείχνει να συγκαταβαίνει στην αδυναμία του, τον παρηγορεί, του γλυκαίνει την καρδιά, τον «καλοκαρδίζει». Μία διαφορετική στάση, άτεγκτη και αυστηρή, ενός φαρισαϊκού ηθικισμού, θα οδηγούσε τον ένοχο καλόγερο «στην απόγνωση», που θα πει θα τον οδηγούσε στην αγκαλιά του πονηρού διαβόλου. Ο όσιος Αχιλλάς όμως ξέρει: «το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν άγει» - η συνετή και διακριτική καλοκαρδία προς τον συνάνθρωπο δρα με τον πιο αποφασιστικό τρόπο για τη μετάνοιά του. Γι’ αυτό και μπορούμε να υποψιαστούμε τη συνέχεια του περιστατικού: ο κακόφημος μοναχός μετανόησε και άλλαξε τρόπο ζωής!

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΦΕΣΟΥ

«Ο μέγας διδάσκαλος και ανίκητος υπερασπιστής της ορθόδοξης Ανατολικής Εκκλησίας Μάρκος υπήρξε γέννημα και θρέμμα της βασιλίδος των Πόλεων. Ανατράφηκε από ευσεβέστατους γονείς και εκπαιδεύτηκε και  στη θύραθεν και στην εκκλησιαστική παιδεία, τόσο που ήταν γνωστός για τις επιδόσεις του και στις δύο. Αφού διήλθε τους βαθμούς κατά την τάξη της ιερωσύνης, προβιβάζεται στο τέλος στο αξίωμα της αρχιερωσύνης, και οδηγείται στην υψηλή θέση της μητροπόλεως των Εφεσίων. Με την επίμονη προτροπή του αυτοκράτορα Ιωάννη του Παλαιολόγου απεστάλη στη σύνοδο των λατίνων στη Φλωρεντία, προς ένωση δήθεν των χωρισμένων από πολλά χρόνια Εκκλησιών και εκεί κατέπληξε με τη θεοσοφία των λόγων του τους εκπροσώπους της Δυτικής Εκκλησίας, διότι αυτός μόνος δεν υπέγραψε στον βλάσφημο όρο της ψευτοσυνόδου εκείνης. Γι’ αυτόν τον λόγο η αγία του Χριστού Εκκλησία πάντοτε τίμησε τον μεγάλο αυτόν άνδρα ως ευεργέτη και διδάσκαλο και μοναδικό υπέρμαχο και αήττητο μαχητή της αποστολικής ομολογίας».

Συνοδική απόφαση του έτους 1743 υπό τον Πατριάρχη Σεραφείμ ορίζει: «Η καθ’ ημάς αγία του Χριστού Ανατολική Εκκλησία τον ιερόν τούτον Μάρκον Εφέσου τον Ευγενικόν και οίδε (γνωρίζει)  και τιμά και αποδέχεται άγιον άνδρα και θεοφόρον και όσιον και ζηλωτήν της ευσεβείας διάπυρον, και των καθ’ ημάς ιερών δογμάτων και του ορθού λόγου της ευσεβείας πρόμαχον και προασπιστήν γενναιότατον, και των προηγησαμένων εν τοις αρχαίοις χρόνοις ιερών θεολόγων και κοσμητόρων της Εκκλησίας μιμητήν και εφάμιλλον». Ο βιογράφος του ρήτορας Μανουήλ σημειώνει: «Μόνος αυτός ίσως έργοις και λόγοις στύλος ανεδείχθη ορθοδοξίας»! Ποια στοιχεία από τη ζωή του αγίου Μάρκου επιβεβαιώνουν τους εξαιρετικούς αυτούς χαρακτηρισμούς;

Πρώτον∙  ο άγιος Μάρκος έδειξε με τη ζωή του ότι η Ορθοδοξία γι’ αυτόν δεν είναι μία ιδεολογία, αλλά συνιστά πρωτίστως ορθοπραξία: το κατά Χριστόν ζην ήταν το διαρκές μέλημά του. Ο ίδιος, παρόλο το λαμπρό στάδιο που ανοιγόταν μπροστά του για μία ιδιαιτέρως επιτυχημένη από πλευράς κοσμικής καριέρα, λόγω και της μεγάλης θέσεως που είχε στην αυτοκρατορία ο πατέρας του και λόγω και των δικών του σπουδών και προσόντων, προτίμησε «τον μοναχικόν και ησύχιον βίον» και έγινε μοναχός στη μονή του αγίου Γεωργίου Μαγγάνων, οπότε και μετονομάστηκε από Μανουήλ σε Μάρκο. Δεύτερον∙ δεν αρεσκόταν καθόλου στις θέσεις και τις τιμές, κάτι που φάνηκε ιδιαιτέρως και από το γεγονός ότι καθ’ υπακοήν δέχτηκε να γίνει επίσκοπος Εφέσου, προκειμένου να λάβει μέρος στη σύνοδο της Φερράρας/Φλωρεντίας (1438-1439), και από την άρνησή του μετά την επιστροφή του από τη σύνοδο – όπου ο λαός του επιφύλαξε θριαμβευτική υποδοχή για την εμμονή του στην ορθόδοξη πίστη – να δεχτεί την προσφερομένη σε αυτόν από τον αυτοκράτορα θέση του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Τρίτον∙ δεν δίστασε, παρόλο ότι έμπαινε σε κίνδυνο η ζωή του, να μείνει σταθερός στην πίστη του: και στην ίδια τη σύνοδο της Φερράρας, όταν ο πάπας μετά την άρνηση του αγίου Μάρκου να υπογράψει το ενωτικό έγγραφο τον απείλησε ότι θα κηρυχτεί αιρετικός και άρα θα εξοριστεί, αλλά και όταν ο αυτοκράτορας τον κυνήγησε, λόγω της άρνησής του και πάλι να δεχτεί σε κοινωνία τον λατινόφρονα νεοεκλεγέντα πατριάρχη Μητροφάνη τον από Κυζίκου. Τελικώς, για την εμμονή του αυτή, συνελήφθη στη Λήμνο, καθώς προσπαθούσε να καταφύγει στο Άγιον Όρος, οπότε και έμεινε εκεί υπό περιορισμό για μία διετία.

Στον άγιο Μάρκο βλέπουμε να ενσαρκώνονται όλα τα κύρια γνωρίσματα της ορθοδοξίας. Η ορθοδοξία είναι μυστηριακή. Ακριβώς ο άγιος Μάρκος ανέπνεε με τα μυστήρια, και μάλιστα της Θείας Ευχαριστίας. Η ορθοδοξία είναι ασκητική. Όλη η ζωή του αγίου Μάρκου σ’ αυτό απέβλεπε: στη δι’ ασκήσεως των εντολών του Χριστού κάθαρση της ψυχής του προς φωτισμό του από τον Θεό. Μόνο ένας πιστός άλλωστε που έχει μία τέτοια προοπτική στη ζωή του, τη διακράτηση του φωτός του Θεού μέσα του με τον αγώνα τον ασκητικό κατά των ψεκτών παθών του, μπορεί να φτάνει σ’ αυτό το σημείο, δηλαδή της υπερβάσεως των απειλών για την ίδια τη ζωή του. Διότι έχει μεταθέσει το κέντρο της ζωής του πέρα από τη βιολογική του ύπαρξη, στον ίδιο τον Χριστό. Και βεβαίως φαίνεται πολύ καθαρά έτσι και πώς συμπλεκόταν στον άγιο Μάρκο η παραδοσιακότητα της ορθοδοξίας με την εσχατολογική της προοπτική. Ο άγιος ήταν βαθύτατα παραδοσιακός, με την πραγματική έννοια του όρου, γιατί είχε τη δύναμη στην καρδιά του της παρουσίας του αγίου Πνεύματος, που τον έκανε να ζει ως ο Χριστός εν τω κόσμω. Την οδό για τη ζωή αυτή είχαν υποδείξει οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ήξερε ο ιερός αυτός άνδρας ότι ο αυτοσχεδιασμός είναι εκτροπή σε επικίνδυνες ατραπούς. Μόνον ό,τι θεμελιώνεται στην πατερική παράδοση διατηρεί την αυθεντικότητα του ευαγγελικού ήθους. Γι’ αυτό και τον βλέπουμε να εμμένει και να επιμένει παραδοσιακά.

Την εμμονή του αυτή αισθάνονταν όλοι. Πρώτον οι ορθόδοξοι, οι οποίοι τον έστειλαν ως εκπρόσωπό τους – μη ξεχνάμε ότι ήταν ο έξαρχος της συνόδου, αφού εκπροσωπούσε το πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως, αλλά και της Αντιοχείας και των Ιεροσολύμων – έπειτα ακόμη και οι Ρωμαιοκαθολικοί. Δεν είναι τυχαίο ότι η δική του άρνηση υπογραφής του ενωτικού κειμένου – κάτι που συνιστά από πλευράς ορθόδοξης την κορυφαία στιγμή ίσως της συνόδου – βύθισε στην απελπισία τον πάπα Ευγένιο, ο οποίος προσδοκούσε με την ένωση αυτή να κυριαρχήσει εκκλησιαστικά και στην Ανατολική Εκκλησία. Έχει μείνει στην ιστορία μάλιστα η φράση που είπε, όταν έμαθε ότι ο μόνος που δεν υπέγραψε ήταν ο Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός: «εποιήσαμε λοιπόν ουδέν

Κι αυτή είναι η ουσία τελικά της ορθής παραδοσιακότητας ως εμμονής στην αλήθεια της παραδεδεγμένης πίστης: κρατά κανείς ανοικτή τη σχέση με τον ζωντανό και αληθινό Θεό, ενώ γκρεμίζει τα όνειρα όλων των επιδόξων που ζητούν με τις κάθε είδους παρεκτροπές τους να στήσουν το δικό τους βασίλειο πάνω στις ψυχές των ανθρώπων. Κρατώντας όμως ανοικτή τη σχέση με τον Θεό προσδοκά και την ώρα της συνάντησής του με Αυτόν. Κι αυτό έκανε και ο άγιος Μάρκος. Ζώντας τον Χριστό που παρέλαβε από την Εκκλησία αναγάλλιαζε με την προοπτική της πλήρους ενώσεώς του με Αυτόν την ώρα που Εκείνος θα τον καλούσε. Γι’ αυτό είπαμε  ότι και ο ίδιος ο θάνατος δεν τον τρόμαζε. Άνθρωπος που ζει τη ζωή του Χριστού έχει ήδη νικήσει τον θάνατο και – γιατί όχι; - τον περιμένει με λαχτάρα σαν τον απόστολο που διεκήρυσσε: «έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι».

Χρειάζεται όμως να διευκρινίσουμε και κάτι που πλανάται πολλές φορές στη σκέψη των ανθρώπων, όταν ακούνε για την επιμονή στην ορθόδοξη πίστη και την αντίδραση του αγίου Μάρκου για την ένωση των Εκκλησιών: «Μα δεν πρέπει να ενωθούμε; Η αγάπη δεν είναι το μείζον σε σχέση με τα δόγματα και τις αρχές πίστεως, που ίσως μας θέτουν εμπόδιο στην προσέγγιση των καρδιών;» Μολονότι η απάντηση είναι γνωστή, ας επιτραπεί να απαντήσουμε. Και καταρχάς είναι πλάνη και ιστορικό σφάλμα να ισχυρίζεται κανείς ότι ο άγιος Μάρκος ως ηγέτης των ανθετικών δεν ήθελε την ένωση των Εκκλησιών. Το αντίθετο μάλιστα. Διακαής πόθος του και διάπυρο αίτημά του προς τον Θεό ήταν η ενότητα των Χριστιανών και η προσέγγιση των Εκκλησιών. Γι’ αυτό άλλωστε και πήγε στη σύνοδο της Φερράρας. Είναι μάλιστα συγκλονιστική η επιστολή του προς τον πάπα κατά την έναρξη της συνόδου: «Μέχρι πότε όλοι εμείς που έχουμε τον ίδιο Χριστό και την ίδια πίστη, θα χτυπιόμαστε και θα κομματιαζόμαστε μεταξύ μας; Μέχρι πότε εμείς που προσκυνούμε την αγία Τριάδα θα δαγκώνουμε και θα τρώμε ο ένας τον άλλον μέχρι να αλληλοεξοντωθούμε και να μας εξαφανίσουν οι εξωτερικοί εχθροί μας; Ας μη συμβεί αυτό, Χριστέ βασιλιά μας, κι ας μη νικήσει τη δική Σου καλοσύνη το πλήθος των δικών μας αμαρτιών… Ένωσέ μας και μεταξύ μας και με Σένα τον Ίδιο…».

Έβλεπε όμως ο άγιος ότι οι πλάνες του Ρωμαιοκαθολικισμού  απομάκρυναν τους χριστιανούς από τον Χριστό και δημιουργούσαν συνθήκες έντασης και διαμάχης μεταξύ τους. Γι’ αυτό ήδη το πρώτο που θέτει στους παπικούς ο άγιος, κατά τους ιστορικούς, ήταν να αποβάλουν «το τραχύ και ανένδοτον», διότι «εστίν αναγκαιοτάτη η ειρήνη, ην κατέλιπεν ημίν ο δεσπότης ημών ο Χριστός και η αγάπη». Και αυτήν την αγάπη την παρέβλεψε η ρωμαϊκή εκκλησία και διελύθη και η ειρήνη. Γι’ αυτό και παρακαλεί: «αδύνατόν εστιν ανακαλέσασθαι την ειρήνην, εάν μη λυθή το του σχίσματος αίτιον»!

Ήθελε λοιπόν με πάθος την ένωση και την αγάπη ο άγιος Μάρκος, αλλά πάνω στο έδαφος της αληθείας, δηλαδή πάνω στην πίστη του Χριστού. Διότι μία αγάπη χωρίς την αλήθεια δεν είναι αληθινή. Είναι ένας απλός συναισθηματισμός που έχει πολύ σύντομη την ημερομηνία λήξεώς της. Κι αυτή είναι και η απάντηση και στην άλλη ένσταση, ότι τα δόγματα μας απομακρύνουν και δεν μας ενώνουν. Τα δόγματα, οι αλήθειες δηλαδή της πίστεως, δεν είναι απλές αρχές σαν ιδεολογικά μανιφέστα. Είναι δείκτες πορείας για να συναντήσουμε τον αληθινό Θεό και να ζήσουμε συνεπώς την αγάπη Του. Έξω από τα δόγματα που διαφυλάσσουν την ορθή εικόνα του Θεού και Χριστού μας ανοίγεται η θύρα για να εισέλθουν δικές μας αντιλήψεις και δικές μας εικόνες περί Θεού, συνεπώς να διαστρεβλωθεί και η αληθινή έννοια της αγάπης, αφού «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Περισσότερο λοιπόν από ποτέ σήμερα ο άγιος Μάρκος είναι επίκαιρος. Διότι ως ορθόδοξοι περνάμε κρίση στην ορθοδοξία μας. Την εκλαμβάνουμε οι πολλοί κυρίως ιδεολογικά, δηλαδή θεωρητικά, χάνοντας γι’ αυτό τη δύναμη που προσφέρει στη ζωή μας. Αν ένα μεγάλο μέρος των Χριστιανών έχει χάσει το νόημα της ζωής του και ζει ως άθεο, αν πολλοί πέφτουμε στην αρρώστια της εποχής, το άγχος και τη συνακόλουθη θλίψη και μελαγχολία, είναι διότι δεν ενεργοποιούμε την αλήθεια της ορθόδοξης πίστης στη ζωή μας.  Κι εδώ προβάλλει μεταξύ άλλων η μεγάλη φυσιογνωμία του αγίου Μάρκου. Έρχεται με σεμνότητα αλλά και με σθένος να μας υπενθυμίσει ότι η ορθοδοξία δεν είναι θεωρία και ιδεολογία, αλλά τρόπος ζωής, που δίνει δύναμη και φως στη ζωή, νοηματοδοτώντας την κάθε στιγμή της. Αλλά και να μας τονίσει ότι δεν επιτρέπονται εκπτώσεις στην πίστη, διότι η πίστη, όπως εξηγήσαμε, είναι εκείνη που διακρατεί την αγάπη, κατά το «αληθεύοντες εν αγάπη» του αποστόλου.

18 Ιανουαρίου 2022

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ!

Ο μέγας όσιος της Εκκλησίας Αντώνιος, ο οποίος αποτελούσε και αποτελεί τον πολικό αστέρα στον δρόμο της αγιότητας για όλους τους χριστιανούς, μοναχούς και μη, έφτασε κάποια στιγμή να αρχίσει τα... παράπονά του στον Κύριο, όταν διεπίστωσε την «εγκατάλειψή» του από Εκείνον! Ήταν στα πρώτα χρόνια της ασκητικής του πολιτείας, έχοντας ήδη αποσυρθεί σε ερημικές περιοχές, όταν αντιμετώπισε τόσο μεγάλες  δαιμονικές επιθέσεις που σχεδόν τον άφησαν ημιθανή. Ο Θεός επέτρεψε όχι μόνον από πλευράς ψυχικής αλλά και σωματικής να υποστεί την κακότητα των πονηρών δυνάμεων, προκειμένου βεβαίως να δυναμώσει πνευματικά και να αναδειχθεί σε «καταγώγιον» του Πνεύματός Του. Διότι ως γνωστόν η πνευματική άνοδος σχετίζεται πάντοτε με τους πειρασμούς – «έπαρον τους πειρασμούς και ουδείς ο σωζόμενος» κατά το πατερικό λόγιο. Κι όταν ένιωσε τέλος την ιαματική παρουσία του Κυρίου, άρχισε όπως είπαμε τα παράπονα: «Πού ήσουν; Γιατί με άφησες μόνο και αβοήθητο;»

Κι είναι αυτή η «μοναξιά» του πιστού λόγω της «σιωπής» του Θεού ένα τεράστιο θέμα που επισημαίνεται απαρχής του χριστιανισμού – ό,τι συνέβη και με την αρρώστια και τον θάνατο έπειτα του αδελφικού φίλου του Χριστού Λαζάρου. Ο Λάζαρος δεν είχε ασθενήσει, χωρίς ο μεγάλος φίλος Του να σπεύσει προς θεραπεία του; Άφησε να περάσουν δύο ημέρες, να φύγει από τη ζωή αυτή, κι έπειτα πήγε στον τόπο κατοικίας του, προκειμένου να τον συναντήσει στο… μνήμα. Δύο ημέρες απουσίας Του, σιωπής Του, μέχρις ότου να επέλθει ο θάνατος! Και τα αναπάντητα «γιατί» των αδελφών του Λαζάρου στη συνέχεια και η άμετρη οδύνη τους: «Κύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μας».

Κι είναι αυτή η «σιωπή» του Χριστού, που καθηλώνει πολύ συχνά και τη δική μας ψυχή, των ανθρώπων που Τον πιστεύουμε και που σ’ Αυτόν έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας. «Πού είσαι, Θεέ μου; Γιατί αργείς την επέμβασή Σου; Δεν βλέπεις την ταλαιπωρία μας; Δεν αντέχουμε άλλο! Χανόμαστε!» Οι πειρασμοί μας, οι δοκιμασίες μας, οι αρρώστιες μας, οι πόνοι μας, που μας κάνουν να νιώθουμε συχνά ότι μας υπερβαίνουν και μας ξεπερνούν, μας οδηγούν σε σύνθλιψή μας, δεν μπορούμε να πάρουμε ανάσα! Στρεφόμαστε στον Χριστό και στους αγίους μας, τίποτε! Σιωπή! Καμία απάντηση! «Άδειος ο ουρανός!» Λέμε κι εμείς μαζί με τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό δάσκαλο της Εκκλησίας, μα και μεγάλο ευαίσθητο ποιητή: «Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει!»  (Πάει φύγανε τα καλά, έχουν αποκαλυφθεί ολόγυμνα τα κακά, πρόκειται για μια πορεία μέσα στο σκοτάδι, δεν υπάρχει πουθενά φως, σαν να λέμε: ο Χριστός κοιμάται). Και μας πιάνει το παράπονο και μπαίνει σε κρίση η πίστη μας κι αρχίζουμε να ζούμε κι εμείς λίγο την εγκατάλειψη του Θεού στον ίδιο τον Κύριο πάνω στον Σταυρό! «Θεέ μου, Θεέ μου, ίνα τί μέ εγκατέλιπες;» Και καταλαβαίνουμε σ’ ένα βαθμό, τότε, και τον άγιο Αντώνιο με τα παράπονά Του.

 Η εξέλιξη των πραγμάτων όμως σε όλες τις περιπτώσεις «δικαιώνει» τελικά τον… Θεό! Γιατί ποτέ δεν μας εγκαταλείπει. Πάντοτε είναι μαζί μας και μας παρακολουθεί και μας υποβαστάζει. Απλώς επιλέγει έναν άλλον τρόπο βοήθειάς μας στις οδύνες μας από τον συνηθισμένο – τη φαινομενική «απουσία» και «απόσυρσή» Του! Κι αυτό γιατί; Διότι προφανώς όπως φάνηκε και με τον μέγα Αντώνιο αυτό συνιστά τη σωτηρία μας και το ανέβασμά μας σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο. Και η απόδειξη: Η εγκατάλειψη του ίδιου του Χριστού στον Σταυρό από τον Θεό Πατέρα φέρνει την Ανάστασή Του και ανάσταση σύμπαντος του κόσμου. Η απουσία του Χριστού στον Αντώνιο γίνεται η απαρχή της δόξας του Αντωνίου. Και το «κενό και η απουσία» Του στον φίλο Του Λάζαρο γίνεται η οριστική στον κόσμο αποκατάστασή του: τον ανασταίνει, για να του δώσει βίωμα συγκλονιστικό και μοναδικό ως πέρασμα από τον Άδη και για να τον καταστήσει μέσον παιδαγωγίας στον κόσμο της εποχής του και διαχρονικά.

Τελικά, το μάθαμε και παλεύουμε διαρκώς να το μαθαίνουμε: όταν δεν απαντάει ο Θεός στα αιτήματά μας και στην αγωνία μας, όταν φαίνεται «κενό» στους Ουρανούς, τότε να είμαστε σ’ επιφυλακή για την μεγάλη παρουσία Του. Ο Θεός δεν κάνει… τσιγκουνιές! Θέλει να μας τα δώσει όλα, αλλά την κατάλληλη στιγμή, την οποία προφανώς γνωρίζει καλύτερα από εμάς!

Η «σιωπή» Του είναι η κυοφορία της χάρης Του μέσα στην ύπαρξή μας!