05 Μαρτίου 2022

Π Ο Ι Μ Α Ν Τ Ο Ρ Ι Κ Η Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ & ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ  ΤΗι  ΕΝΑΡΞΕΙ ΤΗΣ  ΑΓΙΑΣ ΚΑΙ Μ. ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΣΤΗΣ  2022

Αγαπητοί μου χριστιανοί

Η Σωτηρία μας είναι ο Θεός μας! 

Η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ο καιρός της προετοιμασίας γι’  αυτή τη Σωτηρία μας, είναι ο καιρός για τη συνάντησή μας με το Θεό στην ζωηφόρο Ανάσταση. 

Οι ημέρες που διάγουμε είναι δύσκολες, η έχθρα των ανθρώπων αναζωπυρώνεται, οι θλίψεις είναι μεγάλες, η αδικία γιγαντώθηκε, το μίσος είναι πολύ, αλλά ακόμα περισσότερη είναι η απιστία και η αποστασία των ανθρώπων από το Θεό. 

Η μεγάλη Τεσσαρακοστή όμως, αγαπητοί μου χριστιανοί, ανοίγεται ενώπιόν μας ως καιρός ειρήνης, καιρός ελευθερίας, καιρός αγώνα πίστεως, αναζήτηση της Χάρις του Θεού, της αγκαλιάς Του, της προστασίας Του, του Ελέους Του, της φιλανθρωπίας Του και της Αγάπης Του. 

Η ωραιότητα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής η οποία συνίσταται στη Χάρη που κερδίζεται με την πνευματική άσκηση, δεν αφήνει περιθώρια για να βυθιστεί ο άνθρωπος, και εννοούμε  τον πιστό άνθρωπο, στην απελπισία. Απελπισία  εξαιτίας των προβλημάτων της καθημερινότητας τα οποία τον βαραίνουν. Απελπισία εξαιτίας των ασθενειών. Απελπισία εξαιτίας της σκληρής εναντίωσης των ανθρώπων στην πίστη και το Θεό. Αλλά κυρίως, απελπισία εξαιτίας της καταστάσεως του εαυτού μας  την οποία περιγράφει το ψαλμικό: “Ότι επλήσθη κακών η ψυχή μου, καί η ζωή μου τώ Άδη ήγγισε.”

Πριν λοιπόν αυτή την απελπισία, την αίσθηση ότι δεν υπάρχει σωτηρία, ότι όλη η ζωή είναι επί ματαίω, έρχεται η Αγία Εκκλησία μας και μας εισάγει στον καιρό της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και τον σκοπό της, που είναι η συνάντηση με την Ανάσταση και τον Αναστημένο Χριστό μας.

Η Αγία Τεσσαρακοστή δεν προσφέρεται για ατομικούς στοχασμούς και φιλολογικούς περιπάτους, αλλά θέτει τους όρους, το “πώς”, με ποιό τρόπο εγκαταλείποντας την ταραχώδη ζωή του έξω στερημένου και φθειρομένου ανθρώπου, θα επιθυμήσουμε την εναργή ησυχία του έσω ανακαινιζόμενου ανθρώπου, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος (Β΄Κορ. 4,16). Το μυστήριο του “κρυπτού ανθρώπου της καρδίας”.

Τα μεγάλα έργα του Θεού φανερώνονται και ιερουργούνται στην ανθρώπινη καρδιά που υψώνεται στη μία και μόνη αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον.  

Ας μη θεωρούμε  την εκκλησιαστική  περίοδο αυτή της πνευματικής άσκησης, εγρήγορσης και του προσωπικού και εκκλησιαστικού αγώνα ως καιρό “κατανάλωσης πνεύματος”- διότι εύκολα γοητεύεται ο άνθρωπος από τα πνευματικά- έναν χρόνο γεμάτο με ευσεβιστικούς συναισθηματισμούς και συγκινήσεις και κάποια χλιαρά θρησκευτικά καθήκοντα. Αντίθετα να εισέλθουμε με μεγάλη δύναμη από την καρδιά μας, με μεγάλη δύναμη από το νου μας, με μεγάλη δύναμη θελήσεως όπως έκαναν όλοι οι Άγιοι του Θεού.

Καλούμαστε, αγαπητοί μου να ευφρανθούμε “θεία συγκαταβάσει” με τα κατορθώματα των Αγίων, που είναι χαρίσματα του Θεού.

Εμπρός μας, λοιπόν, έχουμε έναν καιρό αισθήσεων και εμπειρίας μιας ιδιαίτερης Χάρης και δωρεάς, με σκληρή και αδιάκοπη εργώδη και επίπονη άσκηση, καιρό αρνήσεων και υπερβάσεων, ευγενείας και ταπείνωσης, κατάνυξης και συντριβής, λεπτότητας και δακρύων, μετανοίας και πόθου.

Τελικά, της αναζήτησης του θαύματος, της ομοίωσης με τον ληστή που γίνεται θεολόγος, τον διώκτη που γίνεται Απόστολος, την πόρνη που γίνεται Παρθένος. 

“Ως ο ληστής εκβοώ σοι το Μνήσθητι, ως Πέτρος κλαίω πικρώς, άνες μοι Σωτήρ κράξω ως ο Τελώνης, δακρύω ως η Πόρνη δέξαι μου τον θρήνον, καθώς ποτέ της Χαναναίας» (Τροπάριο β΄Ωδής Μ. Κανόνος).  Και πρέπει να ξέρουμε ότι αυτές οι μεγάλες αλλαγές του ανθρώπου δεν είναι μύθοι και παραμύθια αλλά αληθινές, έμπονες και μεγαλειώδεις αλλαγές, ταπείνωσης, δακρύων, μετανοίας και οδύνης, προσευχής και εκζήτησης του ελέους και της ευσπλαγχνίας της Χάριτος του Θεού. Κερδήθηκαν με γονυκλισίες με δάκρυα, με αίμα, και με πολύ πόθο για τον Χριστό.

Για εμάς τους Χριστιανούς ο καιρός που ανοίγεται μπροστά  μας “σήμερον” είναι καιρός κατά τον οποίο καλούμαστε όπως είπαμε να ευφρανθούμε διότι είναι διαρκής η υπόσχεση του Θεού, ο οποίος παραμένει πιστός σε αυτήν στους αιώνες - “εάν τον Θεό ζητήσωμεν φανήσεται ημίν και αν αυτόν κατάσχωμεν παραμενεί ημίν” μας διαβεβαιώνει ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος.

Και η Μεγάλη Τεσσαρακοστή με αποκορύφωμα τη Μεγάλη Εβδομάδα, είναι αυτή ακριβώς η πιστότητα του Θεού, που μέσα από τις λειτουργικές ακολουθίες της Εκκλησίας, μάς βεβαιώνει ότι δεν εγκαταλείπει τον κόσμο Του.

Είναι ιδιαίτερα οδυνηρό το να γνωρίζουμε με πόση αγένεια και απρέπεια, ασέβεια και απιστία πολλοί άνθρωποι στέκονται απέναντι στον Θεό. Είναι αυτοί οι αδελφοί μας που αισθάνονται εξορισμένοι από τον Παράδεισο, εντός ενός κόσμου απορίας και απόγνωσης. Και ταυτόχρονα αντιλαμβανόμαστε ότι ο διάβολος πάντοτε βρίσκει και θα βρίσκει περιθώριο να εισβάλει στον αποπετρωμένο και απρόσωπο, τον ανέραστο και αντικοινωνικό βίο του ανθρώπου, όταν αυτός δεν γνωρίζει αυτή την πιστότητα του Θεού που μας αγαπά, και θα μας αγαπά εις τους αιώνες. Αυτή την έκφραση απιστίας οι άνθρωποι την αποκαλούν “ελευθερία”. 

Ο άνθρωπος όμως που φέρει το όνομα του Χριστού, γνωρίζει καλά ότι ενώπιον του αμαρτήσαντος ή αμαρτάνοντος ανθρώπου υψώνεται ένα κρίσιμο ερώτημα ή δίλημμα, προβάλλεται μία σταυρική πρόκληση ή επιλογή: μετάνοια ή αμετανοησία, που σημαίνει αντίστοιχα: ελπίδα ή απελπισία, ανεξάντλητο πέλαγος του ελέους του Θεού ή αβυσσαλέο μίσος του μισόκαλου αντίθεου. Ο διάβολος επιμένει να “πειράζει” την ελευθερία του ανθρώπου και να εκτρέπει την κατά φύση κίνησή της.

Η ελευθερία για τον χριστιανό νοείται ως λειτουργία μυστηριακή στη σχέση κοινωνίας με το Θεό, γιατί όπως λέγει ο Μέγας Αντώνιος “είμαστε ελεύθεροι όχι στην αυθαιρεσία ή στην ανεξαρτησία μας, που είναι η δυνατότητα του θανάτου και η πλάνη μέσα στο σκοτάδι των παθών και η πραγματική άγνοια του εαυτού μας”, αλλά ελεύθεροι μέσα στη Χάρη, στην αγαπητική ένωσή μας με το Θεό. Είμαστε ελεύθεροι να αγαπάμε τον Θεό και αγαπάμε το Θεό για να είμαστε ελεύθεροι. Όλα τα άλλα είναι φιλολογία. Όπως έλεγε ο άγιος Πορφύριος: «Μωρέ τον Χριστό να αγαπήσετε. Τον Χριστό…! Και μη φοβόσαστε τίποτα. Αδιαλείπτως να προσεύχεστε. Ο Θεός δεν θέλει πολλά. Μόνο την ευχούλα να μην αφήνετε. Να μη σταματάτε να του μιλάτε. Τον Χριστό να έχετε, γιατί ζωή χωρίς τον Χριστό δεν είναι ζωή. Πάει τέλειωσε… Όταν αγαπήσουμε τον Χριστό η ψυχή μας ελευθερώνεται από το φόβο». Η Εκκλησία μας με τη στερεά πίστη της και τη Χάρη του Παρακλήτου δεν υποτάσσει το Θεό στην ελευθερία αλλά την ελευθερία στο Θεό, δεν υποτάσσει το Θεό στα γεγονότα αλλά τα γεγονότα στο Θεό.

Είναι αφροσύνη να πιστεύει κάποιος ότι, από τη μία, εξαιτίας του γεγονότος των πολλών αμαρτημάτων και εγκλημάτων του δεν είναι δυνατόν να σωθεί με την ευσπλαχνία του Χριστού, και από την άλλη, ότι με την αμετανοησία και την απόρριψη της “συνέργειας” της Χάριτος του Θεού θα δώσει νόημα στην ελευθερία του. Γιατί η Χάρις είναι η δυνατότητα που θεραπεύει, ολοκληρώνει και μεταμορφώνει την ελευθερία του ανθρώπου σε πραγματικά ελεύθερη και αληθινή Ελευθερία. Ελευθερία δηλαδή που καταξιώνεται μόνο στο καλό και στην αγαθοεργία, στην αγάπη και με την αγάπη. Αυτή είναι και η απάντηση του Χριστιανού προς τον κόσμο: ο λόγος της ελευθερίας του ανθρώπου του Θεού απέναντι στην ψυχολογική ορμή ή ελευθερία του κοσμικού ανθρώπου. 

Και η Αγία και Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι το στάδιο της πραγματοποιήσεως της ελευθερίας διά των εν Χάριτι ασκήσεων, της ελευθερίας από τον “εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσόντα  άνθρωπο” προς την ελευθερία του “εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού” τέλειου ανθρώπου.

Κατά τον Άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, η ελευθερία δεν είναι μόνο “Όχι” αλλά και “Ναι”, δεν σημαίνει μόνο να μην κάνει κανείς το κακό, αλλά να κάνει και το καλό. 

Και ο Απόστολος Πέτρος λέγει στην Α΄ επιστολή του “ποιός μπορεῖ νὰ σᾶς βλάψῃ, ἐὰν μιμῆσθε τὸ καλόν; Μὴ τοὺς φοβηθῆτε, οὔτε νὰ ταραχθῆτε, ἀλλὰ λατρεύσατε, τὸν Χριστὸν ὡς Κύριον εἰς τὶς καρδιές σας, καὶ νὰ εἶσθε πάντοτε ἔτοιμοι πρὸς ἀπολογίαν εἰς τὸν καθένα, ποὺ θὰ σᾶς ζητήσῃ λόγον διὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἔχετε μέσα σας, ἀλλὰ νὰ τὸ κάνετε μὲ εὐγένειαν καὶ σεβασμόν, καὶ νὰ ἔχετε συνείδησιν ἀγαθήν. (Α’ Πέτρου 3,15-16). Αυτή είναι η ελευθερία που καλούμαστε να τολμήσουμε, μία ελευθερία με συνείδηση αγαθή που γίνεται δύναμη πίστεως, ομολογίας και διακονίας, κάτι που για τον κόσμο είναι παράδοξο.

Ο Ντοστογιέφσκι έλεγε σε ένα νέο φοιτητή ότι “στην εποχή μας εξισώνουν την ελευθερία με την αποχαλίνωση των παθών, ενώ η αληθινή Ελευθερία βρίσκεται στην κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στον εαυτό του και στη θέλησή του. Στην εποχή μας εξισώνουν την ελευθερία με την οικονομική ασφάλεια. Αντίθετα η μεγαλύτερη ελευθερία δεν είναι να συσσωρεύσει κανείς αγαθά και να εξασφαλίσει τον εαυτό του με το χρήμα αλλά να μοιράσει όλα όσα έχει και να πάει να γίνει υπηρέτης όλων.”

Πόσο αλόγιστα σπαταλούν οι άνθρωποι την ωραιότητα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής με θρησκευτικές υποχρεώσεις ή συναισθηματικές συγκινήσεις, ακόμη και με μεταφυσικές αναζητήσεις. Και ξεχνούν ότι η ωραιότητα αυτή αποκαλύπτεται ως στάδιο ασκήσεως και μάλιστα των αρετών, ως καιρός αυτογνωσίας ή γνώσεως τόσο της καρδιάς του ανθρώπου, ταπεινώσεως και μετανοίας, αυτομεμψίας ή αισθήσεως των αμαρτιών, πάλης και νίκης κατά των δαιμόνων, και όλα αυτά, όχι ως αυτάρκεια ή τελείωση της πνευματικής ζωής αλλά ως όρος πραγματοποιήσεως των σχέσεων μας με τους άλλους και της σχέσης μας με το Θεό.  Σε αυτή την οδό βρίσκεται η ωραιότητα της αγωνιστικής περιόδου της Τεσσαρακοστής. Είναι η οδός της αγάπης, το τέλος όλων των αρετών, το μέγα θαύμα του αγιασμού του ανθρώπου. Τίποτα άλλο δεν κάνει τον άνθρωπο Άγιο όσο η λαμπρότητα της αγάπης και η καθαρότητα της καρδιάς. Όλα έχουν αρχή και τέλος την αγάπη και η διακονία του Χριστιανού, το να είναι ταπεινός υπηρέτης του άλλου, είναι συνέπεια της ελευθερίας του από κάθε εμπάθεια, ως διακονία αγάπης, ίδια με τη διακονία του Χριστού που πάντοτε οδηγεί στην Αγία Ανάσταση.

Η παραίνεση της Εκκλησίας μας είναι σαφής: “Τόν τῆς νηστείας καιρόν φαιδρῶς ἀπαρξώμεθα, πρός ἀγῶνας πνευματικούς ἑαυτούς ὑποβάλλοντες∙ ἁγνίσωμεν τήν ψυχήν, τήν σάρκα καθάρωμεν∙ νηστεύσομεν ὥσπερ ἐν τοῖς βρώμασιν ἐκ παντός πάθους, τάς ἀρετάς τρυφῶντες τοῦ Πνεύματος∙”. Ας ξεκινήσουμε χαρούμενα την περίοδο της νηστείας, υποβάλλοντας τον εαυτό μας σε πνευματικούς αγώνες. Να εξαγνίσουμε την ψυχή. Να καθαρίσουμε τη σάρκα. Όπως νηστεύουμε με τις τροφές, να απέχουμε από κάθε πάθος, εντρυφώντας στις αρετές του Πνεύματος. (Εσπερινός, Κυριακή της Τυρινής).

Εὔδρομο τό στάδιο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς.

Καλό στάδιο – Καλό πνευματικό ἀγώνα.

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Όταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί»

(Ματθ. 6, 16)

 Την Κυριακή της Τυροφάγου – παραμονή της εισόδου μας στη Μ. Σαρακοστή – η Εκκλησία μάς θυμίζει το πιο τραγικό γεγονός της ανθρώπινης ιστορίας στον κόσμο: την εξορία του από τον Παράδεισο. Κι αυτό για να μάς προκαλέσει να θυμηθούμε ότι ο Παράδεισος είναι η αληθινή πατρίδα μας και να μας παρακινήσει στον αγώνα επαναποκτήσεώς του με τα μέσα που μας παρέχει ο Σωτήρας Χριστός και το ζωντανό σώμα Του η Εκκλησία. Και τα μέσα αυτά: την ταπείνωση, την εγκράτεια, την αγάπη, μας τα δίνει η Εκκλησία πάντοτε, κατεξοχήν όμως την περίοδο της Μ. Σαρακοστής, επιμέρους θέμα των οποίων είναι και η νηστεία, αφού κατά την υμνολογία μας «ο Αδάμ εξεβλήθη του Παραδείσου διά της βρώσεως».

 1. Ο ίδιος ο Κύριος μίλησε για την αξία της νηστείας. «Συ δε νηστεύων…». «Όταν νηστεύητε…». «Τούτο το γένος ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Κι όχι μόνο μίλησε, αλλά και εμπράκτως απέδειξε την αξία της, όταν ο Ίδιος νήστευσε επί σαράντα ημέρες μετά το Βάπτισμά Του στον Ιορδάνη ποταμό. Γι’ αυτό και οι απόστολοι εξίσου νήστευσαν και δίδαξαν για την αξία της νηστείας, γι’ αυτό συνεπώς και η Εκκλησία μας συνεχίζει την ίδια Παράδοση.

Πριν πούμε λοιπόν οτιδήποτε άλλο για τη νηστεία φαίνεται καθαρά πόσο ξένοι προς το πνεύμα του Χριστού και της Εκκλησίας είναι όλοι εκείνοι που παραθεωρούν τη νηστεία, θεωρώντας την κατασκεύασμα των παπάδων και των μοναχών, ως να μην είναι η νηστεία αγώνας και προσπάθεια και των ιδίων. Κι ακόμη πόσο πλανεμένοι είναι και εκείνοι οι διάφοροι αιρετικοί, παλαιότεροι και σύγχρονοι,  οι οποίοι πρεσβεύουν ότι η νηστεία δεν ανήκει μέσα στην Παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Ο συνεπής χριστιανός δεν συζητά αυτονοήτως τέτοιο θέμα. Το θεωρεί δεδομένο κι απλώς αγωνίζεται για την ορθή εφαρμογή του.

2. Κι ακριβώς, αν ο χριστιανός δεν συζητά για την ύπαρξη και την αξία της νηστείας, προβληματίζεται πολύ σοβαρά για το είδος και τις διάφορες εκφάνσεις της. Διότι διαπιστώνει συχνά διαστρεβλωμένες αντιλήψεις γι’ αυτήν ακόμη και σε εκκλησιαστικούς θεωρούμενους ανθρώπους, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Κύριος αναφέρεται στη νοσηρότητα που παρουσιάζεται στη νηστεία, ιδίως με την υποκριτική μορφή της. «Μη νηστεύητε ώσπερ οι υποκριταί» σημειώνει,  που σημαίνει ότι δεν δικαιώνεται απλώς ο νηστεύων, αλλ’ ο ορθά νηστεύων. Ποια είναι νοσηρή νηστεία κατά τον Κύριο; Η νηστεία που δουλεύει στην ανθρωπαρέσκεια και τον εγωϊσμό, εκείνη δηλαδή που τελική αναφορά δεν έχει τον Θεό αλλά τον άνθρωπο ως θήρευση του «εύγε» και του «μπράβο» αυτού («όπως φανώσιν τοις ανθρώποις νηστεύοντες»). Είναι ευνόητο ότι η νηστεία αυτή όχι μόνο δεν φέρνει κανένα θετικό πνευματικό αποτέλεσμα, αλλ’ αντιθέτως απομακρύνει τον άνθρωπο από τον Θεό, όπως το βλέπουμε πολύ καθαρά στο πρόσωπο του Φαρισαίου της γνωστής παραβολής.

Και ποια είναι η υγιής νηστεία; Η νηστεία που αναφορά έχει τον ίδιο τον Θεό και συνεπώς αποφεύγει τη δημοσιοποίησή της. Πρόκειται δηλαδή για τη νηστεία που λειτουργεί ως μέσον και εργαλείο για την ορθή στάση του ανθρώπου έναντι του Θεού. Κι επειδή ορθά στέκεται ο άνθρωπος έναντι του Θεού όταν ζει όπως Εκείνος, δηλαδή όταν αγαπά – «ο γάρ Θεός αγάπη εστί» - άρα η νηστεία καταξιώνεται στον βαθμό που συνεργεί στην απόκτηση της αγάπης από τον άνθρωπο. Αν με άλλα λόγια νηστεύοντας δεν αυξάνω την αγάπη μου προς τον Θεό και κυρίως προς τον συνάνθρωπο, τότε η νηστεία μου πάσχει ως υποκριτική και ψευδής με αποτέλεσμα την καταδίκη της από τον Θεό.

3. Η ένσταση είναι προφανής: δεν μπορώ να αγαπώ χωρίς να νηστεύω; Η απάντηση είναι αρνητική. Διότι αγάπη σημαίνει αγαθή διάθεση ψυχής που φανερώνεται έμπρακτα. Χρειάζεται δηλαδή να βρίσκεται ο πιστός ανά πάσα στιγμή σε ετοιμότητα ψυχής και σώματος προκειμένου να αγαπά με τον θυσιαστικό χαρακτήρα της αγάπης του Χριστού. Και μάλιστα να αγαπά τον κάθε συνάνθρωπο ακόμη και τον θεωρούμενο εχθρό του. Αυτό όμως σημαίνει ότι πρέπει να ελέγχει αδιάκοπα κάθε τι που έρχεται να χαλάσει την αγαθή αυτή διάθεσή του και την έμπρακτη φανέρωσή της, πράγμα που παραπέμπει στη νηστεία ως καθημερινό έλεγχο του εαυτού και ορθή διαχείριση των άτακτων ορμών της ψυχής και του σώματος. Θέλουμε να πούμε ότι αν ένας άνθρωπος αδυνατεί να ελέγξει την ενστικτώδη κίνησή του για φαγητό, όπως να φάει κρέας για παράδειγμα, πώς είναι δυνατόν να ελέγξει ολόκληρο τον εαυτό του προκειμένου να τον διαθέσει εν θυσία αγάπης προς τον συνάνθρωπό του; Είναι προφανές ότι η αδυναμία του αυτή θα αποκαλύπτει και την αδυναμία του να αγαπήσει ορθά, κατά την εντολή του Κυρίου που επιτάσσει να αγαπάμε τον συνάνθρωπο με τη μεγαλύτερη δυνατή θυσιαστική αγάπη: «μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θή υπέρ των φίλων αυτού». 

Γι’ αυτό και τη νηστεία η Εκκλησία μας δεν την θεωρεί μόνον από πλευράς σωματικής (νη-εσθίω= δεν τρώγω), αλλά και από πλευράς πνευματικής. Η σωματική νηστεία δηλαδή έχει νόημα όταν συνδυάζεται με την πνευματική διάστασή της: την αποχή των όποιων κακών και πονηριών, διαφορετικά από μόνη της θεωρείται μία απλή δίαιτα, η οποία απολυτοποιούμενη εκπίπτει από σωτηριώδη ενέργεια σε δαιμονικό κατασκεύασμα. «Βρωμάτων νηστεύουσα, ψυχή μου», ακούμε στους ύμνους της Εκκλησίας μας την περίοδο αυτή, «και παθών μη καθαρεύουσα, μάτην επαγάλλη τη ατροφία. Ει μη γαρ αφορμή σοι γένηται προς διόρθωσιν, ως ψευδής μισείται παρά του Θεού και τοις κακίστοις δαίμοσιν ομοιούσθαι, τοις μηδέποτε σιτουμένοις. Μη ουν αμαρτάνουσα την νηστείαν αχρειώσης, αλλ’ ακίνητος προς ορμάς ατόπους μένε, δοκούσα παρεστάναι εσταυρωμένω τω Σωτήρι, μάλλον δέ συσταυρούσθαι, τω δια σε σταυρωθέντι, εκβοώσα προς αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου» (Όταν νηστεύεις από φαγητά, ψυχή μου, και δεν καθαρίζεσαι από τα πάθη, μάταια χαίρεσαι για την έλλειψη τροφής σου. Γιατί αν δεν σου γίνει αφορμή για διόρθωση η νηστεία σου αυτή, μισείται ως ψεύτικη από τον Θεό, ενώ γίνεσαι όμοια με τους  κάκιστους δαίμονες που ποτέ τους δεν τρώνε. Μη λοιπόν με την αμαρτία κάνεις άχρηστη τη νηστεία, αλλά να μένεις ακίνητη προς τις άτοπες ηδονές, θεωρώντας ότι στέκεσαι μπροστά στον εσταυρωμένο Σωτήρα που σταυρώθηκε για σένα, μάλλον ότι σταυρώνεσαι μαζί Του, φωνάζοντας προς Αυτόν: Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία Σου».

Ούτε μόνη λοιπόν η σωματική νηστεία ούτε μόνη ίσως η πνευματική ως ακατόρθωτη γίνεται αποδεκτή. Σωματική και πνευματική νηστεία συνοδεύουν, έχοντας ως σκοπό τη δημιουργία των ορθών προϋποθέσεων του ανθρώπου ώστε να μπορεί να αγαπά κατά το πρότυπο και την εντολή του Χριστού.

4.  Χρειάζεται όμως κάποια προσοχή στη σωματική διάσταση της νηστείας. Εγκρατευόμαστε στη λήψη τροφής και ποιοτικά αλλά και ποσοτικά. Άλλωστε κατ’ ακρίβεια όπως είπαμε νηστεύω σημαίνει δεν τρώγω καθόλου. Κι αυτό σημαίνει ότι νηστεία ο χριστιανός από πλευράς ποσοτικής κάνει όλον τον χρόνο: αποφεύγει τον πλήρη χορτασμό του στομάχου του, ενώ από πλευράς ποιοτικής τις συγκεκριμένες περιόδους που η Εκκλησία μας έχει καθορίσει, κατεξοχήν δε την περίοδο της Μ. Σαρακοστής. Με μία ακόμη παρατήρηση: ότι επειδή σκοπός της σωματικής νηστείας είναι η με ευκολία εφαρμογή της πνευματικής νηστείας που οδηγεί στη ζωή της αγάπης, γι’ αυτό και εκείνοι που λόγω ηλικίας ή αρρώστιας αδυνατούν να νηστεύσουν σωματικά – πώς να νηστεύσει ένας γέρος και άρρωστος άνθρωπος ή ένα πολύ μικρό παιδί; - δεν νηστεύουν. Τον ρόλο της σωματικής νηστείας παίζει η αρρώστια τους, τα γεράματά τους, η όποια σωματική αδυναμία τους. Η σωματική νηστεία ξανατονίζουμε δεν υπάρχει προς εξόντωση του ανθρώπου, αλλά προς ενίσχυση του πνευματικού αγώνα προς απόκτηση της αγάπης.

  «Νηστεύσωμεν λοιπόν νηστείαν δεκτήν, ευάρεστον τω Κυρίω». Ο προσανατολισμός μας στη ζωντανή σχέση με τον Κύριο, η ενεργοποίηση της εν ημίν υπάρχουσας χάρης Του από το βάπτισμά μας πρέπει να συνιστούν τον άξονα πάνω στον οποίο κάθε πίκρα από τον περιορισμό των σαρκικών ορέξεών μας θα μεταποιείται σε γλυκύτητα και αγαλλίαση. Μ’ αυτό το όραμα καλούμαστε να πορευτούμε τη Μ. Σαρακοστή, η οποία ακριβώς γι’ αυτό αποτελεί και τη μεγαλύτερη ευεργεσία που μας παρέχει η Εκκλησία μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 6, 14-21)

 Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν. Σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν· θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ἄν συγχωρήσετε τούς ἀνθρώπους γιά τά παραπτώματά τους, θά σᾶς συγχωρήσει κι ἐσᾶς ὁ οὐράνιος Πατέρας σας. Ἄν ὅμως δέ συγχωρήσετε στούς ἀνθρώπους τά παραπτώματά τους, οὔτε κι ὁ Πατέρας σας θά συγχωρήσει τά δικά σας παραπτώματα». «Ὅταν νηστεύετε, νά μή γίνεστε σκυθρωποί, ὅπως οἱ ὑποκριτές, πού παραμορφώνουν τήν ὄψη τους γιά νά δείξουν στούς ἀνθρώπους πώς νηστεύουν. Σᾶς βεβαιώνω πώς ἔτσι ἔχουν κιόλας λάβει τήν ἀνταμοιβή τους. Ἐσύ, ἀντίθετα, ὅταν νηστεύεις, περιποιήσου τά μαλλιά σου καί νίψε τό πρόσωπό σου, γιά νά μή φανεῖ στούς ἀνθρώπους ἡ νηστεία σου, ἀλλά στόν Πατέρα σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις· καί ὁ Πατέρας σου, πού βλέπει τίς κρυφές πράξεις, θά σοῦ τό ἀνταποδώσει φανερά». «Μή μαζεύετε θησαυρούς πάνω στή γῆ, ὅπου τούς ἀφανίζει ὁ σκόρος καί ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες κάνουν διαρρήξεις καί τούς κλέβουν. Ἀντίθετα, νά μαζεύετε θησαυρούς στόν οὐρανό, ὅπου δέν τούς ἀφανίζουν οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά, κι ὅπου οἱ κλέφτες δέν κάνουν διαρρήξεις καί δέν τούς κλέβουν. Γιατί ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 13,11-14,4)

Ἀδελφοί, νῦν γὰρ ἐγγύτερον ἡμῶν ἡ σωτηρία ἢ ὅτε ἐπιστεύσαμεν. Ἡ νὺξ προέκοψεν, ἡ δὲ ἡμέρα ἤγγικεν. Ἀποθώμεθα οὖν τὰ ἔργα τοῦ σκότους καὶ ἐνδυσώμεθα τὰ ὅπλα τοῦ φωτός. ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν, μὴ κώμοις καὶ μέθαις, μὴ κοίταις καὶ ἀσελγείαις, μὴ ἔριδι καὶ ζήλῳ, ἀλλ’ ἐνδύσασθε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, καὶ τῆς σαρκὸς πρόνοιαν μὴ ποιεῖσθε εἰς ἐπιθυμίας. Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν. Ὅς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει. Ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο. Σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί μου, τώρα ἡ τελική σωτηρία βρίσκεται πιό κοντά μας παρά τότε πού πιστέψαμε. Ἡ νύχτα ὅπου νά ’ναι φεύγει, καί ἡ μέρα κοντεύει νά ’ρθεῖ. Γι’ αὐτό ἄς πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά ἔργα τοῦ σκότους, κι ἄς φορέσουμε τά ὅπλα τοῦ φωτός. Ἡ διαγωγή μας ἄς εἶναι κόσμια, τέτοια πού ταιριάζει στό φῶς. Ἄς πάψουν τά φαγοπότια καί τά μεθύσια, ἡ ἀσύδοτη κι ἀκόλαστη ζωή, οἱ φιλονικίες κι οἱ φθόνοι. Ντυθεῖτε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί μήν ἀφήνετε τόν ἁμαρτωλό ἑαυτό σας νά σᾶς παρασύρει στήν ἱκανοποίηση τῶν ἐπιθυμιῶν σας. Νά δέχεστε ὅποιον ἔχει ἀσθενική πίστη, χωρίς νά ἐπικρίνετε τίς ἀπόψεις του. Γιά παράδειγμα, ἕνας πιστεύει πώς μπορεῖ νά φάει ἀπ’ ὅλα, ἐνῶ κάποιος ἄλλος, πού ἔχει ἀσθενική πίστη, τρώει μόνο χόρτα. Αὐτός πού τρώει ἀπ’ ὅλα, ἅς μήν περιφρονεῖ ἐκεῖνον πού δέν τρώει· κι ἐκεῖνος πού δέν τρώει, ἅς μήν κατακρίνει ἐκεῖνον πού τρώει, γιατί ὁ Θεός τόν ἔχει δεχτεῖ στήν ἐκκλησία του. Ποιός εἶσαι ἐσύ ποῦ θά κρίνεις ἕναν ξένο ὑπηρέτη; Μόνο ὁ Κύριός του μπορεῖ νά κρίνει ἄν στέκεται ἤ ὄχι στήν πίστη του, γιατί ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά τόν στηρίξει.

ΘΑ ΑΠΟΔΩΣΕΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥΣ

ΣΑΒΒΑΤΟΝ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Καθαρίσωμεν ἑαυτούς ἀδελφοί, ἀπό παντός μολυσμοῦ, σαρκός καί πνεύματος· τάς λαμπάδας τῶν ψυχῶν ἡμῶν φαιδρύνωμεν, διά φιλοπτωχείας, μή κατεσθίοντες ἀλλήλους τῇ συκοφαντίᾳ· ἔφθασε γάρ ὁ καιρός, ὅταν ὁ Νυμφίος ἐλεύσεται, πᾶσιν ἀποδοῦναι κατά τά ἔργα αὐτῶν. Συνεισέλθωμεν Χριστῷ μετά τῶν φρονίμων Παρθένων, τήν φωνήν ἐκείνην τοῦ Λῃστοῦ, πρός αὐτόν ἀνακράζοντες· Μνήσθητι ἡμῶν, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου» (Ἀπόστιχα ἑσπερινοῦ Σαββάτου Τυρινῆς, ἦχος β΄).

(Ἄς καθαρίσουμε τούς ἑαυτούς μας, ἀδελφοί, ἀπό κάθε μολυσμό τῆς σάρκας καί τοῦ πνεύματός μας. Ἄς κάνουμε λαμπρές καί φωτεινές τίς λαμπάδες τῶν ψυχῶν μας, μέ τήν ἀγάπη πρός τή φτώχεια καί τούς φτωχούς ἀδελφούς, χωρίς νά κατατρώγουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ τή συκοφαντία. Κι αὐτό γιατί ἔφτασε ὁ καιρός, πού ὁ Νυμφίος θά ἔλθει, προκειμένου νά ἀποδώσει σέ ὅλους σύμφωνα μέ τά ἔργα τους. Μαζί μέ τίς φρόνιμες Παρθένες ἄς εἰσέλθουμε κι ἐμεῖς μέ τόν Χριστό στή Βασιλεία Του, φωνάζοντας δυνατά πρός Αὐτόν ἐκείνη τή φωνή τοῦ Ληστῆ πάνω στόν σταυρό: Θυμήσου μας, Κύριε, ὅταν ἔλθεις στή Βασιλεία Σου).

ὑμνογράφος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἀρυόμενος ἀπό τά λόγια τῶν Εὐαγγελίων ἀλλά καί τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μᾶς καλεῖ σέ μετάνοια ἀληθινή, ἐνόψει τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ὁποία παρουσιάζεται ὡς ἐνεστώσα κατάσταση μέ τήν ἔναρξη τῆς Σαρακοστῆς. Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει ὅτι πράγματι τό κλίμα τῆς ἁγίας Σαρακοστῆς - ἀλλά καί ὅλης τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τελικά - εἶναι αὐτό πού διαμορφώνεται ἐνόψει τῆς ἐπικείμενης ἔλευσης τοῦ Κυρίου, δηλαδή ἕνα κλίμα πνευματικῆς ἐγρήγορσης καί νήψης, πού ὁδηγεῖ τόν πιστό νά θέτει τόν ἑαυτό του χωρίς τερτίπια καί τεχνάσματα ὑπό τήν ἄμεση κρίση τοῦ Χριστοῦ - ἄς δοῦμε ἤδη αὐτό πού κυριαρχεῖ ἰδίως τίς πρῶτες ἡμέρες τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας, τήν ὁποία ἀδιάκοπα ἔχει πρό ὀφθαλμῶν Ἐκκλησία μας: «ἰδού Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός». Λοιπόν, σέ τί μᾶς καλεῖ Ἐκκλησία; Νά φτάσουμε στό σημεῖο, ξύπνιοι πνευματικά, πού θά πεῖ μέ ἀναμμένες τίς λαμπάδες τῆς ψυχῆς ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, νά κραυγάζουμε ἐν μετανοίᾳ τό «μνήσθητι ἡμῶν Κύριε» τοῦ ληστοῦ, συνεπῶς νά βρεθοῦμε κι ἐμεῖς μαζί μέ τόν ληστή καί μαζί μέ τίς φρόνιμες Παρθένες τῆς γνωστῆς παραβολῆς στήν οὐράνια παστάδα τοῦ Κυρίου, τήν ἴδια τή Βασιλεία Του.  

Ποιό εἶναι τό μοναδικό ἐμπόδιο πού μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό αὐτήν τή Βασιλεία καί τήν ἀληθινή μετάνοια; Ἡ βρώμικη ψυχή, ὁ μολυσμός αὐτῆς ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία μολύνει καί τό σῶμα, κάνοντάς το νά πορεύεται ἀνεξέλεγκτα ἀπό τίς ἄτακτες καί φιλήδονες ὀρέξεις του. Λοιπόν, κατά τόν ἅγιο ὑμνογράφο, ἐκεῖνο πού καθαρίζει καί τήν ψυχή καί τό σῶμα - ἐνόψει τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ἡ ὁποία δυνητικά εἶναι ἡ κάθε στιγμή - εἶναι ἡ ἀγάπη γιά τή φιλοπτωχεία, δηλαδή ἡ ἀγάπη γιά τήν ἐγκράτεια πού θέτει περιορισμούς σέ κάθε πλεονεξία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί ἡ ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπο, ἡ ὁποία ἀπομακρύνει ἀπό τή δαιμονική κατάκριση καί τή συκοφαντία.  Ὁπότε, καθαρός ὁ πιστός ἀπό τήν ἁμαρτία, λόγω τῆς ἐγκράτειας καί τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο πού τόν κάνει νά κρατάει τό φῶς τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ στήν ὕπαρξή του, ζεῖ ἐν μετανοίᾳ προσβλέποντας πάντοτε στόν «καί πάλιν ἐρχόμενον μετά δόξης κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς» Κύριο, πού σημαίνει τήν ἀνοικτή διέλευσή του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό καί ἡ λιτή καί συμπυκνωμένη νοηματικά πορεία αὐτή τοῦ χριστιανοῦ πού γέμει κατανύξεως καί εὐλαβείας προσφέρεται ἀπό τόν ὑμνογράφο ὄχι τυχαῖα σέ ἦχο δεύτερο, πού θά πεῖ σέ ἦχο μέ ἰδιαίτερη γλυκύτητα, ἡ ὁποία κάμπτει τίς ὅποιες ἁμαρτωλές καί σκληρές ἀντιστάσεις τῆς φιλήδονης ψυχῆς.