14 Μαρτίου 2022

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΥΠΟΜΟΝΗ (13 ΜΑΡΤΙΟΥ)

«Η Αγία Υπομονή ήταν η βασίλισσα του Βυζαντίου Αυγούστα Ελένη – Δραγάση Παλαιολόγου. Ήταν κόρη του αυτοκράτορα των Σλάβων Κωνσταντίνου Δραγάση. Έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου ως σύζυγος του Εμμανουήλ Β’ του Παλαιολόγου. Είχε 6 παιδιά και ως αυτοκράτειρα, κατά τον φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθων Γεμιστό, διακρινόταν για τη σωφροσύνη της και την δικαιοσύνη της. Ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας σύζυγός της έγινε αργότερα μοναχός με το όνομα Ματθαίος και μετά το θάνατό του έγινε και η ίδια μοναχή στο μοναστήρι της Κυρά - Μάρθας. Ήταν μια μοναχή σαν όλες τις άλλες και, ακόμη και αν ήταν αυτοκράτειρα, έκανε όλα τα διακονήματα στο μοναστήρι.

Η Αγία Υπομονή βοήθησε να ιδρυθεί ένας οίκος ευγηρίας, με το όνομα ‘Η ελπίδα των απελπισμένων’, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη (του τιμίου Προδρόμου) της Πέτρας όπου φυλασσόταν το σκήνωμά του Αγίου Παταπίου.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης συνέβη κατά τη στιγμή που εκείνη και ο σύζυγός της είχαν εξοριστεί (1390 – 1392). Η Αγία Υπομονή πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1450, 3 χρόνια πριν η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του Βυζαντίου, πέσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, έπειτα από μακρά πολιορκία. Στην πτώση της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας υιός της, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πέθανε στη μάχη. Η Αγία Υπομονή ετάφη στη μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ετάφησαν ο αυτοκράτορας σύζυγός της και 3 από τα παιδιά τους (εκ των οποίων τα 2 ήταν μοναχοί).

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα (ανιψιός της Αγίας Υπομονής) μετέφερε στο βουνό Γεράνεια στη Νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο του Αγίου Παταπίου σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη Θέρμαι (το σημερινό Λουτράκι) που ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Στο σπήλαιο αυτό βρέθηκε Βυζαντινή αγιογραφία της Αγίας Υπομονής και η αγία κάρα της. Στο σπήλαιο αυτό χτίστηκε το 1952 από τον γέροντα Νεκτάριο Μαρμαρινό το μοναστήρι του Αγίου Παταπίου, όπου και φυλάσσεται η σεπτή κάρα της Αγίας Υπομονής» (Πηγή: Βικιπαίδεια)

Είναι αξιοθαύμαστη η περίπτωση της πριγκιποπούλας, μετέπειτα  αυτοκράτειρας κι ύστερα μητέρας αυτοκράτορα, που έγινε μοναχή, της Ελένης Δραγάση και μετέπειτα Υπομονής. Διότι ασφαλώς δεν είναι εύκολο να αφήσει κανείς τις τιμές και τις δόξες, έστω και σε περίοδο παρακμής, για να εγκλειστεί σε μοναστήρι, ζώντας ως «κοινός» θνητός, με επιτέλεση και των πιο δύσκολων και «χαμηλών» διακονημάτων. Αυτό δείχνει μία ιδιαίτερη ταπείνωση, που αποτελεί την προϋπόθεση για να δεχτεί κανείς πλούσια τη χάρη του Θεού.  Το ακόμη θαυμαστότερο όμως  είναι ότι όχι μόνον έγινε μοναχή, αλλά έφτασε και σε μέτρα αγιότητας τέτοια που η Εκκλησία μας τα διαπίστωσε, ώστε να διακηρύξει και  την οσιότητά της. Τα θαύματα για παράδειγμα που έχουν καταγραφεί από τις επεμβάσεις της, παλαιότερα και νεώτερα, είναι πολλά, σαν την περίπτωση εκείνου του οδηγού ταξί, που σαν σήμερα πριν λίγα μόλις χρόνια, μεταφέροντας στο Λουτράκι από την Αθήνα μία απλή καλόγρια και αποκαλύπτοντας το πρόβλημά του – καρκίνο στο δέρμα – δέχτηκε την ευλογία της που λειτούργησε άμεσα ως θεραπεία από το νόσημά του. Κι όταν μετά από μία μικρή στάση την αναζήτησε, αυτή είχε εξαφανιστεί, δεν την είχε δει κανείς, όπου ρώτησε εκεί γύρω που σταμάτησε, την αναγνώρισε δε λίγο αργότερα στο ιατρείο που προσήλθε, γιατί ο ιατρός είχε αναρτημένη την αγία εικόνα της.

Το παράδοξο όμως της ζωής της: από αυτοκράτειρα να γίνει απλή και ταπεινή καλόγρια και μάλιστα να αγιάσει, αίρεται και κατανοείται, όταν δει κανείς την όλη πορεία της απαρχής. Η Ελένη οσία Υπομονή ζούσε με αίσθηση της παρουσίας του Θεού, με φροντίδα επιτέλεσης των αγίων εντολών Του, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη προς τους συνανθρώπους της, θα έλεγε κανείς, από γεννησιμιού της. Είτε στα ανάκτορα είτε στο μοναστήρι, είτε μικρή κοπέλα είτε σύζυγος αυτοκράτορα, την ίδια ζωή στην ουσία ζούσε, κάτι που περίτρανα αποδεικνύει ότι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο άνθρωπος που αγαπά αληθινά τον Χριστό δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, αλλά από αυτό που έχει θέσει ως στέρεο στόχο της ζωής του. Με άλλα λόγια η οσία Υπομονή είναι μία επιπλέον περίπτωση πραγματικού αγίου ανθρώπου, που μπορούσε να λέει ό,τι και ο απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να είμαι με τον Χριστό. Κι ίσως εκείνο που μας κάνει να μένουμε περισσότερο έκθαμβοι στην περίπτωσή της είναι το γεγονός ότι ζούσε οσίως και σωφρόνως κι όσο ακόμη ήταν στις μεγάλες θέσεις και δεν είχε κλειστεί στο μοναστήρι. Σαν να μην την ακουμπούσε τίποτε επίγειο, σαν να ήταν ένα είδος περιστεριού που περιίπτατο υπεράνω της συγχύσεως του κόσμου τούτου. Και πράγματι μεταξύ των άλλων έτσι την αντιμετωπίζει ο υμνογράφος της. Μας καλεί «να την εγκωμιάσουμε, αυτήν που ήταν ένδοξη βασίλισσα, γιατί σαν περιστέρι ευλαβικό πέταξε πάνω από τον κόσμο της σύγχυσης προς τις σκηνές του ουρανού κι έζησε με αληθινή αγάπη, με άσκηση, με ταπείνωση» («Την κλεινήν βασιλίδα εγκωμιάσωμεν, Υπομονήν την οσίαν, περιστεράν ευλαβή εκ του κόσμου πετασθείσαν της συγχύσεως προς τας σκηνάς του ουρανού, εν αγάπη ακλινεί, ασκήσει και ταπεινώσει») (απολυτίκιο της οσίας).

Έχει τονιστεί πολλές φορές ότι τη χάρη ενός αγίου και γενικώς ενός ανθρώπου απλού την βλέπουμε φανερά από το τι μας προκαλεί στην προσέγγισή του. Ένας άγιος πάντοτε μας ανεβάζει πνευματικά, μας κάνει να βλέπουμε τον αληθινό σκοπό της ζωής, μας δίνει ώθηση να αποκαλυφθεί ο καλύτερος εαυτός μας. Με τον άγιο δηλαδή βγαίνει το γέλιο της ψυχής μας, γινόμαστε όντως άνθρωποι. Αυτό με ένα λόγο που έχει ο άγιος, τη χάρη του Θεού, αυτό και μεταγγίζει. Πώς το λέει ο ίδιος ο Κύριος; «Το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με την οσία Υπομονή. Η προσέγγισή της από κάθε άνθρωπο οδηγούσε στην εν Θεώ αύξηση του ανθρώπου, στη φανέρωση του χαρισματικού εαυτού του. Και δεν είναι λόγια που τα λέμε εμείς σήμερα εγκωμιαστικά. Είναι η εμπειρία της εποχής, καταγεγραμμένη από ανθρώπους που την ήξεραν και μάλιστα αγίους. Ας ακούσουμε για παράδειγμα τι λέει ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, Γεννάδιος ο Σχολάριος, σε συγκεκριμένο λόγο του «Επί τη κοιμήσει της μητρός του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΑ΄ αγίας Υπομονής» :

 «Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Κι ακόμη: «Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού, αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:  Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποιναν Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν”. Η «Αγία Δέσποινα», όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. “Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής”» (Ι. Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης).

Το μόνο που ίσως αυθόρμητα έρχεται και σε εμάς να κάνουμε μπροστά στην οσία Υπομονή είναι να τη μεγαλύνουμε όπως και η Εκκλησία μας: «Είθε να χαίρεις, Υπομονή, συ που αναδείχτηκες πρότυπο υπομονής, στήλη της σωφροσύνης, στέρεο τείχος των αρετών και ταμείο της αγάπης, συ που είσαι η ένδοξη κορυφή των ένθεων βασιλισσών» («Χαίροις εκμαγείον υπονονής, στήλη σωφροσύνης, αδιάσειστον αρετών τείχος και ταμείον, Υπομονή, αγάπης, ενθέων βασιλίδων κέρας περίδοξον»).

12 Μαρτίου 2022

ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ κ. Σ Ε Ρ Α Φ Ε Ι Μ

ΕΠΙ Τῌ ΚΥΡΙΑΚῌ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ 2022

Τέκνα μου ἀγαπητὰ καὶ περιπόθητα,

Τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ κρατώντας, τῶν Ἁγίων τὶς ὄψεις, τὰ τίμια λείψανά τους, πορευόμαστε ἀνάμεσα στοὺς Χριστιανοὺς μέσα στὸ Ναό, ὅπως τὸ Τυπικὸ ὁρίζει κι ἡ παλαιὰ συνήθεια. Μὰ κι οἱ πιστοὶ στὰ χέρια τους εὐλαβικὰ βαστοῦν εἰκόνες χάρτινες, μ’ ἐκεῖνες τὶς ἅγιες μορφὲς ποὺ τιμοῦν κι ἀγαποῦν. Γιορτάζουμε καὶ χαίρεται ἡ ψυχή μας σήμερα τὶς μορφές.

Κι ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς μνημόνευσης «Τῶν τῆς Ὀρθοδοξίας προμάχων», ὅλων ἐκείνων ποὺ δὲν πείστηκαν ἀπὸ τὸ ψεῦδος· ἐκείνων ποὺ ἔμειναν στὴν ἀλήθεια σταθεροί· ἐκείνων «τῶν εὐσεβῶν Βασιλέων, ἁγιωτάτων Πατριαρχῶν, Ἀρχιερέων, Διδασκάλων, Μαρτύρων, Ὁμολογητῶν», μὲ συγκίνηση καὶ θαυμασμὸ ἀναρωτιόμαστε: πῶς οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ σήκωσαν στοὺς ὤμους τους ὁλάκερη τὴν οἰκουμένη.

Κι ἂν σήμερα τιμοῦμε καὶ θαυμάζουμε τὴ στάση τους, δὲν συνέβη τὸ ἴδιο καὶ στὴν ἐποχή ποὺ ἔζησαν. Γιατὶ ὑπέστησαν τὰ πάνδεινα οἱ τῶν εἰκόνων φίλοι καὶ προσκυνητές: λοιδωρίες καὶ ταπεινώσεις, κατηγορίες καὶ διαβολές, ἀποκλεισμοὺς καὶ ἀποπομπές, διώξεις καὶ ποινές, φυλακίσεις καὶ ἐξορίες, βασανισμοὺς καὶ μαρτύρια φρικτά. Εἶναι τὰ συναξάρια γεμάτα μὲ μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τῆς σκοτεινῆς αὐτῆς περιόδου τῆς εἰκονομαχίας. Ψυχὲς γενναῖες ποὺ εἵλκυσαν τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν διέπεμψαν στὸν κόσμο ὅλο.

Πῶς ὅμως ἔφθασαν σὲ τοῦτο τὸ κατόρθωμα; Πῶς ἀναγνώρισαν τὸ δόγμα τὸ ὀρθὸ καὶ τὸ βίωμα τῆς ἀληθείας; Πῶς δὲν ξεγελάστηκαν ἀπὸ τὴν πλάνη, ποὺ ντύθηκε μανδύα πνευματικό; Πῶς ἔμειναν σταθεροὶ καὶ ἀκλόνητοι μέσα στὸ σκοτάδι καὶ στὴ δίνη τῆς κακίας τῶν ἰσχυρῶν;

Πρώτιστα ἀγάπησαν τὸ Θεὸ καὶ τὸ λόγο Του. Ἀναζήτησαν τὴ φωνή Του παντοῦ: στὴ Γραφή, στὴ Λατρεία, στὴν Ἄσκηση, στοὺς Πατέρες, στὴ φύση, στὸ συνάνθρωπο. Ἔψαξαν τὰ σημεῖα τοῦ Θεοῦ, τὰ χνάρια Του μέσα στὴν ἱστορία. Γύρεψαν τὴ μυστική Του παρουσία στὴ ζωή, τοὺς ψιθυρισμούς Του καὶ τὶς σιωπές Του. Κι ὁ Θεός, παρότι εἶναι «ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀόρατος, ἀκατάληπτος» ὡς πρὸς τή φύση, ἀπὸ τὴν πολλὴ Του ἀγάπη πρὸς Ἐκείνους ποὺ τὸν ἀναζητοῦν, ἔγινε προσιτός καὶ προσεγγίσιμος, καταληπτός καὶ μεθεκτός, ἔγινε φῶς καὶ ἐνέργεια ἄκτιστη ποὺ κοινωνεῖ καὶ χαριτώνει τοὺς Ἁγίους σὲ κάθε ἐποχὴ καὶ περίσταση.

Τὰ Ἅγια αὐτὰ πρόσωπα, ποὺ ἀξιώθηκαν θείων ἐμπειριῶν, αἰσθάνθηκαν τὴ μέγιστη χαρά, μὰ ἔπειτα καὶ λύπη μεγάλη. Χαρὰ ἀνεκλάλητη γιὰ τὴ θεία ἐπίσκεψη. Λύπη ἄφατη, γιατὶ ὁ Θεὸς μετὰ τὴν ἀποκάλυψή Του ἀποσύρεται πάντα ξανὰ στὴ σιωπή.

Γλυκὰ πληγώθηκε ἡ ψυχή τους ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆραν ἀπόφαση νὰ ζήσουν κάθε στιγμὴ τοῦ βίου τους μὲ τρόπο τέτοιο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ ἑλκύει τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔκαναν τὴ θεία ἐμπειρία βίωμα καθημερινό. Κάθε ἀνάσα καὶ κάθε πνοή τους ἔψαχνε τὸ Θεῖο, κάθε ἔργο καὶ κάθε κόπος προσφέρονταν στὴν ἀναζήτησή Του, κάθε λόγος καὶ κάθε προσευχή ἀποσκοποῦσαν στὴ σχέση μαζί Του. Κι ἦταν ἡ ζωὴ αὐτὴ ὄμορφη. Κι εἶχε νόημα αὐτὴ ἡ ζωή. Κι ἦταν μιὰ ζωὴ ἀληθινὴ ποὺ ἀντιστεκόταν στὰ πάθη, καὶ καταργοῦσε τὶς κακίες, και νικοῦσε τελικά τὸν ἴδιο τὸ θάνατο.

Κι ὅταν κάποιος ἔχει ζήσει μιὰ ζωὴ ὀμορφιᾶς καὶ ἀλήθειας, δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει τὸ βίωμα τῆς ἀσχήμιας καὶ τοῦ ψεύδους. Τοῦτο συνέβη καὶ στοὺς χρόνους τῆς εἰκονομαχίας. Κάποια πρόσωπα ποὺ προσέγγιζαν τὴν πίστη ἰδεολογικά, καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικά, ἔκριναν πὼς ἡ προσκύνηση τῶν εἰκόνων ὁδηγεῖ σὲ λατρεία τῆς ὕλης, τοῦ κτιστοῦ κόσμου καὶ ὄχι τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ. Ὁ πειρασμὸς ποὺ ἀναφέρονταν ὑπαρκτός. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τους ἔμοιαζε ἄρτια καὶ πλήρης. Τὰ ἐπιχειρήματα πού προέβαλαν λογικοφανή καὶ πειστικά. Ὁ λόγος τους φιλοσοφικός καὶ βαθυστόχαστος. Ο τρόπος τους ἔμοιαζε ἀνώτερος καὶ πνευματικός. Κι ὅμως οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δὲν πείστηκαν ἀπὸ τὴ δική τους θεώρηση, δὲν ἀκολούθησαν τὴ δοξασία τῆς ἀπόρριψης τῶν ἱερῶν εἰκόνων. Γιατί αὐτὸ συνέβη;

  Μὰ ἀκριβῶς γιατί οἱ λόγοι τῶν εἰκονομάχων δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας εἶχε ἐντάξει στὴ ζωή Της τὴν τιμητικὴ προσκύνηση τῶν εἰκόνων ἀπὸ πολὺ νωρίς. Ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἦταν ὁ πρῶτος ποὺ ἁγιογράφησε τὴν ὅψη τῆς Θεοτόκου. Τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καὶ οἱ μορφὲς τῶν Ἁγίων βρίσκονται ἀποτυπωμένες ἀπὸ τοὺς Χριστιανοὺς στὶς κατακόμβες. Οἱ πρῶτοι Ναοὶ κοσμήθηκαν ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων. Οἱ πιστοί τοποθέτησαν εἰκόνες τοῦ σαρκωμένου Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς Μητρός Του, τῶν Ἁγίων Του στὰ σπίτια τους. Ἔζησαν ἀνάμεσα στὶς εἰκόνες, προσευχήθηκαν μπροστά σ’ αὐτές, κατέθεσαν πόνους καὶ παθήματα ἐνώπιόν τους, τὶς λιτάνευσαν σὲ καιροὺς εἰρήνης καὶ σὲ χρόνους δυστυχιῶν, δέχθηκαν θεραπεῖες καὶ θαύματα ἀπὸ τὴν προσκυνησή τους. Ἡ ζωή, ἡ πίστη καὶ ἡ εὐλάβεια τῶν χριστιανῶν ἦταν συνυφασμένη γιὰ αἰῶνες μὲ τὶς ἱερές εἰκόνες, γιατί ἡ τιμή «διαβαίνει στό πρωτότυπο».

Οἱ πολέμιοι τῶν εἰκόνων εἰσηγήθηκαν, καὶ τελικὰ προσπάθησαν νὰ ἐπιβάλουν μὲ τὴ βία, μιὰ ζωή χωρὶς εἰκόνες. Μιὰ ζωὴ ποὺ ὁ Θεὸς εἶναι ἀπόμακρος, ξένος, ἄγνωστος. Μιὰ ζωὴ ποὺ ἡ ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, τὸ πρόσωπό Του, τὸ σῶμα του, τὰ γεγονότα τοῦ βίου του ὑποτιμῶνται καὶ δὲν κρίνονται ἄξια ἰδιαίτερης ἀναφορᾶς. Μιὰ ζωὴ ποὺ στερεῖ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν ἁπτὴ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ.

Μὰ πῶς νὰ συμφωνήσουν οἱ Θεόπτες Ἅγιοι, ἐκεῖνοι ποὺ τοὺς ἐπισκέφθηκε ὁ Θεός, τούτη τὴν ἀλλαγή; Πῶς νὰ δεχθοῦν μιὰ ζωὴ χωρὶς τὴν ὅψη τοῦ Θεοῦ; Πῶς νὰ στερηθοῦν τὴ παρηγορία τῆς μορφῆς τῶν Ἁγίων; Πῶς νὰ ἐκφράσουν ἁπτὰ τὴν ἀγάπη τους χωρὶς τὸ ἄγγιγμα καὶ τὸν ἀσπασμό τῶν ἱερῶν εἰκόνων;

Ὁ δρόμος τοῦ βιώματος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔκανε τοὺς ὑπέρμαχους τῶν εἰκόνων νὰ ἀπορρίψουν τὶς δοξασίες τῶν εἰκονοκλαστῶν. Ἔχοντας βιώσει τὴν ἀλήθεια, τὸ κάλλος, τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, μποροῦσαν νὰ ἀναγνωρίσουν ποιὰ δόγματα ἦταν ἀληθῆ καὶ ποιὰ ὁδηγοῦσαν στὴν πλάνη καὶ τὴν ἀπώλεια.

Αὐτὸν τὸν τρόπο τῶν Ἁγίων ἔχουμε κι ἐμεῖς, ἀγαπητά μου παιδιά, μεγάλη ἀνάγκη στοὺς δύσκολους καιρούς μας. Σήμερα ποὺ πολλὰ ἀκούγονται ἀπὸ πολλούς. Σήμερα ποὺ ὑπάρχει σύγχυση μεγάλη τόσο ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας, ὅσο καὶ ἐξαιτίας τῆς πλάνης. Σήμερα πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε τῶν Μαρτύρων καὶ τῶν ὁμολογητῶν τὸ παράδειγμα.

Πρέπει νὰ ζήσουμε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Κάθε τι ποὺ ἡ Ἐκκλησία κομίζει καὶ μᾶς προσφέρει ὑπάρχει γιὰ νὰ γίνει ζωὴ πίστης, ὁμορφιᾶς καὶ νοήματος. Πρέπει νὰ ζήσουμε καὶ νὰ χαροῦμε τὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεό, μὲ τοὺς ἀδελφούς μας, μὲ τὴν κτίση ὅλη. Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλευθερία γιὰ τὸν χριστιανὸ ἀποτελοῦν κριτήρια ἀληθείας σὲ κάθε περίσταση τοῦ βίου. Ὁ ἄνθρωπος ὁ σφιγμένος, ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μπερδέψει τὴ μιζέρια μὲ τὴν πνευματικότητα, δὲν θὰ εἶναι δύσκολο νὰ ξεγελαστεῖ καὶ νὰ ἀποδεχθεῖ ἕνα κίβδηλο δόγμα ἢ μιὰ πλανεμένη διδασκαλία.

Πρέπει ἐπίσης, τὸ βίωμα τῆς Ἐκκλησίας νὰ τὸ κάνουμε λόγο. Τὰ ὅσα ζήσαμε μέσα στὴ μυστηριακὴ ζωή, μέσα στὸν κοινοτικὸ βίο, μέσα στὰ ἅγια καὶ στὰ καθημερινὰ καλούμαστε νὰ τὰ ἐκφράσουμε, νὰ τὰ περιγράψουμε καὶ νὰ τὰ μοιραστοῦμε μὲ τοὺς ἀνθρώπους γύρω μας. Μ’ αὐτὸν τον τρόπο θέτουμε τὴν ἐμπειρία μας ταπεινὰ στὴν κρίση τῆς Ἐκκλησίας. Δὲν ἐμπιστευόμαστε τὸν κλειστό μας ἑαυτό, ἀλλὰ τὸ ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα. Κι ἔτσι ὁ λόγος γίνεται διάλογος γόνιμος μεταξύ μας ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀλήθεια. Κι ὁ λόγος αὐτὸς παρηγορεῖ, θεραπεύει καὶ θαυματουργεῖ γιατὶ εἶναι γνήσια ἐκκλησιαστικός. Γιατί δὲν εἶναι λόγος ποὺ καταγγέλει καὶ διαμαρτύρεται ἀδιάκριτα, δὲν εἶναι λόγος ποὺ εἰσάγει ἔριδες καὶ σχίσματα. Ἀλλὰ εἶναι λόγος ἀγάπης καὶ ἑνότητας και θυσίας.

Ἔτσι ἡ ἐκκλησιαστική ζωή ἀνοίγεται σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ γίνεται πρόσκληση πρὸς κάθε πονεμένο ἄνθρωπο. Ὄχι ἀόριστη καὶ ἀσαφής, ἀλλὰ συγκεκριμένη καὶ σαρκωμένη, στὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἐκκλησία, στὴ ζωὴ τοῦ κάθε χριστιανοῦ, στὸ κάθε πρόσωπο.

Γιορτάζουμε σήμερα, ἀγαπητά μου παιδιά, τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ὀρθοπραξία, τὸ λόγο καὶ τὴν πράξη, τὴ θεωρία καὶ τὸ βίωμα. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύφθηκε στοὺς Πατέρες μας καὶ ἀποκαλύπτεται μυστικὰ καὶ σὲ μᾶς γιὰ νὰ πιστέψουμε καὶ νὰ ζήσουμε, γιὰ νὰ ἀγωνιστοῦμε καὶ νὰ εὐφρανθοῦμε, γιὰ νὰ φωτισθοῦμε καὶ νὰ ἀγιασθοῦμε. Ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται μυστικὰ καὶ σὲ μᾶς γιὰ νὰ μὴ χαθοῦμε στό σκοτάδι τοῦ ψεύδους ποὺ πάντα πειράζει τοὺς ἀγωνιστὲς μέσα στὸν κόσμο.

Εὐχόμαστε σὲ ὅλους, τούτη τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ νὰ ἀξιωθεῖτε νὰ βιώσετε τὴν Ἀλήθεια ποὺ ἐλευθερώνει καὶ ἀναπαύει, τὴν Ἀλήθεια ποὺ χαριτώνει καὶ σώζει, τὴν Ἀλήθεια ποὺ φωτίζει καὶ ἑνώνει.

   Εὔχομαι ἀπὸ καρδίας ἔτη πολλὰ καὶ καρποφόρος ἡ ἀρξαμένη Ἁγία καὶ Μεγάλη Τεσσαρακοστή!

Μετά πατρικῶν εὐχῶν

Ο  Μ Η Τ Ρ Ο Π Ο Λ Ι Τ Η Σ

+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ)

Τό Συνοδικό τῆς Ὀρθοδοξίας πού ἀκοῦμε τήν Α΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν ἐκφράζει τήν πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ἴδια βρίσκεται στόν κόσμο ὄχι σάν ἕνας κλῶνος στό δένδρο τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅπως πιστεύουν διάφοροι αἱρετικοί, ἀλλά σάν τό ἴδιο τό δένδρο, ἡ προέκταση κατ’ ἀλήθειαν τοῦ Κυρίου, «ὁ Χριστός παρατεινόμενος εἰς τούς αἰῶνας» (ἱερός Αὐγουστίνος).

 «Οἱ προφῆται ὡς εἶδον, οἱ Ἀπόστολοι ὡς ἐδίδαξαν, ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν, οἱ Διδάσκαλοι ὡς ἐδογμάτισαν, ἡ Οἰκουμένη ὡς συμπεφώνηκεν, ἡ χάρις ὡς ἔλαμψεν… ὁ Χριστός ὡς ἐβράβευσεν. Οὕτω φρονοῦμεν, οὕτω λαλοῦμεν, οὕτω κηρύσσομεν Χριστόν τόν ἀληθινόν Θεόν ἡμῶν…». «Αὕτη ἡ πίστις τῶν Ἀποστόλων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Πατέρων, αὕτη ἡ πίστις τῶν Ὀρθοδόξων, αὕτη ἡ πίστις τήν Οἰκουμένην ἐστήριξεν».

1. Ἡ πεποίθηση αὐτή σημαίνει πρῶτα ἀπό ὅλα ὅτι ἄν θέλει κανείς νά ἔχει ὀρθή σχέση μέ τόν Χριστό, ἄν θέλει νά Τόν δεῖ ἀνόθευτα καί γνήσια, πρέπει νά ἐνταχτεῖ στό σῶμα της, νά γίνει μέλος της, νά βαπτιστεῖ ὀρθόδοξος χριστιανός. Διότι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία κρατάει στέρεη, μέ ἱστορικά στοιχεῖα καί ἀποδείξεις ἀλλά καί χαρισματικά μέ τό πλῆθος τῶν ἁγίων της, τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί τήν φανερώνει στόν κόσμο μέ σύνολη τή ζωή της. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ὁ χριστιανός δέν ἔχει δική του πίστη καί κοσμοθεωρία. Ἡ πίστη του εἶναι ἡ πίστη τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας ὁ ἴδιος (πρέπει νά) εἶναι συνειδητό μέλος. Ἄν ἐνδεχομένως διαφοροποιηθεῖ καί θελήσει νά ἔχει δική του πίστη, τότε παύει αὐτομάτως νά ἀνήκει καί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ἔθεσε τόν ἑαυτό του ὑπεράνω τοῦ ὅλου, τοῦ σώματος - στήν πραγματικότητα κινήθηκε στόν δρόμο τῆς «αὐτοθεοποίησης», ἐπιλέγοντας τό ἐγώ του ὡς κριτήριο πάντων. 

2. Ἔτσι τό βασικό γνώρισμα τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή («ἐλάβομεν χάριν καί ἀποστολήν εἰς ὑπακοήν πίστεως» (Ρωμ.1,5) θά ἐπισημάνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος), ἄρα καί ἡ ταπείνωση – ταπείνωση καί ὑπακοή πάντοτε συνυπάρχουν. Γι’ αὐτό καί ἐπανειλημμένως τονίζεται ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι τόσο ὁ ἐνάρετος (κι ἴσως ὑπερήφανος), ὅσο ὁ ταπεινός. Κι ἡ ταπείνωση αὐτή κρίνει καί τή γνησιότητα τῆς ὅποιας νομιζομένης ἁγιότητας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ θεωρούμενος ἅγιος εἶναι τόσο πιό πολύ ἅγιος, ὅσο εἶναι ἕτοιμος νά ὑπακούει στήν Ἐκκλησία, μέ τήν ὑπάρχουσα ἁγιοπνευματική συνοδική δομή της καί τούς κανονικούς ποιμένες της. Ποτέ κανείς πραγματικά ἅγιος ἄλλωστε δέν ἔθεσε τή δική του ἁγιότητα ὑπεράνω τῆς ἁγιότητας τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι οἱ μεγάλοι σύγχρονοι ἅγιοι Γέροντες, σάν τούς ὁσίους Πορφύριο, Παΐσιο, Ἰάκωβο, Σωφρόνιο, εἶχαν ἔντονο ἐκκλησιαστικό φρόνημα καί παρέπεμπαν πάντοτε τούς ἀνθρώπους νά ἐνταχτοῦν στήν κανονική ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέλη τίμια τῆς ὁποίας ἦσαν καί εἶναι καί οἱ ἴδιοι.

(Ἄς ἀκούσουμε γιά παράδειγμα τόν συγκλονιστικό λόγο τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, ἐπαναλαμβάνοντας παρόμοιο λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «προτιμῶ νά πλανῶμαι ἐντός τῆς Ἐκκλησίας παρά νά εἶμαι ἅγιος ἐκτός αὐτῆς», ἤ αὐτά πού γράφει ἐκτεταμένα ἐπ’ αὐτοῦ σέ μιά ἐπιστολή του ὁ ὅσιος Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ: «Πιστεύω στόν Χριστό. Πιστεύω τόν Χριστό. Εἶμαι δεμένος μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἐμπιστεύομαι μόνον τόν Χριστό πού γνώρισα στήν Ἐκκλησία… Ὁ Χριστός, τόν Ὁποῖο μοῦ ἔδωσε ἡ Ἐκκλησία! Δέν καταφρονῶ κανένα μέσο πού συντελεῖ στήν ἕνωσή μου μέ τόν Χριστό. Ἀλλά εἶναι ἄραγε δυνατό νά βροῦμε κάπου ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία σέ μεγαλύτερη ἀφθονία αὐτά τά μέσα; Στήν Ἐκκλησία ἔχω τόν ἐνσαρκωθέντα Θεό μέ τρόπο, ὥστε νά τρῶμε καί νά πίνουμε τόν Θεό, νά ἀναπνέουμε τόν Λόγο Του. Μέ τό ὄνομά Του, τόν Λόγο Του, τή δύναμή Του τελοῦμε τά μυστήρια. Καί τά μυστήρια αὐτά δέν ἀποτελοῦν κάποια ἁπλά μόνο σύμβολα, ἀλλά ἀληθινή πραγματικότητα. Καί ὅλη ἡ πεῖρα αὐτό μαρτυρεῖ τόσο ὁλοφάνερα». Καί σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς σημειώνει τά ἑξῆς καταπληκτικά: «Ὁ χριστιανισμός δέν μπορεῖ νά μήν εἶναι ἐκκλησιαστικός, ἄν ἐξετάσουμε προσεκτικά τήν Ἐκκλησία ὡς σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἤ ὡς ἱστορικό φαινόμενο, ὡς κοινότητα τῶν χριστιανῶν… Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού μοῦ δίνει ἡ Ἐκκλησία; Τό βάπτισμα, τή μετάνοια, τήν κοινωνία, τήν ἱερωσύνη κλπ. Μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία, σύμφωνα πάντα μέ τό μέτρο τῶν δυνατοτήτων μου, γίνομαι κληρονόμος τῆς πιό μεγαλειώδους παραδόσεως πού ὑπάρχει στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας καί μέσα στήν Ἐκκλησία ζῶ συνεχῶς τήν πιό ζωντανή σχέση μέ τόν Ἰωάννη τόν Θεολόγο καί τόν Παῦλο καί τούς Ἀποστόλους, μέ τόν Ἀθανάσιο, τόν Βασίλειο καί τούς ἄλλους Πατέρες, μέ τόν Ἀντώνιο καί τον Σισώη, μέ τόν Μακάριο καί τόν Ἰσαάκ, μέ τόν Μάξιμο καί τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, μέ τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ, τόν Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ. Αὐτοί εἶναι οἱ οἰκεῖοι μου, οἱ συγγενεῖς μου. Τούς παρέλαβα ὅμως στήν ἐκκλησιαστική τάξη. Ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ σύνδεσμος μαζί τους ἐξασθενεῖ. Ἔστω καί σέ μικρότερο μέτρο, ζῶ ὅμως τήν ἴδια ζωή μέ αὐτούς. Διά μέσου τῆς Ἐκκλησίας διαμορφώνω στή συνείδησή μου τήν εἰκόνα τοῦ ἀπό ἄπειρη ἀγάπη Ἐσταυρωμένου γιά τίς ἁμαρτίες μας Χριστοῦ. Εἰκόνα πού πάντοτε μέ πρᾶο, ἀλλά ἔντονο τρόπο, ἑλκύει τήν ψυχή μου! Καί νά, ὅλα αὐτά μοῦ δίνουν τή δύναμη νά ὑπομένω πολλά ἀνόητα διεστραμμένα, πού συναντᾶμε στό ἐκκλησιαστικό περιβάλλον»).

3. Εἶναι αὐτονόητο βεβαίως ἔτσι ὅτι ὀρθόδοξος δέν εἶναι ὁ ἁπλῶς ὀρθοδοξολογῶν, ἀλλά ἐκεῖνος πού ζεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστη, πού τηρεῖ τό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, ἐκεῖνος δηλαδή πού  κ α ί  πιστεύει στόν Χριστό, ἀλλά  κ α ί  ἀγαπᾶ τόν συνάνθρωπό του κατά τήν ἐντολή τοῦ Ἴδιου. Μία ὀρθοδοξολογία χωρίς τήν ἐμψύχωσή της ἀπό τήν ἴδια τή ζωή συνιστᾶ τόν ὁρισμό τῆς ὑποκρισίας καί τῆς πνευματικῆς νέκρας! «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰακ. 2, 26). «Πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. 5, 6). Ἡ ἐνεργοποίηση αὐτή τῆς πίστεως διά τῆς ἐν Χριστῶ ἀγάπης καθιστᾶ βεβαίως τόν ἄνθρωπο προέκταση τοῦ Χριστοῦ - ἕνας ἄλλος Χριστός ἐπί τῆς γῆς! Ὄπως τό ἀπεκάλυψε καί τό ὑποσχέθηκε ὁ Ἴδιος: «ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα» (Ἰωάν. 15, 5). Κι ὅπως τό κήρυσσαν καί οἱ Ἀπόστολοι: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).

4. Κι ἔτσι οἱ ἅγιοί μας πού ἔζησαν καί ζοῦν τήν πίστη δείχνουν τό βάθος τῆς σημασίας καί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν εἰκόνων - ὅ,τι ἑορτάζουμε ἱστορικά τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας: ἀποκατέστησαν μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τή ζοφωμένη ἀπό τήν ἁμαρτία εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μέσα τους, γι’ αὐτό καί τιμώντας αὐτούς τόν Χριστό στήν πραγματικότητα τιμοῦμε καί δοξάζουμε. «…Τόν μέν (Χριστόν) ὡς Θεόν καί Δεσπότην προσκυνοῦντες καί σέβοντες, τούς δέ (ἁγίους) διά τόν κοινόν Δεσπότην, ὡς αὐτοῦ γνησίους θεράποντας τιμῶντες, καί τήν κατά σχέσιν προσκύνησιν ἀπονέμοντες» κατά τή διατύπωση καί πάλι τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας.

Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ ἑορτή ὄχι γιά θριαμβολογίες ἀλλά γιά πρόκληση προβληματισμοῦ πάνω στήν ποιότητα καί τῆς δικῆς μας πίστεως: ἄν πορευόμαστε μέ γνώμονα τήν ἀληθινή πίστη τοῦ Χριστοῦ ἤ ἄν τήν ἀλλοιώνουμε μέ ξένα πρός αὐτήν στοιχεῖα. Κι ὁ Κύριος ὑπῆρξε ἀπόλυτος στό σημεῖο αὐτό: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει» (Ματθ. 12, 30). Ἤ μαζί Του ἤ δυστυχῶς ἐναντίον Του!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ (Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ιωάν. 1, 44-52)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται,  εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν  τὸν  υἱὸν  τοῦ Ἰωσὴφ  τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι;  λέγει  αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου  καὶ ἴδε.  εἶδεν ὁ Ἰησοῦς  τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦΘεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε  τὸν  οὐρανὸν ἀνεῳγότα,  καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, ὁ Ἰησοῦς ἀποφάσισε νά πάει στή Γαλιλαία. Βρίσκει τότε τόν Φίλιππο καί τοῦ λέει: «Ἔλα μαζί μου». Ὁ Φίλιππος καταγόταν ἀπό τή Βηθσαϊδά, τήν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καί τοῦ Πέτρου. Βρίσκει ὁ Φίλιππος τόν  Ναθαναήλ καί τοῦ λέει: «Αὐτόν πού προανήγγειλε ὁ Μωυσῆς στόν νόμο καί οἱ προφῆτες, τόν βρήκαμε· εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιός τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τή Ναζαρέτ». «Μπορεῖ ἀπό τή Ναζαρέτ νά βγεῖ τίποτα καλό;» τόν ρώτησε ὁ Ναθαναήλ. «Ἔλα καί δές μόνος σου», τοῦ λέει ὁ Φίλιππος. Ο Ἰησοῦς εἶδε τόν Ναθαναήλ νά πλησιάζει καί λέει γι' αὐτόν: «Νά ἕνας γνήσιος Ἰσραηλίτης, χωρίς δόλο μέσα του». «Ἀπό ποῦ μέ ξέρεις;» τόν ρωτάει ὁ Ναθαναήλ. Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπάντησε: «Προτοῦ σοῦ πεῖ ὁ Φίλιππος νά ’ρθεῖς, σέ εἶδα πού ἤσουν κάτω ἀπ' τή συκιά». Τότε ὁ Ναθαναήλ τοῦ εἶπε: «Διδάσκαλε, ἐσύ εἶσαι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ἐσύ εἶσαι ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ». Κι ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε: «Ἐπειδή σοῦ εἶπα πώς σέ εἶδα κάτω ἀπό τή συκιά, γι' αὐτό πιστεύεις; Θά  δεῖς  μεγαλύτερα  πράγματα ἀπ' αὐτά».  Καί  τοῦ λέει:  «Σᾶς βεβαιώνω ὅτι σύντομα θά δεῖτε νά ἔχει ἀνοίξει ὁ οὐρανός, καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν πάνω στόν Υἱό τοῦ Ἀνθρώπου».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εβρ. 11, 24-26, 32-40)

Ἀδελφοί, πίστει Μωϋσῆς μέγας γενόμενος ἠρνήσατο λέγεσθαι υἱὸς θυγατρὸς Φαραώ, μᾶλλον ἑλόμενος συγκακουχεῖσθαι τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ ἢ πρόσκαιρον ἔχειν ἁμαρτίας ἀπόλαυσιν,  μείζονα  πλοῦτον ἡγησάμενος τῶν Αἰγύπτου θησαυρῶν τὸν ὀνειδισμὸν τοῦ Χριστοῦ, ἀπέβλεπεν γὰρ εἰς τὴν μισθαποδοσίαν. Καὶ τί ἔτι λέγω; ἐπιλείψει με γὰρ διηγούμενον ὁ χρόνος περὶ Γεδεών, Βαράκ, Σαμψών, Ἰεφθάε, Δαυῒδ  τε  καὶ Σαμουὴλ  καὶ τῶν  προφητῶν,  οἳ διὰ πίστεως κατηγωνίσαντο  βασιλείας,  εἰργάσαντο  δικαιοσύνην, ἐπέτυχον ἐπαγγελιῶν, ἔφραξαν στόματα λεόντων, ἔσβεσαν δύναμιν πυρός, ἔφυγον  στόματα  μαχαίρας, ἐνεδυναμώθησαν ἀπὸ ἀσθενείας, ἐγενήθησαν ἰσχυροὶ ἐν  πολέμῳ,  παρεμβολὰς ἔκλιναν ἀλλοτρίων· ἔλαβον  γυναῖκες ἐξ ἀναστάσεως  τοὺς  νεκροὺς  αὐτῶν· ἄλλοι  δὲ ἐτυμπανίσθησαν,  οὐ προσδεξάμενοι  τὴν ἀπολύτρωσιν, ἵνα κρείττονος ἀναστάσεως τύχωσιν· ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον, ἔτι  δὲ δεσμῶν  καὶ φυλακῆς· ἐλιθάσθησαν, ἐπρίσθησαν, ἐπειράσθησαν, ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον, περιῆλθον ἐν  μηλωταῖς, ἐν  αἰγείοις  δέρμασιν, ὑστερούμενοι,  θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐπὶ ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς. Καὶ οὗτοι πάντες μαρτυρηθέντες διὰ τῆς πίστεως οὐκ ἐκομίσαντο τὴν ἐπαγγελίαν, τοῦ Θεοῦ περὶ ἡμῶν κρεῖττόν τι προβλεψαμένου, ἵνα μὴ χωρὶς ἡμῶν τελειωθῶσι.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, μέ τήν πίστη ὁ Μωυσῆς, ὅταν πιά μεγάλωσε, ἀρνήθηκε νά ὀνομάζεται γιός τῆς κόρης τοῦ Φαραώ· προτίμησε νά ὑποφέρει μαζί μέ τόν λαό τοῦ Θεοῦ, παρά ν' ἀπολαμβάνει τήν πρόσκαιρη ἁμαρτωλή ζωή.  Θεώρησε  μεγαλύτερο  πλοῦτο ἀπό  τούς  θησαυρούς  τῆς Αἰγύπτου τόν ἐξευτελισμό, σάν ἐκεῖνον πού ὑπέφερε ὁ Χριστός, γιατί ἀπέβλεπε στήν ἀνταπόδοση. Χρειάζεται νά συνεχίσω; Δέ θά μέ πάρει ὁ χρόνος  νά  διηγηθῶ γιά  τόν  Γεδεών,  τόν  Βαράκ,  τόν  Σαμψών,  τόν Ἰεφθάε, τόν Δαβίδ, τόν Σαμουήλ καί τούς προφῆτες. Μέ τήν πίστη κατατρόπωσαν  βασίλεια, ἐπέβαλαν  τό  δίκαιο,  πέτυχαν  τήν πραγματοποίηση  τῶν ὑποσχέσεων  τοῦ Θεοῦ, ἔφραξαν  στόματα λεόντων· ἔσβησαν τή δύναμη τῆς φωτιᾶς, διέφυγαν τή σφαγή, ἔγιναν ἀπό ἀδύνατοι ἰσχυροί, ἀναδείχτηκαν ἥρωες στόν πόλεμο, ἔτρεψαν σέ φυγή ἐχθρικά στρατεύματα· γυναῖκες ξαναπῆραν πίσω στή ζωή τούς ἀνθρώπους τους, κι ἄλλοι βασανίστηκαν ὥς τόν θάνατο, χωρίς νά δεχτοῦν τήν ἀπελευθέρωσή τους, γιατί πίστευαν ὅτι μποροῦσαν ν' ἀναστηθοῦν σέ μιά καλύτερη ζωή. Ἄλλοι δοκίμασαν ἐξευτελισμούς καί μαστιγώσεις, ἀκόμη καί δεσμά καί φυλακίσεις. Λιθοβολήθηκαν, πριονίστηκαν,  πέρασαν  δοκιμασίες,  θανατώθηκαν  μέ  μαχαίρι, περιπλανήθηκαν  ντυμένοι  μέ  προβιές  καί  κατσικίσια  δέρματα, ἔζησαν μέ στερήσεις, ὑπέφεραν καταπιέσεις, θλίψεις καί κακουχίες –ὁκόσμος δέν ἦταν ἄξιος νά ’χει τέτοιους ἀνθρώπους– πλανήθηκαν σέ ἐρημιές καί βουνά, σέ σπηλιές καί σέ τρύπες τῆς γῆς. Ὅλοι οἱ παραπάνω, παρά τήν καλή μαρτυρία τῆς πίστης τους, δέν πῆραν ὅ,τι τούς ὑποσχέθηκε ὁ Θεός. Αὐτός εἶχε προβλέψει κάτι καλύτερο γιά μᾶς, ἔτσι ὥστε νά μή φτάσουν ἐκεῖνοι στήν τελειότητα χωρίς ἐμᾶς.

ΤΟ ΔΙΑ ΚΟΛΛΥΒΩΝ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΤΗΡΩΝΟΣ

ΣΑΒΒΑΤΟΝ Α΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τῇ μαρτυρικῇ σου πρός Θεόν παρρησίᾳ Θεόδωρε, τό τοῦ ἀποστάτου, κατά τῆς Χριστοῦ πίστεως μηχάνημα, μάταιον ἀπετέλεσας· ὑπέρμαχος τῷ εὐσεβοῦντι χρηματίσας λαῷ, δι’ ἐπιστασίας φρικτῆς, τῶν μεμολυσμένων βρωμάτων θυσίαις εἰδωλικαῖς αὐτούς λυτρωσάμενος· ὅθεν σε καί εἰδώλων καθαιρέτην καί ὡς τῆς ποίμνης Χριστοῦ σωτῆρα καί φύλακα, καί προστάτην ἡμῶν εὐεπήκοον, τιμῶντες, δεόμεθα ἐν ᾅσμασιν, ἱλασμόν καί φωτισμόν, διά σοῦ δωρηθῆναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν» (Ἀπόστιχα αἴνων, ἰδιόμελον εἰς ἦχον γ΄).

(Μέ τήν παρρησία πού ἔχεις πρός τόν Θεό ὡς μάρτυς, Θεόδωρε, ὁδήγησες στό κενό τό σχέδιο τοῦ ἀποστάτη βασιλιᾶ Ἰουλιανοῦ κατά τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Διότι ὡς ὑπερασπιστής τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ λύτρωσες, μέ τή φοβερή ἐμφάνισή σου, τούς πιστούς ἀπό τά μολυσμένα φαγητά λόγω τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν. Γι’ αὐτό, τιμώντας σε καί ὡς καταστροφέα τῶν εἰδώλων καί ὡς σωτήρα καί φύλακα τῆς ποίμνης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί ὡς γρήγορο προστάτη μας, σέ παρακαλοῦμε μέ τούς ὕμνους μας νά δωρίσει ὁ Κύριος μέ τίς πρεσβεῖες σου στίς ψυχές μας τό ἔλεος καί τόν φωτισμό Του).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι τό Σάββατο τῆς πρώτης ἑβδομάδας τῶν Νηστειῶν δέν εἶναι ψυχοσάββατο κατά τόν τύπο τοῦ Σαββάτου τῆς παραμονῆς τῆς Κυριακῆς τῶν Ἀπόκρεω, ἀλλά εἶναι ἀφιερωμένο στόν ἅγιο μεγαλομάρτυρα Θεόδωρο τόν Τήρωνα, λόγω μίας θαυμαστῆς ἐπέμβασής του, μέ τήν ὁποία ἔσωσε τόν πιστό λαό τῆς Κωνσταντινούπολης ἀπό μολυσμένα εἰδωλολατρικά φαγητά. Ὅπως σημειώνει τό σύντομο συναξάρι τῆς ἡμέρας «ὁ (αὐτοκράτορας) Ἰουλιανός ὁ παραβάτης, γνωρίζοντας ὅτι οἱ χριστιανοί κατεξοχήν καθαρίζουν τίς ψυχές τους μέ νηστεία τήν πρώτη ἑβδομάδα τῆς ἁγίας τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία καί μεῖς οἱ πιστοί γιά τόν λόγο αὐτόν τήν ὀνομάζουμε καθαρά ἑβδομάδα, σκέφτηκε τότε κυρίως νά τούς μολύνει. Γι’ αὐτό καί πρόσταξε κρυφά, νά βάλουν στήν ἀγορά ἐκεῖνες τίς ἡμέρες τρόφιμα πού εἶχαν μιανθεῖ ἀπό τά αἵματα τῶν εἰδωλολατρικῶν θυσιῶν. Μέ θεϊκή ἐπίνευση ὅμως φάνηκε ὁ μάρτυς Θεόδωρος στόν τότε ἀρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Εὐδόξιο τήν ὥρα πού κοιμόταν καί τοῦ φανέρωσε τό σχέδιο, ἐνῶ τοῦ παράγγειλε νά συγκαλέσει τούς πιστούς ἀμέσως τό πρωί τῆς Δευτέρας καί νά τούς ἐμποδίσει νά χρησιμοποιήσουν ἐκεῖνα τά τρόφιμα· τήν ἔλλειψη δέ τῆς ἀναγκαίας τροφῆς νά τήν ἀναπληρώσουν πρόχειρα μέ κόλλυβα πού θά φτιάξουν, δίνοντας ὁ ἅγιος τήν ἑρμηνεία ὅτι κόλλυβα ὀνομάζουμε ἐμεῖς στά Εὐχάϊτα τό βρασμένο σιτάρι. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ματαιώθηκε ὁ σκοπός τοῦ παραβάτη αὐτοκράτορα, ἐνῶ ὁ εὐσεβής λαός πού διαφυλάχθηκε ἀμόλυντος καθόλη τήν καθάρσιμη ἑβδομάδα, ἀπέδωσε στόν μάρτυρα τήν εὐχαριστία κατά τό Σάββατο αὐτό, τελώντας τή μνήμη του μέ κόλλυβα. Κι αὐτά μέν συνέβησαν περί τά μέσα τοῦ 4ου αἰῶνα, ἡ δέ Ἐκκλησία ἐπιτελεῖ κάθε χρόνο τήν ἀνάμνηση τοῦ θαύματος πρός δόξα Θεοῦ καί τιμή τοῦ μάρτυρα».  

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Θεοφάνης είχε πατέρα τον ηγεμόνα Ισαάκ και μητέρα τη Θεοδότη. Πέθανε ο πατέρας του, οπότε τον ανάθρεψε μόνη η μητέρα του. Σε ηλικία δώδεκα ετών, τον αρραβώνιασαν με μια κοπέλα, κι έζησε μαζί της οκτώ χρόνια, έχοντας και οι δύο πλούτο πολύ. Ο όσιος έχοντας ως σύμβουλο  έναν υπηρέτη του, είχε μεγάλο πόθο να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο. Όταν πέθανε και η μητέρα του, που του άφησε άπειρο πλούτο, ο πεθερός του τον εκβίαζε να εκπληρώσει ό,τι είχε κανονιστεί για τον γάμο. Πράγματι, ήλθε η ημέρα του γάμου, ετοιμάστηκε ο νυφικός κοιτώνας, ψάλθηκε ο γάμος και εκτελέστηκαν όλα τα σχετικά. Όταν όμως ήλθε η ώρα να μείνει μόνο το ζευγάρι, ο Θεοφάνης φανέρωσε τους κρυφούς λογισμούς του περί της αφιερώσεώς του στον Θεό στη νέα, η οποία και συγκατατέθηκε, με τη διαβεβαίωση ότι αυτό που εκείνος προτίθεται να κάνει, το ίδιο θα κάνει και εκείνη με προθυμία. Ο Θεοφάνης όταν άκουσε τον λόγο της γυναίκας του, ευχαρίστησε τον Θεό. Κι από τότε λοιπόν και οι δύο έκαναν τις ημερήσιες και νυκτερινές προσευχές τους.

Έμαθε τα παραπάνω ο Λέων, ο δυσσεβής βασιλιάς, όπως και ο πεθερός του, και προσπάθησε να εμποδίσει τους νέους από το σκοπό τους. Γι’ αυτό και έστειλε τον όσιο ο βασιλιάς για να βοηθήσει στην ανέγερση του Κάστρου της Κυζίκου, το οποίο κτιζόταν τότε. Απήλθε πράγματι ο τίμιος νέος, και με έξοδα δικά του έφερε σε πέρας την υπηρεσία του κυρίαρχου. Στο εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του Θεοφάνη, ο θηριώνυμος βασιλιάς και ο πεθερός του έφυγαν από τη ζωή, οπότε ελευθερώθηκε όχι μόνο ο νέος, αλλά και όλη η οικουμένη, καθώς διαδέχτηκε την εξουσία η Ειρήνη.

Επειδή όλα έγιναν όπως τα είχε στο νου του, μοίρασε την περιουσία του στους φτωχούς και τους ενδεείς και απελευθέρωσε τους υπηρέτες του. Στη δε τίμια σύζυγό του έδωσε πολλά χρήματα και την οδήγησε στη Μονή του Πρίγκιπα να γίνει μοναχή, η οποία ονομάστηκε Ειρήνη αντί Μεγαλώ. Ο ίδιος δε πρόσφερε στον Κύριο τον εαυτό του και ιερουργούσε στη Μονή που βρισκόταν στο όρος των Σιγγρανικίων και που λεγόταν Πολυχρόνια. Όταν έγινε μοναχός, δεν καταδέχτηκε καθόλου να έχει κάποια εξουσία, αλλά καθόταν ησυχάζοντας στο κελί του, έβγαζε τα της τροφής του με τα χέρια του  καλλιγραφώντας, κι έμεινε εκεί στο κελί για έξι χρόνια. Μετά από αυτά, αναχώρησε από εκεί και πήγε στο Νησί που λεγόταν Καλώνυμος, στο οποίο και έφτιαξε μοναστήρι, αλλά και πάλι επέστρεψε στο όρος της Σιγγριανής. Σε ηλικία πενήντα ετών ασθένησε από λιθίαση της κύστης με συμπτώματα νεφρικής ανεπάρκειας. Από αυτό το δύσκολο νόσημα έμεινε για πάντα κλινήρης και ακίνητος.

Ύστερα από αυτά έγινε βασιλιάς ο Λέων ο Αρμένιος. Αυτά όμως που του συνέβησαν τα γνωρίζουν όλοι. Τότε δηλαδή ο ανόητος και ανόσιος έστειλε ανθρώπους του προς τον άνθρωπο του Θεού, λέγοντας του: έλα, προσευχήσου για εμάς, διότι εκστρατεύω κατά των βαρβάρων. Ο όσιος λοιπόν επειδή δεν μπορούσε να κινηθεί, μετατέθηκε με άμαξα σε πλοίο και οδηγήθηκε προς τη Βασιλεύουσα. Και ναι μεν τη δυσειδή όψη του τύραννου δεν είδε, του έστειλε όμως εκείνος μήνυμα, λέγοντάς του: Αν δεχτείς την παράκλησή μου, θα δώσω και σε εσένα και στο Μοναστήρι σου πολλά αγαθά. Αν όχι, θα σε τιμωρήσω κρεμώντας σε σε ξύλο, έτσι ώστε να φοβηθούν και οι άλλοι. Ο δε ομολογητής είπε: Μην αδειάσεις τους θησαυρούς των δωρεών σου,  και το ξύλο της αγχόνης ή και τη φωτιά, ετοίμασέ τα σήμερα. Διότι εγώ αυτό επιθυμώ για την αγάπη του Χριστού μου.

Τα άκουσε αυτά ο αναιδής και τον παρέδωσε στον τότε πατριάρχη, τον Ιωάννη τον Μάντη, ο οποίος καυχιόταν για τη δύναμη των λόγων του και ήταν γεμάτος από το μίσος των εικονομάχων απέναντι στους ορθοδόξους. Πίστευε δηλαδή ο Λέων ότι με τις σοφιστείες του πατριάρχη θα αλλάξει το φρόνημα του οσίου. Πράγματι ο όσιος αφού οδηγήθηκε στη Μονή των Σεργίου και Βάκχου, που βρισκόταν δίπλα από το παλάτι, ήλθε σε αντιπαράθεση λόγων προς τον Μάντη, τον νίκησε, τον κατέπληξε με την υπάρχουσα σοφία του, του έδειξε το αμετάθετο της γνώμης του και τον έστειλε ντροπιασμένο στον μανιώδη τύραννο, με την εντύπωση για τον δειλό του αγροίκου μάλλον παρά του ρήτορα. Ο Μάντης τότε ανήλθε προς τον βασιλιά και του είπε: Βασιλιά, είναι πιο εύκολο να μαλάξεις το σίδερο με το κερί παρά να μεταπείσεις τον άνδρα αυτόν προς το θέλημά σου.

Μόλις άκουσε αυτά ο τύραννος, τον στέλνει στα ανάκτορα του Ελευθερίου και τον φυλακίζει σε ένα σκοτεινότατο οίκημα, βάζοντας και φρουρούς, ώστε κανείς να μην μπορεί να τον διακονήσει. Έμεινε έτσι δύο χρόνια, πιεζόμενος από θλίψεις και στενοχώριες, αλλά ακόμη κι έτσι ντρόπιασε τον τύραννο. Επειδή όμως αναγκαζόταν  καθημερινά να υποκύψει στο θέλημα του βασιλιά και δεν υποχωρούσε, εξορίζεται στη νήσο της Σαμοθράκης. Αυτή όμως η εξορία του έφερε γρήγορα τον θάνατό του. Διότι μετά από είκοσι τρεις  ημέρες στη Νήσο κοιμήθηκε εκεί κι επήγε όσια και ειρηνικά στον Κύριο. Τι πρέπει πια να πούμε για το πόσες πολλές ευλογίες γέμισε τον τόπο και για το πόσες θεραπείες αξιώθηκε να δεχτεί ο χώρος εκείνος;»

Ο άγιος Θεοφάνης είναι ο υμνογράφος του συνονόματού του οσίου Θεοφάνη. «Θεοφάνης μέλπει σε τον Θεοφάνην» είναι μάλιστα η ακροστιχίδα του κανόνα του προς τον όσιο. Και θεωρεί υποχρέωσή του, μένοντας έκπληκτος και με θαυμασμό μπροστά στην αγιότητα του ομωνύμου του οσίου, να ζητήσει τη χάρη εκείνου, προκειμένου και ο ίδιος να κάνει πράξη ό,τι μόνον επιτελεί στα λόγια. Ο οίκος του κοντακίου είναι κατεξοχήν ενδεικτικός αφενός της αγιότητας του οσίου Θεοφάνη, αφετέρου της ταπείνωσης του υμνογράφου αγίου Θεοφάνη, που αναγνωρίζει τη μικρότητα και την αμαρτωλότητά του μπροστά στο ύψος του εγκωμιαζομένου οσίου. «Χωρίς να προτιμήσεις τίποτε επίγειο, ακολούθησες με χαρά τον Χριστό που σε καλούσε. Κι έλαβες τον ζυγό Του στους ώμους σου πρόθυμα και έτσι βρήκες ανάπαυση στην ψυχή σου. Αυτήν την ανάπαυση στείλε την και σε εμένα τον πτωχό και ράθυμο, ο οποίος έχω λόγια αλλά καθόλου πράξη, μένοντας προσκολλημένος στα πράγματα του βίου. Θαυμάζω όμως σε εσένα πώς απομακρύνθηκες από όλα και στερήθηκες και τη γυναίκα σου και τον πλούτο σου». Και  μπορεί βεβαίως η ταπείνωση του αγίου υμνογράφου να τον κάνει να έχει αυτήν τη αίσθηση της μικρότητάς του, μας διδάσκει όμως ότι τους αγίους μας, αν δεν μπορούμε επακριβώς να τους μιμηθούμε, τουλάχιστον πρέπει να τους θαυμάζουμε, ώστε αυτών τη ζωή να προβάλλουμε ως μέτρο και όχι τη δική μας εμπάθεια. Κάτι παρόμοιο δηλαδή που λέει και ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ο οποίος γράφοντας για παράδειγμα για την αρετή της ταπείνωσης σημειώνει ότι μπορεί να μην έχουμε φτάσει στο ύψος της, όμως τουλάχιστον πρέπει να την επαινούμε.

Ο υμνογράφος λοιπόν επαινεί τον όσιο Θεοφάνη για την πιστότητά του στην ακολουθία του Χριστού. Αν δηλαδή ο όσιος άγιασε, ήταν γιατί τον Χριστό προσπάθησε να ακολουθήσει, φανερώνοντας έτσι τη μεγάλη αγάπη του προς Εκείνον. Πράγματι, επανειλημμένως αναφέρεται στη σφοδρή σαν φωτιά πίστη στον Χριστό του οσίου, και τον βαθύ έρωτά του προς Εκείνον, που τον έκανε να καταφρονήσει κάθε πόθο για τα πράγματα του κόσμου. «Επακολούθησες τα ίχνη του ενανθρωπήσαντος Θεού, Πάτερ, γιατί φλογίστηκες από την πίστη Του» (ωδή α΄). «Θέλχθηκες από τον ποθεινότατο έρωτα του Δεσπότη σου Χριστού, γι’ αυτό και καταφρόνησες κάθε κοσμικό πόθο» (ωδή α΄). Κι είναι μία αλήθεια που επανειλημμένως μας θυμίζει η Εκκλησία μας: δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος άνθρωπος να ξεπεράσει τη γοητεία και τις παγίδες που στήνει ο κείμενος εν τω πονηρώ κόσμος, παρά μόνον αν γοητευθεί από κάτι ισχυρότερο. Και το μόνο ισχυρότερο, που δίνει ώθηση απεμπλοκής και από τα υπάρχοντα μέσα μας πάθη, είναι η αγάπη του Χριστού. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» σαλπίζει αξιωματικά ο απόστολος Παύλος. Μόνον με το αγαθό νικιέται το κακό. Διαφορετικά, αν πιστεύει κανείς ότι μόνος του ή με τη βοήθεια κάποιων ωραίων φιλοσοφιών μπορεί να νικήσει τα πάθη του, είναι πολύ γελασμένος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» είναι ο αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου, ο οποίος επιβεβαιώνεται εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια και πλέον στη ζωή των συνεπών πιστών.

Ο άγιος υμνογράφος δεν είναι δυνατόν να μην αναφερθεί και στον αγώνα της Εκκλησίας της εποχής του οσίου Θεοφάνη: κατά των αιρετικών εικονομάχων και στη δίωξη που υπέστη από αυτούς. Ο όσιος Θεοφάνης λοιπόν υπήρξε ομολογητής και για τη σθεναρή στάση του απέναντι στους κρατούντες τότε αιρετικούς. Υπέστη βάσανα, φυλακίσεις, εξορία. Στην εξορία μάλιστα άφησε και την τελευταία του πνοή. Ο υμνογράφος μας όμως μας θυμίζει μία αλήθεια στο θέμα των εικόνων, που όταν βρίσκεται σε παρόμοια περίπτωση αγίων, αρέσκεται στην προβολή της. Ο εορταζόμενος όσιος προσκυνούσε τις εικόνες, και μάλιστα του Δεσπότη Χριστού, γιατί ο ίδιος είχε αναστηλωμένη την εικόνα Του στην ψυχή του. Μόνον δηλαδή όποιος είναι αληθινός άνθρωπος, έχοντας τον Χριστό στην ψυχή του, αυτός μπορεί ανεμπόδιστα και με επίγνωση να προσκυνά και τις άγιες εικόνες της Εκκλησίας μας. Που σημαίνει: πολέμιος των εικόνων γίνεται εκείνος που έχει «στραπατσάρει» την εικόνα του Θεού μέσα του -  τυφλός ως προς τον εαυτό του, χωρίς επίγνωση του μεγαλείου του ίδιου του ανθρώπου ως κατ’ εικόνα Θεού δημιουργημένου, τυφλά προσεγγίζει και τον Χριστό και τους αγίους Του. «Έχοντας την ψυχή σου κατ’ εικόνα του Δημιουργού σου, προσκυνούσες την άχραντη εικόνα του Δεσπότη Χριστού, ασπαζόμενος αυτήν με πόθο» (ωδή ε΄).  

11 Μαρτίου 2022

Α΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


 «Ἀνοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι Μητρί, καί ὀφθήσομαι φαιδρῶς πανηγυρίζων καί ἄσω γηθόμενος ταύτης τά θαύματα» (εἰρμός ὠδῆς α΄ κανόνος Ἀκαθίστου Ὕμνου).  

(Θά ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίσει ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί θά πῶ λόγο γιά τή βασίλισσα Μητέρα, καί θά φανῶ φαιδρός πανηγυριστής καί θά τραγουδήσω μέ χαρά τά θαύματά της).

Ὁ ἅγιος ὑμνωδός μᾶς λέει ὅτι θά μιλήσει, θά φωνάξει γιά τήν Παναγία ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν πιστῶν, πού σημαίνει ὅτι ὁ λόγος του δέν ἐκφράζει μόνο τά δικά του συναισθήματα καί τήν προσωπική του πίστη, ἀλλά τήν πίστη καί τά συναισθήματα ὅλων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας – στήν Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει τίποτε ἀτομικό. Καί τί θά πεῖ γιά τή βασίλισσα Μητέρα πού θά ’ναι λόγος δικός του καί δικός μας; Ὄχι βέβαια κάποιον πρόχειρο λόγο - ὅ,τι συνήθως ταιριάζει στίς πονηρίες τοῦ κόσμου τούτου τοῦ ἀπατεώνα. Ἀλλ’ οὔτε καί κάποιον ἀνθρώπινο στοχασμό, ὅσο σοφός κι ἄν εἶναι αὐτός - ὅ,τι διατυπώνει μία φιλοσοφία ἤ μία ἰδεολογία, τίς ὁποῖες κατήργησε ὁ ἀποκαλυμμένος λόγος τοῦ Θεοῦ.

Ὁ λόγος του, σημειώνει, θά εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. «᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος». Αὐτό πού ἐν Πνεύματι λέει ὁ προφητάναξ Δαβίδ: «Κύριε τά χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου» (Κύριε θά ἀνοίξεις τά χείλη μου και τό στόμα μου θά Σέ δοξολογήσει), τό ἴδιο ἐν Πνεύματι ἐκφράζει καί ὁ ἅγιος ὑμνογράφος, ἀναφερόμενος σ’ Αὐτήν πού ὑπέρκειται σέ ἁγιότητα καί τῶν ἴδιων τῶν ἀγγέλων. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι μόνον ὁ ἐμφορούμενος ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά δεῖ ὀρθά καί νά μιλήσει σωστά γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι μόνον ἕνας προφήτης ἤ ἕνας ἀπόστολος ἔχει τό δικαίωμα νά ἐκφέρει λόγο γιά τήν Παναγία.

Αἰτία γι’ αὐτό εἶναι τό γεγονός ὅτι  ἡ Παναγία, μόνη Αυτή ὡς τό ὡραιότερο ἄνθος ἀπό ὅλη τήν ἀνθρωπότητα, χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὁπότε ἡ θέα της ἀποκαλύπτει καί τήν πίστη γιά τόν Υἱό καί Θεό της – συνθεωρούνται πάντοτε ὁ Κύριος Ἰησοῦς καί ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, γι’ αὐτό καί μόνο τά μετασκευασμένα ἀπό τό Ἄγιον Πνεῦμα μάτια τήν βλέπουν σωστά, ὅπως παρομοίως συνέβη καί μέ τήν ἐξαδέλφη της Ἐλισάβετ, μητέρα τοῦ Προδρόμου, μετά τόν Εὐαγγελισμό Της. «Ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί». Πρέπει νά εἶσαι πνευματοφόρος πιά γιά νά δεῖς τήν Παναγία ὡς Παναγία.

Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή μπροστά στή Μοναδική κρίνεται ἡ ποιότητα τῆς χριστιανικῆς μας συνειδήσεως - ἀποκαλυπτόμαστε ὀρθόδοξοι ἤ αἱρετικοί. Η Παναγία συνιστᾶ κριτήριο ὀρθοδοξίας. Ὅσοι τήν παραθεωροῦν ἤ  πολύ περισσότερο τήν ὑβρίζουν(!), σάν τούς Γιεχωβάδες γιά παράδειγμα, δέν ἀπέχουν πολύ ἀπό τή θέση τῶν ᾽Ιουδαίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Κυρίου: κι ἐκεῖνοι τήν ἔκριναν μέ τίς πιό ἀκατανόμαστες ὕβρεις. Ὅσοι ἀπό τήν ἄλλη ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά ἁπλή γυναίκα, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες, φανερώνουν τήν αἵρεση καί τό ἔλλειμμα τῆς πίστεώς τους, σάν τούς αἱρετικούς Προτεστάντες. Κι ὅσοι τέλος ὑπερτιμοῦν ἀπό τήν ἄλλη τήν Παναγία ἀναβιβάζοντάς την στό ἐπίπεδο τῆς θεότητος, σάν τούς Ρωμαιοκαθολικούς, φανερώνουν τή δεξιά ἀπόκλιση τῆς πλάνης τους. Γιά τούς ᾽Ορθοδόξους ὅμως ἡ Παναγία εἶναι αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά της: Παν-αγία, δηλ. ὑπεράνω ὅλων τῶν ἁγίων, μά ἄνθρωπος. Γεμάτη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά ξεφεύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας βλέπουμε τήν ἀνθρώπινη προοπτική: νά θεωθοῦμε, ἐννοώντας ὡς θέωση τήν ἕνωσή μας μέ τόν Κύριο, παραμένοντας ὅμως πάντοτε ἄνθρωποι.

Κι ὁ ὑμνογράφος καταλήγει: σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει λόγο γιά νά μιλήσουμε γιά τήν Παναγία, χαιρόμαστε καί πανηγυρίζουμε. Δέν μποροῦμε νά θυμηθοῦμε τήν Παναγία καί νά μή φαιδρύνει ἡ ψυχή μας, νά μήν πλησθοῦμε εὐφροσύνης. Γιατί βλέπουμε σ᾽ Αὐτήν τήν περίσσεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πού εἶναι περίσσεια Ἀγάπης δικῆς Του καί δικῆς Της, μορφοποιούμενης στίς θαυμαστές ἀδιάκοπα πρός χάριν μας ἐπεμβάσεις της. Κι ἡ χάρη εἶναι πάντοτε χαρά. Μόνον ὁ διάβολος σκυθρωπάζει καί καίγεται ἀπό τήν ἀναφορά καί μόνο τοῦ ὀνόματός της.

Οἱ συνάξεις μας κάθε φορά ἐπί τῇ μνήμῃ τῆς Παναγίας ἀποδεικνύουν ὅτι κι ἐμεῖς ἐμφορούμαστε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Λίγο ἤ πολύ ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἱκανώνει ἐν Ἐκκλησίᾳ καί πνευματικά ἑνωμένοι νά ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ εὐθύνη μας εἶναι διπλή: νά κρατᾶμε τή χάρη αὐτή, δηλαδή νά βρισκόμαστε σέ ἑτοιμότητα πάντοτε τιμῆς της, καί νά ἀγωνιζόμαστε νά τήν αὐξάνουμε. Καί διακράτηση καί αὔξηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια εἶχε καί ἔχει ἡ Παναγία, σημαίνει: νά ὑποτασσόμαστε κάθε φορά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό «ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου» τῆς Παναγίας νά γίνεται καί ἡ δική μας ἀπάντηση στήν ὅποια πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀπευθύνει τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.