07 Απριλίου 2022

ΟΥΤΕ ΔΑΚΡΥΑ ΟΥΤΕ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΕΧΩ!

«Οὐ δάκρυα, οὐδὲ μετάνοιαν ἔχω, οὐδὲ κατάνυξιν∙ αὐτὸς μοι ταῦτα Σωτήρ, ὡς Θεὸς δώρησαι» (ωδή β΄ Μεγάλου Κανόνος).

(Ούτε δάκρυα ούτε μετάνοια έχω, ούτε κατάνυξη. Ο Ίδιος, Σωτήρα Χριστέ ως Θεός δώρισέ μου τα).

Πιο δραματική διαπίστωση για τον άνθρωπο δεν υπάρχει: να βλέπει ότι είναι γεμάτος από αμαρτίες, γεμάτος δηλαδή από τις πληγές που προκαλούν οι αμαρτίες του – η κάθε αμαρτία αποτελεί τραύμα για την ψυχοσωματική ύπαρξη του ανθρώπου – κι αυτός να μην μπορεί να αντιδράσει και να κάνει κάτι για την ίασή του. Σαν τον μισοπεθαμένο άνθρωπο που έχει κάποια αίσθηση της τραγικότητάς του, αλλά αδυνατεί να κουνηθεί – περιμένει μόνο τον θάνατό του! Αυτή είναι η θλιβερή εικόνα που περιγράφει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης, ο μεγάλος υμνογράφος της Εκκλησίας μας, έχοντας υπ’ όψιν του όχι κάποιον γνωστό του ή κάποιους συνανθρώπους του, αλλά τον ίδιο τον εαυτό του, την ίδια την ψυχή του. Περιγράφοντας όμως τη δεινή θέση στην οποία βρίσκεται, έχει την απόλυτη επίγνωση ότι την ίδια στιγμή περιγράφει και την κατάσταση κάθε άλλου ανθρώπου διαχρονικά και όπου γης. Διότι ο άνθρωπος δυστυχώς είναι ίδιος σε κάθε εποχή και σε κάθε τόπο: να σέρνεται στον βόρβορο των παθών του, αγόμενος και συρόμενος από την πολυποίκιλη αμαρτία του, υπόδουλος κυριολεκτικά στην κακία και τον όφι τον παμπόνηρο που κρύβεται πίσω από αυτήν και την υποδαυλίζει αδιάκοπα – ο προ και εκτός Χριστού άνθρωπος κατά τρόπο αναγκαστικό, ο μετά Χριστόν βαπτισμένος άνθρωπος από την αμέλειά του.

Η τραγικότητα όμως της καταστάσεως αυτής αυξάνει και αποκτά υπέρμετρες διαστάσεις, όταν κανείς λάβει υπ’ όψιν ότι ο άνθρωπος που κείται ημιθανής από τα θανατηφόρα τραύματα της αμαρτίας είναι το ον που ο Θεός δημιούργησε ως σύνοψη όλης της δημιουργίας, της πνευματικής και της υλικής. «Κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν του Θεού» πλασμένος, μία μοναδική «επανάληψη» του παντοδύναμου Δημιουργού, δυστυχώς δεν στάθηκε στο ύψος του. Ξέπεσε, επαναστατώντας κατά του θελήματος του Πατέρα του, και ομοιώθηκε με τα κτήνη και έγινε ίδιος με αυτά στον τρόπο της ζωής του. Και τα μεν κτήνη δεν έχουν ευθύνη ως μη έχοντα νου και συνείδηση – θεωρούνται αδικημένα μάλιστα, γιατί η αγριάδα τους οφείλεται στον άνθρωπο – ο άνθρωπος όμως είναι απολύτως υπεύθυνος, γιατί ενώ μπορούσε, δεν έπραξε το σωστό. Και το «μπορούσε» δεν αναφέρεται μόνο στην αρχέγονη κατάσταση όπου πράγματι ο άνθρωπος ήταν άπειρος αμαρτίας – λογικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η πτώση στην αμαρτία –, αλλά και στη μετά Χριστόν πια εποχή, όπου ο ενσαρκωθείς Θεός μας ανέλαβε τον άνθρωπο και τον αποκατέστησε, ώστε ο πιστός σ’ Εκείνον να λειτουργεί ως συνέχεια του Χριστού, ως ένας άλλος Χριστός. 

Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος Ανδρέας, διεκτραγωδώντας την κατάσταση τη δική του και των λοιπών συνανθρώπων του: να μην αντιδρά για την κατάντια του, μετά Χριστόν!, αποδίδει με άλλον τρόπο την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Στο πρόσωπο του ανθρώπου που δέχτηκε την επίθεση των ληστών και βρέθηκε ημιθανής, είναι ο ίδιος, είναι ο κάθε άνθρωπος. Και οι ληστές δεν είναι κάποιοι ξένοι, αλλ’ οι δικοί του λογισμοί, ο επαναστατημένος εαυτός του, τα πάθη του που θέριεψαν από την επιμονή στην αμαρτία και τον κατέστησαν «πτώμα εξαίσιον!» «Εγώ είμαι αυτός που περιέπεσε στους ληστές» θα σημειώσει αλλού (ωδή α΄), «και οι ληστές είναι οι λογισμοί μου. Τραυματίστηκα ολοκληρωτικά από αυτούς κι είμαι γεμάτος τώρα από μώλωπες».

Λοιπόν, ομολογεί ο άγιος Ανδρέας εξ ονόματος όλων μας: ενώ χειρότερα δεν μπορώ να πάω, όμως δεν μετανοώ, δεν χύνω δάκρυα, δεν κατανύσσομαι! Η μετάνοια θα ήταν η μόνη ενδεδειγμένη στάση για την κατάντια μου - τα δάκρυα θα έπρεπε να πηγάζουν από την καρδιά σαν από ποτάμι, το πλήγωμα της καρδιάς μου θα έδειχνε ότι έχω συναίσθηση της πτώσεώς μου. Αλλά δεν τα έχω! Τι με σώζει, τι μας σώζει, στη χαρισματική εποχή τη μετά Χριστόν; Η πίστη ότι ο Θεός μας είναι φιλάνθρωπος, γεμάτος στοργή και αγάπη προς τα πλάσματά Του, κι ιδίως τον πρώτο από αυτά, τον άνθρωπο. Η αγάπη Του που κάνει τον Θεό μας να μας προσφέρει την ίαση και τη θεραπεία χωρίς να τα αξίζουμε – ως καρπό του ελέους Του, ως δωρεά της μεγαλωσύνης Του που ξεχύθηκε ιδίως πάνω στον Σταυρό! Για τον Θεό μας, θα πει και πάλι αλλού θρηνητικά ο άγιος, αρκεί έστω και ένας στεναγμός της ψυχής, ένα δάκρυ που βγαίνει ως μικρή σταλαματιά. «Άκουσε τους στεναγμούς της ψυχής μου και δέξου τους σταλαγμούς των οφθαλμών μου, Σωτήρα, και σώσε με». Η μετάνοια τελικώς, τα δάκρυα που ξεπλένουν την ψυχή, αποτελούν δωρεά του Θεού. «Η μετάνοια δώρο είναι ουράνιο» (ιερός Χρυσόστομος). Αρκεί μόνο να στρέψουμε, μέσα στην αδυναμία μας, το βλέμμα μας προς Εκείνον, τον Οποίο ντυθήκαμε, και να δείξουμε ότι Τον θέλουμε στη ζωή μας. Από κει και πέρα αναλαμβάνει Αυτός! Γιατί είναι ο Καλός Σαμαρείτης. Χαρά Του είναι η περιποίησή μας και η αποκατάστασή μας. Και πανηγύρι Του να μας βάλει μαζί Του στον θρόνο Του! Οπότε, η μετάνοια που ανοίγει τον Ουρανό είναι ένα μυστήριο που δίνεται ως δωρεά σε όποιον βρει τον «κωδικό» της. Την «ΕΛΠΙΔΑ» στον Θεό!

06 Απριλίου 2022

Ο Μ Ε ΓΑ Σ ΚΑΝΩΝ

«Αυτόν τον πράγματι μέγιστο από όλους τους κανόνες, τον δημιούργησε και τον συνέγραψε άριστα και με τεχνητό τρόπο ο εν αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ο ονομαζόμενος και Ιεροσολυμίτης. Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και  εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται  με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες.

Τάχθηκαν δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο: επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής, αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα. Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας, ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη,  έφτασε κάπου κοντά προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο».

Δεν υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι «πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον»: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.

Από την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό μας.  Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού, διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;

Δεν τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: «Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών». Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. «Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα». Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.

ΤΟ ΑΚΟΙΜΗΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ!

ΤΕΤΑΡΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τῷ ἀκοιμήτῳ ὄμματι ἐπιβλέψας με οἴκτειρον, τῷ τῆς ραθυμίας νυσταγμῷ κρατούμενον καί ὕπνῳ δουλεύοντα τῶν ἡδονῶν ἐν κλίνῃ παθῶν, ὁ ἐπί Σταυροῦ τήν κεφαλήν σου προσκλίνας, καί θέλων ἀφυπνώσας καί τήν νύκτα μειώσας, Χριστέ τῆς ἁμαρτίας, φῶς ὤν δικαιοσύνης» (ωδή η΄ κανόνος Τριωδίου).

(Αφού με κοιτάξεις προσεκτικά με το ακοίμητο βλέμμα Σου, εμένα που είμαι  παραδομένος στον νυσταγμό της ραθυμίας και σαν δούλος κοιμάμαι πάνω στην κλίνη των παθών των ηδονών, σπλαχνίσου με, Χριστέ, Συ που είσαι το φως της δικαιοσύνης και πάνω στον Σταυρό έγειρες την κεφαλή Σου και θέλοντας με ξύπνησες και εξαφάνισες τη νύκτα της αμαρτίας).

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος επιμένει να μας προσφέρει το γεγονός της σωτηρίας με τον δικό του παρακλητικό και κατανυκτικό τρόπο. Διότι όχι μόνο παραθέτει το δογματικό στοιχείο: ο Εσταυρωμένος Κύριος δεν είναι κάποιος ιδεολόγος ήρωας που βασανίστηκε και πέθανε για τις ιδέες του, αλλά ο Ίδιος ο εν σαρκί Θεός, το φως της δικαιοσύνης, που ήλθε να καταργήσει το σώμα της αμαρτίας του ανθρωπίνου γένους «αἴρων τήν ἁμαρτίαν» αυτού, και μάλιστα όχι πιεζόμενος από κάποιον ή κάτι παρά μόνον από την άπειρη ελεύθερη («θέλων»)  αγάπη Του˙ λοιπόν όχι μόνο παραθέτει το δόγμα του μυστηρίου του Σταυρού, αλλά με διακριτικές «πινελιές» εκφράζει την προσωπική για τον καθένα αγάπη του Δημιουργού Χριστού, ο Οποίος επιβλέπει και παρακολουθεί τον κάθε άνθρωπο γεμάτος στοργή σε όλες τις φάσεις της ζωής του. Και προκαλεί πράγματι κατάνυξη η εικόνα του Χριστού που συνεχίζει να μας αγαπά και να μας προσέχει ακόμη και την ώρα της πτώσεως στην αμαρτία, την ώρα που η ακηδία και η ραθυμία μάς έχουν εκτρέψει από τη θέα του προσώπου Του, την ώρα που έχουμε ενεργοποιήσει την αμαρτία, δουλεύοντας πάνω στα πάθη μας, συνεπώς έχοντας γίνει έρμαια του Πονηρού. Η ώρα της αμαρτίας βεβαίως για τον υμνογράφο και όλη την Παράδοση της Εκκλησίας είναι ώρα νύχτας και νυσταγμού – την ώρα που αμαρτάνουμε μπορεί να βρισκόμαστε σε κατάσταση εγρήγορσης, μα εγρήγορσης για τα πονηρά˙ από πλευράς πνευματικής κοιμόμαστε, δεν κινούμαστε με επίγνωση και συνείδηση, είμαστε σαν χαμένοι και νεκροί. Δεν είναι τυχαίο ότι ιδίως ο ευαγγελιστής Ιωάννης όταν θέλει να χαρακτηρίσει την ώρα της αμαρτίας τη χαρακτηρίζει με τη λέξη «νύξ». «Ἦν δέ νύξ» λέει για παράδειγμα τη στιγμή που ο προδότης μαθητής Ιούδας έχει αποφασίσει την προδοσία του Χριστού και φεύγει από τον Μυστικό Δείπνο. Και το πιο συγκλονιστικό: Την ώρα αυτή ο διάβολος, λέει, μπήκε μέσα στην καρδιά του Ιούδα.

Όμως, ενώ η κατάσταση αυτή που ο άνθρωπος υπνώττει και κείται σαν νεκρός είναι τραγική για τον ίδιο, την ίδια ώρα άλλος γρηγορεί για χάρη Του. Και δεν εννοούμε βεβαίως τον κατεξοχήν υπνώττοντα και νεκρό Πονηρό, αλλά τον ίδιο τον Δημιουργό Κύριο: μας κοιτάει γεμάτος αγάπη ευρισκόμενους στην πτώση μας και την εναντίωσή μας απέναντί Του! Περισσότερο και από τη μάνα που βλέπει το βλαστάρι της να ταλαιπωρείται και να καταστρέφεται, Εκείνος ψάχνει τρόπους νύξεως της καρδιάς μας. Ήδη μας έχει συγχωρήσει για τις όποιες αμαρτίες μας – εκεί έγκειται το μυστήριο του Σταυρού: να έχει σηκώσει πάνω Του ο Κύριος τις αμαρτίες όλου του κόσμου, συνεπώς και τις δικές μας – και η «αγωνία» Του είναι η αγάπη Του να γίνει αποδεκτή από το αγαπημένο πλάσμα Του, ώστε να μπορέσει αυτό λίγο να χαρεί ξυπνητό και να ηρεμήσει. Και το γεγονός αυτό συνιστά την όλη πάλη του Θεού με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με τον Θεό: να ξυπνήσει ο άνθρωπος, να «παλέψει» με τον Θεό Πατέρα και να αφήσει ο Πατέρας να «ηττηθεί» από το παιδί Του.

Η χαρά της Εσταυρωμένης αγάπης: ο τραυματισμένος άνθρωπος να θεραπευθεί. Δεν πρέπει εδώ να μας διαφεύγει ούτε στιγμή το παράδειγμα ιδίως της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Μία στιγμή χρειάστηκε να ξυπνήσει και να νιώσει την αγάπη του Εσταυρωμένου Κυρίου, για να «λιώσει» και να μετανοήσει, για να φτάσει σε υπέρμετρα ύψη ουράνια!

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΤΥΧΙΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

«Ο Άγιος Ευτύχιος γεννήθηκε περίπου το 512 στο χωριό Θεία Κώμη της Φρυγίας. Ο πατέρας του ήταν στρατηγός στο στρατό του Βελισάριου. Ο άγιος έγινε μοναχός σε ηλικία 30 ετών από τον Μητροπολίτη Αμασείας και ζούσε στην Κωνσταντινούπολη ως αποκρισάριος του Μητροπολίτη Αμασείας και έφτασε ως τον Ιερατικό βαθμό του Αρχιμανδρίτη. Τον Άγιο Ευτύχιο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Πατριάρχης Μηνάς, μετά το θάνατο του οποίου ο Άγιος εξελέγη Πατριάρχης, με υπόδειξη του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Επί των ημερών της πρώτης Πατριαρχίας του, και συγκεκριμένα από τις 5 Μαΐου έως τις 21 Ιουνίου του 553, έγινε και η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος. Το 564  ήρθε σε σύγκρουση - διαφωνία με τον Αυτοκράτορα, σχετικά με την αίρεση των αφθαρτοδοκητών. Ο Άγιος Ευτύχιος καταδίκαζε την αίρεση αυτή, παρά τις πιέσεις του αυτοκράτορα. Στις 22 Ιανουαρίου του 565 και ενώ τελούσε τη Λειτουργία για την εορτή του Αγίου Τιμοθέου, στρατιώτες τον συνέλαβαν. Ύστερα από αυτό, καθαιρέθηκε και εξορίστηκε, αρχικά στην Πρίγκηπο και αργότερα στην Αμάσεια του Πόντου. Μετά τον θάνατο του διαδόχου του, Πατριάρχη Ιωάννη του Σχολαστικού, ο νέος αυτοκράτορας Ιουστίνος Β' κάλεσε ξανά στο θρόνο τον Άγιο Ευτύχιο, ο οποίος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 577. Ο Άγιος παρέδωσε ειρηνικά την ψυχή του στον Κύριο στις 6 Απριλίου το 582.

Ετάφη κάτω από τη βάση της Αγίας Τράπεζας του Ναού των Αγίων Αποστόλων, δίπλα στα Ιερά Λείψανα του Αποστόλου Ανδρέα, του Ευαγγελιστή Λουκά και του Αγίου Τιμοθέου. Η Αγία Κάρα του βρίσκεται σήμερα στη Μονή Χιλανδαρίου στο Άγιον Όρος».

      Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος είναι από εκείνους τους υμνογράφους της Εκκλησίας μας, που αρέσκεται να χρησιμοποιεί το όνομα ενός αγίου προκειμένου να το αξιοποιεί για την προβολή της αγιότητάς του. Αυτό ακριβώς κάνει και με τον άγιο Ευτύχιο. Αφενός στους στίχους του συναξαρίου κρίνει ότι ο ίδιος είναι ευτυχέστατος, διότι αξιώθηκε να τιμήσει με τους λόγους του τον Ευτύχιο που μετέστη από τη ζωή αυτή, που σημαίνει ότι η ενασχόληση με έναν άγιο αποτελεί ώθηση για πνευματική πρόοδο και προκοπή, αφετέρου, προβαίνει σε εκτίμηση πνευματική, καθώς συγκρίνει την κατάσταση των αρετών με την κατάσταση των παθών. Τι λέει; «Επειδή απέκτησες την ευτυχία, σοφέ Ευτύχιε, λόγω των αρετών σου, και φωτίστηκες από τις λαμπρές λάμψεις των χαρισμάτων του Θεού, σώσε με από τις δυστυχίες των παθών με τις πρεσβείες σου» (ωδή α΄). Η στροφή δηλαδή προς τα ανθρώπινα ψεκτά πάθη, τη φιληδονία, τη φιλαργυρία, τη φιλοδοξία, ό,τι αποτελεί καρπό της φιλαυτίας, έχει ως τίμημα τη δυστυχία. Διότι «τα οψώνια της αμαρτίας, θάνατος» - κανείς δεν αμαρτάνει ανέξοδα. Κι από την άλλη: όσο κανείς στρέφεται προς τον Θεό και καθαρίζει την καρδιά του ώστε να λάμπει το φως του Θεού, τόσο και αποκτά την ευτυχία. Η ευτυχία έτσι υπάρχει εκεί που υπάρχει ο Θεός και η παρουσία Του, η δυστυχία υπάρχει εκεί που ο άνθρωπος διαγράφει τον Θεό και σύρεται από τα πάθη του και τον διάβολο που δουλεύει πάνω σ' αυτά.

      Ο υμνογράφος βεβαίως εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο ο άγιος Ευτύχιος μπόρεσε να στραφεί προς τον Θεό κατανικώντας τα πάθη του. Και η εξήγηση που δίνει είναι αυτή που προβάλλει πάντοτε η διαχρονική πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας: ο άγιος καθαρίστηκε από τη λάσπη των παθών, γιατί έδειξε μεγάλη επιμέλεια στον νόμο του Θεού (ωδή γ΄), «θηλάζοντας από παιδί την εγκράτεια και την προσευχή (ωδή γ΄), συνεπώς κάνοντας τον νου του ηγεμόνα του εαυτού του (ωδή α΄).

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μη μνημονεύσει, πέραν της ασκητικής και αγίας διαγωγής του Ευτυχίου, και τον αγώνα του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως. Ο άγιος Ευτύχιος υπήρξε κληρικός και μάλιστα έγινε και Πατριάρχης. Επ' αυτού, όπως είδαμε και στο συναξάρι του, έγινε και η πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος. Συνεπώς εκ της θέσεώς του και της ποιμαντικής του συνειδήσεως ο αγώνας του για την πίστη ήταν δεδομένος. Ο άγιος Θεοφάνης λοιπόν αναφέρεται αρκετά επ' αυτού, τόσο που σημειώνει ότι «η δύναμη των λόγων του αγίου κατέστησε ανίσχυρο το δόγμα και τη δύναμη των αντιθέτων. Κι έγινε τείχος και στήριγμα του ορθοδόξου λαού» (ωδή δ΄). Τονίζει μάλιστα ότι ο άγιος Ευτύχιος «έχοντας ως σκέπη του την ασπίδα της ευσέβειας και παίρνοντας ως κοφτερό ξίφος το ιερό δόγμα της πίστεως, κατέκοψε πράγματι όλες τις φάλαγγες των αιρετικών» (ωδή η΄). Κι είναι εξόχως σημαντική η επισήμανση του αγίου Θεοφάνη ότι στον αγώνα του αγίου κατά της αιρέσεως είχε ως σύμμαχό του τον ίδιο τον Κύριο Ιησού Χριστό, ο Οποίος ήταν και ο βλασφημούμενος από τους αιρετικούς. Ο βλασφημούμενος δηλαδή ενώ θεωρείτο ότι έμπαινε στο περιθώριο, διότι αλλοιωνόταν από τους φιλοσοφούντες αιρετικούς, Εκείνος ως ο παντοδύναμος Θεός βρισκόταν και βρίσκεται βεβαίως πάντοτε στην πρώτη γραμμή. «Δεν φοβήθηκες και δεν λύγισες, καθώς υπέμεινες διωγμούς υπέρ της πίστεως. Διότι είχες ως σύμμαχό σου τον ίδιο τον βλασφημούμενο Χριστό» (ωδή δ΄).

      Αξίζει, νομίζουμε, να σταθούμε ιδιαιτέρως στην παραπάνω φράση του ύμνου του αγίου Θεοφάνη από την η΄ ωδή του: «έχοντας ως σκέπη την ασπίδα της ευσέβειας και παίρνοντας ως κοφτερό ξίφος το ιερό δόγμα". Ο άγιος Ευτύχιος δηλαδή πήρε ως ξίφος το δόγμα, επειδή ακριβώς βρισκόταν μέσα στην ευσέβεια, τον ορθό τρόπο ζωής. Κι αυτό σημαίνει ότι τότε μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει σωστά το δόγμα της πίστεως, όταν ζει σωστά την αγάπη - η αγάπη είναι ο ορθός τρόπος ζωής, η ίδια η ευσέβεια. Διαφορετικά, το δόγμα μόνο χωρίς αγάπη γίνεται ξίφος που καταστρέφει και κατασπαράσσει τους ανθρώπους, ό,τι έλεγε ο όσιος Παῒσιος ο αγιορείτης: «υπάρχουν μερικοί που έχουν πιάσει το δόγμα με τα δόντια και προκαλούν έτσι μεγαλύτερη βλάβη στην Εκκλησία από ό,τι οι εχθροί της!»

05 Απριλίου 2022

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΠΟΥ ΖΗΛΕΥΩ;

«Ρωτήθηκε κάποτε ο άγιος Γέροντας: “-Τι να κάνω, Γέροντα, που ζηλεύω και πολλές φορές χαίρομαι, όταν οι προοδευμένοι αδελφοί κάνουν σφάλματα;” Αποκρίθηκε: “-Να λες: Θεέ μου, σε παρακαλώ, βοήθησε τους αδελφούς ο καθένας να φθάσει στα μέτρα του Αγίου που φέρει το όνομά του, και εμένα στα μέτρα των αδελφών”. Κάνε αυτό και θα δεις την ενέργεια του Θεού» (οσίου Παϊσίου του αγιορείτου, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχ. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης).  

Η ενέργεια του Θεού, η χάρη Του δηλαδή ως ενεργοποίηση του μυστηρίου του βαπτίσματος για τον χριστιανό, απαιτεί, κατά τον μεγάλο όσιο Παῒσιο τον αγιορείτη, τον αγώνα υπέρβασης των παθών του, και μάλιστα του πάθους της ζήλειας και της συνδεδεμένης με αυτήν χαιρεκακίας. Η ζήλεια θεωρείται ως η κατεξοχήν έκφραση του εγωισμού, δηλαδή υφίσταται εκεί που ο άνθρωπος είναι παθολογικά στραμμένος προς τον εαυτό του αδυνατώντας να αγαπήσει σωστά τον συνάνθρωπό του, πολύ περισσότερο τον Θεό του. Ζήλεια και αγάπη είναι διαμετρικά αντίθετες πνευματικές καταστάσεις, όπως το λέει χωρίς περιστροφές ο απόστολος Παύλος στον περίφημο ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13): «η αγάπη ου ζηλοί», η αγάπη δεν ζηλεύει, δεν ζηλοτυπεί. Οπότε η ζήλεια αποκαλύπτει την αμαρτία και την ανομία του ανθρώπου και δυστυχώς όπως συνήθως συμβαίνει γεννά και άλλες κακίες και πάθη, όπως για παράδειγμα τον φθόνο, την έχθρα, την οργή, τη λύπη, τη διάθεση εκδίκησης. Γέννημα του φθόνου ως καρπού της ζήλειας είναι και αυτό που ομολογεί ο αδελφός που ρώτησε τον όσιο: «πολλές φορές χαίρομαι όταν οι προοδευμένοι κάνουν σφάλματα!», χαίρεται δηλαδή για τα αμαρτήματα και τα παραπατήματα των αγίων ανθρώπων, διότι κανείς όσο άγιος κι αν είναι δεν ξεφεύγει από τον κανόνα κάπου να γλιστρήσει και να αμαρτήσει, είτε εν λόγω ή έργω ή διανοία. Ο μόνος απολύτως Άγιος και Αναμάρτητος είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.

Από την άποψη αυτή η ζήλεια και η συνδεδεμένη με αυτήν χαιρεκακία αποκαλύπτουν την πνευματική τύφλωση του ανθρώπου – ο ζηλότυπος αδυνατεί λόγω του εγωισμού του να δει τις αρετές και τα χαρίσματα του συνανθρώπου του, πολύ περισσότερο δεν μπορεί, και να τα δει, να τα συνδέσει με την πηγή τους που είναι ο Θεός! – συνεπώς καθίσταται περαιτέρω ενάντιος του Θεού λόγω της αδικίας με την οποία λειτουργεί. Ας φανταστούμε ποια εντύπωση θα προκαλούσε το γεγονός όταν ενώ εμείς αγωνιζόμαστε να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και κάποια στιγμή λόγω αδυναμίας παραστρατήσουμε, που θα πει ότι μετά από λίγο θα μετανοήσουμε, κάποιος άλλος που μας ζηλεύει επικεντρώνει την προσοχή του μόνο στο παραστράτημά μας! Δεν θα αποτελούσε τούτο μεγάλη αδικία απέναντί μας; Για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος μάλιστα ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο ανόητος άνθρωπος. Γιατί ενώ «ο καλόγνωμος και συνετός, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώμματα και τις κατηγορίες».

Ο άγιος Παῒσιος φιλάνθρωπα καθοδηγεί τον αδελφό με το συγκεκριμένο πάθος. Και τον καθοδηγεί γιατί βλέπει ότι κι εκείνος αγωνίζεται – «Τι να κάνω;» του λέει. «Πολλές φορές χαίρομαι» που θα πει όχι πάντα. Και η απάντηση του αγίου εκπλήσσει με τη σοφία αλλά και με την πρακτικότητά της – παρόμοια απάντηση έδινε και ο μέγας όσιος Πορφύριος! Να αντιδρά ο αδελφός όταν αρχίζει να δουλεύει το πάθος του με τον μόνο τρόπο που γενικώς εξαλείφονται τα πάθη: διά της στροφής προς το αγαθό! «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» κατά τη ρήση του αποστόλου Παύλου. Κι αυτό σημαίνει αγώνα προσευχής υπέρ του αδελφού, αγώνα δηλαδή για την αγάπη, με προσανατολισμό τον Κύριο. Αγάπη σημαίνει εν προκειμένω, όπως εννοεί ο άγιος Γέρων, να εντάσσουμε τον συνάνθρωπό μας μέσα στον Χριστό και να τον ενισχύουμε στην πνευματική προοπτική του που είναι η ένωσή του με Εκείνον! Και τρόπος συγκεκριμένος είναι η αναφορά στον Άγιο του κάθε αδελφού. Ακολουθώντας τον Άγιο το όνομα του οποίου φέρουμε, τον Χριστό δεν ακολουθούμε; «Μίμημα Χριστού» δεν είναι κάθε άγιος της Εκκλησίας μας;

Η ενεργοποίηση της αγάπης μας δηλαδή είναι το αντίδοτο της ζήλειας μας. Και πράττοντας με τον συγκεκριμένο τρόπο που υποδεικνύει ο άγιος παράλληλα προσανατολίζει και τον εμπαθή αδελφό και στην ταπείνωση. Γιατί του λέει αφενός τον αδελφό που ζηλεύει να τον ωθεί διά της προσευχής του επί τα ίχνη του αγίου του και του Κυρίου, αφετέρου τον ίδιο τον εαυτό του να τον θέτει δεύτερο, μετά τον αδελφό: «να φτάσω κι εγώ στα μέτρα του αδελφού!» Η ταπεινή αγάπη πράγματι είναι η λύση του κάθε πάθους, ακόμα και για το μεγάλο πάθος της ζήλειας.  

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΛΑΥΔΙΟΣ, ΔΙΟΔΩΡΟΣ, ΟΥΪΚΤΩΡ, ΟΥΪΚΤΩΡΙΝΟΣ, ΠΑΠΠΙΑΣ, ΣΕΡΑΠΙΩΝ ΚΑΙ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ

«Οι Άγιοι Μάρτυρες κατάγονταν από την Κόρινθο και συνελήφθησαν κατά την περίοδο της βασιλείας του Δεκίου (249-251), γιατί ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Οδηγήθηκαν ενώπιον του ανθύπατου Τερτίου, ο οποίος ήταν διοικητής της Ελλάδος. Ο ηγεμόνας υπέβαλε σε φρικώδη βασανιστήρια τους αθλητές αυτούς της πίστεως και όλοι τους έλαβαν το στεφάνι του μαρτυρίου. Ο Άγιος Ουικτωρίνος, ο Άγιος Ουίκτωρ και ο Άγιος Νικηφόρος ρίφθηκαν κάτω από μεγάλη κυλινδρική πέτρα που τους συνέτριψε. Οι δήμιοι απέκοψαν τα χέρια και τα πόδια του Αγίου Κλαυδίου, την κεφαλή του Αγίου Σεραπίωνα και έριξαν τον Άγιο Διόδωρο σε πυρακτωμένο καμίνι. Τον Άγιο Παπία τον έπνιξαν στη θάλασσα. Πιθανώς να είναι οι ίδιοι με αυτούς της 5ης Απριλίου» (από το ιστολόγιο Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Μπορεί να είναι άγνωστοι οι άγιοι μάρτυρες στους περισσοτέρους πιστούς, όμως δεν παύουν να χαρακτηρίζονται από την Εκκλησία μας διά του υμνογράφου της ως «μεγαλομάρτυρες» (στιχ. εσπ.). Και τούτο διότι υπέστησαν για χάρη της πίστεώς τους όλων των ειδών τα βασανιστήρια που μπορούσε η δαιμονοκίνητη καρδιά των διωκτών τους να σκαρφιστεί: «το πλήγωμα των οφθαλμών τους, το κόψιμο των δακτύλων τους, το χαράκωμα των πλευρών τους, το κρέμασμά τους, τη συντριβή των οστών τους, την τεμάχισή τους με ξίφος» (στιχ. εσπ.). Στην πραγματικότητα το μαρτύριό τους ήταν και γι’ αυτούς  «μίμηση του αγίου πάθους του ίδιου του Χριστού» (στιχ. εσπ., ωδή θ΄), που σημαίνει ότι ποιητικό αίτιο για ό,τι υπέμειναν ήταν η αγάπη τους για Εκείνον (ωδή γ΄). Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος σημειώνει το αποτέλεσμα της χαρισματικής αυτής καταστάσεώς τους, συνέχεια της απολύτρωσης που έφερε η Σταύρωση του Κυρίου: «Διαλύσατε όλα τα τεχνάσματα του πονηρού διαβόλου» (ωδή γ΄), ενώ «λάμψατε σαν άστρα με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος παραπάνω από το χρυσάφι» (ωδή γ΄).

Είναι αξιοπρόσεκτη η επιμονή του υμνογράφου μας να προβάλει τους αγίους μάρτυρες ως πράγματι λαμπρούς και φωτεινούς ανθρώπους. Όχι μόνο με την παραπάνω επισήμανση, αλλά και σε πολλούς ύμνους αυτήν την έγνοια έχει: ότι το άγιο Πνεύμα τους φώτισε (βλ. και ωδή α΄), ότι η φωτεινότητά τους υπερέβη και τη λάμψη του ίδιου του ήλιου (κάθισμα όρθρου, ωδή θ΄), ότι αναδείχτηκαν όντως «φωστήρες των πιστών» (στιχ. εσπ., ωδή θ΄). Κι αυτό γιατί; Διότι θέλει να τονίσει το αυτονόητο για τη χριστιανική πίστη, ότι αυτός που διακατέχεται από την αγάπη του Χριστού και έχει διαρκώς στραμμένους τους νοερούς οφθαλμούς του σ’ Εκείνον (κάθισμα όρθρου, ωδή ε΄), δεν μπορεί παρά να ζει μέσα στο δικό Του Φως. Πρόκειται για αλήθεια που λησμονούμε συχνά οι χριστιανοί και γι’ αυτό κυριαρχούμαστε από το σκότος του κοσμικού φρονήματός μας. Εννοούμε αυτό που σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, στοιχώντας στον λόγο του Κυρίου: «Όποιος αγαπά τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, μένει μέσα στο φως του Θεού». Κι αυτό σημαίνει ότι ενώ για τον άνθρωπο της πτώσεως τα βασανιστήρια είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβούν σ’ έναν άνθρωπο, για τους ίδιους τους μάρτυρες είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να επιτύχουν στη ζωή τους: τους οδηγούν κατευθείαν μέσα στο φως του Παραδείσου (ωδή ς΄). Είναι η άλλη λογική, η εκτός του κόσμου τούτου, της πίστεως του Χριστού, την οποία επισημαίνουμε και στο άλλο μαρτύριο, της συνειδήσεως, του αγώνα δηλαδή κατά των παθών με την άσκηση της εγκρατείας, της νηστείας, των λοιπών ασκητικών τρόπων. Ακούνε νηστεία και εγκράτεια οι πολλοί και «σκοτεινιάζει» το πρόσωπό τους. Ακούνε νηστεία και εγκράτεια οι εν επιγνώσει χριστιανοί και λάμπουν. Γιατί ξέρουν: οδεύουν την οδό που τους βγάζει από το σκοτάδι για να τους πάει στο ξάγναντο της αιώνιας λιακάδας. Δριμύς χειμώνας η ζωή η μακριά από τον Θεό. Γλυκιά άνοιξη και λιακάδα η ζωή μαζί με Εκείνον. Γιατί είναι ζωή μαζί με τον Πατέρα και Δημιουργό μας, που είναι μονίμως μία αγκαλιά απέναντί μας!    

ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΗ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ

«Τήν τετραυματισμένην μου ψυχήν καί τεταπεινωμένην ἐπίσκεψαι, Κύριε, ἰατρέ τῶν νοσούντων καί τῶν ἀπηλπισμένων λιμήν ἀχείμαστε˙ σύ γάρ εἶ ὁ ἐλθών Λυτρωτής τοῦ Κόσμου ἐγεῖραι ἐκ φθορᾶς τόν παραπεσόντα˙ κἀμέ προσπίπτοντα ἀνάστησον, διά τό μέγα σου ἔλεος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος βαρύς).

(Επισκέψου, Κύριε, την τραυματισμένη και ταπεινωμένη ψυχή μου, Συ που είσαι ο ιατρός των νοσούντων και ο γαλήνιος λιμένας των απελπισμένων. Διότι Εσύ ήλθες ως Λυτρωτής του κόσμου για να σηκώσεις από τη φθορά τον άνθρωπο που ξέπεσε. Ανάστησε κι εμένα που πέφτω στις αμαρτίες καθημερινά λόγω του μεγάλου ελέους Σου).

Μέσα σε κλίμα θερμότατης και ζέουσας μετάνοιας ο άγιος υμνογράφος – σε άλλο σημείο (ωδή θ΄) θα πει ακριβώς να προσέλθουμε στο Πυρ του Θεού για να καταφλέξουμε τα πάθη μας «θερμοτάτῳ λογισμῷ τῆς μετανοίας» - βλέπει τον εαυτό του στη θέση του ανθρώπου, από τη γνωστή παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, ο οποίος κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ περιέπεσε σε ενέδρα ληστών και κινδύνεψε να πεθάνει. Κι ενώ τον προσπέρασαν αδιάφορα δύο θρησκευτικοί άνθρωποι του Ισραήλ, βρέθηκε ένας (μη πιστός θεωρούμενος) Σαμαρείτης που όχι ενδιαφέρθηκε για τον ημιθανή άνθρωπο, αλλά αφιέρωσε όσο μπορούσε τον εαυτό του – τον χρόνο του, την άνεσή του, τα χρήματά του – προκειμένου να βρει και πάλι την υγεία του ο τραυματισμένος.

Ο εκκλησιαστικός ποιητής κινείται με την καθιερωμένη ερμηνεία της παραβολής από την Παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας: ο ταλαίπωρος άνθρωπος είναι γενικά ο άνθρωπος του κόσμου τούτου διαχρονικά και όπου γης, ο οποίος έπεσε στην παγίδα των ληστών δαιμόνων και έκτοτε στις παγίδες των παθών της αμαρτίας, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να ταπεινωθεί σ’ έναν κόσμο πια εχθρικό προς αυτόν, κυριολεκτικά χαμένος και σχεδόν νεκρός! Ο Καλός Σαμαρείτης είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ακριβώς ήλθε στον κόσμο ως ο μοναδικός Λυτρωτής και ως ο απόλυτος Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ώστε να θεραπεύσει τον άνθρωπο και να τον αποκαταστήσει υγιή, δεδομένου ότι δεν υπήρχε περιθώριο θεραπείας από οπουδήποτε αλλού.

Τραυματισμένος λοιπόν και ταπεινωμένος από την αμαρτία ο άγιος υμνογράφος και κάθε άνθρωπος – «μέγα τραῦμα» χαρακτηρίζει μάλιστα η πίστη μας τον άνθρωπο τον πεσμένο στην αμαρτία. Αλλά ενώ κάθε άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, δεν έχουν τα μάτια όλοι να δουν την κατάντια και τις όζουσες πληγές ώστε να αντιδράσουν και σωστά. Μάτια που βλέπουν έχουν μόνο οι πιστοί στον Χριστό, οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Και σαν τον άγιο υμνογράφο προσφεύγουν στον μόνο Ιατρό, τον Κύριο Ιησού Χριστό, για να Του προσφέρουν ακριβώς τις πληγές τους. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της πίστης μας: δεν μας αντιμετωπίζει «τυφλά» και ανελέητα, ζητώντας μας πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας. Ο Θεός μας γνωρίζει την πτώση μας, έχει πλήρη επίγνωση της αδυναμίας μας, παρ’ όλα αυτά μάς αγαπά και μάλιστα υπέρμετρα. Γιατί είναι η πηγή του Ελέους και της Αγάπης, όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Μας αγάπησε ο Θεός και πέθανε για χάρη μας, όταν ήμασταν βουτηγμένοι μέσα στις αμαρτίες μας.

Λοιπόν, η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή: να αποδεχτούμε τη θεραπευτική αγάπη Του, προσφέροντάς Του το μόνο που μπορούμε: τις πληγές και τα βάσανά μας λόγω της αμαρτίας μας. Ό,τι συνέβη και με τον άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος Χριστούγεννα ευρισκόμενος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, έκλαιγε από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό του, αναλογιζόμενος τις άπειρες ευεργεσίες Του προς αυτόν και τον κόσμο όλο. Και στη με δάκρυα προσευχή του τι να Του προσφέρει ως δώρο άκουσε τη φωνή Του: «Ιερώνυμε, τις αμαρτίες σου δώσε μου. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο δώρο σου σε Μένα». Πρόκειται για τη βεβαίωση του ίδιου του Κυρίου που αποκαλύπτει ότι «χαρά γίνεται ἐν Οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Βλέπει δηλαδή κανείς τις αμαρτίες του, συναισθάνεται την κατάντια του και με ελπίδα προσφεύγει στην απειρία της αγάπης του Χριστού μας εν μετανοία; Τότε προκαλεί τη μεγαλύτερη χαρά σε όλον τον Ουρανό.

Η εμπειρία του κάθε εν επιγνώσει πιστού στην Εκκλησία, από τον καθημερινό πνευματικό του αγώνα με τις πτώσεις αλλά και με τη μετάνοιά του, όπως και από το μυστήριο της εξομολογήσεως, νομίζουμε ότι επιβεβαιώνει τον λόγο του υμνογράφου μας.