11 Ιουνίου 2022

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΟΣΙΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΙ ΠΑΪΣΙΟΥ

«Επισκέφτηκε κάποτε τον Γέροντα Πορφύριο ο Γέρων Παΐσιος στο Μήλεσι και έμεινε μαζί του αρκετή ώρα στο πρώτο σπιτάκι με τους τσιμεντόλιθους, στο οποίο έμενε τότε ο Γέρων Πορφύριος. Όταν έφυγε ο Γέρων Παΐσιος κάποιος ρώτησε τον Γέροντα Πορφύριο με περιέργεια: Τι είπατε, Γέροντα; Και ο Γέρων Πορφύριος απάντησε: Τίποτα! Λέγαμε την ευχή» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι).

Τι θα περίμενε κανείς από μία συνάντηση δύο οσίων; Λόγια φιλοφροσύνης του ενός προς τον άλλον; Και δικαιολογημένα: ο καθένας εν χάριτι αναγνώριζε τη χάρη του Θεού που αναπαυόταν στην ύπαρξη του άλλου – βλέπουμε στον άλλον ό,τι εμείς οι ίδιοι έχουμε. Το «περίεργο» είναι ότι οι άγιοι ενώ αναγνωρίζουν τη χάρη του Θεού στον συνάνθρωπό τους, οι ίδιοι τον εαυτό τους τον τοποθετούν στον πάτο του Άδη – κανείς άλλος δεν είναι χειρότερος από τους ίδιους. Ας θυμηθούμε τον απόστολο Παύλο με το «ο Χριστός ήλθε στον κόσμο να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ!», όπως και του συγχρόνου μας οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου από την απάντηση του Κυρίου σε εναγώνια προσευχή του: «Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι!» Λοιπόν, λόγια φιλοφροσύνης; Ο καθένας να «εξυμνεί» τα χαρίσματα του άλλου, εξουθενώνοντας τον εαυτό του; Και ασφαλώς όχι! Μία τέτοια απάντηση θα φανέρωνε το μέγεθος της αλαζονείας των θεωρουμένων «οσίων». Γιατί θα ήταν καρπός ταπεινολογίας και ταπεινοσχημίας που συνιστά την κορυφή της δαιμονικής υπερηφάνειας. Αδύνατο λοιπόν να υπάρξει τέτοιο περιεχόμενο στην όποια συνομιλία τους.

Μήπως λόγια που εξαντλούνται στο πώς διάγουν τη ζωή τους; Τι προβλήματα και αρρώστιες πιθανόν έχουν ή τι προβλήματα αναπτύσσονται από τις σχέσεις τους με τον κόσμο, είτε τον χριστιανικό είτε τον μη χριστιανικό; Μα ένα τέτοιο περιεχόμενο συζητήσεως διαπιστώνεται σε εμάς τους αρχαρίους που η περιέργεια για τις ζωές των άλλων ή η ανάγκη να διεκτραγωδήσουμε τον πόνο μας και τα «πάθια» μας για να δείξουμε πόσο «χάλια» ζούμε στον κόσμο τούτο μάς συνέχει και κυριαρχεί στη συνείδησή μας. Ασφαλώς λοιπόν ούτε κάτι τέτοιο μπορεί να βρεθεί ως αντικείμενο λόγων σε συνάντηση δύο αγίων της Εκκλησίας – δεν θα ήταν άγιοι, αφού θα ταλαντεύονταν κι αυτοί μέσα στην περιδίνηση των παθών και των δυσκολιών και των αναγκών της ζωής τους.

Τι λοιπόν; Τι λένε μεταξύ τους οι άγιοι; Τι μπορούσαν να λένε οι όσιοι Πορφύριος και Παΐσιος από την πρόσωπο προς πρόσωπο συνάντησή τους; Την απάντηση στη δίψα της περιέργειάς μας την έχουμε: «Τίποτα δεν είπαμε. Λέγαμε την ευχή!» Μα, πώς; Δεν ζούσαν μαζί! Δεν συναντιόντουσαν συχνά! Δεν είχαν καν τηλεφωνική επικοινωνία ούτε αλληλογραφία! Δεν είχαν κάτι να πουν; Κι εδώ λοιπόν ο όσιος μέγας Πορφύριος αποκαλύπτει το περιεχόμενο της καρδιάς ενός αληθινά πιστού ανθρώπου, όταν όμως συναντά έναν εξίσου αληθινά πιστό. Τι ζει την κάθε ώρα και στιγμή του ένας άγιος; Τον Χριστό ως περιεχόμενο της ζωής του. «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός», όπως το λέει ο μέγας απόστολος Παύλος. Ο χριστιανός, εφόσον είναι πράγματι πιστός, τον Κύριο δεν έχει μόνιμο «αντικείμενο» του στοχασμού του; Τον Κύριο δεν ποθεί με έρωτα στο βάθος της καρδιάς του; Προς Εκείνον δεν φέρεται αδιάκοπα τρέχοντας προς το άγιο θέλημά Του; Όλη η ζωή του αγίου δηλαδή είναι μία επιβεβαίωση αυτού που μαρτυρεί και πάλι ο άγιος Παύλος: «τα πάντα και εν πάσι Χριστός». Και: «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν».

Πώς λοιπόν να πεις για κάτι άλλο πέραν του Χριστού – Εκείνος σε περιέχει κι εσύ Τον περιέχεις, κατά την υπόσχεσή Του: «Εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ». Κι αυτό σημαίνει ότι ψηλαφάμε με την απάντηση του αγίου Πορφυρίου το βίωμα δύο μελών του σώματος του Χριστού που βρίσκονται χωρίς κενά και ενδιάμεσα σε κοινωνία αγάπης με την κεφαλή του σώματος. Τον Χριστό δηλαδή έβλεπε στο πρόσωπο του αγίου Παϊσίου ο άγιος Πορφύριος, τον Χριστό έβλεπε στο πρόσωπο του αγίου Πορφυρίου ο άγιος Παΐσιος. Κι αυτό με θερμότητα αγάπης που σβήνει οτιδήποτε γήινο και επιφέρει την τέλεια ενότητα. «Ίνα ώσιν εν καθώς ημείς εν εσμέν».

Κι η συνάντηση αυτή των δύο που είναι ένα εν Χριστώ – «εγώ εν αυτοίς και αυτοί εν εμοί» - καταλήγει στην κατάληξη που δεν είναι άλλη από την προσευχή ή καλύτερα από την ερωτική κραυγή της ευχής: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» - ίσως κι ούτε το «ελέησόν με»˙ επαρκεί το «Κύριε Ιησού Χριστέ», το «Κύριε Ιησού», το «Ιησού» μόνο. Ο άγιος μας άνοιξε λίγο τα μάτια και για το τι κυριαρχεί και υφίσταται στην πρόσωπο προς πρόσωπο κοινωνία των αγίων με τον Τριαδικό Θεό στη Βασιλεία Του! Η απόλυτη ενότητα, όπου εν Πατρί και εν Χριστώ και εν Αγίω Πνεύματι, όπου μαζί με την Παναγία και τους αγίους, όπου μαζί με όλους τους αγγέλους, έχουμε μία αναπνοή, έναν ρυθμό, μία θέληση. Ο Θεός ενωμένος με τους αγίους, τους άλλους θεούς εν χάριτί Του!

Ας επιτραπεί όμως να θέσουμε το ερώτημα του τι επικρατεί στη συνάντηση ενός αγίου με έναν από εμάς τους «ψυχικούς» χριστιανούς και ανθρώπους; Κατ’ αναλογίαν της πνευματικής μας καταστάσεως, η προσαρμογή του αγίου στο επίπεδό μας – η ακρόαση των προβλημάτων μας, η συμβουλή για την υπέρβασή τους, η προτροπή για την υπομονή μας, η «επιπεδοποίησή» του αγίου στην κενότητά μας. Σαν τον άγιο Παΐσιο που όταν έβλεπε ότι ο επισκέπτης του τον ρωτούσε για αυτονόητα και γήινα πράγματα: τι τρώτε, πόσοι καλόγεροι είναι στο Όρος, με τι εργασίες ασχολείσθε; απαντούσε παρομοίως: ποιος είναι ο πρωθυπουργός της χώρας, πώς πάνε τα οικονομικά, πώς πάνε οι δουλειές στον κόσμο!

10 Ιουνίου 2022

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ (ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ)

Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μᾶς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, όπως όντως συμβαίνει, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου όπως είπαμε μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο (ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα). Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Με την απόδοση της Αναλήψεως του Κυρίου, όπως συμβαίνει και με κάθε μεγάλη Δεσποτική και Θεομητορική εορτή, η Εκκλησία μας προβάλλει και πάλι τη μεγαλειώδη θεολογία της για το τελευταίο αυτό γεγονός της επί γης πορείας του Κυρίου μας: ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του, (συνεπώς αποκατάσταση της σχέσεως του ανθρώπου με τον Δημιουργό Του που είχε διασαλευτεί και χαθεί λόγω της αμαρτίας των προπατόρων), υπόσχεση αποστολής του Αγίου Πνεύματος ως του Παρακλήτου που θα καθιστά προσωπικό και οικείο το έργο της σωτηρίας που επιτέλεσε Εκείνος, αναγγελία της και πάλι μετά δόξης αυτήν τη φορά δευτέρας ελεύσεώς Του, (σε χρόνο όμως άδηλο, που σημαίνει ότι έκτοτε, μετά την εις Ουρανούς άνοδό Του και την εκ δεξιών του Πατρός με το σώμα Του καθέδρα Του, η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η στιγμή της Παρουσίας Του αυτής).

Κι ένα στοιχείο που τονίζει πολλές φορές η εκκλησιαστική υμνολογία της Αναλήψεως ως καρπό της σωτηρίας που έφερε ο Κύριος είναι η ανακαίνιση ακριβώς του ανθρώπου από τη φθορά που του επέφερε η αμαρτία. Δειγματοληπτικά επ’ αυτού παραθέτουμε έναν ύμνο από την ωδή α΄ του κανόνα της εορτής, ποίημα του υμνογράφου Ιωσήφ του Θεσσαλονίκης.

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει σου καί τῇ ἐγέρσει σου, ἀνελήλυθας, ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια∙ δόξα τῇ δόξῃ σου» (Κύριε, αφού ανακαίνισες με το πάθος Σου και την Ανάστασή Σου τον κόσμο που γέρασε λόγω των πολλών αμαρτιών του, ανήλθες πάνω σε νεφέλη προς τα επουράνια. Δοξολογούμε τη δόξα Σου).

  Τι δηλώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτα από όλα τη βασική συνέπεια της αμαρτίας: τη φθορά και τη γήρανση. Η αμαρτία ως ανυπακοή προς το θέλημα του Θεού δεν ήταν και δεν είναι χωρίς συνέπειες. Δεν πρόκειται για μία απλή αστοχία ή για μία απλή παράβαση ενός ηθικού κανόνα, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν «παθαίνει» τίποτε ο άνθρωπος στην ουσία του. Η αμαρτία αντανακλά στο κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου, συνιστά οντολογικό γεγονός που λένε οι θεολόγοι, που σημαίνει ότι τραυματίζει καίρια τον άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του. Διότι ακριβώς χωρίζει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής του τον Θεό. Το είχε αποκαλύψει απαρχής ο Δημιουργός, όταν έδωσε εντολή στους προπάτορες να μην πλησιάσουν «τό δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ» (χαρακτηρισμός εκ των υστέρων λόγω των αποτελεσμάτων της αμαρτίας): «Ἐάν φάγητε καί μή εἰσακούσητέ μου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Λοιπόν, «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». Ενώ η δημιουργία του ανθρώπου σ’ έναν κόσμο που δεν χαρακτηριζόταν από τη φθορά είχε προοπτική αθανασίας και αφθαρσίας, λόγω της ανυπακοής του εκπίπτει, και για όλον τον κόσμο, σε φθορά και σε θάνατο. Όπου υπάρχει λοιπόν η αμαρτία, εκεί υπάρχει η γήρανση, η φθορά δηλαδή που καταλήγει στον θάνατο – η αμαρτία «ρουφάει» κάθε ικμάδα ζωής, απονευρώνει τον άνθρωπο, τον κάνει ένα κινούμενο σκελετό: πρωτίστως ψυχικά κι έπειτα και σωματικά.

Ο Χριστός ήλθε, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, προκειμένου ακριβώς να μας δώσει και πάλι πίσω τη ζωή, να μας ενώσει μέσω του Εαυτού Του με τον Θεό που είναι η πηγή της ζωής. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν». Η ανάληψή Του είναι η επιβεβαίωση ότι όντως πραγματοποιήθηκε αυτό το ανακαινιστικό έργο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία – ούτε υπήρξε παρόμοιο ποτέ ούτε πρόκειται να υπάρξει άλλο. Διότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Εκείνος «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη» και σήκωσε για χάρη μας το φράγμα που μας χώριζε από τον Θεό, συνεπώς πια εν Χριστώ βλέπουμε Θεού πρόσωπο. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Κι όπως σημειώσαμε και παραπάνω: Μετά την ανάληψή Του έστειλε το Πανάγιον Πνεύμα που ως έργο Του έχει την οικείωση της σωτηρίας που έφερε ο Χριστός στην καρδιά του ανθρώπου – εν Αγίῳ Πνεύματι, δηλαδή στην Εκκλησία που ενεργοποιείται από το Άγιον Πνεύμα,  ο άνθρωπος γνωρίζει και καταλαβαίνει τον Χριστό, γινόμενος ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο.

Λοιπόν, «εἴ τις ἐν Χριστῶ καινή κτίσις» (όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία). Διότι ο Ίδιος ήλθε για τον σκοπό αυτό. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα» (Να, όλα τα κάνω καινούργια). Από την άποψη αυτή ό,τι έχει Χριστό είναι ανακαινισμένο∙ ό,τι δεν έχει, έστω κι αν φαίνεται νέο, είναι παλαιό. Και πώς αλλιώς; Χωρίς Χριστό κάθε τι ανακυκλώνει απλώς τα φθαρμένα υλικά του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός στέκει με επιφύλαξη απέναντι σε οτιδήποτε στον κόσμο υπόσχεται «αλλαγές» και «νέες» καταστάσεις. Αν όντως αυτό το θεωρούμενο νέο αποτελεί φανέρωση Χριστού, δηλαδή παρουσιάζει σημεία αγιότητας κινούμενο μέσα σε εκκλησιαστικό πλαίσιο ταπεινής αγάπης, τότε ναι, γίνεται αποδεκτό. Αν όμως δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, τότε πρόκειται για επιφάνεια που κρύβει την άβυσσο της κακίας του ανθρώπου και απλώς επιβεβαιώνει την παροιμία που λέει «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός».

ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΝΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ Ι. Μ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δεν είναι πολύς καιρός (22 Ιανουαρίου 2022) που είχαμε κάνει μία μικρή παρουσίαση δύο εξαιρετικών βιβλίων που εξέδωσε το γνωστό και φιλόξενο μοναστήρι του Αναστάντος Χριστού της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς. Το πρώτο, με συγγραφέα τον καθηγούμενο της Μονής και ιεροκήρυκα της ίδιας Μητροπόλεως Αρχιμ. π. Μεθόδιο Κρητικό, με τίτλο: «Τι θέλει ο Θεός από εμάς;» και υπότιτλο «Οι δέκα εντολές»˙ το δεύτερο, με συγγραφέα τον αδελφό της Ιεράς Μονής Αρχιμ. π. Μελέτιο Κατσουρό, ιατρό, θεολόγο, ζωγράφο και αγιογράφο, με τίτλο: «Βάζε ξύλα στη φωτιά» και υπότιτλο «Καταρτίζοντας ένα πνευματικό καθημερινό πρόγραμμα». Κι είχαμε πει τότε πόσο πράγματι οι γραφές και των δύο αποτελούν σημαντικό βοήθημα στην πνευματική προαγωγή του κάθε εν επιγνώσει χριστιανού, για τον λόγο ότι και τα δύο γράφτηκαν με σοφία και φωτισμό Θεού.

Τώρα ήρθαν στα χέρια μας και τα δύο επόμενα βιβλία των εκδόσεων του Ιερού Ησυχαστηρίου. Και πάλι το πρώτο, του αγίου καθηγουμένου π. Μεθοδίου, με ίδιο τίτλο: «Τι θέλει ο Θεός από εμάς;» αλλά με υπότιτλο αυτήν τη φορά «Η επί του Όρους ομιλία»˙ το δε δεύτερο, του π. Μελετίου με τίτλο «Εγώ είμαι του Θεού» και υπότιτλο: «Μία σύντομη ματιά στα σημαντικότερα πρόσωπα και γεγονότα της Γενέσεως». Είναι περιττό βεβαίως να πούμε ότι και τα δύο νέα αυτά βιβλία στοιχούν στην ίδια γραμμή των προηγουμένων, δηλαδή καταγράφουν με αταλάντευτο τρόπο το θέλημα του Θεού όπως αυτό φανερώθηκε και μέσα στην Αγία Γραφή αλλά και στη λοιπή θεόπνευστη παράδοση της Εκκλησίας μας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο καθηγούμενος και ο αδελφός της Μονής προσφέρουν στέρεα τροφή στον αναγνώστη τους, έστω και με απλουστευμένο τρόπο λόγω της ποιμαντικής συνειδήσεώς τους, γιατί μας εισάγουν κατευθείαν εκεί που είναι η πηγή: η Αγία Γραφή. Κι ό,τι άλλο πέραν της Γραφής καταγράφουν, είτε από τους Πατέρες είτε και από την ανθρώπινη σκέψη, είναι απολύτως συντονισμένο με Αυτήν. Είναι γνωστή μάλιστα η ευαισθησία του π. Μεθοδίου, και από τα κηρύγματά του αλλά και από τις μακροχρόνιες εκπομπές του στο ραδιόφωνο της Πειραϊκής Εκκλησίας, στα θέματα της Γραφής – πάντοτε η πηγή του είναι η Παλαιά και η Καινή Διαθήκη. Και του είμαστε από την άποψη αυτή ευγνώμονες. Διότι η καρδιά μας αναπαύεται στα λόγια του και στις γραφές του – τον λόγο του Θεού αναπνέουμε μ’ αυτά που λέει και γράφει και από αυτόν τον λόγο τρεφόμαστε. Οπότε είμαστε βέβαιοι ότι, για να θυμηθούμε σκέψη του μεγάλου οσίου της εποχής μας Σωφρονίου του Αθωνίτου, ο λόγος και αυτού «μένει εις τον αιώνα».

Η μεθοδική ανάλυση των θεμάτων, η απόλυτη σαφήνεια, η παραστατικότητα και εποπτικότητα, ο συγχρονισμός με την εποχή μας, μαζί και με το καλαίσθητο της έκδοσης, καθιστούν τα βιβλία πράγματι οδό προς σωτηρία και αγιασμό του ανθρώπου, όπως με πολύ εύστοχο και άμεσο τρόπο σημειώνει και ο Σεβασμιώτατος άγιος Πειραιώς κ. Σεραφείμ στον πρόλογο του βιβίου του π. Μεθοδίου. Η μελέτη τους γι’ αυτό συνιστά ισχυρή ώθηση προς τα εμπρός και παρηγοριά ξεχωριστή στους δύσκολους καιρούς που διερχόμαστε.

09 Ιουνίου 2022

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

«Κύριλλον ὑμνῶ τοῦ Κυρίου μου φίλον,

Καὶ Κυρίας πρόμαχον Ἀειπαρθένου.

Εὕρατο τυμβοχοὴν ἔνατον Κύριλλος ἐς ἦμαρ.

Θανών Kύριλλος της Aλεξάνδρου Πάπας,

Προς Kύριον μετήλθε πάντων Kυρίων».

(Υμνώ τον Κύριλλο, τον φίλο του Κυρίου μου και τον υπερασπιστή της Κυρίας Αειπαρθένου. Ετάφη ο Κύριλλος την ενάτη Ιουνίου. Πέθανε ο Κύριλλος ο Πάπας της Αλεξανδρείας και πήγε προς τον Κύριο ολων των Κυρίων).

«Ο Άγιος Κύριλλος έζησε επί βασιλείας Θεοδοσίου του Μικρού και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια το 370 από εύπορους γονείς της ελληνικής κοινωνίας της πόλεως. Ανεψιός του αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Θεοφίλου ο Κύριλλος, έλαβε μεγάλη θεολογική μόρφωση, ώστε έγινε κατόπιν διάδοχος του θείου του, στον αρχιεπισκοπικό θρόνο Αλεξανδρείας.

Όταν έγινε η Γ' Οικουμενική Σύνοδος το 431 στην Έφεσο, ο Κύριλλος υπήρξε πρόεδρος αυτής και συνετέλεσε να γκρεμιστούν οι κακοδοξίες του δυσσεβούς Νεστορίου, για το πρόσωπο της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου.

Με πολλά πνευματικά κατορθώματα στο ενεργητικό του, ο Κύριλλος παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στον Κύριο την 27η Ιουνίου του 444, αφού πατριάρχευσε για 32 περίπου χρόνια. Δικαίως ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης τον προσονόμασε «σφραγίδα των Πατέρων».

Να σημειώσουμε τέλος, ότι η μνήμη του Αγίου Κυρίλλου επαναλαμβάνεται και στις 18 Ιανουαρίου» (Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Ο σοφός και μεγάλος Πατρολόγος καθηγητής μακαριστός Στυλιανός (μοναχός Γεράσιμος) Παπαδόπουλος, ο οποίος ασχολήθηκε επισταμένως με τον μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο Κύριλλο, εκτιμά με συνοπτικό τρόπο ως εξής την προσφορά του στην Εκκλησία: «Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας υπήρξε το ισχυρό θεολογικό πνεύμα, που χαριτώθηκε από τον Θεό να αντιμετωπίσει, με τεράστιες δυσκολίες αλλά και με επιτυχία, το θεμελιώδες πρόβλημα της χριστολογίας. Η προσφορά του αυτή τον ανέδειξε πατέρα και διδάσκαλο της εκκλησίας, φορέα του πρωτείου αληθείας. Κατά την στιγμή της μεγάλης κρίσεως για την εκκλησία, όταν δηλαδή αμφισβητήθηκε η πραγματική ενότητα των δύο φύσεων στο ενιαίο πρόσωπο του Χριστού, ο Κύριλλος κατέδειξε θεολογικά και την ενότητα των ασύγχυτων φύσεων και το ενιαίο πρόσωπο του Χριστού, αλήθειες που αποτελούν προϋπόθεση απόλυτη για την σωτηρία του ανθρώπου. Έτσι, ανήγειρε το οικοδόμημα που είχανε θεμελιώσει ο Μ. Αθανάσιος και οι Καππαδόκες Πατέρες».

Από όλον τον κανόνα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους που συνέγραψε για τον μεγάλο Πατέρα επιλέγουμε δύο ύμνους από την πρώτη ωδή, που συγκεφαλαιώνουν την όλη αγιασμένη πορεία του Κυρίλλου. «Γέμισες εξ ολοκλήρου από το σαν φωτιά φως του θείου Πνεύματος, Κύριλλε, γιατί φύλαξες τις εντολές του Χριστού, κι αφού καθαρίστηκες από τα πάθη σου έγινες πράγματι κατοικητήριο της υπερθέου Τριάδος». «Γεμάτος από ζήλο και παρρησία προς τον Θεό, ένδοξε Κύριλλε, διέλυσες με αψευδή τρόπο όλες τις ανοησίες των δυσσεβών αιρέσεων που μάχονταν τον Θεό ως προϊστάμενος της ορθοδοξίας».

Τι σημειώνει ο άγιος Θεοφάνης; Το τεράστιο αντιαιρετικό έργο του μεγάλου Πατρός πρώτον κατά των θεομάχων αιρετικών, γιατί έβλεπε ότι αλλοιώνουν την αληθινή εικόνα του Χριστού και της αγίας Τριάδος. Ζούσε τον Χριστό ο άγιος, η χάρη Του κατέτρωγε την ύπαρξή του – ως νέο Ηλία λόγω του ζήλου του τον χαρακτηρίζει ο υμνογράφος – γι’ αυτό και με μεγάλη δύναμη και θάρρος απέδειξε την παραφροσύνη και τα φληναφήματά τους. Λόγω μάλιστα της θέσης του ως αρχιεπίσκοπος ήταν εκείνος που έφερε την πρώτη ευθύνη στην Εκκλησία, συνεχίζοντας το έργο του Αγίου Αθανασίου και των Καππαδοκών Πατέρων, Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης.  

Και δεύτερον, θεωρεί δεδομένη την αναφορά ο Θεοφάνης στις προϋποθέσεις του έργου του Κυρίλλου. Ποιες είναι αυτές; Ότι προκειμένου κανείς να διακρίνει την αλήθεια περί Χριστού του Θεού, μέσα μάλιστα στον ορυμαγδό των αιρετικών αποκλίσεων, απαιτείται ο φωτισμός του αγίου Πνεύματος. Μόνον εκείνος που καθοδηγείται από το Πνεύμα του Θεού που έλαβε και λαμβάνει στην Εκκλησία σε υπακοή προς την Αποστολική Παράδοση  μπορεί και να δει ορθά τις πνευματικές πραγματικότητες αλλά και να αντιμετωπίσει ό,τι τις αλλοιώνει, όταν μάλιστα έχει και τις ανθρώπινες ανάλογες δυνάμεις: νου διευρυμένο, γνώση της Αγίας Γραφής και της προγενέστερης από αυτόν Παράδοσης της Εκκλησίας, γνώση ακόμη και της φιλοσοφίας – πολύ σωστά έχει ειπωθεί ότι εκείνος ο θεολόγος που δεν γνωρίζει και την ανθρώπινη φιλοσοφία δυσκολεύεται να δει τι αποτελεί οικείο του Πνεύματος ή ξένο προς αυτό. Είναι αυτό που μαρτυρεί ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος στην Α΄ καθολική επιστολή του για τους αληθινά πιστούς στον Χριστό: «Εσείς έχετε λάβει από τον Χριστό το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος και μένετε όλοι σταθεροί στην αληθινή γνώση».

Ο φωτισμός όμως του αγίου Πνεύματος δεν έρχεται με αυτόματο και τυχαίο τρόπο. Χρειάζεται ο πιστός να αποδύεται στον αγώνα καθάρσεως της καρδιάς του από ό,τι πονηρό και εμπαθές, όπως σημειώνει για τον άγιο Κύριλλο ο υμνογράφος, που σημαίνει ότι αγωνίζεται να τηρεί τις άγιες εντολές του Κυρίου. «Φύλαξ των εντολών του Χριστού» ήταν ο άγιος Κύριλλος και έτσι καταξιώθηκε να γίνει «ενδιαίτημα της υπερθέου Τριάδος». Ο άγιος υμνογράφος και μας ανοίγει τα μάτια για το έργο του μεγάλου Πατρός Κυρίλλου, αλλά και την καρδιά του που είχε ένοικο τον Κύριο. Γι’ αυτό και έγινε, λόγω και της πρόκλησης από τις τότε αιρέσεις, ο σπουδαιότερος κήρυκας της υπεραγίας Θεοτόκου. Δεν μπορεί κανείς να έχει ορθή εικόνα του Χριστού χωρίς να έχει την ορθή εικόνα και της Υπεραγίας Μητέρας Του. Ο Θεάνθρωπος Κύριος συμβαδίζει πάντοτε με τη Θεοτόκο Παναγία. Με τα λόγια και πάλι του Θεοφάνους: «Με δύναμη του νου και με φωτισμό της χάρης του Θεού θεολόγησες, μακάριε Κύριλλε, για την ομοούσιο Τριάδα και τον Υιό τον σαρκωμένο Θεό. Κι αφού φάνηκες υπέρμαχος της Θεοτόκου, τώρα δοξάζεσαι στα επουράνια» (ωδή θ΄).

Ίσως μία φράση του αγίου Θεοφάνους αποτελεί τη σύνοψη όλης της αγιοσύνης του Κυρίλλου με μοναδικό τρόπο: «Διαποιμάνθηκες ως πρόβατο από τον Χριστό και ποίμανες το ποίμνιό σου, Πάτερ, με τα ψυχότροφα λόγια σου» (ωδή ε΄).

«Η ΧΑΡΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΕ ΚΡΑΤΑΕΙ ΣΤΟΝ ΙΣΙΟ ΔΡΟΜΟ»

«Έλεγε ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης ότι η Χάρις του Θεού τον κρατά στον ίσιο δρόμο. Αν φύγει η Χάρις, το βράδυ μπορεί να με βρεις στην ταβέρνα» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι).

Ο άγιος Γέροντας είχε πλήρη επίγνωση της ανθρωπολογίας της χριστιανικής πίστεως και της πνευματικής ζωής. Διότι ποια η αντίληψη του χριστιανού για τον άνθρωπο; Ότι ναι μεν δημιουργήθηκε από τον Θεό «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν» Εκείνου, όμως λόγω της αμαρτίας του ο άνθρωπος, της ανυπακοής που επέδειξε προς τον Δημιουργό του, η ομοίωση χάθηκε και ο εικονισμός του Θεού σκοτείνιασε, ζοφώθηκε. Ο άνθρωπος μετά την πτώση στην αμαρτία «παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς», δηλαδή αγόταν και φερόταν από τα πάθη του χωρίς δυνατότητα ρυθμίσεώς του από τον ηγεμόνα νου που τυφλώθηκε. Μετά τον ερχομό του ενανθρωπήσαντος Θεού μας βεβαίως ο άνθρωπος αποκαταστάθηκε: με την πρόσληψή του από τον Χριστό καθαρίστηκε η εικόνα του Θεού μέσα του, ανοίχτηκε και πάλι ο προορισμός της ομοίωσής του προς Αυτόν, με την προϋπόθεση όμως της αποδοχής του Κυρίου εν πίστει στη ζωή του. Ο χριστιανός με άλλα λόγια που έχει πιστέψει στον Χριστό και έχει γίνει μέλος του σώματός Του της Εκκλησίας διά του αγίου βαπτίσματος, ανανεώνοντας και ενεργοποιώντας τη χαρισματική αυτή κατάστασή του διά της μετανοίας και της συμμετοχής του στα μυστήρια της Εκκλησίας, αυτός πράγματι μπορεί να θεωρηθεί ως φυσιολογικός άνθρωπος κατά τον τρόπο της δημιουργίας του.

Η τρεπτότητά του όμως παραμένει: μπορεί να αλλάξει και να αλλάζει διαρκώς, γιατί στον κόσμο τούτο η θέλησή του δεν είναι παγιωμένη στο αγαθό -  η παγίωση στο αγαθό συνέβη με τους αγίους αγγέλους μετά την πτώση του Εωσφόρου και των οργάνων του. Οι άγγελοι ναι! Παραμένουν στο αγαθό πάντοτε, όπως και ο Πονηρός διάβολος στο πονηρό και το κακό. Οι άνθρωποι όμως όχι! Το μόνο σταθερό και αναλλοίωτο και αιώνιο στοιχείο που μπορεί να κρατήσει στέρεο τον χριστιανό, έστω κι αν χαρακτηρίζεται από το τρεπτό της θελήσεώς του, είναι η χάρη του Θεού, όταν κι εκείνος είναι προσανατολισμένος στις άγιες εντολές Του. Κι αυτό συνιστά το γνώρισμα πια του κάθε πιστού χριστιανού: ο αγώνας του μέχρι θανάτου να ακολουθεί τον Κύριο και την οδό Του, δηλαδή να προσπαθεί αδιάκοπα να τηρεί ό,τι Εκείνος καθόρισε ως πορεία της ζωής. Διότι ο Κύριος βρίσκεται μέσα στις εντολές Του – οι εντολές του Θεού μάς προσομοιώνουν μ’ Εκείνον και μας συντονίζουν με την παρουσία Του.

Ο άγιος Παΐσιος λοιπόν λέει το αυτονόητο για έναν χριστιανό εν επιγνώσει: ο ίσιος δρόμος είναι ο δρόμος του Χριστού και του αγίου θελήματός Του, αλλά μόνον η χάρη του Θεού μπορεί να κρατήσει τον άνθρωπο πάνω σ’ αυτόν. Γιατί πρόκειται περί χαρισματικής καταστάσεως, περί της Ζωής Εκείνου που προσφέρεται ως δυνατότητα στον άνθρωπο που καλοπροαίρετα θα ανταποκριθεί στην κλήση της ακολουθίας Του. Κι αυτή η ανταπόκριση εκκινεί από την ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία διά του βαπτίσματος, αλλά δεν σταματάει ποτέ. Μέχρι το τέλος της ζωής του ο άνθρωπος, μέχρι κυριολεκτικά την τελευταία του πνοή δεν μπορεί να χαλαρώσει. Το όποιο χαλάρωμα ως γνωστόν στην πνευματική ζωή αποτελεί την ίδια στιγμή οπισθοδρόμηση και έκπτωση του πιστού – «όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου» είπε ο Ίδιος ο Κύριος. Θυμόμαστε το περιστατικό από το Γεροντικό, όπου ένας όσιος αββάς φτάνοντας στο τέλος της επίγειας ζωής του άκουσε από τους μαθητές του: σώθηκες τώρα, αββά. Κι εκείνος αμέσως, πριν εκπνεύσει, απάντησε: όχι ακόμη! Αυτή είναι η αίσθηση του αγίου που ξέρει το πόσο εύκολα μπορεί να προσκλίνει  στο κακό η θέληση του ανθρώπου, αν ακριβώς χαλαρώσει την ένταση του πνευματικού του αγώνα. Ο όσιος Παΐσιος μιλάει για την «ταβέρνα» ως πτώση του στην αμαρτία, όχι χαρακτηρίζοντας την ταβέρνα βεβαίως ως τόπο αμαρτίας, αλλά ως τόπο που απάδει προς αυτόν ως καλόγερο.   

Γι’ αυτό και οι άγιοι ακολουθούσαν την οδό της ταπεινώσεως – πώς μπορούσαν να αποδεχτούν τον όποιο υπερήφανο λογισμό ότι κάτι κατάφεραν; Τα λόγια του ίδιου του Κυρίου ηχούσαν πάντοτε στην καρδιά τους: «Όταν εφαρμόσετε όλα όσα σας είπα, να λέτε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι. Ότι κάναμε ό,τι οφείλαμε να κάνουμε». Κι ο απόστολος Παύλος ήταν εκείνος που για τον λόγο αυτό φώναζε: «Τι καλό έχεις που δεν το έλαβες από τον Θεό; Κι αφού το έλαβες από Εκείνον τι καυχάσαι σαν να μην το έχεις λάβει;» Ο λόγος μάλιστα του ίδιου έρχεται χωρίς περιστροφές να το βεβαιώσει: «Με τη χάρη του Θεού σωθήκαμε διά της πίστεως. Κι αυτό είναι δώρο του Θεού, δεν είναι κατόρθωμα δικό μας για να μη καυχηθεί κανείς».   

08 Ιουνίου 2022

ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ… ΠΡΟΣΓΕΙΩΜΕΝΟΙ!

«Διηγούνται ότι ένας νέος έλεγε στον όσιο Παϊσιο τον αγιορείτη ότι είναι έτοιμος να πέσει στη φωτιά για τον Χριστό. Κάποια μέρα λοιπόν τον παρακάλεσε ο όσιος Γέρων να σηκώσει λίγο το παντελόνι του πάνω από την κάλτσα και όταν το σήκωσε ακούμπησε στη γάμπα του τη φλόγα ενός κεριού. Ο νέος πετάχτηκε φωνάζοντας και ο σοφός Γέρων του είπε: Εσύ είσαι που θα ’πεφτες στη φωτιά για τον Χριστό;» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι).

Όταν το σπουργίτι νομίζει ότι είναι… αετός! – αυτό θα μπορούσε να είναι ο τίτλος του συγκεκριμένου περιστατικού. Να ομολογείς ότι είσαι έτοιμος να ριχτείς στη φωτιά για τον Χριστό και να μην μπορείς να ανεχτείς τον παραμικρό πόνο, ένα ελαφρό και απαλό κάψιμο! Ο άγιος Παΐσιος αποκαλύπτει με τον δικό του μοναδικό και παραστατικό τρόπο το πρόβλημα του νεαρού επισκέπτη του, αλλά και πολλών άλλων από εμάς τους θεωρουμένους «καλούς» χριστιανούς: να μη διακρίνουμε το όριο των τελείων που δείχνει ο Κύριος και η Εκκλησία μας με το δικό μας όχι απλώς χαμηλό αλλά και κάτω της… βάσεως όριο! Μοιάζει με το περιστατικό που ανέφερε ο εξίσου μέγας όσιος Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης, κατά το οποίο μία Γερόντισσα βλέποντας κάποιους αγίους ψηλά σ’ ένα βουνό θεώρησε ότι είναι εύκολο να τους φτάσει. Αλλά διαπίστωσε ότι το μονοπάτι για την κορυφή ήταν γεμάτο από αγκάθια και τριβόλια – κανείς δεν φτάνει διαμιάς στην κορυφή της σκάλας˙ χρειάζεται να κουραστεί, να επιμείνει, να ματώσει στον αγώνα της πνευματικής ζωής. «Δώσε αίμα και λάβε Πνεύμα» είναι εκείνο που κατεξοχήν χαρακτηρίζει τον εσωτερικό αγώνα ενός πιστού χριστιανού.

Η έλλειψη της διάκρισης λοιπόν το συχνά διαπιστούμενο πρόβλημα πολλών χριστιανών, που σημαίνει την έλλειψη της αυτογνωσίας – «πετάμε στα… σύννεφα!» κατά το κοινώς λεγόμενο. Διότι κινούμαστε με ό,τι ακούμε και διαβάζουμε για τους αγίους μας, φαντασιούμενοι ότι έχουμε φτάσει στα δικά τους μέτρα, έστω κι αν τρώμε… χώμα στην καθημερινότητά μας. Ο άγιος Παΐσιος το έλεγε και με άλλο παρεμφερές με το παραπάνω παράδειγμα: να θέλεις να μαρτυρήσεις για τον Χριστό, αλλά να μη σηκώνεις μύγα στο σπαθί σου όταν κάποιος σε προσβάλει. Πώς είναι δυνατόν να μην αντέχεις έναν προσβλητικό λόγο, μία άδικη κατ’ εσέ απέναντί σου πράξη, ένα βλέμμα ίσως επιτιμητικό, αλλά να δηλώνεις… έτοιμος μάρτυρας; Πρόκειται για τους κατά φαντασίαν χριστιανούς, όπως τους έχουν χαρακτηρίσει, όπου η πράξη δεν συμβαδίζει καθόλου με ό,τι υπάρχει ως εικόνα στο μυαλό! Δεν φανερώνει η κατάσταση αυτή την τραγικότητα που ζούμε πολλές φορές οι χριστιανοί και που δεν είναι άλλη από την κρυμμένη εν πολλοίς αλαζονεία μας; Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο ότι οι άγιοί μας θεωρούν πως τα πνευματικά μας μέτρα μπορούμε να τα επισημάνουμε, όταν δούμε τις αντιδράσεις μας στους πειρασμούς και στις επιθέσεις και προσβολές απέναντί μας. Το περιστατικό από το Γεροντικό με τον άγιο μέγα Αντώνιο είναι γνωστό: επαινούμενο ένα νεαρό μοναχό από άλλους αδελφούς τον πρόσβαλε. Κι όταν εκείνος αντέδρασε, ο άγιος του είπε γεμάτος στοργή: Πρόσεξε, αδελφέ, γιατί είσαι σαν την πόλη εκείνη που μπροστά φαίνεται ωραία αλλά πίσω τη λυμαίνονται ληστές!

Ποια η ενδεδειγμένη στάση του νεαρού στο αρχικό περιστατικό με τον όσιο Παΐσιο; Να θέλγεται και να κατανύσσεται με τη χαρισματική δύναμη αγάπης προς τον Χριστό των αγίων μαρτύρων - «μας χαρίστηκε, λέει ο απόστολος Παύλος, όχι μόνο να πιστεύουμε στον Χριστό αλλά και να πάσχουμε γι’ Αυτόν» - αλλά με ταπείνωση να αναγνωρίζει τη δική του μηδαμινότητα, αγωνιζόμενος στην υπομονή της διακράτησης της αγάπης προς τους συνανθρώπους του στην καθημερινότητά του. Γιατί τελικώς αυτό είναι το ζητούμενο που δίνει τον τόνο και το στίγμα της ποιότητας της πνευματικής μας ζωής: την κάθε ώρα και στιγμή μας να τη θεωρούμε ως την ώρα της χάριτος και της δωρεάς του Θεού για να κρατιόμαστε σε κάθε δυνατή για εμάς αναμαρτησία, να αγωνιζόμαστε δηλαδή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Θεού. Τότε ανοίγουμε χώρο στην καρδιά και την ύπαρξή μας για να σκηνώσει η χάρη του Θεού – «οι καθαροί τη καρδία όψονται τον Θεόν» - γεγονός που τη δυναμώνει και την ενισχύει σε βαθμό τέτοιο που πράγματι μπορεί κανείς να αντέξει και τους μεγαλύτερους πειρασμούς, κατεξοχήν δε τη χάρη και του ίδιου του μαρτυρίου για την πίστη μας. Διαφορετικά, όπως είπαμε, θα μοιάζουμε με τον γίγαντα που θέλει να σηκώνει θεόρατο βάρος έχοντας πήλινα ποδάρια.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έχει δώσει την απάντηση με τον δικό του εμπνευσμένο τρόπο: επαινεί εκείνον τον πιστό που ακούγοντας και διαβάζοντας τα υψηλά των εντολών του Χριστού, εφαρμοζόμενα από τους αγίους με προσφορά και της ίδιας τους της ζωής, κτυπά το στήθος του με πένθος και δάκρυα, γιατί βλέπει την αδυναμία του. Και σημειώνει πως η ταπείνωση που επιδεικνύει ο συγκεκριμένος: μπροστά στο ύψος των αγίων να νιώθει ελαχιστότατος, μπορεί να τον οδηγήσει από άλλη πλευρά στην… πρωτοπορία! Διότι ταπεινούμενος με επίγνωση υψώνεται «ιλιγγιωδώς». Ο λόγος του Κυρίου είναι σαφής: «ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται».