17 Οκτωβρίου 2022

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ: ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΟΛΩΝ!

«Δεν ενδιαφερόμαστε για τη θέση που έχουμε μέσα στον κόσμο. Το μόνο πράγμα που μας ελκύει είναι ο Χριστός, το πρόσωπό Του. Και πρέπει να βιώνουμε τον Χριστό ως το μέτρο όλων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων» (όσιος Σωφρόνιος Έσσεξ).

Ο όσιος Σωφρόνιος μιλώντας κατά τα τέλη της ζωής του στους μοναχούς και τις μοναχές της ιεράς Μονής του, αλλά και στους προσκυνητές που παρευρίσκονταν, τους εφιστά την προσοχή για ό,τι θεωρεί ως απόλυτο για την πραγμάτωση της σωτηρίας τους, τη ζωντανή σχέση τους με τον Θεό. Με τα ίδια τα λόγια του: «Θα ήθελα, πριν από τον θάνατό μου, να σας αφήσω αυτά τα λόγια ως μαρτυρία, ως την έκφραση της αγάπης μου για όλους σας. Προσπαθήστε να τα βάλετε σε πράξη και θα δείτε ότι η ζωή σας θα αλλάξει ριζικά». Και τα λόγια αυτά, όπως και παρόμοια άλλα βεβαίως, συγκεφαλαιώνονται στο τι αποτελεί προτεραιότητα για τον χριστιανό, πολύ περισσότερο για έναν μοναχό, τον κατά τεκμήριο πιο αφοσιωμένο στον Κύριο και τον λόγο Του.

1. «Δεν ενδιαφερόμαστε για τη θέση που έχουμε μέσα στον κόσμο». Στον κόσμο ζούσε και ο άγιος Γέρων. Συνεπώς ήταν υποχρεωμένος, κι αυτός και οι μοναχοί του, να λειτουργούν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλει η ζωή αυτή – η επίγεια ζωή έχει κανόνες για να την αντιμετωπίσει κανείς: πρέπει να τραφεί, πρέπει να ενδυθεί, να έχει μία σκέπη πάνω από το κεφάλι του. Δεν εννοεί αυτό όμως ο Γέρων. Μπορεί να κινείται μέσα στον κόσμο κατ’ ανάγκη, όμως το ενδιαφέρον του, συνεπώς και η προσοχή του, δεν είναι στραμμένα προς αυτόν. Ο κόσμος δεν απορροφά τον νου του πιστού ανθρώπου. Γιατί; Διότι «ὁ κόσμος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ». Μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, δυστυχώς ο κόσμος όλος αλλοιώθηκε από τη φυσιολογική εν Θεώ κατάστασή σου και η αμαρτία ως ανταρσία κατά του Θεού σφράγισε την πορεία του. Ο κόσμος πια νοείται αρνητικά, όχι διότι σταματά να είναι δημιουργία του Θεού – ο κόσμος πάντοτε ανήκει σ’ Εκείνον και διακρατείται από Εκείνον – αλλά διότι κυριαρχεί «τό φρόνημα τῆς σαρκός», ό,τι δηλαδή ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος περιγράφει «ὡς ἐπιθυμία τῆς σαρκός, ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, ἀλαζονεία τοῦ βίου». Πρόκειται για την ίδια στάση ζωής που μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος, ο οποίος και αυτός χαρακτηρίζει τον κόσμο με την παραπάνω έννοια ως σκουπίδια και γι’ αυτό δεν μπορεί να δώσει την προσοχή του. «Ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω». Κι είναι ευνόητο ότι και οι απόστολοι και όλοι οι άγιοι, όπως εν προκειμένω ο άγιος Σωφρόνιος, ακολουθούν την εν Χριστώ αποκάλυψη για τις εκτιμήσεις τους. Ο ίδιος ο Κύριος σημείωνε την αντιθετική σχέση του κόσμου με τον Θεό. Δεν μπορεί κανείς να είναι στραμμένος προς τον κόσμο και να είναι ταυτοχρόνως σε σχέση με τον Θεό. «Ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Καί: «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν».

Από την άποψη αυτή ο λόγος του αγίου Σωφρονίου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Γιατί εκφράζει τον αιώνιο λόγο του Θεού. Μπορεί ο κόσμος με τα πάθη και τις αμαρτίες του να επιζητεί την πρωτιά, τις ανέσεις του, την επιβολή επί των άλλων, την προβολή του, αλλά όλα αυτά έχουν διαγραφεί από τη συνείδηση του αγίου και των χριστιανών. Για τον χριστιανό ό,τι θεωρείται αξία ιδιαίτερη στον κόσμο χάνεται. Διότι το κέντρο βάρους και η προσοχή του βρίσκονται αλλού. Στον μόνο που έχει απόλυτη αξία, τον ίδιο τον Χριστό.

2. «Το μόνο πράγμα που μας ελκύει είναι ο Χριστός, το πρόσωπό Του». Πράγματι, ο απόλυτος «μαγνήτης» για τον χριστιανό είναι το πανάχραντο πρόσωπο του Χριστού. Δεν αναφέρεται σε μία ιδέα ή σε μία απρόσωπη αρχή ο άγιος Γέροντας – τέτοιες ιδέες και αρχές, όσο κι αν φαίνονται καλές και σπουδαίες, τελικώς είναι υποταγμένες στον κόσμο τούτο κι εκφράζουν τον αυτονομημένο από τον Θεό νου του ανθρώπου. Αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού, τον Υιό και Λόγο του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που «ἔκλινεν Οὐρανούς» - κατ’ εὐδοκίαν του Πατρός και με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος - και κατέβηκε στον κόσμο, γινόμενος άνθρωπος καθ’ όλα όμοιος με εμάς, «πλήν ἁμαρτίας». «Μέσα στον Χριστό έχουμε τον Θεό, τον Δημιουργό μας», λέει ο όσιος, όπως παρεμφερώς το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Ἐν Αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».

Το ερώτημα βεβαίως είναι: γιατί άλλοι δέχονται τον Χριστό και άλλοι Τον απορρίπτουν; Τι είναι εκείνο που κάνει έναν άνθρωπο να «διαβλέπει» ότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και να ελκύεται προς Αυτόν; Κι η απάντηση είναι δεδομένη από το Ευαγγέλιο: η καλή προαίρεση του ανθρώπου, που νιώθει την έλξη που ασκεί στην καρδιά του ο ίδιος ο Θεός Πατέρας για να τον τραβήξει προς τον Χριστό. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν», λέει ο Ίδιος ο Κύριος. Αν όμως δεν υπάρχει η καλή προαίρεση, αν δηλαδή η αμαρτία ως πονηρία έχει διαβρώσει την ψυχή του ανθρώπου, δυστυχώς η όποια έλξη του Θεού πέφτει στο κενό. Τα πάθη του ανθρώπου έχουν κυριαρχήσει στην υπαρξή του, κάνοντας τον άνθρωπο αυτόν να δουλεύει στον Πονηρό διάβολο.

Και βεβαίως η έλξη προς τον Χριστό σημαίνει την κίνηση και την πορεία προς Αυτόν.  Δεν είναι μόνο η στροφή της προσοχής του ανθρώπου προς τον Κύριο που φανερώνει τη χαρισματική κατάσταση της πίστεως∙ είναι στη συνέχεια η διαρκής κίνηση της ψυχής και του σώματος που κάνει τον άνθρωπο να σπεύδει προς συνάντηση με Εκείνον – η κατάθεση της δικής του βούλησης ως «συνέργεια» με τον Θεό. Και μάλιστα χωρίς διακοπές. Η όποια διακοπή, ως γνωστόν, της πορείας προς τον Χριστό συνιστά όχι μία ανάπαυλα, αλλά μία οπισθοχώρηση και μία κατακρύλα, όπως το έχει αποκαλύψει ο Κύριος: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Στην ουσία η κίνηση προς τον Χριστό πια για τον πιστό σημαίνει την αγάπη του προς Εκείνον ως ανταπόκριση προς τη δική Του αγάπη: «ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» - η αγάπη αποτελεί το ερμηνευτικό κλειδί της σχέσης του χριστιανού με τον Χριστό -, ενώ η αγάπη αυτή λαμβάνει συγκεκριμένο περιεχόμενο, γιατί ο Χριστός ζει και ενεργεί μέσα από τις άγιες εντολές Του.

Με άλλα λόγια ο χριστιανός στρέφεται προς τον Χριστό και κινείται προς Αυτόν, όταν εν χάριτι αγωνίζεται να βρίσκεται εκεί που είναι οι εντολές του Χριστού. Κατά τον λόγο του Ίδιου «όποιος έχει τις εντολές μου και τις εφαρμόζει, εκείνος είναι που με αγαπά. Κι όποιος με αγαπά θα αγαπηθεί από τον πατέρα μου και εγώ θα τον αγαπήσω και του φανερωθώ μέσα του». Στην πορεία αυτή του χριστιανού που καταγράφεται στον «χάρτη» της καρδιάς του και κινητοποιεί βεβαίως και το σώμα του, επισημαίνουμε και την «ταχύτητα» του χριστιανού. Άλλος κινείται με μικρή ταχύτητα, άλλος με μεγαλύτερη, άλλος ακόμη περισσότερο. Μιλάμε για τις διαβαθμίσεις της αγάπης (συνεπώς και της παρουσίας της χάρης του Θεού) που μας εξηγούν τα λόγια της αγίας Γραφής αλλά και τη ζωή των αγίων μας. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ», διαβάζουμε αίφνης για πολλούς αγίους και αγίες της Εκκλησίας, όπως το λέει και ο απόστολος: «Δι’ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν». «Ἔδραμον», «τρέχομεν» - η πνευματική ζωή ως σχέση με το πρόσωπο του Χριστού δεν πάει «σέρνοντας»∙ διαποτίζεται από το στοιχείο της χαράς και του νεανικού σφρίγους, γιατί έχει την πνοή του αγίου Πνεύματος.   

3. «Και πρέπει να βιώνουμε τον Χριστό ως το μέτρο όλων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων». Ο όσιος Σωφρόνιος σημειώνει βεβαίως ό,τι αναφέραμε προηγουμένως: τον Χριστό Τον βλέπουμε και σχετιζόμαστε μαζί Του όταν Τον βιώνουμε. Δηλαδή όταν τηρούμε τις άγιες εντολές Του. Εκεί βρίσκεται το σημείο συντονισμού μας μαζί Του. Για να προχωρήσει όμως ο άγιος: ο Χριστός είναι «το μέτρο» των πάντων. Είναι το ίδιο που λέει ο απόστολος Παύλος και οι άλλοι απόστολοι: «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Για όποιον πίστεψε αληθινά, σαν τον άγιο Σωφρόνιο, το κριτήριο και το μέτρο όλων, θείων και ανθρωπίνων, είναι ο Χριστός. Δεν συνιστά ο Χριστός μία αξία ή κάτι σημαντικό στη ζωή. Είναι η αξία και είναι η ζωή. Βάσει Αυτού κρίνονται τα πάντα. Διότι, όπως είπαμε, «Αὐτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός», από τον Οποίο ήλθαμε στη ζωή, διακρατούμαστε στη ζωή, κατατείνουμε σ’ Αυτόν ως το τελικό μας όριο. Όπως το λέει και πάλι ο όσιος: Τον Χριστό «Τον ζούμε ως την ίδια τη ζωή μας και όχι ως κάποιο αντικείμενο που γνωρίζουμε από έξω. Αυτή ειναι η επωδός του ύμνου μου».

Οπότε, το «μέτρον χρημάτων πάντων ἄνθρωπος» του αρχαίου σοφιστή και δασκάλου Πρωταγόρα που έγινε κανόνας και της νεώτερης και μετανεώτερης εποχής ως να είναι ο άνθρωπος η απόλυτη αναφορά των πάντων, παύει χριστιανικά να ισχύει. Και πώς να ισχύει, όταν πάει να αντιπαραβληθεί ο άνθρωπος του κόσμου και της αμαρτίας με τον ενανθρωπήσαντα Θεό, ο Οποίος πέραν από τέλειος Θεός είναι και τέλειος άνθρωπος και ο Σταυρός Του είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης Του προς εμάς; Κι είναι τούτο μία αλήθεια που έχει επισημανθεί με πολύ έντονο τρόπο από πολλούς χριστιανούς συγγραφείς, κατεξοχήν δε από τον μεγάλο Σέρβο άγιο π. Ιουστίνο Πόποβιτς, ο οποίος στα διάφορα συγγράμματά του έγραφε και κήρυττε ότι «μέτρον χρημάτων πάντων Θεάνθρωπος». Με τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, κρίνουμε τα πάντα, θρησκείες, φιλοσοφίες, ιδεολογίες, ανθρώπους. Το μοναδικό πρόσωπο «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς».    

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΩΣΗΕ


«Ο προφήτης Ωσηέ, του οποίου το όνομα σημαίνει «ο Θεός σώζει», ανήκει στους δώδεκα μικρούς λεγόμενους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Έδρασε κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα στο Βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που είχε πρωτεύουσα τη Σαμάρεια, και το οποίο καταλύθηκε οριστικά από τους Ασσυρίους το 722 π.Χ. Από το βιβλίο του φαίνεται ότι ο ίδιος δεν έζησε την καταστροφή, την οποία όμως προφήτευσε και περιέγραψε. Δεν έχουμε πολλά στοιχεία για τη ζωή του, γνωρίζουμε όμως καλά τη διδασκαλία του από το προφητικό του βιβλίο. Η προσωπική ιστορία του προφήτη, το γεγονός δηλαδή ότι παντρεύτηκε μία γυναίκα, ονόματι Γόμερ (με την οποία απέκτησε τρεις κόρες), η οποία απεδείχθη μεν μία άπιστη σύζυγος, αλλά παρ’ όλα αυτά εκείνος εξακολουθούσε να την αγαπά, μέχρις ότου την δέχτηκε πίσω στο σπίτι μετανοημένη, αποτελεί την προϋπόθεση κατανοήσεως του βιβλίου του. Διότι από τη σχέση του με τη σύζυγό του ο προφήτης κατανοεί και τη σχέση του Θεού-Γιαχβέ με τον λαό Του Ισραήλ. Ο Θεός αγαπά τον λαό αυτό, που αποδεικνύεται άπιστος, καθώς διαρκώς στρέφεται στα είδωλα. Όμως ο Θεός εξακολουθεί και αγαπά τον Ισραήλ, προσδοκώντας τη μετάνοιά του, και όταν αυτός πράγματι μετανοεί, Εκείνος αμέσως τον αποδέχεται, οπότε Θεός και λαός ζουν συμφιλιωμένοι».

Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μιλώντας για τον προφήτη Ωσηέ τονίζει πρώτα από όλα το προφητικό του χάρισμα, τον φωτισμό δηλαδή που είχε από τον Θεό, προκειμένου και να ελέγξει την αμαρτία των ανθρώπων της εποχής του και να περιγράψει τον ερχομό του Μεσσία, ο Οποίος θα έρθει στον κόσμο εκ Παρθένου, θα πάθει διά Σταυρού, αλλά και θα αναστηθεί. «Ως λίαν υπερθαύμαστος, Ωσηέ θεηγόρε, η εκ Θεού δοθείσα σοι πνευματέμφορος χάρις, δι’ ης προείπας, Προφήτα, εμφανώς του Σωτήρος την εκ Παρθένου σάρκωσιν, τον σταυρόν και τα πάθη, και την σεπτήν θείαν εξανάστασιν» (πόση πολύ υπερθαύμαστη, Ωσηέ θεηγόρε προφήτη, είναι η πνευματοφόρα χάρη που σου δόθηκε από τον Θεό, διά της οποίας προείπες φανερά τη σάρκωση εκ Παρθένου του Σωτήρα, τον Σταυρό και τά Πάθη Του, καθώς και τη σεπτή θείαν εξανάστασή Του). Προϋπόθεση βεβαίως του φωτισμού του από το Πνεύμα του Θεού είναι, κατά τον υμνογράφο, η καθαρότητα της ψυχής του. Το Πνεύμα του Θεού που χορηγεί το χάρισμα της προφητείας, ως όρασης του Θεού και των μελλόντων, δεν έρχεται τυχαία και απροϋπόθετα. Ο υμνογράφος κινείται στο μήκος κύματος του λόγου του Κυρίου: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». «Σου της ψυχής το οπτικόν εκκαθάρας μολυσμών, κατηξιώθης προοράν τηλαυγώς τα μέλλοντα και προλέγειν αψεύστως άριστα τα εκβησόμενα» (Αφού καθάρισες καλά από τους μολυσμούς της αμαρτίας την οπτική δύναμη της ψυχής σου, καταξιώθηκες να προβλέπεις καθαρά τα μέλλοντα και να προλέγεις χωρίς ψεύδος κατά τρόπο άριστο αυτά που θα γίνονταν στο μέλλον).

Ο ποιητής γνωρίζει καλά το βιβλίο του προφήτη, συνεπώς και την αγάπη του προς τη σύζυγό του ως τύπο της αγάπης και του Θεού προς τον λαό Του. Γι’  αυτό και δεν διστάζει να χαρακτηρίσει τον προφήτη ως σύμβολο του ίδιου του Θεού. «Τη γνώμη πορνεύουσαν το πριν από σου, φιλάνθρωπε, φύσιν ημών μνηστευσάμενος, της βεβηλώσεως ελυτρώσω ταύτην, σεαυτώ καθ’  ένωσιν, συνάψας υπέρ νουν αδιάρρηκτον∙ και τούτου σύμβολον ο Προφήτης σου γενόμενος, τας πριν πόρνας σωφρόνως ηγάγετο» (Φιλάνθρωπε Κύριε, αφού μνηστεύθηκες την ανθρώπινη φύση μας, η οποία , προ του ερχομού Σου, πόρνευε κατά τη γνώμη μακριά από Σένα, την λύτρωσες από τη βεβήλωση, καθώς την ένωσες με τον εαυτό Σου με ένωση πραγματική, που ξεφεύγει την ανθρώπινη κατανόησή της. Της ενώσεως αυτής καθώς έγινε σύμβολο ο Προφήτης Σου, πήρε με σωφροσύνη στο σπίτι του τις πριν πόρνες). Η αγάπη αυτή του Θεού προβάλλεται επομένως με μία δραματική ένταση, σαν εκείνην που διαπιστώνει κανείς σε έναν ερωτευμένο σύζυγο. Πράγματι, έχει ειπωθεί ότι κανένα προφητικό βιβλίο δεν έχει το πάθος του Ωσηέ. Μόνον στον άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, στο χώρο της Καινής Διαθήκης πια, τον Ευαγγελιστή της αγάπης, συναντάμε παρόμοια «παραφορά» αγάπης, του Θεού προς τον άνθρωπο, γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ονόμασαν τον προφήτη Ωσηέ «Ιωάννη της Παλαιάς Διαθήκης». Με τον Ωσηέ δηλαδή, σαν να πλέουμε σε καινοδιαθηκικά νερά. Όπως το λέει και η ακολουθία του προφήτη: «Συμπαθώς κινούμενος, εδίδαξας ημάς την του Θεού μακρόθυμον ευσπλαγχνίαν και χρηστότητα, δι’ ης φείδεται πάντων, προφήτα θεσπέσιε» (Ζώντας ο ίδιος με συμπάθεια και αγάπη, μας δίδαξες τη μακρόθυμη ευσπλαχνία και αγαπητική διάθεση του Θεού, με την οποία φροντίζει όλους, προφήτη θεσπέσιε). Από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε γιατί ο ίδιος ο Κύριός μας χρησιμοποίησε, για να δηλώσει τι θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο, την πιο γνωστή και φημισμένη φράση της Παλαιάς Διαθήκης, την «υψηλότερη κορυφή» της, όπως έχει χαρακτηρισθεί, τη φράση του Ωσηέ «έλεος θέλω και ου θυσίαν, γνώσιν Θεού και ουχ ολοκαυτώματα». Αγάπη και γνώση Θεού θέλει από τον άνθρωπο ο Θεός και όχι τις οποιεσδήποτε θυσίες, αναίμακτες ή αιματηρές.

Αυτή η γνώση του Θεού, που κατανοείται όχι ως εγκεφαλική γνώση, αλλά ως αγάπη προς Εκείνον, όπως και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, είναι ακριβώς η πεμπτουσία του προφητικού μηνύματος του Ωσηέ. Χωρίς τη διπλή αυτή αγάπη, ο προφήτης βλέπει ότι ο άνθρωπος, οι κοινωνίες, τα έθνη καταστρέφονται. Επιτρέπει δηλαδή ο Θεός να εισέλθουν οι άνθρωποι σε ποικίλες δοκιμασίες, έως ότου μετανοήσουν. Κι αυτό σημαίνει ότι η σωτηρία του ανθρώπου έρχεται μόνον από τον Θεό. Ό,τι κι αν κάνουμε οι άνθρωποι για να ισορροπήσουμε και να ευημερήσουμε στη ζωή μας, αν κινούμαστε έξω από τη σχέση με Εκείνον, τελικώς οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Αυτό ετόνιζε ο προφήτης, αυτό βεβαίως ισχύει και μέχρι σήμερα. «Λυτρούσθαι τον Ισραήλ ουκ εν πολέμω και τόξω και πανοπλία, αλλ’  εν Κυρίω Θεώ παντοκράτορι, προέφης, σάρκωσιν του Λόγου σημαίνων ημίν» (Προφήτεψες, (Ωσηέ), ότι ο Ισραήλ δεν θα λυτρωθεί με το να κάνει πόλεμο, με το να έχει τόξα και πανοπλία, αλλά όταν συνδεθεί με τον Κύριον, τον Παντοκράτορα Θεό, δηλώνοντάς μας έτσι τη σάρκωση του Λόγου του Θεού). Η σωτηρία του ανθρώπου, η σωτηρία της πατρίδας μας και του κόσμου, έρχεται όχι με την καταφυγή πρωτίστως σε  ανθρώπινες δυνάμεις, αλλά με την καταφυγή μας στον Θεό, όταν αυτή βεβαίως γίνεται με γνήσια μετάνοια. Η σημαντικότερη και πιο καίρια αλήθεια, την οποία μάς θυμίζει ο προφήτης Ωσηέ, αλλά που δυστυχώς μάλλον ελάχιστοι ακούνε, πολύ δε λιγότεροι ζούνε.

15 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ´ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ» (Τίτ. 3, 10) 

 ῾Η ἑορτή τῶν Πατέρων τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καθορίζει καί τήν ἐπιλογή τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς σημερινῆς Κυριακῆς: ἐπιλέχτηκε τό ἀνάγνωσμα στό ὁποῖο ὁ ἀπόστολος Παῦλος μεταξύ ἄλλων μιλάει γιά τήν στάση ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἀνθρώπων, δεδομένου ὅτι οἱ εἰκονομάχοι, ἐκεῖνοι πού ἐπισήμως ἀπό τίς ἀρχές τοῦ  8ο μ.Χ. αἰ. καί γιά πολλά χρόνια ἀργότερα πολέμησαν τίς εἰκόνες καί τίς θεώρησαν ὡς ἐκτός πίστεως, ἀποδείχτηκαν ἐν τέλει ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας, μέ τούς Πατέρες τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (787), αἱρετικοί. Κι αὐτό διότι οἱ ἅγιοι αὐτοί Πατέρες ἔδειξαν ἐν Πνεύματι ὅτι ἡ ἄρνηση ἐξεικονισμοῦ τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί κατ᾽ ἐπέκταση τῶν ἁγίων - ὅ,τι πρέσβευαν οἱ εἰκονομάχοι -  σημαίνει στό βάθος εἴτε ἄρνηση ἀποδοχῆς τῆς πραγματικότητας τῆς ἀνθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ, συνεπῶς ἔκπτωση στόν μονοφυσιτισμό, εἴτε διαγραφή τῆς θεϊκῆς φύσης Του, συνεπῶς ἔκπτωση στόν νεστοριασμό. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἐπρόκειτο πάντως  γιά χριστολογική αἵρεση, ἡ ὁποία διέστρεφε τήν πίστη καί γι᾽ αὐτό ἔπρεπε νά καταπολεμηθεῖ. ῾Η ᾽Εκκλησία μας λοιπόν ἐξ ἀφορμῆς τῶν αἱρετικῶν εἰκονομάχων, ἀλλά καί τῶν αἱρετικῶν τῆς κάθε ἐποχῆς μέχρι σήμερα, ὑπενθυμίζει τήν ὀρθή στάση ἔναντι αὐτῶν: «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ».

 1. Ποιός θεωρεῖται αἱρετικός ὅμως γιά τήν ᾽Εκκλησία;

 (1) Αὐτός πού, ὅπως ἀναφέραμε, ἀλλοιώνει τήν ὀρθή πίστη της, τήν πίστη δηλαδή πού ἔφερε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός, καί γι᾽ αὐτό προσφέρει ἕναν Χριστό ὄχι ἀληθινό, ὄχι τήν εἰκόνα πού ᾽Εκεῖνος ἀποκάλυψε, ἀλλά ἕνα κατασκεύασμα τοῦ δικοῦ του μυαλοῦ, ἕνα εἴδωλο πού ἁπλῶς τό ντύνει μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ λέξη αἵρεση προέρχεται ἀπό τό ρῆμα αἱροῦμαι πού σημαίνει προτιμῶ, ἐκλέγω. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὁ αἱρετικός κάνει ἐπιλογή: ἀπό τό ὅλο τῆς ἀλήθειας ἐπιλέγει ἕνα κομμάτι της, τό ὁποῖο κομμάτι τό ἀπολυτοποιεῖ θεωρώντας το ὡς τό ὅλο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι τελικῶς τήν ἀλήθεια τήν διαστρεβλώνει. Γιά παράδειγμα, ἐνῶ ὁ Χριστός μας εἶναι Θεός καί ἄνθρωπος, ὁ αἱρετικός μπορεῖ νά τόν παρουσιάζει μόνον Θεό ἤ μόνον ἄνθρωπο. Τί ἀποτελεῖ κριτήριο συνεπῶς γιά ἕναν αἱρετικό; ῎Οχι ἀσφαλῶς ἡ πίστη τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀλλά ἡ κρίση ἡ δική του. Τήν δική του λογική ἔχει ὡς βάση ὁ αἱρετικός, αὐτήν πρωτίστως ἐμπιστεύεται καί μέ βάση αὐτήν κρίνει καί τήν ἴδια τήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τό βάθος πάντοτε μίας αἵρεσης εἶναι ἕνας ἀπύθμενος ἐγωισμός: ἡ πεποίθηση ὅτι ὁ ἴδιος ὡς μέλος ὑπέρκειται τοῦ σώματος καί πρέπει ὅλοι νά ὑποταχθοῦν σέ αὐτόν. Κατά συνέπεια δέν παραξενευόμαστε ὅταν ἀκοῦμε ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες μας ὅτι δέν ὑπάρχει χειρότερο πράγμα ἀπό τήν αἵρεση.

(2) ᾽Αλλά αἱρετικός γιά τήν ᾽Εκκλησία μας εἶναι καί κάποιος ἄλλος. ᾽Εκεῖνος πού ὄχι μόνον ἀλλοιώνει τό δόγμα καί τήν πίστη της, ἀλλά καί τό ἦθος τῆς ζωῆς της. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἐκεῖνος πού μένει μόνον στό ἐπίπεδο μίας θεωρητικῆς ἀποδοχῆς τῆς πίστεως χωρίς ἡ πίστη αὐτή νά ἐπηρεάζει τήν ζωή του, ὥστε νά ῾περιπατῇ ἐν Χριστῷ᾽, κι αὐτός ἐξίσου εἶναι αἱρετικός. Ποτέ ἡ χριστιανική μας πίστη δέν διαχώρισε τήν πίστη ἀπό τήν ζωή. ᾽Αντιθέτως: ὅπου ἔβλεπε μία πίστη πού δέν ἐνεργοποιεῖτο ὡς ζωή τήν χαρακτήριζε ῾δαιμονική᾽. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι᾽. ῞Οπως θά τό πεῖ καί ὁ ἀπόστολος: ῾Δεῖξον μοι τήν πίστιν ἐκ τῶν ἔργων σου. ῾Η πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι᾽. Καί ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽. ῎Αλλωστε εἶναι γνωστό ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐμπειρία τῶν ἁγίων μας ὅτι μία ὀρθή πίστη πού δέν ἐμψυχώνεται ἀπό τή ζωή ἔχει μικρή διάρκεια ζωῆς. Μέ ἄλλα λόγια τήν προτεραιότητα στήν πίστη ἔχει ἡ ἴδια ἡ ζωή, συνεπῶς ὁ θεωρητικά πιστός σύντομα θά παύσει νά εἶναι πιστός, ἐνῶ ἀπό τήν ἄλλη ὁ ἀγωνιζόμενος στήν πράξη, ἔστω καί μέ κάποια ἀπόκλιση πίστεως - ὄχι ἐννοεῖται ἐνσυνείδητη, γιατί ἔτσι μιλᾶμε γιά αἱρετικό – σύντομα θά δεῖ τήν καθοδήγησή του ἀπό τόν Θεό, γιά νά βρεῖ τήν ὁλοκληρία τῆς ὀρθῆς πίστεως.

2. Ποιά ἡ στάση μας λοιπόν ἀπέναντι στόν αἱρετικό; Μέ διάθεση νουθεσίας, μᾶς προτρέπει ὁ ἀπόστολος. ῾Μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν᾽. Δέν πρέπει δηλαδή νά ἀδιαφορήσουμε ἀπέναντι σέ ἕναν πλανεμένο συνάνθρωπό μας, σέ ἕνα μέλος τοῦ ἰδίου σώματος. Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι, κινούμενοι ἀπό σπλάχνα οἰκτιρμῶν καί ἀγάπης, νά τόν βοηθήσουμε. Νά τοῦ ἐπισημάνουμε τήν ἀπόκλιση τῆς πίστεως καί ἴσως τῆς ζωῆς του. Καί μάλιστα ὄχι μόνον μία φορά, ἀλλά καί δεύτερη. Τυχόν ἀδιαφορία θά σημαίνει ἔλλειψη ἀγάπης ἐκ μέρους μας καί ἀπομειωμένη χριστιανική πίστη, ἀφοῦ θά φανερώνουμε ὅτι δέν τόν βλέπουμε ὡς συνδεδεμένο ὀργανικά καί μέ ἐμᾶς. Πῶς τό ἔλεγε ὁ ἁγιασμένος Γέρων Παΐσιος; ῾Νά τοῦ βάζουμε τήν καλή ἀνησυχία᾽.

Τί προϋποθέτει ὅμως μία τέτοια στάση; Πρῶτον, ὅτι ἐμεῖς ὑγιαίνουμε στήν πίστη. Γνωρίζουμε δηλαδή ἐπακριβῶς τήν διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας μας, γνωρίζουμε τά ἱερά της κείμενα, βρισκόμαστε μέσα στό ποτάμι τῆς Παραδόσεως τῶν ἁγίων Πατέρων μας. Καί δεύτερον, ὅτι ὑγιαίνουμε καί στή ζωή μας ἀπό πλευρᾶς ἤθους. Ζοῦμε δηλαδή, ὅσο εἶνα δυνατόν, σύμφωνα μέ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου μας, κατεξοχήν δέ τήν ἐντολή τῆς ἀγάπης. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ ὅποια νουθεσία μας θά γίνεται μέ ταπείνωση καί μέ σεβασμό στό πρόσωπο τοῦ ἄλλου. Διδαχθήκαμε ἄλλωστε ἀπό τούς Πατέρες μας νά μισοῦμε τήν πλάνη καί τήν αἵρεση κι ὄχι τόν αἱρετικό, ῾δι᾽ ὅν Χριστός ἀπέθανε᾽. ῎Αν δέν στεκόμαστε ἔτσι, ἄν ἡ νουθεσία μας παίρνει τήν μορφή τῆς καταγγελίας μέ ῾τεντωμένο δάκτυλο᾽, τότε σημαίνει ὅτι βρισκόμαστε στήν αἵρεση τῆς ζωῆς, λόγω τοῦ ὑπάρχοντος ἐγωϊσμοῦ καί τῆς ἀλαζονείας μας, πού μᾶς κινεῖ σέ δασκαλίστικο τρόπο ἀπέναντι στόν συνάνθρωπό μας. Τό ἀποτέλεσμα βεβαίως στήν περίπτωση αὐτή εἶναι ἀφενός ἐμεῖς οἱ ἴδιοι νά γινόμαστε θεομάχοι, ἀφετέρου οἱ δεχόμενοι τήν ἐπίπληξή μας νά ὁδηγοῦνται σέ μεγαλύτερη ἀντίδραση.

3. ῾Η παραπάνω ἀλήθεια ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τόν ἴδιο λόγο τοῦ ἀποστόλου. ῾Μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ᾽ λέει.  ῾Η διάθεσή μας δηλαδή νά βοηθήσουμε τόν ἄλλον μέ τόν λόγο μας πρέπει  νά ἔχει ὅρια. Τό εἴπαμε μία φορά, τό εἴπαμε δεύτερη, ἔπειτα σταματᾶμε. ῎Αν ἐπιμείνουμε, ἄν θελήσουμε ἀδιάκοπα νά τοῦ ὑπενθυμίζουμε τήν ἀπόκλισή του, τότε τοῦτο θά σημαίνει τήν δική μας ἀπόκλιση: θά μᾶς κινεῖ, ὅπως εἴπαμε, ὁ δικός μας ἐγωϊσμός, ὁ ὁποῖος προφανῶς δέν θά ἀνέχεται τήν διαφορετική ἐπιλογή τοῦ ἄλλου. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ἡ ἐπιμονή στήν αἵρεση, παρ᾽ ὅλη τήν νουθεσία,  φανερώνει ὅτι ὁ αἱρετικός ἔχει ἀποφασίσει τόν χαμό του. ῾᾽Εξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος᾽. Καί πρέπει κι αὐτό ἀκόμα νά τό σεβαστοῦμε. Σάν τόν Πατέρα τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου, ὁ ὁποῖος σεβάστηκε τήν ἀπόφαση τοῦ ἀσώτου υἱοῦ του νά φύγει ἀπό κοντά του, ἐνῶ ἤξερε ὅτι ἡ ἀπομάκρυνσή του αὐτή ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἀπώλειά του. Σάν τόν ἴδιο τόν Κύριο, ὁ ῾Οποῖος ποτέ δέν ἐκβίαζε τούς ἄλλους νά Τόν ἀκολουθήσουν ἤ νά Τόν ἀποδεχθοῦν.

4. Προσοχή ὅμως! ῾Η σιωπή μας μετά τό ἐνεργό ἐνδιαφέρον μας, ἡ ὑποχώρησή μας μπροστά στήν ἐπιμονή τῆς αἵρεσης δέν θά σημαίνει καί ἀδιαφορία καί ἐχθρότητά μας. Ποτέ ὁ χριστιανός δέν παραιτεῖται ἀπό τήν ἀγάπη, διότι ἔτσι εἶναι σάν νά παραιτεῖται ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Σταματᾶμε νά μιλᾶμε καί νά νουθετοῦμε, γιατί μέ ἀγάπη παραδίδουμε τόν αἱρετικό ἀποκλειστικά στόν Θεό, ἐλπίζοντας πιά στή δύναμη ἐλέους ᾽Εκείνου. Συνεπῶς ἡ ἀγάπη μας ἐξακολουθεῖ καί ὑφίσταται, παίρνοντας ὅμως τήν μορφή τῆς ἔμπονης προσευχῆς καί τῆς μεγαλύτερης ἄσκησης πού κάνουμε, πρός χάρη πιά καί τοῦ αἱρετικοῦ.

 Καί σήμερα, δυστυχῶς, ἐξακολουθοῦν καί ὑπάρχουν αἱρετικοί. Πέραν τῶν γνωστῶν, ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι πού παρασύρονται καθημερινῶς, γιατί ἴσως δέν βλέπουν καί τήν ὀρθή μαρτυρία πίστεως καί ἀπό πλευρᾶς δικῆς μας. Τό ζητούμενο παρ᾽ ὅλα αὐτά εἶναι ἐμεῖς νά μή σταματήσουμε τήν βίωση τῆς ἀλήθειας, δηλαδή νά μή σταματήσουμε τήν ὀρθή ἐκκλησιαστική ζωή μας. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ νουθεσία πίστεως πρέπει νά στρέφεται πρωτίστως πρός τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. ῎Αν ἐμεῖς ὑπερβαίνουμε τήν αἵρεση τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς, τότε ἴσως ὑπάρξει ἐλπίδα νά κινητοποιηθοῦν καί οἱ ὄντως αἱρετικοί πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀλήθειας. Γιατί θά τούς κινητοποιεῖ ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

«Η αγία και οικουμενική εβδόμη Σύνοδος έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (787 μ.Χ.), για δεύτερη φορά (η πρώτη έγινε το 325 μ.Χ. όταν συνήλθαν οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου), επί Κωνσταντίνου βασιλέως και της μητέρας του Ειρήνης, και επί Αδριανού πάπα Ρώμης, Ταρασίου Κωνσταντινουπόλεως, Πολιτιανού Αλεξανδρείας, Θεοδωρήτου Αντιοχείας και Ηλία Ιεροσολύμων. Οι πατέρες που συναθροίστηκαν τότε ήταν τριακόσιοι εξήντα πέντε. Αυτοί όλοι συνήλθαν  κατά των εικονομάχων και αναθεμάτισαν εγγράφως κάθε αίρεση, όπως και τους αρχηγούς των αιρέσεων, έπειτα και όλους τους εικονομάχους. Εγγράφως εξέθεσαν και κατέγραψαν ότι όποιος δεν προσκυνά τις άγιες εικόνες είναι ξένος προς την πίστη των ορθοδόξων, ότι η τιμή της εικόνας διαβαίνει προς το πρωτότυπο και ότι αυτός που προσκυνά και τιμά την εικόνα προσκυνά σ’ αυτήν, την υπόσταση του εικονιζομένου. Κι αφού διέταξαν τα πράγματα με αυτόν τον τρόπο και ισχυροποίησαν την ορθόδοξη πίστη, ο καθένας απήλθε στη δική του επισκοπή».

 

Θα πρέπει καταρχάς να υπενθυμίσουμε ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν το ανώτερο και σπουδαιότερο όργανο που διαθέτει η Εκκλησία του Χριστού, προκειμένου να εκφράζει και να διατυπώνει  την πίστη και τη ζωή της, να καταδικάζει κάθε προσπάθεια αλλοίωσης της πίστης και της ζωής αυτής, δηλαδή την αίρεση, όπως βεβαίως και να καθορίζει τα πρακτικά πλαίσια πορείας της. Η έκφραση της πίστεως, όταν βεβαίως δίνεται η αφορμή με την εμφάνιση μίας αίρεσης, οπότε τότε διακυβεύεται η πίστη – κάτι που αποκαλύπτει ότι η οικουμενική σύνοδος, μολονότι θεσμικά κατοχυρωμένη,  συνιστά έκτακτο και χαρισματικό γεγονός –  γίνεται με τους όρους ή τα δόγματα, ενώ  ο καθορισμός των πρακτικών πλαισίων ζωής γίνεται με τους κανόνες. Με απλά λόγια μία οικουμενική  σύνοδος συνιστά το στόμα της Εκκλησίας, γι’ αυτό και οι αποφάσεις της είναι απολύτως υποχρεωτικές για κάθε μέλος αυτής, που σημαίνει ότι με την υπακοή του μέλους  διακρατείται ζωντανή η κοινωνία του με την Εκκλησία, άρα περαιτέρω διακρατείται ζωντανή η κοινωνία με τον ίδιο τον Χριστό και τους αγίους αποστόλους Του. Διότι βεβαίως ο αγώνας των Πατέρων που συγκροτούν την οικουμενική σύνοδο είναι πώς να παρουσιάσουν ό,τι η Εκκλησία ζει: τον Χριστό και το Πνεύμα Του. Εκεί μάλιστα που ο πιστός λαός, κληρικοί και λαϊκοί, διαγιγνώσκει ότι η Σύνοδος δεν εξέφρασε ό,τι οι απόστολοι κήρυξαν, εκεί διαμαρτύρεται και αρνείται την υπακοή, και με την έννοια αυτή ο πιστός λαός θεωρείται τελικώς ως ο φύλακας της ορθόδοξης πίστης.

Ο υμνογράφος  καταγράφει την παραπάνω αλήθεια και για τους Πατέρες της εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου. «Αποστολικών παραδόσεων ακριβείς φύλακες γεγόνατε Άγιοι Πατέρες». Ο αγώνας τους ήταν πώς να μείνουν στην ακρίβεια της παράδοσης των Αποστόλων και των προ αυτών Πατέρων. Και γι’  αυτό, το πρώτο που έκαναν στη σύνοδο ήταν να καταδικάσουν πρώτα και αυτοί τον Άρειο, τον Μακεδόνιο, τον Νεστόριο, τον Ευτυχή και τους άλλους προγενέστερους αιρεσιάρχες. «Της γαρ αγίας Τριάδος το ομοούσιον ορθοδόξως δογματίσαντες, Αρείου το βλάσφημον συνοδικώς κατεβάλετε. Μεθ’  όν και Μακεδόνιον Πνευματομάχον απελέγξαντες, κατεκρίνατε Νεστόριον, Ευτυχέα και Διόσκορον, Σαβέλλιόν τε και Σεβήρον, τον Ακέφαλον». Πόσο άμεσα φαίνεται τούτο από το γεγονός ότι ορισμένοι ύμνοι είναι ακριβείς επαναλήψεις της ακολουθίας των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου! Νομίζει κανείς σε πρώτο άκουσμα ότι έγινε κάποιο λάθος: «Όλην συγκροτήσαντες την της ψυχής επιστήμην, και τω θείω Πνεύματι συνδιασκεψάμενοι, το ουράνιον και σεπτόν Σύμβολον οι σεπτοί Πατέρες θεογράφως διεχάραξαν». Κι όμως! Είναι τέτοια η πεποίθηση ότι οι της Ζ΄ Συνόδου Πατέρες βρίσκονται στην ίδια πορεία με τους της Α΄ Συνόδου, ώστε σαν να «σβήνεται» το παρόν και να ακούγεται το παρελθόν ως παρόν. Η ταυτότητα της πίστεως όλων των Πατέρων στο απόγειό τους.

Ποια η αίρεση την οποία κατεδίκασε η Ζ΄  Οικουμενική Σύνοδος και η οποία συνόψιζε τις προγενέστερες αιρέσεις; Η εικονομαχία, η εναντίωση στις εικόνες, η άρνηση δηλαδή της δυνατότητας εξεικονισμού του Χριστού. Διότι η άρνηση αυτή σήμαινε ότι ο Χριστός δεν ήταν πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, φάνηκε ως άνθρωπος, συνεπώς η εικονομαχία συνέχιζε και διαιώνιζε με άλλον τρόπο τον μονοφυσιτισμό, ή από άλλη όψη τον νεστοριανιασμό. Στο βάθος της δηλαδή η εικονομαχία συνιστούσε χριστολογική αίρεση. Έτσι ενώ φαινόταν «λογική» η πολεμική κατά των εικόνων: να μην ξεπέσουμε σε ειδωλολατρία, στην ουσία ήταν άρνηση του Χριστού, που σημαίνει ότι η αποδοχή των εικόνων του Χριστού αποτελούσε το πιο κραυγαλέο κήρυγμα πίστεως στην ενανθρώπησή Του. «Διά τούτο την αληθινήν πίστιν κρατούσα η Εκκλησία, ασπάζεται την εικόνα της Χριστού ενανθρωπήσεως». Και βεβαίως εννοείται ότι ο εξεικονισμός του Χριστού αναφερόταν στο περιγραπτό της ανθρώπινης φύσεώς Του και όχι της θεϊκής. Το θείο πράγματι δεν εξεικονίζεται, γι’  αυτό και όποια προσπάθεια ζωγραφικής αποδόσεως της αγίας Τριάδος δεν βρίσκεται μέσα σε ορθόδοξα πλαίσια. Η αγία Σύνοδος μάλιστα μνημόνευε και τον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου, τον οποία χρησιμοποίησε και ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο θεολόγος των εικόνων, ότι «η τιμή της εικόνος επί το πρωτότυπον διαβαίνει», για να τονίσει δηλαδή ότι δεν τιμάται το ξύλο ή το χρώμα της εικόνας, αλλά το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται. Κι εννοείται τέλος ότι οι εικόνες της Παναγίας και των αγίων γίνονταν αποδεκτές, διότι οι άγιοι είναι οι κατεξοχήν φίλοι του Χριστού, συνεπώς τιμώντας αυτούς τον Χριστό τελικώς τιμάμε.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Δ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΠΟΡΕΩΣ)



ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 5-15)

 

 «Ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. ᾿Επηρώτων δὲ αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τίς εἴη ἡ παραβολὴ αὕτη. ὁ δὲ εἶπεν· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, τοῖς δὲ λοιποῖς ἐν παραβολαῖς, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν. Ἔστι δὲ αὕτη ἡ παραβολή· ὁ σπόρος ἐστὶν ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ· οἱ δὲ παρὰ τὴν ὁδόν εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, εἶτα ἔρχεται ὁ διάβολος καὶ αἴρει τὸν λόγον ἀπὸ τῆς καρδίας αὐτῶν, ἵνα μὴ πιστεύσαντες σωθῶσιν. οἱ δὲ ἐπὶ τῆς πέτρας οἳ ὅταν ἀκούσωσι, μετὰ χαρᾶς δέχονται τὸν λόγον, καὶ οὗτοι ρίζαν οὐκ ἔχουσιν, οἳ πρὸς καιρὸν πιστεύουσι καὶ ἐν καιρῷ πειρασμοῦ ἀφίστανται. τὸ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας πεσόν, οὗτοί εἰσιν οἱ ἀκούσαντες, καὶ ὑπὸ μεριμνῶν καὶ πλούτου καὶ ἡδονῶν τοῦ βίου πορευόμενοι συμπνίγονται καὶ οὐ τελεσφοροῦσι. τὸ δὲ ἐν τῇ καλῇ γῇ, οὗτοί εἰσιν οἵτινες ἐν καρδίᾳ καλῇ καὶ ἀγαθῇ ἀκούσαντες τὸν λόγον κατέχουσι καὶ καρποφοροῦσιν ἐν ὑπομονῇ».

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

«Εξήλθε ο σπορέας για να σπείρει το σπόρο του. Και ενώ αυτός έσπερνε, ένας σπόρος έπεσε δίπλα στην οδό και καταπατήθηκε, και τον κατάφαγαν  τα πετεινά του ουρανού. Και άλλος κατάπεσε πάνω στην πέτρα και, όταν φύτρωσε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε υγρασία. Και άλλος έπεσε στο μέσο των αγκαθιών και, όταν τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί του, τον απόπνιξαν. Και άλλος έπεσε στη γη την αγαθή και, όταν φύτρωσε, έκανε καρπό εκατονταπλάσιο». Λέγοντας αυτά, φώναζε: «Όποιος έχει αυτιά για να ακούει ας ακούει». Τον ρωτούσαν λοιπόν οι μαθητές του τι μπορεί να σημαίνει αυτή η παραβολή. Εκείνος είπε: «Σ’ εσάς έχει δοθεί να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας του Θεού, αλλά στους λοιπούς λέγονται με παραβολές, για να μη βλέπουν βλέποντας και να μην καταλαβαίνουν ακούγοντας». «Αυτή λοιπόν είναι η ερμηνεία της παραβολής: Ο σπόρος είναι ο λόγος του Θεού. Οι σπόροι δίπλα στην οδό είναι εκείνοι που άκουσαν. Έπειτα έρχεται ο Διάβολος και αφαιρεί το λόγο από την καρδιά τους, για να μην πιστέψουν και σωθούν. Εκείνοι που έπεσαν πάνω στην πέτρα είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, με χαρά δέχονται το λόγο, αλλά αυτοί δεν έχουν ρίζα, οι οποίοι πιστεύουν πρόσκαιρα και απομακρύνονται σε καιρό πειρασμού. Εκείνο όμως που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι όσοι άκουσαν, αλλά επειδή πορεύονται κάτω από τις μέριμνες και τον πλούτο και τις ηδονές του βίου, συμπνίγονται και δεν φέρουν καρπό σε πλήρη ωριμότητα. Εκείνο που έπεσε στην καλή γη είναι αυτοί οι οποίοι με καρδιά καλή και αγαθή, όταν ακούσουν το λόγο, τον κατέχουν και καρποφορούν με υπομονή».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΑΤΕΡΩΝ Ζ΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ 

(Τίτ. 3, 8-15)

 

«Πιστός ὁ λόγος καί περί τούτων βούλομαί σε διαβεβαιοῦσθαι, ἵνα φροντίζωσι καλῶν ἔργων προΐστασθαι οἱ πεπιστευκότες τῶ Θεῶ. Ταῦτά ἐστι τά καλά καί ὠφέλιμα τοῖς ἀνθρώποις˙ μωράς δέ ζητήσεις καί γενεαλογίας καί ἔρεις καί μάχας νομικάς περιΐστασο˙ εἰσί γάρ ἀνωφελεῖς καί μάταιοι. Αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος. Ὅταν πέμψω Ἀρτεμᾶν πρός σε ἤ Τυχικόν, σπούδασον ἐλθεῖν πρός με εἰς Νικόπολιν˙ ἐκεῖ γάρ κέκρικα παραχειμάσαι. Ζηνᾶν τόν νομικόν καί Ἀπολλώ σπουδαίως πρόπεμψον, ἵνα μηδέν αὐτοῖς λείπῃ. Μανθανέτωσαν δέ καί οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τάς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μή ὦσιν ἄκαρποι. Ἀσπάζονταί σε οἱ μετ’ ἐμοῦ πάντες. Ἄσπασαι τούς φιλοῦντας ἡμᾶς ἐν πίστει. Ἡ χάρις μετά πάντων ὑμῶν. Ἀμήν».

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

«Αυτά τα λόγια είναι αξιόπιστα και θέλω να τα βεβαιώνεις με την προσωπική σου μαρτυρία, ώστε όσοι έχουν πιστέψει στον Θεό να φροντίζουν να πρωτοστατούν σε καλά έργα. Αυτά είναι τα καλά και τα χρήσιμα στους ανθρώπους. Από το άλλο μέρος, να αποφεύγεις τις ανόητες αναζητήσεις σε γενεαλογικούς καταλόγους, τις φιλονικίες και τις διαμάχες γύρω από τις διατάξεις του ιουδαϊκού νόμου, γιατί αυτά είναι ανώφελα και μάταια. Τον άνθρωπο που ακολουθεί πλανημένες διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μία δύο φορές, κι αν δεν ακούσει άφησέ τον, με τη βεβαιότητα πως αυτός έχει πια διαστραφεί κι αμαρτάνει, καταδικάζοντας έτσι ο ίδιος τον εαυτό του. Όταν θα σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, έλα το συντομότερο να με συναντήσεις στη Νικόπολη, γιατί εκεί αποφάσισα να περάσω τον χειμώνα. Τον Ζηνά τον νομικό και τον Απολλώ, να τους εφοδιάσεις πλουσιοπάροχα με ό,τι χρειάζονται για το ταξίδι τους, ώστε να μην τους λείπει τίποτα. Ας μαθαίνουν και οι δικοί μας να πρωτοστατούν σε καλά έργα, για ν’ αντιμετωπίζουν τις επείγουσες υλικές ανάγκες, ώστε η ζωή τους να μην είναι άκαρπη. Σε χαιρετούν όλοι όσοι είναι μαζί μου. Χαιρέτησε τους πιστούς που μας αγαπούν. Η χάρη να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν».

Ο ΑΓΙΟΣ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

«Ο άγιος Λουκιανός ήταν υιός ευσεβών γονέων, ο οποίος μετά την αποβίωσή τους σκόρπισε ό,τι περιουσία είχε στους πτωχούς, σχολάζοντας πια στη μελέτη των θείων Γραφών. Γι’  αυτό και μετέστρεψε προς την πίστη του Χριστού πολλούς Ιουδαίους και ειδωλολάτρες. Άφησε όμως τη δική του πόλη και πήγε στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει προς τους μαρτυρικούς αγώνες εκείνους που από το φόβο των μαρτυρίων εγκατέλειπαν την πίστη. Επειδή ήταν πολύ καλλιγράφος, άφησε στην Εκκλησία των Νικομηδέων ένα βιβλίο, στο οποίο έχοντας τρεις στήλες σε κάθε σελίδα κατέγραψε όλη την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Τόσο πολύ μάλιστα ξεπέρασε τα ανθρώπινα, ώστε όταν πήγαινε στην πόλη, σε άλλους ήταν ορατός και σε άλλους αόρατος. Έμαθε γι’  αυτόν ο βασιλιάς Μαξιμιανός, κι επειδή φοβήθηκε να τον δει κατά πρόσωπο, συζήτησε μαζί του, καλυμμένος πίσω από παραπέτασμα. Μόλις όμως κατάλαβε τη σταθερότητα της πίστεώς του στον Χριστό, τον κατεδίκασε σε μακρόχρονη πείνα. Επειδή λοιπόν δεν έφαγε και δεν ήπιε τίποτα για πολλές ημέρες, πέθανε μέσα στη φυλακή. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ριχτεί το σώμα του στη θάλασσα, το οποίο περισυνέλεξε ένα δελφίνι με προσταγή του Θεού και το έφερε στους ώμους του στην ξηρά».

Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστός ο άγιος Λουκιανός, ακόμη και σε πολύ κοντινούς προς την Εκκλησία ανθρώπους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο άγιος δεν διακρινόταν από χαρίσματα του Θεού και μάλιστα μεγάλα. Το αφιλάργυρο του χαρακτήρα του, η ελεήμων διάθεσή του προς τους πτωχούς, η ιεραποστολική φλόγα του στους αγνοούντες την πίστη του Χριστού, το μαρτυρικό φρόνημά του, ακόμη δε και η καλλιέπεια των λόγων του, όπως και το ζωγραφικό του ταλέντο, ήταν από εκείνα που κοσμούσαν την ύπαρξή του, κάνοντάς τον έναν από τους πιο χαριτωμένους ανθρώπους της εποχής του.  Εκείνο όμως το στοιχείο που κυριολεκτικά πυρπολούσε και κινητοποιούσε την ψυχή και το σώμα του ήταν η βαθιά αγάπη του προς τον Θεό, που απαρχής φάνηκε με τη συνεχή ενασχόλησή του με την Αγία Γραφή, όπως και με την επιθυμία του να αφήσει αντιγραμμένο το κείμενο της Αγίας Γραφής στους πιστούς του, σε εποχή βεβαίως που δεν υπήρχαν και πολλά αντίτυπά της.  «Ήσουν πυρπολημένος από την αγάπη του Χριστού, ένδοξε», όπως σημειώνει και ο υμνογράφος του. Αυτή η μεγάλη αγάπη του προς τον Κύριο ήταν και το ερμηνευτικό «κλειδί» της όλης βιοτής και της κατά Θεόν συμπεριφοράς του. Αυτή εξηγεί και τη σφοδρή αγάπη του προς τους συνανθρώπους του, καρπός της οποίας ήταν η προσφορά της όλης περιουσίας του, η μετακόμισή του στη Νικομήδεια, προκειμένου να ενισχύσει τους χριστιανούς με το αλειπτικό  έργο του – «ισχυρός κατά της πλάνης ανεδείχθης, μακάριε, και πολλών αλείπτης (καθοδηγητής)» -  η διαρκής έγνοια του να γνωρίσουν οι άνθρωποι τον Χριστό.

Αποτέλεσμα της διπλής αυτής μεγάλης αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ήταν όχι μόνον να ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου, αλλά να ζει, ήδη από τον κόσμο τούτο, σαν άγγελος του Θεού. Αυτό δεν είναι κατά τον απόστολο και το γνώρισμα του μεγάλου αγίου; «Έχω την επιθυμίαν εις το αναλύσαι και συν Χριστώ είναι» (επιθυμώ να φύγω από τη ζωή και να είμαι ενωμένος με τον Χριστό), σημειώνει ο άγιος Παύλος. Και: «ήρθης προς περίδοξον ύψος, αξιάγαστε, και των αγγέλων έφθασας τα τάγματα» (υψώθηκες πολύ ψηλά, θαυμάσιε, και έφτασες τα τάγματα των αγγέλων) κατά τον υμνογράφο. Είναι σπάνια η περίπτωση μάλιστα που βλέπουμε στον άγιο Λουκιανό, ήδη από τη ζωή αυτή να μπορεί σαν τους αγγέλους πότε να είναι ορατός και πότε αόρατος. Θυμίζει αυτό που ακούγεται ακόμη και σήμερα για τους αόρατους μοναχούς του Αγίου Όρους, ένα άκουσμα που είναι αξιόπιστο, όταν επιβεβαιώνεται από αγίους ασκητές σαν τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Δεν ανήκει λοιπόν στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας κάτι τέτοιο, αλλά εντάσσεται μέσα στην πνευματική παράδοση της Εκκλησίας, η οποία, όπως έχουμε τονίσει και άλλοτε, πατά μεν στέρεα πάνω στη γη, αλλά ταυτοχρόνως πολιτεύεται στον ουρανό.

Ένα τέτοιο πνευματικό ύψος κάνει τον υμνογράφο του αγίου να δει και τη ρίψη του στη θάλασσα, όπως  και τη θαυμαστή έξοδό του μέσω δελφινιού,  σαν γεγονός αντίστοιχο προς εκείνο του προφήτη Ιωνά. «Κητώας εκ γαστρός Ιωνάν ο ρυσάμενος, τριημερεύσαντα σώζει, σε βυθού θαλάσσης καθυπουργούντων εναλίων σοι θηρών μεθ’ ημέρας τριάκοντα» (Αυτός που έσωσε τον Ιωνά από τη γαστέρα του κήτους, όταν τρεις ημέρες βρισκόταν εκεί, ο Ίδιος σε σώζει από τον βυθό της θάλασσας, μετά από τριάντα ημέρες, με τη βοήθεια των δελφινιών). Κι έχουμε την εντύπωση ότι η αντιστοιχία αυτή από τον υμνογράφο θέλει να υπενθυμίσει ότι ο πιστός που ζει την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, οπωσδήποτε είναι σωσμένος και αναστημένος, αφού ο Ιωνάς από τον ίδιο τον Κύριο θεωρήθηκε τύπος της αναστάσεώς Του. Ένας θεωρούμενος «άγνωστος» άγιος, με τέτοια αγιότητα, με τόσα χαρίσματα, με τέτοια εμβέλεια σε όλον τον πνευματικό κόσμο!

14 Οκτωβρίου 2022

Η ΟΣΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Η ΕΠΙΒΑΤΙΝΗ, Η ΝΕΑ

«Η οσία Παρασκευή γεννήθηκε στους Επιβάτες, παραθαλάσσια κωμόπολη της Προποντίδας της Θράκης, στις αρχές του 10ου αιώνα. Ήταν κατά σάρκα αδελφή του αγίου Ευθυμίου της Μαδύτου, και καταγόταν από την βυζαντινή οικογένεια Ρετσέλη. Από μικρή ηλικία, ακολουθώντας το κάλεσμα του Ευαγγελίου, έκανε φιλανθρωπίες ανταλλάσσοντας τα ενδύματά της με τα σκισμένα ενδύματα ζητιάνων, ενώ κάποια άλλη στιγμή, μη μπορώντας να βοηθήσει διαφορετικά κάποια ζητιάνα που βρέθηκε στο δρόμο της, της έδωσε τον χρυσό σταυρό της. Η ομορφιά και η καλοσύνη της προσκάλεσαν το ενδιαφέρον πολλών επιφανών και πλουσίων νέων, οι οποίοι τη ζητούσαν σε γάμο, αλλά εκείνη απέρριπτε όλα τα προξενιά.

Προκειμένου να αποφύγει τον γάμο, εγκατέλειψε το σπίτι της, φεύγοντας για την Κωνσταντινούπολη, και μετά από προσκύνημα στα μοναστήρια και τις εκκλησίες, έφτασε με τα πόδια μέχρι την Ηράκλεια, ούτως ώστε να την χάσουν οι γονείς της. Στην Ηράκλεια έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, και κατόπιν επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Αφού προσκύνησε τα σημεία απ' όπου πέρασε ο Ιησούς Χριστός, μπήκε σε ένα γυναικείο μοναστήρι, όπου έλαβε και την μοναστική κουρά. Μετά από κάποια χρόνια εγκατέλειψε το μοναστήρι για να ζήσει ασκητικό βίο αναχωρητή.

Στην έρημο παρέμεινε επί πέντε χρόνια με νηστεία και προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες της. Κάποια ημέρα της παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, ο οποίος την πρόσταξε να εγκαταλείψει την έρημο και να επιστρέψει στην γενέτειρά της. Έφτασε στο λιμάνι της Ιόππης (σημερινή ονομασία Γιάφα), απ' όπου ξεκίνησε για τους Επιβάτες. Όταν έφτασε στους Επιβάτες, η όψη της είχε αλλοιωθεί τόσο πολύ από τις ταλαιπωρίες της ερήμου, ώστε δεν την αναγνώρισε κανένας. Αφού προσκύνησε τους τάφους των γονέων της, ξεκίνησε με τα πόδια για την Κωνσταντινούπολη, όπου και προσκύνησε σε διάφορα μοναστήρια και εκκλησίες. Από την Βασιλεύουσα ξεκίνησε να επιστρέψει στους Επιβάτες αλλά σταμάτησε στην Καλλικράτεια, όπου και έμεινε σε ένα παράπηγμα δίπλα στο ναό των Αγίων Αποστόλων, διακονώντας την εκκλησία. Έτσι παρέμεινε επί δύο χρόνια. Κάποια ημέρα αισθάνθηκε ένα μικρό πόνο στο κεφάλι και παρέδωσε το πνεύμα της ειρηνικά σε ηλικία 27 ετών» (Από Βικιπαίδεια). 

 

Τι είναι εκείνο στο οποίο κυριολεκτικά αναλώνεται ο σπουδαίος υμνογράφος της αγίας Παρασκευής της νέας, κληρικός Μελέτιος Συρίγος (1585/6-1663/1664), λόγιος συγγραφέας, θεολόγος, υμνογράφος, αλλά και με σπουδές ιατρικής και ρητορικής; Όχι τόσο η εξύμνηση της ζωής της αγίας με παρακολούθηση των ιστορικών στοιχείων του βίου της, (κάτι που κατείχε καλά γιατί είχε ασχοληθεί εκτενώς με την αγία ευρισκόμενος μάλιστα μέσα του 17ου αι. στο Ιάσιο της Ρουμανίας όταν το λείψανό της έφτασε εκεί), όσο η εξύμνηση της ασκητικής διαγωγής της ήδη από τη νεότητά της, τέτοιας που την ανέδειξε σε μεγάλα ύψη αρετής και την έβαλε δοξαστικά στη Βασιλεία των Ουρανών. Πράγματι, ο σοφός υμνογράφος, που θεωρείται ο σπουδαιότερος ιεροκήρυκας της εποχής του, και στους δύο κανόνες που αφιέρωσε για την αγία ενδιαφέρεται πρώτιστα για την προβολή της κατά Χριστόν πολιτείας της, όπως συμβαίνει συνήθως στις ακολουθίες των μεγάλων οσίων της Εκκλησίας. Η άκρα ξενιτεία της, η επιλογή δηλαδή να φύγει από το σπιτικό της και την ιδιαίτερη πατρίδα της, η πτωχεία της, η σωφροσύνη της, η κατά Θεόν απλότητά της, η ατσάλινη και στέρεα βούλησή της να πορεύεται αποκλειστικά και μόνο βάσει των εντολών του Χριστού, η αδιάλειπτη προσευχή της, οι ασκητικές αγώνες της υπέρ τα κοινά μέτρα ακόμη και των ανδρών ασκητών, είναι εκείνα που μαγνητίζουν τον υμνογράφο καθιστώντας τα το κύριο περιεχόμενο του έργου του.

«Ας πούμε με φωνή δυνατή προς αυτήν: χαίρε ο ακλόνητος πύργος της υπομονής και ο πολύφωτος λαμπτήρας της εγκρατείας, χαίρε το εντρύφημα της παρθενίας και το αγλάισμα της σωφροσύνης, χαίρε το καθαρό έσοπτρο της καθαρότητας, η ανεξάντλητη πηγή των δακρύων, το εξαίρετο σκεύος της ταπεινώσεως, η ένθεη ευωδία των αρετών» (Δόξα Λιτής). «Ποιος θα ’χει τη δύναμη να συγκεφαλαιώσει τους πολλούς ιδρώτες της ασκήσεώς σου, Παρασκευή νύμφη του Χριστού, τις γεμάτη δύναμη προσευχές σου, τις αγρυπνίες, τα δάκρυα, αλλά και τη συμπαθή προστασία των αναγκεμένων ανθρώπων;» (ωδή δ΄ β΄ κανόνα).

Χρησιμοποιώντας παραδείγματα διαρκώς και από την Παλαιά Διαθήκη ο ποιητής, με τα οποία επιχειρεί να αναδείξει τη μεγαλωσύνη της, την εντάσσει μέσα στο πλαίσιο των πέντε φρονίμων παρθένων της γνωστής παραβολής του Κυρίου, συνεπώς ανήκοντας στους πιστούς που αγάλλονται εν Κυρίω στη νυφική παστάδα Του, όπως και τη χαρακτηρίζει με τον σπουδαιότερο χαρακτηρισμό που ο Κύριος είπε για όσους είναι δικιά τους η Βασιλεία Του: του μικρού παιδιού. «Αν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται να εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών». «Συστήνοντας ο Κύριος την καθαρότητα της ψυχής και την ακακία της καρδιάς, αφού πήρε στην αγκαλιά Του ένα παιδί και το ευλόγησε, έλεγε, αν δεν γίνετε σαν το παιδί αυτό, δεν θα εισέλθετε στη Βασιλεία των Ουρανών. Αυτήν την απλότητα έχοντας αποκτήσει εκ βρέφους η πανέντιμη Παρασκευή, ό,τι είχε τα μοίραζε με μεγαλοψυχία στους πτωχούς, χωρίς να κρατάει τίποτε για τον εαυτό της, οπότε συζώντας με την ακεραιότητα αυτή εισήλθε στις ουράνιες μονές με αγαλλίαση ψυχής» (λιτή). «Κοσμημένη, αείμνηστη Παρασκευή, από φρόνηση, όλη την περιουσία σου την έδωσες στα χέρια των πτωχών, έλκοντας έτσι πάνω σου το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό αφού ετοίμασες τη λαμπάδα σου με πλούσιο λάδι και το έκανες να λάμπει από τα κάλλη της παρθενίας, εισήλθες χαίροντας στον νυμφώνα του Κτίστη σου» (ιδιόμελο όρθρου).

Τα αποτέλεσματα μίας τέτοιας ένθεης και εντελώς παράδοξης για τα δεδομένα του κόσμου μας βιοτής, και από το γεγονός ότι την ζει υπέρ φύσιν μία μικρή κοπέλα, καταγράφονται επανειλημμένως από τον σπουδαίο υμνογράφο και βιογράφο της: αφθαρσία του λειψάνου της, θαύματα διαρκή και πάμπολλα, εμφανίσεις της παρηγορητικές, ισχυρό παράδειγμα για τους πιστούς όλων των εποχών! Αλλά εκεί που επιμένει όχι μία φορά ο ποιητής είναι το γνώρισμα κάθε μεγάλου αγίου, από το οποίο εξαρτάται και η ψυχική ισορροπία και του ίδιου αλλά τελικώς και κάθε ανθρώπου στον κόσμο τούτο: η άκρα αγάπη και πόθος και προσήλωση προς το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Είναι αλήθεια που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση για τον εν επιγνώσει πιστό ότι αν ο άνθρωπος δεν προσηλωθεί εξ ολοκλήρου προς το πρόσωπο Εκείνου που είναι ο γεμάτος αγάπη Δημιουργός μας: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος», δεν πρόκειται να βρει την ειρήνη της ψυχής του και την πνευματική ισορροπία του. Πρέπει κανείς να εξαρτήσει εντελώς τον εαυτό του από τον Θεό για να μπορεί στη συνέχεια να τον δει με ορθά μάτια μέσα στον κόσμο τούτο και στις όποιες κτιστές σχέσεις του. «Η ζωή μας είναι κρυμμένη μαζί με τον Χριστό μέσα στον Θεό» σημειώνει ο απόστολος Παύλος, που σημαίνει ότι κέντρο βάρους μας στον κόσμο τούτο δεν είναι τίποτε επίγειο, αλλά ακριβώς Εκείνος που μας δημιούργησε κατ’ εικόνα Του.

Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με την αγία Παρασκευή τη νέα, λέει ο υμνογράφος, γεγονός που εξηγεί όλα τα παράδοξα και υπερφυσικά όπως είπαμε που ζούσε. «Από τη νεότητά σου, σεμνή, απέρριψες κάθε τρυφή της σάρκας και πλούτο και δόξα, σαν εμπόδια ακριβώς πορείας σου προς τον Θεό, και προσκολλήθηκες με έρωτα σ’ Αυτόν μόνον και με τα ένθεα έργα της άσκησης» (ωδή α΄). «Φυλάσσοντας τον νου σου ξένο εντελώς από ό,τι χαρακτηρίζει τον κόσμο της αμαρτίας, ενατένισες τον Παντοκράτορα και Θεό, με τη βοήθεια του Οποίου αφού σώθηκες αναδείχτηκες ως άγαλμα, θεόνυμφη οσία, και γι’ αυτό τώρα κοσμείς με τις θείες χάρες την εκκλησία των πρωτοτόκων» (ωδή δ΄).