08 Νοεμβρίου 2022

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ" ΜΗΝΟΣ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2022

 

Περί Δικαιοσύνης

Κυκλοφόρησε το τεύχος του περιοδικού «Πειραϊκή Εκκλησία» για το μήνα Νοέμβριο 2022.

Κυκλοφόρησε το τεύχος του περιοδικού «Πειραϊκή Εκκλησία» για το μήνα Νοέμβριο 2022.

Το κεντρικό αφιέρωμα έχει θέμα: Περί Δικαιοσύνης

 Στο αφιέρωμα θα βρείτε κείμενα των:

Μακαριστού Μητροπολίτου Πισιδίας κυρού Σωτηρίου (Τράμπα)

Μακαριστού Μητροπολίτου Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κυρού Ιερεμία

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγ. Βλασίου κ. Ιεροθέου

Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου

Αρχιμανδρίτου Θωμά Ανδρέου

Πρωτοπρεσβυτέρου Αντωνίου Αλεβιζόπουλου

Πρωτοπρεσβυτέρου Αλκιβιάδη Καλύβα

Κερασίας Γαλιγαλίδου

Ευάγγελου Σπ. Κρουσταλάκη

Δημήτρη Μαυρόπουλου

Γιώργου Καστρινάκη

Επίσης στο τεύχος θα βρείτε και κείμενα ποικίλης θεματολογίας των: Αρχιμανδρίτου Βαρνάβα Γιάγκου, Πρωτοπρεσβυτέρου Χαράλαμπου (Λίβυου) Παπαδόπουλου, Κατερίνας Τσακίρη, Κωνσταντίνου Χολέβα, Πρωτοπρεσβυτέρου Μιλτιάδη Ζέρβα.

Το Περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία» μπορείτε να το βρείτε σε όλους τους Ναούς της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, καθώς και σε κεντρικά βιβλιοπωλεία.

Ο ΑΥΣΤΗΡΟΣ ΝΕΑΡΟΣ ΠΑΠΑΣ!

 

Η φωνή της μεσήλικης γυναίκας ακουγόταν ταραγμένη και ελαφρώς οργισμένη. Και φαινόταν να έχει δίκιο.

 Είχε μπει στο εξομολογητάρι, είχε αποθέσει το φορτίο των αμαρτιών της, αλλά ήθελε να συζητήσει με τον πνευματικό κι ένα πρόβλημα που φαινόταν ότι την ταλάνιζε αρκετά. Στην εξιστόρηση του προβλήματος αυτού ήταν που η συναισθηματική της ένταση ανέβηκε.

«Πάτερ», του είπε, «η μητέρα μου είναι μεγάλης ηλικίας και χήρα  εδώ και πολλά χρόνια. Είναι άνθρωπος της Εκκλησίας, προσεύχεται διαρκώς, το καντηλάκι στο σπίτι της δεν σβήνει σχεδόν ποτέ, θυμιατίζει πάντοτε. Και θέλησε να πάει να εξομολογηθεί στη μεγάλη πόλη που βρέθηκε για να δει τα παιδιά και τα εγγόνια της. Γιατί ζει σε χωριό κι εκεί ο παπάς τους δεν είναι πνευματικός. Ο πνευματικός έρχεται στις μεγάλες μόνο γιορτές σταλμένος από τη Μητρόπολη, οπότε πράγματι τότε τον επισκέπτεται. Της έχει δώσει μάλιστα και την άδεια, βλέποντας την αφοσιωμένη στον Θεό ζωή της, να κοινωνεί πολύ τακτικά».

«Και ποιο το πρόβλημα»; ρώτησε με απορία ο ιερέας.

«Μέχρι εδώ δεν υπάρχει πρόβλημα, πάτερ. Το πρόβλημα αρχίζει από την ώρα που η μητέρα μου επισκέφτηκε τον παπά που σας είπα, για να εξομολογηθεί. Ζει στο σπίτι του αδελφού μου, αρκετά μακριά από εδώ, οπότε και πήγε στην κοντινή εκεί ενορία. Ο παπάς ήταν πολύ νέος στην ηλικία κι απ’ ό,τι φάνηκε μάλλον… άπειρος για το σπουδαίο αυτό έργο που επιτελείτε εσείς οι πνευματικοί ιερείς».

«Τι έκανε δηλαδή»; ξαναρώτησε ο πνευματικός, και λίγο τα μάτια του σαν να σκοτείνιασαν. Όταν άκουγε για περιπτώσεις αδελφών ιερέων, που κάποιες άστοχες ίσως ενέργειές τους σκανδάλιζαν τους πιστούς, ήταν σαν να μπηγόταν ένα αγκάθι μέσα στην καρδιά του. Προετοιμάστηκε για να ακούσει τα χειρότερα.

«Η μητέρα μου, όπως σας είπα, άρχισε την εξομολόγησή της. Είπε ό,τι είχε να πει και περίμενε τις συμβουλές του ιερέα. Αυτός όμως σαν να… δυσαρεστήθηκε από την εξομολογούμενη γερόντισσα. Δεν την θεώρησε αξιόπιστη για όσα του είπε, γιατί η μητέρα μου, όπως μου τα εξιστόρησε πολύ ταραγμένη αργότερα, δεν είχε και πολλά σοβαρά αμαρτήματα να πει. Χήρα γυναίκα, πάτερ, πονεμένη, με πολλούς αγώνες για να αναθρέψει τα τρία παιδιά της. Και να σας πω, ήταν τόσο ταραγμένη που έφυγε από την Εκκλησία παραπατώντας, κι αν δεν βρισκόταν κάποια ευλογημένη ψυχή να την κρατήσει και να την οδηγήσει στο σπίτι της, θα έπεφτε κάτω».

Ο ιερέας συμμετείχε με πόνο στην εξιστόρηση της γυναίκας. Δεν αμφισβητούσε καθόλου τα λόγια της, γιατί όχι μόνο την ήξερε από χρόνια που την εξομολογούσε, αλλά και για το γεγονός ότι ήταν σοβαρή και μορφωμένη γυναίκα, που δεν είχε πει ποτέ πράγματα που δεν ίσχυαν.

«Τι την τάραξε τη μητέρα σας;» είπε ο ιερέας. «Απλώς και μόνη η αμφισβήτηση του νεαρού παπά;»

«Και ναι και όχι, πάτερ. Θέλω να πω ότι η αμφισβήτηση του παπά ήταν μεν η κύρια αιτία, αλλά το πώς εκφράστηκε αυτή ήταν αυτό που προκάλεσε την ταραχή. Γιατί ο παπάς καταρχάς θεώρησε ως δεδομένο ότι η πολυχρόνια χηρεία της μάνας μου θα την είχε οδηγήσει σίγουρα σε σχέσεις μοιχείας. Δεν είναι δυνατόν, της είπε, τόσα χρόνια μόνη και να μην έκανες κάποια άλλη σχέση. Κι όταν η μάνα μου εντελώς απορημένη του εξήγησε ότι πράγματι ουδέποτε διανοήθηκε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί η πίστη μας δεν το επιτρέπει πρώτον, αλλά και δεύτερον γιατί είχε να αναθρέψει και να μεγαλώσει τρία παιδιά, εκείνος άρχισε να οργίζεται. Πίστεψε ότι η μάνα μου τον κοροϊδεύει κι ότι θέλει να του παρουσιαστεί ως άγγελος και αναμάρτητη. Και δεν τελειώνει το πράγμα εδώ, πάτερ, συνέχισε την εξιστόρηση η γυναίκα. Αφού είπε ό,τι είπε ο παπάς σχετικά με το θέμα αυτό, με πολύ επιθετικό τρόπο άρχισε να τη ρωτάει πώς ζει τώρα στην ηλικία που βρίσκεται. Σημειωτέον, πάτερ, ότι η μητέρα μου πλησιάζει τα ογδονταπέντε χρόνια της, οπότε μαζεμένη από τον επιθετικό τρόπο του νεαρού παπά, του εξήγησε ότι και λόγω ηλικίας μένει κυρίως μέσα στο σπίτι, κι ότι πέρα από τις καθημερινές της εργασίες, η προσευχή και η ακρόαση του εκκλησιαστικού ραδιοφώνου είναι οι προτεραιότητές της. Τότε, μετά από αυτό ήταν που ο παπάς έγινε έξαλλος. Και το επιβεβαίωσα, πάτερ, γιατί επισκέφτηκα τον ναό που είχε εξομολογηθεί η γερόντισσα μάνα μου, και ρώτησα και τον νεωκόρο, όπως και ένα κατάστημα καλλυντικών δίπλα στον ναό, που και εκεί με παρέπεμψαν, αφού εκεί μου είπαν κατέφυγε η μητέρα μου, προκειμένου να μη σωριαστεί στον δρόμο».

Ο παπάς άκουγε και προσπαθούσε να μην φανερώσει τα συναισθήματα που άρχισαν να τον διακατέχουν. «Είναι δυνατόν;» διερωτάτο μέσα του. «Τόση απειρία πια; Τόση αδιακρισία από τον νεαρό παπά;» Αλλά από την άλλη, σκεφτόταν, ακόμη και ο όσιος της εποχής μας, μέγας Γέρων Πορφύριος, σε νεαρή ηλικία που ανέλαβε το διακόνημα της εξομολόγησης και της πνευματικής καθοδήγησης, δεν ήλθε η ώρα που μετανόησε φρικτά για την αυστηρότητά του σ’ εκείνα τα νεανικά του χρόνια; Ο ίδιος δεν έλεγε ότι πιθανόν έβλαψε ανθρώπους, μέσα στα πλαίσια της πνευματικής ευθύνης που είχε αναλάβει, αλλά λειτουργώντας αδιάκριτα;

«Όταν λέτε ότι έγινε έξαλλος, τι εννοείτε;» ρώτησε πολύ σιγά και με σκυμμένο το κεφάλι, ενώ το στομάχι του σφίχτηκε ακόμη περισσότερο, παραμένοντας όμως εξωτερικά απαθής και ψύχραιμος.

«Με δυνατή φωνή την κατηγόρησε ότι του λέει ψέματα για μια ακόμη φορά, κι ότι οπωσδήποτε θα περνάει την ώρα της πηγαίνοντας σε διάφορα σπίτια ή δεχόμενη άλλες γειτόνισσες στο δικό της, προκειμένου να πίνουν καφέ και να κουτσομπολεύουν. Η μάνα μου βεβαίως κόντευε να πεθάνει. Μετάνιωνε την ώρα και τη στιγμή που βρέθηκε στη συγκεκριμένη Εκκλησία, ενώ αναπολούσε τις ώρες εξομολόγησης στον πνευματικό της Μητροπόλεως της περιοχής της, και τη διακριτικότητα και την ευγένεια των λόγων και της συμπεριφοράς του.  Κι όταν τελικά επεχείρησε να αρνηθεί τις κατηγόριες του παπά, εκείνος σηκώθηκε όρθιος και κραυγάζοντας, τόσο που ακούστηκε σε όλον τον ναό, της είπε να σηκωθεί να φύγει, γιατί αυξάνει τις αμαρτίες της με τα ψέματα που του αραδιάζει».

Η γυναίκα σταμάτησε. Η ταραχή της και η οργή της ήταν εμφανείς. Τα μάτια της είχαν υγρανθεί κι έβγαλε ένα μαντήλι να τα σκουπίσει. Κράτησε το κεφάλι της αρκετά ώρα κάτω.

Ο ιερέας προβληματίστηκε. Σκέφτηκε να δικαιολογήσει τον νεαρό ιερέα λόγω της απειρίας του. Η ιστορία φαινόταν απίστευτη, αλλά δεν είχε λόγους να την αμφισβητήσει – άλλωστε και άλλες φορές είχε ακούσει παρόμοιες περιπτώσεις. Έστρεψε το βλέμμα του νοερά στον Κύριο να τον φωτίσει. Οι στιγμές ήταν κρίσιμες. Μήπως μία απόπειρα δικαιολόγησης του ιερέα θα έφερνε αντίθετο αποτέλεσμα; Και τι δικαιολογία να έβρισκε;

«Πάτερ, αν θέλετε, να σας πω τον ναό που έγινε το γεγονός και το όνομα του ιερέα», ακούστηκε η φωνή της γυναίκας.

«Δεν χρειάζεται, παρακαλώ. Δεν έχει ιδιαίτερο νόημα. Απλώς σκέπτομαι τι θα μπορούσα να πω. Σας ομολογώ ότι βρίσκομαι σε τρομερή αμηχανία. Δεν μπορώ να αποδεχτώ από τη μια τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του νεαρού ιερέα, από την άλλη δεν ξέρω τι φωτισμό είχε εκείνη τη στιγμή για να συμπεριφερθεί έτσι. Το μόνο στο οποίο καταλήγω είναι ότι η νεότητά του και ένας αδιάκριτος ίσως ζήλος του τον έκαναν να φτάσει σ’ αυτήν την ακρότητα, όπως είμαι σίγουρος ότι πρέπει να έχει μετανιώσει πικρά για τη συμπεριφορά του αυτή, κι αν συναντούσε ενδεχομένως τη μητέρα σας θα της ζητούσε γονατιστός συγγνώμη. Μου έρχεται όμως και μία άλλη σκέψη – κι είναι τούτο κάτι που αναδεικνύει ίσως το πνευματικό μεγαλείο της μάνας σας».

Ανασήκωσε το κεφάλι της η γυναίκα απορημένη. «Το πνευματικό μεγαλείο της μάνας μου;» είπε. «Δηλαδή, πάτερ;»

«Να, μου έρχεται στον νου αυτό που συνέβη στον όσιο Γέροντα Παΐσιο, όταν ήταν στο μοναστήρι του στη Μακεδονία και κατέβαινε στο κοντινό χωριό για να λειτουργείται και να κοινωνεί, γιατί ο ίδιος δεν ήταν παπάς. Μέσα στο ιερό κάποια φορά και την ώρα της Θείας Κοινωνίας, ο ιερέας στράφηκε στον ίδιο και με επιθετικό τρόπο του είπε να βγει έξω μαζί με τον υπόλοιπο λαό και να κοινωνήσει. Συνήθιζε να κοινωνεί μέσα στο ιερό, ως καλόγερος που ήταν. Λοιπόν, εκείνος ταράχτηκε από την επίθεση, αλλά δεν είπε τίποτε. Έσκυψε το κεφάλι, βγήκε έξω, κοινώνησε. Κι όταν στο τέλος της Λειτουργίας είδε τον ιερέα, εκείνος πρόσπεσε στον Γέροντα με δάκρυα στα μάτια, ικετεύοντας τη συγγνώμη του. «Δεν ξέρω τι με έπιασε, Γέροντα – του είπε. Σαν μια δύναμη να με έσπρωξε να σου πω αυτά που σου είπα, που δεν τα πίστευα». Συγχωρέθηκαν. Προβληματίστηκε όμως ο όσιος Γέροντας, γιατί συνέβη αυτό. Και σκέφτηκε ότι κατά τη διάρκεια της ακολουθίας παρακαλούσε τον Χριστό μας να του δίνει μετάνοια και προπαντός ταπείνωση. «Και να, ο Κύριος μου έδωσε αφορμή ταπείνωσης με τα λόγια του παπά. Γιατί ο Θεός όταν του ζητάμε κάποιο χάρισμα, δεν μας το δίνει έτοιμο. Μας δίνει την αφορμή για να το παλέψουμε και να το αποκτήσουμε». Λοιπόν, το ίδιο σκέπτομαι μη συνέβη και με τη μάνα σας. Είναι μια πιστή γυναίκα, αγωνιστής άνθρωπος, ήρωας θα έλεγε κανείς, κι ο Θεός με τη συμπεριφορά του παπά τής έδωσε ευκαιρία για μεγάλη ταπείνωση και για απόκτηση πνευματικών στεφανιών».

«Ποτέ μου δεν σκέφτηκα κάτι τέτοιο», είπε η γυναίκα, εμφανώς πιο ήσυχη. «Αν όντως ισχύει αυτό, τότε τα πράγματα αλλάζουν. Θα της το πω, πάτερ, και νομίζω ότι ο λογισμός της θα ησυχάσει πάρα πολύ. Γιατί ποτέ μου δεν την έχω ακούσει να κατηγορεί παπά, και μάλιστα επανειλημμένως μας μάθαινε από μικρά, ότι τον παπά δεν πρέπει να τον πιάνουμε στο στόμα μας. «Ο παπάς είναι σαν το κάρβουνο», μας έλεγε. «Αν είναι καλός, μας καίει, γιατί είναι αναμμένο κάρβουνο. Αν δεν είναι καλός, μας λερώνει, γιατί είναι σαν το σβηστό κάρβουνο». Και με την περίπτωση αυτή βρέθηκε σε μεγάλο πειρασμό. Πάτερ, σας ευχαριστώ. Κάντε προσευχή για μένα και για τη μητέρα μου».

«Ασφαλώς», είπε ο ιερέας. «Κι εσείς θα σας παρακαλέσω, να προσεύχεσθε και για μένα, αλλά και για όλους τους ιερείς. Μας πολεμάει αρκετά ο Πονηρός τους ιερείς, και γι’ αυτό έχουμε ανάγκη πολύ την προσευχή των υπολοίπων πιστών. Και, αν θέλετε τη γνώμη μου: κυρίως βάλτε στην προσευχή σας, εσείς και η μάνα σας κυρίως, τον νεαρό αυτόν παπά. Να του δίνει ο Κύριος τον φωτισμό που πρέπει για το υψηλό έργο που έχει αναλάβει. Αν δεν μπορεί ίσως να κάνει το καλό, τουλάχιστον να μη βλάπτει στη φάση που βρίσκεται…».

(Από το βιβλίο των εκδόσεων «ἀκολουθεῖν», Δι’ ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ, 2017).

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΠΑΜΜΕΓΙΣΤΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΤΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΑΓΓΕΛΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΑΣΩΜΑΤΩΝ

 

«Ο Μιχαήλ ο διαπρεπέστατος Ταξίαρχος των ασωμάτων Δυνάμεων, και κατά την Παλαιά Διαθήκη και κατά την Καινή της χάριτος, έδειξε και δείχνει  τις πολλές χάριτες και ευεργεσίες του στο ανθρώπινο γένος. Όταν λοιπόν ο αντίπαλος και εχθρός της σωτηρίας μας επαναστάτησε κατά του Δημιουργού και φέρεται να είπε το πρωτοφανές «Θα βάλω τον θρόνο μου πάνω από τις νεφέλες» και καυχήθηκε με το «θα γίνω όμοιος με τον Ύψιστο», τότε ξέπεσε από το αρχαγγελικό αξίωμα,  όπως λέει ο Κύριος «Έβλεπα, λέει, τον σατανά να έχει πέσει από τον ουρανό σαν αστραπή», όπως τα ίδια με αυτόν  έπαθε, λόγω της αλαζονείας του,  και το υπό αυτόν τάγμα αγγέλων. Αυτός λοιπόν ο πανσέβαστος, φυλάσσοντας σαν πιστός δούλος την ευγνωμοσύνη του προς τον Κύριο,  και δείχνοντας την πολλή φροντίδα του για το δικό μας ανθρώπινο γένος, τάχθηκε από τον Παντοκράτορα να είναι ο πρώτος των νοερών και Αρχαγγελικών τάξεων. Διότι όταν είδε τον αποστάτη να έχει πέσει, μάζεψε τους χορούς των Αγγέλων και αφού είπε «Πρόσχωμεν», ας προσέξουμε, ύμνησε με δυνατή φωνή τον Κύριο των όλων, σαν να έλεγε: Ας προσέξουμε εμείς που είμαστε κτιστοί τι πάθανε αυτοί που μέχρι τώρα ήταν φως μαζί με εμάς και τώρα γίνανε σκοτάδι. Αυτή η συγκρότηση λοιπόν ονομάστηκε Σύναξις των Αγγέλων, δηλαδή προσοχή και ομόνοια και ένωση. Αυτός λοιπόν ο μέγας προστάτης και ευεργέτης της σωτηρίας μας, κάνοντας διαρκώς και περισσότερες και πιο εκτεταμένες σωτηριώδεις ευεργεσίες προς όλους, φαίνεται να εμφανίζεται σε πολλούς. Φάνηκε δηλαδή στον Αβραάμ και τον Λώτ κατά την καταστροφή των Σοδόμων. Φάνηκε στον Ιακώβ, όταν προσπαθούσε να ξεφύγει από τον αδελφό του. Προπορευόταν του λαού των Ισραηλιτών, όταν λυτρώνονταν και ελευθερώνονταν από τη σκληρή δουλεία των Αιγυπτίων. Φάνηκε στον Βαλαάμ που πήγαινε να καταρασθεί τον Ισραήλ. Προς τον Ιησού του Ναυή που ζητούσε να μάθει είπε: «Εγώ είμαι ο αρχιστράτηγος του Κυρίου, μόλις έφτασα». Αυτός και τους ποταμούς που αφέθηκαν ελεύθεροι από τους δυσσεβείς κατά του αγιάσματος και του προσκυνήματος, τους οδήγησε αλλού, κάνοντας άνοιγμα στη γη. Κι είναι πολλά άλλα ακόμη στη θεόπνευστη Γραφή που ιστορούνται γι’  αυτόν. Για τον λόγο αυτό ακριβώς και εμείς, προβάλλοντάς τον προστάτη και φύλακα της ζωής μας, εορτάζουμε την πάνσεπτη τώρα πανήγυρή του, εκζητώντας με τις προστασίες και τις πρεσβείες του και κατά τον παρόντα αιώνα να βρούμε απολύτρωση από τις δυσχέρειες, και κατά τον μέλλοντα να καταξιωθούμε της επουράνιας χάρης και τάξης. Αμήν».

 

Ο άγιος υμνογράφος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, με δυνατή πίστη και γνώση  όλης της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, μας ανοίγει τα μάτια να δούμε νοερώς τον πνευματικό κόσμο των αγγέλων και αρχαγγέλων, όπως και των λοιπών επουρανίων δυνάμεων ασωμάτων. Να δούμε δηλαδή εκείνη τη δημιουργία του Θεού, η οποία προηγήθηκε της υπόλοιπης κτιστής δημιουργίας και του ανθρώπου, δημιουργία τέτοια που βρίσκεται σε απόλυτη υπακοή προς το θέλημα του Θεού και σε διαρκή δοξολογία του αγίου ονόματός Του.   Κατεξοχήν όμως τονίζει τη θέση και το έργο των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Και για μεν τον Μιχαήλ προβάλλει τον τριπλό χαρακτηρισμό, όπως κάνει άλλωστε σε κάθε αναφορά σ’ αυτόν, όπως στο γνωστό εν Χώναις θαύμα του, του παραστάτη, του πρωτοστάτη και του προστάτη, δηλαδή ότι ο άγιος Μιχαήλ είναι «παραστάτης της Τρισηλίου θεότητος φαιδρότατος», «πρωτοστάτης των ταξιαρχιών των αγγέλων», και βεβαίως «ημέτερος προστάτης», «καθ’  εκάστην μεθ’  ημών πορευόμενος και φυλάττων τους πάντας εκ πάσης του διαβόλου περιστάσεως». Για δε τον άγιο Γαβριήλ υπενθυμίζει ότι ήταν εκείνος ο οποίος «ανεκάλυψεν ημίν θείον και μέγα όντως μυστήριον»: «να σωματούται ο ασώματος Θεός εν μήτρα Παρθενική και να γίνεται άνθρωπος εις το σώσαι τον άνθρωπον», και πριν ακόμη από αυτό «να φέρει τη χαρμόσυνη είδηση της γεννήσεως τέκνου στον Ζαχαρία τον ιερέα», ώστε «να γεννηθεί η φωνή του Λόγου, ο Ιωάννης».

Ο σκοπός όμως της εορτής της συνάξεως των αγγελικών δυνάμεων, κατά τον άγιο υμνογράφο, δεν είναι μόνον η γνώση του πνευματικού αυτού κόσμου και η έκφραση ευγνωμοσύνης μας για τις πολλές και ποικίλες ευεργεσίες τους απέναντι στο ανθρώπινο γένος. Το προέχον γι’  αυτόν είναι εκείνη η δική μας πρακτική, η οποία όντως τους ευχαριστεί και η οποία δεν είναι άλλη από τη μετάνοιά μας: να φύγουμε από την αμαρτία και να ζήσουμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού. Διότι «την ημών σωτηρίαν αδιαλείπτως πρεσβεύουσιν και τη μετανοία συγχαίρουσι». Για τη σωτηρία μας πρεσβεύουν πάντοτε στον Θεό και χαίρονται για τη μετάνοιά μας. Από την άποψη αυτή, ο κύριος σκοπός της εορτής τους είναι η πρόκληση της βουλήσεώς μας να τους μιμηθούμε: να ζούμε και εμείς, όσο είναι δυνατόν,  ως άγιοι στον κόσμο, νεκρώνοντας μέσα μας κάθε αμαρτωλή κίνηση. «Οι επί γης μιμησώμεθα ως εφικτόν τούτων την αγιότητα, νεκρούντες πάντα τα μέλη τα της σαρκός». Κι όπως το λέει κι αλλιώς ο ποιητής: «Των αγγέλων ζηλώσωμεν τον βίον, και τας φρένας πτερώσωμεν εις ύψος, και συν αυτοίς αϋλως αναμέλψωμεν, Κύριον υμνούντες και υπερυψούντες εις πάντας τους αιώνας». Δηλαδή: Ας ζηλέψουμε τον βίο των αγγέλων, και ας δώσουμε φτερά στο νου μας να φτάσουμε ψηλά, ώστε μαζί με αυτούς να υμνήσουμε με άυλο τρόπο τον Κύριο, υμνολογώντας Τον και υπερυψώνοντάς Τον εις πάντας τους αιώνας.

07 Νοεμβρίου 2022

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑ

«Όπως η ηλιακή ακτίνα που εισχωρεί από κάποιο μικρό άνοιγμα στο σπίτι, το φωτίζει τόσο, ώστε να διακρίνεται και η πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα, έτσι και ο φόβος του Θεού εισερχόμενος στην καρδιά του ανθρώπου, της φανερώνει όλα τα αμαρτήματά της» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄, γ΄, 29).

Το φως του ήλιου, έστω και μιας ακτίνας του, μας κάνει να βλέπουμε ακόμη και την πιο λεπτή σκόνη που αιωρείται στον αέρα. Χωρίς την ηλιακή ακτίνα, χωρίς φως δηλαδή, δεν βλέπουμε τίποτε: το σκοτάδι δεν αντανακλά τα αντικείμενα όπως και τη βρωμιά του όποιου χώρου. Το ίδιο συμβαίνει και στα πνευματικά. Για να μπορούμε να δούμε  την κατάσταση της καρδιάς μας, τη βρωμιά και τις αμαρτίες μας, θα πρέπει να φωτιστούμε - χρειαζόμαστε έστω και μία αχτίδα φωτός. Κι αυτή είναι ο φόβος του Θεού. Που προϋποθέτει ασφαλώς την αληθινή πίστη σ’ Εκείνον, αφού μας κάνει να Τον λαμβάνουμε σοβαρά υπ’ όψιν μας στη ζωή μας. Χωρίς τον φόβο αυτόν, χωρίς το φως του Θεού δηλαδή, βρισκόμαστε στο σκοτάδι, συνεπώς δεν γνωρίζουμε τον εαυτό μας, γι’ αυτό και συχνά διαμορφώνουμε εικόνα «μεγαλειότητας» για τον εαυτό μας. Οπότε το ξέρουμε πια: αυτογνωσία, συνεπώς και αληθινή ταπείνωση,  υπάρχει εκεί που υπάρχει έστω και λίγη… γνώση Θεού. Διαφορετικά, κινούμαστε ως τυφλοί.

Πρόκειται για αλήθεια, που όχι μόνο την επισημαίνουμε  στη γύρω μας εξωτερική πραγματικότητα, κατά το παράδειγμα του οσίου, αλλά μας το κραυγάζει διαρκώς και ο ίδιος ο λόγος του Θεού. Γιατί άραγε ο Κύριος επανειλημμένως τόνιζε ότι «Αυτός εστι το φως του κόσμου», και ότι «ο ακολουθών Αυτώ ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία, αλλ’ έξει το φως της ζωής»; Ας θυμηθούμε και τον προφήτη Ησαΐα: στην κλήση του στο προφητικό αξίωμα, ενώπιον πια του Θεού, συνειδητοποιεί την τραγικότητα της ζωής του: το πόσο «τάλας εστι»! Χωρίς το φως του Θεού έτσι το μόνο που υφίσταται είναι το σκοτάδι. Ακόμη και το φως του νοερού οφθαλμού μας μπορεί να έχει κάποιο φως – που και αυτό όμως το έχει ως δωρεά από τον Ίδιο πάλι Δημιουργό μας Χριστό – αλλά χωρίς Εκείνον, χωρίς πίστη δηλαδή, είναι τόσο ισχνό, που τελικώς μπορεί να χαρακτηριστεί άλλου είδους… σκοτάδι! Ας το εφαρμόσουμε στις διάφορες φιλοσοφίες του κόσμου τούτου ή και στις διάφορες θρησκείες, οι οποίες όντως έχουν ψήγματα φωτός, που δεν οδηγούν όμως στη σωτηρία και στη ζωντανή σχέση με τον Θεό.

Λοιπόν, όσο πιστεύουμε βαθιά και αληθινά στον Κύριο, όσο τοποθετούμαστε σωστά απέναντί Του μέσα στο χώρο της αποκάλυψής Του, την Εκκλησία, τόσο και θα διανοίγονται τα νοερά μάτια μας για να βλέπουμε και τις πιο αθέατες πλευρές μας. Ο φόβος Του, ο οποίος δεν εννοείται ως τρόμος αλλά ως δέος μπροστά στην πανταχού παρουσία Του, μας κάνει να τηρούμε τις άγιες εντολές Του, μας καθαρίζει από κάθε βρωμιά της ψυχής μας, μας φωτίζει όλο το ασυνείδητό μας, μας οδηγεί τελικά στην αγάπη απέναντί Του. Οπότε, γινόμαστε «όλο μάτια», κατά την προσφιλή έκφραση των νηπτικών δασκάλων, έχοντας ένοικο πια της ψυχής και του σώματός μας τον ίδιο τον Δημιουργό μας.

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑ ΤΡΕΙΣ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΜΕΛΙΤΗΝΗ ΑΘΛΗΣΑΝΤΕΣ

«Οι άγιοι αυτοί άθλησαν επί Διοκλητιανού και Μαξιμιανού των βασιλέων. Ο Ιέρων ήταν ανδρείος κατά το σώμα και ευσεβής κατά την ψυχή, γεωργός στο επάγγελμα. Αυτόν τον συνάντησαν σε έναν τόπο οι υπηρέτες των ειδώλων. Και θέλοντας να τον ληστεύσουν δεν μπόρεσαν. Διότι αυτός αφού έβγαλε από το στέλεχος του γεωργικού του εργαλείου το σίδερο, χρησιμοποίησε εναντίον τους σαν όπλο το ξύλο, με αποτέλεσμα να τους τρέψει όλους σε φυγή, γεμάτους αίματα και ιδρώτες. Ο ίδιος όμως μετά, πήγε από μόνος του στον άρχοντα κι αφού ρωτήθηκε από αυτόν για το γεγονός και αν είναι χριστιανός,  ομολόγησε τον Χριστό, οπότε του έκοψαν το δεξί του χέρι από τον αγκώνα. Οι δε υπόλοιποι άγιοι ρίχτηκαν στη γη και κτυπήθηκαν με μαστίγια. Και την επόμενη, αφού συνεχίστηκε το ράβδισμά τους για πολλές ώρες, τους οδήγησαν έξω από την πόλη της Μελιτινής και τους έκοψαν τα κεφάλια».

Έχει τονιστεί κατά κόρον ότι τα μαρτύρια που υπέστησαν οι άγιοι μάρτυρες της Εκκλησίας μας από τους εχθρούς της πίστεως, αποκαλύπτουν δύο πράγματα: πρώτον, τη δαιμονική ενέργεια των διωκτών τους: ο διάβολος και οι υπηρέτες του είναι εκείνοι που χαίρονται με τον πόνο των ανθρώπων˙ δεύτερον, τη μεγάλη αγάπη των αγίων προς τον Χριστό, τέτοια που τους έκανε να οδηγούνται στον θάνατο με χαρά, διότι με τον τρόπο αυτό θα κέρδιζαν τη Βασιλεία του Θεού.  Κι έχει επίσης τονιστεί ότι τα πάθη των μαρτύρων προς χάρη του Χριστού αποτελούν στην ουσία συμμετοχή τους στο Πρώτο και Μεγάλο Πάθος του ίδιου του Κυρίου, κατά κυριολεξία συμμετοχή στη Σταυρική Του θυσία, άρα  συμμετοχή και στην Ανάσταση Εκείνου. Ακριβώς λοιπόν η σημερινή ακολουθία των αγίων τριάντα τριών μαρτύρων, ποίημα Ιωάννου του μοναχού, δεν παύει να τονίζει αυτόν τον σταυρικό χαρακτήρα του μαρτυρίου τους, το οποίο τους οδήγησε προς την καλύτερη ζωή της Βασιλείας του Θεού. «Μιμήθηκαν, Κύριε, οι αθλητές το πάθος σου το θείο».

Η κατανόηση του μαρτυρίου των αγίων ως γεγονότος συμμετοχής στον Σταυρό του Κυρίου, συνιστά, κατά τον υμνογράφο, και τη μεγαλύτερη δύναμη των αγίων. Ενώ φαίνονται ηττημένοι, αυτοί μεγαλουργούν. Κι η εικόνα που επιστρατεύει ο ποιητής Ιωάννης για να δείξει την αλήθεια αυτή, είναι πράγματι μοναδική: ο Σταυρός παρομοιάζεται με τόξο που κρατείται από τον Χριστό,  το οποίο τεντώνεται προκειμένου με την ρίψη των ακονημένων βελών, δηλαδή των μαρτύρων, να τρώσει την καρδιά του διαβόλου και των υπηρετών του. «Κτυπήθηκε καταπληγωμένη η καρδιά των εχθρών. Διότι ο Χριστός τέντωσε τον Σταυρό ως τόξο κι απέστειλε τους μάρτυρες ως βέλη ακονισμένα». Με άλλα λόγια, και το Πάθος του Κυρίου, αλλά και τα πάθη των πιστών Αυτού, συνιστούν τη μεγαλύτερη δύναμή Του για την εξόντωση του κακού στον κόσμο.

Πρόκειται για την «άλλη» λογική του Χριστού και της Εκκλησίας, την οποία  δεν κατανοούν βεβαίως οι άγευστοι της πίστεως. Οι εκτός της Εκκλησίας ή οι κατ’  όνομα Χριστιανοί θεωρούν ότι η εξουσία βρίσκεται στην κατοχή των ανθρωπίνων μέσων και δυνατοτήτων. Και δεν διστάζουν, προκειμένου να κυριαρχήσουν, να χρησιμοποιούν τα μέσα αυτά για να υποτάξουν τους θεωρουμένους αδύναμους. Χωρίς να καταλαβαίνουν ότι μπαίνουν στην ίδια θέση των εχθρών του Χριστού που πίστεψαν ότι Τον «νίκησαν» γιατί Τον κάρφωσαν πάνω στον Σταυρό. Όμως η πραγματικότητα είναι άλλη. Αυτός που ανεβαίνει στον Σταυρό, έχοντας πίστη βεβαίως σ’  Εκείνον, είναι τελικώς ο δυνατός: γίνεται το βέλος του ίδιου του Θεού που «τιτρώσκει», που πληγώνει την καρδιά των δυναστών. Όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος: «όταν ασθενώ, τότε είμαι δυνατός!» Το μόνο ζητούμενο, το ξαναλέμε, είναι η δική μας πίστη. Να μην καταβαλλόμαστε, αλλά να έχουμε αδιάκοπα  στραμμένο το βλέμμα μας «προς τον δυνάμενον σώζειν», τον παντοδύναμο Θεό μας. Η Ανάσταση και η δική μας τότε θα είναι θέμα ολίγου χρόνου.

06 Νοεμβρίου 2022

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΟΝ… ΒΑΤΡΑΧΟ!

«Μερικές φορές καθώς αντλούσαμε νερό από τις πηγές, αντλήσαμε μαζί με αυτό, χωρίς να το καταλάβουμε, και έναν βάτραχο. Παρόμοια πολλές φορές, καθώς καλλιεργούμε τις αρετές, υπηρετούμε και τις κακίες που χωρίς να φαίνονται είναι συμπεπλεγμένες μαζί τους» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κστ΄ 37).

Ο άγιος Ιωάννης μάς προσγειώνει στην πραγματικότητα: Την ώρα  που ασκούμε μία αρετή, ή που πιστεύουμε ότι την έχουμε κατακτήσει, την ίδια ώρα έχουμε εισπράξει και τον αρνητικό συνοδό της! Κι ας δούμε  την πονηριά του συνοδού! Ενώ είναι «κολλημένος» με την αγαθή κυρία της, ο ίδιος είναι αφανής. Ο άγιος γίνεται σαφής: «με την αρετή της φιλοξενίας συμπλέκεται και η γαστριμαργία∙ με την αγάπη η πορνική διάθεση∙ με την πραότητα  η υπουλότητα και η οκνηρία∙ με τη σιωπή η διδασκαλική υπεροψία∙… με την ταπεινοφροσύνη η παρρησία. Και σ’ όλα αυτά μέσα, το δηλητήριο της κενοδοξίας»!

Δεν φταίει ασφαλώς η ίδια η αρετή! Η αρετή από τη φύση της είναι αγαθή και καλή. Χριστιανικά μάλιστα θεωρούμενη αποτελεί καρπό του Αγίου Πνεύματος. Το πρόβλημα βρίσκεται μέσα μας: στη χαλασμένη φύση μας∙ στις επιρροές της αμαρτίας, η οποία αν και καταργημένη λόγω της σταυρικής θυσίας του Κυρίου μας και του αγίου βαπτίσματός μας, εξακολουθεί να μας ταλανίζει, γιατί πολύ συχνά είμαστε αμελείς και ξεχνάμε τη χάρη που μας δόθηκε. Οπότε, μια και δεν βρισκόμαστε στο ύψος του χαρίσματος να λειτουργούμε απολύτως ως μέλη Χριστού, η στρεβλή διάθεσή μας χαλάει και την… αρετή. Καλύτερα, αφήνει χώρο στην κακία να αμαυρώνει την έκπαγλη ομορφιά της!

Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επισημάνει την πραγματικότητα αυτή, χωρίς όμως να υποψιαστούν αυτό που θα επακολουθούσε: τη δυνατότητα υπέρβασης της τραγικότητας του ανθρώπου λόγω του ερχομού του ενανθρωπήσαντος Θεού μας! Και τι έλεγαν; «Ουδέν καλόν αμιγές κακού». Όπως και το αντίστροφο. Δηλαδή τίποτε δεν υπάρχει απολύτως καλό, όπως η αρετή για παράδειγμα, χωρίς τη μίξη του με το κακό. Το καλό συνοδεύεται πάντοτε και με το κακό!

Αλλά είμαστε μετά Χριστόν! Που σημαίνει ότι με τη χάρη Του μέσα στο σώμα Του, την Εκκλησία, μπορεί κανείς να κάνει την υπέρβαση: να καλλιεργεί δηλαδή τις αρετές, χωρίς όμως να υπηρετεί και την «παρέα» τους, τις κακίες. Πώς; Ζώντας διαρκώς με νήψη και επαγρύπνηση: ο νους ως άγρυπνος φρουρός να ελέγχει τους όποιους λογισμούς και τις όποιες διαθέσεις της ψυχής. Και κυρίως με ταπείνωση. Γιατί τότε αναλαμβάνει δράση η χάρη του Θεού, η οποία ενεργεί ως προστατευτικό δίχτυ και συλλαμβάνει κάθε… βατράχι. Γιατί λένε οι άγιοί μας ότι στην περίπτωση αυτή ο χριστιανός έχει γίνει «όλος μάτια».

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΥΛΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«῾Ο Παῦλος ὁ μέγας ὁμολογητής καταγόταν ἀπό τή Θεσσαλονίκη κι ἔγινε νοτάριος καί γραμματέας τοῦ ᾽Αλεξάνδρου, τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, καί διάκονος τῆς ῾Αγίας αὐτῆς ᾽Εκκλησίας. Αὐτόν λοιπόν οἱ ὀρθόδοξοι, μετά τήν τελευτή τοῦ ᾽Αλεξάνδρου, τόν προχείρισαν σέ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. ῾Ο Κωνστάντιος ὅμως ὁ βασιλιάς, ἐπειδή ἦταν ὀπαδός τῆς αἵρεσης τοῦ ᾽Αρείου, ὅταν ἐπέστρεψε ἀπό τήν ᾽Αντιόχεια, τόν ἔβγαλε ἀπό τόν θρόνο καί στή θέση του ἔβαλε τόν Εὐσέβιο, ἐπίσκοπο τῆς Νικομηδείας. ῾Ο Παῦλος τότε πῆγε στή Ρώμη, ὅπου βρῆκε τόν μέγα ᾽Αθανάσιο καταβιβασμένο καί αὐτόν ἀπό τόν θρόνο του ἀπό τόν Κωνστάντιο. Μέ γράμματα λοιπόν τοῦ βασιλιά Κώνσταντος ἐπανέρχονται καί οἱ δύο στούς θρόνους τους, ἀλλά καί πάλι ἐκβάλλονται ἀπό τόν Κωνστάντιο μέ τή συμβουλή τῶν ᾽Αρειανῶν. Τότε ὁ Κώνστας γράφει πρός τόν ἀδελφό του Κωνστάντιο ὅτι ῾ἄν τυχόν δέν ξαναπάρουν τούς θρόνους τους, θά ἔλθω μέ στρατιωτική δύναμη ἐναντίον σου᾽. Πῆρε λοιπόν τόν θρόνο ὁ θεϊκός Παῦλος γιά λίγο, ἀλλά μετά τόν θάνατο τοῦ Κώνσταντος ἐξορίζεται στήν Κουκουσό τῆς ᾽Αρμενίας κι ἐκεῖ ἀφοῦ κλείστηκε σέ ἕνα μικρό οἴκημα ὅπου καί λειτουργοῦσε, ἀποπνίγηκε ἀπό τούς ᾽Αρειανούς μαζί μέ τό ὠμοφόρι του, κι ἔτσι παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο”.

Μπορεῖ νά μήν εἶναι πολύ γνωστός σήμερα στό πλήρωμα τῆς ᾽Εκκλησίας ὁ ἅγιος Παῦλος ὁ ὁμολογητής, ὅμως ἡ ἁγιότητά του καί οἱ ἀγῶνες του ὑπέρ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως προβάλλονται ἀρκούντως ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας, δεδομένου ὅτι στήν ἐποχή που ἔζησε (4ος μ.Χ. αἰ.) ἦταν ἀπό ἐκείνους πού στήριξαν τήν ὀρθοδοξία ἀπέναντι στή λαίλαπα τῶν αἱρέσεων τοῦ ἀρειανισμοῦ πού ὑποβίβαζε σέ κτίσμα τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ καί τῶν ὀπαδῶν τοῦ αἱρεσιάρχου Μακεδονίου πού ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος Θεοφάνης ἐπανειλημμένως τονίζει τούς ἀντιαιρετικούς τους ἀγῶνες, ἐξαιτίας τῶν ὁποίων μάλιστα ἔχασε καί τόν ἀρχιερατικό του θρόνο, σύρθηκε στήν ἐξορία, ἔχασε τέλος καί τήν ἴδια τή ζωή του. «Τόν ἄθεο ῎Αρειο καί τόν δυσεβή Μακεδόνιο τούς ἔπνιξες μέ τά στέρεα νεῦρα τῶν δογμάτων σου» (στιχηρό εσπερινοῦ). ῾Η δύναμη τῶν λόγων του  γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη ἦταν τέτοια, ὥστε ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής τόν παραλληλίζει μέ τόν Δαυΐδ πού μέ τή σφενδόνα του νίκησε κι αὐτόν τόν γίγαντα Γολιάθ. «Την ἀθεΐα τοῦ ᾽Αρείου καί τή βλασφημία τοῦ Μακεδονίου ἀφοῦ τά ἐκσφενδόνισες μακριά μέ τήν ἔκθεση τῶν θεοπνεύστων σου δογμάτων καί διδαγμάτων, ὅπως ὁ Δαυΐδ παλαιά τόν ἀλλόφυλο Γολιάθ, αὐτούς τούς αἱρετικούς τούς ἀπαγχόνισες καί τούς κατεδίκασες μέ δύναμη» (ωδή ε´).

Πῶς δικαιολογεῖται ὁ μεγάλος ἀγώνας του κατά τῶν αἱρετικῶν καί ὑπέρ τῆς πίστεως; ῎Οχι μία φορά ὁ ὑμνογράφος μας, ὅπως εἴδαμε καί παραπάνω, σημειώνει: ῾Η αἵρεση ἀποτελεῖ ἀθεΐα καί βλασφημία κατά τοῦ Θεοῦ, ἄνοια καί ἀφροσύνη, κι ἀκόμη: σαπίλα πού μπορεῖ νά μολύνει τόν κόσμο ὅλο. Συνεπῶς ὁ ἀγώνας του εἶναι ὑπέρ τῆς ἀληθείας τῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Χριστοῦ, σάν τόν ἀγώνα νά μή χάσουμε τό φάρμακο, προκειμένου νά διακρατηθεῖ ἡ ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου (ωδές ε΄ και ς΄). ῎Ετσι ἡ αἵρεση δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἄλλη γνώμη πού μποροῦμε ἀπροβλημάτιστα νά τήν ἐντάξουμε στήν ᾽Εκκλησία, ἀλλά συνιστᾶ τήν πλήρη ἀλλοίωση τῆς ᾽Εκκλησίας, τή διαστροφή τῆς πίστεως στόν Χριστό, συνεπῶς τήν ἀπώλεια τῆς ἴδιας τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου.

῎Εχει πολύ μεγάλη σημασία ὅμως αὐτό πού σημειώνει ὁ ὑμνογράφος Θεοφάνης: ὁ ἅγιος Παῦλος – καί μαζί μέ αὐτόν βεβαίως ὅλοι οἱ ἅγιοι Πατέρες - πολέμησε τήν αἵρεση ὄχι μέ τρόπο ἀρνητικό, ἀλλά μέ τρόπο θετικό. Πῶς; ᾽Εκθέτοντας τά ὀρθά δόγματα καί φανερώνοντας ἔτσι τήν πλάνη τῶν αἱρετικῶν διδασκαλιῶν. Μέ ἄλλα λόγια μπροστά στό φῶς τῆς ἀλήθειας  ἀποκαλύπτεται καί ἐξαφανίζεται τό σκοτάδι τῆς πλάνης. Κι αὐτή ἡ φανέρωση τῆς ἀλήθειας βλέπουμε ὅτι δέν γίνεται μόνον μέ τό στόμα καί τά χείλη, ἀλλά πρῶτα καί κύρια μέ τήν καθαρότητα τοῦ νοῦ και τόν ἔνθεο ζῆλο. «Μέ τό στόμα καί μέ τή γλώσσα καί μέ τήν καρδιά κήρυξες τόν Χριστόν, Παῦλε» (ωδή γ´). Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὁμολογία τῆς πίστεως μέ τό στόμα προϋποθέτει τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τά πάθη, ὥστε αὐτό πού ὁμολογεῖται νά ἀποτελεῖ τελικῶς καρπό τοῦ φωτός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (ωδή ε´).  

Εἶναι εὐνόητο βεβαίως ὅτι ἕνας μεγαλοφυής ποιητής τῆς ἐμβέλειας τοῦ ἁγίου Θεοφάνη δέν θά ἄφηνε ἀσχολίαστο τό γεγονός τῆς ὁμωνυμίας τοῦ ἁγίου Παύλου τοῦ ὁμολογητοῦ μέ τόν μέγιστο ἀπόστολο Παῦλο. ᾽Ακριβῶς γιά νά τονίσει τό μέγεθος καί τήν πνευματική ἀξία τοῦ σήμερα ἑορταζομένου ἁγίου. ῾Η παράθεση τοῦ τροπαρίου εἶναι ἐντελῶς ἐνδεικτική: «Ὁ θεσπέσιος ἀπόστολος Παῦλος ἐσένα πού ἔχεις τό ἴδιο ὄνομα μέ αὐτόν καί κοσμεῖσαι, παμμάκαρ, μέ τούς ἴδιους τρόπους ζωῆς καί ὡς πρός τή θεοσέβεια καί τήν ἀνδρεία τῆς ψυχῆς καί ὡς πρός τήν καρτερία τῶν περιστάσεων, καί φλέγεσαι ἀπό τόν ζῆλο τῆς ὀρθοδοξίας, ὑπέρμαχε, ἐσένα λοιπόν σέ ὁρίζει μιμητή του. Μαζί του τώρα εἶσαι δοξασμένος στά οὐράνια σκηνώματα» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι ἐκεῖνο πού κατεξοχήν δείχνει τήν παραλληλία ζωῆς τῶν δύο Παύλων γιά τόν ὑμνογράφο εἶναι τό γεγονός ὅτι ῾ἔμαθαν᾽ τόν Θεό, Τόν γνώρισαν ὄχι ἀπό βιβλία ἤ ἁπλά ἀκούσματα, ἀλλά γιατί ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὑπῆρξε ἡ πηγή τῆς γνώσης τους. «῎Εσκυψες στά βάθη τοῦ Πνεύματος, γιατί ἔζησες στή γῆ σάν νά μήν εἶχες σάρκα. Κι ἀπό κεῖ ἄντλησες τόν πλοῦτο τῆς θείας γνώσης καί πρόσφερες σάν πηγή στούς ἀνθρώπους τήν ὀρθοδοξία μέ τίς διδασκαλίες σου, ὅσιε Πατέρα» (Δοξαστικό ἀποστίχων τοῦ ὄρθρου).