02 Δεκεμβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ Ο ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗΣ Ο ΠΡΟΟΡΑΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΣ

Μικρό ευλαβικό αγιοκέρι (1906 έως 2 Δεκεμβρίου 1991)

Στη διεθνή πια ορθοδοξία το όνομα του οσίου Πορφυρίου του Καυσοκαλυβίτου λειτουργεί ως σημείο αναφοράς, ως αυθεντικός όρος φανέρωσης της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, ως επί πλέον απόδειξη ορατής παρουσίας σήμερα στον κόσμο του αγίου Πνεύματος. Αυτός, όπως και οι σύγχρονοί του όσιοι Παΐσιος Αγιορείτης, Ιάκωβος Τσαλίκης, Σωφρόνιος Σαχάρωφ κ.ά., θεωρούνται από εκείνους που η Εκκλησία μας έχει χαρακτηρίσει «Γέροντες», πνευματικούς δηλαδή καθοδηγητές, οι οποίοι ζώντας τον συνάνθρωπο μέσα στην καρδιά τους ως οργανικό στοιχείο της ύπαρξής τους, άνοιγαν σ’  αυτόν προοπτικές ελπίδας και ζωής, εκεί που όλα φάνταζαν σ’  αυτόν αδιέξοδα. Κι αυτό γιατί η πλατειά αγάπη τους στον άνθρωπο – αποτέλεσμα της σκληρής ασκητικής προσπάθειας να καθαρίσουν την καρδιά τους από κάθε εμπαθή κίνηση και νόημα – τους έκανε να φωτίζονται από τον Θεό, ώστε να διαβλέπουν (διόραση) και να προβλέπουν (προόραση) τα «κλειστά» στους κοινούς ανθρώπους πράγματα και νοήματα του κόσμου τούτου. Με άλλα λόγια, οι όσιοι αυτοί ήταν στα σύγχρονα με εμάς χρόνια που έζησαν ένα διαφανές πέρασμα, ώστε στο πρόσωπό τους να ψαύουμε τον ίδιο τον Θεό μας. Τον Χριστό ζούσαν, Αυτόν φανέρωναν, Αυτόν εξέπεμπαν, χωρίς πολλά λόγια τις περισσότερες φορές, αλλά πρωτίστως με το παράδειγμά τους.

Ευτυχήσαμε να δούμε και ν' ακούσουμε διακηρυγμένη από την Εκκλησία μας την αγιότητα του Γέροντος Πορφυρίου. Ποιος όμως που τον είδε ή που άκουσε και διάβασε γι’ αυτόν είχε - και προ της επίσημης διακήρυξης της αγιότητάς του - την παραμικρή αμφιβολία περί αυτής; Εν προκειμένω είχαμε μία πανορθόδοξη αποδοχή για την αγιότητα του ανδρός, τέτοια που ήταν θέμα ολίγου χρόνου η ένταξή του στο εορτολόγιο της Εκκλησίας μας, όταν μάλιστα είχε μαρτυρηθεί από όλα τα σημεία του πλανήτη η απειρία των θαυμάτων του. Κι είναι τούτο βεβαίως το σημαντικότερο αποδεικτικό στοιχείο: η συνείδηση του πιστού λαού. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας, ως γνωστόν, δεν είναι ένα εκκλησιαστικό ιεραρχικό όργανο που καθορίζει την ένταξη στις δέλτους των αγίων, μία κίνηση εκ των άνω, θα λέγαμε, αλλά ο ίδιος ο πιστός λαός, που έχει ζήσει τον άγιο άνθρωπο και βεβαιώνει εμπειρικά την αγιότητά του. Το εκκλησιαστικό όργανο έρχεται στη συνέχεια να επικυρώσει αυτό που ο λαός έχει διαπιστώσει. Τέτοιος άγιος λοιπόν, μαρτυρημένος από όλους, ήταν και ο όσιος Πορφύριος - και δοξάζουμε τον Θεό γιατί ακολούθησαν και ακολουθούν και άλλοι του ίδιου πιθανόν πνευματικού διαμετρήματός του.

Οι καταγραφές της θαυμαστής επέμβασής του στους ανθρώπους που τον πλησίαζαν και ζητούσαν τη βοήθειά του, όσο ζούσε, αλλά και σ’ εκείνους που τον επικαλέστηκαν και μετά την κοίμησή του, είναι τόσες πολλές, ώστε πρέπει κανείς να προβληματιστεί πολύ, για το ποιο βιβλίο να επιλέξει από τα κυκλοφορούμενα γι’  αυτόν. Υπάρχουν πάντως εκείνα που φαίνεται η αυθεντική καταγραφή για τον όσιο και που επιβεβαιώνεται η γνησιότητά τους και από τους υπευθύνους του Ησυχαστηρίου του στη Μαλακάσα Αττικής, της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Κι είναι πάντοτε μία ώρα χάριτος η επαφή του πιστού, ακόμη και του μη πιστού θα έλεγε κανείς, με κάποιο από αυτά τα βιβλία. Είναι σαν να διαβάζει τα παλαιά Γεροντικά, με τις ασκητικές ιστορίες και τα αγιασμένα λόγια των παλαιών μεγάλων αββάδων και οσίων. Η αίσθηση που αποκομίζει κανείς είναι η αύρα της παρουσίας του αγίου Πνεύματος: η παρηγορία της καρδιάς, η αύξηση της προσευχητικής διαθέσεως, η ενίσχυση της κλονισμένης θελήσεως, η ανάγκη αγαπητικής σχέσεως με τον συνάνθρωπο.

Δεν πρόκειται να αναφερθούμε σε περιστατικά των παραπάνω βιβλίων - ο καθένας μπορεί να τα βρει και να τα μελετήσει. Θα καταγράψουμε μερικά όμως από εκείνα που μας εμπιστεύτηκε ο μακαριστός πια κι αυτός άγιος Γέροντας π. Γεώργιος Κρητικός, που έτυχε να γνωρίσει τον όσιο Πορφύριο και να τον έχει μάλιστα και ως πνευματικό του από το 1946. Μας έλεγε λοιπόν ότι στα πρώτα χρόνια της σχέσεώς του με εκείνον δεν είχε καταλάβει επακριβώς την παμμέγιστη προσωπικότητά του. Ο όσιος  τού απεκάλυπτε κατά καιρούς στοιχεία και περιστατικά από την προσωπική και οικογενειακή του ζωή (του μακαριστού ιερέως), αλλά εκείνος δεν έδινε τη δέουσα σημασία, θεωρώντας ότι ο ίδιος κάποια στιγμή τού τα είχε πει. Για παράδειγμα, κάποια φορά ο διορατικός άγιος έφερε χαρτί και μολύβι και ζωγράφισε  επακριβώς το πατρικό σπίτι του ιερέως στην επαρχία, αναφέροντας λεπτομέρειες που τον έκαναν να μείνει έκθαμβος. Σιγά σιγά συνειδητοποιούσε περί τίνος επρόκειτο, ποιον είχε ενώπιόν του.

Άλλη φορά έλεγε ο Γέροντας σ’ εκείνον και σε συγγενείς του ότι πολλές φορές «του ανοίγεται μπροστά του σαν ένα παράθυρο, από το οποίο βλέπει και παρακολουθεί τη ζωή των ανθρώπων μέχρι και την Αφρική». Κι αυτό είναι απειράκις βεβαιωμένο από πάμπολλους ανθρώπους, οι οποίοι αν και ζούσαν σε άλλες ηπείρους από εκείνον, τους έπαιρνε ξαφνικά τηλέφωνο ο Γέροντας, για να τους πει ότι τους βλέπει και ότι πρέπει να προφυλαχτούν από συγκεκριμένους κινδύνους ή και συγκεκριμένα πρόσωπα, ακόμη δε και να τους επαινέσει για κάποιες ενέργειές τους.

Κάποια φορά ο π. Γεώργιος πηγαίνοντας σε μία εργασία του κοντά στο μοναστήρι του οσίου Πορφυρίου, σκέφτηκε να περάσει να προσκυνήσει. Ήταν προχωρημένη όμως η ώρα και γι’ αυτό, μολονότι κτύπησε τη θύρα, δεν του άνοιξαν. «Γέροντα», είπε νοερά, «σε επισκέφτηκα, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να περιμένω άλλο. Συγχώρεσέ με». Κι έφυγε. Μετά μία εβδομάδα περίπου, τον επισκέφτηκε η πρωτοκόρη του, η οποία παραξενεμένη του είπε: «Πατέρα, είδα ένα περίεργο όνειρο. Παρουσιάστηκε ο Γέρων Πορφύριος, ο οποίος μου είπε να σου ειπώ πως χάρηκε πολύ από την επίσκεψη που του έκανες και σε ευχαριστεί γι’ αυτό». Δάκρυσε ο καλός ιερέας. Διότι βεβαίως δεν είχε αναφέρει σε κανέναν ότι έκανε παράκαμψη για το μοναστήρι του οσίου Γέροντος.

Ο μακαριστός κι αυτός σύζυγος της αναφερθείσης κόρης του π. Γεωργίου, με μεγάλη πράγματι αγάπη στον όσιο, είχε τη συνήθεια κάθε πρωί που ξυπνούσε να φιλά το μέτωπο του οσίου Πορφυρίου από μία φωτογραφία του που είχε κρεμασμένη. Πολύ συγγενικό πάλι πρόσωπο του π. Γεωργίου είδε επίσης «περίεργο» όνειρο, χωρίς βεβαίως να γνωρίζει κι αυτός τη συνήθεια του ανθρώπου. Είδε τον  άγιο του Θεού να είναι μαζί με τον ιερέα Γεώργιο και με τον περί ου ο λόγος γαμπρό του. Κι απόρησε, όταν άκουσε τον όσιο  Πορφύριο να λέει σ’ αυτόν: «Εσύ, έλα να με φιλήσεις εδώ», δείχνοντας το μέτωπό του.

Ο Γέροντας είναι ολοζώντανος, έστω κι αν έχει φύγει από τη ζωή αυτή εδώ και αρκετά χρόνια. «Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι» μας βεβαιώνει ο λόγος του Θεού, κι αυτό ισχύει για όλους τους αγίους μας, ισχύει και για τον άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη. Και δεν εννοούμε τη ζωντάνια του, λόγω του ότι ζει απλώς στις καρδιές των ανθρώπων ούτε ότι ευρίσκεται όπως όλοι οι κεκοιμημένοι «εν χειρί Θεού». Εννοούμε τη ζωντάνια που έχουν οι άγιοι, οι οποίοι μέτοχοι της δόξας του Θεού και της αγάπης Του, εν Πνεύματι και χάριτι βλέπουν την κατάσταση του κόσμου, ακούνε τις προσευχές των ανθρώπων, επεμβαίνουν με την παρρησία που έχουν στον Κύριο να δώσει λύση στα προβλήματά τους. Ο ίδιος ο όσιος Πορφύριος επανειλημμένως βεβαίωνε: «Μετά τον θάνατό  μου θα βρίσκομαι περισσότερο κοντά σας. Αν τώρα, έχοντας το σώμα μου μπορώ και  σας παρακολουθώ, τότε ακόμη πιο πολύ».

Άγιε του Θεού Πορφύριε, πρέσβευε και υπέρ ημών.

Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ ΜΥΡΟΠΗ Η ΕΝ ΧΙΩ ΑΣΚΗΣΑΣΑ

«Αύτη η Αγία παρθενομάρτυς Μυρόπη, εγεννήθη εις την πόλιν Έφεσον` επειδή δε απέθανεν ο πατήρ της, και την άφησεν ανήλικον, ανετράφη από μόνην την μητέρα της, και βαπτισθείσα όταν ήλθεν εις ηλικίαν [κατά την τότε συνήθειαν] εσύχναζε και επαράμενεν εις το μνήμα της Αγίας Ερμιόνης, η οποία ήτον μία από τας θυγατέρας του Αποστόλου Φιλίππου` και συνάγουσα το μύρον όπου ανέβλυζεν από το ιερόν μνήμα εκείνο, το είχεν έτοιμον, και το έδιδε εις τους χριστιανούς όπου το εζήτουν πλουσιοπάροχα` όθεν και διά την διάδοσιν του μύρου, ονομάσθη Μυρόπη. Επειδή δε ο βασιλεύς Δέκιος εκίνησε διωγμόν κατά των Χριστιανών, και εθανάτωνεν ανηλεώς όσους δεν εθυσίαζον εις τα είδωλα, διά τούτο φοβηθείσα η μήτηρ της, την επήρεν από την Έφεσον, και την έφερεν εις την νήσον Χίον, από την οποίαν κατήγετο το γένος της, και γονικήν κληρονομίαν είχεν εις αυτήν.

Ευρίσκοντο λοιπόν αντάμα και οι δύο εις μίαν οικίαν, σχολάζουσαι εις την θείαν λατρείαν, και προσευχόμεναι να παύση ο κατά των χριστιανών διωγμός. Κατ` εκείνον δε τον καιρόν ήλθεν εις την Χίον και ο Μάρτυς του Χριστού Ισίδωρος, [χριστιανός ευλαβής και θαυμάσιος], με καράβια πολεμικά, και εις τα οποία ήτο ναύαρχος και εξουσιαστής ο Νουμέριος. Μαθών δε ο Νουμέριος ότι ήτο χριστιανός ο Ισίδωρος, εδοκίμασε με πάντα τρόπον να τον κάμη να αρνηθή τον Χριστόν, και να προσκυνήση τα είδωλα` και επειδή τέλος πάντων δεν εδυνήθη να τον καταπείση, ύστερα από πολλάς τιμωρίας τον αποκεφάλισε, και έρριψε το άγιον του λείψανον εις εν λαγκάδι, διά να το φάγουν τα ορνεα` πλην διά να μην τύχη και το κλέψουν την νύχτα οι χριστιανοί, έβαλεν ανθρώπους εδικούς του, και το εφύλαττον. Αλλά η Αγία Μυρόπη θείω ζήλω και αγάπη τη προς τον Άγιον τρωθείσα, επήγε με τας θεραπαινίδας της την νύκτα, με σκοπόν αν ημπορέση να το πάρη, και ευρούσα τους φύλακας κοιμωμένους, Θεού συνεργούντος, το επήρεν από το μέσον των και δεν την εκατάλαβαν` έπειτα αλείψασα αυτό με μύρα, το ενταφίασεν εντίμως εις τόπον επίσημον. Αλλά τι το ακόλουθον; Μαθών ο άρχων ότι εκλέφθη το λείψανον, έδεσε τους φύλακας με σίδηρα, και τους επρόσταξεν ούτως σιδηροδεσμίους να γυρίζουν και να ερευνούν να το εύρουν, και ανίσως και δεν το εύρουν εις τόσας ημέρας, έκαμε απόφασιν να τους αποκεφαλίση. Τότε, βλέπουσα η Αγία τους στρατιώτας να ταλαιπωρούνται και να κακοπαθώσι και να γυρίζουν βεβαρυμένοι με τα σίδηρα διά να εύρουν το λείψανον, εσπλαγχνίσθη και επόνεσεν η καρδία της, και εσυλλογίζετο μοναχή της, εάν αυτοί θανατωθούν όταν δεν το εύρουν, εξ άπαντος εγώ θέλω αμαρτήσει, ως αιτίαν του θανάτου των, και αλλίμονον εις εμέ, ποίαν απολογίαν έχω να δώσω όταν μέλλω να κριθώ. Αυτά συλλογισθείσα, και πάντα φόβον απορρίψασα, ευγήκεν έμπροσθεν εις τους στρατιώτας, και λέγει αυτοίς, ω φίλοι, το λείψανον όπου ζητείτε εγώ το επήρα εις καιρόν όπου εκοιμάσθε. Ταύτα ακούσαντες εκείνοι, ευθύς την ήρπασαν και την έφεραν εις τον άρχοντα, λέγοντές του, αυθέντα, αύτη η γύνη είναι όπου έκλεψε τον κακοθάνατον εκείνον γέροντα.. ο δε άρχων ηρώτησε την Αγίαν, λέγων, αληθινά είναι αυτά όπου λέγονται δι` εσέ; Εσύ είσαι όπου έκλεψας το λείψανον; Ναι, του απεκρίθη η Αγία, αληθινά είναι, εγώ το έκλεψα` και πάλιν ο τύραννος την ερωτά, και πως ετόλμησας επικατάρατον γύναιον να κάμης τοιαύτα πράγματα; Ετόλμησα, του απεκρίθη η Αγία, επειδή καταφρονώ και καταπτύω την εδικήν σουν ταλαιπωρίαν και αθεότητα. Ταύτα τα τολμηρά και άφοβα και καταφρονητικά λόγια ακούσας ο υπερήφανος εκείνος τύραννος, έξω φρενών έγινεν και ήναψεν από τον θυμόν, και παρευθύς προσέταξε να την δέρνουν με ραβδία χοντρά άσπλαγχνα και αλύπητα, έπειτα αφ` ου τόσο σκληρά και κακά την έδειραν, προσέταξεν ο θηριόγνωμος, να την σύρουν από τας πλεξούδας της κεφαλής, και να την τριγυρίζουν σε όλην την πόλιν, και άλλοι πάλιν να την δέρνουν εις όλον το σώμα, και τόσον την έδειραν, όπου έμεινε μισαποθαμένη` όθεν μη δυνάμενοι να την βασανίσουν περισσότερον, την έρριψαν εις την φυλακήν, και άνθρωποι διορίσθησαν να την φυλάττουν` αλλά περί το μεσονύκτιον εις καιρόν όπου η Αγία προσηύχετο, φως μέγα περιέλαμψε και εγέμισεν όλην την φυλακήν, και ομού με το φως εκείνο, χορός Αγίων Αγγέλων ήλθε, και εις το μέσον των ήτον ο μάρτυς Ισίδωρος, και οι μέν Άγγελοι έψαλλον τον Τρισάγιον Ύμνον, ο δε Άγιος Ισίδωρος, έστησε τους οφθαλμούς του εις την μάρτυρα Μυρόπην και λέγει της` ας έλθει ειρήνη εις εσένα, μη φοβήσαι πλέον, διότι έφθασεν η δέησις σου προς τον Θεόν, και να τώρα παρευθύς έρχεσαι μαζί μας, δια να λάβης το στέφανον του Μαρτυρίου όπου σου έχει ητοιμασμένον ο στεφοδότης Χριστός` και ομού με τον λόγον τούτον, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και εγεμίσθη η φυλακή από άρρητον ευωδία, και οι φύλακες βλέποντες τα παράδοξα ταύτα ετρόμαξαν και εξέστησαν. Αυτήν τη θαυμαστήν θεωρίαν, είδε, και τα λόγια ήκουσε και την ευωδίαν οσφράνθη ο δεσμοφύλαξ, ήγουν εκείνος όπου εφύλαττε την Αγίαν εις την φυλακήν, και τα εδιηγήθη, και διά τούτο επίστευσε και εβαπτίσθη και εμαρτύρησεν υπέρ Χριστού, και έλαβε παρ` Αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον. Το δε Άγιον λείψανον της Παρθενομάρτυρος Μυρόπης, διά προστάγματος του Άρχοντος Νουμερίου, το έλαβον οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν εντίμως κοντά εις τον ιερόν τάφον του Αγίου Ισιδώρου καθώς ακόμη και την σήμερον φαίνονται οι δύο μαρτυρικοί τάφοι του Αγίου Ισιδώρου και της Αγίας Μυρόπης` ων ταις αγίαις πρεσβείαις ο Θεός ελεήσαι και σώσον ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος».

Με την αγία παρθενομάρτυρα Μυρόπη επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά ο λόγος του αποστόλου Παύλου ότι «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν», δεν «ισοφαρίζουν» τα δεινά της παρούσης ζωής τη δόξα που πρόκειται να μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα ζωή. Πράγματι, συγκρίνοντας τα μαρτύρια που πέρασε η αγία με τη δόξα που τώρα κατέχει ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού, θα έλεγε κανείς ότι είναι τα ελάχιστα μπροστά στα μέγιστα. Ο υμνογράφος της αγίας, εκφράζοντας τη συγκεκριμένη πίστη επ’ αυτού της Εκκλησίας μας, την παρουσιάζει με τρόπο εκθαμβωτικό: «Καλλιμάρτυς Μυρόπη και άφθορη νύμφη του Χριστού, τώρα που στέκεσαι ενώπιόν Του γεμάτη ωραιότητα και ομορφιά, έχοντας πάνω στη σάρκα σου τα στίγματα του μαρτυρίου σου σαν λαμπρούς και διαυγείς πολύτιμους λίθους και φορώντας σαν βασίλισσα την πορφύρα από το χρώμα των αιμάτων σου». Βασίλισσα λοιπόν που «συμβασιλεύει Αυτώ» η αγία Μυρόπη, με την πολύτιμη πορφύρα των βασιλιάδων και τα λαμπρά πετράδια: να η εικόνα της στη Βασιλεία του Θεού.

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας έχοντας ως «εργαλείο» το όνομά της δίνουν μία συνολική ερμηνεία της κατά Χριστόν ζωής της, και ενόσω ζούσε και μετά το μαρτυρικό τέλος της. Ενώ ξεκινούν από το συγκεκριμένο γεγονός με το οποίο ονομάστηκε «Μυρόπη», δηλαδή τη λήψη του αγίου μύρου από τον τάφο της αγίας Ερμιόνης και την προσφορά του στους πιστούς («Παίρνοντας με ευλάβεια το μύρο από το θείο μνήμα της Ερμιόνης το χορηγούσες άφθονα στους πιστούς, πάνσεμνε, γι’ αυτό και κλήθηκες από το γεγονός τούτο Μυρόπη»), ανάγουν το μύρο αυτό σε πνευματικό επίπεδο, ότι δηλαδή η αγία πια με την κατά Χριστόν πολιτεία της και το θαυμαστό μαρτύριό της έγινε και η ίδια μύρο, που προσφέρεται στον Χριστό («Ζώντας με τρόπο θεϊκό, πάνσεμνε Μυρόπη, πρόσφερες ως μύρα στον Χριστό την άσπιλη παρθενία σου και τους ιδρώτες των ασκητικών κόπων σου, τέλος δε και το αίμα σου κι ολόκληρο τον εαυτό σου ως ολοκάρπωμα και θύμα καθαρό»), για να το προεκτείνουν έπειτα και στη μυροβολία της ίδιας από τον τάφο της, με την οποία αγιάζει έκτοτε τους πιστούς των μετέπειτα εποχών. «Όπως το λέει και το όνομά σου, αθληφόρε Μυρόπη, δίνεις και μοιράζεις άφθονα μύρα, δηλαδή τις χάρες των θαυμάτων σου, σε όλους που έχουν ανάγκη και τις ζητούν και προσέρχονται με πίστη και ευλάβεια στην πάνσεπτη σορό σου, η οποία κατέχει τη δική σου σκόνη των λειψάνων».

Ο υμνογράφος δεν αναφέρεται μόνον μ’  ένα γενικό τρόπο στο ότι έγινε και η ίδια η Μυρόπη πνευματικό μύρο με την αγία ζωή της. Ως καλός γνώστης της πνευματικής ζωής εμβαθύνει και μας αποκαλύπτει με θείο φωτισμό τον εσωτερικό αγώνα της αγίας, προκειμένου να εξαλείψει ό,τι εμπαθές και βρώμικο δημιουργεί το σαρκικό φρόνημα και να φανερωθεί στην ύπαρξή της η χάρη του Θεού. «Τρέχοντας, Χριστέ, η πανθαύμαστη Μυρόπη, για να οσμιστεί τα μύρα σου, απονέκρωσε τα βρώμικα πάθη του αμαρτωλού φρονήματος, καθαρίζοντας την ψυχή της με εγκράτεια, με νήψη και προσευχή, και με έμπονα δάκρυα». Κι είναι αυτή η πνευματική πραγματικότητα που δεν κουράζεται να σημειώνει διαρκώς η Εκκλησία μας: κανείς δεν μπορεί να γευτεί τον Χριστό, να Τον νιώσει στην ύπαρξή του, αν δεν αγωνιστεί «νομίμως», δηλαδή με την άσκηση της εγκρατείας και της τηρήσεως των εντολών Του. Είναι τούτο η προϋπόθεση, προκειμένου κανείς να είναι έτοιμος και για το μαρτύριο, σαν την αγία Μυρόπη. Έτσι καταλαβαίνουμε αυτό που αδιάκοπα φωνάζει η Εκκλησία μας, ότι πρέπει πάντοτε να είμαστε έτοιμοι ακόμη και για μαρτύριο, αρκεί βεβαίως να μην εγκαταλείπουμε τον πνευματικό αγώνα.

Δεν θέλουμε να μη φέρουμε σε φως όμως και μία εικόνα εξαίσιας έμπνευσης του υμνογράφου μας, ο οποίος σχετίζει την εορτή της αγίας με το υπερφυές γεγονός των Χριστουγέννων που προσδοκούμε να εορτάσουμε λαμπρώς σε μερικές ημέρες.  «Χριστέ Θεέ μας, ο αστέρας αφού οδήγησε τους μάγους που έφερναν τα δώρα σε Σένα τον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης, που έγινες νήπιο για χάρη μας,  τους έφερε ενώπιόν Σου. Το φως δε του θείου νόμου, αφού καθοδήγησε την καλλιπάρθενη Μυρόπη,  την ανέβασε σε Σένα, που κάθεσαι στα δεξιά του Πατέρα, φέρνοντας μαζί της ως δώρα, αντί για χρυσάφι τη λαμπρότητα της παρθενίας της, αντί για λιβάνι, όπως το λέει το όνομά της, τα μύρα των αρετών της, και αντί για σμύρνα τον για Σένα εκούσιο θάνατό της».

Η δωροφορία αυτή της αγίας Μυρόπης στον ενανθρωπήσαντα Θεό μας είναι και η μόνη που πρέπει και εμείς να έχουμε υπόψη μας, ενόψει των Χριστουγέννων. Ο Χριστός δεν θέλει τίποτε άλλο από εμάς ως δώρο για την εορτή Του πλην των αρετών μας. Κι αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα την προσφορά της μετανοίας μας, την κατάθεση σ’ Αυτόν των αμαρτιών μας, για να τις καθαρίσει. Ό,τι ζήτησε ο Ίδιος και από τον άγιο Ιερώνυμο στον ανάλογο δικό του προβληματισμό περί του τι να Του προσφέρει ως δώρο Χριστουγέννων: «τις αμαρτίες σου, Ιερώνυμε, για να τις καθαρίσω».

01 Δεκεμβρίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ Ο ΕΛΕΗΜΩΝ

«Ο άγιος Φιλάρετος ζούσε επί της βασιλείας Κωνσταντίνου και Ειρήνης, καταγόμενος από τη χώρα των Παφλαγόνων, υιός Γεωργίου και Άννης, οι οποίοι τον νύμφευσαν με μία σεμνή γυναίκα. Ασχολείτο με τη γεωργία και από εκεί ζούσε πολύ καλά, ενώ ήταν  και πάρα πολύ ελεήμων. Όμως από κάποιες συγκυρίες τα πράγματα άλλαξαν και κατάντησε σε τόση φτώχεια, ώστε να στερείται και από την αναγκαία τροφή. Ο Θεός όμως βλέποντας την υπομονή και την πίστη του σ’  Εκείνον, δεν τον άφησε να ταλαιπωρείται μέχρι τέλους από τη φτώχεια. Διότι οικονόμησε και ο υιός της βασίλισσας Κωνσταντίνος πήρε ως γυναίκα του την εγγονή του Φιλαρέτου Μαρία, η οποία ήταν πολύ όμορφη και ευπρεπής, ενώ τον ίδιο τον Φιλάρετο τον τίμησε με το αξίωμα του Υπάτου, οπότε απέκτησε και πάλι πολλά χρήματα και περιουσία, τα οποία  όμως συνέχισε να τα προσφέρει άφθονα στους φτωχούς. Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός να φύγει από τον κόσμο αυτό και ο Θεός του έδωσε την πληροφορία της αναχωρήσεώς του, συγκάλεσε όλους τους συγγενείς του, τους προείπε όσα επρόκειτο να συμβούν σ’ αυτούς και πρόσθεσε τα παρακάτω: «Παιδιά μου, μη ξεχνάτε τη φιλοξενία, να επισκέπτεσθε τους αρρώστους και τους φυλακισμένους, να προστατεύετε τις χήρες και τα ορφανά. Ξένα πράγματα ποτέ μην επιθυμήσετε, μην απομακρύνεστε από τις εκκλησιαστικές συνάξεις, και μ’  έναν λόγο: όπως είδατε εμένα να πράττω, έτσι και εσείς μη παύετε να πράττετε. Κι αφού είπε αυτά, αναπαύτηκε εν ειρήνη».

Ο στίχος του συναξαρίου του αγίου Φιλαρέτου δίνει το στίγμα της κατά Χριστόν βιοτής του, παίρνοντας αφορμή από το όνομά του και την προσωνυμία του: φιλάρετος και ελεήμων. «Πεθαίνει αυτός που αγάπησε κάθε αρετή, όπως λέει και το όνομά του, περισσότερο όμως από όλα, την αγάπη». Κι αυτό σημαίνει ότι ο Φιλάρετος έγινε κατεξοχήν θεοφιλής, αφού δεν υπάρχει σπουδαιότερη αρετή, στην οποία να αναπαύεται ο Θεός, από αυτήν που συνιστά και του Ίδιου την ύπαρξη. «Ο Θεός γαρ αγάπη εστί». Έτσι ο άγιος Φιλάρετος, γενόμενος «κατοικητήριο του φιλευσπλάγχνου Θεού» φανέρωνε καθημερινώς, έστω και στις στιγμές της απόλυτης ένδειάς του, του Χριστού την ύπαρξη και ζωή, με αποτέλεσμα και χωρίς να ομιλεί, να δακτυλοδεικτεί τον Ουρανό. Ο άγιος θα μπορούσε να πει σαν τον απόστολο Παύλο: «μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Και πράγματι, όπως σημειώνει και το συναξάρι του, τα τελευταία λόγια του, η τελευταία παρακαταθήκη του ήταν αυτή: «ως εμέ είδετε ποιούντα, και υμείς ποιούντες μη παύσησθε» (όπως είδατε να κάνω εγώ μη πάψετε να κάνετε κι εσείς).

Η αγάπη αυτή του αγίου Φιλαρέτου,  που έπαιρνε αδιάκοπα τη μορφή της προσφοράς και της ελεημοσύνης προς τους αναγκεμένους συνανθρώπους του δεν ήταν καρπός απλώς της από τη φύση του ευαίσθητης καρδιάς του. Μπορεί να είχε ως χαρακτήρας μία φυσική συμπάθεια προς τους συνανθρώπους του, όμως την ευσπλαχνία του την απέκτησε με τους πνευματικούς αγώνες του, προκειμένου τα εμπαθή στοιχεία που ταλαιπωρούσαν και αυτόν να τα μεταστρέψει στο ένθεο πάθος της αγάπης. «Σκόρπισες στους πτωχούς τον υλικό πλούτο που είχες, Φιλάρετε, ορμώμενος από την πίστη σου στον Θεό» σημειώνει ο σχετικός ύμνος της ακολουθίας του. Η πίστη του λοιπόν στον Θεό ήταν εκείνη που τον έκανε να στραφεί με αγάπη προς τον συνάνθρωπο, επιβεβαιώνοντας ότι η αγάπη αποτελεί την ενεργοποίηση της πίστεως. «Πίστις δι’ αγάπης ενεργουμένη» που λέει και ο απόστολος Παύλος.

 Γι’  αυτό και ο άγιος Φιλάρετος παραπέμπει στη ζωή των αγίων αποστόλων, αλλά και στη ζωή του αγίου Ιωάννη του Ελεήμονα, του έχοντος την ίδια με αυτόν προσωνυμία. Κι επειδή στην περίοδο της μεγάλης ανέχειάς του δεν γόγγυσε, δεν στράφηκε κατά του Θεού κι ούτε  έχασε την πίστη του, μπορούσε να λέει σαν τον δίκαιο Ιώβ «ο Κύριος έδωκε, ο Κύριος αφείλετο, είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένον» -  η πιστότητά του στον Θεό με υπομονή τον άγιασε και τον ανέβασε σε τόσο μεγάλα πνευματικά μέτρα. Και το τελευταίο αυτό συνιστά και την πνευματική παρακαταθήκη του σε όλους τους πιστούς κάθε εποχής: μπορεί να αντιμετωπίζουμε το οποιοδήποτε πρόβλημα, αλλά η λύση και η διέξοδος είναι να μένουμε στην «οδόν» του Κυρίου, δηλαδή πάνω στις άγιες εντολές Του.  

30 Νοεμβρίου 2022

Ο ΥΠΕΡΤΙΜΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ

«Ἐπόθησας τόν Δεσπότην καί τοῦτον ἐδίωξας, τοῖς ἴχνεσι τοῖς αὐτοῦ πρός ζωήν ποδηγούμενος, καί τά τούτου πάθη ἀψευδῶς, ὑπέρτιμε Ἀνδρέα, μέχρι θανάτου μιμούμενος» (ωδή ε΄ όρθρου αγίου Ανδρέα του πρωτοκλήτου).

(Θαυμαστέ Ανδρέα, πόθησες τον Δεσπότη Χριστό κι Αυτόν κυνήγησες ακολουθώντας τα χνάρια Του για να ’βρεις τη ζωή και μιμούμενος Εκείνου τα πάθη πράγματι μέχρι θανάτου).

Ο άγιος υμνογράφος με λίγες λέξεις περιγράφει τη θαυμαστή, αλλά και μαρτυρική πορεία του αγίου αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, του αδελφού του μεγάλου και πρωτοκορυφαίου αποστόλου Πέτρου. Και τι σημειώνει ως κύριο χαρακτηριστικό της ζωής του, από τη στιγμή μάλιστα που βρήκε τον Χριστό με την καθοδήγηση του πρώτου δασκάλου του αγίου Ιωάννου του Προδρόμου; Το «κυνηγητό» του Χριστού πού φανερωνόταν με τη διαρκή ακολουθία της πορείας Εκείνου, μέχρι σημείου να δώσει κι αυτός τη ζωή του για χάρη Του! Κι η επιλογή των λέξεων από τον σοφό υμνογράφο ρίχνει φως ξεχωριστό: «δίωξε», κυνήγησε τον Χριστό, με την έννοια δηλαδή όχι απλώς της παρακολούθησής Του γιατί παρουσίαζε ένα «ενδιαφέρον» η ζωή Του -  μία τέτοια παρακολούθηση φανερώνει άνθρωπο που στέκεται «κριτικά» απέναντι στον Κύριο, συνεπώς ο ίδιος έχει τον «έλεγχο» των πραγμάτων! -  αλλά της απόλυτης προσκόλλησής του σ’ Εκείνον μέχρι σημείου ταύτισης. Τα πατήματα του Ανδρέα ήταν πάνω στα πατήματα του Χριστού∙ ό,τι γράφει και ο απόστολος Πέτρος στην Α΄ καθολική επιστολή του: «Χριστός ἔπαθεν ὑπέρ ὑμῶν, ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν ἵνα ἐπακολουθήσητε τοῖς ἴχνεσιν Αὐτοῦ» - ο Χριστός έπαθε για χάρη μας, αφήνοντάς μας παράδειγμα ώστε να επακολουθήσουμε τα ίχνη Του. Και ποιο το κίνητρο αυτής της προσκόλλησης; Ο «πόθος» του για τον αρχηγό της πίστεώς Του, σαν να είχε φτερά η καρδιά του για να μπορέσει να Τον φτάσει! Πόθος και έρωτας είναι συνήθως οι λέξεις που χρησιμοποιούνται από τους αγίους μας, για να δηλώσουν αυτό που νιώθουν για τον Χριστό. Και μόνο με αυτά τα αισθήματα μπορεί να κατανοηθεί η χαρούμενη διάθεσή τους και για το μαρτύριό τους! Το βλέπουμε και στον άγιο Ανδρέα: βλέπει τα σύνεργα του μαρτυρίου του εκεί στην Πάτρα, τον χιαστί σταυρό, και η ψυχή του αγάλλεται: ευλογεί τον σταυρό, ευλογεί τον κόσμο, πορεύεται με χαρά: η καρδιά του ήδη βρίσκεται στα χέρια του Δημιουργού του!

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΔΡΕΑΣ Ο ΠΡΩΤΟΚΛΗΤΟΣ

"῏Ην δέ ᾽Ανδρέας..." (᾽Ιωάν. 1, 41)

Ὁ ἅγιος ἀπόστολος Ἀνδρέας ἀποτελεῖ μία ἀπό τίς πιό εμβληματικές φυσιογνωμίες τῆς Εκκλησίας μας. Εἶναι ὁ πρωτόκλητος μαθητής τοῦ Κυρίου, εἶναι ὁ ἀδελφός τοῦ πρωτοκορυφαίου ἀποστόλου Πέτρου, εἶναι ἐκεῖνος πού προβάλλεται ἰδιαιτέρως στήν Ὀρθόδοξη Εκκλησία ὡς ὁ ἱδρυτής τῆς πρωτόθρονης Εκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Τά στοιχεῖα πού επισημαίνουμε νομίζουμε ὅτι ἐπιβεβαιώνουν τόν παραπάνω χαρακτηρισμό. 

1. Καταρχάς, πρίν ποῦμε ὁτιδήποτε γιά τήν  πνευματική πορεία του, θά πρέπει νά θυμηθοῦμε ὅτι ὁ ἅγιος ᾽Ανδρέας σχετίζεται ἰδιαιτέρως, περισσότερο ἴσως ἀπό ὅλους τούς ἄλλους ἀποστόλους, μέ ἐμᾶς τούς ῞Ελληνες. Τό ἴδιο τό ἑλληνικό ὄνομά του ἀποτελεῖ τήν ἐπιβεβαίωση. Κι ἴσως φαίνεται ὅτι γνώριζε, ὅπως καί ὁ ἄλλος μέ ἑλληνικό ὄνομα ἀπόστολος, ὁ Φίλιππος, τήν ἑλληνική γλώσσα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅταν προσῆλθαν ῞Ελληνες ὀλίγον πρό τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου στόν Φίλιππο, προκειμένου νά τοῦ ζητήσουν νά δοῦν τόν Διδάσκαλό τους, στόν ᾽Ανδρέα ἀπευθύνθηκε ὁ Φίλιππος καί ἐκεῖνος στόν ᾽Ιησοῦ, γιά νά ἀκουστεῖ τό μεγαλειῶδες ῾ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου᾽.  ῞Οπως τό σημειώνει καί ὁ μεγάλος Φώτης Κόντογλου: ῾Συμπεραίνω πὼς οἱ Ἕλληνες πήγανε καὶ τὄπανε στὸν Φίλιππο γιατὶ θἄξερε ἑλληνικά, ἀφοῦ καὶ τὄνομά του ἤτανε ἑλληνικό, μακεδονικό. Κι᾿ αὐτὸς πάλι τὸ εἶπε στὸν Ἀνδρέα, ποὺ εἶχε κι᾿ αὐτὸς ἑλληνικὸ ὄνομα, κ᾿ ἴσως γνώριζε καὶ τὴ γλώσσα. Ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, μοναχὰ αὐτοὶ οἱ δυὸ εἴχανε ἑλληνικὰ ὀνόματα᾽. Κι ἀκόμη περισσότερο: μετά πολλές ἱεραποστολικές ὁδοιπορίες, ὁ ᾽Ανδρέας κατέληξε στήν ᾽Αχαΐα, κι ἰδίως στήν Πάτρα, ὅπου ὄχι μόνο κήρυξε ἀλλά καί παρέδωσε ἐκεῖ μέ μαρτυρικό θάνατο τήν ἁγιασμένη του ψυχή. Ξεχωριστή σχέση λοιπόν μέ τούς ῞Ελληνες ὁ θεωρούμενος ἁπλός ψαράς, στήν πραγματικότητα ὅμως σοφός, ὀλιγόλογος, βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας ἅγιος ᾽Ανδρέας.

2. Καταγόταν ἀπό τή Βηθσαϊδά τῆς Γαλιλαίας ὁ πρωτόκλητος ἀπόστολος καί μαζί μέ τόν ἀδελφό του πρωτοκορυφαῖο καί πρωτόθρονο ἀπόστολο Πέτρο ὑπῆρξε πρῶτα μαθητής τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου κι ἔπειτα τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. Μετά τήν ᾽Ανάληψη ᾽Εκείνου κι ἰδίως μετά τήν πλήρωση τοῦ ᾽Ανδρέα ἀπό τό πυρφόρο Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς τόν βλέπουμε νά κηρύσσει καί νά θαυματουργεῖ στή Βιθυνία, στόν Εὔξεινο Πόντο, στίς περιοχές τοῦ Βυζαντίου, στή Θράκη, στή Μακεδονία, στήν Ἤπειρο, στήν ᾽Αχαΐα. Στήν ᾽Αχαΐα μάλιστα παρέμεινε ἐπ᾽ ἀρκετόν καί ἐκεῖ θεράπευσε μεταξύ ἄλλων τή Μαξιμίλλα, σύζυγο τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἐπάρχου Αἰγεάτη. ῾Ο Αἰγεάτης ἦταν ἐκεῖνος μάλιστα πού ἐπειδή ἡ γυναίκα του πίστεψε στόν Χριστό ὁδήγησε στά βανιστήρια καί στό τελικό μαρτύριο τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κατά πῶς τό ἀναφέρει καί πάλι ὁ Κόντογλου: ῾Γυρίζοντας στὴν Πάτρα ὁ Αἰγεάτης καὶ μαθαίνοντας αὐτὰ ποὺ γινήκανε, πρόσταξε νὰ πιάσουνε τὸν Ἀνδρέα καὶ νὰ τὸν βάλουνε στὴ φυλακή, καὶ σὲ λίγες μέρες, ἀφοῦ τὸν δίκασε, ἔβγαλε ἀπόφαση νὰ σταυρωθεῖ…Σὰν ξημέρωσε ἡ μέρα ποὺ θὰ τὸν σταυρώνανε, οἱ Ρωμαῖοι στρατιῶτες, ἀφοῦ τὸν βασανίσανε, τὸν πήγανε στὴν ἀκροθαλασσιά, στὸν τόπο ποὺ εἶναι σήμερα χτισμένη ἡ ἐκκλησιά του καὶ ποὺ τότες ἤτανε χτισμένος ὁ ναὸς τῆς Δήμητρας. Γύρισε καὶ κοίταξε ἀτάραχος τὸ σταυρὸ καὶ τὸν βλόγησε, βλόγησε καὶ τὸν κόσμο, κ᾿ ὕστερα τὸν σταυρώσανε, γέρον, παραπάνω ἀπὸ ἑβδομήντα χρονῶν. Ὁ σταυρὸς ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας ἤτανε κανωμένος ἀπὸ δυὸ ἴσια σταυρωτὰ ξύλα σὲ σχέδιο X, καὶ κατὰ τὴν παράδοση ἤτανε ἀπὸ ξύλο τῆς ἐληᾶς. Μαρτύρησε βασιλεύοντας στὴ Ρώμη ὁ Νέρωνας. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο, «ἤτανε μεγαλόσωμος, λίγο σκυφτός, μὲ γυριστή μύτη καὶ μὲ πυκνὰ φρύδια᾽. Γι᾽ αὐτό εἶναι εὐνόητο πού ἡ  Πάτρα καυχᾶται, γιατί ὄχι μόνο τά χώματά της ἁγιάσθηκαν ἀπό τό τίμιο αἷμα τοῦ μαθητῆ τοῦ Κυρίου, ἀλλά καί γιατί κατέχει, μετά ἀπό πολές περιπέτειες βέβαια, τμῆμα ἀπό τήν κάρα του καί τόν ἅγιο σταυρό του.

3. Δέν χρειάζονται πολλά λόγια γιά τόν ἅγιο ᾽Ανδρέα. Κάποια καίρια στοιχεῖα ὅμως πρέπει νά ἐπισημανθοῦν:

(1) ῾Ο ἅγιος ἀπόστολος ὑπῆρξε ὅπως εἴπαμε βαθύς ἀναζητητής τῆς ἀλήθειας. Ψαράς στό ἐπάγγελμα ἀλλά μέ μεγάλο πόθο νά βρεῖ ἀπαντήσεις γιά τό νόημα τῆς ζωῆς. Μαθητής τοῦ ἁγίου Προδρόμου μελετᾶ τόν Νόμο καί τούς προφῆτες, κι ὅταν ὁ δάσκαλός του ὑποδεικνύει τόν Μεσσία πού ῾αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου᾽, τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, ἐγκαταλείπει τόν ᾽Ιωάννη γιά νά ἀφοσιωθεῖ ἔκτοτε στόν Κύριο τῆς ζωῆς του. Στόν πρῶτο πού κλήθηκε ἀπό τόν Κύριο ἐπισημαίνουμε τήν ἀλήθεια ὅτι ὅποιος μέ γνησιότητα ἀναζητεῖ αὐτήν, τήν ἀλήθεια, θά βρεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό νά γίνεται ὁ ῾κυνηγός᾽ τῆς ὕπαρξής του, ὁ ῾Οποῖος τοῦ διανοίγει τά πνευματικά ὦτα γιά Τόν ἀκούσει. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽.

(2) ῾Ο ἀπόστολος διακατείχετο ἀπό τόλμη, καρπό τῶν πνευματικῶν του ἀναζητήσεων. Δέν διστάζει νά γίνει μαθητής τοῦ ἀσκητικοῦ καί αὐστηροῦ ᾽Ιωάννη, δέν διστάζει καί νά τόν ἀφήσει γιά νά ἀκολουθήσει τόν ῾ἄγνωστο᾽ Δάσκαλο, δέν διστάζει νά ἐπιμείνει στήν ἀκολουθία ᾽Εκείνου, ἔστω καί μέ θυσία τῆς ζωῆς του. Στόν ἀπόστολο ᾽Ανδρέα διαπιστώνουμε λόγω καί τῆς παρουσίας πιά τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὅ,τι διεκήρυξε ὁ ἄλλος μεγάλος ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος: ῾οὐκ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός πνεῦμα δειλίας, ἀλλά δυνάμεως καί ἀγάπης καί σωφρονισμοῦ᾽.

(3) ῾Ο ἅγιος ᾽Ανδρέας ἀπαρχῆς νιώθει τήν ἀνάγκη νά μαρτυρήσει γιά τόν Χριστό. ῎Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς προσφορᾶς τῆς ζωῆς – αὐτό θά ἔλθει ἀρκετά ἀργότερα - ἀλλά πρωτίστως μέ τήν ἔννοια τῆς κατάθεσης τῆς ἐμπειρίας ἀπό τή συνάντηση μαζί Του. Καλεῖται ἀπό τόν Κύριο κι εὐθύς σπεύδει νά προσκαλέσει καί τόν ἀδελφό του Σίμωνα Πέτρο. Τήν προσωπική του χαρμόσυνη ἐμπειρία θέλει νά τή μοιραστεῖ, κι ὁ πρῶτος γι᾽ αὐτό εἶναι ὁ ἀδελφός του. ῞Ολη ἡ μετέπειτα ζωή του βεβαίως συνιστᾶ τήν ἐπιβεβαίωση τῆς ἀνάγκης του αὐτῆς, ἡ ὁποία ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καί τήν ὑπακοή του στόν Κύριο καί Διδάσκαλό Του. ῾Καί ὑμεῖς μαρτυρεῖτε περί ἐμοῦ᾽. ῾Καί ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς᾽.

(4) Κι ἀκριβῶς καί στόν ἅγιο ᾽Ανδρέα ἐπισημαίνουμε τόν πνευματικό νόμο ὅτι ἡ μαρτυρία τῆς πίστεως στόν Χριστό ὡς κατάθεσης ἐμπειρίας συνυπάρχει συνήθως καί μέ τό μαρτύριο τοῦ αἵματος. ῾Ο Κύριος ῾ἔδεσε᾽ τίς δύο αὐτές συνιστῶσες τῆς ἀκολουθίας Του: ὅποιος Τόν ἀκολουθεῖ καί τόν ἐξαγγέλλει, ὁ ἴδιος καί θά γεύεται τόν καρπό: τή φονική διάθεση τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντί του. ῾Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξουσι᾽. Κι αὐτό βεβαίως θά εἶναι ἡ σωτηρία καί ἡ ἀνάστασή του, ὅπως καί ἡ μεγαλύτερη εὐεργεσία πού μπορεῖ νά προσφέρει στό ἀνθρώπινο γένος. 

῾Η ζωή τοῦ ἁγίου ᾽Ανδρέα ἀποτελεῖ παράδειγμα καί γιά μᾶς. ῞Οπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος καλοῦσε σέ μίμηση τῆς ζωῆς του - ῾μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς κἀγώ Χριστοῦ᾽ - τό ἴδιο καλεῖ καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἀπόστολος ᾽Ανδρέας. Πού σημαίνει: δέν πρέπει νά αὐταπατόμαστε ὅτι εἴμαστε χριστιανοί χωρίς καθ᾽ ἡμέραν ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ πρός συνάντησή Του – τό νά βρίσκουμε τόν Χριστό, κατά τούς Πατέρες μας, εἶναι τό ῾ἀεί ζητεῖν Αὐτόν᾽ -, χωρίς παράλληλα μαρτυρίας ᾽Εκείνου πρωτίστως ἔργῳ καί ὕστερα λόγῳ, ὅταν μᾶς ζητεῖται κάτι τέτοιο, χωρίς ἑτοιμότητα θυσίας καί τῆς ζωῆς μας γι᾽ Αὐτόν. 

29 Νοεμβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΙΛΟΥΜΕΝΟΣ Ο ΝΕΟΣ Ο ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΗΣ

«Ο νέος ιερομάρτυς Φιλούμενος από το χωριό Ορούντα της επισκοπής Μόρφου της Κύπρου γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς (1913) κι αγάπησε από παιδί τη μοναχική ζωή, κάτι που το έδειξε με την προσέλευσή του στη Μονή Σταυροβουνίου (μαζί με τον αδελφό του Αλέξανδρο) σε ηλικία 14 ετών. Μετά την καλή υπακοή του επί πενταετία στο μοναστήρι, αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα, όπου και έγινε ιερέας ασκούμενος εκεί επί σαρανταπέντε έτη. Η διακονία του σε διάφορα προσκυνήματα κατέληξε στο Φρέαρ του Ιακώβ, που έγινε και ο τόπος του δοξασμένου μαρτυρικού του τέλους (1979) – φανατικοί Σιωνιστές τον σκότωσαν με πέλεκυ. Την ημέρα της ανακομιδής των λειψάνων του, μετά τέσσερα έτη, το σώμα του βρέθηκε άφθαρτο και ευωδιάζον, δείγμα της παρρησίας του ενώπιον του Κυρίου. Το σκήνωμά του πια στην αγία Σιών επιτελεί πολλά θαύματα σε όσους τον επικαλούνται με πίστη. Η αγιοκατάταξή του έγινε στις 29 Νοεμβρίου 2009».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας για τον νέο της άγιο ιερομάρτυρα είναι επόμενο να τονίζουν και την οικουμενικότητά του και το ισοστάσιο της αγίας βιοτής του σε σχέση με τους άλλους παλαιότερους μάρτυρες, πολύ περισσότερο όμως την αιτία της αγιότητάς του, τη σφοδρή ἀγάπη του πρός τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ο σοφός υμνογράφος είναι σαφής: «Ο θεοφόρος Φιλούμενος αποτελεί τον πολύφωτο πυρσό της αγάπης του Χριστού», διότι «από παιδί αγάπησε τον Κύριο παραπάνω από τον εαυτό του και από όλα τα προσφιλή και τα ρέοντα του βίου αυτού».

Η μεγάλη αγάπη του Φιλουμένου προς τον Χριστό τον φέρνει με τη σύμφωνη γνώμη της Μονής Σταυροβουνίου στα άγια χώματα της Ιερουσαλήμ. Εκεί, στην αγιοταφική αδελφότητα, αποφασίζει να ζήσει και να πεθάνει ως ακόλουθος των ιχνών του Κυρίου. Καταλήγει στο προσκύνημα παρά το φρέαρ του Ιακώβ, κι εκεί ο Χριστός τον χαριτώνει με το μεγάλο χάρισμα του μαρτυρίου. «Έφτασες στο θείο τάγμα του αγίου Τάφου, θεσπέσιε πάτερ», σημειώνει ο ευσεβής ποιητής Χ. Μπούσιας, «ποθώντας πανευλαβώς να διακονήσεις στα ιερά προσκυνήματα κατά τους έσχατους χρόνους και να βαδίσεις στα βήματα του παντοκράτορα Ιησού». Κι η αποκορύφωση: «Υπέμεινες από άνομα χέρια τα θανατηφόρα τραύματα του πέλεκυ, ως άμωμος αμνός και θειότατο σφάγιο κι εσύ, παρά το πανάγιο φρέαρ του Ιακώβ, μιμούμενος το Πάθος του Σταυρωθέντος Χριστού του Παντοκράτορος, κατά τα έσχατα χρόνια».

Η ώρα του μαρτυρικού τέλους του αγίου, η ώρα της σφαγής του, γίνεται για τον εμπνευσμένο υμνογράφο αντικείμενο ξεχωριστής αναφοράς. Ο Φιλούμενος «φονεύτηκε με τον σκληρό τρόπο του πελεκισμού του κατά την ώρα της εσπερινής προσευχής, κι έτσι ανέβηκε τροπαιούχος στον Χριστό που ποθούσε». Για να προχωρήσει ο ύμνος με μία εικόνα που μας κατανύσσει ιδιαίτερα. «Μόνος στο φρέαρ του Ιακώβ, πανσεβάσμιε, αναπέμποντας δόξα στον Δημιουργό και Παντοκράτορα Θεό, καταπληγώθηκες, μακάριε, με πολύ θρασύ τρόπο από τον πέλεκυ των μισοχρίστων και κατακοκκίνησες τη στολή της ιερωσύνης σου από τη ροή των αιμάτων σου, με αποτέλεσμα να τρέξεις να αναγνώσεις το “εσπέρας προκείμενον” στα ουράνια δώματα». Σαν σκηνοθέτης ο υμνογράφος επικεντρώνει τον φακό του σκηνή-σκηνή στο μαρτυρικό τέλος. Τα κτυπήματα του θράσους, το αίμα που χύνεται και κοκκινίζει την ιερατική στολή, αλλά και το βάθος που μόνο η πίστη μπορεί να το επισημάνει: ο άγιος δεν σταματά τη δέηση. Ο εσπερινός συνεχίζεται λαμπρά και θαυμαστά πια στο άνω θυσιαστήριο, μαζί με τους αγίους και τους αγγέλους. «Εσπέρας προκείμενον», δεν διακόπτει ο άγιος μάρτυρας, «Σοφία. Πρόσχωμεν», σαν να ακούμε πια από την ουράνια χορωδία.

Κι αυτήν τη χαρισματική σκηνή την προεκτείνει ο εκκλησιαστικός ποιητής: ο άγιος «σάν έτοιμος από καιρό», δεν φοβάται τους άνομους. Πεπληρωμένη η καρδιά του από την αγάπη του Χριστού, η οποία «έξω βάλλει τον φόβον» (άγιος Ιωάννης Θεολόγος), με θάρρος και τόλμη που είχε φανερωθεί ήδη από τη στάση του και στις παλαιότερες απειλές των μισοχρίστων, αντιμετωπίζει παρομοίως και τα τελικά κτυπήματα. «Είχες τη δύναμη του Κυρίου, Φιλούμενε, ο Οποίος παρέχει τα γεμάτα ζωή νάματα, γι’ αυτό και δεν φοβήθηκες καθόλου τις απειλές των εχθρών της πίστεως». Κι ακόμη: Εν πνεύματι ο άγιος, μας υπενθυμίζει ο υμνογράφος, φανερώθηκε στον αδελφό του, ευρισκόμενο στο Άγιον Όρος, για να του πει το τι διαδραματίζεται την ώρα του μαρτυρίου του. «Σε υμνούμε, ιερόαθλε Φιλούμενε, και για το ότι φανερώθηκες στον αδελφό σου που βρισκόταν στο Άγιον Όρος, και του είπες το ιερό σου μαρτύριο στον τόπο εκείνο». (Κατά ακρίβεια, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του μακαριστού και αυτού οσίου Γέροντος Ελπιδίου, διδύμου αδελφού του αγίου: «αδελφέ μου, με σκοτώνουν - προς δόξαν Θεού. Μην αγανακτήσεις»). 

Η παρρησία που απέκτησε ο άγιος ενώπιον του Κυρίου πια αποτελεί τη συνέπεια της όλης αγιασμένης βιοτής του. Ο Κύριος θέλησε ο φίλος του Φιλούμενος να είναι ένας ακόμη πρεσβευτής των ανθρώπων ενώπιόν Του, γι’ αυτό και όσοι τον επικαλούνται βλέπουν άμεσα την ιαματική επέμβασή του. «Όσοι γιορτάζουμε τη μνήμη της τελειώσεώς σου, δοξασμένε Φιλούμενε,... κραυγάζουμε: από τον Ουρανό που βρίσκεσαι σκέπε και διάσωζε από κάθε ανάγκη «σους πρόσφυγας», εμάς που προσφεύγουμε σε σένα».

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Οι άγιοι ζούσαν επί Δεκίου του βασιλιά και του άρχοντα Ακυλίνου. Η αφορμή γι’ αυτούς της πίστεώς τους στον Χριστό και της τελειώσεώς τους είναι η παρακάτω: Σε τόπο της Βαλσατίας, που ονομαζόταν Ιερό, υπήρχε πολλή και πλούσια ανάδυση θερμών υδάτων, η οποία θεράπευε κατά παράδοξο τρόπο τις αρρώστιες. Εδώ λοιπόν έφτασε για θεραπεία του σώματός του ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος, ο οποίος είχε διατάξει να τον ακολουθήσουν δέσμιοι από τη Νικομήδεια και οι αθλητές που είχαν συλληφθεί για την πίστη τους στον Χριστό. Όταν πήγε στο τέμενος της Ίσιδος και πρόσφερε τις βδελυρές θυσίες του, διέταξε και τους αγίους να θυσιάσουν στα είδωλα και να τα προσκυνήσουν. Επειδή βεβαίως εκείνοι αρνήθηκαν να το κάνουν, έδωσε προσταγή να τους σκοτώσουν όλους με ξίφη. Έτσι οι γενναίοι γίνανε θαυμαστοί μάρτυρες του παμβασιλέως Χριστού του Θεού, με τη βοήθεια Εκείνου, τριακόσιοι εβδομήντα τον αριθμό.

Βλέποντας αυτούς ο άγιος Παράμονος, με μεγάλη φωνή φώναξε και είπε: «Βλέπω μεγίστη ασέβεια. Διότι ο μιαρός αυτός κατασφάζει τόσους δικαίους και ξένους με παράλογο τρόπο». Ο άρχοντας, όταν το άκουσε, καταλήφθηκε από μανία και διέταξε αμέσως να τον σκοτώσουν. Οι απεσταλμένοι του άρχοντα αφού συνέλαβαν τον Παράμονο, ο οποίος δεν γνώριζε τη διαταγή και συνέχιζε να βαδίζει στον τόπο που βρισκόταν, δεν ήθελαν ένας να διαπράξει τον φόνο, αλλά όλοι. Έτρεξαν λοιπόν να χύσουν αίμα αθώο, μπροστά στα μάτια του άρχοντα, με τα ίδια τους τα χέρια και με τα δικά τους όπλα. Άλλοι τότε τον κτυπούσαν με λόγχες, άλλοι με μυτερά καλάμια, περνώντας τα μέσα από τη γλώσσα και τα λοιπά μέλη του αγίου, μέχρις ότου μπροστά στον τύραννο τον σκότωσαν  στον τόπο που είπαμε, και τον έστειλαν έτσι στις ουράνιες σκηνές. Στον ίδιο χώρο με τους αγίους τριακοσίους εβδομήντα μάρτυρες και στις ίδιες θήκες με αυτούς συγκαταριθμήθηκε και ο άγιος και κατατέθηκε το λείψανό του».

Αυτό που θαυμάζει κανείς στον άγιο Παράμονο εξαρχής, είναι η αντίδρασή του μπροστά σε μία εξώφθαλμη αδικία. Μπροστά στο τρομερό γεγονός του μαρτυρικού θανάτου τόσων ανθρώπων, η ψυχή του «πνίγεται» και αντιδρά. Δεν κρύβεται, δεν κάνει τον «ανήξερο», δεν ακολουθεί τον δρόμο της «σύνεσης», για να μην πάθει κι εκείνος τίποτε – έβλεπε οπλισμένους στρατιώτες και την εξουσία του τόπου, συνεπώς ανθρωπόμορφα θηρία που μπορούσαν να του κάνουν κακό – με άλλα λόγια, δεν ακολουθεί την «πεπατημένη» του ιερέα και του λευίτη της παραβολής του καλού Σαμαρείτη – «δεν ήσουνα ξαπλωμένος στον καιρό των αγώνων, αλλά μάλλον όρθιος και ρωμαλέος για τη θεία άθληση» -  αλλά αφήνει να εκφραστεί η αγανάκτησή του, με τρόπο  που να ακουστεί. Κι αυτή η αντίδρασή του, η οποία τελικώς θα στοιχίσει και τη δική του ζωή, φανέρωσε την υπάρχουσα μέσα του καλή διάθεση της ψυχής. Ο άγιος Παράμονος είχε καλή καρδιά, που διατηρούσε μέσα της ανθρωπιά, δηλαδή αγάπη. Μας το αποκαλύπτει ο απόστολος Παύλος, όταν θα πει μεταξύ των άλλων ότι «η αγάπη ου χαίρει επί τη αδικία». Έτσι ο άγιος Παράμονος λειτούργησε σαν τον καλό  Σαμαρείτη, που ναι μεν δεν μπορούσε να βοηθήσει τους σφαγιαζομένους μάρτυρες, αν είχε όμως τη δυνατότητα θα το έκανε.

Ο άγιος υμνογράφος κινείται μ’ αυτό το σκεπτικό. Θεωρεί μάλιστα ότι όχι μόνον η αντίδρασή του αγίου ήταν θέμα αληθινής ανθρωπιάς, αλλά και χάρης Θεού, θεϊκού ζήλου. Διότι μόνον  ένας που η καρδιά του νύττεται από ζήλο Θεού, μπορεί και αυτός να θελχθεί από το μαρτύριο των αγίων, πολύ περισσότερο να γίνει και ο ίδιος μάρτυρας. «Μόλις κατενόησες, Παράμονε, ότι ο πολυάριθμος δήμος των μαρτύρων κατασφάττεται για την πίστη του πάντων Θεού και βασιλέα, θέλχθηκες εντελώς από τον ζήλο του Θεού και φώναξες δυνατά: Είμαι πάντοτε κι εγώ γνήσιος δούλος Χριστού. Μάθετέ το παράνομοι τύραννοι. Και να, τώρα, παρευρίσκομαι από μόνος μου, προκειμένου να θυσιαστώ σαν άκακο αρνί».

Εκείνο που κινητοποίησε τον άγιο Παράμονο, ώστε να προκληθεί και να θεριέψει η πίστη του στον Χριστό, ήταν βεβαίως το παράδειγμα των πολυαρίθμων μαρτύρων. Δεν άκουσε λόγια περί Χριστού – αναγκαία ασφαλώς κι αυτά – δεν διάβασε κάτι για Εκείνον. Είδε σαρκωμένη και έμπρακτη την πίστη. Και ζήλεψε. Και κινητοποιήθηκε. Και αντέδρασε. Και έγινε και αυτός μάρτυρας. «Μένοντας έκπληκτος, ένδοξε, από την υπομονή των μαρτύρων, και θαυμάζοντας το τέλος τους, έγινες κοινωνός μ’ αυτούς στον ζήλο της πίστεώς τους και της υπέρτιμης άθλησής τους». Για να αποδειχτεί για μία ακόμη φορά ότι μεγαλύτερο μάθημα πίστεως από το προσωπικό παράδειγμα, από την πράξη της ζωής, δεν υπάρχει. Που σημαίνει: αν θέλουμε να βοηθήσουμε κι εμείς τον παραπαίοντα κόσμο μας, που ταλαντεύεται διαρκώς μεταξύ πίστεως και απιστίας, αν θέλουμε η πίστη του Χριστού να φουντώσει, πέρα από τη χάρη Εκείνου που έτσι κι αλλιώς μας τη δίνει πλουσιοπάροχα κάθε στιγμή, χρειάζεται και η δική μας συνέργεια. Κι αυτό σημαίνει πρωτίστως: λιγότερα λόγια και περισσότερο προσωπικό παράδειγμα. Την ώρα που ο κάθε πιστός μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, εκείνην την ώρα προσφέρεται ο ουρανός στους άλλους ανθρώπους και λάμπει ο ήλιος της πίστεως.