09 Ιανουαρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΑΒΒΑΣ ΑΓΑΘΩΝ (8 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)

 

Μέγας ο Αγάθων από τους αββάδες του Γεροντικού (μνήμη στις 8 Ιανουαρίου), για τον οποίο το Βιβλίο «Αποφθέγματα Γερόντων» αφιερώνει τριάντα τον αριθμό λόγια και περιστατικά. Περιβόητος μεταξύ των Πατέρων της ερήμου αναχωρητής και αββάς, έζησε πιθανότατα κατά το δεύτερο μισό του τέταρτου αιώνα και τις αρχές του πέμπτου. Θεωρείται ως τύπος του ταπεινού και πράου ανθρώπου. Κατά το 390, όταν ο όσιος μέγας Αρσένιος βγήκε στην έρημο, ο Αγάθων είχε ήδη σχηματίσει γύρω του ένα όμιλο μαθητών, από τους οποίους κατεξοχήν γνωστοί είναι ο Αλέξανδρος και ο Ζωῒλος. Σύμφωνα με τα κοπτικά συναξάρια, εορτάζει την 11η Σεπτεμβρίου, ενώ τα ίδια τον χαρακτηρίζουν ως στυλίτη, πράγμα απίθανο [Θ.Η.Ε. 1, 105 (1962)].  

Ενδεικτικά από τα αναφερόμενα σε αυτόν στα Αποφθέγματα καταγράφουμε τα παρακάτω:

- Είπε ο αββάς Αγάθων: «Πρέπει ο μοναχός να μην αφήνει τή συνείδησή του να τον κατηγορήσει για οποιοδήποτε πράγμα».

- Είπε πάλι: «Χωρίς φύλαξη των θείων εντολών δεν προοδεύει ο άνθρωπος ούτε σε μία αρετή».

- Είπε πάλι: «Ποτέ δεν κοιμήθηκα έχοντας κάτι εναντίον οποιουδήποτε, ούτε άφησα κανένα να κοιμηθεί έχοντας κάτι εναντίον μου, όσον εξαρτιόταν από μένα».

- Έλεγαν για τον αββά Αγάθωνα ότι πήγαν κάποιοι προς αυτόν, επειδή άκουσαν ότι έχει μεγάλη διάκριση, και θέλοντας να τον δοκιμάσουν αν πράγματι την ασκεί στη ζωή του τού λένε:

Εσύ είσαι ο Αγάθων; Ακούμε για σένα ότι είσαι πόρνος και υπερήφανος.

Κι αυτός είπε: Ναι, έτσι είναι.

Και του λένε: Εσύ είσαι ο Αγάθων ο φλύαρος και καταλάλος;

Κι αυτός είπε: Εγώ είμαι.

Του λένε πάλι: Εσύ είσαι ο Αγάθων ο αιρετικός;

Κι αποκρίθηκε: Δεν είμαι αιρετικός.

Και τον παρεκάλεσαν λέγοντας: Πες μας, γιατί, είπαμε τόσα για σένα και τα καταδέχτηκες, ενώ τον λόγο αυτόν δεν τον βάστασες;

Και τους λέει: Τα πρώτα τα επιγράφω στον εαυτό μου, γιατί είναι όφελος για την ψυχή μου. Το να δεχτώ όμως ότι είμαι αιρετικός, σημαίνει χωρισμό από τον Θεό. Κι εγώ δεν θέλω να χωριστώ από τον Θεό.

Κι αυτοί, αφού τα άκουσαν, θαύμασαν τη διάκρισή του και έφυγαν οικοδομημένοι.

- Έλεγαν για τον αββά Αγάθωνα ότι έκανε τρία χρόνια έχοντας λιθάρι στο στόμα του, μέχρι ότου κατόρθωσε να σιωπά.

- Ο ίδιος όταν έβλεπε κάτι και ήθελε ο λογισμός του να το κρίνει, έλεγε στον εαυτό του: «Αγάθων, εσύ να μην το κάνεις αυτό».

- Ο ίδιος είπε: «Ο οργίλος, και νεκρό να αναστήσει, δεν είναι δεκτός από τον Θεό».

- Αδελφός ρώτησε τον αββά Αγάθωνα για την πορνεία. Και του λέγει: «Πήγαινε, ρίξε την αδυναμία σου ενώπιον του Θεού και θα έχεις ανάπαυση».

- Έλεγε ο αββάς Αγάθων ότι «αν μου ήταν δυνατόν να βρω έναν λεπρό και να του δώσω το δικό μου σώμα και να λάβω το δικό του, θα ήμουν ευτυχής. Διότι αυτή είναι η τέλεια αγάπη».

Ο κάθε λόγος του οσίου αββά αποτελεί, όπως καταλαβαίνουμε, και μία αφορμή για να εγκύψει κανείς μέσα στο βάθος του εσωτερικού του κόσμου και να αναμετρηθεί με τα πάθη του, παίρνοντας τη δύναμη για να επιλέξει τη φωτεινή οδό των εντολών του Κυρίου. Διότι κατά τον λόγο του ίδιου πρόοδος από πλευράς πνευματικής «χωρίς φύλαξη των θείων εντολών» δεν υπάρχει. Με άλλα λόγια ο κάθε λόγος του οσίου, όπως βεβαίως και η κάθε ενέργειά του, ήταν απαύγασμα της ασκητικής προσπάθειάς του να βρίσκεται επί των ιχνών του Κυρίου – το να ακολουθεί τον Κύριο που φανερώνεται μέσα από τις εντολές Του ήταν ο μόνιμος και διαρκής σκοπός του. Κι από την άποψη αυτή ο λόγος του «μένει εις τον αιώνα»∙ διότι τελικώς δεν ήταν δικός του λόγος ως αποκύημα της φαντασίας του ή κάποιου στοχασμού του. Ήταν ο λόγος του ίδιου του Κυρίου που περνούσε βιωματικά μέσα από την ψυχοσωματική του ύπαρξη και προσφερόταν σ’ εκείνους που ζούσαν μαζί του ή στους επισκέπτες του μ’ έναν ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο που λειτουργούσε διττά: είτε ως μαχαίρι δίστομο για να περικόπτει τα πάθη είτε ως ψωμί και νερό για να τρέφει και να ξεδιψά τους καλοπροαίρετους συνανθρώπους του. Πρόκειται για την αλήθεια που επισημαίνει χαρακτηριστικά και ο όσιος της εποχής μας μέγας Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο οποίος ακριβώς τόνιζε ότι όπως είπε ο Κύριος «ο ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσι», κατά τον ίδιο τρόπο και με τον μαθητή του Χριστού που τηρεί τις άγιες εντολές Του: ο λόγος του εφόσον εκφράζει Εκείνου το θέλημα και τη σκέψη, μένει εξίσου «εις τον αιώνα».

Προϋπόθεση βεβαίως της σκληρής προσπάθειας να μένει κανείς στο θέλημα του Θεού είναι η φύλαξη της συνείδησής του από οτιδήποτε αμαρτωλό και πονηρό - «πρέπει ο μοναχός (γράφε ο χριστιανός) να μην αφήνει τή συνείδησή του να τον κατηγορήσει για οποιοδήποτε πράγμα». Είναι η νήψη, η εγρήγορση για την οποία κάνει λόγο ο ίδιος ο Κύριος, αλλά και οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας. Γιατί χωρίς τη νήψη αυτή δεν υπάρχει καθαρότητα της καρδιάς, η οποία συνιστά τον όρο για να επαναπαύεται ο Θεός σ’αυτήν. Θυμάται κανείς αυτό που σημειώνει και ο όσιος Πατήρ Μάρκος ο ασκητής στη Φιλοκαλία των αγίων Νικοδήμου και Μακαρίου του Νοταρά: «αν θέλεις να προκόψεις πνευματικά, φρόντισε τη συνείδησή σου και όσα σου λέει να τα κάνεις». Κι επίσης θυμάται τον μέγα Πατέρα άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, ο οποίος νεαρός μελετώντας τον λόγο αυτόν άρχισε να τον κάνει πράξη. Κι έγινε ο μεγάλος όσιος που ξέρουμε.

Λοιπόν, δεν μπορεί κανείς χωρίς φύλαξη της καρδιάς του από ό,τι πονηρό να προκόψει και να δει Θεού πρόσωπο, γι’ αυτό και πολλοί άγιοι τόνισαν την «παραδοξότητα» για τη σημερινή, και όχι μόνον, εποχή ότι ενώπιον του Θεού θεωρείται περισσότερο αξιοθαύμαστος όχι εκείνος που ανασταίνει νεκρούς ή μεταστρέφει ολόκληρους λαούς στην πίστη, όσο εκείνος που έχει καθαρίσει ή αγωνίζεται να καθαρίσει την καρδιά του (άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, όσιος Ισαάκ ο Σύρος). Κι ο λόγος του Κυρίου το επιβεβαιώνει: «μακάριοι είναι αυτοί που έχουν καθαροί την καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό».

Πρόκειται για αλήθειες που στην εποχή μας πολλοί, και χριστιανοί, αδυνατούν να «κατανοήσουν», καθώς είναι εγκλωβισμένοι σε έναν χριστιανισμό κοινωνικού μόνο τύπου και προσφοράς, σε έναν ακτιβισμό που αυτό που κάνεις «για το καλό του άλλου» είναι και το ανώτερο όλων. Αλλά έρχεται είπαμε ο λόγος του Θεού για να βάλει τα πράγματα στή θέση τους: τίποτε δεν έχει αξία, αν δεν προέρχεται από καθαρή καρδιά, που θα πει ότι δεν έχει αξία κάτι που δεν έχει σφραγιστεί από το Πνεύμα και τη Χάρη του Θεού. Οπότε, το ζητούμενο δεν είναι απλώς να κάνουμε «έργα», αλλά να επιτελούμε αυτά ως απαύγασμα της φωτεινής από το φως του Θεού καρδιάς μας – ό,τι επισημάναμε και παραπάνω για τον αββά Αγάθωνα. Αυτά είναι τα έργα που θα δοκιμαστούν από το πυρ της κρίσης του Θεού και θα παραμείνουν.

Ο όσιος Σωφρόνιος που μνημονεύσαμε και παραπάνω, το αντιμετώπισε στη ζωή του. Όταν βρισκόταν στο Παρίσι και προβληματιζόταν για την περαιτέρω πνευματική του ζωή, άκουσε εκεί στον κύκλο των Ρώσων της Διασποράς να λένε ότι η εποχή μας (πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα) απαιτεί για τον χριστιανό την ενεργό παρουσία του μέσα στον κόσμο και όχι την όποια αναχώρησή του. Και η σκέψη που έκανε και τον οδήγησε να πάρει τον δρόμο για το Άγιον Όρος ήταν: πώς να βοηθήσω τον κόσμο, πώς να προσφέρω κάτι πνευματικό, αν εγώ μέσα μου δεν έχω καθαρθεί από τα πάθη μου; Ό,τι δηλαδή έλεγε και πάλι ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «πρέπει πρώτα να φωτιστείς και έπειτα να φωτίσεις∙ πρέπει πρώτα να καθαριστείς και έπειτα να καθαρίσεις∙ πρώτα πρώτα να γίνεις φως και έπειτα να το προσφέρεις». Διότι κατά το γνωστό προσφέρεις ό,τι έχεις.

Κι ένα σημείο που εξίσου βοηθάει στην κατανόηση της παραπάνω αγιοπνευματικής κατάστασης ως προϋπόθεσης της όποιας εν κόσμω ενέργειας του χριστιανού, είναι και πάλι η «παράδοξη» κίνηση του Αγάθωνα να ασκηθεί στη σιωπή κρατώντας ένα βότσαλο μέσα στο στόμα του. Τι μεγαλείο πράγματι! Γιατί όχι μόνο δείχνει πόσο είχε κατανοήσει την αξία της σιωπής ως περιορισμού των λόγων για να μπορεί να αδολεσχεί με τον Θεό – «από την πολυλογία δεν μπορεί να αποφευχθεί η αμαρτία» σημειώνει ήδη από την Παλαιά Διαθήκη ο λόγος του Θεού – αλλά και πόσο προσγειωμένος ήταν ως προς τον ίδιο του τον εαυτό: το βότσαλο ήταν η διαρκής υλική υπόμνηση για να ξεπερνά το κατεξοχήν πρόβλημα που ταλαιπωρεί εμάς τους ανθρώπους, τη λήθη∙ τη ξεχασιά. «Τυραννίδα» χαρακτηρίζουν τη λήθη οι Πατέρες μας, γιατί δυστυχώς τέτοια είναι η (μεταπτωτική) φύση μας: να ρέπουμε πρωτίστως προς το πονηρό και να κάνουμε τεράστιες προσπάθειες για να στραφούμε προς το αγαθό. Λοιπόν, τα ήξερε ο αββάς Αγάθων αυτά και τον θαυμάζουμε γιατί είχε την ατσάλινη θέληση να κάνει πράξη μόνον το θέλημα του Θεού, όπως βεβαίως και τον παρακαλούμε να πρεσβεύει και για εμάς που χειμαζόμαστε μέσα σ’ έναν κόσμο που το μόνο που αγνοεί και δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό είναι το θέλημα του Θεού.

Η ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

(Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων θέλησε νά κάνει ἡγούμενο στή Μονή τοῦ ἁγίου Εὐστοργίου ἕναν ἅγιο Γέροντα, ὁ ὁποῖος ὅμως μπροστά στό βάρος τῆς εὐθύνης ἀπεποιεῖτο τή θέση, προβάλλοντας ὡς δικαιολογία τό τάμα του νά προσκυνήσει στό Ὄρος Σινᾶ. Τελικά, ὁ Γέροντας ἔδωσε τήν ὑπόσχεση νά ἀποδεχτεῖ τήν ἡγουμενία, μετά τήν ἐπιστροφή του. Ὅμως στήν πορεία μαζί μ’ ἕναν ὑποτακτικό του, μετά τή διάβαση τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, ἀρρώστησε, ὁπότε κατέφυγαν σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο τῆς περιοχῆς. Ἐκεῖ διεπιστώθη ὅτι οἱ βουλές τοῦ Θεοῦ ἦταν ἐντελῶς διαφορετικές ἀπό ὅ,τι καί ὁ Γέροντας ἀλλά καί ὁ ἀρχιεπίσκοπος προγραμμάτιζαν...).

Τό τάμα πρόβαλ’ ὁ ἀββᾶς, ὁ πρῶτος νά μή γίνει,

«εἶναι βαριά γιά μένανε, τόσο μεγάλη εὐθύνη∙ 

τ’ Ὄρος Σινᾶ νά ἐπισκεφτῶ, τό ’χει ἡ καρδιά μου δέσει,

γυρίζοντας τή συζητῶ, τοῦ ’γούμενου τή θέση».

Ὁ Δέσποτας ἐκάμφθηκε, ἔδωσε τήν εὐχή του,

κι ὁ γέροντας πορεύτηκε, ἔλιωσε τό κορμί του.

Ρίγη καί πυρετός μαζί, μετά τόν Ἰορδάνη,

τόν ρίξαν κάτω τόν ἀββᾶ, σάν τέλος του ἐφάνη.

Μία μικρή σπηλιά ἐκεῖ, τοῦ φάνταξε ἀγκάλη,

ὁ πυρετός ἐπέμενε, τό ἴδιο καί μιά ζάλη.

«Γέροντα, γιά ποῦ τό ’βαλες;», τήν ὥρα πού κοιμᾶται,

ἀκούει μέσα στ’ ὄνειρο,  ξυπνάει καί θυμᾶται.

«Στ’ Ὄρος Σινᾶ!» τ’ ἀπάντησε, «μά πές μου τ’ ὄνομά σου,

τί θέλεις ἀπό μένανε, δέν ξέρω τή θωριά σου». 

«Μή πᾶς στό Ὄρος τό Σινᾶ, παράκληση σοῦ κάνω∙

εἶσαι πιά γέρος κι ἄρρωστος, μεῖνε ἐδῶ ἐπάνω». 

Ἀρνήθηκε ὁ Γέροντας, κι ὁ ξένος ἐπανῆλθε, 

πάλι σέ ὄνειρο βαθύ, τό ἄλλο βράδυ ἦλθε.

«Καλόγερε, θά κουραστεῖς, κάτσε ἐδῶ στόν βράχο»∙

«ποιός εἶσαι;» ρώτησ’ ὁ ἀββᾶς, «ἀπάντηση θέ νά 'χω». 

«Ὁ Ἰωάννης Πρόδρομος, ὁ Βαπτιστής Κυρίου!

Μές στή σπηλιά ἀσκήτεψα, κι εἶδα ὁράσεις Θείου.

Πολλές φορές ὁ Ἰησοῦς, ὡς ἐπισκέπτης ἦλθε,

ἡ χάρη Του παρήγορη, σέ μέ ὡς φῶς κατῆλθε.

Αὐτός ὁ τόπος ὁ μικρός, λοιπόν εἶναι μεγάλος, 

ἀνώτερος κι ἀπ’ τό Σινᾶ, κι ἔχει Θεοῦ τό κάλλος.

Κάνε λοιπόν ὑπακοή, κατοίκησε ’δῶ πέρα,

καί τήν ὑγειά σου θά ’χεις πιά, βέβαιη κάθε μέρα».

Ὁ Γέροντας ὑπάκουσε, ἔκλινε τό κεφάλι,

στάθηκ’ ἀμέσως ὑγιής, ζωντάνεψε καί πάλι.

Τό σπήλαιο τό ἔκανε, σπουδαία Ἐκκλησία,

καί μ’ ἄλλους πλῆθος ἀδελφούς, κάναν Μονή ἁγία.

Σάψας ὁ τόπος λέγεται, πέρ’ ἀπ’ τόν Ἰορδάνη,

ἀριστερά ’χει Χείμαρρο, τοῦ Ζηλωτῆ τό χάνι.

(Ἀπό τό «Λειμωνάριον» τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 1)

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΠΟΛΥΕΥΚΤΟΣ

«Ο άγιος Πολύευκτος ζούσε επί των βασιλέων Δεκίου και Βαλλεριανού, ήταν στρατιωτικός στη Μελιτηνή της Αρμενίας και ήταν ο πρώτος που μαρτύρησε σ’ αυτήν τη χώρα υπέρ του Χριστού. Διότι όταν έφτασε το ασεβές δόγμα ότι πρέπει να αρνηθούν τον Χριστό οι χριστιανοί και ότι όσοι δεν πειθαρχήσουν θα πεθάνουν, αυτός χωρίς να φοβηθεί καθόλου ομολόγησε με παρρησία την πίστη του στον Χριστό. Με το μεγάλο θάρρος του μάλιστα συνέτριψε και τα είδωλα των απίστων. Γι’ αυτό χωρίς να πεισθεί στις παραινέσεις και τις κολακείες του πενθερού του ούτε και να καμφθεί από τους θρήνους και τους ολοφυρμούς της γυναίκας του, βεβαιώνοντας τις υποσχέσεις του βαπτίσματος στον μάρτυρα Νέαρχο, που ήταν φίλος του και φοβόταν μήπως παρεκκλίνει από την πίστη του Χριστού, αυτός λοιπόν φάνηκε σταθερός στην ομολογία του Χριστού και δέχτηκε το τέλος του με ξίφος. Τελείται δε η σύναξή του στον ναό του, το αγιότατο μαρτύριό του».

Ο άγιος Πολύευκτος αποτελεί συνεπή και άξιο μαθητή του Κυρίου μας, καθώς η ζωή του επιβεβαιώνει τα λόγια Εκείνου που είπε: «Ο φιλών πατέρα ή μητέρα ή γυναίκα ή τέκνα ή αγρούς, έτι και την εαυτού ψυχήν, ου δύναται είναί μου μαθητής». Στην κρίσιμη δηλαδή ώρα, που η ασέβεια τον έθεσε σε κρίση: να δείξει έμπρακτα το ποια αγάπη υπερισχύει μέσα στην καρδιά του, εκείνος χωρίς δισταγμό επέλεξε την αγάπη του Κυρίου, με θυσία μάλιστα της ζωής του, κάνοντας πέρα γυναίκα, τέκνα και συγγενείς, εφόσον αυτοί τον καλούσαν σε άρνηση του Θεού. Κι είναι το πρώτο που σημειώνουν βεβαίως και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον άγιο: «Ούτε ο πόθος της συζύγου ούτε η στοργή των τέκνων ούτε η αξία του συγγενή ούτε  η περιουσία, των κτημάτων ή των χρημάτων, κλόνισαν καθόλου τη σταθερότητα της ψυχής σου από την πίστη πράγματι στον Χριστό, παμμακάριστε Πολύευκτε». Η σταθερότητα της πίστης του, αποτέλεσμα της μεγάλης αγάπης του προς τον Χριστό, δεν είναι κάτι που εύκολα μπορεί κανείς να το παρέλθει. Διότι ο άγιος είχε δεσμεύσεις επίγειες: είχε να φροντίσει τη γυναίκα και τα παιδιά του. Αγάπες δηλαδή φυσικές και πολύ δυνατές. Ποιος θα μπορούσε ίσως να τον κατηγορήσει ότι χάριν της οικογένειάς του άφησε τον Χριστό; Είχε σπουδαία δικαιολογία. Κι όμως! Ο άγιος πίστευε πραγματικά στον Χριστό. Κι ο λόγος Εκείνου περί της αγάπης σ’ Αυτόν υπεράνω όλων ήταν εκείνο που τον συνείχε. Από την άποψη αυτή το μαρτύριό του αποκτά απροσμέτρητη αξία.

Κι επιτείνεται ακόμη περισσότερο η σπουδαιότητα του μαρτυρίου του, όταν αναλογιστεί κανείς ότι ο άγιος Πολύευκτος ήταν ο πρώτος που έδωσε τη ζωή του υπέρ Χριστού στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Διότι άλλο πράγμα είναι να έχουν προηγηθεί άλλοι σ’ ένα δρόμο που φαντάζει πολύ δύσκολος – ο δρόμος του μαρτυρίου – και άλλο να είσαι ο πρώτος που ανοίγεις τη χορεία αυτή. Η ψυχική δύναμη που απαιτείται σαφώς είναι υπέρτερη. Ο άγιος Πολύευκτος λοιπόν ανήκε σ’  εκείνους που άνοιξαν τον δρόμο, σαν ένας νέος πρωτομάρτυρας Στέφανος, δείχνοντας ότι ναι μεν είχε την ιδιαίτερη ενίσχυση από τον Χριστό, αλλά και ένα ιδιάζον φυσικό ψυχικό σθένος. Επρόκειτο για τον τύπο του ατρόμητου ανθρώπου, που είχε επίγνωση και συναίσθηση όμως του πού θα καταθέσει την τόλμη του αυτή. Με άλλα λόγια δεν λειτουργούσε μ’ έναν τρόπο «αποκοτιάς», παράλογης τρέλας, την οποία επισημαίνουμε συχνά σε νέους ανθρώπους, χωρίς συναίσθηση όμως και επίγνωση, γεγονός που τους οδηγεί όχι λίγες φορές σε απώλεια της ζωής τους χωρίς νόημα. Την πρωτιά του μαρτυρίου του εγκωμιάζει και ο άγιος υμνογράφος σε μία από τις ωδές του κανόνα του: «Συναριθμήθηκες με τα στρατεύματα των μαρτύρων. Πήρες τη θέση σου στην αιώνια βασιλεία, ως νεοσφαγής, φθάνοντας σ’ αυτήν, ενώ ακόμη τα αίματά σου έσταζαν».

Ο άγιος Θεοφάνης, ο υμνογράφος του αγίου, επισημαίνει γι’ αυτόν και κάτι εξόχως σημαντικό, μεταξύ των άλλων εγκωμιαστικών του λόγων. «Ο γλυκασμός – λέει – της ευσεβείας ηδύνθη σοι». Σε ευχαρίστησε, σου προκάλεσε ευφροσύνη ο γλυκασμός της ευσέβειας. Η πίστη δηλαδή για τον άγιο Πολύευκτο δεν ήταν ένα είδος καταπίεσής του ή μία απλή συνήθεια που δεν αγγίζει την καρδιά. Η πίστη του στον Χριστό ήταν η παρηγοριά του, ήταν ο γλυκασμός της καρδίας του, το γλύκισμα στο λάρυγγά του, για να θυμηθούμε τον προφητάνακτα. Ήταν δηλαδή τρόπος ζωής που τον έκανε να νιώθει την παρουσία του Χριστού. Κι αυτό γιατί αγάπησε, όπως είπαμε, τον Χριστό με καθαρή και ειλικρινή αγάπη, με πόθο και έρωτα. Ο υμνογράφος του δεν μπορεί να μην τραγουδήσει την πυρωμένη αυτή καρδιά του. «Φτερώθηκες από τη θεία αγάπη, πληγωμένος από τον καθαρό και ειλικρινή σου πόθο για τον Χριστό και φλογισμένος από τον έρωτα της άνω Βασιλείας». Ας συγκρίνουμε λίγο το καμίνι αυτό της πίστης και της αγάπης του αγίου με τη δική μας αναιμική ή και παγωμένη πολλές φορές πίστη, την οποία ως κακέκτυπο περιφέρουμε με μιζέρια και με μαρασμό,  και αν δεν μπορούμε να τη μιμηθούμε, τουλάχιστον ας κλάψουμε και ας ταπεινωθούμε. Μπορεί τότε ίσως λίγη από τη δική του φλόγα να θερμάνει και τη δική μας καρδιά.

08 Ιανουαρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Ο ΧΟΖΕΒΙΤΗΣ

«Ο Όσιος Γεώργιος καταγόταν από την Κύπρο και οι γονείς του ήταν ευσεβείς χριστιανοί. Ο μεγαλύτερος αδελφός του, ονόματι Ηρακλείδης, ενόσω ζούσαν ακόμη οι γονείς του, πήγε στους αγίους Τόπους για να προσκυνήσει, οπότε θέλησε να παραμείνει εκεί ως μοναχός, στη Λαύρα του Καλαμώνα, κοντά στο σημερινό μοναστήρι του οσίου Γερασίμου του Ιορδανίτη. Ο  Γεώργιος παρέμεινε κοντά στους γονείς του, έως ότου έφυγαν από τη ζωή αυτή, οπότε τον παρέλαβε μαζί με την κληρονομιά του ο θείος του, που είχε μια μοναχοκόρη και ήθελε να τον κάνει γαμπρό του. Ο Γεώργιος όμως δεν ήθελε να παντρευτεί και έφυγε στον άλλο του θείο, που ήταν ηγούμενος σ' ένα Μοναστήρι. Αλλά επειδή ο προηγούμενος θείος του πίεζε τον αδελφό του ηγούμενο ν' αφήσει τον Γεώργιο να φύγει από το μοναστήρι, ο Γεώργιος έφυγε κι από 'κει και πήγε στον αδελφό του Ηρακλείδη στη Λαύρα του Καλαμώνα. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του όμως, τον οδήγησε στη Μονή της Υπεραγίας Θεοτόκου, την λεγόμενη Χοζεβά που βρίσκεται σε μια ερημική και άγρια χαράδρα - εκεί υπάρχει το σπήλαιο στο οποίο είχε καταφύγει καταδιωγμένος από τους βασιλείς του Ισραήλ Αχαάβ και Ιεζάβελ ο προφήτης Ηλίας - κι είναι κοντά στην αρχαία Ρωμαϊκή οδό, που οδηγεί από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ. Εκεί πλέον ο Γεώργιος αφού έγινε μοναχός, έζησε αυστηρή ασκητική μοναχική ζωή. Η φήμη της αρετής του ήταν μεγάλη και τα άγια έργα του δίδαξαν πολλούς. Τελικά, ειρηνικά παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Θεό».

 

Η υμνογραφία της Εκκλησίας μας, κατά λογικό και φυσικό τρόπο, επικεντρώνει ιδιαιτέρως στο γεγονός ότι ο όσιος ασκήθηκε και αγίασε στους τόπους που πάτησαν οι άγιοι πόδες του Κυρίου Ιησού Χριστού. Ήταν ο φλογερός πόθος του για τον Θεό που οδήγησε και εκείνου τα βήματα στους αγίους Τόπους – «αιχμαλωτισμένος από θείο έρωτα των αγίων τόπων της Σιών, παμμάκαρ, μετέβηκες σε αυτούς» -  στους οποίους παρέμεινε μέχρι τέλους της ζωής του, έστω και αν πέρασε από πολλές δυσκολίες, και μέχρι να φτάσει εκεί και όταν έφτασε. «Δεν μπόρεσε το μήκος της οδού ούτε η δυσχέρεια των τόπων να παραλύσουν τη φλογερή στροφή σου προς τον Θεό. Διότι και εκεί φθάνοντας και αφού ευφράνθηκες από τον τόπο που πάτησαν οι πόδες του Θεού μας, δεν έδειξες καμία αμέλεια, παρά να φθάσεις με την άσκηση και τους κόπους και προς την ουράνια Σιών».

Είναι πολύ όμορφη μάλιστα η εικόνα του υμνογράφου που περιγράφει την ασκητική βιοτή του οσίου, ο οποίος φανερώνοντας τον εγκάρδιο έρωτά του προς τον Χριστό, εν κατανύξει ψυχής κατέβρεχε την αγία γη με τα δάκρυά του – πολλές φορές τονίζουν οι ύμνοι το χάρισμα των δακρύων που είχε ο όσιος – και με τις τρίχες της κεφαλής του νοερώς σφούγγιζε τα πόδια του Κυρίου, σαν να Τον έβλεπε νοερώς μπροστά του. «Φανερώνοντας τον εγκάρδιο έρωτά σου προς τον Χριστό, ένδοξε, εν κατανύξει κατάβρεχες τη γη με τα δάκρυα, και με τις τρίχες της κεφαλής σου σφούγγιζες τα πόδια του Χριστού, βλέποντάς Τον και εννοώντας Τον ως παρόντα, Αυτόν που πόθησες». Κι όχι μόνον τούτο: οι άγιοι τόποι, η αγία Σιών, θεωρούνται από τον υμνογράφο ως σκαλοπάτι για να ανέλθει ο όσιος στην άνω Σιών, τη Βασιλεία των Ουρανών. Ο αγιασμένος τόπος δηλαδή λειτουργούσε για τον όσιο Γεώργιο ως διαρκής πρόκληση και αφορμή μνήμης του Χριστού και ενθυμήσεως της αληθινής πατρίδας. Ο ίδιος ο Χριστός εξέλεξε ως τόπο ερχομού Του τη Σιών, ο τόπος αυτός έγινε για τον όσιο, λόγω της αγάπης του προς τον Χριστό, εφαλτήριο ανόδου του προς Εκείνον. «Ο Δεσπότης ουρανόθεν δι’ ημάς κατερχόμενος, την Σιών ευρίσκει θείον αληθώς ευναστήριον∙ η ενσκηνώσας συ πόθω, ώσπερ κλίμακι, προς την άνω ανήλθες Σιών ταύτη χρώμενος».

Η σφοδρή αγάπη του οσίου προς τον Χριστό εκδηλωνόταν, όπως είπαμε, με τα άφθονα δάκρυα κατανύξεως, αλλά και με τους ασκητικούς του  κόπους. Δεν θα υπήρχαν όμως όλα αυτά, αν ο όσιος δεν είχε βρει το «μυστικό» της πνευματικής ζωής: τον έλεγχο των λογισμών του. Ο έλεγχος των λογισμών, ως γνωστόν, είναι εκείνο που κρατάει  καθαρή την καρδιά του ανθρώπου, ώστε να υπάρχει και να αυξάνει σ’ αυτήν η αγάπη του Χριστού, συνεπώς να καρποφορούν μέσα της και οι αρετές Εκείνου. Όπως το σημειώνει ο υμνογράφος: «Την ακρόπολη της ψυχής σου δεν την κλόνισαν οι προσβολές των λογισμών, μακάριε». Έτσι ο όσιος Γεώργιος φάνηκε σαν ουρανός, κατάφωτος από τα αστέρια των πρακτικών αρετών της άσκησης, έχοντας ως  ήλιο τον Κύριο και την ψυχή του σαν σελήνη που φωτίζεται από Αυτόν. «Ουρανός τις ανεφάνης τοις πρακτέοις ως άστρασι κατηγλαϊσμένος, φέρων ως φωσφόρον τον Κύριον, την σην ψυχήν ως σελήνην καταυγάζοντα».

07 Ιανουαρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«῾Ο καταβάς αὐτός ἐστιν καί ὁ ἀναβάς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τά πάντα» (᾽Εφ. 4, 10)

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς μετά τά Φῶτα συνιστᾶ μία σύνοψη τοῦ σκοποῦ τῆς ἐν Χριστῷ οἰκονομίας: ὁ Χριστός κατέβηκε στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος, ὁλοκλήρωσε τό σωτηριῶδες ἐπί γῆς ἔργο Του, ἀναλήφθηκε στούς Οὐρανούς στέλνοντας τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο καί τή χάρη Του στούς ἀνθρώπους, ὥστε νά μπορέσουμε νά γίνουμε σάν κι ᾽Εκεῖνον. Μέσα στά λόγια μάλιστα τοῦ ἀποστόλου πού ἑρμηνεύουν τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ ὑπάρχουν κι ἐκεῖνα πού φανερώνουν τή θεότητα Αὐτοῦ καί τήν γι᾽ αὐτόν τόν λόγο ἐγγύτητά Του σέ κάθε ὄν καί σέ κάθε ἄνθρωπο: ῾ἵνα πληρώσῃ τά πάντα᾽. Γιά νά γεμίσει μέ τήν παρουσία Του τό σύμπαν. ῾Ο Χριστός μέ ἄλλα λόγια εἶναι κατά τόν ἀπόστολο ῾ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν᾽.

1. ῾Η πανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου δέν ἀποτελεῖ μία περιθωριακή σκέψη τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Συνιστᾶ τή βασική ἀλήθεια τῆς ᾽Εκκλησίας καί τό ἴδιο τό θεμέλιό της: ὁ Χριστός ἐκτός ἀπό ἄνθρωπος εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ῾Οποῖος βρίσκεται παντοῦ καί γεμίζει μέ τήν παρουσία Του ὅλο τό σύμπαν. Δέν πρόκειται βεβαίως γιά μία φυσικοῦ τύπου παρουσία Του, σάν ἕνα εἶδος πανθεϊσμοῦ γιά παράδειγμα - κατά τόν ὁποῖο ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ διαπερνᾶ καί συνέχει τά πάντα ὁπότε τό κάθε τι εἶναι καί Θεός - ἀλλά γιά τήν ἐνέργειά Του, τήν πανσθενή καί πανάγαθη, ἡ ὁποία ὄχι μόνο δημιούργησε τόν κόσμο, ἀλλά καί τόν διακρατεῖ στήν ὕπαρξη καί τόν καθοδηγεῖ στόν τελικό του προορισμό. ῾῞Οτι ἐξ αὐτοῦ καί δι᾽ αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν τά πάντα ἔκτισται᾽. Κατά τή διατύπωση μάλιστα τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὁσίου Μαξίμου τοῦ ὁμολογητοῦ ῾πάντα ἀπέχει τοῦ Θεοῦ οὐ τόπῳ ἀλλά φύσει᾽. ῾Η ἀπόσταση δηλαδή ὅλων τῶν κτισμάτων ἀπό τόν Θεό δέν ἔχει τοπικό χαρακτήρα ἀλλά φυσικό: ἄλλη ἡ φύση τῶν κτισμάτων καί ἄλλη ἡ φύση τοῦ Κτίστου καί Δημιουργοῦ Θεοῦ.

2. Εἶναι τόσο σημαντική ἡ παραπάνω ἀλήθεια, ὥστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς (κεφ. 1) τήν ἔχει ξανατονίσει: ἡ ᾽Εκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ῾τό πλήρωμα τοῦ πάντα ἐν πᾶσι πληρουμένου᾽, εἶναι ἡ πληρότητα δηλαδή ἐκείνου ὁ Ὁποῖος μέ τήν παρουσία Του γεμίζει πλήρως τά πάντα. Πρόκειται γιά συνέπεια αὐτοῦ πού θεόπνευστα καταγράφει καί ὁ εὐαγγελιστής ᾽Ιωάννης ἤδη στήν ἀρχή τοῦ εὐαγγελίου του: ῾Πάντα δι᾽ Αὐτοῦ (τοῦ Χριστοῦ) ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε᾽. ῞Ολα δημιουργήθηκαν ἀπό τόν Χριστό καί συνεπῶς ὅλα ἔχουν τή δική Του σφραγίδα καί παρουσία. ῞Οπως ὡραῖα καί ποιητικά ἔχει κάπου γραφτεῖ: ῾ὅποια πέτρα τῆς Δημιουργίας κι ἄν σηκώσουμε, πίσω στέκει ὁ Χριστός᾽. Καί πόσο ὄμορφα ἐπίσης ἡ ᾽Εκκλησία μας ψάλλει τήν ἀλήθεια αὐτή διά γραφίδος ἁγίου ᾽Ανδρέου Κρήτης στόν Μεγάλο Κανόνα του: ῾ψυχή μου, ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις; Ἡ ὥρα ἐγγίζει καί μέλλεις θορυβεῖσθαι. ᾽Ανάνηψον οὖν ἵνα φείσηταί σου, Χριστός ὁ Θεός, ὁ πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν᾽.

3. Μιλώντας βεβαίως γιά τήν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου στό σύμπαν μέ τόν παραπάνω τρόπο εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι τήν ἐννοοῦμε ὡς κοινή παρουσία καί ἐνέργεια σύνολης τῆς ἁγίας Τριάδος. Δέν αὐτονομεῖται ὁ Κύριος οὔτε κάποιο ἀπό τά ἄλλα πρόσωπα-ὑποστάσεις τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. ῾Ο ἕνας στή φύση Του καί τριαδικός στίς ὑποστάσεις Του Θεός ἔχει μία καί κοινή ἐνέργεια, πού σημαίνει ὅτι ἡ πανταχοῦ παρουσία τοῦ Κυρίου εἶναι ταυτοχρόνως πανταχοῦ παρουσία καί τοῦ Θεοῦ Πατρός καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Συνεπῶς ἡ ἐπίκληση στό κάθε πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος συνιστᾶ ἐπίκληση καί στά ἄλλα πρόσωπα. ῞Ολος ὁ Θεός μας βρίσκεται ὡς ἐνέργεια μαζί μας καί δίπλα μας καί μέσα μας, ἔχοντάς μας στό κέντρο τῆς γεμάτης ἄπειρης ἀγάπης ῾καρδιᾶς᾽ Του, κατά τό γνωστό πατερικό λόγιο ῾ὁ Πατήρ δι᾽ Υἱοῦ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα᾽.

4. ῾Η καλλιέργεια τῆς αἴσθησης αὐτῆς τῆς πανταχοῦ παρουσίας  τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ μας ἀποτελεῖ καί τήν προϋπόθεση τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ. Χριστιανός πού δέν καλλιεργεῖ μέσα του αὐτήν τήν αἴσθηση δέν μπορεῖ νά σταθεῖ ἤ νά προοδεύσει ὡς χριστιανός, ἀφοῦ οὔτε προσευχή μπορεῖ νά κάνει σωστά – ποῦ νά στραφεῖ γιά προσευχή; - οὔτε μπορεῖ νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ - ῾χωρίς ἐμοῦ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽- οὔτε πολλῷ μᾶλλον μπορεῖ νά νιώσει ὡς μέλος Χριστοῦ, συνεπῶς νά ζήσει τό βάπτισμά του, ἐνδεδυμένος τόν Χριστό καί ἔχοντας αἴσθηση τῆς ἐγγύτητάς Του περισσότερη ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μέ τή φράση τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί πάλι ῾ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽.

5. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὅσο κανείς βλέπει στόν ἑαυτό του καί στά πάντα τόν Χριστό, τόσο καί παίρνει δύναμη καί θάρρος γιά νά ἀντιμετωπίσει ὁποιοδήποτε πρόβλημα καί ὁποιαδήποτε δοκιμασία τοῦ παρουσιαστεῖ, ἀκόμη δέ καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. ῾Εἰ ὁ Θεός ὑπέρ ἡμῶν, τίς καθ᾽ ἡμῶν;᾽ λέει ὁ κάθε γνήσιος πιστός μαζί μέ τόν ἀπόστολο, ὅπως καί ῾πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ᾽.

῾Ο κόσμος εἶναι ἀκατανόητος καί συνήθως μᾶς φοβίζει, ὅταν τόν βλέπουμε ἔξω ἀπό τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. Καί δικαίως. Διότι διαγράφοντας τόν πανταχοῦ παρόντα Κύριο καί τήν ἐνέργειά Του ἀφήνουμε δίοδο εἰσόδου στόν πονηρό καί τίς καταστροφικές δυνάμεις του. Εἶναι γνωστό ὅτι ἡ πνευματική χαλάρωση δέν συνιστᾶ μία ἁπλή στάση, ἀλλά κάθοδο καί ἀλλοίωση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο φόβος ἔτσι γίνεται τό καθοριστικό γνώρισμα τῆς ψυχῆς ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου. ᾽Αντιθέτως, δυναμώνοντας τήν πίστη μας καί βλέποντας τόν ἑαυτό μας καί τόν κόσμο μέσα στήν παντοδύναμη ἐνέργεια τοῦ Κυρίου, ὁ κόσμος γίνεται φιλικός καί κοντινός, κυριολεκτικά μέσο δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ὅτι μᾶς ὁδηγεῖ στήν εὕρεση τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. ῞Οπου ὅμως ἀγάπη ἐκεῖ καί ὁ Θεός, ἐκεῖ καί ἡ σωτηρία μας. 

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 4, 12-17)

 

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι ̓Ιωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, ἵνα πληρωθῇ τὸ ρηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶ νἐθνῶν, ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

 

Ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν ἔμαθε ὁ Ἰησοῦς πώς συνέλαβαν τόν Ἰωάννη, ἔφυγε γιά τή Γαλιλαία. Ἐγκατέλειψε ὅμως τή Ναζαρέτ καί πῆγε κι ἔμεινε στήν Καπερναούμ, πόλη πού βρίσκεται στίς ὄχθες τῆς λίμνης, στήν  περιοχή τῶν φυλῶν Ζαβουλών καί Νεφθαλείμ. Ἔτσι πραγματοποιήθηκε ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐα πού λέει: Ἡ χώρα τοῦ Ζαβουλών καί ἡ χώρα τοῦ Νεφθαλείμ, ἐκεῖ πού ὁ δρόμος πάει γιά τή θάλασσα καί πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη, ἡ Γαλιλαία πού τήν κατοικοῦν εἰδωλολάτρες, οἱ ἄνθρωποι πού κατοικοῦνε στό σκοτάδι εἶδαν φῶς δυνατό. Καί γιά ὅσους μένουν στή χώρα πού τή σκιάζει ὁ θάνατος ἀνέτειλε ἕνα φῶς γιά χάρη τους. Ἀπό τότε ἄρχισε κι ὁ Ἰησοῦς νά κηρύττει καί νά λέει: «Μετανοεῖτε γιατί ἔφτασε ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

 

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Εφεσ. 4, 7-13)

 

Ἀδελφοί, ἑνὶ ἑκάστῳ ἡμῶν ἐδόθη ἡ χάρις κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ. Διὸ λέγει· ἀναβὰς εἰς ὕψος ᾐχμαλώτευσεν αἰχμαλωσίαν καὶ ἔδωκε δόματα τοῖς ἀνθρώποις. Τὸ δὲ ἀνέβη τί ἐστιν εἰ μὴ ὅτι καὶ κατέβη πρῶτον εἰς τὰ κατώτερα μέρη τῆς γῆς; Ὁ καταβὰς αὐτός ἐστι καὶ ὁ ἀναβὰς ὑπεράνω πάντων τῶν οὐρανῶν, ἵνα πληρώσῃ τὰ πάντα. Καὶ αὐτὸς ἔδωκε τοὺς μὲν ἀποστόλους, τοὺς δὲ προφήτας, τοὺς δὲ εὐαγγελιστάς, τοὺς δὲ ποιμένας καὶ διδασκάλους, πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας, εἰς οἰκοδομὴν τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ,μέχρι καταντήσωμεν οἱ πάντες εἰς τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἄνδρα τέλειον, εἰς μέτρον ἡλικίας τοῦ πληρώματος τοῦ Χριστοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

 

Ἀδελφοί, στόν καθένα μας ἔχει δοθεῖ κάποιο ἰδιαίτερο χάρισμα, σύμφωνα μέ τό μέτρο πού δωρίζει ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό λέει ἡ Γραφή: Ἀνέβηκε ψηλά, πῆρε μαζί του αἰχμαλώτους, ἔδωσε δῶρα στούς ἀνθρώπους. Τό ἀνέβηκε ὅμως, τί ἄλλο σημαίνει παρά πώς προηγουμένως εἶχε κατέβει ἐδῶ κάτω στή γῆ; Αὐτός πού κατέβηκε εἶναι ὁ ἴδιος πού ἀνέβηκε πάνω ἀπ’ ὅλους τούς οὐρανούς, γιά νά γεμίσει μέ τήν παρουσία του τό σύμπαν. Αὐτός, λοιπόν, σέ ἄλλους ἔδωσε τό χάρισμα τοῦ ἀποστόλου, σέ ἄλλους τοῦ προφήτη, σέ ἄλλους τοῦ εὐαγγελιστῆ καί σ’ ἄλλους τοῦ ποιμένα καί δασκάλου, γιά νά καταρτίζουν τούς πιστούς γιά τό ἔργο τῆς διακονίας,ὥστε νά οἰκοδομεῖται τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἔτσι θά καταλήξουμε ὅλοι στήν ἑνότητα πού δίνει ἡ πίστη καί ἡ βαθιά γνώση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, θά γίνουμε ὥριμοι καί θά φτάσουμε στήν τελειότητα πού μέτρο της εἶναι ὁ Χριστός.