12 Ιανουαρίου 2023

ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ...

Και μην ξεχνάμε: Πέτρα χαρακτηρίζεται και ο ίδιος ο Κύριος κατά τον απόστολο Παύλο («ἡ δε πέτρα ἦν ὁ Χριστός»), πάνω στον Οποίο είναι θεμελιωμένη η Εκκλησία μας και εμείς οι ίδιοι ως μέλη της, που σημαίνει ότι όσο μένουμε "κολλημένοι" σ' Αυτόν, δηλαδή "κολλημένοι" στις άγιες εντολές Του και μάλιστα της ταπεινής αγάπης, τίποτε δεν μπορεί να μας κλονίσει, ακόμη κι αν όλα τα κύματα και οι ζάλες της ζωής επιπίπτουν επάνω μας. Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάθε ακολουθία των αγίων μας, ιδίως των μαρτύρων της πίστεως, υπάρχει συγκεκριμένος ύμνος που τονίζει την αλήθεια αυτή. Όπως για παράδειγμα στην ακολουθία της σήμερον εορταζομένης αγίας Τατιανής: «Οὐκ ἔσεισε τόν πύργον τῆς σῆς καρδίας, συρρεύσασα βασάνων ἡ τρικυμία∙ ἐστήρικτο γάρ τῇ πέτρᾳ τῆς ἀγάπης Χριστοῦ, πανεύφημε∙ πρόν Ὅν ἐκραύγαζες∙ Ὡς οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν Σοῦ, Κύριε» (γ΄ ωδή) (Δεν τράνταξε τον πύργο της καρδιάς σου η τρικυμία των βασάνων, όταν μαζεμένη ήλθε κατεπάνω σου. Διότι ήταν στηριγμένη στην πέτρα της αγάπης του Χριστού, πανεύφημε. Προν Αυτόν κραύγαζες ότι δεν υπάρχει άγιος εκτός από Εσένα, Κύριε). «Ἐπί τήν πέτραν τῶν ἐντολῶν Σου τήν καρδίαν μου στήριξον, πολυέλεε».

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΤΑΤΙΑΝΗ

 

«Η αγία Τατιανή ήταν από την πρεσβυτέρα Ρώμη επί της βασιλείας του Αλεξάνδρου (3ος αι.), από πατέρα που υπήρξε ύπατος Ρώμης τρεις φορές, ενώ κατά την τάξη της Εκκλησίας είχε το αξίωμα της Διακόνισσας. Επειδή ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, οδηγήθηκε ενώπιον του βασιλιά, κι όταν εισήλθε μαζί του στον ναό των ειδώλων, τράνταξε με την προσευχή της τα είδωλα που υπήρχαν εκεί και τα έριξε στη γη. Γι’  αυτό τον λόγο και την κτύπησαν στο πρόσωπο και ξύρισαν την κεφαλή της. Μετά δε την έριξαν στη φωτιά και στα θηρία, από τα οποία εξήλθε αβλαβής, οπότε τέλος δόθηκε η εντολή και της έκοψαν την κεφαλή».

 

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, προκειμένου να τονίσουν την αγιότητα και το δοξασμένο εν μαρτυρίω τέλος της αγίας Τατιανής, μας προβάλλουν με εποπτικό τρόπο ό,τι συνέβη κατά την ώρα της αποτομής της τιμίας κεφαλής της: ήταν η ώρα του θριάμβου της και, όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, άγγελοι όταν ανέβαινε στον ουρανό την υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα, ενώ ο παντοκράτωρ Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του στεφάνωνε τη μάρτυρα, που άθλησε με τον νόμιμο τρόπο. «Μετά από τα πολλά βασανιστήρια που υπέστης, σε υποβάλλει ο φοβερός δικαστής στην καταδίκη του διά ξίφους θανάτου. Την άνοδό σου στους ουρανούς τη χειροκρότησαν οι ουράνιες αγγελικές τάξεις, ενώ ο Χριστός με την παντοδύναμη δεξιά Του σου φόρεσε στεφάνι, μάρτυς, γιατί αθλήθηκες νόμιμα». Έκτοτε η αγία, κατά τον άγιο υμνογράφο που την βλέπει με τα μάτια της πίστεως, «είναι μαζί με τους φωτεινούς μάρτυρες, πολύ πιο κοντά στον Θεό από ό,τι πριν, και βλέπει όσα βλέπουν και οι άγγελοι. Βρίσκεται ως παρθένος στον νυμφώνα του νυμφίου της Χριστού, παρακαλώντας και αυτή για εμάς που την εγκωμιάζουμε, να βρούμε τη σωτηρία μας».

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία να φθάσει σ’ αυτό το μεγάλο ύψος δόξας και τιμής; Μα τίποτε άλλο από εκείνο που διαπιστώνουμε σε όλους τους αγίους και τους μάρτυρες της πίστεως: ο σφοδρός έρωτάς της προς τον Κύριο, η πυρωμένη από αγάπη καρδιά της προς Αυτόν, που την έκανε να υπερβεί οποιοδήποτε φόβο των βασάνων και να θεωρήσει ως μηδέν όλα τα υπάρχοντα στη γη. «Ούτε το ξίφος ούτε η φωτιά ούτε τα κτυπήματα, ούτε οι θλίψεις, η πείνα, το κάθε είδος τιμωρίας, χαλάρωσαν τον έρωτά σου προς τον Κύριο. Με πυρωμένη μάλιστα καρδιά αναζητούσες Αυτόν, κάνοντας πέρα ως τίποτε όλα τα ορώμενα». Κι αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία το μαρτύριό της και φανερώνεται ακόμη εντονότερα η αγάπη της προς τον Χριστό, όταν σκεφτεί κανείς ότι η αγία ήταν μία πριγκιποπούλα, κόρη υπάτου της Ρώμης, δηλαδή ανθρώπου με τη μεγαλύτερη μετά τον αυτοκράτορα εξουσία στην αυτοκρατορία, με πλούτη και τιμές και δόξες πολλές. Κι όμως, σαν τον απόστολο Παύλο, «ηγήσατο πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήση», όλα τα θεώρησε σαν σκουπίδια, για να έχει τον Χριστό. Κι είναι φυσικό ο άγιος υμνογράφος να επισημαίνει και τη διάσταση αυτή: «Δεν υπολόγισες καθόλου, μάρτυς, τον φθαρτό πλούτο, διότι αναζητούσες με προθυμία τον άφθαρτο και αιώνιο πλούτο στους ουρανούς».

Η υμνογραφία της αγίας δεν παύει βεβαίως να μας θυμίζει το αυτονόητο: ότι αν μπόρεσε η αγία να υπερβεί τη γοητεία του πλούτου, της δόξας, της σάρκας, και να φτάσει μάλιστα και στο μαρτύριο,  ήταν διότι πέραν της δικής της καλής προαίρεσης είχε συνεργούσα και την παντοδύναμη χάρη του Θεού. «Κατάσβεσες τη δυσωδία του σαρκικού φρονήματος και τη φλόγα της αμαρτίας, Αγνή, με τη δροσιά του Θείου Πνεύματος που συνεργούσε μαζί σου»∙ «Προς τις τιμωρίες, προς τα βάσανα και τις διάφορες μάστιγες, μάρτυς, προχώρησες απτόητη, γιατί είχες συνεργούσα τη χάρη του Σωτήρα Χριστού, που σε δυνάμωνε».

Η αγία λοιπόν και πριν φτάσει στο μαρτύριο, που ήταν η απογείωση της ψυχικής δύναμης και ομορφιάς της, ήταν ήδη καταστολισμένη με όλες τις αρετές («αφού καλλωπίστηκες με τις αρετές, έγινες ακόμη πιο ωραία με τις καλλονές του μαρτυρίου»), τόσο που «η ψυχή της έμοιαζε με ένα ωραίο κατάστημα, λόγω της ομορφιάς  της ευσέβειάς της». Δεν είναι τυχαίο λοιπόν που η Εκκλησία μας την είχε χαριτώσει με το αξίωμα της Διακόνισσας, του πρώτου βαθμού της ιερωσύνης δηλαδή που υπήρχε τότε στην Εκκλησία, με έργο τη βοήθεια του επισκόπου και των ιερέων στη φιλανθρωπία και τη διακονία των διαφόρων αναγκών των ανθρώπων, ακόμη δε και στο κήρυγμα. Ο ζήλος της μάλιστα για τη διακονία της και για το μαρτύριό της παρομοιάζεται με την πρώτη μάρτυρα γυναίκα και ισαπόστολο αγία Θέκλα. «Όπως πριν η Θέκλα, έτσι κι εσύ, αοίδιμε, απέκτησες τον ζήλο αυτής».

Η αγία Τατιανή μας παραδειγματίζει με την αγάπη της προς τον Χριστό και το μαρτυρικό της φρόνημα. Και μας δείχνει μεταξύ των άλλων και τον δρόμο της υπέρβασης της όποιας στον κόσμο ανομίας. Η ανομία και το πλήθος των κακών στον κόσμο υπερβαίνεται, όταν ο άνθρωπος μένει σταθερός στην πίστη του Χριστού, έχοντας ετοιμότητα να δώσει και τη ζωή του για την πίστη αυτού. «Τους χείμαρρους της ανομίας τους αποξήρανες, μακαρία, με τα ρείθρα των αιμάτων σου». Διότι «όπου επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις».

11 Ιανουαρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ Ο ΚΟΙΝΟΒΙΑΡΧΗΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ


«Ο όσιος πατέρας μας Θεοδόσιος ήταν από την κώμη Μωγαρισό της επαρχίας της Καππαδοκίας, τον πατέρα του τον έλεγαν Προαιρέσιο και τη μητέρα του Ευλογία, που ήταν και οι δύο ευσεβείς και πιστοί χριστιανοί. Ακολούθησε δε τη μοναχική ζωή και το ιερό ένδυμα αυτής. Πήγε στα Ιεροσόλυμα και από εκεί έφθασε στην Αντιόχεια προς τον μέγα Συμεών τον Στυλίτη, από τον οποίο και μυήθηκε την επίδοση στην αρετή, που θα παρουσίαζε αργότερα. Διότι θα γινόταν ποιμένας πολλών λογικών προβάτων. Έπειτα ησυχάζει κοντά σε κάποιο σεβαστό άνδρα, ονόματι Λογγίνο. Ακολουθώντας την άκρα εγκράτεια, ώστε να σιτίζεται μία φορά την εβδομάδα, και χωρίς να γευτεί καθόλου άρτο για τριάντα χρόνια, κι αφού εξάσκησε κάθε άλλη αρετή, έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος, ώστε να επιτελεί και παράδοξα θαύματα. Για παράδειγμα: - Τον μοναχό Βασίλειο, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του και εγκαινίασε τον τάφο που ο άγιος είχε κατασκευάσει για τον ίδιο, για μνήμη θανάτου, ο όσιος μόνος με έναν ακόμη μοναχό, ενώ στους υπόλοιπους ήταν αθέατος,  τον έβλεπε να στέκεται μαζί με τους αδελφούς και να συμψάλλει˙ - χωρίς να υπάρχει φωτιά, άναψε τα σβησμένα κάρβουνα, εκεί που επρόκειτο να ιδρύσει το μοναστήρι˙ - κάποια γυναίκα που τον πλησίασε, την απάλλαξε από την αιμορραγία της˙ - από έναν κόκκο, τον οποίο ευλόγησε  και τον έδωσε πίσω, έκανε να ξεχειλίζουν τα χωράφια με σιτάρι˙ - ένα παιδί που έπεσε μέσα σε φρεάτιο, ήλθε αόρατα και το έβγαλε από τον λάκκο˙ - σταμάτησε τον θάνατο των παιδιών που γεννώνταν, τα οποία δεν πρόφταιναν να φτάσουν ζωντανά στη ζωή. Τη μητέρα τους λοιπόν, που ήταν όπως σχεδόν οι στείρες γυναίκες, με την προσευχή του την έκανε εύτεκνο˙ - και απεσόβησε νέφος ακρίδων με μόνη την επιτίμησή του˙ - και τον Κήρυκο, τον κόμητα της Ανατολής, τον έκανε άτρωτο στους πολέμους, διότι αντί για θώρακα φόρεσε αυτός την τρίχινη εσθήτα του αγίου˙ - και τη γη που ταλαιπωρείτο από την ξηρασία, την απάλλαξε από την αδικία περί τους καρπούς, κάνοντας να έλθει βροχή με την προσευχή του˙ - προείπε και την πτώση των οικοδομημάτων από σεισμό που επρόκειτο να καταλάβει την Αντιόχεια, όπως και πολλούς έσωσε από τα θαλάσσια κύματα, εμφανιζόμενος σ᾽ αυτούς που κινδύνευαν. Έγινε καθηγητής πολλών μαθητών και έτσι εξεδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή του στο σεπτό αποστολείο του αγίου αποστόλου Πέτρου».

 

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν είναι δυνατόν να μη προβάλλουν τη σπουδαία ασκητική διαγωγή ενός από τους μεγαλυτέρους οσίους της Εκκλησίας μας, ο οποίος μάλιστα έχει και τον τίτλο του καθηγητού της ερήμου, αφού καθοδήγησε πλήθος άλλων μοναχών όχι με τα λόγια, αλλά πρωτίστως με την ίδια την αγιασμένη ζωή του. «Όσιε πάτερ, θεοφόρε Θεοδόσιε, αγωνίστηκες σπουδαία στην πρόσκαιρη αυτή ζωή, με τους ύμνους και τις νηστείες και τις αγρυπνίες, γενόμενος έτσι παράδειγμα των μαθητών που ήταν μαζί σου». Η μεγαλωσύνη του μάλιστα παρομοιάζεται με εκείνην του μεγίστου οσίου Αντωνίου, δείχνοντας με τον τρόπο αυτόν πράγματι το μέγεθος της αγιότητας και του ίδιου. «Ασκήθηκες αληθινά όπως ακριβώς ο μέγας Αντώνιος».

Η κατεξοχήν άσκησή του, κατά τον υμνογράφο του, ήταν στην προσευχή, στο κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, στη μνήμη του θανάτου. Ασκούμενος σ᾽ αυτά, έφτασε σε μεγάλα ύψη ταπείνωσης και καθαρότητας, συνεπώς δημιούργησε μέσα στην καρδιά του τον κατάλληλο χώρο για την ενοίκηση της αγίας Τριάδος. Διότι «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν», όπως και «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Με την ενοίκηση του Θεού στην ύπαρξή του, έγινε και ο ίδιος φως, το οποίο φώτισε και τους μοναχούς του μοναστηριού του, αλλά και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Σημειώνει ο άγιος υμνογράφος: «όπως ποθούσε η χάρη του Παναγίου Πνεύματος, βρήκε την καθαρή σου ψυχή και κατασκήνωσε σε σένα σαν άχραντο φως». Είπαμε όμως: η καθαρότητα αυτή της ψυχής του ήταν αποτέλεσμα του αδιάκοπου κατά των ψεκτών παθών αγώνα του, κυρίως στην προσευχή, το κατά Θεόν πένθος και τα δάκρυα, τη μνήμη του θανάτου. «Σηκώνοντας τα θεϊκά σου χέρια προς τον Θεό, όσιε, φάνηκες φωτεινός στύλος, που λάμπει με τις ακτίνες των προσευχών». «Θεοδόσιε, οι κρουνοί των δακρύων σου έσταξαν γλυκασμό ευφροσύνης από τον Χριστό τον Θεό, ο Οποίος  μετέτρεψε τα δάκρυα των Μυροφόρων σε χαρά». Και κυρίως η μνήμη του θανάτου: «Κρατώντας πάντοτε στη ζωή σου τη μελέτη του θανάτου και σπεύδοντας να φύγεις από τη ζωή αυτή προς τον Χριστό, που φάνηκε για εμάς ως άνθρωπος, κατασκεύασες για τον εαυτό σου τον τάφο σου, Θεοδόσιε». Μοιάζει και σ᾽ αυτό με τον άγιο Αντώνιο, ο οποίος τόνιζε ότι δεν είναι δυνατόν να φτάσει σε αγιότητα ο άνθρωπος, αν δεν θεωρήσει την κάθε του ημέρα ως την τελευταία  της ζωής του. Κι αν για τους μεγάλους αυτούς οσίους η μελέτη του θανάτου θεωρείτο ως απαραίτητη πνευματική άσκηση, ας φανταστούμε πόσο πιο απαραίτητη είναι για εμάς, τους εν τη ταραχή και συγχύσει του κόσμου ευρισκομένους. Είναι αυτό που προτρέπει ο λόγος του Θεού ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Θυμήσου το τέλος της ζωή σου, και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ».

Οι πνευματικές του ασκήσεις και η εν Χριστώ πρόοδός του ενισχυόταν από δύο στοιχεία: πρώτον, από τον τόπο που ευρισκόταν, δηλαδή  κοντά στον τόπο που έζησε ο ίδιος ο Κύριος, γι᾽αυτό και ο υμνογράφος προβάλλει τα στάδια της πνευματικής του πορείας κατά αντιστοιχία με την πορεία του Χριστού – «Άφησες τον κόσμο και τα εν τω κόσμω, όσιε, επειδή μιμήθηκες τη γύμνωση που υπέστη ο Δεσπότης Κύριος στον Ιορδάνη, Θεοδόσιε», «Μιμούμενος την υπακοή και την άριστη ταπείνωση του Χριστού, που έκλινε την κεφαλή του στον Πρόδρομο, Πάτερ Θεοδόσιε, ανέβηκες και εσύ στον στέρεο πύργο των αρετών», «Σήκωσες στους ώμους σου τον σταυρό του Σωτήρα και έτρεξες στον τάφο εκείνου, όπως τρέχει το ελάφι στις σωτήριες πηγές των υδάτων, παμμάκαρ Θεοδόσιε» – δεύτερον, από το γεγονός ότι είχε την ευκαιρία να προσεύχεται και να ζει μέσα στον ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου, την οποία αγαπούσε υπερβαλλόντως – «Αφού λειτούργησες στην Παρθένο και Μητέρα Χριστού του Θεού, δέχτηκες την ακαταμάχητη χάρη του αγίου Πνεύματος», «Αξιώθηκες να κατοικείς στον θείο  ναό της Θεοτόκου και να τον επισκέπτεσαι. Διότι αγάπησες να βλέπεις τη λαμπρότητα του Θεού». Κι είναι ευνόητο: δεν υπάρχει περίπτωση κάποιος να προχωρήσει σε αγιότητα, να έχει την οποιαδήποτε αγιότητα, αν δεν αγαπήσει τη Μητέρα του Κυρίου, την υπεραγία Θεοτόκο. Η αγάπη προς Εκείνην είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης προς τον ίδιο τον Χριστό και Θεό μας.

Αναφέραμε προηγουμένως ότι ο όσιος Θεοδόσιος ήταν φωτισμένος εκ Θεού άνθρωπος, ο οποίος φώτιζε και τους μοναχούς του και τον κόσμο που τον επισκεπτόταν. Κι ο φωτισμός αυτός φανερωνόταν και με τις θεόπνευστες διδασκαλίες του. Ο όσιος μπορεί να ήταν μέγας ασκητής, αλλά λόγω της θέσεώς του και της ευθύνης την οποία είχε, είχε και διδασκαλικό χάρισμα. Και τι δίδασκε; Μα, ό,τι η Εκκλησία μας κήρυσσε. Δεν θα ήταν άλλωστε ο άγιος που ξέρουμε, αν η αγιότητά του δεν στηριζόταν στην παράδοση της Εκκλησίας. Ελεύθερη και αυτόνομη αγιότητα δεν υφίσταται. Ό,τι αγιότητα έχει κανείς, οφείλεται στην ένταξή του στην Εκκλησία και τη σχέση του με τον Χριστό, τους Αποστόλους, τους προηγουμένους από αυτόν αγίους. Ο όσιος λοιπόν ήταν παραδοσιακός, συνδεδεμένος δηλαδή με την πηγή της χάρης, γι᾽αυτό και κήρυσσε τα δόγματα της πίστεως. Υπέρμαχος των Οικουμενικών Συνόδων, των τεσσάρων δηλαδή που υφίσταντο μέχρι την εποχή του, κήρυσσε ορθά το τριαδολογικό και το χριστολογικό δόγμα. Και μάλιστα η υπερμάχησή του για την ορθή εικόνα του Χριστού, ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου, δηλαδή ως έχοντος δύο φύσεις, συνεπώς και δύο θελήσεις και ενέργειες, αλλά μία θεϊκή προσωπικότητα, ήταν εκείνο που τον συνείχε, μέχρι σημείου να θέλει να δώσει και τη ζωή του για την αλήθεια αυτή. Γι᾽ αυτό και οι ύμνοι της Εκκλησίας μας τονίζουν και την ορθή από αυτόν εξαγγελία της πίστεως, αλλά και το μαρτυρικό του φρόνημα. «Ενθυμούμενοι τα διδάγματά σου, Θεοδόσιε, κηρύσσουμε τον Χριστό  με δύο ουσίες, γνωρίζοντας δύο και τις φυσικές θελήσεις και τις ενέργειες και τα αυτεξούσια, του Θεού που βαπτίστηκε ως άνθρωπος». «Κήρυξες, θεόφρον Θεοδόσιε, τις ισάριθμες με τα σεπτά ευαγγέλια του Χριστού Συνόδους, έτοιμος να δώσεις το αίμα της προαίρεσής σου με μαρτυρικό ζήλο, γι᾽αυτό και αναδείχτηκες και αναίμακτος μάρτυρας της πίστεως». 

10 Ιανουαρίου 2023

ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ

«Όποιος καθάρισε την καρδιά του από την κακότητα και τις κακές επιδράσεις όλης της υλικής κτίσεως, διακρίνει καθαρά μέσα στη δική του ψυχική ομορφιά την εικόνα της θείας φύσεως (του Θεού). Γιατί ο Θεός, όταν σε δημιουργούσε, χάραξε πάνω σου σαν σε αντίτυπο τα αγαθά της δικής Του φύσεως, σαν να αποτύπωσε πάνω στο κερί το σχήμα μιας γλυπτής παραστάσεως. Αλλά η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε για σένα άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα. Αν λοιπόν με την προσεκτική ζωή σου ξεπλύνεις πάλι την ακαθαρσία, η οποία τοποθετήθηκε σαν επίχρισμα πάνω στην καρδιά σου, θα λάμψει ξανά στη μορφή σου το θεόμορφο κάλλος» (άγιος Γρηγόριος Νύσσης, λόγος στον μακαρισμό «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία…»). 

 

Ο μέγας Πατέρας της Εκκλησίας Γρηγόριος επίσκοπος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο πιο «εμφιλόσοφος νους» κατά τους Πατρολόγους της Εκκλησίας μας, στο απόσπασμα του λόγου του υπενθυμίζει το μεγαλείο του ανθρώπου λόγω της δημιουργίας του από τον Θεό. Μεγαλείο που δεν έγκειται μόνο στο ότι ο Θεός «χάραξε πάνω του τα αγαθά της δικής Του φύσεως» - ό,τι ο λόγος του Θεού χαρακτηρίζει «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργία του – σαν μία επιθυμία Του δηλαδή να επαναλάβει, κατά όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, τον εαυτό Του στο δημιούργημά Του τον άνθρωπο, αλλά μεγαλείο που αποκαλύπτεται και στη δυνατότητα της μετανοίας του μετά βεβαίως τον ερχομό του Κυρίου Ιησού Χριστού. Διότι ο Κύριος ενσωματώνοντας τον άνθρωπο μέσα στη δική Του ανθρώπινη φύση, τον κατέστησε ικανό να υπερβεί την άλλως χαλασμένη λόγω της αμαρτίας θεοειδή ομορφιά του, που σημαίνει ότι καθάρισε τη σκοτεινιασμένη εικόνα του Θεού μέσα στον άνθρωπο και του ξανάνοιξε την άπειρη προοπτική του της ομοιώσεώς του με τον Θεό.

Για τον μέγα Πατέρα και σύνολη ασφαλώς Εκκλησιαστική διδασκαλία, ο άνθρωπος λόγω της ακατανόητης και έχουσας χαρακτήρα μυστηρίου πτώσεώς του στην αμαρτία έχασε την ταυτότητά του, κείμενος ως «νεκρός και χαμένος» στον κόσμο τούτο – η αμαρτία υπήρξε μέγα τραύμα για την ύπαρξή του ή όπως το λέει ακριβώς ο άγιος «η αμαρτία, αφού απλώθηκε γύρω από το θεόμορφο χάραγμα, έκανε άχρηστο το αγαθό που είναι κρυμμένο κάτω από τα άσχημα περιβλήματα». Ο Κύριος όμως ερχόμενος «δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν» τον αποκαθιστά στην προτέρα του και όχι μόνο κατάστασή του, οπότε ο εν Χριστώ πια άνθρωπος, ο άγιος, μπορεί να ξαναλάμψει από το κάλλος του Θεού. Το παράδειγμα του αγίου Πατρός είναι μάλιστα εν προκειμένω πολύ χαρακτηριστικό: «όπως συμβαίνει να γίνεται κατά τρόπο φυσικό στο σίδερο, όταν δηλαδή με το ακόνι απαλλαγεί από τη σκουριά, αυτό που πριν από λίγο ήταν μαύρο, βγάζει τώρα μερικές ανταύγειες και λάμψεις, καθώς ακτινοβολεί απέναντι στον ήλιο, με τον ίδιο τρόπο και ο εσωτερικός άνθρωπος, που ο Κύριος ονομάζει καρδιά, όταν με ξύσιμο βγάλει τη σκουριά, που είναι σαν την ακαθαρσία και σχηματίστηκε με τη μούχλα πάνω στη μορφή, θα αποκτήσει πάλι την ομοιότητα με το πρωτότυπο και θα είναι αγαθός».

Η επιπλέον όμως επισήμανση του αγίου Γρηγορίου είναι απολύτως καθοριστική: δεν αρκεί ότι ήλθε ο Κύριος και μας αποκατέστησε, αλλά απαιτείται, ως γνωστόν, και η ανταπόκριση του ανθρώπου. Και ανταπόκριση σημαίνει πίστη και αποδοχή της εν αγάπη ελεύσεώς Του, που φανερώνεται με την  ενσωμάτωση σ’ Αυτόν διά του βαπτίσματος: ο άνθρωπος γίνεται μέλος Χριστού εν Εκκλησία, αλλά κυρίως η ανταπόκριση αυτή εκφράζεται με τον καθημερινό αγώνα «προσεκτικής ζωής». Κι αυτό θα πει ότι για τον άγιο Νύσσης η μετάνοια δεν είναι μία κίνηση θεωρητική του ανθρώπου, ένα ίσως θέμα διαλογισμού, αλλά αλλαγή ολόκληρης της ζωής του: πορεία κατά Θεό σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, πορεία καθάρσεως της καρδιάς που κάνει τον άνθρωπο ικανό να δέχεται και πάλι τις ελλάμψεις του φωτός του Θεού. Οπότε, για μία ακόμη φορά καταλαβαίνουμε ότι η πίστη ή η απιστία στον Θεό δεν είναι θέμα νόησης του ανθρώπου, αλλά πρακτικής ζωής – μετανοείς κι επιστρέφεις στον Θεό; Βλέπεις τον Θεό! Αρνείσαι τη μετάνοια γιατί είσαι προσκολλημένος στα πάθη σου; Ο Θεός θα είναι για σένα διαπαντός ο κρυμμένος και άγνωστος και ο απών!

«ΔΩΣΕ ΜΟΥ ΤΗ ΔΥΝΑΜΗ ΝΑ ΥΠΟΦΕΡΩ ΤΟΝ ΚΟΠΟ…»

«Κύριε, δῶσε μου τή δύναμη νά ὑποφέρω τον κόπο καί ὅλα τά γεγονότα τῆς ἡμέρας αὐτῆς, σέ ὅλη τή διάρκειά της. Καθοδήγησε τή θέλησή μου καί δίδαξέ με νά προσεύχομαι, νά πιστεύω, νά ὑπομένω, νά συγχωρῶ καί ν’ ἀγαπῶ. Ἀμήν.» (Από την Προσευχή των Πατέρων της Όπτινα). 

 

Είναι μία από τις πιο γνωστές προσευχές στη σημερινή εποχή, η προσευχή των Πατέρων της Όπτινα, το τελευταίο τμήμα της οποίας αναφέρουμε παραπάνω, γιατί προβλήθηκε και καταγράφηκε και μοιράστηκε σε πολλούς και ερμηνεύτηκε από πολλούς. Κι ο πολύς κόσμος, ο χριστιανικός, και εδώ στην Ελλάδα, την αποδέχτηκε και την αγκάλιασε και την ενέταξε μέσα στον ρυθμό των δικών του προσευχών, και διότι την πήρε στα χέρια του στη γλώσσα που ο ίδιος εκφράζεται, τη δημοτική, συνεπώς κατανοεί τι λέει, και διότι, κυρίως, εκφράζει το ήθος πράγματι του γνησίου πατερικού φρονήματος που δεν είναι άλλο από το φρόνημα του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού.  

Η τελευταία επισήμανση είναι και η πιο σημαντική. Διότι οι Πατέρες της Όπτινα, Μονής και Σκήτης περιοχής κοντά σχετικά στη Μόσχα, απετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό τους γνήσιους φορείς του ορθοδόξου πνεύματος, εκείνου που εκφράζει την απαρχής εκκλησιαστική παράδοση και τη φιλοκαλική λεγόμενη αναγέννηση με τη διαρκή προσευχή, το «Κύριε ἐλέησον», την εν μετανοία και εξομολογήσει συμμετοχή στη Θεία Κοινωνία, την άσκηση και την εγκράτεια στην ψυχή και το σώμα. Το ησυχαστικό πνεύμα του Αγίου Όρους σαν να μεταγγίστηκε και στα εκεί χώματα της Ρωσικής γης, οπότε και η συγκεκριμένη γνωστή προσευχή αποτύπωσε εν σμικρώ τον χριστιανό άνθρωπο που εξαρτά τη ζωή του από την Πρόνοια του Θεού και αγωνίζεται να διακρατήσει τη χάρη Εκείνου σε όλη την καθημερινότητά του.

Τι επισημαίνει το μικρό τμήμα της προσευχής; Πρώτον, ότι ο άνθρωπος ευρισκόμενος μέσα στον κόσμο τούτο τον πεσμένο στην αμαρτία ταλαιπωρείται από τις θλίψεις και τις δοκιμασίες που τον συνέχουν. Κόπος, εντάσεις με συνανθρώπους, θεωρούμενες αναποδιές κατατρύχουν τον καθένα μας, με αποτέλεσμα να στενοχωρούμαστε και να θέλουμε ει δυνατόν διαμιάς να αποτινάξουμε το όποιο βάρος εναποτίθεται στους ώμους μας. Μα είναι το τίμημα της αμαρτίας του κόσμου: από την ώρα που ο άνθρωπος θέλησε να διαγράψει τον Δημιουργό του και να πορευτεί κατά το δικό του θέλημα, από εκείνη την ώρα εισήλθε στη στενωπό των παθών του και του πνιγμού από την έλλειψη του οξυγόνου της ελευθερίας του Θεού. «Θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το πονηρόν» (απ. Παύλος). Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε δεν το επεσήμανε; «Εν τω κόσμω θλίψιν έξετε». Και: «διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού». Ό,τι φάνταζε εύκολο και ευφρόσυνο ως πορεία ζωής στους προπάτορές μας Αδάμ και Εύα, έγινε μετά την ανυπακοή και την αμαρτία τους δύσκολο και στενάχωρο. Συμπέρασμα; Η κάθε ημέρα έρχεται φέρνοντας την «πραμάτεια» της, τον κόπο της δηλαδή και όλα τα θλιβερά της. Ακόμη και τα θεωρούμενα ευχάριστα, ενταγμένα μέσα στη φθαρτότητα του χωρίς Θεού κόσμου, έχουν στο βάθος τους την οσμή του θανάτου!

Δεύτερον, ότι ο πιστός όμως άνθρωπος, αυτός που έχει αποδεχτεί στη ζωή του τον Κύριο Ιησού Χριστό, την όποια θλίψη και τον όποιο κόπο της ημέρας μπορεί να τα αντιμετωπίσει κι ακόμη περισσότερο να τα αξιοποιήσει προς το πνευματικό του συμφέρον, τον αγιασμό του δηλαδή και την περαιτέρω σχέση του με τον Δημιουργό του. Δεν υποσχέθηκε ο Κύριος διαγραφή των κόπων και των θλίψεων, αλλά πορεία μέσα από αυτά, ώστε να ασκηθεί ο πιστός σ’ εκείνην την αρετή, την υπομονή, που οδηγεί στην τελειότητα, την ομοίωσή του με Εκείνον – «ο υπομείνας εις τέλος ούτος σωθήσεται». «Δι’  υπομονής τρέχομεν τον προκείμενον ημίν αγώνα» θα ομολογήσει και ο απόστολος Παύλος, ενώ ο απόστολος Ιάκωβος θα εξηγήσει ότι οι πειρασμοί της ζωής αυτής συνιστούν «το δοκίμιον της πίστεως που κατεργάζεται την υπομονή, η οποία οδηγεί στην τελειότητα και την ωριμότητα του πιστού».  Πώς πορεύτηκε άλλωστε ο Ίδιος ο Χριστός στον κόσμο τούτο που ήλθε εκουσίως λόγω της αγάπης Του; Με πειρασμούς και πάθη που αποκορυφώθηκαν στο κατεξοχήν Πάθος Του, τον Σταυρό Του! Και στη συμμετοχή του Σταυρού Του καλεί και καθέναν που θέλει να είναι ακόλουθός Του: «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι». Οπότε, ο χριστιανός ζητάει στην προσευχή του όχι να μην έχει θλίψεις και δοκιμασίες, που έτσι κι αλλιώς είναι δεδομένες όπως είπαμε, αλλά δύναμη και υπομονή από τον Κύριο ώστε να τις αντέξει και να μπορέσει να δει το βάθος τους – τη χάρη που περικλείουν για την τελειοποίησή του.

Και τρίτον, ότι το πιο κρίσιμο στοιχείο στον πιστό άνθρωπο, και κάθε άνθρωπο, είναι ακριβώς η θέλησή του. Δεν είναι δηλαδή η γνώση του αγαθού και μόνη η ψιλή (γυμνή) πίστη στον Θεό που σώζει τον άνθρωπο, κι ούτε βεβαίως μία καλή διάθεση να είναι ο Θεός μαζί του. Απαιτείται η θέλησή του να καθοδηγείται από τον Κύριο ώστε αυτή να παραμένει προσκολλημένη αταλάντευτα σ’ Εκείνον μόνο, ό,τι κι αν στοιχίζει τούτο, έστω και την ίδια τη ζωή. Κι αυτό σημαίνει ότι αν ο πιστός δεν αποφασίζει την κάθε ημέρα και την κάθε στιγμή της ζωής του - που ο Θεός του παραχωρεί ως ευκαιρία παραμονής και σχέσεως μ’ Εκείνον – να πεθάνει για την πίστη του, που θα πει για την αγάπη του για τον Κύριο, δεν πρόκειται ποτέ να σταθεί στο όριο που η πίστη αυτή καθορίζει, την αγκαλιά του Πατέρα Θεού. «Γίνου πιστός άχρι θανάτου» προτρέπει το Πνεύμα του Θεού, για να δει τελικώς αυτός που θα ακολουθήσει την προτροπή ότι όχι μόνο δεν πεθαίνει αλλά τότε εισέρχεται θριαμβευτικά μέσα στην ίδια την πηγή της Ζωής - και δεν μιλάμε για την εξαιρετική χαρισματική στιγμή του μαρτυρίου του αίματος των αγίων μαρτύρων!

Πρόκειται στην πραγματικότητα για την πιο κεντρική εντολή που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, «να Τον αγαπήσει με όλη την ψυχή του και την καρδιά του και τη διάνοιά του και τη δύναμή του, όπως και τον συνάνθρωπό του σαν τον εαυτό του», η οποία κινητοποιεί στο έπακρο τη θέληση του ανθρώπου για να είναι στραμμένος «εκατό τοις εκατό» στον κανονικό και ομαλό δρόμο της ζωής, στην οδό της ωριμότητας και της τελείωσης, εκεί που όπως είπαμε συναντά άμεσα και με τη μεγαλύτερη ένταση το πρόσωπο του Θεού του. «Μείνετε σταθεροί πάνω στην αγάπη μου. Εάν τηρήσετε τις εντολές μου θα μείνετε στην αγάπη μου αυτή». Κι έχει ο πιστός τη δυνατότητα να δέχεται την καθοδήγηση του Κυρίου, γιατί ως βαπτισμένος στο όνομα Εκείνου, συνεπώς ως μέλος δικό Του, Τον θέλει στη ζωή του. Και τι κάνει τότε ο Κύριος στον πιστό του αυτόν; Ενισχύοντας την αδύναμη θέλησή του, όπως κάνει ο γονιός στο μικρό παιδάκι του που του μαθαίνει να περπατά και να αντιμετωπίζει τα διάφορα προβλήματα, τον μαθαίνει «να προσεύχεται, να πιστεύει σωστά, να υπομένει, να συγχωρεί, να αγαπά».

 

(Κύριε, βοήθησέ με να αντιμετωπίσω με ψυχική γαλήνη όλα, όσα θα μου φέρει η σημερινή ημέρα. Βοήθησέ με να παραδοθώ ολοκληρωτικά στο άγιο θέλημα Σου. Στην κάθε ώρα αυτής της ημέρας φώτισέ με και δυνάμωνέ με για το κάθε τι. Όποιες ειδήσεις κι αν λάβω στο διάστημα της σημερινής ημέρας, δίδαξέ με, να τις δεχθώ με ηρεμία και με την πεποίθηση ότι προέρχονται από το άγιο θέλημά Σου.
Καθοδήγησε τις σκέψεις και τα συναισθήματα μου σε όλα τα έργα μου και τα λόγια μου. Σε όλες τις απρόοπτες περιστάσεις μη με αφήσεις να ξεχάσω, ότι τα πάντα προέρχονται από Σένα. Δίδαξέ με να συμπεριφέρομαι σε κάθε μέλος της οικογένειάς μου με ευθύτητα και σύνεση, ώστε να μην συγχύσω και στενοχωρήσω κανένα. Κύριε, δώσε μου τη δύναμη να υποφέρω τον κόπο και όλα τα γεγονότα της ημέρας αυτής καθ’ όλη τη διάρκειά της. Καθοδήγησε την θέλησή μου και δίδαξέ με να προσεύχομαι, να πιστεύω, να υπομένω, να συγχωρώ και να αγαπώ. Αμήν
).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΝΥΣΣΗΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος ήταν αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, λαμπρός στους λόγους και ζηλωτής της ορθόδοξης πίστης. Γι’ αυτόν τον λόγο κι έγινε προεστώς της Εκκλησίας του Χριστού. Κι όταν ήλθε μαζί με αυτούς που συγκρότησαν την Δευτέρα στην Κωνσταντινούπολη Οικουμενική Σύνοδο (381), οι οποίοι εναντιώνονταν κατά των δυσσεβών αιρέσεων, βρέθηκε υπέρμαχος των Πατέρων, κατατροπώνοντας τους αιρετικούς με τη δύναμη των λόγων του και με τις αποδείξεις που έφερνε από τις Άγιες Γραφές. Διότι νίκησε, μετερχόμενος κάθε επιχείρημα λόγων και ευδοκιμώντας στην αρετή. Έφτασε σε προχωρημένο γήρας και εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, όμοιος σχεδόν με τον αδελφό του Βασίλειο».

 

 Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης ανήκει στη μεγάλη χορεία των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας, μαζί με τον αδελφό του Βασίλειο τον μέγα, τον Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον Ιωάννη Χρυσόστομο. Η μεγαλωσύνη του αναδείχτηκε ιδίως κατά τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο, «στην οποία έγινε ο κατεξοχήν εκφραστής της τριαδολογίας και πνευματολογίας των καππαδοκών και αναγνωρίστηκε ως μεγάλη θεολογική μορφή» (Σ. Παπαδόπουλος). Δεν είναι τυχαίο ότι η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος (787) τον χαρακτήρισε «Πατέρα Πατέρων». Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος του Ιωάννης μοναχός, έχοντας υπ’ όψιν την όλη προσφορά του και την αξιολόγηση της ίδιας της Εκκλησίας διά του στόματός της, των Οικουμενικών Συνόδων, αφενός τον χαρακτηρίζει εξίσου «διδασκάλων το λαμπρόν εγκαλλώπισμα», αφετέρου τον τιμά με παρόμοιο τρόπο με τον αδελφό του άγιο και μέγα Βασίλειο: «Ω η θαυμαστή αδελφική δυάδα, ίδιου αίματος σαρκικά, ίδιου φρονήματος ως προς τα θεία! Αυτήν τη δυάδα τιμώντας, τον Βασίλειο κατά λόγο δικαιοσύνης, μαζί με τον Γρηγόριο, τιμάμε στους αιώνες».

Ο άγιος υμνογράφος επικεντρώνει την προσοχή μας με τον κανόνα του στον άγιο, στο μεγαλύτερο τουλάχιστον ποσοστό, στη θεολογική προσφορά του Γρηγορίου, δηλαδή στην υπεράσπιση των ορθοδόξων δογμάτων, τα οποία αποτελούν το στήριγμα του κόσμου. Κι η υπεράσπιση αυτή βεβαίως δεν ήταν πρώτιστα καρπός της μεγάλης όντως παιδείας του και της μεγαλοφυούς διανοίας του.  Ήταν καρπός του φωτισμού του από τον Θεό λόγω της ασκητικής του διαγωγής και του άυλου βίου του. «Έχοντας την έλλαμψη από τον Θεό και έχοντας εξασκηθεί στον αγγελικό βίο, διέπρεψες στη γεμάτη εγρήγορση ιερατική σου διακονία. Διότι αφού διατράνωσες με τη χάρη του Θεού τα δόγματα, στήριξες τον κόσμο στην ορθοδοξία». Ο εκ Θεού φωτισμός του ήταν εκείνος που του έδινε τη δυνατότητα, όπως συνέβη άλλωστε και με τους άλλους μεγάλους Πατέρες και Διδασκάλους, να μη μένει στην επιφάνεια των λόγων της Αγίας Γραφής, στο «νομικόν ένδυμα», αλλά να διεισδύει στο κρυμμένο κάλλος των εννοιών, στο «απόθετον κάλλος» κατά την αντίστοιχη φράση του άλλου μεγάλου Γρηγορίου, του Θεολόγου. «Έχοντας δεχθεί τη χάρη του αγίου Πνεύματος, άνοιξες το ευτελές ένδυμα του νομικού γράμματος και μας αποκάλυψες το κρυμμένο κάλλος των εννοιών».

Ο πλουτισμός του αγίου Γρηγορίου από το Πνεύμα του Θεού, η μεγαλοφυία του από πλευράς φυσικών καταβολών, η μεγάλη παιδεία του (κυρίως από τον αδελφό του Μεγάλο Βασίλειο και τις προσωπικές μελέτες του), θύραθεν και εκκλησιαστική, τον ανέδειξαν αφενός «ολόφωτο στύλο ορθοδοξίας με τον βίο του και με τον θερμό του λόγο», αφετέρου μέγα αντιαιρετικό, που κατατρόπωσε, κατά το συναξάρι, τους διαφόρους αιρετικούς, ήτοι τον Ευνόμιο, τον Μακεδόνιο, τις παραφυάδες του Αρείου, τον Σαβέλλιο, εκείνους δηλαδή που αμφισβήτησαν στην εποχή του την αποκαλυμμένη από τον Κύριο αγία Τριάδα, την εν Τριάδι Μονάδα και την εν Μονάδι Τριάδα. Είναι κατά τον υμνογράφο «ο πέλεκυς που κόβει τις ορμές των αιρετικών, το δίκοπο ξίφος του Παρακλήτου, το μαχαίρι που κόβει τις νόθες σπορές, η φωτιά που καταφλέγει τις σαν φρύγανα αιρέσεις». Κι ας σημειώσουμε ότι ο αντιαιρετικός του αγώνας είχε κατεξοχήν θετικό χαρακτήρα. Πίστευε δηλαδή ότι τότε εξαλείφεται η οποιαδήποτε αίρεση, όταν προβάλλεται με σαφήνεια  η αλήθεια του λόγου του Θεού.

Ο υμνογράφος του βεβαίως δράττεται της ευκαιρίας να προβάλει τη νηπτική και εσωτερική της καρδιάς  διάθεση και θεολογία του αγίου Γρηγορίου αναφερόμενος στο ίδιο του το όνομα: Γρηγόριος.  Ο άγιος Γρηγόριος ήταν «ο γρήγορος νους», «αυτός που ήταν σε εγρήγορση ως προς το όμμα της ψυχής και σε εγρήγορση ποιμένας», ο οποίος «υπέταξε στον μεν ηγεμόνα νου τα αμαρτωλά σκιρτήματα της σάρκας, τον δε νου στον Παμβασιλέα Χριστό», γι’ αυτό και χωρίς εμπόδια διήνυσε την οδόν των εντολών του Χριστού και έγινε εύκολα κατοικητήριο της αγίας Τριάδος («όθεν απροσκόπτως την οδόν των εντολών ανύσας, συ της Τριάδος ενδιαίτημα γέγονας εικότως, Γρηγόριε»). Η πρακτική αυτή εξάσκηση των αρετών διά των εντολών του Κυρίου, η οποία τον οδήγησε  και στη θεωρία του Θεού, ήταν η προϋπόθεση για τον ιδιαίτερο φωτισμό του από τον Θεό, προκειμένου να διακρίνει την αλήθεια της πίστης από την πλάνη των αιρέσεων. Κι είναι τούτο βασικότατη αλήθεια της χριστιανικής πίστης: μόνον όποιος καθαρίζει την καρδιά του από τις πονηρίες των παθών, μπορεί και να δεχτεί τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος, συνεπώς να γίνει και αληθής θεολόγος.

Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε και εμείς είναι να συντονιστούμε με τον υμνογράφο της Εκκλησίας μας: να παρακαλέσουμε τον άγιο, με την παρρησία που έχει ενώπιον του Τριαδικού Θεού, «ως γρήγορος ποιμήν», να διεγείρει και εμάς από τον πνευματικό μας ύπνο και να «κοιμίσει» τα πάθη που μας τυραννούν, λόγω της αμελείας μας. «Από αμέλεια ο δειλός ξανάπεσα στην αμαρτία και μέχρι θανάτου κοιμήθηκα. Αλλά σαν ποιμένας ευρισκόμενος σε μεγάλη εγρήγορση, ξύπνησέ με, Πάτερ, και κοίμισε τα πάθη μου, που με τυραννούν με κακό τρόπο».