18 Φεβρουαρίου 2023

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 25, 31-46)

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. Τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν  φυλακῇ ἤμην  καὶ ἤλθετε  πρός  με.  Τότε ἀποκριθήσονται  αὐτῷ οἱ δίκαιοι  λέγοντες·  κύριε,  πότε  σε  εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην  καὶ οὐ συνηγάγετέ με,  γυμνὸς  καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. Τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅταν θά ἔρθει ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου μέ ὅλη του τή μεγαλοπρέπεια καί θά τόν συνοδεύουν ὅλοι οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, θά καθίσει στό βασιλικό θρόνο του. Τότε θά συναχθοῦν μπροστά του ὅλα τα ἔθνη, καί θά τούς ξεχωρίσει ὅπως ξεχωρίζει ὁ βοσκός τά πρόβατα ἀπό τά κατσίκια. Τά πρόβατα θά τά τοποθετήσει στά δεξιά του καί τά κατσίκια στ’ ἀριστερά του. Θά πεῖ τότε ὁ βασιλιάς σ’ αὐτούς πού βρίσκονται δεξιά του:  “ἐλᾶτε,  οἱ εὐλογημένοι ἀπ’  τόν  Πατέρα  μου,  κληρονομῆστε  τή βασιλεία  πού  σᾶς ἔχει ἑτοιμαστεῖ ἀπ’  τήν ἀρχή  τοῦ κόσμου.  Γιατί, πείνασα καί μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί μέ ντύσατε, ἄρρωστος καί μ’ ἐπισκεφθήκατε,  φυλακισμένος  κι ἤρθατε  νά  μέ  δεῖτε”.  Τότε  θά  τοῦ ἀπαντήσουν οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ: “Κύριε, πότε σέ εἴδαμε νά πεινᾶς καί σέ θρέψαμε ἤ νά διψᾶς καί σοῦ δώσαμε νά πιεῖς; Πότε σέ εἴδαμε ξένον καί σέ περιμαζέψαμε ἤ γυμνόν καί σέ ντύσαμε; Πότε σέ εἴδαμε ἄρρωστον ἤ φυλακισμένον κι ἤρθαμε νά σέ ἐπισκεφθοῦμε;” Τότε θά τούς ἀπαντήσει ὁ βασιλιάς: “σᾶς βεβαιώνω πώς ἀφοῦ τά κάνατε αὐτά γιά ἕναν ἀπό τούς ἄσημους ἀδερφούς μου, τά κάνατε γιά μένα”. Ὕστερα θά πεῖ καί σ’ αὐτούς πού βρίσκονται ἀριστερά του: “φύγετε ἀπό μπροστά  μου,  καταραμένοι·  πηγαίνετε  στήν  αἰώνια  φωτιά,  πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τόν διάβολο καί τούς δικούς του. Γιατί, πείνασα καί δέν μοῦ δώσατε νά φάω, δίψασα καί δέν μοῦ δώσατε νά πιῶ, ἤμουν ξένος καί δέν μέ περιμαζέψατε, γυμνός καί δέν μέ ντύσατε, ἄρρωστος καί φυλακισμένος καί δέν ἤρθατε νά μέ δεῖτε”. Τότε θά τοῦ ἀπαντήσουν κι αὐτοί: “Κύριε, πότε σέ εἴδαμε πεινασμένον ἤ διψασμένον ἤ ξένον ἤ γυμνόν ἤ ἄρρωστον ἤ φυλακισμένον καί δέν σέ ὑπηρετήσαμε;” Καί θά τούς ἀπαντήσει: “σᾶς βεβαιώνω πώς ἀφοῦ δέν τά κάνατε αὐτά γιά ἕναν ἀπό αὐτούς τούς ἄσημους ἀδερφούς μου, δέν τά κάνατε οὔτε γιά μένα”. Αὐτοί λοιπόν θά πᾶνε στήν αἰώνια τιμωρία, ἐνῶ οἱ δίκαιοι στήν αἰώνια ζωή»

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Α΄Κορ. 8,8-9,2)

Ἀδελφοί, βρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ·οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. Βλέπετε δὲ μήπως ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. Ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε,  τὸν ἔχοντα  γνῶσιν, ἐν  εἰδωλείῳ κατακείμενον,  οὐχὶ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; καὶ ἀπολεῖται ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, διὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. Οὕτω  δὲ ἁμαρτάνοντες  εἰς  τοὺς ἀδελφοὺς  καὶ τύπτοντες  αὐτῶν  τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν  εἰς  Χριστὸν ἁμαρτάνετε. Διόπερ  εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω. Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι· γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, δέν εἶναι οἱ τροφές πού θά καθορίσουν τή θέση μας ἀπέναντι στόν Θεό· οὔτε ἄν δέ φᾶμε κάποια ἀπαὐτές χάνουμε κάτι οὔτε ἄν φᾶμε ἀποκτᾶμε  κάτι  παραπάνω.  Προσέξτε ὅμως,  μήπως  τό ἐλεύθερο  αὐτό δικαίωμά σας γίνει αἰτία νά σκοντάψουν καί νά πέσουν ἐκεῖνοι πού πίστη τους εἶναι ἀδύνατη. Πράγματι, ἄν κάποιος, ἀπαὐτούς δεῖ ἐσένα, πού ἔχεις  τή  «γνώση»,  νά  κάθεσαι  στό  τραπέζι ἑνός  εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ, συνείδησή του, ἀφοῦ αὐτός εἶναι ἀδύνατος, δέν θά παρασυρθεῖ ἀπό τό παράδειγμά σου καί δέν θά παρακινηθεῖ νά τρώει τά εἰδωλόθυτα; Ἔτσι, δική σου «γνώση» θά προκαλέσει τό χαμό αὐτοῦ τοῦ ἀδύνατου, τοῦ ἀδερφοῦ μας,  γιά  τόν ὁποῖον Χριστός ἔδωσε  τή  ζωή  του. Ἀμαρτάνοντας ὅμως μαὐτό τόν τρόπο ἀπέναντι στούς ἀδερφούς καί πληγώνοντας  τή  συνείδησή  τους  πού  εἶναι ἀδύνατη, ἁμαρτάνετε ἀπέναντι  στόν ἴδιο  τόν  Χριστό.  Γι’  αὐτό, ἄν  κάποια  τροφή  μπορεῖ νά γίνεται αἰτία νά σκοντάφτει καί νά πέφτει ἀδερφός μου, ἐγώ δέν θά βάλω ποτέ κρέας στό στόμα μου,γιά νά μή γίνω αἰτία νά πέσει ἀδερφός μου. Πάρτε  παράδειγμα ἐμένα.  Δέν  εἶμαι ἀπόστολος;  δέν  εἶμαι ἐλεύθερος; δέν εἶδα ἀναστημένο τόν Ἰησοῦ, τόν Κύριό μας; δέν εἶστε ἐσεῖς καρπός τοῦ κόπου μου στήν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου; Κι ἄν ἀκόμα ἄλλοι ἀρνοῦνται νά μέ ἀναγνωρίσουν ὡς ἀπόστολο, γιά σᾶς ὁπωσδήποτε εἶμαι· γιατί ἴδια ὕπαρξη τῆς ἐκκλησίας σας εἶναι ἀπόδειξη πώς εἶμαι ἀπόστολος.

ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ

 


Είναι γνωστό ότι για την Εκκλησία μας, μολονότι το κάθε Σάββατο το έχει αφιερωμένο στους αγίους μάρτυρες και στους κεκοιμημένους πιστούς της, δύο είναι τα ψυχοσάββατα: αυτό της παραμονής της Κυριακής των Απόκρεω και αυτό της παραμονής της αγίας Πεντηκοστής. Γι’  αυτό και κατά τις δύο αυτές ημέρες ακούμε το συναξάρι να σημειώνει: «Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνείαν πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος κοιμηθέντων εὐσεβῶς, ἐπ’ ἐλπίδι ἀναστάσεως ζωῆς αἰωνίου, οἱ θειότατοι Πατέρες ἐθέσπισαν» (Την ίδια ημέρα, οι θειότατοι Πατέρες θέσπισαν να θυμόμαστε όλους τους απαρχής ευσεβώς κεκοιμημένους, αυτούς δηλαδή που έφυγαν από τον κόσμο αυτόν με την ελπίδα της αναστάσεως της αιώνιας ζωής).

Για την Εκκλησία οι κεκοιμημένοι δεν αποτελούν τμήμα του κόσμου που «τελείωσε και έφυγε» – ό,τι πιστεύουν πολλοί που την ύπαρξή τους την έχουν περικλείσει στα ασφυκτικά πλαίσια του κόσμου τούτου, γιατί έχουν διαγράψει τον Θεό και τον Χριστό από τη ζωή τους. Οι κεκοιμημένοι συνιστούν οργανικό κομμάτι της Εκκλησίας, κομμάτι δηλαδή του σώματος του Χριστού, διότι ο θάνατος δεν είναι η θύρα που οδηγεί στην ανυπαρξία, αλλά η θύρα που εκβάλλει στην αγκαλιά του Χριστού. Όπως οι πιστοί ζούμε στην αγκαλιά αυτή στον κόσμο τούτο, το ίδιο και ακόμη περισσότερο συμβαίνει και την ώρα του θανάτου μας και μετέπειτα. Μας το λέει με άμεσο τρόπο ο απόστολος Παύλος, βασισμένος βεβαίως στην Ανάσταση του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού: «ἐάν τε ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (είτε είμαστε στη ζωή αυτή είτε φεύγουμε από τη ζωή αυτή, στον Κύριο ανήκουμε).

Κι είναι ευνόητο: ο Κύριος ως Παντοκράτωρ, ως Δημιουργός και Προνοητής και Κυβερνήτης του κόσμου όλου, ως «ὁ ἐξ Οὗ καί δι’ Οὗ καί εἰς Ὅν τά πάντα ἔκτισται», μάς δίνει τη δυνατότητα να ζούμε και εδώ στον κόσμο τούτο ψυχοσωματικά, αλλά και μετά τον θάνατό μας ως ψυχές, πολύ περισσότερο έπειτα μετά τη Δευτέρα Του Παρουσία που θα αναστήσει τα σώματά μας για να ενωθούν και πάλι με τις ψυχές μας, ώστε ολόκληροι να ζούμε μέσα στην παρουσία Του, είτε θετικά (Παράδεισος) είτε δυστυχώς αρνητικά (Κόλαση). Αν υπάρχει δηλαδή και υφίσταται η ζωή, αυτό οφείλεται στην πηγή της που είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν». «Ὅτι παρά Σοί πηγή ζωῆς». «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή». Ο Κύριος είναι ο Θεός των ζώντων και των κεκοιμημένων.

Αυτούς λοιπόν τους κεκοιμημένους, ιδίως τους εν πίστει κεκοιμημένους, θυμόμαστε τα Σάββατα και κατεξοχήν τα ψυχοσάββατα, σαν το σημερινό, με σκοπό αφενός να προσευχηθούμε για την εν Κυρίῳ ανάπαυσή τους – ως άνθρωποι μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει τη μετάνοιά τους – αφετέρου να προκληθούμε οι εν κόσμῳ ακόμη ευρισκόμενοι ώστε να βαθύνουμε τη μετάνοιά μας, να νιώσουμε ενόψει του ορίου του θανάτου ότι η αληθινή ζωή είναι η ζωή που έχει αιώνιο χαρακτήρα και δεν είναι αυτή που εκτρέφει απλώς τα πάθη μας, κατεξοχήν τον εγωισμό και τα όποια παρακλάδια του - να προσανατολίσουμε την καρδιά και τη σκέψη μας στην εντολή του Κυρίου «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Αὐτοῦ καί ταῦτα πάντα (όλα τα απαραίτητα για τα προς το ζην) προστεθήσεται ὑμῖν».

Και πρέπει να τονίσουμε ότι τα δύο αυτά: προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων, πρόκληση να μετανοήσουμε αληθινά, δεν είναι απλώς προσθετικές καταστάσεις με την έννοια  να κάνουμε το ένα, αλλά ευκαιρία να κάνουμε και το άλλο. Κι αυτό γιατί το ένα συνιστά προϋπόθεση του άλλου. Μετανοώ σημαίνει ότι αλλάζω νου, αλλάζω τρόπο θέασης των πραγμάτων, αλλάζω ζωή – επιστρέφω προς τον Θεό μένοντας πάνω στο άγιο θέλημά Του, την αγάπη. Κι αυτό θα πει ότι αρχίζω, κατά την αναλογία της μετάνοιάς μου, να αγαπώ σωστά και τον Θεό και τον συνάνθρωπό μου, τον συνάνθρωπο μάλιστα που ευρίσκεται όπου γης αλλά και σε οποιοδήποτε βάθος χρόνου. Μη ξεχνάμε ότι κατά την πίστη μας ο χριστιανός συνιστά «μίμημα Χριστού» ως κατ’ εικόνα Εκείνου δημιουργημένος, συνεπώς το φρόνημα Χριστού που περιέκλειε μέσα Του σύμπασα την ανθρωπότητα, τοπικά και χρονικά, αποτελεί όριο και του κάθε χριστιανού, οπότε και ο μετανοών χριστιανός τον όποιο συνάνθρωπο, στην όποια τοπική αλλά και χρονική έκταση, τον περικλείει στην ύπαρξή του, θεωρώντας τον οργανικό κομμάτι δικό του. Η προσευχή του λοιπόν και για τους κεκοιμημένους είναι όχι απλώς ευκταία κατάσταση, αλλά δεδομένη πραγματικότητα της συνείδησής του, οφειλή που χωρίς αυτήν εκπίπτει σχεδόν από την πίστη του. «Ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν».

Κι η Εκκλησία μας λοιπόν με αφορμή το όριο του θανάτου μάς καλεί σε μετάνοια, σ’ αυτήν την απεραντοσύνη της εν Κυρίῳ εμπειρίας της, στην αληθινή ζωή με βάση τις εντολές του Θεού. Γιατί είναι δυστυχώς πολύ εύκολο στον κόσμο τούτο που ευρισκόμαστε, τον πεσμένο στην αμαρτία, να εκτραπούμε από την Οδό του Χριστού και να προσκολληθούμε στα πάθη μας που ελκύονται από τη γοητεία της σαρκολατρείας του κόσμου. Ένας ύμνος μάλιστα από τους πολλούς που μας προσφέρει είναι πολύ χαρακτηριστικός για την αποτίναξη της πλάνης των αισθήσεων και το άνοιγμα των οφθαλμών στην όντως πραγματικότητα του Θεού.

«Πάντες οἱ τῷ βίῳ προστετηκότες, δεῦτε ἐν τοῖς τάφοις ἐξεστηκότες, ἐγκύψατε, ἴδετε τοῦ κόσμου τήν ἀπάτην∙ ποῦ νῦν τοῦ σώματος τό κάλλος καί ἡ δόξα τοῦ πλούτου; Ποῦ δέ ἡ ἔπαρσις τοῦ βίου; Ὄντως μάταια πάντα∙ διό κράξωμεν πρός τόν Σωτῆρα∙ Οὕς ἐξελέξω ἐκ τῶν προσκαίρων ἀνάπαυσον, διά τό μέγα σου ἔλεος».

(Όσοι είστε προσκολλημένοι εμπαθώς στη ζωή αυτή, εμπρός σκύψτε προσεκτικά πάνω στους τάφους έκθαμβοι και δείτε την απάτη του κόσμου. Πού είναι τώρα η ομορφιά του σώματος και  η δόξα του πλούτου; Πού είναι η αλαζονεία της ζωής; Πράγματι, όλα είναι μάταια. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε δυνατά προς τον Σωτήρα Χριστό: Αυτούς που πήρες από τα πρόσκαιρα ανάπαυσέ τους, λόγω του μεγάλου Σου ελέους).

Αναφέρεται σε όλους εμάς που δεν βρισκόμαστε στο κανονικό επίπεδο των αληθινών υιών: να είμαστε προσκολλημένοι στον Κύριο από την αγάπη μας γι’ Αυτόν. Προσκολλημένοι συχνά – ή ίσως διαρκώς; - στις μέριμνες του βίου, γοητευμένοι από τα πάθη μας, ξεχνάμε το ουσιαστικότερο για τη σωτηρία μας: την αιώνια ζωή ως ζωντανή σχέση με τον Θεό. Κι έρχεται η επαφή μας με τους τάφους, λόγω και της ημέρας, να θυμηθούμε ότι τελικά ό,τι κάνουμε και επιδιώκουμε στη ζωή αυτή, αν δεν χρωματίζεται από τον Χριστό, είναι μάταιο: ομορφιά, πλούτος, θέσεις, αξιώματα. Πόσο θα πρέπει να θυμόμαστε τα λόγια της Γραφής ήδη από την Παλαιά Διαθήκη: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τά πάντα ματαιότης». Καί: «μιμνῄσκου τά ἔσχατά σου καί οὐ μή ἁμάρτῃς εἰς τόν αἰῶνα» (θυμήσου το τέλος σου και ποτέ δεν θα αμαρτήσεις). Αν δεν μας κινεί η αγάπη του Θεού, τουλάχιστον ας μας κινεί ο φόβος του θανάτου. Μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, τουλάχιστον όμως μπορεί να αποβεί σωτήριο.

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΕΩΝ ΠΑΠΑΣ ΡΩΜΗΣ

«Αυτός ο θαυμάσιος Πατέρας μας Λέων, λόγω της εξαιρετικής  σωφροσύνης του και της ψυχικής καθαρότητας και της ειλικρίνειας της ζωής του, προχειρίστηκε Πρόεδρος της πρεσβυτέρας Ρώμης από το Άγιον Πνεύμα. Επέδειξε βίο θεάρεστο και γνήσιο και διαποίμανε με όσιο τρόπο το ποίμνιό του, κι ακόμη: εξαφάνισε εντελώς τις βλασφημίες των αιρετικών, κατά τον καιρό εκείνο της Αγίας και Οικουμενικής Τετάρτης Συνόδου των εξακοσίων τριάντα Πατέρων, που συγκροτήθηκε στη Χαλκηδόνα το 451, η οποία εξέθεσε πολλά περί της ορθοδόξου πίστεως και ανέτρεψε τα δόγματα των αιρετικών, οι οποίοι έλεγαν ανοησίες για τη μία φύση και ενέργεια και θέληση του Χριστού του Θεού μας. Επειδή δε οι θεομάχοι εκείνοι πολεμούσαν την αλήθεια και επιχειρούσαν  να ανασκευάσουν τα θεόπνευστα δόγματα των θείων Πατέρων, ο μακάριος αυτός, επειδή κάμφθηκε από την ικεσία όλης της Συνόδου, μετά από πολλών ημερών νηστεία και αγρυπνία και δυνατή προσευχή, εμπνεύστηκε από το ζωοποιό Πνεύμα και εξέθεσε εγγράφως για τα θέματα αυτά, ανακηρύσσοντας σαφώς διπλή ενέργεια και δύο θελήματα στον Χριστό και Θεό μας. Αυτά τα έστειλε έπειτα με επιστολή στη Σύνοδο. Την επιστολή αυτή το πλήθος των οσίων Πατέρων την δέχτηκε με την πεποίθηση  ότι η γραφή αυτή βγήκε σαν από το στόμα του Θεού, οπότε, σαν να επαναπαύτηκαν οι Πατέρες σ’ αυτήν, με περισσότερο θάρρος αντιστάθηκαν στο στίφος των αιρετικών και κατατρόπωσαν τις πολύπλοκες μηχανορραφίες τους. Και με αυτά διαλύθηκε ο ιερότατος Σύλλογος. Ο δε θεσπέσιος Λέων, αφού έζησε ακόμη αρκετά χρόνια και διέλαμψε σαν ήλιος με τις αρετές του, σε βαθύ γήρας εκδήμησε προς τον Κύριο. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία».  

Ίδιος στη γνώμη και τον ζήλο για την πίστη με τον Κορυφαίο απόστολο Πέτρο, στον θρόνο του οποίου βρέθηκε στη Ρώμη (ωδή α΄), προεστώς των δογμάτων της Εκκλησίας και οδηγός ορθοδοξίας (ωδή γ΄), ανατολή εκ δυσμών (ωδή δ΄), «δεύτερος Μωυσής» (ωδή η΄): να μερικές πινελιές από το πορτραίτο που ζωγραφίζει ο άγιος Θεοφάνης σήμερα για τον εορταζόμενο άγιο, πάπα Ρώμης Λέοντα. Και δικαίως: την εποχή της τετάρτης Οικουμενικής Συνόδου, τότε που η Εκκλησία μας αντιμετώπιζε τις αιρετικές ανοησίες και τα φιλοσοφικά τεχνολογήματα των μονοφυσιτών, που αρνούνταν την πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης του Κυρίου μας, συνεπώς έθεταν εν αμφιβόλω τη σωτηρία του ανθρώπου από τον Κύριο, δηλαδή τη σχέση του με τον Θεό, ο άγιος Λέων υπήρξε, κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, ο πνευματικός ήλιος, ο οποίος έλαμψε τις ακτίνες της ορθοδοξίας και κατηύθυνε το σκάφος της Εκκλησίας στην αλήθεια της αποκάλυψης του Κυρίου. Κι οι ακτίνες της ορθοδοξίας του ήταν ακριβώς ό,τι ο Κύριος φανέρωσε με την επί γης παρουσίας Του: ότι ήταν ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο οποίος έγινε πραγματικός άνθρωπος, προκειμένου να εντάξει στον εαυτό Του τον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο και να τον κάνει και αυτόν χάριτι υιό Θεού. Κι αυτό σημαίνει: ο Κύριος έχει μία υπόσταση σε δύο ουσίες, δηλαδή είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, άρα με θεϊκή και ανθρώπινη θέληση, αλλά έχει μία υπόσταση, του Υιού και Λόγου του Θεού. «Μίαν υπόστασιν εν δύο ταις ουσίαις τον Χριστόν ομολογήσας, ενεργούντα διττώς και θέλοντα» (ωδή ζ΄).

Τι ήταν εκείνο που τον ανέδειξε αστέρα της ορθοδοξίας τη συγκεκριμένη εποχή; Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος απαντά: ο ιδιαίτερος φωτισμός του από το Άγιο Πνεύμα. Το Άγιο Πνεύμα ήταν εκείνο που ενεργούσε στην καρδιά του και του φανέρωνε την αλήθεια, κι αυτό διότι αγωνίστηκε να κυριαρχήσει στα πάθη του και να κάνει τον νου του κυρίαρχο του εαυτού του, αληθινό αυτοκράτορα. Φωτισμένος λοιπόν από το Πνεύμα του Θεού λόγω της καθαρής του καρδιάς, έχοντας και την επαρκή ανθρώπινη μόρφωση, ώστε να κάνει λόγο τις θεοπτίες του, με συναίσθηση της υψηλής του ευθύνης από τη θέση του πρώτου στην τάξη Πατριάρχη Ρώμης, ευθύνης που ενισχυόταν και από την πρόσβλεψη σ’ αυτόν και των υπολοίπων επισκόπων, θεολόγησε για την Εκκλησία. Δηλαδή έδειξε αυτό που η Εκκλησία μας ζούσε μέχρι τότε ως Παράδοσή της, βασισμένη στη ζωή και τον  λόγο του Χριστού, το κήρυγμα των Αποστόλων, το κήρυγμα των Πατέρων. «Λέων παμμακάριστε, έκανες τον νου σου αυτοκράτορα των παθών» (στιχηρό εσπερινού)∙ «Καταφωτίστηκες από το λαμπρότατο φως του Θεού, όσιε, και διατράνωσες έτσι τον λόγο της απόρρητης και θείας ενανθρωπήσεως, εξαγγέλλοντας τη διπλή ουσία και τη διπλή ενέργεια του σαρκωθέντος Θεού» (ωδή γ΄).

Το γεγονός ότι με την πίεση της Συνόδου αποφάνθηκε περί των ζητημάτων αυτών με τον τρόπο που είπαμε, και τα έγραψε σε τόμο, σε κείμενο, ώστε ο τόμος αυτός να αποτελεί κανονιστική γραφή για τους υπολοίπους Πατέρες, κάνει τον άγιο Θεοφάνη να τον παραλληλίζει με τον Μωυσή. «Κινούμενος από τον Θεό, τύπωσες τα διδάγματα της ευσεβούς αληθούς πίστεως σαν σε θεοχάρακτες πλάκες, οπότε φάνηκες στον θείο λαό και την ομήγυρη των σεπτών Διδασκάλων σαν δεύτερος Μωυσής» (ωδή η΄). Με τα δεδομένα αυτά ο υμνογράφος Θεοφάνης αξιοποιεί και πάλι το όνομα του αγίου: όχι μόνο κατέδειξε την αλήθεια ο άγιος Λέων, αλλά σαν λιοντάρι κατατρόμαξε και τους αιρετικούς, ακόμη δε και τον ίδιο τον διάβολο. «Άγιε Λέων, φάνηκες σαν αληθινό λιοντάρι, διώχνοντας τις προξενούσες σύγχυση αλεπούδες και κατατρομάζοντας τα νοήματα των ασεβών με βασιλικό βρύχημα» (ωδή δ΄). «Βγαίνει η ψυχή του θείου Λέοντα, και μπαίνει φόβος στις φάλαγγες των δαιμόνων» (στίχοι συναξαρίου).  

17 Φεβρουαρίου 2023

ΤΟ ΚΥΡΙΟΤΕΡΟ ΕΡΓΟ ΜΑΣ!

 


«(Ο όσιος της εποχής μας μέγας Γέρων Παΐσιος ο αγιορείτης) καλλιεργώντας τη μετάνοια διάβαζε συχνά τον Μεγάλο Κανόνα τον οποίο έμαθε απ’  έξω. Επίσης του άρεσε και τον βοηθούσε στη μετάνοια η προσευχή του Μανασσή. Όταν την έλεγε με πνεύμα συντετριμμένο και ψυχή ταπεινωμένη, γονάτιζε, κολλούσε στο έδαφος, ισοπεδώνετο. Το πόση βαρύτητα έδινε ο Γέροντας στη συντριβή και τη μετάνοια, που τη θεωρούσε ως το κυριότερο έργο του μοναχού, φαίνεται και από το εξής χωρίο που είχε γράψει με μολύβι στον τοίχο του μικρού του καλυβιού στη Σκήτη των Ιβήρων. “Και ποία μελέτη υπάρχει ανωτέρα της μελέτης του κλαυθμού; Και ευκαιρεί ο μοναχός από τον κλαυθμό;”» (Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 418).

Δεν μεταφέρουμε κάτι άγνωστο όταν λέμε ότι ο αγαπημένος άγιος Παΐσιος ο αγιορείτης ήταν κατεξοχήν άνθρωπος της μετάνοιας. Η μετάνοια γι’ αυτόν ήταν ο αδιάκοπος αγώνας της καθημερινότητάς του, ο οποίος θεμελιωνόταν στην επίγνωση του τι σημαίνει χριστιανική ζωή. Χριστιανική ζωή σημαίνει πορεία μετανοίας, κατά την προτροπή και εντολή του ίδιου του Κυρίου Ιησού Χριστού, από τη στιγμή που ξεκίνησε τη δημόσια δράση Του στον κόσμο. «Μετανοείτε˙ ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών» ήταν τα πρώτα λόγια Του. Με τον ερχομό του Κυρίου ήλθε και η Βασιλεία του Θεού – ο Χριστός είναι η Βασιλεία του Θεού – και ο μόνος τρόπος εισόδου στη Βασιλεία αυτή, σχέσεως δηλαδή με Εκείνον,  είναι ο δρόμος της μετάνοιας. Κι ασφαλώς μετάνοια σημαίνει όχι απλώς μία αποδοχή κάποιων σφαλμάτων και αμαρτημάτων μας αλλά δυναμική και έμπονη πορεία διαρκούς επιστροφής μας  προς τον Θεό Πατέρα, το σπίτι μας και τον εαυτό μας – βρίσκουμε την ταυτότητά μας και τη θέση μας διά της μετανοίας. Το «εις εαυτόν ελθών» του προτύπου της μετανοίας ασώτου υιού κατά τη γνωστή ομώνυμη παραβολή του Κυρίου, και το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου» συνιστούν τα κεντρικά και δομικά στοιχεία που συνθέτουν την όντως μετάνοια, πέραν των όποιων «καρικατούρων» αυτής.

Λοιπόν ο άγιος μέγας Γέρων ήταν ο άνθρωπος της μετανοίας. Την θεωρούσε μάλιστα, όπως σημειώνει το παραπάνω απόσπασμα, «ως το κυριότερο έργο του μοναχού», αλλά και κάθε χριστιανού θα προσθέταμε. Σε ερώτηση για παράδειγμα ηλικιωμένου μοναχού προς αυτόν για το τι ζητά στην πνευματική του ζωή απάντησε: «Ζητώ από τον Θεό να γνωρίσω τον εαυτό μου. Αν γνωρίσω τον εαυτό μου, θα ’χω μετάνοια. Αν έρθει η μετάνοια, θα έρθει η ταπείνωση, μετά η χάρη. Γι’ αυτό ζητώ μετάνοια, μετάνοια, μετάνοια. Μετά ο Θεός στέλνει τη χάρη Του».

Η εκζήτηση της μετάνοιας από τον Θεό όμως – κι αυτό είναι το ιδιαίτερο που βλέπουμε και στο αρχικό κείμενό μας – δεν εξαντλείτο στο συγκεκριμένο αίτημα: «δώσε μου μετάνοια». Αξιοποιούσε ο όσιος οποιαδήποτε άλλη προσευχή που αναφερόταν στη μετάνοια, όπως και εφεύρισκε τρόπους που θα υπενθύμιζε στον εαυτό του τη μοναδική αυτή οδό εύρεσης του Θεού μας – με τη συμμετοχή πάντοτε και του ίδιου του σώματός του διά της γονυκλισίας και του «ισοπεδώματός» του στο πάτωμα. Κι είναι χαρακτηριστική η επιλογή των προσευχών: ο Μέγας Κανών του αγίου Ανδρέου Κρήτης που η Εκκλησία μας προβάλλει κατεξοχήν την πέμπτη εβδομάδα των Νηστειών˙ η προσευχή του Μανασσή που επίσης ιδίως διαβάζεται στο Μεγάλο Απόδειπνο της Μεγάλης Σαρακοστής. Δύο προσευχές, εκτεταμένη η μία, πιο σύντομη η άλλη, που στοχεύουν στην «καρδιά» του ανθρώπου, όταν αυτός είναι καλοπροαίρετος και θέλει τον Θεό στη ζωή του, και τον προκαλούν να προχωρεί από μετάνοια σε βαθύτερη και καθαρότερη μετάνοια, για να θυμηθούμε και τον όσιο Συμεών τον νέο θεολόγο.

Κι ακόμη, η εφευρετικότητά του στο θέμα αυτό: να γράψει με μολύβι στον τοίχο της καλύβης του, για διαρκή πρόκλησή του, τα πατερικά λόγια που θυμίζουν τα δάκρυα και το πένθος της μετάνοιας. Πέραν του φωτισμού που είχε από τον Κύριο, πρέπει στο συγκεκριμένο σημείο να πήρε αφορμή από την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, ο οποίος αναφέρει την περίπτωση μοναχού που έλεγχε τον εαυτό του, γράφοντας στον τοίχο κι αυτός του κελιού του όλα τα ονόματα των μεγάλων και υψηλών αρετών. Κάτι παρόμοιο δεν έκανε και ο σύγχρονος του Παϊσίου μέγας κι αυτός όσιος Γέρων Πορφύριος, ο οποίος είχε αναρτήσει στο κελί του με καλλιγραφικά γράμματα απόσπασμα από τον άγιο Συμεών τον νέο θεολόγο, που παρακινούσε στο να βλέπει ο χριστιανός όλους τους ανθρώπους με τον τρόπο που λέει ο Κύριος: ως εικόνες δικές Του!

Το παράδειγμα του αγίου Παϊσίου εν προκειμένω είναι και για κάθε χριστιανό κάθε εποχής: χρειάζεται κι εμείς να θεωρήσουμε τη μετάνοια ως την προτεραιότητα της ζωής μας, γιατί αυτό ζητά ο Κύριος, και να θέτουμε σε λειτουργία το μυαλό μας ώστε να εφευρίσκουμε δικούς μας τρόπους υπενθύμισης της προτεραιότητας αυτής. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι την πίστη μας τη λαβαίνουμε υπ’ όψιν μας σοβαρά.