12 Ιουλίου 2023

ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΥΣΩΝΑ

 


Η ΜΑΝΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΗΣ

 

«Σε κάποιον που μιλούσε υποτιμητικά για τα λάθη κάποιου άλλου είπε ότι η μάνα σκεπάζει τα παραπτώματα του παιδιού της και δεν τα κοινολογεί. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο χριστιανός για τον συνάνθρωπό του» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2007). 

Έχει χαρακτηριστεί, και όχι τυχαία, ο άγιος της αγάπης – μολονότι δεν υπάρχει άγιος που η αγάπη να μη συνιστά το θεμέλιο και κάθε υλικό της ζωής του: πώς είναι δυνατόν άλλωστε όταν ο ίδιος ο Θεός μας «αγάπη εστί» που σημαίνει ότι και ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπος εξίσου την αγάπη αγωνίζεται να κάνει κτήμα της ύπαρξής του; Ο Κύριος την αγάπη, όπως Εκείνος βεβαίωσε την απεκάλυψε, δεν θεώρησε ως το γνώρισμα του αληθινού μαθητή Του; «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». Χωρίς αγάπη, και όλες τις αρετές του κόσμου να έχει κανείς, δεν έχει τίποτε. Γιατί λείπει εκείνο που τις δίνει νόημα, λείπει ο ίδιος ο Θεός. Άγιος της αγάπης λοιπόν έχει χαρακτηριστεί στην εποχή μας ο μέγας όσιος Παΐσιος. Και θυμάμαι με συγκίνηση μία συνάντηση πριν αρκετά χρόνια με έναν, μακαριστό τώρα, ιερομόναχο αγιορείτη που τον είχαμε επισκεφτεί με ομάδα νέων παιδιών, όταν βρισκόταν αυτός σε μετόχι του Όρους στην Αττική, ο οποίος είχε γνωρίσει πολύ καλά τον όσιο μεγάλο Γέροντα. «Γέροντα», είχε ρωτήσει ένα παλληκάρι, «ποιο το στοιχείο που θα μας λέγατε ότι κυρίως αυτό χαρακτήριζε τον άγιο Παΐσιο;» Και η απάντηση του μακαριστού ιερομονάχου ήλθε άμεση και «αυτόματη»: «η αγάπη του. Ο Γερο-Παΐσιος είχε όλες τις αρετές, κυρίως όμως είχε αγάπη. Την αγάπη του Χριστού τη θυσιαστική, που κάνει τον άνθρωπο «κομμάτια» για χάρη του άλλου».

Αυτήν την αγάπη προβάλλει και το συγκεκριμένο παραπάνω περιστατικό. Ο όσιος παίρνει αφορμή από τη συμπεριφορά μιας μάνας απέναντι στα παιδιά της: είναι έτοιμη να τα δικαιολογήσει και να τα σκεπάσει, ό,τι κι αν έχουν κάνει. Γιατί τα θεωρεί «σπλάχνα» της, κομμάτι του εαυτού της. Πώς να στραφεί κανείς εναντίον του ίδιου του εαυτού του, αν έχει σώας τας φρένας του; Κι είναι η αγάπη της μάνας τύπος της αγάπης του Θεού απέναντί μας. Μερικός τύπος μάλιστα, γιατί η αγάπη του Θεού υπέρκειται και αυτής ακόμη της αγάπης – η αγάπη του Θεού κινείται σε επίπεδο απειρίας απέναντι στον άνθρωπο. Όπως σημειώνουν οι άγιοί μας ουδέποτε στη Γραφή παρουσιάζεται ο Θεός να αποκαλύπτει ενώπιον των άλλων τα αμαρτήματα ενός ανθρώπου. Πάντοτε τα σκεπάζει, τα δικαιολογεί, περιμένοντας με υπομονή τη μεταστροφή του και την εν επιγνώσει μετάνοιά του. Στο κατεξοχήν παράδειγμα μετανοίας, την παραβολή του ασώτου, ο Θεός Πατέρας το μόνο που κάνει για το απομακρυσμένο από Αυτόν παιδί Του είναι να το προσδοκά με αγάπη. Κι η αγάπη Του αυτή ήταν που κίνησε τον άσωτο σε μετάνοια όταν άρχισε να νιώθει αυτός τις οδύνες της ορφάνιας του. Κι όταν γυρίζει ταπεινωμένος και ντροπιασμένος στο Πατρικό σπίτι, ο Πατέρας που τον περιμένει δεν λέει τίποτε, δεν τον ελέγχει για τίποτε, παρά μόνο ανοίγει την τεράστια αγκαλιά Του για να τον αποκαταστήσει «όπου ην το πρότερον». Άλλωστε επάνω στον Σταυρό ο Κύριος που «αίρει τας αμαρτίας ημών» τι κάνει; Προσπαθεί και πάλι να μας δικαιολογήσει ενώπιον του Ουρανίου Πατέρα Του. «Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» - στην άγνοιά μας οφείλονται οι αμαρτίες μας.

Αλλά και σύνολη η Πατερική παράδοση αυτό πάντοτε δεν εξαγγέλλει; Την κίνηση αγάπης κατά το πρότυπο του Θεού μας που μας καλεί σε κάλυψη πάντοτε του συνανθρώπου μας. Κάλυψη με την έννοια της μη προσβολής του, της μη διακωμώδησής του, της μη ειρωνείας του, της μη εξουδένωσής του. Κι αν χρειαστεί κάποτε να αποκαλύψουμε το λάθος ή το αμάρτημα, τούτο γίνεται για την πράξη, για το γεγονός και όχι για το πρόσωπο του άλλου, προκειμένου να τον βοηθήσουμε στη μετάνοιά του. Διακρίνουμε το πρόσωπο από την αμαρτία, όπως το δίδαξε ο Κύριος στην περίπτωση της μοιχευομένης γυναίκας. «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω. Ύπαγε και από του νυν μηκέτι αμάρτανε». «Την ώρα που θα σε σκεπάσεις το λάθος και το αμάρτημα του πλησίον σου, και ο Θεός θα σκεπάσει το δικό σου» σημειώνουν και οι όσιοι αββάδες του Γεροντικού.

Λοιπόν, ο άγιος Παΐσιος κινείται στη γραμμή του Χριστού, των αγίων Αποστόλων, των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Και μας λέει πως σαν τη μάνα κι εμείς, με αγάπη θυσιαστική δηλαδή, πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό μας. Να σκεπάζουμε τα λάθη των άλλων, να μην τα κοινολογούμε. Διότι μία τέτοια αγάπη μας εντάσσει στο ποτάμι της αγάπης του Θεού και μας φέρνει στο σημείο της διαρκούς κοινωνίας μαζί Του. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Κι αν η στάση αυτή θεωρείται δεδομένη για έναν χριστιανό απέναντι στον μεμονωμένο συνάνθρωπο, πόσο περισσότερο ισχύει τούτο απέναντι στην ίδια την Εκκλησία, το ζωντανό σώμα του Χριστού, την ίδια τη μάνα μας. Πόσοι χριστιανοί εύκολα γλιστρούμε στην αδιακρισία και την αντίθεη κατάσταση της κακολογίας για παράδειγμα των ποιμένων της Εκκλησίας, της αποκαλύψεως των θεωρουμένων από εμάς κακώς κειμένων αυτής, όχι γιατί δεν χρειάζεται να επισημαίνουμε τυχόν λάθη και παραλείψεις στο ανθρώπινό της, αλλά γιατί το κάνουμε εκεί που δεν πρέπει – σκοπός μας δεν είναι η διόρθωση αλλά η έκφραση της κακής διάθεσής μας. Αλλά την ώρα που θα κινηθούμε έτσι αδιάκριτα για την Εκκλησία, εκείνη την ώρα εξίσου αδιάκριτα κινούμαστε και ενάντια στον εαυτό μας. Γιατί υποτίθεται πως είμαστε μέλη αυτής και ο όποιος αδελφός, κληρικός ή όχι, είναι ο κρυμμένος Χριστός.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ

Σπανίως να βρεθεί άνθρωπος στην εποχή μας που να μη γνωρίζει τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Έχουν ειπωθεί και γραφεί τόσα πολλά, ως και ταινίες έχουν γυριστεί γι’ αυτόν, ώστε και ο πιο «άσχετος» προς την εκκλησιαστική ζωή να έχει κάποια γνώση περί τούτου. Βεβαίως εκείνο που έχει σημασία για έναν πιστό είναι όχι να έχει γνώση και πληροφορίες κάποιων γεγονότων από τη ζωή του αγίου, αλλά να αποκτήσει προσωπική κοινωνία μαζί του μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, (δεδομένου ότι εν Χριστώ όλοι είμαστε ένα), κάτι που επιτυγχάνεται με την αγάπη που ο πιστός τρέφει πρώτιστα προς τον Κύριο και έπειτα προς τους αγίους - η αγάπη ενεργοποιεί την πνευματική και μυστική αυτή πραγματικότητα της των πάντων ενότητας.

Η πορεία της επί γης ζωής του είναι γνωστή. Γεννημένος στα Φάρασα της Καππαδοκίας, το 1924, βαπτίστηκε από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη τις ημέρες εξόδου των Φαρασιωτών και όχι μόνο προς τη μητέρα Ελλάδα, ο οποίος μάλιστα διορατικά θέλησε να τον αφήσει «στο ποδάρι του» καθώς είπε. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα πέρασε στην Κόνιτσα, αποδυόμενος στους πρώτους ασκητικούς αγώνες του, έως ότου έφυγε για τον Άγιον Όρος, όπου και μόνασε σε διάφορα μοναστήρια, για να επανακάμψει στην Κόνιτσα μετά από πληροφορία της Υπεραγίας Θεοτόκου στην ιερά Μονή Στομίου και από εκεί να φύγει για το Σινά, για λόγους πνευματικούς επί μία διετία (1962-1964). Μετά τη διετία αυτή οριστικά εγκαταστάθηκε στο Άγιον Όρος, όπου και μετά από λίγα χρόνια, το 1974, βρήκε αποκούμπι στην περιοχή Παναγούδα, τη μικρή Παναγία δηλαδή, κοντά στην πρωτεύουσα του Όρους τις Καρυές. Εκεί έγινε περισσότερο γνωστός στον πολύ κόσμο, γι’ αυτό και πλήθη συνέρρεαν καθημερινά για να τον δουν, να τον συμβουλευτούν, να τον παρακαλέσουν για ένα σοβαρό ή όχι πρόβλημά τους, μολονότι η φύση του ήταν ησυχαστική και ήθελε να αποφεύγει τους ανθρώπους προκειμένου να αφιερώνεται στην προσευχή. Προφανώς τούτο δεν ήταν το θέλημα του Θεού, γι’ αυτό και ο ίδιος έλεγε: «Θέλησα να αποφύγω τους ανθρώπους για χάρη του Θεού κι Εκείνος με έβαλε ακριβώς στο πρόγραμμα των ανθρώπων». Κι ήταν τούτο που επιβεβαίωνε τη μεγάλη αγιότητά του: δεν έκανε ό,τι ήταν αρεστό στον ίδιο αλλ’ ό,τι έβλεπε ως θέλημα του Κυρίου για εκείνον. Κεφάλαιο μεγάλο στη ζωή του ήταν οι διάφορες αρρώστιες που τον καταπονούσαν, για τις οποίες όμως ένιωθε ευγνώμων στον Θεό, γιατί ήταν εκείνες που του έδωσαν, καθώς έλεγε, τη μεγαλύτερη ώθηση προς αγιασμό του. «Αυτό που κέρδισα με τις αρρώστιες μου δεν μπόρεσα ποτέ να αποκτήσω με όλα τα χρόνια της ασκητικής μου ζωής» ομολογούσε. Στο τέλος, κατά προτροπή και παράκληση των φίλων και γνωστών του αναγκάστηκε να πάει στο νοσοκομείο, γιατί κατατρυχόταν από καρκίνο, μέχρις ότου άφησε εκεί την τελευταία του πνοή (1994) μέσα σε κλίμα παρ’ όλες τις οδύνες του δοξολογίας προς τον Θεό. Άφησε μνήμη οσίου ανδρός, κάτι που η Εκκλησία μας επιβεβαίωσε διακηρύσσοντας την αγιότητά του το 2015. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουλίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του. Το σεπτό λείψανό του αναπαύεται στο αγαπημένο του ιερό γυναικείο ησυχαστήριο που καθοδηγούσε, τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στη Σουρωτή της Θεσσαλονίκης, τόπο που συγκεντρώνει πάμπολλα πλήθη προσκυνητών από όλον τον κόσμο. Οι εκδόσεις του ιερού ησυχαστηρίου για τον άγιο, τόσο τα δικά του κείμενα όσο και αυτά που το μοναστήρι κατέγραψε από την εμπειρία με αυτόν, θεωρούνται μοναδικά και αποδίδοντα αυθεντικά το άρωμα της αγίας του ζωής.

Πολλές είναι οι ακολουθίες που εκδόθηκαν για τον άγιο και μία με πολλή αίσθηση και αγάπη προς αυτόν γραμμένη είναι της κ. Αδαμαντίας Καβάγια-Πιπεράκη. Με λυρισμό μοναδικό που «πατάει» όμως σε έδαφος ακραιφνώς ρεαλιστικό η σπουδαία υμνογράφος αποδίδει όλη την πορεία της ζωής του αγίου, διεισδύοντας όμως εμπνευσμένα και κατ’ αναλογία του βίου άλλων γνωστών οσίων και στα «άδυτα» του εσωτερικού του κόσμου. Το δοξαστικό μάλιστα των αίνων του όρθρου σε ήχο πλ. δ΄ νομίζουμε ότι συνιστά μία σύνοψη όντως του φαινομένου που λέγεται Παΐσιος.

«Δεῦτε πιστοί τόν τρισμακάριστον Παΐσιον ἀνυμνήσωμεν βροτόν ἐν οὐρανοῖς, ἐπί γῆς δε ἄγγελον. Οὗτος ζωήν τήν ἀγήρω ποθήσας ἐκ παιδός, καθυπέταξε Θεῷ τό θέλημα και μέγας ἐν ἀσκηταῖς ἀνεδείχθη∙ τήν γάρ σάρκα ἐδουλαγώγησε και ὑπήκοον τῷ πνεύματι ἐποίησε∙ τό δέ πνεῦμα ἐταπείνωσε και ὑποκάτω πάσης κτίσεως ἔθηκε. Διό ὁ Πλούσιος ἐν ἐλέει ἐπλούτισεν αὐτόν διά χαρισμάτων πνεύματος σοφίας, προφητείας τε και διοράσεως, προοράσεώς τε και διακρίσεως πνευμάτων, και ἀνέδειξεν αὐτόν ἀείῤῥοον ποταμόν ἰαμάτων ψυχῶν τε και σωμάτων. Ὅθεν και ἡμεῖς τον δοξασθέντα ἐν θαύμασι ζῶντα και μετά τέλος, ὅσιον Παΐσιον ἱκετεύσωμεν ἐκτενῶς τοῦ πρεσβεύειν προς Κύριον ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν». (Εμπρός πιστοί ας ανυμνήσουμε τον τρισμακάριστο Παΐσιο, ουράνιο άνθρωπο και επίγειο άγγελο. Αυτός αφού πόθησε την αιώνια ζωή από παιδί, υπέταξε το θέλημά του στον Θεό και αναδείχθηκε μέγας μεταξύ των ασκητών. Διότι δουλαγώγησε τη σάρκα του και την έκανε υπάκουη στο πνεύμα του. Το δε πνεύμα του το ταπείνωσε και το έβαλε κάτω από όλη τη δημιουργία. Γι’ αυτό ο Πλούσιος σε έλεος Κύριος τον πλούτισε με τα χαρίσματα του πνεύματος της σοφίας, της προφητείας και της διοράσεως, της προοράσεως και της διακρίσεως των πνευμάτων, και τον ανέδειξε ανεξάντλητο ποταμό ιαμάτων για τις ψυχές και τα σώματα. Λοιπόν και εμείς αυτόν που δοξάσθηκε και ζωντανός και μετά το τέλος του με θαύματα, τον όσιο Παΐσιο, ας τον ικετεύσουμε εκτενώς ώστε να πρεσβεύει προς τον Κύριο να ελεηθούν οι ψυχές μας).

Ποιο θεωρείται το κρισιμότερο στοιχείο στον ύμνο που χαρακτηρίζει τον άγιο; Ασφαλώς όχι τα χαρίσματα με τα οποία πλούσια τον χαρίτωσε ο Θεός: η προφητεία, η προόραση, η διόραση, η διάκριση των πνευμάτων, η θαυματουργία – αυτά θεωρούνται επακολουθήματα και δωρεές Εκείνου στον άγιο για να τα θέτει στην υπηρεσία του συνανθρώπου, κάτι που βεβαίως και έκανε. Αλλ’ ούτε και η μεγάλη παρρησία που είχε και έχει, ώστε με τη δύναμη της πρεσβείας του να «επηρεάζει» για εμάς την κρίση του Θεού – κι αυτό αποτέλεσμα της όλης αγιασμένης βιοτής του θεωρείται. Το κρίσιμο στοιχείο ήταν η υπακοή και η υποταγή που επέδειξε σε όλη τη ζωή του, και μάλιστα με αυξητικό τρόπο όσο περνούσαν τα χρόνια, στο θέλημα του Θεού. Ό,τι χαρακτηρίζει έναν άγιο, ένα συνεπή πιστό χριστιανό δηλαδή, είναι ακριβώς η ετοιμότητα υπακοής του όχι, όπως είπαμε και προηγουμένως για τον όσιο Παϊσιο, στο δικό του θέλημα, αλλά στο θέλημα του Θεού. Κατά τους νηπτικούς αγίους «το θέλημα, το ανθρώπινο δηλαδή, το εγωιστικό, συνιστά χάλκινο τείχος που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό». Γιατί ακριβώς στο θέλημα αυτό αποκαλύπτεται το περιεχόμενο της καρδιάς. Η επιβολή του δικού μου θελήματος φανερώνει ότι η καρδιά, δηλαδή όλος ο εσωτερικός μου κόσμος, είναι πλήρης από το (διεστραμμένο) Εγώ μου, συνεπώς δεν υπάρχει κανένας χώρος για την παρουσία της χάριτος του Θεού – το Εγώ χαρακτηρίζεται από την κυριαρχικότητα και την υπερηφάνεια, είναι από την άποψη αυτή το δαιμονικό στοιχείο στον άνθρωπο. Η υπακοή όμως ως η συνειδητή προσπάθεια παραμερισμού του εγωισμού ώστε να λειτουργήσει η χάρη του Θεού φανερώνει το ήθος του αγίου ανθρώπου που είναι το ήθος του ίδιου του Θεού μας. «Η υπακοή ζωή, η παρακοή θάνατος» συνήθιζαν και συνηθίζουν να μας υπενθυμίζουν πάντοτε οι άγιοι του Θεού, εξαγγέλλοντας αυτό που ουσιαστικά διαλαλεί η Αγία Γραφή. «Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος και ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού».

Και τι κινεί την ετοιμότητα αυτή υπακοής στον άγιο, όπως σημειώνει και η σεμνή υμνογράφος; Απολύτως σε όλους τους αγίους ο πόθος και η αγάπη για τον Θεό. «Πόθησε από παιδί ο Παΐσιος (Αρσένιος τότε) την αιώνια ζωή, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό». Και ποιο το άμεσο αποτέλεσμα πριν έρθουν τα μεγάλα χαρίσματα; Η ισορροπία στη ζωή του με την έννοια της ορθής ιεράρχησής της. Στον Παΐσιο βλέπουμε πράγματι τι σημαίνει να ιεραρχείται η ανθρώπινη ζωή κατά τον τρόπο που θέλει ο Θεός: η σάρκα να υποτάσσεται με την άσκηση στο πνεύμα και το πνεύμα να αποκαλύπτει την αλήθεια του με την ταπείνωση, «το έχειν εαυτόν υποκάτω πάσης της κτίσεως». Η ταπείνωση δεν συνιστά το απόλυτο ρυθμιστικό στοιχείο της ζωής, επειδή αποτελεί τον μαγνήτη που μαγνητίζει τη χάρη του Θεού; «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Στον όσιο Αγιορείτη λοιπόν βλέπουμε να προβάλλονται όλα τα γνωρίσματα της αγιότητας: αγάπη Θεού, υπακοή στο άγιο θέλημά Του, ταπείνωση, εγκράτεια και έλεγχος των άτακτων ορμών του σώματος, πνευματική ισορροπία, εμφάνιση χαρισμάτων, παρρησία μεγάλη ενώπιον του Θεού. Οπότε τι άλλο μπορεί να κάνει ένας πιστός που χειμάζεται στον κόσμο τούτο παρά να προσφεύγει και στον άγιο αυτόν που έχει την ιδιαιτερότητα να είναι των ημερών μας; Και η ιστορία της Εκκλησίας έχει δείξει ότι ο Θεός θέλει να ελεεί τον κόσμο του μέσω όλων ασφαλώς των  αγίων Του, περισσότερο όμως ίσως μέσω των αγίων της εκάστοτε εποχής.

11 Ιουλίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ Ο ΑΘΩΝΙΤΗΣ Ο ΕΝ ΕΣΣΕΞ ΤΗΣ ΑΓΓΛΙΑΣ

«Ο θεόφρων και θεοφόρος πατέρας μας Σωφρόνιος γεννήθηκε το 1896 στη Μόσχα της αγιοτόκου Ρωσίας, όπου και πέρασε τα νεανικά του χρόνια. Υπήρξε γόνος ευλαβούς οικογένειας και ανατράφηκε εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ενώ αξιώθηκε κατά τη νηπιακή του ηλικία να δει το άκτιστο Φως. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και ύστερα μετέβη στο Παρίσι, όπου και άσκησε τη ζωγραφική τέχνη. Καθώς αναζήτησε ως νέος με μεγάλο πόθο τη γνώση του απολύτου Όντος, στράφηκε προσωρινά στον μυστικισμό των Ανατολικών θρησκειών, αλλά επειδή δεν αναπαυόταν με την απάτη τους ανακάλυψε την υπεροχή του Ευαγγελικού νόμου της αγάπης ως κοινωνία στην ύπαρξή του με το προσωπικό Θεό του Χριστιανισμού, γνωρίζοντάς Τον με το Άγιον Πνεύμα, διά του βιβλικού κειμένου της αποκαλύψεως στο Σινά «Εγώ ειμι ο Ων». Μεταμελήθηκε πικρά για την νεανική του πλάνη και φέροντας στο βάθος της καρδιάς του το χάρισμα της μνήμης του θανάτου έλαβε και πάλι από τον Θεό τη δωρεά της θέας του ακτίστου Φωτός. Γι’  αυτό και επιδόθηκε σε ακράτητη προσευχή μετανοίας, τέτοια που συνέτριβε και τα ίδια τα οστά του. Πρόσφερε «δεήσεις και ικεσίες προς Αυτόν που μπορεί να τον σώζει από τον θάνατο με κραυγή ισχυρή και δάκρυα» (Εβρ. 5,7). Διάγοντας το εικοστό ένατο έτος της ηλικίας του και επιδιώκοντας «να κατακτήσει Αυτόν από τον Οποίο καταλήφθηκε» (Φιλ. 3, 12), απομακρύνθηκε από τα βιοτικά και αναχώρησε προς το ένδοξο Όρος του Άθω, αναλαμβάνοντας τον μοναχικό ζυγό στο Μοναστήρι του Αγίου μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος. Στη Μονή αυτή ο πανελεήμων Θεός τού χάρισε πιστό οδηγό και φύλακα άγγελο, τον πράο και ταπεινό στην καρδιά Σιλουανό τον Αθωνίτη, τον φλογερό προς τον Θεό μεσίτη για τη σωτηρία όλων των ανθρώπων και κήρυκα της αγάπης προς τους εχθρούς. Ο αοίδιμος Γέρων θεωρούσε τη συνάντησή του με τον όσιο Σιλουανό ως τη μέγιστη προς αυτόν δωρεά του Θεού. Ο μακάριος Σιλουανός έγινε γι’  αυτόν «ζωντανός μάρτυρας», που τον βεβαίωσε λόγω του πνεύματος της μετανοίας από το οποίο εμφορείτο και έγινε γι’  αυτόν πρότυπο μοναχικής τελειότητος. Έτσι ο υπηρέτης του Θεού Σωφρόνιος σταθεροποιήθηκε στην ασκητική του οδό και ακολούθησε τον Κύριο, ζώντας τον θάνατο μαζί Του. Αφού ομοιώθηκε πλήρως προς Αυτόν ως προς τα παθήματα, συναναστήθηκε μαζί Του, καθώς δέχτηκε «τόσο μεγάλο φως, τέτοια δύναμη ζωής και σοφίας», τα οποία μόνον από τη Πηγή του φωτός και της ζωής μπορούν να προέλθουν. Στη συνέχεια, μετά την εκδημία του Γέροντος Σιλουανού και με την ευλογία της Μονής της μετανοίας του, μετέβη στην έρημο του Άθω, προκειμένου να ζήσει με αδιάλειπτη και σκληρή μετάνοια, κι αφού οδηγήθηκε εκεί έφθασε με τη βοήθεια του Θεού στο γαλήνιο λιμάνι της απάθειας του Πνεύματος. Τα όπως έχουν ονομαστεί στο Άγιον Όρος «φρικτά Καρούλια» δέχτηκαν τον αθλητή του Χριστού και «έφριξαν» από τον κλαυθμό του που πήγαζε από όλη την ύπαρξή του. Έζησε με οδυνηρό ασκητικό τρόπο, με ποικίλες θλίψεις και με Ιώβεια υπομονή. Μέσα στη ζέση της βαθύτατης μετανοίας του βίωσε εν χάριτι τις φλόγες του άδου και στενάζοντας δεν έπαυε να λέγει με τον Προφητάνακτα:  «Ωδίνες θανάτου με περιέλαβαν... και η ζωή μου έφτασε μέχρι τον άδη» (Ψαλμ. 17, 5 και 87, 4). Οπότε, αφού ευλογήθηκε κι άλλο από τον Άγιο Θεό, αξιώθηκε να ανεβεί και σ’  αυτό το όρος της θεοπτίας και να δει τη δόξα του ακτίστου Φωτός στη θεωμένη σάρκα του Λόγου του Θεού, γι’  αυτό από τη θεοπτία κατήλθε και στη βαθύτατη κοιλάδα ταπεινώσεως, γενόμενος έτσι σημείο του Θεού για τη γενεά του, δίνοντας, με τη θέληση του Θεού, διεξόδους ζωής σε όλους τους ανθρώπους. Μολονότι ο Γέρων επιθυμούσε να τελειώσει τη ζωή του στον ιερό Άθωνα, η ανεξιχνίαστη Πρόνοια του Θεού τον μετέθεσε στη Δύση, όπου έμελλε να λάμψει όχι ως λυχνάρι αλλά ως υπέρλαμπρο αστέρι, οδηγώντας στο φως της θεογνωσίας πλήθος απελπισμένων ανθρώπων που αναζητούσαν τον Κύριο. Κατέφυγε λοιπόν στη νήσο των Βρετανών και ίδρυσε αληθινά «μία καινούργια πολιτεία, ένα νέο υπερώο της Πεντηκοστής», καθώς έγινε κτήτορας και πνευματικός πατέρας της Ιεράς Πατριαρχικής και Σταυροπηγιακής Μονής του Τιμίου Προδρόμου. Στη Μονή αυτή με πολλούς κόπους, ποικίλα παθήματα και ανεκδιήγητη πτωχεία, επιδόθηκε ακόμη περισσότερο στην εν Χριστώ οικοδομή και των ψυχών που ο Κύριος τού είχε εμπιστευθεί, αλλά και των διαρκώς αυξανομένων και σαν σε πλούσια πηγή προστρεχόντων προσκυνητών, γενόμενος νυμφαγωγός προς τον λαμπρό νυμφώνα του ουρανίου νυμφίου Χριστού, με τα λόγια και τα έργα του, με την αναστροφή και την αγάπη του, με τις ποικίλες διδαχές του και την αδιάλειπτη προσευχή. Η αναίμακτη μυσταγωγία, η Θεία Λειτουργία δηλαδή, που προσφερόταν από τον Γέροντα ως ανεπανάληπτο κάθε φορά γεγονός, συγκλόνιζε όλους αυτούς που μετείχαν. Με μεγάλη ψυχική δύναμη και βαθύτατη αίσθηση τελούσε αγγελοπρεπώς τη Θεία Λειτουργία, που συγκροτούσε τον γλυκασμό της διαρκώς αυξανομένης πνευματικής του πορείας. Λειτουργώντας πρόσφερε θυσία και ταυτοχρόνως προσφερόταν ως εξίλασμα υπέρ των αμαρτιών όλου του κόσμου. Χαρισματική η θεολογία του, (η οποία και τον δόξασε με τρανό τρόπο), προήλθε από φωτισμένη καρδιά με την έλλαμψη του ακτίστου θείου Φωτός. Γι’  αυτό και τα συγγράμματά του αποπνέουν τη φιλοκαλική ευωδία και αποτελούν γνώμονα ακριβείας, πυξίδα ασφαλείας, ταμεία βιωμένης γνώσεως που χαρίζει πληροφορία χάρης και ελπίδας. Όντας φορέας όχι επιφανειακού και μικρού χαρίσματος της διακρίσεως, πολλές φορές «τα σε άλλους φαινόμενα σκοτεινά, καταφώτιζε με το δικό του λυχνάρι» (Ιω. Σιναῒτου, Κλίμαξ, Λόγος 26, 1). Γεμάτος δέ από θεία σοφία, άκρα διάκριση και βαθειά αγάπη προς κάθε άνθρωπο, αξιώθηκε και των χαρισμάτων της θαυματουργίας, των ιαμάτων και της προοράσεως, ενώ εργάσθηκε άοκνα για τη στερέωση της πίστεως στον Θεό, αποδίδοντας κάθε ουρανόδωρη ευλογία στον Θεό λόγω της ταπεινοφροσύνης του. Πάσχοντας δε σε όλη του ζωή και δοκιμαζόμενος από τον σκόλοπα πολλών ασθενειών, κι αφού έφτασε σε βαθύτατο γήρας, μέχρι τέλους διατηρούσε το πρόσχαρο και ειρηνικό του χαρακτήρα του, όπως και τη σοφία του Πνεύματος. Κάπως έτσι, πεπληρωμένος από θείες αρετές και πολλά χαρίσματα, σαν ψηλόκορμη βαλανιδιά και πολυφορτωμένο καράβι, έφυγε ειρηνικά προς τον Θεό των Πατέρων του, παραδίδοντας το πνεύμα, κατά το πρωϊνό της Κυριακής, ενδεκάτης του μηνός Ιουλίου, του χιλιοστού εννιακοστού ενενηκοστού τρίτου έτους. Πλήρης ημερών και χάριτος, αφού προγνώρισε τον καιρό του τέλους τους, αξιώθηκε οσιακής κοιμήσεως. Άφησε δε στην Εκκλησία αποθησαυρισμένο τον ανεκτίμητο πλούτο των πνευματικών διδασκαλιών του μέσα στα βιβλία του. Κι αφού τάφηκε στην κρύπτη του κοιμητηρίου της Ιεράς Μονής του, δεν σταματά να ευεργετεί με σημεία και θαύματα όλους αυτούς που με πίστη προσέρχονται σ’  αυτόν και επικαλούνται την ακαταίσχυντη και με παρρησία μεσιτεία του προς τον Κύριο».

Ό,τι το κατανυκτικότατο συναξάρι του οσίου Σωφρονίου προβάλλει αυτό με σπουδαίο ποιητικό τρόπο εξαγγέλλει και η χαριτόβρυτη γραφίδα του υμνογράφου: τον κοινωνό του Θεού που «έμαθε αφ’ ων έπαθε τα θεία», τόσο που καταστάθηκε οδηγός των εν σκότει ανθρώπων, συνεχιστής μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, από τους λίγους της εποχής του που απέκτησαν τόσο βαθειά γνώση του Θεού λόγω της ισάγγελης ζωής του που τη θαύμασαν και οι ίδιοι οι άγιοι άγγελοι του Θεού.

Πράγματι, ο υμνογράφος δεν διστάζει να προβεί και σε μία τέτοια εκτίμηση. Η βιοτή του έγινε αγγελικό άσμα – «ἆσμα ἀγγελικὸν γέγονε, πρὸς τὸν Κύριον ἡ βιοτή σου» (στιχ. εσπ.) – λόγω της βαθειάς μετάνοιάς του, των δακρύων του, της έμπονης προσευχής του που αγκάλιαζε όλο το ανθρώπινο γένος. Φτάνει στο σημείο να παραλληλίσει τον άγιο ο ποιητής με τον ίδιο τον Κύριο που στη Γεθσημανή ευρισκόμενος προσεύχεται στον Θεό Πατέρα για την ενότητα σύμπαντος του κόσμου: «ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (στιχ. εσπ.). Κι είναι αλήθεια ότι το όραμα αυτό της ενότητας ενέπνεε τον άγιο Σωφρόνιο σε ολόκληρη τη ζωή του, τόσο που θεώρησε ότι αυτήν την αλήθεια πρέπει να αφήσει και στους μαθητές και μοναχούς του ως παρακαταθήκη. Πίστευε δηλαδή ο όσιος, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη και τις υποδείξεις του Κυρίου, ότι όπου υπάρχει διάσπαση εκεί δεν υφίσταται χριστιανική πίστη. Διότι κυριαρχεί η υπερηφάνεια και ο εγωισμός. «Μην αφήσετε ούτε μία σκέψη κατακρίσεως μέσα στην καρδιά σας κατά του οποιουδήποτε συνανθρώπου σας – συνήθιζε να λέει – διότι η όποια κατάκριση αποτελεί ρωγμή στον τοίχο της Μονής μας!»

Έτσι ο υμνογράφος προβάλλει το αυτονόητο για έναν χριστιανό: ο όσιος Σωφρόνιος αποτελεί άνθρωπο που αγωνίστηκε να «ἐπακολουθήσῃ τοῖς ἴχνεσιν τοῦ Κυρίου». Γι’ αυτό και η γνώση του Θεού που απέκτησε δεν ήλθε πρώτιστα από τη μελέτη διαφόρων βιβλίων, έστω και πνευματικών, αλλά κυρίως από την αδιάκοπη προσπάθειά του να ζήσει τις άγιες εντολές του Θεού. Διότι από πολύ νωρίς κατάλαβε ο όσιος ότι τα βιβλία, ακόμη και η αγία Γραφή, αν δεν μετουσιώνονται σε πράξη μικρή σημασία έχουν για τη ζωή του ανθρώπου. Κι ίσως σε αυτήν την περίπτωση μπορεί να λειτουργήσουν και αρνητικά: να αποκτήσει ο άνθρωπος μία θεολογία «δαιμονικού» τύπου. Διότι και «τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσι» και γνωρίζουν και πολλά λόγια της Γραφής – αγιογραφικά λόγια επιστράτευσε ο Πονηρός στους πειρασμούς του κατά του Κυρίου μετά την Βάπτισή Του.

«Αλήθεια, επειδή έπαθε τα θεία – σημειώνει συγκεκριμένα μεταξύ πολλών άλλων ο εκκλησιαστικός υμνογράφος –, είχε κοινωνία των ακτίστων ενεργειών, οι οποίες είναι μεθεκτές από τους άξιους και με τίς οποίες δοξάζεται ο Θεός» (στιχ. εσπ.). Κι αλλού παρομοίως: «Έγινες άριστος μύστης της Θείας γνώσεως, Σωφρόνιε. Διότι πορευόμενος με σοφό τρόπο με την τήρηση των εντολών του Θεού, ανυψώθηκες όπως είναι φυσικό εκεί που λειτουργεί η θεία βοήθεια και γνώρισες τις ενέργειες του ακτίστου φωτός, όπως και ουράνιες ελλάμψεις καθώς υψωνόσουν από την ταπείνωση» (στιχ. εσπ.).

Ο σεμνός υμνογράφος, γνώστης επακριβώς της διδασκαλίας και της ζωής του οσίου, βλέπει τον όσιο μέτοχο των ακτίστων ενεργειών του Θεού, διότι προφανώς ο όσιος βίωνε εκείνα που τόνιζε περί αυτών των ενεργειών ο μέγας Πατήρ της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και που συνοδικώς και  επισήμως κατοχυρώθηκαν στην εκκλησιαστική συνείδηση. Γι’ αυτό και προβαίνει σε μία εκτίμηση, που όλοι όσοι έχουν έστω και λίγο μελετήσει τον άγιο Σωφρόνιο συμφωνούν απολύτως: ο μέγας Γέρων Σωφρόνιος υπήρξε ακριβής ακόλουθος του μεγάλου Θεσσαλονικέως Πατέρα, Γρηγορίου Παλαμά, αλλά και μία άλλη εκδοχή του επίσης μεγάλου ασκητικού διδασκάλου οσίου Ιωάννου της Κλίμακος. Το Δοξαστικό του εσπερινού είναι πράγματι έξοχο: «Ας ενατενίσουμε θεοπρεπώς τον όσιο Σωφρόνιο, τον μυσταγωγό και καθοδηγητή. Διότι κατέγραψε την Κλίμακα του Ιωάννου του Σιναϊτου με άλλα λόγια, φανερώνοντας όσα έμαθε από την πείρα της πράξεως. Κι από την άλλη, ακολούθησε ακριβώς και επάξια τη διδασκαλία Γρηγορίου του Παλαμά και τις θεϊκές ελλάμψεις».

Στο σημείο αυτό ο πνευματικός υμνογράφος διατυπώνει ό,τι είχε πει ο άγιος Σιλουανός και το κατέγραψε ο γνήσιος μαθητής και υποτακτικός του Σωφρόνιος: «κι αν τύχαινε να χαθούν όλα τα κείμενα των ασκητικών Πατέρων και Δασκάλων της χριστιανικής πίστεως, θα ξαναγράφονταν από τους οσίους ασκητές και συνεπείς χριστιανούς που έχουν την ίδια εμπειρία». Ο άγιος Σωφρόνιος «ξανάγραψε» τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: στην πράξη έμαθε κι αυτός τα του Θεού όπως και ο Σιναϊτης άγιος.

Αν όμως ο όσιος Σωφρόνιος ζούσε τους μεγάλους προγενεστέρους Πατέρες, κυριολεκτικά ανέπνεε με τον Πατέρα και Γέροντά του άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη. Ο Σιλουανός «σφράγισε» με απόλυτο τρόπο τη ζωή του, τόσο που όχι μόνο τον ίδιο αλλά και το μοναστήρι που ίδρυσε θεωρεί ότι έχει τον όσιο Σιλουανό ως Πατέρα και καθοδηγητή. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Σωφρόνιος σε όλες σχεδόν τις ομιλίες του και τα γραπτά του τον μέγα Γέροντά του μνημόνευε και σ’ εκείνου τις διδαχές και τον τρόπο ζωής ήθελε να στηρίζεται. Γιατί; Διότι ο άγιος αυτός άνθρωπος είχε φτάσει στο μοναδικό για την εποχή μας, και όχι μόνο, επίπεδο της προσευχής του Κυρίου στη Γεθσημανή: να προσεύχεται για όλον τον κόσμο μετά δακρύων ως να προσεύχεται για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό δεν είναι το όραμα και η επιθυμία του Κυρίου, όπως είπαμε και παραπάνω, που ο κάθε πιστός, σαν κι Εκείνον, θα πρέπει να περικλείει στην ύπαρξή του τον κόσμο όλον; Το «ἀγαπήσεις τον πλησίον σου ὡς σεαυτόν» με άλλα λόγια ήταν και είναι το όριο που είχε φτάσει με τη χάρη του Θεού ο άγιος Σιλουανός, που έφτασε κι ο άγιος Σωφρόνιος, που γίνεται το φως συνεπώς του Σωφρονίου για να καθοδηγεί και τον σύγχρονο κόσμο. Ο Σωφρόνιος με τη μαρτυρία του αυτή πράγματι ανοίγει τις ευθείες οδούς της εποχής μας που ταλαιπωρείται από μία συνεχή ταραχή και σύγχυση, γι’ αυτό και θεωρείται ο σήμερον εορταζόμενος ως ο «απόλυτος» καθοδηγητής – ίσως ο άγιος Σωφρόνιος είναι ό,τι σημαντικότερο μπορεί να προβληθεί σήμερα να πάρουν απαντήσεις όσοι «καίγονται» από τα υπαρξιακά τους προβλήματα και την έλλειψη νοήματος στή ζωή τους. Όπως το λέει και πάλι ο υμνογράφος: «Διήνοιξε δέ οὕτως, τῇ σήμερον ἡμέρᾳ, ὁδούς τάς εὐθείας τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καί τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ βιοτῆς» (δόξα εσπ.) (έτσι διάνοιξε στη σημερινή εποχή τις ευθείες οδούς της ορθόδοξης πίστης και της χριστιανικής βιοτής).

Είπαμε και προηγουμένως ότι ο άγιος Σωφρόνιος έζησε έμπρακτα τη χριστιανική πίστη και φωτίστηκε πλούσια από το Φως του Θεού, διότι ζούσε διαρκώς εν μετανοία. Η μετάνοια για τον όσιο δεν ήταν μία ευκαιριακού τύπου αναγνώριση κάποιων αμαρτιών του. Η μετάνοια ήταν η οδός του, όπως το κήρυξε ο Κύριος απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ζωή με άλλα λόγια για τον όσιο ήταν η μετάνοια, η οποία  χαρακτηρίζει την αληθινή πνευματική ζωή της χριστιανικής πίστεως ως πορεία «ἐκ μετανοίας εἰς καθαρωτέραν μετάνοιαν» και έχει τα χαρακτηριστικά που φανερώνουν την γνήσια ποιότητά της: τα δάκρυα, τη μνήμη του θανάτου, την αδιάλειπτη προσευχή, την αυτομεμψία, τη βαθειά ταπείνωση. Κατά τον άγιο υμνογράφο: «ο Σωφρόνιος υπήρξε συνώνυμος της σωφροσύνης και δάσκαλος της μετανοίας∙ φωστήρας του αγίου πένθους, που οδηγείτο από την αυτομεμψία με σοφό τρόπο, γι’ αυτό και καταυγαζόταν από το φως. Διότι με τις ροές των δακρύων του, σε έρημους τόπους, εκζητώντας τον όντως Όντα, δηλαδή Χριστό τον Θεό μας, ο Σωφρόνιος Τον βρήκε» (στιχ. εσπ.).

Κατεξοχήν η αυτομεμψία ήταν εκείνο που χαρακτήριζε την αλήθεια της ασκητικής ταπεινώσεώς του, κι η αυτομεμψία αυτή έφτανε στο σημείο που «τρομάζει» πολλούς σήμερα: το αυτομίσος. «Αφού βρήκες την οδό του αυτομίσους ως μόνη ασφαλή και αποδεκτή από τον Θεό, όπως είναι φυσικό βρέθηκες μπροστά στην είσοδο της ασάλευτης Βασιλείας του Θεού» (λιτή). Κι όμως δεν συνιστά «ιδιοτροπία» του αγίου Σωφρονίου το αυτομίσος. Αποτελεί στοιχείο της χριστιανικής βιοτής κατά τα αψευδή λόγια του ίδιου του Κυρίου: «Όποιος έρχεται σε μένα και δεν μισεί τον πατέρα του, τη μάνα του, τα αδέλφια του, τη γυναίκα και τα παιδιά του, τα κτήματά του, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής Μου!» Και τα λέει αυτά ο Κύριος για να μας επισημάνει την αλήθεια ότι «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Αν δεν προσανατολιστούμε δηλαδή απολύτως προς τον Κύριο, δεν μπορούμε να Τον αγαπήσουμε σωστά, όπως και δεν μπορούσε να αγαπήσουμε στη συνέχεια και όποιον συνάνθρωπό μας αλλά και ακόμη τον ίδιο μας τον εαυτό. Ένα αλλοιθώρισμα και στον Θεό και στον (πεσμένο στην αμαρτία) κόσμο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συνεπής χριστιανική ζωή.

Και βεβαίως δεν μπορεί ο σοφός υμνογράφος του αγίου Σωφρονίου να μη μνημονεύσει εκείνο που εξίσου χαρακτήρισε όλη τη ζωή του αγίου του Γέροντα Σιλουανού: την προτροπή του ίδιου του Κυρίου, όταν εκείνος είχε περιέλθει σε απόγνωση λόγω των επιθέσεων του Πονηρού, ιδίως στο θέμα της κενοδοξίας και υπερηφανείας∙ «Κράτει τον νοῦν σου εἰς τόν Ἅδην καί μή ἀπελπίζου». Ό,τι υπήρξε καθοδηγητική λύτρωση για τον άγιο Σιλουανό, αυτό υπήρξε και για τον άγιο Σωφρόνιο, δεδομένου ότι έφτασε στο ίδιο πνευματικό ύψος με τον Γέροντά του. Και τι λέει αυτή η προτροπή; Να βλέπεις τον εαυτό σου στο έσχατο βάθος του άδη, γιατί από μόνοι μας «τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε», αλλά την ίδια στιγμή να μην απελπιζόμαστε, γιατί υπάρχει η παρουσία της χάρης του Χριστού μας. Θυμίζει το πνευματικό αυτό βίωμα των αγίων Σιλουανού και Σωφρονίου το αντίστοιχο ίσως του αποστόλου Παύλου, ο οποίος εξομολογείτο: «Ο Χριστός ήλθε να σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Στα τάρταρα έβλεπε και ο Παύλος τον εαυτό του, αλλά ο Χριστός ήταν ο Σωτήρας του! Το δίπολο αυτό, για τον άγιο Σωφρόνιο, είναι το μόνο σωτήριο για να μην εκπίπτει κανείς από την πνευματική χριστιανική οδό. Διότι πάντοτε απειλείται ο χριστιανός από το αλαζονικό και κενόδοξο πονηρό πνεύμα. Οπότε η διαρκής υπενθύμιση της πραγματικότητας: ότι είμαστε ένα «τίποτε» κατ’ ουσίαν, αλλά με τον Χριστό τα πάντα, μπορεί να μας κρατήσει στην οδό του Κυρίου.

«Έλαμψε σαν λαμπρός ήλιος ο μέγας στους αγίους Σιλουανός, φωτίζοντάς σε με θείες επιγνώσεις, γιατί σε δίδασκε αφού έπαθε τα θεία: κράτα τον νου σου στον άδη και συγχρόνως να μην απελπίζεσαι καθόλου και θα δεις τον Θεό» (ωδή ε΄). Κι ακόμη: «Ανυψώθηκες, πανάγιε πατέρα, αφού κατέβηκες με την ταπείνωση. Διότι φέροντας τον τύπο του Ιησού που έπαθε και παραδόθηκε στον τάφο, με τη θειότατη συμβουλή του Σιλουανού, έγινες κατοικητήριο Θεού, αφού τήρησες τον νου σου στον άδη και κράτησες διαρκή την αυτομεμψία» (ωδή στ΄).

Δεν τελειώνει εύκολα ο λόγος για τον άγιο Σωφρόνιο: απαιτούνται χιλιάδες σελίδων έστω και να πάρουμε «μυρωδιά», αν πάρουμε, της διδαχής και της ζωής του. Όμως εκείνο που θα σημειώσουμε ως τελική αναφορά είναι η μαρτυρία του για τον Θεό ως τον όντως Όντα, όπως και παραπάνω κάπου ανέφερε ο υμνογράφος. Η αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή δηλαδή, όταν είδε τη βάτο που καιγόταν και δεν κατακαιγόταν και κατάλαβε τη θεϊκή παρουσία, ότι «Αὐτός ἐστιν ὁ Ὤν», ο Γιαχβέ: ό,τι βάζει η Εκκλησία μας στο φωτοστέφανο του Κυρίου, γιατί ο Χριστός ήταν Εκείνος που του φανερώθηκε, η αποκάλυψη λοιπόν αυτή ήταν εκείνο που «έλυσε» το σκοτάδι στο οποίο βρισκόταν ο αναζητητής νεαρός τότε Σωφρόνιος. Κατάλαβε ότι ο Θεός είναι προσωπικός κι ότι Αυτός συνιστά το Είναι και την πηγή της κάθε ύπαρξης, είτε λέγεται άνθρωπος είτε λέγεται άγγελος είτε φυσικό δημιούργημα. Σ’ αυτήν την αποκάλυψη απορροφήθηκε τόσο που πράγματι έφτασε σε μεγάλο ύψος κατανόησής της, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα κατανόησης και του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. Ο εμπνευσμένος υμνογράφος σημειώνει: «Καθώς σου φανερώθηκε ο Δημιουργός σου, αξιώθηκες ν’ ακούσεις “Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν”. Μετά από αυτό αρπάχτηκε όλη η καρδιά σου, άγιε, και βαδίζοντας την οδό της μετάνοιας, παμμακάριστε, φώναζες δυνατά με κατάνυξη στον Κύριό σου: αμάρτησα, σώσε με» (κάθισμα όρθρου). Και: «αφού έγινες σαν φωτιά από τον Προάναρχο Πατέρα, βρήκες πράγματι Αυτόν που ζητούσες και άκουσες όπως ο Μωυσής προτύτερα “ἐγώ εἰμι”» (ωδή α΄).

Μακάρι, ο άγιος Σωφρόνιος που έγινε όλος σαν φωτιά (κοντάκιο), - γιατί «πληγώθηκε σε όλη την ύπαρξή του από τη θεία αγάπη του Εσταυρωμένου Κυρίου» (ωδή ζ΄) και κατέστησε την καρδιά του αγία Τράπεζα που ιερουργούσε διαρκώς τον Κύριο και το άγιο Ευαγγέλιό Του (ωδή ζ΄) - να καθοδηγεί και εμάς, ώστε να ξεφύγουμε από τη φοβερότερη στέρηση που υπάρχει και μας ρίχνει στην κόλαση, την άγνοια του Θεού (ωδή η΄). Ο «χριστόνους» (απολ.) άγιος να ανοίγει και σε εμάς τον δρόμο.

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ ΕΥΦΗΜΙΑ

«Η αγία αυτή και ένδοξη μεγαλομάρτυς Ευφημία, διέλαμψε κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Πρίσκου, ανθυπάτου της Ευρώπης. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της πόλης της Χαλκηδόνας, καταγόμενη από ευγενείς και θεοσεβείς γονείς. Κατηγορήθηκε όμως στον ηγεμόνα ως χριστιανή, και γι’ αυτό την έριξαν πρώτα στη φωτιά, έπειτα στα θηρία, και στη συνέχεια μηχανεύτηκαν και άλλα βασανιστήρια, τα οποία τα υπέμεινε όλα η αγία με γενναιότητα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ιερό λείψανό της διασωζόταν από τους ευσεβείς χριστιανούς στην πόλη της Χαλκηδόνας, όπου και είχε οικοδομηθεί εις τιμήν της περικαλλής ναός. Στα χρόνια των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, συγκροτήθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των εξακοσίων δέκα πατέρων στη Χαλκηδόνα (451), η οποία αναθεμάτισε τους αιρετικούς μονοφυσίτες Ευτυχή και Διόσκορο και διατύπωσε την αληθινή πίστη περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού – δύο τέλειες φύσεις, ανθρώπινη και θεϊκή, ενωμένες στη μία Του θεϊκή υπόσταση «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Επειδή όμως δεν πείθονταν οι αιρετικοί, γι’ αυτό και σκέφτηκαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες το εξής: να γράψουν την ορθόδοξη πίστη σε τόμο και αντιστοίχως να κάνουν και οι αιρετικοί, τους δε δύο αυτούς τόμους να τους εναποθέσουν σφραγισμένους στο στήθος της αγίας, μέσα στη λάρνακά της, κάτι που έγινε. Αργότερα, όταν άνοιξαν τη λάρνακα, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο υπό τους πόδας της αγίας, τον δε των ορθοδόξων να κρατείται από τη μεγαλομάρτυρα στα τίμια χέρια της. Αυτό βλέποντας όλοι, οι μεν αιρετικοί γέμισαν από ντροπή, οι δε ορθόδοξοι από χαρά. Το χαριτόβρυτο αυτό λείψανό της, ακέραιο, μετακομίστηκε, πριν από την άλωση, από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανηγέρθη ναός εις τιμήν της αγίας, και μετά την άλωση (1453), μετά από διάφορες αναγκαίες μετακομίσεις, τοποθετήθηκε οριστικά στον ναό του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου στο Φανάρι, εκεί που μέχρι σήμερα ευρίσκεται, τιμώμενο και σεβόμενο έκτοτε όχι μόνο από τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρη της αγίας, κατά την 11η Ιουλίου, κατά την οποία συρρέουν πλήθη πιστών, για ν’  ασπαστούν το ιερό λείψανό της και ν’  αξιωθούν πολλών ιαμάτων».

Η αγία Ευφημία έγινε ιδιαιτέρως γνωστή στις ημέρες μας, γιατί σχετίστηκε με μία θαυμαστή παρουσία της στον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη, το 1987. Όπως ο ίδιος διηγήθηκε, σε κάποια κρίση που τότε υπήρξε μεταξύ της Εκκλησίας και της Πολιτείας, ο Γέροντας δέχτηκε την επίσκεψή της στο Άγιον Όρος, προφανώς γιατί ο Γέροντας έκανε καρδιακή προσευχή για την υπέρβαση της κρίσης. Και ο Θεός θέλησε να του φανερώσει την εξέλιξη των πραγμάτων, στέλνοντας την αγία εκείνη, που σε ανάλογη εποχή κρίσης, όπως είδαμε και στο συναξάρι, έδωσε την απάντηση. Αλλά πέραν αυτού, ο Γέροντας είχε την ευκαιρία να θαυμάσει, όπως είπε, το πώς μία νεαρή κοπέλα άντεξε τόσα βασανιστήρια για χάρη του Χριστού, ενώ άκουσε άμεσα από το στόμα της ό,τι ο απόστολος Παύλος διακηρύσσει στην Καινή Διαθήκη: «ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν εις υμάς αποκαλυφθήναι δόξαν».

Η ολοζώντανη παρουσία της αγίας Ευφημίας στον όσιο Γέροντα υπήρξε μία απτή επιβεβαίωση του πόσο ζωντανοί είναι οι άγιοί μας, ακόμη και μετά θάνατον. Ο θάνατος δηλαδή δεν συνιστά ένα τέλος, ως εξαφάνιση και εκμηδένιση του ανθρώπου – αυτό που πρεσβεύει η αθεΐα – αλλά ένα απλό όριο, που τον μεταθέτει  στην όντως ζωή, εκεί που είναι η αληθινή πατρίδα, κατά το «ουκ έχομεν μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» του αποστόλου Παύλου. Η μέλλουσα αυτή πόλη είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος ο Χριστός, η ζωή δηλαδή και πάλι μέσα σ’  Αυτόν, με την έννοια ότι αυτό που ζει ένας πιστός εδώ, στον κόσμο τούτο, συνεχίζεται με πολύ καθαρότερο και ορατότερο τρόπο και μετέπειτα. «Εάν τε ζώμεν, εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν». Διότι δεν υφίσταται πια η παχύτητα του σκηνώματός μας, του σώματος, και έτσι ατενίζει ο πιστός τον Χριστό -  τον Οποίο και στον κόσμο αυτό ζούσε, αλλά θολά και ανιγματικά – «πρόσωπον προς πρόσωπον». Ότι βεβαίως η κατάσταση αυτή συνιστά την παραδείσια χαρμόσυνη κατάσταση των αγίων, θεμελιωμένη στην ανάσταση εκ των νεκρών του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, είναι περιττό και να πούμε.

Την πραγματικότητα αυτή της μετά θάνατον ζωής, που διακηρύσσει η Εκκλησία μας, ως το κατεξοχήν βάθρο της πίστης της – ο Χριστός γι’  αυτό κυρίως ήρθε: «ίνα ζωήν έχωσιν οι άνθρωποι, και περισσόν έχωσιν» - προβάλλει με τον αισθητότερο τρόπο και η εορτή της αγίας Ευφημίας. Ένα τροπάριο μάλιστα από την ακολουθία του όρθρου μάς γοητεύει εμμελώς: «Ώ, ξένον τεράστιον! νεκρά μεν εν τω μνήματι, θαύματα τελεί δ’  ώσπερ τις ζώσα, κρείττονα λίαν ή κατά άνθρωπον, αιμάτων εκβλύζουσα κρουνούς, είς ένδειξιν μείζονα, ότι ζώσιν οι δίκαιοι». Δηλαδή: Ώ, παράξενο τεράστιο! νεκρή μεν στο μνήμα (η αγία), κάνει θαύματα σαν ζωντανή, πολύ ανώτερα απ’  όσα μπορεί ο άνθρωπος, με το να εκβλύζει κρουνούς αιμάτων, σε ένδειξη μεγάλη, ότι ζουν οι δίκαιοι (και μετά θάνατον). Και για να μιλήσουμε, πάνω στο θέμα,  και με τον λόγο ενός συγχρόνου αγαπημένου αγίου, του Σιλουανού του ΄Αθω: «οι άγιοι ζουν σ’  άλλον κόσμο κι εκεί βλέπουν με το ΄Αγιο  Πνεύμα τη θεία δόξα και την ομορφιά του προσώπου του Κυρίου. Αλλά με το ίδιο ΄Αγιο Πνεύμα βλέπουν και τη ζωή και τα έργα μας. Γνωρίζουν τις θλίψεις μας κι ακούνε τις θερμές προσευχές μας…Κι αν στη γη η αγάπη δεν μπορεί να λησμονήσει τον αδελφό, πολύ περισσότερο στους ουρανούς οι άγιοι δεν μας λησμονούν και δέονται για μας».

07 Ιουλίου 2023

ΓΙΑΤΙ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΚΑΥΓΑΔΕΣ;

«Ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης έλεγε παραστατικά για το άδικο: “Για τα ορφανά, για τους αρρώστους, για τους γέρους, για όλα υπάρχουν ιδρύματα. Για το καημένο το άδικο, δεν έγινε κανένα ίδρυμα. Καθένας το παίρνει και το πετά στην πλάτη του άλλου, γιατί το βλέπουν βαρύ και άσχημο. Και όμως είναι τόσο γλυκό το άδικο, όσο τίποτε άλλο! Οι ωραιότερες στιγμές που έζησα ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται το άδικο, δέχεται τον αδικημένο Χριστό στην καρδιά του. Οι καυγάδες γίνονται γιατί ο καθένας παίρνει περισσότερο δίκαιο απ’ όσο δικαιούται. Μόνο αν βρεθεί κανείς με πολλή αγάπη, μαζεύει το άδικο και αφήνει το δίκαιο στους άλλους. Μόνο ο Χριστός δέχθηκε όλο το άδικο σηκώνοντας τον Σταυρό για μας”» (όσιος Παΐσιος  αγιορείτης, από Ιερομ. Ισαάκ, Βίος Γέροντος Παϊσίου του αγιορείτου, Άγιον Όρος, σελ. 468).

Ποιο το χαρακτηριστικό δυστυχώς τις περισσότερες φορές στις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμη και τις οικογενειακές, ή μάλλον κυρίως σ’ αυτές; Οι καυγάδες, οι εχθρότητες, τα μίση, οι αντιπαλότητες, οι αλληλοσκοτωμοί. Λίγες φορές θα δει κανείς οικογένειες να διαπνέονται από αγάπη και από αλληλοϋποστήριξη. «Μισούνται σαν αδέλφια» λέει κάποια παροιμία, προκειμένου να αποδώσει την τραγική αυτήν πραγματικότητα στο ανώτερο δυνατό. Όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι οι χειρότεροι πόλεμοι, οι πιο καταστροφικοί είναι οι εμφύλιοι, εκεί που τα αδέλφια πολεμούν τα ίδια τα… αδέλφια τους! Και βεβαίως δεν ξεχνάμε το πώς ξεκινά και η ανθρώπινη ιστορία κατά την Αγία Γραφή: με μία αδελφοκτονία! Ο Κάιν που σκοτώνει τον αδελφό του! Και βεβαίως δεν διαπιστώνεται η διαστροφή αυτή μόνο στις οικογένειες – εκεί υπάρχει όπως είπαμε η…απογείωση! Παντού υπάρχουν άνθρωποι που είναι σαν τα φυτίλια, έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να ανάψουν και να εκραγούν όταν νιώσουν ότι κάποιος ή κάποιοι πάνε να τους αδικήσουν, δικαίως ή αδίκως. Κι αν δεν υπήρχε ο φόβος για τα αντίποινα ή για την απώλεια του οικονομικού συνήθως συμφέροντός τους, τα πράγματα θα έφταναν εντελώς σε αδιέξοδο!

Ποια η αιτία, κατά τον μεγάλο όσιο Γέροντα, ο οποίος κινείτο πάντοτε με βάση τον λόγο του Θεού, αγιογραφικό και Πατερικό; Η ανθρώπινη αμαρτία, δηλαδή ο εγωισμός του ανθρώπου, ο οποίος κρίνει τους πάντες και τα πάντα με βάση τον εαυτό του, τα συμφέροντά του, το κέντρο της ύπαρξής του: το εγώ του. Και δεν αναφέρεται ο όσιος μόνο στους εκτός της χριστιανικής πίστεως – εκείνοι ίσα-ίσα έχουν λόγο να συμπεριφέρονται έτσι: «ένας κοσμικός, έλεγε, και άγνοια έχει και πολλά δικαιώματα» -, αλλά και στους θεωρούμενους εντός. «Μερικοί, ακόμα και πνευματικοί άνθρωποι» σημείωνε, «φτιάχνουν νέο Ευαγγέλιο, διαφορετικό, και θέλουν να μην είναι κορόϊδο ο Χριστιανός». Ποιος «χριστιανός» «φτιάχνει νέο Ευαγγέλιο, διαφορετικό», παρά μόνον εκείνος που στην ουσία δεν πιστεύει στον Χριστό και στη θεόθεν αποκάλυψή Του; Εκεί βρίσκεται λοιπόν η ρίζα του κακού: στην πρακτική αθεΐα του πιστού. Ομολογεί κανείς με τα λόγια ότι είναι χριστιανός, αλλά στην πράξη και με τις ενέργειές του το ακυρώνει. «Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν Οὐρανοῖς» -η ζωή μας αποδεικνύει την ένθεη ή άθεη κατάστασή μας. Πρόκειται για τη λεγόμενη «εκκοσμίκευση» του πιστού, την κατάσταση κατά την οποία αντί ο χριστιανός να επηρεάζει τον κόσμο και να τον αλλοιώνει επί τα βελτίω, εκείνος επηρεάζεται από αυτόν γενόμενος σαν τον κόσμο, ίδιος κι απαράλλαχτος με τους πολλούς.

Ο άγιος Παΐσιος διευκρινίζει περισσότερο: ποιος είναι ο εκκοσμικευμένος αυτός χριστιανός που κινείται αποκλειστικά με βάση το εγώ του; Εκείνος που δεν ζει με αγάπη, συνεπώς το βασικό θέλημα του Θεού για τον άνθρωπο το έχει κάνει πέρα από τη ζωή του. «Οι καυγάδες γίνονται γιατί ο καθένας παίρνει περισσότερο δίκαιο απ’ όσο δικαιούται. Μόνο αν βρεθεί κανείς με πολλή αγάπη μαζεύει το άδικο και αφήνει το δίκαιο στους άλλους» - όσο αγαπάς τόσο και παραιτείσαι από τα δικαιώματά σου! Ο άγιος είπαμε κινείται αγιογραφικά και Πατερικά: η έννοια της δικαιοσύνης δεν λειτουργεί το ίδιο στους ανθρώπους και στον Θεό. Για τον Θεό η δικαιοσύνη έχει ως περιεχόμενο την αγάπη Του κι η αγάπη έχει όριο τη δικαιοσύνη Του, εν αντιθέσει προς εμάς τους ανθρώπους που η δικαιοσύνη μας ταυτίζεται με την κάλυψη μόνο του εαυτού μας και των συμφερόντων μας. Ο Σταυρός του Κυρίου συνιστά την απόλυτη έκφραση της δικαιοσύνης αυτής του Θεού: Ο αθώος πάσχει για χάρη των ενόχων και οι ένοχοι δικαιώνονται. «Κύριος δικαιοῖ τόν ἀσεβῆ». Ο λόγος του Θεού λειτουργεί ως μάστιγα για τα αλλοιωμένα μη χριστιανικά κριτήριά μας: «διατί οὐχί μᾶλλον ἀδικεῖσθε;» «Ἐάν αγαπᾶτε τούς ἀγαπῶντας ὑμᾶς ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; Καί γάρ οἱ ἁμαρτωλοί τό αὐτό ποιοῦσιν».

Δίκαιος λοιπόν είναι ο συνεπής χριστιανός, ο οποίος ως «μίμημα Χριστοῦ» κινείται θυσιαστικά προς χάριν των συνανθρώπων του, διότι τους αγαπά με το μέτρο Εκείνου. «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς». Το όποιο δικό του λοιπόν είτε συμφέρον είτε δικαίωμα το προσφέρει θυσία στον Θεό για να κερδίσει και να ζήσει ο άλλος. Κατά τα λόγια και πάλι του μεγάλου Παϊσίου: «όσο πιο προχωρημένος είναι ο άνθρωπος πνευματικά, τόσο λιγότερα δικαιώματα δίνει στον εαυτό του… Όλη η υπόθεση είναι να ’ρθούμε στη θέση του άλλου, να τον καταλάβουμε. Τότε συγγενεύουμε με τον Χριστό… Ξέρεις με το δίκαιό τους πόσοι πήγαν στην κόλαση;» Είναι ευνόητο ότι μόνον ένας πιστός χριστιανός που έχει μεταθέσει το κέντρο βάρους της ζωής του στη ρίζα του τον Ιησού Χριστό μπορεί να κινηθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο, που θα πει ότι «περιπατεῖ διά πίστεως καί οὐ δι’ εἴδους» (απ. Παύλος), μη έχοντας πατρίδα την εδώ στον κόσμο τούτο αλλά τη μέλλουσα στην οποία είναι προσανατολισμένος. Αν δεν έχει φτάσει στη χάρη αυτή ή αν δεν παλεύει να φτάσει εκεί, τότε η αναφορά περί παραιτήσεως και από τα νόμιμα δικαιώματά του δεν βρίσκει σημείο συντονισμού μέσα του. Του προκαλεί βαρυθυμία, «βλέπει το άδικο βαρύ και άσχημο» που «το παίρνει και το πετά στην πλάτη του άλλου».

Κι έρχεται εδώ και πάλι η διάκριση του μεγάλου συγχρόνου οσίου. Δεν έχεις φτάσεις στο σημείο αυτό; Τότε, στην αδικία και στις παρεξηγήσεις πήγαινε να συνεξηγηθείς με τον άλλον που έχεις το πρόβλημα. «Στην αρχή, άμα κανείς δεν φθάσει στην κατάσταση να δέχεται τις αδικίες, στις παρεξηγήσεις βοηθούν πολύ οι συνεξηγήσεις». Κι αυτό γιατί ακόμη δεν υπάρχει συγγένεια με τον Χριστό. Υπάρχει όμως η ελπίδα και ο αγώνας. Η θέση αυτή θυμίζει εκείνο που με πολλή σοφία και οξυδέρκεια επισημαίνει ο γνωστός καθηγητής της Ανωτάτης Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Αθηνών και ψυχίατρος π. Βασίλειος Θερμός σε κείμενό του για τη μετάνοια: «Πατούν γερά στην αυτοεκτίμηση όσοι έχουν αναπτύξει στενή σχέση με τον Χριστό… Μόνον όποιος αισθάνεται βαθιά στην ψυχή του ότι ο Θεός τον αγαπά, βρίσκει την δύναμη να γίνεται σκληρός με το αμαρτωλό παρελθόν του. Υπάρχουν αντίβαρα στην σκληρή αυτοκριτική, όταν μας κρατάει η αγάπη του πιο Ισχυρού. Διαφορετικά, αν μετανοώντας λέμε πράγματα τα οποία δεν πιστεύουμε, υπάρχει ο κίνδυνος να αναπτύξουμε είτε ταπεινοσχημία, δηλαδή εξωτερική υπόκριση μετάνοιας, είτε να βιάσουμε τον εαυτό μας να τα πιστέψει χωρίς να είναι έτοιμος με αποτέλεσμα ένας καταθλιπτικό βίωμα». Και συνεχίζει: «Ο Απόστολος Παύλος και όσοι άλλοι άγιοι του έμοιασαν μέσα στους αιώνες έχουν την δύναμη να απεχθάνονται το αμαρτωλό παρελθόν τους επειδή μετέχουν στον τρόπο με τον οποίο αγαπά ο Θεός».

Λοιπόν και επί του θέματός μας: Όταν ο πιστός νιώθει ότι είναι μέλος Χριστού και προεκτείνει Εκείνον στη ζωή του, τότε πράγματι λειτουργεί με τη δύναμη και τη χάρη Εκείνου, δηλαδή με την αγάπη Του: παραιτείται των πάντων, θεωρώντας ό,τι κοσμικό και επίγειο «σκύβαλα». Διότι η προτεραιότητά του είναι πώς να έχει ζωντανή την παρουσία του Χριστού στην ύπαρξή του. Αποτέλεσμα: «το άδικο γίνεται τόσο γλυκό όσο τίποτε άλλο! Οι ωραιότερες στιγμές που έζησα ήταν της αδικίας. Όποιος δέχεται το άδικο, δέχεται τον αδικημένο Χριστό στην καρδιά του». Να παρακαλούμε τον Θεό να γινόμαστε «ίδρυμα του αδίκου», δηλαδή να λειτουργούμε ως «ναός Θεού ζώντος», ντυμένοι τον ίδιο τον Χριστό.

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΡΙΑΚΗ

«Ἡ ῾Αγία Κυριακή ἔζησε τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 3ου καί ἀρχές τοῦ 4ου μ. Χ. αἰ. ἐπί αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ. Οἱ γονεῖς της ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι μετά πολλά χρόνια ἀτεκνίας ἔφεραν στόν κόσμο τήν κόρη τους, πού τήν ὀνόμασαν Κυριακή, ὡς γεννημένη τήν ὁμώνυμη ἡμέρα καί ὡς ἀφιερωμένη στόν Κύριο. Συνελήφθησαν γονεῖς καί κόρη γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό καί ὁδηγήθηκαν σέ διαφορετικά μέρη, προκειμένου νά βασανιστοῦν γιά νά ἀλλαξοπιστήσουν. Ἡ νεαρή παιδούλα Κυριακή, ἀφοῦ ὑπέστη σκληρά μαρτύρια, χωρίς νά ἀλλάξει ἐπ᾽ οὐδενί τήν πίστη της, τήν ὁποία διαρκῶς καί ὁμολογοῦσε - ῾Χριστιανή εἶμαι᾽, ἔλεγε διαρκῶς - ὁδηγήθηκε σέ εἰδωλολατρικό ναό, γιά νά θυσιάσει στά εἴδωλα, τά ὁποῖα ὅμως μέ μόνη τήν παρουσία της, πού συνοδεύτηκε ἀπό σεισμό, ἔγιναν κομμάτια. Τήν ἔβαλαν σέ φωτιά, ἡ ὁποία, ὅπως καί στούς τρεῖς παῖδες καί στόν ἅγιο Πολύκαρπο, δέν ῾τόλμησε᾽ νά τήν πειράξει στό παραμικρό. Τήν πῆγαν στά θηρία, πού καί αὐτά, ὅπως παλαιά μέ τόν προφήτη Δανιήλ, δέν τῆς ἔκαναν κανένα κακό. Τότε, μανιασμένος ὁ εἰδωλολάτρης ἄρχοντας διέταξε νά τήν ἀποκεφαλίσουν, ἀλλά στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου ἡ ἁγία, ἀφοῦ προσευχήθηκε, ξάπλωσε καί παρέδωσε τήν ἁγία της ψυχή στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της, χωρίς νά προλάβουν οἱ δήμιοι νά ἐπιτελέσουν τό φρικτό ἔργο τους».

       Τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς χρησιμοποιεῖ τό ὄνομα τῆς ἁγίας,  Κυριακή, για να μᾶς καθοδηγήσει στήν οὐσία τῆς ἁγιότητάς της: φάνηκε ἡ ἁγία «ὡς ἀνδρεία τῷ φρονήματι, κυρία νοός τε καί παθῶν ἀπρεπῶν». Μέ ἀνδρικό τό φρόνημα, μέ πίστη σταθερή καί ἀκατάβλητη, ὑπῆρξε κυρία τοῦ νοῦ καί τῶν ἀπρεπῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ κυριαρχία αὐτή πάνω στά πάθη καί τίς κακίες, ὥστε ὁ νοῦς νά λειτουργεῖ μέ φυσικό τρόπο, δηλαδή προσβλέποντας στόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό, φανερώνει τό παρθενικό ἦθος τῆς ἁγίας. Ἡ παρθενικότητά της ἐγκωμιάζεται μέ ἔντονο λυρισμό ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας: «᾽Ακούσωμεν τῆς Παρθένου ἐγκώμιον: ῏Ω Παρθενία, ναός Θεοῦ! ὦ Παρθενία, Μαρτύρων δόξα! ὦ Παρθενία, ᾽Αγγέλων συνόμιλε».

       Πρέπει νά διευκρινίσουμε βεβαίως ὅτι γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη μας ἡ ἔννοια τῆς παρθενίας δέν ἐξαντλεῖται σέ ὅ,τι σήμερα οἱ πολλοί κατανοοῦν: ὡς μία σωματικῆς φύσεως μόνο διαφύλαξη τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια μονομερής κατανόηση τῆς παρθενίας δέν θεωρεῖται χαρισματική κατάσταση, ἀφοῦ μπορεῖ νά τήν ἔχουν πολλοί, ἀλλά νά μή σχετίζονται καθόλου μέ τόν Θεό οὔτε καί νά ἀνήκουν κἄν στό χῶρο τῆς ᾽Εκκλησίας. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ὅτι ὑπάρχουν θρησκεῖες, οἱ ὁποῖες σ᾽ αὐτό τό σημεῖο ὡς κάτι τό ἀπόλυτο ἐπικεντρώνουν τήν ὅλη ἠθική τους. Κι ἀπό τήν ἄλλη, ἡ γνωστή παραβολή τοῦ Κυρίου μας περί τῶν δέκα παρθένων, ἀπό τίς ὁποῖες οἱ πέντε παρ᾽ ὅλη τήν παρθενία τους ἔμειναν «ἐκτός νυμφῶνος», ἐπιβεβαιώνει ἀκόμη περισσότερο τή μή χαρισματική ἀπό μόνη της αὐτή κατάσταση. Γιά τήν ᾽Εκκλησία μας, ἡ παρθενία ἐκτείνεται σέ ὅλο τό φάσμα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης: ἀγκαλιάζει τήν ψυχή καί τό σῶμα, τόν νοῦ καί ὅλες τίς δυνάμεις του, τή λογική, τά συναισθήματα καί κυρίως τίς ἐπιθυμίες. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ παρθενία ὡς ἀρετή εἶναι πρωτίστως ἐσωτερική, τῆς ψυχῆς, κατάσταση, καί κατ᾽ ἐπέκταση σωματική. ῎Αν ὁ νοῦς δέν εἶναι παρθένος, δηλαδή δέν στέκει ὡς φρουρός ξάγρυπνος, ὥστε νά ἐλέγχει τούς ὅποιους λογισμούς πᾶνε νά ἀναπτυχθοῦν, εἴτε ἀπό τήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φύση εἴτε ἀπό τόν διάβολο, τότε μικρή ἤ καί μηδαμινή σημασία ἔχει ἡ σωματική παρθενία, κάτι πού σημαίνει ὅτι τήν παρθενία μπορεῖ νά τήν ἔχουν καί οἱ ἔγγαμοι καί οἱ ἄγαμοι. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἔχει τονιστεῖ ἐπαρκῶς ὅτι ἡ συζυγική πιστότητα, ψυχική καί σωματική, σ᾽ ἕνα χριστιανικό ζευγάρι, ἀντιστοιχεῖ στήν ἀρετή τῆς παρθενίας πού ὑπόσχεται ὁ μοναχός.

       Μία τέτοια συνολική ἔννοια τῆς παρθενίας θεωρεῖται ὅτι κατορθώνεται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος ἀπό μόνος του δέν ἔχει μία τέτοια δυνατότητα, πού σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι δυνατόν νά εἶναι παρθένος χωρίς νά εἶναι μέλος Χριστοῦ. Ὁ βαπτισμένος καί χρισμένος Χριστιανός, αὐτός νιώθει τή δύναμη τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ, πού τόν ἐνισχύει νά ἀντιπαλαίει πρός ὅ,τι πονηρό πάει νά ἀλλοιώσει τήν ὕπαρξή του. «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» εἶπε ὁ Κύριος, ἐνῶ γιά τήν ἁγία μας σήμερα, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὁ ὑμνογράφος σημειώνει ἐπ᾽ αὐτοῦ: «φωτίστηκε ἡ ἔνδοξη Κυριακή, φιλάνθρωπε Χριστέ, ἀπό τό δικό Σου φῶς καί ξέφυγε ἀπό τό σκοτάδι τῆς πολύθεης ἀπάτης». ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή, ἡ παρθένος ψυχή σώζεται, δηλαδή σχετίζεται μέ τόν Θεό, ὅταν γίνεται ταυτοχρόνως νύμφη ψυχή. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν δεχθεῖ τόν Χριστό ὡς νυμφίο τῆς ψυχῆς του, τότε σωτηρία δέν ὑφίσταται. Τό ζητούμενο λοιπόν γιά κάθε πιστό - κάτι πού κατορθώθηκε ἤδη ἀπό τούς ἁγίους καί ἀπό τήν σήμερον ἑορταζομένη Κυριακή - εἶναι ἡ ἀγάπη πρός τόν Χριστό. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ ὁ Θεός, ὅτι τέτρωμαι τῆς σῆς ἀγάπης ἐγώ. Μή χωρίσῃς με Νυμφίε ἐπουράνιε», πού λέει καί τό δοξαστικό τῶν στιχηρῶν τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς ἁγίας. Ὅτι, μέ τούς παραπάνω ὅρους, τό πρότυπο γιά τόν κάθε πιστό εἶναι ἡ Παναγία, ὡς Παρθένος καί νύμφη ἀνύμφευτος, εἶναι περιττό καί νά σημειώσουμε.  

«Ταῖς πρεσβείας τῆς μεγαλομάρτυρος Κυριακῆς, Χριστέ ὁ Θεός, σῶσον τάς ψυχάς ἡμῶν».