22 Νοεμβρίου 2023

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΑΚΩΒΟΣ Ο ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ

 

Ο όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία εκοιμήθη εν Κυρίω την 21η Νοεμβρίου 1991, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου, την ώρα μάλιστα που εξομολογούσε κάποιον πιστό.

Ο όσιος Ιάκωβος, καθηγούμενος της ιεράς Μονής Οσίου Δαυίδ του Γέροντος στην Εύβοια, ήταν σπάνια προσωπικότητα, που, όσο ζούσε, αποτελούσε το στήριγμα και την ελπίδα για χιλιάδες ανθρώπους ανά τον κόσμο. Ήταν κυριολεκτικά αυτό που η Εκκλησία μας ονομάζει «Γέροντας», δηλαδή ο πνευματικός καθοδηγητής, ο χαρισματούχος ηγέτης, που ανοίγει δρόμους και μονοπάτια, εκεί που η ανθρώπινη λογική αδυνατεί να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση. Χιλιάδες άνθρωποι έχουν να καταθέσουν πάμπολλες μαρτυρίες σχετικά με την επίλυση διαφόρων προβλημάτων τους, που αναφέρονταν όχι μόνο στη σφαίρα της ψυχικής τους ζωής, μα και της ίδιας της καθημερινότητας και αμεσότητας.

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον μακαριστό όσιο Γέροντα να έχει αυτές τις ικανότητες; Μήπως κάποιος ιδιαίτερος ψυχισμός ή κάποια φυσικά άλλα προσόντα; Ασφαλώς όχι. Η απάντηση βρίσκεται σε συνάρτηση με ό,τι αποτελούσε προσόν κάθε αγίου κάθε εποχής στην Εκκλησία μας: τη χάρη του Θεού. Με άλλα λόγια ο όσιος υπήρξε ο ένθεος άνθρωπος, η χαριτωμένη ψυχή που αρδευόταν πλούσια από τις χάρες του αγίου Πνεύματος. Αυτή η παρουσία του Πνεύματος του Θεού μέσα του τον έκανε να διακρίνει τα δυσδιάκριτα, αλλιώς, προβλήματα των ανθρώπων. Διότι είναι κοινή πεποίθηση της Εκκλησίας μας ότι, όταν το Πνεύμα του Θεού φωτίζει τους ανθρώπους, τότε εκείνοι αποκτούν την αρετή της διακρίσεως, που τους ικανώνει να διαβλέπουν με τρόπο άμεσο το καλό από το κακό, την ενέργεια του Θεού από τη δαιμονική ενέργεια.

Έτσι καθένας που συναντάτο μαζί του έφευγε με τη βεβαιότητα ότι συνάντησε τον άνθρωπο του Θεού, ότι η απάντηση που του έδωσε σε κάποιο πρόβλημά του ήταν η απάντηση Εκείνου, ότι ο λόγος που του απηύθυνε ήταν χαιρετισμός της χάρης του Θεού. Γι’ αυτό και η γαλήνη και η ειρήνη της συνείδησης ήταν τα στοιχεία τα οποία απεκόμιζε ο κάθε προσκυνητής της Μονής.

Βεβαίως δεν έχουμε λόγο να αμφισβητήσουμε αυτό που έλεγε ο Γέροντας, όταν ενθουσιασμένοι οι προσκυνητές τού ανέφεραν τα καλά αποτελέσματα της επίσκεψής τους. «Ο όσιος Δαυίδ το έκανε, παιδί μου». Αλλά για να δράσει ο όσιος με τόσο άμεσο κάθε φορά τρόπο, έπρεπε να «πιεστεί» τρόπον τινά, από κάποιου την προσευχή, που είχε μεγάλη δύναμη. Κι αυτός ήταν ο Γέρων Ιάκωβος. Όλοι άλλωστε γνώριζαν το πόσο μεγάλη παρρησία στον όσιο Δαυίδ και στον Θεό και στους λοιπούς αγίους είχε ο μακαριστός ηγούμενος και νυν άγιος της Εκκλησίας. Του μιλούσε ιδίως του οσίου Δαυίδ, όπως κανείς μιλάει στον πιο καλό του φίλο. Κι η απάντηση ερχόταν τις περισσότερες φορές άμεση.

Θυμάμαι κι εγώ προσωπικά -  όταν πριν αρκετά χρόνια βεβαίως (το 1989)  είχα την ιδιαίτερη ευλογία από τον Θεό να συμφάγω μαζί του και με άλλους - την περίπτωση μίας κυρίας που μας ανέφερε. Αλαφιασμένη είχε πάρει τηλέφωνο, επειδή είχε χάσει τα κοσμήματά της που άξιζαν ολόκληρη περιουσία. Η απόγνωσή της την έκανε να καταφύγει στον πατέρα Ιάκωβο. Κι εκείνος δεν αρνήθηκε να βοηθήσει το πλάσμα του Θεού. Πήγε στην εικόνα του αγίου Δαυίδ μέσα στον ναό και του εξέθεσε το πρόβλημα. Του είπε όμως, για να ξέρει αν πρέπει να συνεχίσει την προσευχή για το θέμα αυτό, να έχει την απάντηση γρήγορα. Του έθεσε μάλιστα και όριο: «Μέχρι να πάω στο κελί μου ας πάρει τηλέφωνο η κυρία ότι βρήκε τα κοσμήματα. Διαφορετικά, θα ξέρω ότι δεν πρέπει να επιμένω στο αίτημα». Πράγματι, μέχρι να μπει στο κελί του, η κυρία πήρε τηλέφωνο και κλαίγοντας ευχαριστούσε τον Θεό και τον Γέροντα διότι βρήκε τα χρυσαφικά της. Δεν θα μνημονεύσουμε πάμπολλες άλλες παρόμοιες περιπτώσεις – γραμμένες άλλωστε και στα βιβλία που έχουν ήδη κυκλοφορηθεί γι’  αυτόν – πλην δύο ακόμη, στις οποίες έτυχε κι εγώ να παρευρίσκομαι και που αποκαλύπτουν το διορατικό χάρισμα του οσίου και τη δύναμη της προσευχής του.

Η πρώτη. Στο τραπέζι που τρώγαμε, βρισκόταν κι ένας νεαρός θεολόγος, ο Δ.Κ.,  με την οικογένειά του. Ο θεολόγος αυτός καθηγητής, άνθρωπος πραγματικά πίστεως και χάρης Θεού, είχε τότε λογισμούς για να γίνει κληρικός. Ο Γέροντας πρώτη φορά τον συναντούσε. Ερώτησε λοιπόν ποιος είναι. Του είπαν κι εκείνος επεσήμανε: «Δεν ξέρω πώς εσείς τον βλέπετε, εγώ όμως τον βλέπω διαφορετικά». Δεν έπαυσε μάλιστα μέχρι το τέλος του φαγητού να μιλά για την καλή καρδιά του νέου θεολόγου. Προφανώς ο Γέροντας τον έβλεπε ήδη με το σχήμα του κληρικού (σημ.: έχει γίνει ήδη, εδώ και πολλά χρόνια, ιερέας), γι’ αυτό και είπε ότι τον βλέπει διαφορετικά. Το γεγονός της διόρασης και προόρασης που είχε, επιβεβαιώνεται και από άλλες παρόμοιες μαρτυρίες, διότι ο ίδιος είχε εκμυστηρευτεί σε πνευματικούς ανθρώπους που τον επισκέπτονταν, ότι ο Θεός τού έδινε τη δυνατότητα να βλέπει τους ανθρώπους ανάλογα με την ψυχική τους κατάσταση: μαύρους, αν ήταν αμετανόητοι, λευκούς αν ήταν μετανοημένοι.

Το δεύτερο περιστατικό.  Στο μοναστήρι που βρισκόμουν εκείνη την ημέρα, και μάλιστα στην αυλή έξω από τον ναό, είδα κάποιον άνθρωπο με πυτζάμες και με πατερίτσα, γιατί το πόδι του ήταν κομμένο. Ο άνθρωπος αυτός βλέποντάς με ιερέα, με κάλεσε, κι όταν τον πλησίασα, άρχισε να μου αποκαλύπτει το μεγάλο θαύμα που του είχε συμβεί. Ενώ δηλαδή είχε μεγάλη πληγή στο κομμένο πόδι που δεν έκλεινε, παρ’  όλες τις διάφορες ιατρικές απόπειρες, στην τελευταία του επίσκεψη στο νοσοκομείο, τότε που είχε αποφασιστεί να εγχειριστεί, κι αφού είχε επισκεφτεί τον όσιο Δαυίδ και είχε πάρει την ευλογία του Γέροντα Ιακώβου, ο ιατρός διαπίστωσε με έκπληξη ότι η πληγή είχε ήδη κλείσει κατά ένα ανεξήγητο τρόπο, σαν να είχε γίνει σπουδαιότατη ακριβής εγχείριση. «Ούτε ο Κούλεϊ στην Αμερική δεν θα την έκλεινε έτσι», ήταν τα λόγια του ιατρού, που μου τα επανέλαβε ο άνθρωπος. Ο ιατρός βεβαίως, όπως και ο ασθενής, δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν το γεγονός, το θεώρησαν δε ως θαύμα. Ο ασθενής αισθάνθηκε τόση ευγνωμοσύνη προς τον όσιο Δαυίδ και τον άγιο καθηγούμενο, ώστε πήρε ταξί από την Αθήνα που βρισκόταν (το νοσοκομείο των Αγίων Αναργύρων), και ήλθε κατευθείαν με τις πυτζάμες στο Μοναστήρι.

Είναι αυτονόητο βέβαια ότι τα τόσα χαρίσματα του οσίου Ιακώβου δεν δόθηκαν σ’ αυτόν από τον Θεό τυχαία. Για να φθάσει στο σημείο τόσης αγάπης προς τους συνανθρώπους του προηγήθηκε από μέρους του σκληρή άσκηση, εγκράτεια κατά πάντα, τήρηση των αγίων εντολών του Κυρίου, φύλαξη του νου και της καρδιάς από κάθε εμπαθή λογισμό, και μάλιστα από νεαρή ηλικία. Διότι, κατά την πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας, αν δεν καθαριστεί ο άνθρωπος με την άσκηση από κάθε κακία και ψεκτό πάθος, δεν μπορεί να φθάσει στο σημείο του φωτισμού και μετέπειτα της θέωσής του. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι η αγάπη του οσίου προς τους συνανθρώπους του ήταν η έκφραση της αγάπης του Θεού, τον Οποίο ζούσε έντονα στην καρδιά του. Καθάρισε δηλαδή τον αγρό της καρδιάς του, όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, από κάθε είδους ζιζάνια, οπότε η χάρη του Θεού βρήκε πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσει τις αρετές, και μάλιστα την αγάπη.

Ευρισκόμενος τώρα εν αγαλλιάσει στις αιώνιες μονές, κοντά στον αγαπημένο του Κύριο, δεν παύει να πρεσβεύει και για εμάς, πολύ δραστικότερα και αποτελεσματικότερα από όσο ζούσε. Διότι «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α΄Κορ. 13, 8).

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΕΚ ΤΩΝ ΕΒΔΟΜΗΚΟΝΤΑ ΦΙΛΗΜΩΝ, ΑΡΧΙΠΠΟΣ, ΑΠΦΙΑ ΚΑΙ ΟΝΗΣΙΜΟΣ

«Ο άγιος Φιλήμων, όπως και οι σήμερα μαζί του εορταζόμενοι άγιοι απόστολοι Απφία (σύζυγος μάλλον του Φιλήμονος), Άρχιππος (ίσως υιός του Φιλήμονος και της Απφίας)  και Ονήσιμος (δούλος του Φιλήμονος, που δραπέτευσε και τον έστειλε πίσω ως χριστιανό όμως ο απόστολος Παύλος),  έζησαν επί της βασιλείας του Νέρωνος και υπήρξαν μαθητές του αποστόλου Παύλου. Μαρτύρησαν στην πόλη των Κολοσσών της Φρυγίας, κοντά στη Λαοδίκεια. Όταν δηλαδή οι ειδωλολάτρες εόρταζαν την Άρτεμη στο ναό της στις Κολοσσές, οι απόστολοι αυτοί δοξολογούσαν τον Θεό στην αγιοτάτη Εκκλησία, μαζί με άλλους χριστιανούς. Από έφοδο που έκαναν οι ειδωλολάτρες εκεί, οι χριστιανοί υποχώρησαν και κρύφτηκαν, έμειναν όμως οι απόστολοι μόνοι τους, μαζί με την Απφία που ήταν και αυτή πιστή χριστιανή, γιατί ποθούσαν το κατά Χριστόν μαρτύριο. Συνελήφθησαν λοιπόν και οδηγήθηκαν στον Ανδροκλέα, τον ηγεμόνα Εφέσου. Κτυπώνται λοιπόν  από αυτόν, και επειδή δεν πείσθηκαν να θυσιάσουν στο είδωλο που ονομαζόταν Μηνάς, ρίχνονται μέσα σε βόθρο μέχρι τη μέση τους. Στην κατάσταση αυτή λιθοβολούνται, αφού προηγουμένως κατατρυπήθηκαν από παιδιά με βελόνες».

Δύο αινιγματικά παράδοξα υπάρχουν στην ακολουθία του αγίου Φιλήμονος και των συν αυτώ αποστόλων, ποίημα του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου. Πρώτον, το παράδοξο της ιστορικής ανακολουθίας, δεδομένου ότι, ενώ οι απόστολοι αυτοί προσήλθαν στην πίστη του Χριστού από τον απόστολο Παύλο, συνεπώς αρκετά χρόνια μετά την Ανάληψη του Κυρίου,  ο άγιος υμνογράφος τους παρουσιάζει  ως «αυτόπτας του Λόγου και μύστας των θαυμάτων αυτού», ανήκοντας μάλιστα στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου («και Μαθηταίς συντάξαντος Εβδομήκοντα»)∙ δεύτερον, το παράδοξο της πλήρους απουσίας αναφοράς στην επιστολή του αποστόλου Παύλου «Προς Φιλήμονα»: δεν φαίνεται λογικό η ακολουθία να έχει ως «αντικείμενο» κυρίως τον άγιο Φιλήμονα και να ελλείπει το πιο γνωστό ιερό κείμενο γι’ αυτόν, η συγκεκριμένη επιστολή που του απηύθυνε ο άγιος Παύλος. Λογική εξήγηση επί των παραδόξων αυτών δεν μπορούμε να δώσουμε, δεν βοηθά δε σ’ αυτό και η ίδια η ακολουθία. Το μόνο που μπορούμε να πούμε ως προς το δεύτερο παράδοξο είναι ίσως η απόλυτη προτεραιότητα που δίνει ο άγιος Ιωσήφ στην ιεραποστολική δραστηριότητα του αποστόλου Φιλήμονος, στη δράση του ως κήρυκα του λόγου του Θεού, στη μέχρι θυσίας προσπάθειά του να ευαγγελισθεί τους ανθρώπους. Να υποθέσουμε ως προς το πρώτο ότι επίτηδες υποβαθμίζει τα ιστορικά στοιχεία, για να τονίσει την αμεσότητα σχέσης και των αποστόλων αυτών με τον ίδιο τον Κύριο – κάτι παρόμοιο ίσως με αυτό που κάνει η αγιογραφία, η οποία βλέπει παροντικά όλα τα γεγονότα, έστω κι αν είναι του παρελθόντος ή του μέλλοντος;

Εκείνο πάντως που είναι αδιαμφισβήτητο στην ακολουθία είναι το γεγονός ότι όντως το κύριο  μέλημα του υμνογράφου φαίνεται να είναι η κηρυκτική δράση των αποστόλων, και μάλιστα του αγίου Φιλήμονος. Επιμένει στη δύναμη των λόγων του, οι οποίοι  άρδευσαν τις καρδιές των ανθρώπων, ώστε να καρποφορήσουν ουράνια νοήματα («ρείθροις των σων λόγων, καρδίας κατήρδευσας και γεωργείν ουράνια, μάκαρ, νοήματα παρεσκεύασας πίστει, απόστολε Φιλήμον). Και τα ουράνια αυτά νοήματα δεν ήταν ασφαλώς άλλα από αυτά που οδηγούσαν τον πλανεμένο άνθρωπο στον δρόμο του ουρανού: την αγάπη για τον Χριστό. («Τας ουρανίους οδούς τοις πλανηθείσι χαλεπώς έδειξας, ως απλανής οδηγός, Φιλήμον, και μόνην την οδόν, Χριστόν αγαπήσαι, οσίως ωδήγησας»).    Τι συγκεκριμένα εκήρυσσε  ο απόστολος Φιλήμων, κατά τον ποιητή, ώστε να έχει τέτοια δύναμη ο λόγος του; Μα, ασφαλώς ό,τι αποτελεί διαχρονικό κήρυγμα της Εκκλησίας: την προβολή των Παθών του Χριστού και της Αναστάσεώς Του. «Τα πάθη του Χριστού και την ανάστασιν κηρύττων, ανέστησας ως εκ τάφου απιστίας και νεκρώσεως τους ανθρώπους, Φιλήμον αξιάγαστε». (Κήρυττες τα πάθη του Χριστού και την Ανάστασή Του, Φιλήμον αξιοθαύμαστε, γι’ αυτό και ανέστησες σαν από τάφο της απιστίας και της νέκρωσης τους ανθρώπους). Δεν θα ήμασταν εκτός πραγματικότητας αν ισχυριζόμασταν ότι στο σημείο αυτό έχουμε μία «αδιόρατη» προβολή του αποστόλου Παύλου ως διδασκάλου του Φιλήμονος: ο απόστολος Παύλος είναι ο κατεξοχήν «ζωγράφος» του κηρύγματος της Εκκλησίας, ως εξαγγελίας των Παθών και της Αναστάσεώς Του.

Ο άγιος Ιωσήφ όμως δεν μένει μόνον στο έργο του αγίου Φιλήμονος ως ευαγγελιστή των ανθρώπων. Αν ο λόγος του ήταν σαν λυχνάρι φωτεινό που άναβε το φως στις σβησμένες από την πλάνη καρδιές των ανθρώπων («Λόγον ως λύχνον φαεινόν επανάπτοντα τη ση καρδία φέρων, τους το πριν εσβεσμένους και εν σκοτία πολλή κειμένους αγνωσίας»), ήταν διότι ο ίδιος αγάπησε πολύ τον Κύριο, που πρώτος Αυτός μας αγάπησε («φιλήσας Χριστόν, τον φιλήσαντα βροτούς δι’ ευσπλαγχνίαν»), και διότι βεβαίως, όπως και οι άλλοι απόστολοι, αγωνίστηκε στο να καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του και να γίνει έτσι θεόπτης. Κι είναι αλήθεια: κανείς δεν μπορεί να μιλά για αγάπη προς τον Χριστό, έχοντας ρυπαρή καρδιά. Η αγάπη σ’  Εκείνον φυτρώνει σε έδαφος που έχει αποκαθαρθεί από τα ζιζάνια των παθών. «Νοός το οπτικόν ανακαθάραντες, της θείας ετύχετε θεοπτίας, και καρδίας επεστρέψατε πλανωμένας, προς γνώσιν, ιερώτατοι».

21 Νοεμβρίου 2023

"ΕΤΟΙΜΑΣΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ ΚΑΤΟΙΚΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ"

 

Από τους ωραιότερους στίχους της εορτής των Εισοδίων της Θεοτόκου (21 Νοεμβρίου), της προσφοράς και αφιέρωσης της τριετούς Μαριάμ δηλαδή από τους γονείς της Ιωακείμ και Άννα στον Κύριο μέσα στον Ναό, είναι εκείνοι  που αναφέρονται στην αγία Άννα, όταν κατευοδώνει τη μικρή κόρη της με τα λόγια που δείχνουν το νόημα της εκεί πια ζωής και παρουσίας της. «Άπιθι, τέκνον – λέει η μάνα στην κόρη – τω Δοτήρι γενήθητι και ανάθημα και ευώδες θυμίαμα. Είσελθε εις τα άδυτα και γνώθι μυστήρια, και ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον τερπνόν και ωραίον, του παρέχοντος τω κόσμω το μέγα έλεος» (απόστιχο εσπερινού). Δηλαδή: Πήγαινε, παιδί μου, γίνε για τον Δοτήρα Θεό και προσφορά και αφιέρωμα, αλλά και ευωδιαστό θυμίαμα. Μπες μέσα στ’ άδυτα των Αγίων του Ναού και γνώρισε τα μυστήρια του Θεού, κι ετοιμάσου να γίνεις κατοικητήριο του Ιησού, τερπνό και ωραίο, του Ιησού που παρέχει ως Θεός στον κόσμο το μέγα έλεος.

Γιατί στεκόμαστε ιδιαιτέρως στους συγκεκριμένους στίχους; Διότι:

1. Τονίζουν τον σκοπό των Εισοδίων της Θεοτόκου στον Ναό. Εισέρχεται όχι απλώς γιατί έπρεπε να εκπληρωθεί κάποιο τάμα των γονιών της ή για να προφυλαχτεί από την κακότητα του κόσμου λόγω της αδυναμίας των γονιών αυτών από τα γηρατειά τους, αλλά για να περάσει το προβλεπόμενο διάστημα της ζωής της μέσα στον οίκο Κυρίου, προκειμένου να ετοιμαστεί για το συγκλονιστικότερο και πέραν κάθε ανθρωπίνης αντίληψης και σύλληψης μυστήριο: να γίνει η μητέρα του Θεού ως ανθρώπου – ο Ευαγγελισμός της έχει ακριβώς την αρχή της (πέραν βεβαίως της Γεννήσεώς της) στο συγκεκριμένο γεγονός. Ο αρχάγγελος Γαβριήλ που θα ευαγγελιστεί αργότερα τη σάρκωση του Θεού, ο ίδιος την τρέφει μέσα στα άγια των αγίων.

Και 2. Καθορίζεται από τα λόγια της αγίας Άννας η μέθοδος και ο τρόπος της ετοιμασίας της Μαριάμ: θα γίνεις η Παναγία η μητέρα του Θεού, όταν θα γίνεις όχι μόνο το αφιέρωμα και η προσφορά για Εκείνον, αλλά και το ευωδιαστό λιβάνι. Κι έχουν ιδιαίτερη σημασία τα λόγια αυτά της μητέρας Άννας, γιατί και στην Παλαιά Διαθήκη βεβαίως, αλλά και μετέπειτα σε όλη τη χριστιανική ιστορία, μπορεί κάποιος να προσφέρει πράγματα ή και τον ίδιο τον εαυτό του στον Θεό, αλλ’  όχι με τον σωστό τρόπο. Πόσες φορές δεν ακούμε τον αυστηρό λόγο των Προφητών, οι οποίοι στηλίτευαν τις προσφορές και τα αφιερώματα των Ιουδαίων, γιατί προσφέρονταν όχι με καθαρή καρδιά; «Αποστρέφω το πρόσωπό μου από τις προσφορές σας – λέει αίφνης Κύριος ο Θεός στους Ιουδαίους διά του προφήτου Ησαῒου – γιατί τα χέρια σας στάζουν από το αίμα των αδικιών σας κατά των συνανθρώπων σας». Και πιο πίσω βεβαίως θυμάται κανείς το τραγικό λόγω της συνέχειάς του περιστατικό των προσφορών και αναθημάτων στον Θεό των αδελφών Κάιν και Άβελ: πρόσφεραν και οι δύο στον Κύριο, μα ευλογήθηκε από Εκείνον μόνον ο Άβελ. Γιατί του Κάιν οι προσφορές ήταν τα περισσεύματα των καρπών του και όχι οι απαρχές. Κι από τη μετέπειτα χριστιανική ιστορία είναι αρκετή η μνημόνευση των λόγων του ίδιου του Κυρίου, όταν επισημαίνει ότι το δίλεπτο της χήρας συνιστά τη μεγαλύτερη προσφορά, γιατί προέρχεται από το υστέρημα της αγάπης και όχι από ένα τυχόν περίσσευμα. Ή ακόμη τραγικότερα το «παράδοξο» όπως ακούγεται λόγιο του αποστόλου Παύλου, ο οποίος στον ύμνο της αγάπης του αποκαλύπτει: «και εάν παραδώ το σώμα μου ίνα καυθήσωμαι, αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι». Μαρτύριο(!) χωρίς αντίκρυσμα κι ωφέλεια!

Λοιπόν η κάθε προσφορά στον Θεό είναι όντως προσφορά αποδεκτή από Αυτόν, όταν γίνεται με τον σωστό τρόπο, δηλαδή προσφέρεται από καρδιά που αγαπά τον Θεό, κάτι που συνιστά όντως λιβάνι ευωδιαστό για τον Κύριο. Κι είναι ακριβώς αυτό που αποτελεί και το νόημα της συγκεκριμένης εορτής των Εισοδίων για εμάς τους πιστούς. Με το δεδομένο ότι σκοπό έχουμε ως χριστιανοί να σαρκώνουμε τον Κύριο στην ύπαρξή μας, να γινόμαστε δηλαδή Παναγίες, απαιτείται όχι μόνο η προσφορά του εαυτού μας διά του αγίου βαπτίσματος και των λοιπών «αγωνισμάτων» και ασκήσεών μας, αλλά και η σωστή και ορθή προσφορά αυτή. Είμαστε δηλαδή χριστιανοί όχι γιατί απλώς βρεθήκαμε βαπτισμένοι στην Εκκλησία κι ούτε γιατί επιτελούμε ορισμένα τυπικά καθήκοντα, όπως του εκκλησιασμού μας, της νηστείας μας, κάποιων ελεημοσυνών μας – το στοιχείο του «αναθήματός» μας – αλλά γιατί η όλη βιοτή μας είναι τέτοια που ο Κύριος την αισθάνεται ως ευωδιαστό λιβάνι ενώπιόν Του. Κι αυτό σημαίνει, όπως αναφέραμε, καθαρή καρδιά και αδιάκοπη επαγρύπνηση να βρισκόμαστε πάνω στις άγιες εντολές Του. Τότε το χαρμόσυνο στοιχείο που περικλείει η εορτή, γίνεται χαρμοσύνη κι ευφροσύνη και για εμάς.

Η ΕΝ ΤΩ ΝΑΩ ΕΙΣΟΔΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ

«Η εν τω Ναώ είσοδος της Θεομήτορος έφερε εορτή για τους ευσεβείς  θαυμαστή και παγκόσμια, έχοντας αφορμή το παρακάτω γεγονός. Η πανσέβαστη Άννα, καθώς περνούσε τη ζωή της χωρίς παιδιά, παρακαλούσε, μαζί με τον σώφρονα Ιωακείμ, με νηστείες και δεήσεις, τον Κύριο της φύσεως, να τους λυπηθεί και τους  χαρίσει ένα παιδί, υποσχόμενη, αν ικανοποιηθεί το αίτημά της, το παιδί που θα γεννούσε να το αναθέσει αμέσως σ’  Εκείνον. Πράγματι, αφού γέννησε αυτήν που έφερε τη σωτηρία του κόσμου, τη συμφιλίωση του Θεού  προς τους ανθρώπους και την αιτία της ανάπλασης και της ανάστασης και της θέωσης του πεσμένου στην αμαρτία Αδάμ, δηλαδή την Παναγία Θεοτόκο Μαρία, αυτήν λοιπόν, κατά τον τρίτο χρόνο μετά την παράδοξη γέννησή της, σύμφωνα με την υπόσχεση που είχαν δώσει στον Θεό, την οδηγούν στο Ιερό και την παραδίδουν στους ιερείς. Οι ιερείς την παρέλαβαν και σαν να υπηρετούσαν τη βούληση του Θεού -  Εκείνου που επρόκειτο μετά από λίγο να γεννηθεί από αυτήν, με σκοπό τη διόρθωση και τη σωτηρία του παντός – την βάζουν στο ενδότατο του ναού, για να ζει εκεί η ίδια μόνη για δώδεκα ολόκληρα χρόνια, εκεί δηλαδή που έχει νομοθετηθεί  να εισέρχεται μία φορά τον χρόνο ο αρχιερέας. Η Μαρία ζώντας σ’  αυτό το άδυτο διά παντός και τρεφόμενη  παράδοξα με τροφή ουράνια από άγγελο, έμεινε στο ιερό αυτό μέχρι τον θείο Ευαγγελισμό της και μέχρι να ακουστούν τα θεϊκά μηνύματα που δίδασκαν ότι ο Θεός ευδόκησε να σαρκωθεί από φιλανθρωπία και να σώσει τον κόσμο που χανόταν από την αμαρτία. Εδώ λοιπόν κατοικούσε και ζούσε, οπότε αξιώθηκε να της εμφανιστεί ο Θεός και να δέχεται αδιάλειπτα τροφή ουράνια, μέσω αγγέλου που υπηρετούσε αυτήν την αποστολή, όπως είπαμε, εις δόξαν Θεού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν».

Πολλοί είναι οι υμνογράφοι  της Θεομητορικής αυτής εορτής, της οποίας το γεγονός  δεν καταγράφεται καθόλου  στην Καινή Διαθήκη. Το περιστατικό της εν τω Ναώ εισόδου της υπάρχει στα Απόκρυφα λεγόμενα ευαγγέλια, όπως συμβαίνει και με άλλες εορτές της Παναγίας, σε κείμενα δηλαδή που η Εκκλησία μας δεν τα θεώρησε έγκυρα, λόγω ενυπαρχουσών σ’ αυτά αιρέσεων ή και μυθοπλασιών. Μέσα σ’ αυτά όμως υπάρχουν και αληθινά γεγονότα, που η Εκκλησία μας δεν διστάζει να τα ανασύρει και να τα εορτάσει, διαβλέποντας όχι μόνον την αλήθεια τους, αλλά και την ωφελιμότητά τους. Κι είναι τούτο ένα στοιχείο που φανερώνει την απόλυτη αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας, ως «στύλου και εδραιώματος της αληθείας», αυτοσυνειδησίας τέτοιας που της δίνει το δικαίωμα και την άνεση να επιλέγει ό,τι θεωρεί αληθινό και καλό, έστω κι αν τούτο προέρχεται από μη θεωρούμενα  κανονικά κείμενα.

Ένα πρώτο στοιχείο που τονίζουν οι υμνογράφοι της εορτής είναι ότι τα ίδια τα Εισόδια της Θεοτόκου, όπως και τα γεγονότα πριν από αυτά, σαν την Γέννησή της, αλλά και τελικώς κάθε τι που σχετίζεται με την Παναγία, έχουν τον χαρακτήρα του παράδοξου και του ανερμήνευτου για τα ανθρώπινα δεδομένα. «Πέρα από κάθε ανθρώπινη σκέψη είναι τα θαύματά σου, Πανάχραντε! Παράδοξη είναι η γέννησή σου. Παράδοξος ο τρόπος που μεγάλωσες. Παράξενα και παράδοξα όλα τά δικά σου, Θεονύμφευτε, και ανερμήνευτα για τους ανθρώπους». Αιτία γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι η Παναγία υπήρξε η κατεξοχήν Κεχαριτωμένη από τον Θεό, το δοχείο του αγίου Πνεύματος, λοιπόν σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής της βρισκόταν υπό την άμεση επίβλεψη του Θεού. Δεν είναι τυχαίο ότι Αυτήν ήδη προκατήγγειλε ο λόγος του Θεού, σύμφωνα με το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιο (:την πρώτη υπόσχεση του Θεού περί του ερχομού Του στον κόσμο μέσω μιας γυναίκας, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων στην αμαρτία), Αυτήν διαρκώς προφήτευαν οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, επαναβεβαιώνοντας το Πρωτευαγγέλιο, Αυτήν δόξαζαν οι άγιοι Απόστολοι, Αυτήν είχαν ως καύχημά τους όλοι οι μάρτυρες του Χριστού, Αυτήν επικαλούμαστε και εμείς ως πρέσβειρα της σωτηρίας μας.   «…την προεκλεχθείσαν εκ πασών των γενεών εις κατοικητήριον του παντάνακτος Χριστού και Θεού των όλων». «Συ των Προφητών το κήρυγμα, Αποστόλων δόξα και Μαρτύρων καύχημα, και πάντων των γηγενών η ανακαίνισις, Παρθένε Μήτηρ Θεού».

Η όλη ακολουθία της εορτής είναι φυσικό να προβάλλει την αγιότητα της Παναγίας – αγιότητα παραπάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, αφού ήταν «εκλελεγμένη…υπέρ άπασαν την κτίσιν, την ορατήν και την νοουμένην» - αλλά επικεντρώνει ιδιαιτέρως στο ίδιο το γεγονός της εις τον Ναόν Εισόδου της. Η γενική εκτίμηση είναι ότι η Παναγία εισέρχεται τριετής στα Άγια των Αγίων, ενώ ήδη είναι η ίδια Αγία των Αγίων. «Αγία των Αγίων υπάρχουσα, σεμνή, εν Ναώ ηγάπησας αγίω κατοικείν». Είναι μάλιστα σπουδαίας έμπνευσης οι στίχοι του υμνογράφου, που διακηρύσσουν την ωριμότητα της μικρής Παναγίας: «Η τριετής κατά το σώμα και πολυετής κατά το πνεύμα»∙ «νήπιο κατά το σώμα και τέλεια κατά την ψυχή». Και δεν πρέπει να μας παραξενεύει τούτο: «όπου γαρ βούλεται Θεός νικάται φύσεως τάξις» (όπου θέλει ο Θεός νικιέται η φυσική τάξη). Φαντάζει παράλογο εκείνη που είχε επιλεγεί για το σημαντικότερο έργο στην ανθρωπότητα: να γίνει μητέρα του Θεού ως ανθρώπου, να μην έχει τη χάρη της ωριμότητας ήδη από νηπιακή ηλικία. Μόνον ένας που προσεγγίζει τα της πίστεως με κριτήριο την ξερή  λογική του, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάτι τέτοιο. Αλλά μία τέτοια προσέγγιση απέχει ένα βήμα από την αίρεση, μάλλον συνιστά ήδη αίρεση: η στάση μας απέναντι στην Παναγία φανερώνει τη στάση μας και έναντι του Χριστού. Το δόγμα, για παράδειγμα, ότι η Παναγία μας είναι «Θεοτόκος», αποτελεί συνέπεια της πίστεως περί του Ιησού Χριστού, ως Θεού και ανθρώπου. Και το αντίστροφο.

Με την εν τω Ναώ είσοδο της Παναγίας, σκοπός της οποίας είναι η προετοιμασία της για να γίνει Μητέρα του Θεού («ετοιμάζου γενέσθαι του Ιησού οικητήριον»),  κατανοεί κανείς κι αυτό που επισημαίνουν οι υμνογράφοι ως συνέπεια: την κατάργηση της σκιάς του Μωσαϊκού Νόμου, διότι έρχεται διά της Παναγίας η αλήθεια, ο ενανθρωπήσας Θεός. «Ο του γράμματος παρέδραμε, εξέλιπε νόμος καθάπερ σκιά».   Είναι πολύ ωραίο το τροπάριο που λέει ότι η θυγατέρα του Θεού, όπως την χαρακτηρίζει ο Δαυίδ,  γίνεται, με το θέλημα Εκείνου, μητέρα Του. «Ο προπάτορας Δαυίδ σε ύμνησε από παλιά, Παρθένε θεόνυμφε, καλώντας σε θυγατέρα του βασιλιά Χριστού. Αυτόν και Τον γέννησες και Τον θήλασες μητρικά ως βρέφος».  Κι είναι εξίσου πανέμορφος ο στίχος του συναξαρίου, που διαπιστώνει τη διακονία σ’  αυτό του αρχαγγέλου Γαβριήλ: αυτός που την έτρεφε στον Ναό, ο ίδιος σε λίγο θα την χαιρετίσει, μεταφέροντάς της το ευαγγέλιο: θα γίνει μητέρα Θεού. «Ένδον τρέφει σε Γαβριήλ ναού, Κόρη, ήξει δε μικρόν και το Χαίρε σοι λέξων».

Η διατροφή της από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, μέσα στα Άγια των Αγίων, δεν είναι, κατά τον υμνογράφο, χωρίς συμβολισμό. Παραπέμπει σε Εκείνον που θα φέρει σε λίγα χρόνια στον κόσμο και που είναι ο αληθινός άρτος «ο εκ του ουρανού καταβάς». «Επουρανίω τραφείσα, Παρθένε, άρτω πιστώς, εν τω Ναώ Κυρίου, απεκύησας κόσμω ζωής άρτον τον Λόγον». Και βεβαίως δεν είναι χωρίς συμβολισμό και το γεγονός αυτό, αλλά και όλη η εν τω Ναώ ζωή της: η αδιάλειπτη προσευχή της, η συνομιλία της με αγγέλους, η μελέτη του Νόμου και των Προφητών, η εν τω Ναώ εκεί διακονία της. Πράγματα δηλαδή που συνιστούν μία «ησυχαστική» ζωή και που φανερώνουν ότι η Παναγία δικαίως θεωρείται το πρότυπο όλων των μεγάλων Ησυχαστών και πραγματικών θεολόγων  της Εκκλησίας μας.

Ο πλούτος της υμνολογίας της Θεομητορικής αυτής εορτής θα μας πήγαινε σε μεγάλο μάκρος. Διότι υπάρχουν εξαίσιοι ύμνοι όχι μόνον για την ένδον του Ναού ζωή της Παναγίας, αλλά και για την μετά λαμπάδων πορεία της μέχρι το Ναό, πορεία «μετά Παρθένων και Μητέρων», αφού εκείνη υπήρξε και τα δύο, όπως και για ό,τι διαμείφθηκε ως διάλογος στην πύλη του Ναού μεταξύ των γονέων της και του ιερέα Ζαχαρία. Παραλείποντας όλα αυτά, απλώς θα φέρουμε στην επιφάνεια έναν στίχο, που νομίζουμε ότι αυτός και μόνο δείχνει τη σημασία όλου αυτού του τεραστίου πνευματικού μεγέθους που ακούει στο όνομα «Παναγία». Πρόκειται για την εκτίμηση του ιερέα Ζαχαρία, καθώς βλέπει να προσάγεται στον Ναό η μικρή Μαριάμ. Ο Ζαχαρίας λοιπόν «βοά γηθοσύνως: ήγγικεν η προσδοκία των θλιβομένων». Η Παναγία συνιστά εκείνη που μας λυτρώνει από τη θλίψη. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει άνθρωπος επί της γης που να μη βιώνει τη θλίψη, ήδη από την εποχή της πτώσεώς του στην αμαρτία, η Παναγία είναι το πολυτιμότερο αγαθό που έχουμε, εκείνη που θα έλεγε κανείς είναι «ο θησαυρός της Πανδώρας». Η ελπίδα. Κι αυτό γιατί δι’ αυτής ήλθε στον κόσμο «η Χαρά του κόσμου», ο Χριστός. Και μόνον αυτό μας φτάνει. Στην όποια θλίψη και δυσκολία μας η ενατένιση προς Εκείνην ήδη έχει ξεκινήσει και τη λύση και τον ερχομό της χαράς. Λοιπόν «χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε».

20 Νοεμβρίου 2023

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Η 20ή Νοεμβρίου έχει καθιερωθεί από τη Διεθνή Κοινότητα ως Παγκόσμια Ημέρα για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Αφορμή στάθηκε η επέτειος υιοθέτησης από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε., το 1989, της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού,  μίας Σύμβασης που, όπως έχει γραφεί, «αποτελεί το πλέον αποδεκτό κείμενο για τα ανθρώπινα δικαιώματα παγκοσμίως. Την έχουν επικυρώσει όλα τα κράτη του κόσμου, εκτός των ΗΠΑ και της Σομαλίας (η Ελλάδα την επικύρωσε στις 2 Δεκεμβρίου 1992 με τον νόμο 2101), και τα 54 άρθρα της καλύπτουν όλα τα δικαιώματα των παιδιών που χωρίζονται σε 4 τομείς: Δικαιώματα Επιβίωσης, Ανάπτυξης, Προστασίας και Δικαιώματα Συμμετοχής».

Δεν είναι αυτονόητο όμως κάτι τέτοιο; Χρειάζεται συγκεκριμένη ημέρα για να τονιστεί ότι χωρίς τη διασφάλιση των αναγκαίων συνθηκών επιβίωσης και ανάπτυξης και προστασίας των παιδιών ο κόσμος δεν μπορεί να υπάρχει; Ένας κόσμος χωρίς παιδιά είναι ένας κόσμος χωρίς ελπίδα – γερνάει και πεθαίνει. Τα παιδιά αποτελούν το ναι της συνέχειας της ζωής, οπότε οι πάντες θα έπρεπε να αγωνίζονται γι’ αυτά.

Αλλά βεβαίως τούτο θα ήταν αυτονόητο σ’ έναν κόσμο σώφρονα και ισορροπημένο, που βλέπει καθαρά τη ζωή και τις ανάγκες της. Συμβαίνει κάτι τέτοιο; Ασφαλώς και όχι. Κατά γενική ομολογία, ζούμε σ’ έναν κόσμο που η ανισορροπία και η παραφροσύνη συνιστούν σχεδόν την «κανονικότητα», με προτεραιότητά του την ηδονική απόλαυση της ζωής, το κυνηγητό του χρήματος ως θεότητας, την επιδίωξη της δόξας, την κυριαρχία επί των άλλων – πράγματα που δεν «αντέχουν» την παρουσία των παιδιών και της αθωότητας που κατά τεκμήριο εκφράζουν.

Και ποια η αιτία για την «κόλαση» αυτή; Η σχεδόν απόλυτη κυριαρχία της αμαρτίας ως εγωισμού των ανθρώπων. Πώς είναι δυνατόν σ’ έναν εγωιστή άνθρωπο που έχει «κολλήσει» στη σαρκολατρεία και την υπερηφάνεια του να δει κάτι πέρα από τον εαυτό του; «Φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» είναι το «μότο» που τον καθορίζει, και ό,τι μπαίνει εμπόδιο στην «αρχή» του αυτές πρέπει να εξολοθρευτεί – πολύ περισσότερο το παιδί που είναι αδύναμο και ανίσχυρο.

Το τραγικότερο εν προκειμένω δεν είναι αυτό. Το τραγικότερο είναι ότι μία τέτοια κατάσταση μεταγγίζεται και στα παιδιά – τα παιδιά αντιγράφουν τον κόσμο των μεγάλων – οπότε η εξολόθρευση των παιδιών, αν δεν γίνεται με φυσικό, γίνεται με ψυχολογικό, κοινωνικό και «παιδαγωγικό» τρόπο! Και το βλέπουμε σχεδόν πια καθημερινά: παιδιά που από τα «γεννοφάσκια» τους θα λέγαμε, θεωρούν δεδομένο να προβαίνουν σε εγκληματικές ενέργειες κατά των πιο αδύναμων, είτε συνομηλίκων τους είτε μεγαλυτέρων. Η συγκρότηση συμμοριών από παιδιά και εφήβους, η άσκηση bulling από αυτά, η καταστροφική δράση ως «νοηματοδότηση» ζωής αποτελούν πια καθημερινή ειδησεογραφία. Γιατί τα παιδιά, αυτά έμαθαν και μαθαίνουν από τον κόσμο των μεγάλων. Των μεγάλων που το περπάτημά τους στον κόσμο συνθλίβει διαρκώς τα λουλούδια και τα άνθη, τα παιδιά! 

Η καθιέρωση της ημέρας αυτής από τον Ο.Η.Ε. πρέπει να ήταν αντίδραση πανικού και τρόμου. Μπροστά σ’ ένα μέλλον που φάνταζε (και φαντάζει) ζοφερό χωρίς κανένα χρώμα αγάπης και τρυφερότητας. Η Ημέρα κραυγάζει «να σώσουμε ό,τι σώζεται για χάρη των παιδιών μας». Ποιος όμως τελικά θα ακούσει; Αλλά και αυτή η κραυγή ήταν και είναι ελλιπής. Γιατί ναι μεν μπορεί κάποιους να κινητοποίησε για τη διασφάλιση των αναγκαίων της ζωής των παιδιών, αλλά άφησε απέξω και εντελώς ανυπεράσπιστα τα πιο αθώα θύματα του ανισόρροπου κόσμου μας: τα παιδιά που χάνονται από τις μαζικές εκτρώσεις. Πού η ευαισθησία γι’ αυτά; Δεν είναι εν δυνάμει άνθρωποι τα έμβρυα; Ποιος μπορεί να έχει δει τις αντιδράσεις ενός εμβρύου μπροστά στις μηχανές εξολόθρευσης και να μη συγκλονίστηκε; Γιατί το να κόβεται ένα βλαστάρι σηματοδοτεί πια έγκλημα, ενώ για το μικρότερο βλαστάρι δεν υπάρχει καμία ή μηδαμινή  διασφάλιση;

Κι εννοείται πως η μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη διασφάλιση των παιδιών υπάρχει σ’ Εκείνον που φώναξε: «Αφήστε τα παιδιά να έλθουν σ’ Εμένα. Γιατί γι’ αυτά είναι η Βασιλεία του Θεού». Σ’ Εκείνον που απεκάλυψε πως τα παιδιά αποτελούν λόγω της καθαρότητας της καρδιάς τους, αν τα αφήσουμε ορθά να αναπτυχθούν, το όριο για όλους τους μεγάλους: «Αν δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν παιδιά, δεν πρόκειται ποτέ να μπείτε στη Βασιλεία του Θεού». Η μεγαλύτερη προσφορά στο μέλλον της ανθρωπότητας είναι να βοηθήσουμε τα παιδιά να αγκαλιάσουν τον Χριστό. Να τα βοηθήσουμε να Τον βρουν όμως όχι τόσο με τα λόγια μας, όσο με το παράδειγμά μας. Αυτό θα συνιστούσε ίσως  και τη μεγαλύτερη ευεργεσία και για εμάς τους ίδιους.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο ΔΕΚΑΠΟΛΙΤΗΣ

«Ο όσιος Γρηγόριος ήταν από τη Δεκάπολη της Ισαυρίας, υιός του Σεργίου και της Μακαρίας, κατά τους χρόνους των δυσσεβών εικονομάχων. Στα οκτώ του χρόνια αρχίζει την εκπαίδευση στα ιερά γράμματα. Κι όταν τελείωσε αυτές τις σπουδές, περνούσε όλον τον καιρό του στις Εκκλησίες. Στην κορύφωση της εφηβείας του οι γονείς του άρχισαν να τον ετοιμάζουν για γάμο. Αυτός όμως έφυγε κρυφά, και μάλιστα λόγω της επικρατούσας τότε αίρεσης των εικονομάχων, περιερχόταν από τόπου σε τόπο, κατασπαζόμενος τους μάρτυρες και θησαυρίζοντας για τον εαυτό του την ωφέλεια που προέκυπτε από τη συνάντησή του με αυτούς. Ζώντας με μεγάλη εγκράτεια  και σκληραγωγία, πάλεψε με πολλές επιθέσεις και μάλιστα των δαιμόνων, γι’  αυτό και αναδείχτηκε σε μεγάλο θαυματουργό. Ο Γρηγόριος πήγε και στην Ασία και έφθασε και στο Βυζάντιο, έχοντας την επιθυμία να πετύχει τη μαρτυρική ομολογία του για τον Χριστό. Από εκεί απέπλευσε προς τη Ρώμη, κι αφού γύρισε όλη τη Δύση και κατέπληξε πολλούς με τα θαύματα και τα σημεία  που επιτελούσε, ξαναγύρισε στο Βυζάντιο. Έπειτα προχώρησε προς το μέρος του Ολύμπου και ανέβηκε πάνω στο όρος. Και τόσο αποξηράθηκε το σώμα του εκεί από την άσκηση, ώστε αυτοί που τον γνώριζαν, τον αναγνώριζαν μόνον από τη φωνή. Πάλι λοιπόν κατέβηκε από το όρος και ήλθε στη Θεσσαλονίκη. Κι από εκεί πήγε στο Βυζάντιο, οπότε αφού βρήκε φυλακισμένο για χάρη των αγίων εικόνων τον Συμεών τον ομολογητή και θεοφόρο και τον ικέτεψε επί πολύ και τον προσκύνησε, εκοιμήθη εν ειρήνη, θεραπεύοντας προηγουμένως πολλά και διάφορα νοσήματα των ανθρώπων».

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος χρησιμοποιεί πολλές εικόνες και ποιητικά σχήματα προκειμένου να προβάλει την οσιότητα εκ παιδός του Γρηγορίου. Η κατά Χριστόν ζωή του μοιάζει, σημειώνει, με εκείνο το κατάκαρπο αμπέλι, από το οποίο βγαίνει ένα πολύ ωραίο κρασί, που όταν το πίνει ο πιστός, ευφραίνει την καρδιά του. Αλλού ο άγιος Ιωσήφ επισημαίνει ότι ασκητής από νεαρό παλληκάρι ο όσιος Γρηγόριος απέφυγε μεν να οδηγηθεί σε γάμο, όμως τελικώς συζεύχθηκε, έκανε τέκνα, κι αυτά τα τέκνα του τον ανέδειξαν σε τέκνο του Θεού. Τι εννοεί; Συζεύχθηκε, λέει, την αγνότητα κι έκανε τέκνα με αυτήν τις αρετές. «Μνηστεύτηκες, μακάριε, και πήρες ως σύζυγο την αγνότητα, από την οποία σου γεννήθηκαν τέκνα όλες οι αρετές. Κι αυτές σε κατέστησαν τέκνο Θεού». Πράγματι, οι Πατέρες της Εκκλησίας μας επισημαίνουν ότι η κατά Χριστόν αγνότητα είναι ο πιο εύκολος δρόμος που οδηγεί χωρίς παρεκκλίσεις τον πιστό στον Ουρανό.

Ο εκκλησιαστικός μας ποιητής δανείζεται λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, που με τη σειρά του κι αυτός χρησιμοποιεί το παράδειγμα του πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης Μωυσή, για να παρουσιάσει τον όσιο ως ανελθόντα στο όρος των αρετών και συνεπώς εισελθόντα στο «φωτεινό σκοτάδι», «τον γνόφον της θεωρίας» του Θεού. Ο Μωυσής ανήλθε στο όρος Σινά και «είδε» τον Θεό. Ο άγιος Γρηγόριος Θεολόγος ανέβηκε κι αυτός στο πνευματικό Σινά και μυήθηκε στα του Πνεύματος του Θεού. Το ίδιο και ο όσιος Γρηγόριος ο Δεκαπολίτης: με την άσκηση των αρετών έφθασε κι αυτός στη θεωρία του Θεού. «Ανέβηκες στο όρος των αρετών, όσιε, μπήκες στον γνόφο της θεωρίας, και κατανόησες, όσο μπόρεσες, τον ακατανόητο ως προς τη φύση Του Θεό. Έτσι, πάτερ, έγινες γεμάτος από φωτισμό».

Σε όλη αυτήν τη διαδικασία της διά των αρετών ανόδου του οσίου στη θέα του Θεού, ο υμνογράφος καταγράφει θεοπτικές εμπειρίες του οσίου ασκητή. Γνωρίζουμε από την ασκητική παράδοση των οσίων μας ότι όσο κανείς ασκείται «νομίμως», δηλαδή μέσα σε εκκλησιαστικά πλαίσια, με ταπείνωση και αγάπη, τόσο και ο Θεός αποκαλύπτεται και ενισχύει τον ασκούμενο. Έτσι και ο όσιος Γρηγόριος: δέχτηκε φως σαν τον απόστολο Παύλο, όσο ασκείτο μέσα σ’  ένα σπήλαιο («πάλαι σε σπηλαίω ενδιαιτώμενον, φέγγει κατήστραψεν επουρανίω ως Παύλον»)∙ στον ύπνο του κάποια φορά του εμφανίστηκε άγγελος, δίδοντάς του φλογίνη μάχαιρα, για να βγάλει τα πάθη από την καρδιά του («νυκτός γαρ καθεύδοντι, επιφανείς σοι άγγελος, μάχαιραν φλογίνην επιδίδωσι πάθη εκτέμνουσαν καρδίας»)∙ άκουσε αγγελική υμνωδία, ενώ ακόμη ήταν στο θνητό του σώμα («αγγελικής ακήκοας υμνωδίας, Γρηγόριε, έτι ενδημών εν τω θνητώ σου σώματι»)∙ δέχτηκε επίσκεψη της ίδιας της Υπεραγίας Θεοτόκου, που τον ενίσχυσε, όταν υφίστατο δαιμονικές προσβολές («η ουράνιος πύλη, η του Χριστού άχραντος Μήτηρ, προσβολαίς σε δαιμόνων περικυκλούμενον, πάτερ, επτέρωσε και δυνατόν εν ισχύι κατ’  αυτών ειργάσατο»).

Είπαμε όμως ότι ο όσιος Γρηγόριος αφιερώθηκε από νεαρή ηλικία στον Θεό. Στράφηκε ολοκληρωτικά σ’ Εκείνον και με αυτή τη στροφή του, με τον έρωτά του για τον Θεό,  μπόρεσε με τη βοήθειά Του να ξεπεράσει τη νεανική πύρωση της σάρκας. «Με τον θείο έρωτα μάρανες εντελώς τους έρωτες της σάρκας». Γι’  αυτό και στην εποχή μας θεωρείται κατεξοχήν επίκαιρη η προβολή του. Σε μια εποχή δηλαδή σαν τη δική μας, που οι σαρκικοί έρωτες και οι προκλήσεις των επιγείων ηδονών είναι στην καθημερινή διάταξη, το παράδειγμα του οσίου Γρηγορίου είναι πολύ βοηθητικό. Κι αυτός υπήρξε νέος. Κι αυτός δέχτηκε ποικίλους πειρασμούς, πάνω μάλιστα στα θέματα των ηδονών του σώματος. Μπόρεσε όμως να αναδειχτεί νικητής, γιατί κατάλαβε αυτό που ως μέθοδος ήταν γνωστό ήδη από την αρχαιότητα: «ήλω ήλον εκκρούειν». Το καρφί το κτυπά κανείς με το καρφί. Δηλαδή, η σαρκική ηδονή αντιμετωπίζεται όταν στη θέση της βάλλει κανείς την πνευματική ηδονή. Ο μη έννομος, ο εκτός του θελήματος του Θεού σαρκικός έρωτας, αντιμετωπίζεται, όταν μπει στη θέση του ο θεϊκός έρωτας. Αυτό απαιτεί βεβαίως γενναιότητα ψυχής, αλλά είναι ο μόνος δρόμος που οδηγεί, ειδικά τον νέο, στη λήψη του αγίου Πνεύματος. «Κυριάρχησες στις ηδονές του σώματος, με γενναιότητα νου, από νεαρή, πάτερ, ηλικία, κι έγινες όργανο του αγίου Πνεύματος, δεχόμενος στην καρδιά σου με λαμπρό τρόπο τις ενέργειές Του και γινόμενος γι’  αυτό θεοειδής».

18 Νοεμβρίου 2023

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (ΤΟΥ ΑΦΡΟΝΟΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥ)

 

«Εἶπε δέ ὁ Θεός˙ Ἄφρων…»

Αν η προηγουμένη Κυριακή πρόβαλε ως πρότυπο ζωής προς ένταξη στη Βασιλεία του Θεού τον εύσπλαχνο Σαμαρείτη, τον ανιδιοτελή άνθρωπο της έμπρακτης αγάπης, η σημερινή Κυριακή προβάλλει το αρνητικό κακέκτυπο: τον άφρονα πλούσιο, τον άνθρωπο που η μόνη έγνοια του ήταν πώς να έχει και να κατέχει τα υλικά του αγαθά, πώς να αυξάνει τα γεννήματά του, σε βαθμό τέτοιο, που τελικώς να δυστυχεί μέσα στην υποτιθέμενη «ευτυχία» του: η καρποφορία των χωραφιών του τον κάνει να γεμίζει από άγχος και στενοχώρια. Μέχρις ότου εμφανίζεται από το «πουθενά» ο παράγων Θεός, για να βάλει τέλος στους προβληματισμούς και τις λύσεις του: «σήμερα θα πεθάνεις! Ζητάνε την ψυχή σου!» Κι ο  θάνατος έρχεται ως το όριο που φωτίζει την ποιότητα της όλης προγενέστερης ζωής του, που του ανοίγει τα μάτια για να δει ότι τελικώς όλα τα χρόνια που πέρασαν ήταν ενώπιον του Θεού μία ανοησία. «Εἶπε δέ ὁ Θεός˙ Ἄφρων!»

1. Δεν πρόκειται για εκτίμηση και αξιολόγηση ενός ανθρώπου, που θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της - ποιος άνθρωπος μπορεί να κατέχει το αλάθητο; Αλλ’ ούτε πρόκειται για κρίση,  που μπορεί να κινείται στο επίπεδο της δαιμονικής κατάκρισης, καρπού ζηλοφθονίας και εμπάθειας. Εδώ, στο περιστατικό που περιγράφει ο Κύριος για τον πλούσιο, έχουμε την κρίση του ίδιου του Θεού, δηλαδή Εκείνου  που η κρίση Του είναι απολύτως δίκαιη, διότι «γυμνά και τετραχηλισμένα τα πάντα ενώπιόν Του»,  συνεπώς ανοίγει τα μάτια του ανθρώπου, ώστε να δει κι αυτός το αποτέλεσμα των επιλογών και των συμπεριφορών της ζωής του. Κι είναι η μόνη αληθινή κρίση, διότι πηγάζει από Εκείνον που η αγάπη Του προς τα πλάσματά Του είναι άπειρη και συνεπώς έχει πάντοτε γνήσιο ενδιαφέρον γι’ αυτά. Μόνον εκείνος που αγαπά μπορεί και να κρίνει ορθά, πέρα από στρεβλώσεις των εμπαθών κινημάτων της καρδιάς  του. Όπως το λέει και πάλι ο Κύριος: «Μη κρίνετε κατ’  όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Και δικαία κρίση είναι αυτή που πηγάζει από καρδιά που αγαπά. Η άπειρη αγάπη λοιπόν του Θεού αποδεικνύει και την αλήθεια της κρίσεώς Του.

2. Κι ακόμη περισσότερο: η κρίση αυτή του Θεού, όπως φαίνεται στο περιστατικό της παραβολής, ηχεί πολύ πένθιμα, σαν καμπάνα που σημαίνει τον θάνατο κάποιου, διότι όχι μόνον είναι αληθινή, αλλά και τελεσίδικη και αμετάκλητη: λέγεται την ώρα του θανάτου, που ο άνθρωπος δεν έχει άλλο περιθώριο αλλαγής του. Ο θάνατος συνιστά το απόλυτο όριο, μετά το οποίο ο άνθρωπος απλώς κρίνεται για όλο το περιεχόμενο της ζωής του, για ό,τι έπραξε, για ό,τι είπε, για ό,τι σκέφτηκε ακόμη. «Ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν καί μετά τοῦτο κρίσις» κατά τον απόστολο. Ό,τι διάφορες φιλοσοφίες και θρησκείες έχουν διδάξει περί μεταλλαγής του ανθρώπου, περί μετενσάρκωσης ή μετεμψύχωσής του σε άλλες καταστάσεις, μέσα στον κόσμο τούτο, αποτελούν φληναφήματα και ανοησίες, που προέρχονται από τον σκοτισμένο λόγω της αμαρτίας και των παθών νου του ανθρώπου. Η αλήθεια που απεκάλυψε ο Κύριος είναι κρυστάλλινη: ο άνθρωπος με τον θάνατό του κρίνεται από τον Θεό, κατά μερικό πρώτα τρόπο, λόγω της συνέχειας μόνο της ψυχής του, κι έπειτα, κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, θα κριθεί και γενικά, διότι τότε με την Παρουσία αυτή του Κυρίου θα αναστηθεί και το σώμα του, ώστε ενωμένο με την ψυχή να σταθεί ενώπιον του φοβερού βήματός Του. Η γενική αυτή όμως κρίση δεν θα είναι διαφορετική από την πρώτη. Απλώς θα είναι επιτεταμένη, διότι θα συνυπάρχει μαζί με την ψυχή και το σώμα. Και βεβαίως η κρίση αυτή οδηγεί  είτε στην αιώνια ζωή είτε στην αιώνια κόλαση, με την έννοια του πώς «εισπράττει» ο άνθρωπος τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού προς όλους: είτε θετικά, αν φεύγει από τη ζωή αυτή εν μετανοία είτε αρνητικά, αν φεύγει εναντιωμένος προς τον Θεό ή με αδιαφορία προς Αυτόν.

3. Ποια ήταν τα γνωρίσματα της ζωής του άφρονος πλουσίου, που οδήγησαν στον χαρακτηρισμό του ως άφρονος και ανοήτου; Πότε συνεπώς κάποιος ζει ανόητα, κατά την κρίση του ίδιου του Θεού;

(α) Όχι ασφαλώς επειδή «ευφόρησεν η χώρα του». Η ευφορία αυτή των χωραφιών του υπήρξε μία ευλογία που του δόθηκε από τον Θεό – δεν φαίνεται να κοπίασε γι’ αυτήν ο πλούσιος∙ ο Θεός απλώς επέτρεψε να συμβεί, προφανώς για να του δώσει ευκαιρία να ανοιχτεί στον συνάνθρωπο.  Αλλά εκείνος πώς την αντιμετώπισε; Μ’ έναν απόλυτα εγωιστικό τρόπο. Πέντε «μου» της προσωπικής αντωνυμίας μετράμε στον προβληματισμό του: «πού συνάξω τους καρπούς μου;..Καθελώ μου τας αποθήκας…και συνάξω εκεί πάντα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου, και ερώ τη ψυχή μου». Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τον εαυτό του. Δεν υπάρχει ίχνος προβληματισμού για τον οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, έστω και συγγενή του. Έτσι η αφροσύνη του ήταν ο εγωιστικός τρόπος σκέψεως και ζωής του.

 (β) Αυτός ο εγωισμός του, ως νοσηρή στροφή μόνον στον εαυτό του, δεν περιέχει ίχνος αναφοράς και προς τον Θεό. Συνήθως, ακόμη και σε ασχέτους προς την πίστη του Θεού ανθρώπους, σε στιγμές ευτυχίας τους ακούμε και ένα «δόξα τω Θεώ». Εδώ, δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο: καμία δοξολογική ενατένιση του Θεού, για κάτι που εξόφθαλμα σχετιζόταν μ’  Εκείνον: είπαμε ότι η ευφορία της γης του  δεν είχε να κάνει με καμία από τις δικές του προσπάθειες. Ήταν μία δωρεά του Θεού. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αφροσύνη του δεν έχει αποκλείσει μόνον τον συνάνθρωπο, αλλά και τον ίδιο τον Θεό, τον χορηγό του πλούτου του. Κι είναι τούτο πράγματι που επισημαίνει ο λόγος του Θεού: «εἶπεν ἄφρων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ∙ οὐκ ἔστιν Θεός». Μπορεί θεωρητικά να μην ακούγεται στην παραβολή η αθεΐα του πλουσίου, διαπρυσίως όμως καταγγέλλεται αυτή στο επίπεδο της ζωής του. Κι αυτό είναι το πιο καθοριστικό.

(γ) Η διαγραφή του Θεού και του ανθρώπου όμως φέρνει άγχος. Αντί ο πλουτισμός να του δίνει χαρά – ως ευκαιρία, είπαμε, προσφοράς χαράς σε άλλους – του προσθέτει θλίψη και στενοχώρια. Αλλά πάντοτε αυτό είναι το τίμημα του επιλέγοντος τον εγωιστικό, δηλαδή τον αμαρτωλό,  τρόπο ζωής. Το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «θλῖψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό πονηρόν». Ο άφρων πλούσιος, δηλαδή, ήδη από τη ζωή αυτή ζούσε με στοιχεία κόλασης. Η πορεία του ήταν προδιαγεγραμμένη, εφόσον δεν έδειχνε σημεία μετάνοιας. Κι επιπλέον: το άγχος του για το «έχει» του, σαν να  του «έκλεβε» και το μυαλό του:  τον έκανε να αδυνατεί να σκεφτεί το αυτονόητο, ότι δηλαδή τα γεννήματά του, κλεισμένα σε αποθήκες, θα σάπιζαν. Συνήθως ο εγωιστής άνθρωπος χάνει και την όποια «εξυπνάδα» του.

(δ) Η αφροσύνη του όμως έγκειται και στην ψευδαίσθηση της αληθινής ζωής. Ο πλούσιος δεν ελάμβανε υπόψη του το πιο βέβαιο γεγονός της ζωής: την ύπαρξη του θανάτου. Ο προβληματισμός του, βλέπουμε, κινείται σε επίπεδο σχεδόν «αιωνιότητας» γι’ αυτόν της παρούσας ζωής. «Ψυχή, ἔχεις πολλά ἀγαθά, κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Πράγματι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κυριολεκτικά «πετάει στα σύννεφα». Το φαντασιακό επίπεδο είναι ο χώρος της ζωής του. Γι’  αυτό και η «προσγείωση» έρχεται τόσο απότομα και «ανώμαλα» γι’ αυτόν.

4. Τα κύρια αυτά στοιχεία της αφροσύνης του πλουσίου, που οδηγούν, όπως είπαμε, σ’ ένα τέλος τραγικό – όχι μόνον έρχεται ο θάνατος, αλλά έρχεται με μία συνοδεία «δυνάμεων» ξένων προς τον Θεό: «τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ», άρα δείχνουν και την αιώνια συνέχεια εκτός Θεού – μας οδηγούν εκ του αντιθέτου στην επισήμανση των στοιχείων που επαινούνται από τον Θεό και μπορούν να χαρακτηριστούν ως εμφροσύνη και σωφροσύνη. Πρόκειται για τον «πλουτισμόν κατά Θεόν», που λέει ο Κύριος στην κατακλείδα της παραβολής, που κάνει τον άνθρωπο που τον έχει να βρίσκεται με τον Θεό και να χαίρεται αενάως τη χαρά της παρουσίας Του. Πώς λοιπόν πρέπει να ζει ο άνθρωπος, ώστε στο τέλος του να ακούσει με χαρά ότι ευαρέστησε τον Θεό; Μα, ασφαλώς, πρώτον, να στέκεται καλά έναντι του συνανθρώπου του, δηλαδή με ανιδιοτελή αγάπη και ειλικρινές ενδιαφέρον, έστω κι αν τούτο μπορεί να σημαίνει και θυσία γι’ αυτόν. Το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτη, όπως είπαμε, συνιστά καθοδηγητικό στοιχείο επ’ αυτού. Δεύτερον, να πιστεύει και να αγαπά τον Θεό. Για τον σώφρονα άνθρωπο, ο Θεός δεν είναι αμελητέα ή ανύπαρκτη κατάσταση, αλλά το κέντρο της ζωής του. Προτεραιότητά του συνεπώς είναι το πώς θα θεμελιώνει αδιάκοπα τη ζωή του, τις σκέψεις του, τα λόγια του, τη συμπεριφορά του, στο θέλημα Εκείνου. Με αποτέλεσμα να νιώθει ως το παιδί στην αγκαλιά του Πατέρα του. Ο σώφρων άνθρωπος, έτσι, τρίτον,  δεν ζει με άγχη και ανασφάλειες, αλλά η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη του Χριστού βραβεύει τον νου και την καρδιά του. Και βεβαίως, τέλος, ο σώφρων, στον οποίο ευαρεστείται ο Θεός, έχει συναίσθηση της προσωρινότητας και της φθαρτότητάς του. «Καθ’  ἡμέραν ἀποθνήσκει», όπως λέει και ο απόστολος, με την έννοια ότι δεν τρέμει τον θάνατο, αλλά τον προσδοκά με χαρά, γνωρίζοντας ότι ο ίδιος ο Θεός θα παραλάβει την ψυχή του και όχι κάποιοι που το μόνο που επιζητούν είναι η δυστυχία του.

Τι άραγε επιθυμούμε να ακούσουμε και εμείς στο τέλος της ζωής μας ως κριτική γι’ αυτήν από τον Θεό; «Άφρων» ή «σώφρων και έμφρων;» Το ερώτημα μεταφράζεται: θησαυρίζουμε για τον εαυτό μας ή πλουτίζουμε κατά Θεόν; Κι είναι τούτο η καθημερινή και αδιάκοπη πρόκληση επιλογής μας σε κάθε κίνηση της ύπαρξής μας. Στη μία περίπτωση, το κέντρο βάρους είναι ο κόσμος με τη φθαρτότητά του και τη διαρκή ταραχή του, υπό την κυριαρχία του διαβόλου, του άρχοντος του κόσμου τούτου. Στην άλλη, το κέντρο βάρους είναι ο Θεός και το άγιο θέλημά Του, με όλες τις χαρές και τη δόξα που συνοδεύουν την παρουσία Του. Ο Χριστιανός βεβαίως δεν προβληματίζεται: επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού. Επιλέγει δηλαδή όχι μόνον το αιώνιο, αλλά και του κόσμου τούτου αληθινό συμφέρον του.