06 Ιανουαρίου 2024

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ

 

«Παραλάβαμε εξαρχής και με φωτισμό Θεού να εορτάζουμε την επομένη των αγίων Θεοφανείων τη Σύναξη του πανιέρου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού, διότι διακόνησε το μυστήριο του θείου βαπτίσματος. Συντάσσεται η εορτή αυτή και με τις άλλες πανηγύρεις του αγίου Ιωάννου, ώστε να μην αφήσουμε στη σιωπή τίποτε από τα θαύματα εκείνου. Την ίδια ημέρα θυμόμαστε και τη μεταφορά της πάντιμης χειρός του αγίου Ιωάννου προς τη Βασιλίδα των πόλεων, που έγινε ως εξής: Στην πόλη Σεβαστή, στην οποία λέγεται ότι είχε θαφτεί το σώμα του Προδρόμου, έφτασε ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο οποίος πήρε το δεξί χέρι του προφητικού εκείνου σώματος και το πήγε στην πόλη του την Αντιόχεια. Το χέρι του Προδρόμου επιτελούσε εκεί πάμπολλα θαύματα, μεταξύ των οποίων και το παρακάτω. Υπήρχε κάποιος δράκος, ένα τεράστιο ερπετό, που φώλιαζε στα όρια της πόλεως, το οποίο οι κάτοικοί της και οι ειδωλολάτρες το τιμούσαν με ετήσια θυσία. Όταν ήλθε ο καιρός, κληρώθηκε κάποιος από τους χριστιανούς να προσφέρει στο θηρίο το μικρό του κορίτσι. Διότι ο δράκος αυτός έβγαινε έρποντας έξω από τη φωλιά του, παρουσιάζοντας ένα ανέλπιστο θέαμα, και  με το τεράστιο ανοιχτό στόμα του δεχόταν το θύμα και το κατασπάρασσε με τα δόντια του. Για τον λόγο αυτό ο πατέρας της κόρης εκλιπαρούσε με στεναγμούς τον Θεό και τον Πρόδρομο να απαλλάξει την κόρη του από τον πικρό θάνατο. Οπότε σοφίζεται το εξής: Ζητάει να προσκυνήσει το άγιο χέρι του Προδρόμου. Και την ώρα που το ασπαζόταν, κρυφά κόβει με τα δόντια του τον αντίχειρα από τα δάκτυλα και βγαίνει από τον ναό έχοντας πετύχει τον σκοπό του. Λοιπόν, όταν έφτασε η ημέρα της θυσίας και παρευρισκόταν ο λαός για να δει το θέαμα, προσέρχεται ο πατέρας φέρνοντας την κόρη του. Πλησίασε το φοβερό ερπετό, κι όταν το είδε να χάσκει και να ζητά το θύμα του, εξακόντισε μέσα στον φάρυγγά του το ιερό δάκτυλο, γεγονός που επέφερε αμέσως τον θάνατο του ερπετού. Όταν έγιναν αυτά, ο μεν πατέρας επέστρεψε με ζωντανή την κόρη του, διηγούμενος την παράδοξη λύτρωσή της, το δε πλήθος του λαού με έκπληξη για το μεγάλο θαύμα ανέπεμπε ευχαριστίες στον Θεό και τον Πρόδρομο, ενώ έκτισε και μέγιστο ναό προς τιμήν του Προδρόμου. Λέγεται δε, ότι κατά την εορτή της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού ανυψώνεται αυτό το τίμιο χέρι από τον αρχιερέα, ενώ κατά την ανύψωση άλλοτε εκτείνεται και άλλοτε συστέλλεται. Κι όταν εκτείνεται σημαίνει ότι θα υπάρχει ευφορία καρπών, ενώ όταν συστέλλεται, θα υπάρχει αφορία και φτώχεια. Γι’ αυτό και πολλοί από τους κατά καιρούς βασιλείς επιθύμησαν να κατάσχουν το ιερό χέρι του Προδρόμου, κατεξοχήν δε ο Κωνσταντίνος και ο Ρωμανός από τους Πορφυρογέννητους. Λοιπόν, και ενώ αυτοί βασίλευαν, κάποιος διάκονος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, που ονομαζόταν Ιώβ, ζήτησε  και πήρε μαζί του το τίμιο χέρι του Προδρόμου, την ώρα της επιλύχνιας ακολουθίας, κατά την οποία υπάρχει συνήθεια, όπως έχει παραδοθεί στους χριστιανούς, να τελούν τον αγιασμό. Το ιερό χέρι του μεγάλου προφήτη ο φιλόχριστος βασιλιάς το κατασπάστηκε με πόθο και το απέθεσε στα ανάκτορα. Τελείται δε η σύναξη αυτού στο Φοράκιο».

Η σύναξη του αγίου Ιωάννου Προδρόμου δίνει αφορμή στην υμνολογία της Εκκλησίας μας να προβάλει τη φοβερά μεγάλη προσωπικότητά του με τις πολυποίκιλες αρετές του. Και εν πρώτοις οι ύμνοι σημειώνουν ότι ο μακαρισμός του αγίου Ιωάννη από την Εκκλησία συνιστά δοξολογία του ίδιου του Ιησού Χριστού. «Πανεύφημε Πρόδρομε Χριστού…σε ευσεβώς μακαρίζοντες, Χριστόν δοξάζομεν». Διότι βεβαίως αν ο άγιος Ιωάννης είναι τόσο μεγάλος στο εκκλησιαστικό στερέωμα, είναι γιατί σχετίστηκε με τον Κύριο, ως προφήτης και πρόδρομός Του, ως βαπτιστής και μάρτυράς Του. Από τον Κύριο πήρε το όποιο φως και την όποια αξία του ο Ιωάννης, με πλήρη επίγνωσή του ως προς αυτό. Γι’ αυτό και είναι ο λύχνος που φανέρωσε το απαύγασμα της δόξας του Πατέρα, τον Ιησού Χριστό. «Σαν λυχνάρι φανέρωσες σε όλους τη λάμψη της δόξας του Πατέρα, που φάνηκε με σώμα». Και γι’ αυτό επίσης η κύρια αρετή του ήταν η αρετή της ταπείνωσης, η προϋπόθεση για την ύπαρξη της χάρης του Θεού στον άνθρωπο. Μπροστά στον Χριστό νιώθει την απέραντη μηδαμινότητά του: «Ουκ ειμί ικανός, ίνα κύψας λύσαι τον ιμάντα των υποδημάτων Αυτού». «Εγώ έχω χρείαν του υπό σου βαπτισμού και συ έρχη προς με;».

Ο τονισμός του προφητικού και προδρομικού στοιχείου στον άγιο Ιωάννη αποτελεί τον πυρήνα της ποίησης των αγίων υμνογράφων του. Ο άγιος Ιωάννης στέλνεται από τον Θεό, προκειμένου να ετοιμάσει το έδαφος της παρουσίας του Χριστού. «Όταν είδε ο Πρόδρομος τον φωτισμό μας που φώτισε κάθε άνθρωπο, τον Ιησού Χριστό, τον δείχνει και λέγει στους λαούς: να αυτός που λυτρώνει τον Ισραήλ, αυτός που μας ελευθερώνει από την φθορά». «Προετοίμασες τους δρόμους του Κυρίου, καθώς βάδισες πριν από Αυτόν, προφήτα». Το απλωμένο χέρι μάλιστα του αγίου Προδρόμου και το δάκτυλο με το οποίο υπέδειξε τον Κύριο στους μαθητές του στον ποταμό Ιορδάνη, γίνονται τα κεντρικά αντικείμενα, τα οποία χρησιμοποιεί ο υμνογράφος ήδη από την παραμονή της εορτής των Θεοφανείων, στο δοξαστικό των ιδιομέλων της Θ΄ ώρας, για να καταδείξει ακριβώς ότι είναι ο Πρόδρομος Κυρίου. Η ποίηση εδώ «απογειώνεται» και φθάνει σε δυσθεώρητα ύψη λυρισμού: «την χείρα σου την αψαμένην την ακήρατον κορυφήν του Δεσπότου, μεθ’ ης και δακτύλω αυτόν ημίν καθυπέδειξας, έπαρον υπέρ ημών, Βαπτιστά, ως παρρησίαν έχων πολλήν» (Το χέρι σου που άγγιξε την πανάχραντη κορυφή του Δεσπότου, και με το δάκτυλο του οποίου χεριού  μάς Τον υπέδειξες, σήκωσε ψηλά για χάρη μας, Βαπτιστά, επειδή έχεις πολλή παρρησία ενώπιόν Του).

Το προδρομικό στοιχείο του αγίου είχε ξεκινήσει όμως από πολύ νωρίς. Ο άγιος Πρόδρομος δεν δακτυλοδεικτούσε τον Χριστό μόνον στην έρημο ή την ώρα του βαπτίσματος. Είχε «αναγνωρίσει» τη μεσσιανικότητά Του και την είχε μηνύσει ήδη εκ κοιλίας μητρός του. Η ώρα της επίσκεψης της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου μας στην ξαδέλφη της Ελισάβετ μετά τον ευαγγελισμό της, τότε που σκίρτησε ο κυοφορούμενος Ιωάννης στην  κοιλιά της εγκυμονούσας γερόντισας μητέρας του, ήταν η απαρχή της προδρομικής αποστολής του. Ο άγιος υμνογράφος το σημειώνει πολλαπλώς: «Έγινες πλήρης από το πανάγιο Πνεύμα, όταν βρισκόσουν ακόμη μέσα στην κοιλιά της μητέρας σου, και μήνυσες χαίροντας με τερπνό σκίρτημα τον καρπό της Παρθενίας, τον Ιησού Χριστό, και Τον προσκύνησες, προφήτη πανσεβάσμιε». Κι ακόμη περισσότερο: προετοίμασε, κατά τον υμνογράφο, τον ερχομό του Χριστού και στον Άδη, όταν βρέθηκε εκεί τριήμερος Εκείνος μετά την εκπνοή Του από τη σταυρική Του θυσία. «Με χαρά ευαγγελίστηκες και στους ευρισκομένους στον Άδη τον Θεό που φανερώθηκε ως άνθρωπος».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας δεν μπορούν να μην αναφερθούν εκτενώς και στο θεοπτικό στοιχείο της ζωής του αγίου. Με την προϋπόθεση της καθαρής και ισάγγελης πολιτείας του («σκεύος καθαρότητος ανεδείχθης», «υπερφυούς αρετής λαμπηδόσιν ηγλαϊσμένος», «άγγελος τον ισάγγελον ευηγγελίσατο Ζαχαρία τω σεπτώ») – κανείς απροϋπόθετα δεν μπορεί να γίνει θεόπτης - ο Θεός τού έδωσε τη χάρη της διανοίξεως των πνευματικών οφθαλμών του, προκειμένου να δει τη δόξα του τριαδικού Θεού, κατά την ώρα της Βαπτίσεως του Κυρίου. «Με τη χάρη του Θεού είδες σοφέ Ιωάννη Πρόδρομε, την άρρητη δόξα του Πατέρα,  τον Υιό μέσα στο νερό. Και το Πνεύμα είδες, που απήλθε ως περιστέρι, και που καθαρίζει και φωτίζει τα πέρατα. Γι’ αυτό σε δοξολογούμε ως μύστη της Τριάδος και τιμάμε το θείο πανηγύρι σου». Κι είναι τούτο μία αλήθεια που πρέπει να τονίζεται: η όραση της Θεοφάνειας από τον άγιο Πρόδρομο δεν ήταν όραση και από τους άλλους που παρευρίσκονταν στον Ιορδάνη ποταμό. Ο Ιωάννης μόνον, όπως βεβαίως και οι παρευρισκόμενοι άγγελοι, άκουσε τη φωνή του Θεού Πατέρα και είδε το άγιον Πνεύμα με τη μορφή περιστεριού να ίπταται υπεράνω του βαπτιζόμενου Χριστού. «Αυτόν που οι προφήτες με πολλούς τρόπους είδαν και με αινιγματικό τρόπο προεκήρυξαν, αυτόν αξιώθηκες να βαπτίσεις στον Ιορδάνη. Κι άκουσες την πατρική φωνή από τον ουρανό, που έδινε μαρτυρία για την υιότητα του Χριστού. Και το Πνεύμα είδες με τη μορφή του περιστεριού, που έφερνε τη φωνή πάνω στον βαπτιζόμενο».

Οι υμνογράφοι, είπαμε, παίρνουν αφορμή να δουν και άλλες πλευρές του αγίου Ιωάννου: να θυμηθούν ότι ο Κύριος τον επαίνεσε περισσότερο από όλους τους προφήτες και τους άλλους ανθρώπους («Προφήτην σε προέφησε των Προφητών υπέρτερον, εν γεννητοίς ο Δεσπότης γυναικών μείζονα πάντων»), ότι υπήρξε μέγας αγωνιστής υπέρ της αληθείας, τόσο που έδωσε και τη ζωή του γι’ αυτήν με τον μαρτυρικό του θάνατο («ως αρνίον άκακον ιερουργούμενος προσηνέχθης θυσία»),  ότι υπήρξε ο μεσίτης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης («Προφητών σε σφραγίδα γινώσκομεν, ως τη Παλαιά και Καινή μεσιτεύσαντα»). Και βεβαίως ότι το κήρυγμά του ήταν εκείνο που αποτελεί τον δρόμο της σωτηρίας όλων μας: η μετάνοια. «Με κόσμημα τη σοφία του Θεού, ήλθες να κηρύξεις τον Χριστό. Διότι έγινες η φωνή αυτού που βοά στην έρημο δυνατά: μετανοείτε». «Τώρα που μας εποπτεύεις από ψηλά, μακάριε, από τη Βασιλεία του Θεού που βρίσκεσαι, σε παρακαλούμε με τις μεσιτείες σου να μας διαφυλάσσεις έτσι, ώστε να ακολουθούμε αυτό το θείο κήρυγμά σου και να μένουμε σταθεροί στις ένθεες διδαχές σου και στα σωτήρια δόγματά σου».  

ΤΑ ΑΓΙΑ ΘΕΟΦΑΝΙΑ

«Τα άγια Θεοφάνεια του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εορτάζουμε κατά την ημέρα αυτή, και στη Μεγάλη Εκκλησία και στις κατά τόπους άγιες Εκκλησίες, επιτελώντας την παννυχίδα από το εσπέρας. Ο ίδιος ο Θεός Λόγος αφού ενδύθηκε τον παλαιό Αδάμ και εκτέλεσε όλα τα νόμιμα, έρχεται για να βαπτισθεί προς τον μέγα Ιωάννη τον Προφήτη, ο οποίος και τον εμπόδιζε λέγοντας: Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από Εσένα, και Συ έρχεσαι σε μένα; Όταν όμως άκουσε από τον Κύριο το, άσε τώρα αυτά, και κατάλαβε ότι το Βάπτισμά Του αποτελεί εκπλήρωση όλης της δικαιοσύνης του Θεού, είναι δηλαδή μέσα στο σχέδιο της σωτηρίας του κόσμου, δεν Του έφερε εμπόδιο. Βαπτίσθηκε λοιπόν ο Κύριος και αγίασε όλη τη φύση των υδάτων. Κι αφού έθαψε στα ρείθρα του Ιορδάνου όλη την αμαρτία των ανθρώπων, αμέσως βγήκε από το νερό. Έτσι ανακαίνισε και ανάπλασε τον άνθρωπο που είχε παλιώσει λόγω των αμαρτιών, οπότε του χάρισε τη Βασιλεία των Ουρανών».

Εδώ και μερικές ημέρες η Εκκλησία μάς προετοιμάζει, μετά την Γέννηση του Κυρίου, για τη δεύτερη μεγάλη Δεσποτική εορτή, των Θεοφανείων, της Βαπτίσεως του ενανθρωπήσαντος Θεού. Η μία, σημειώνουν οι άγιοι υμνογράφοι, παραπέμπει στην άλλη,  μολονότι και οι δύο εορτάζονταν από κοινού στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, ως εορτή των Επιφανείων, της Φανέρωσης του Θεού στον κόσμο, κάτι που διακρίθηκε από τον τέταρτο αιώνα, για λόγους περισσότερο πρακτικούς παρά πίστεως. Τελικώς όμως καθιερώθηκε ο ξεχωριστός εορτασμός τους, ο οποίος μολονότι ξεχωριστός, συνθεωρείται από τη λειτουργική παράδοση της Εκκλησίας μας. Ο υμνογράφος Ιωάννης ο μοναχός, μάλιστα, συγκρίνει τις δύο εορτές, για να καταλήξει σε κάτι που ξενίζει: η Βάπτιση του Κυρίου είναι λαμπρότερη από την εορτή των Χριστουγέννων. «Λαμπρά μεν η παρελθούσα εορτή – σημειώνει – λαμπροτέρα δε Σωτήρ η επερχομένη». Και δίνει και την εξήγηση: «Λαμπρή η προηγουμένη εορτή της Γεννήσεως του Κυρίου, λαμπρότερη όμως, Σωτήρα, αυτή που έρχεται. Εκείνη είχε ως ευαγγελιστή άγγελο, και αυτή βρήκε προετοιμαστή Πρόδρομο. Σε εκείνη, επειδή χύθηκαν τα αίματα των νηπίων, οδυρόταν η Βηθλεέμ ως άτεκνη, ενώ σε αυτήν, επειδή ευλογήθηκαν τα ύδατα, η Κολυμβήθρα της Εκκλησίας γίνεται γνωστή ως πολύτεκνη. Τότε Αστέρας φανερώθηκε στους Μάγους, τώρα δε ο Πατέρας Σε υπέδειξε στον κόσμο. Συ που σαρκώθηκες και πάλιν έρχεσαι φανερά, Κύριε, δόξα Σοι».

Ο ίδιος υμνογράφος, συνθεωρώντας, όπως είπαμε, τις δύο εορτές, τις βλέπει ως επί μέρους φάσεις εκπλήρωσης της αρχικής υποσχέσεως του Θεού, ήδη από την εποχή της πτώσεως στην αμαρτία των πρωτοπλάστων, περί της σωτηρίας του κόσμου. Σε κάθε φάση μάλιστα ο Θεός χρησιμοποίησε και τα ανάλογα μέσα, τους «λειτουργούς του μυστηρίου» Του. «Κύριε, θέλοντας να εκπληρώσεις όλα όσα καθόρισες προαιώνια, απ’ αρχής της δημιουργίας, έλαβες λειτουργούς συνεργάτες του μυστηρίου σου: από τους Αγγέλους τον Γαβριήλ, από τους ανθρώπους την Παρθένο Μαρία, από τους Ουρανούς τον Αστέρα, και από τα ύδατα τον Ιορδάνη, μέσα στον οποίο εξάλειψας την αμαρτία του κόσμου, Σωτήρα μας, δόξα Σοι».

Η επισήμανση του υμνογράφου περί της εξαλείψεως της αμαρτίας του κόσμου μέσα στον Ιορδάνη συνιστά την απαρχή αυτού που θα ολοκληρωθεί επάνω στον Σταυρό του Κυρίου και στην Ανάστασή Του. Ό,τι αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού - ότι δηλαδή ο Κύριος στον Σταυρό «κατήργησε το σώμα της αμαρτίας του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία», όπως και με την Ανάστασή Του καταπάτησε τον θάνατο και τον διάβολο -  ξεκίνησε από τη Βάπτιση του Κυρίου. (Ένας ύμνος μάλιστα του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου προσφέρει ανάγλυφα την αλήθεια αυτή. Ο Κύριος έρχεται στον Ιορδάνη με τον τρόπο που Τον υπέδειξε ο Ιωάννης: «ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Ο Ιωάννης βλέπει τον Κύριο, αλλά Τον βλέπει φορτωμένο με τις αμαρτίες του κόσμου. Κι έτσι φορτωμένος έρχεται στον Ιορδάνη, οπότε ο Ιωάννης Τον αντιμετωπίζει με φόβο και τρόμο. «Με σηκωμένες τις αμαρτίες μας στους ώμους Σου, ήλθες Ιησού στα ρείθρα του Ιορδάνου. Εγώ, δε, φοβάμαι τη φρικτή έλευσή Σου. Πώς λοιπόν με διατάζεις να σε βαπτίσω; Συ ο ίδιος ήλθες να με καθαρίσεις και πώς ζητάς το δικό μου βάπτισμα, το βάπτισμα που εσύ φέρνεις και καθαρίζει τα πάντα;»

Η Γέννησή του Κυρίου αποτέλεσε τη βάση της νίκης κατά της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, η Βάπτισή Του ενεργοποίησε τη νίκη αυτή, ο Σταυρός και η Ανάσταση την οριστικοποίησαν. Ο Κύριος με άλλα λόγια λύτρωσε το ανθρώπινο γένος από τη δουλεία της αμαρτίας με όλες τις φάσεις της ζωής Του. Η αποστολή έπειτα από Αυτόν του αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, σήμανε την απαρχή της οικειοποιήσεως της λύτρωσης αυτής από όσους θα Τον αποδέχονταν. Στην Εκκλησία δηλαδή αυτό που ο Κύριος έφερε στο ανθρώπινο γένος θα γινόταν και προσιτό και οικείο στις καρδιές των ανθρώπων. Κι όπως με το Βάπτισμα του Κυρίου έχουμε την απαρχή της νίκης κατά της αμαρτίας, του θανάτου και του διαβόλου, όπως είπαμε, έτσι και με το βάπτισμα στην κολυμβήθρα πια της Εκκλησίας, ο πιστός εντάσσεται στο σώμα του Χριστού και γεύεται ψυχοσωματικά τις δωρεές αυτής της λύτρωσης.

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας αδιάκοπα και πολλαπλώς τονίζει τις διαστάσεις αυτές της κάθαρσης του κόσμου και του ανθρώπου από την αμαρτία διά της Βαπτίσεως του Κυρίου. Δεν βαπτίστηκε ο Κύριος, διότι είχε ανάγκη Αυτός του βαπτίσματος: απόδειξη το γεγονός ότι αμέσως βγήκε από τον Ιορδάνη, ελλείψει αμαρτιών, την ώρα που οι άλλοι βαπτιζόμενοι παρέμεναν εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Το βάπτισμα, όπως είπαμε, ήταν για εμάς τους ανθρώπους. Εισερχόμενος στον Ιορδάνη Αυτός που σήκωνε τις αμαρτίες των ανθρώπων, βύθισε και εξάλειψε τις αμαρτίες αυτές, όπως παλαιότερα ο Ίδιος ως μόνον Θεός εξάλειψε τις αμαρτίες των ανθρώπων διά του κατακλυσμού των υδάτων επί Νώε, κι όπως έδωσε νέα αρχή στη ζωή του Ισραήλ, κάνοντάς τους να περάσουν μέσα από τα σχισμένα ύδατα της ερυθράς θάλασσας με τον Μωυσή. Έτσι τα νερά λειτούργησαν πάντοτε, πραγματιστικά, αλλά και συμβολικά, για την κάθαρση των αμαρτιών των ανθρώπων. Γι’ αυτό και ο Κύριος, είδαμε, τη σωτηρία την «έδεσε» με το «νερό και το Πνεύμα». «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος ου μη εισέλθη εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Και βεβαίως η εξάλειψη των αμαρτιών διά του Βαπτίσματος του Κυρίου ήταν το αποτέλεσμα του αγιασμού των υδάτων και του φωτισμού που έφερνε η είσοδός Του στο νερό του Ιορδάνη, συνεπώς σε όλη τη φύση, κύριο και καθοριστικό στοιχείο της οποίας είναι το νερό. Ο Κύριος δηλαδή, η πηγή της αγιότητας και του σωτηρίου πνευματικού φωτός, εισάγει με την είσοδό Του στο νερό, τον αγιασμό και το φως Του. Έκτοτε η φύση αγιάστηκε και η Εκκλησία μας συνεχίζει και διαιωνίζει τον αγιασμό αυτόν με τον Σταυρό του Κυρίου που εμβαπτίζεται κατά την τελετή του Αγιασμού των υδάτων. Είπαμε όμως: ο αγιασμός αυτός συνιστά την απαρχή, η οποία οριστικοποιήθηκε  τελεσίδικα με τον Σταυρό και την Ανάσταση, περαιτέρω δε με την αποστολή του αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής.

Η υμνολογία μας είναι ανεξάντλητη στη διαπίστωση των επί μέρους θεολογικών όψεων της Βαπτίσεως του Κυρίου. Και βεβαίως είναι αυτονόητο ότι αφενός εξαγγέλλει πάντοτε την αιτία του χαρακτηρισμού της Βαπτίσεως του Κυρίου ως εορτής Θεοφανείων: στη Βάπτιση φανερώθηκε ο Τριαδικός Θεός. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου, Κύριε, η της Τριάδος εφανερώθη προσκύνησις». Ο Πατέρας που προσμαρτυρεί τον Ιησού ως μονογενή Του Υιό, ο Χριστός που βαπτίζεται, το άγιον Πνεύμα που βεβαιώνει την αλήθεια των λόγων του Θεού Πατέρα. Και αφετέρου επισημαίνει ότι με το Βάπτισμά Του ο Κύριος αρχίζει κατά επίσημο, θα λέγαμε, τρόπο τη δράση Του στον κόσμο προς σωτηρία αυτού. Όπως παλιά στον Ισραήλ ένας προφήτης ή ένας ιερέας έχριε διά μύρου τον βασιλιά, ώστε αυτός επισήμως να κατασταθεί στη θέση του, έτσι και εδώ: ο ίδιος ο Θεός Πατέρας χρίει διά του πνευματικού μύρου, του αγίου Πνεύματος, τον Υιό Του ως τον Μεσσία του κόσμου.

05 Ιανουαρίου 2024

ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ ΓΕΝΝΙΟΜΑΣΤΕ!

«Τρεις φορές, θα λέγαμε, γεννιόμαστε. Την πρώτη, όταν βγαίνουμε από τους μητρικούς κόλπους, οπότε από γη ερχόμαστε πάλι σε γη. Με τις άλλες δύο γεννήσεις όμως ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Και απ’ αυτές η μία, που πραγματοποιείται με το άγιο βάπτισμα, συντελείται από τη θεία χάρη. Αυτή την ονομάζουμε, και είναι πραγματικά, «παλιγγενεσία» (δηλαδή αναγέννηση). Η άλλη πάλι συντελείται από τη μετάνοιά μας και τους κόπους της αρετής. Σ’ αυτή βρισκόμαστε τώρα»  (οσία Συγκλητική, από τον Μικρό Ευεργετινό, έκδ. Ι. Μ. Παρακλήτου).

Με σαφή και συνοπτικό τρόπο η μεγάλη αγία της Εκκλησίας μας Συγκλητική (3ος αι. - εορτή: 5 Ιανουαρίου) μας υπενθυμίζει ότι ναι μεν ερχόμαστε στον κόσμο τούτο από τους κόλπους της μητέρας μας, όμως η προοπτική μας είναι ο κόσμος ο πέραν της γης, ο ουρανός, δηλαδή η Βασιλεία του Θεού. Η αγία λέει με απλότητα ό,τι βλέπει ένας άνθρωπος του Θεού, ένας πιστός στον Χριστό. Και τι βλέπει; Όχι μόνο αυτό που επισημαίνουν οι σωματικές αισθήσεις, αλλά και αυτό που επισημαίνει ο νοερός οφθαλμός που φωτίζεται από το φως της αποκαλύψεως του Κυρίου Ιησού Χριστού: ο άνθρωπος γεννιέται στον κόσμο τούτο με φυσικό τρόπο, αλλά γεννιέται και πνευματικά «δι’ ὕδατος καί Πνεύματος» με το άγιο βάπτισμα της Εκκλησίας, καθιστάμενος μέλος Χριστού και μέλος έτσι της Βασιλείας του Θεού – ο χριστιανός «ντύνεται» κυριολεκτικά τον ίδιο τον Χριστό και λειτουργεί στον κόσμο ως μία δική Του προέκταση, όπως το κλαδί ενός δένδρου. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (απ. Παύλος). Ποιο μεγαλύτερο δώρο μπορεί να υπάρξει για τον άνθρωπο από τη χάρη αυτή της εντάξεώς του στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, συνεπώς από τη χάρη να μπορεί να ζει μέσα στον Θεό του και Εκείνος μέσα σ’ αυτόν, να στέκεται ενώπιος ενωπίω Θεώ, λατρεύοντάς Τον «ἐν Πνεύματι και ἀληθείᾳ» και  προσδοκώντας την τελείωση της ζωντανής αυτής σχέσεως όταν φύγει από τον κόσμο τούτο και μάλιστα όταν έλθει η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου; Τότε η έτσι κι αλλιώς πράγματι εδώ όραση του Θεού εν πίστει, από «θολή και αινιγματική» που είναι λόγω της παχύτητας του σώματος θα γίνει εντελώς καθαρή, «πρόσωπον πρός πρόσωπον» που λέει ο απόστολος Παύλος. «Ἄρτι βλέπομεν δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δέ πρόσωπον πρός πρόσωπον».

Το μεγαλείο όμως του χριστιανού, το οποίο μπορεί να «δει» μόνον αυτός όπως είπαμε που έχει ανοικτές πνευματικές αισθήσεις και εξετάζει και τα μη βλεπόμενα των σωματικών οφθαλμών, βρίσκεται αδιάκοπα στον κόσμο τούτο υπό την απειλή ενός μεγάλου κινδύνου: του κινδύνου της εκπτώσεως στην αμαρτία. Ενώ δηλαδή διά της αναγεννήσεώς του με το βάπτισμα, όπου εν χάριτι έγινε ένας άλλος Χριστός, πήρε τη δύναμη να μην αμαρτάνει όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος, η καθημερινότητα και η αμεσότητα της ζωής αποκαλύπτει το αντίθετο: όχι μία αλλά πολλές φορές αμαρτάνει, ξεσκίζοντας το ένδυμα που ντύθηκε, δηλαδή κάνοντας πέρα τον ίδιο τον Κύριο και διαγράφοντας επί προσωπικού επιπέδου το απολυτρωτικό Του έργο. Ο χριστιανός που αμαρτάνει, και μάλιστα αμαρτάνει εν επιγνώσει και συνειδήσει, αποκαλύπτεται ως ο μεγαλύτερος άφρων και παράφρων, αφού επιλέγει αντί του θρόνου της θεότητος που τον θέτει ο Πατέρας και Δημιουργός του, τα σκουπίδια και τον βόρβορο των παθών του, αναμειγμένα με το δηλητήριο του ανθρωποκτόνου Πονηρού. Λογικά το πράγμα είναι ακατανόητο˙ είναι όμως πραγματικό! Και στο πραγματικό δυστυχώς αυτό μετέχουμε όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, και οι εκτός εννοείται της πίστεως, αλλά πολύ περισσότερο οι εντός, οι χριστιανοί.

Ποια η θεωρούμενη αιτία της «αλογίας» και της παραφροσύνης αυτής; Η αμέλειά μας. Η αμέλεια που συνυπάρχει πάντοτε με την «τυραννίδα» των παθών, τη λήθη. Απορροφώμαστε δυστυχώς τόσο πολύ από τους ρυθμούς της καθημερινότητάς μας και τα γρανάζια των ποικίλων εργασιών μας, ώστε ξεχνάμε το σημαντικότερο που έχει αιώνιο χαρακτήρα: το θέλημα του Θεού και τη διαρκή προκοπή μας προς το πρόσωπο του Θεού μας. Ως χριστιανοί τον Θεό και το θέλημά Του θα έπρεπε να είχαμε προτεραιότητα, όπως μας δίνει την εντολή ο Κύριος: «ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ» και όλα τα υπόλοιπα της ζωής σας θα ακολουθήσουν. Δεν το κάνουμε όμως, διότι προφανώς η πίστη μας λόγω της αμέλειάς μας είναι λειψή, γεγονός που οδηγεί τον χριστιανό στην παράδοξη το λιγότερο θεωρούμενη θέση, να μετέχει του Τριαδικού Θεού με ταυτόχρονη αποστροφή του από Εκείνον! Μία ιδιότυπη πράγματι «σχιζοφρένεια»! Αλλά με τον Θεό δεν μπορεί κανείς να… παίζει! «Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος». Αρχίζουν τα προβλήματα για τον επιμελώς αμαρτάνοντα χριστιανό, οι παραχωρήσεις δηλαδή εκ Θεού εκείνων των δοκιμασιών που καθιστούν τη ζωή του δύσκολη, δοκιμασιών που φτάνουν στο σημείο να παραδίδεται αυτός στα χέρια του μεγαλύτερου εχθρού του, του ίδιου του διαβόλου και των σκληρών οργάνων του.

Η ευλογία θα είναι η επίγνωση της τραγικότητάς του: της απώλειας του Θεού από τη ζωή του˙ και γι’ αυτό η μετάνοιά του. Μόλις ο πιστός συνειδητοποιήσει την πτώση του και με «επαινετή αναίδεια» ελπίσει προς τον Θεό του, τότε και πάλι θα δει αισθητά στην ύπαρξή του το έλεος του Θεού. Θα δει κι αυτός όπως ο άσωτος της παραβολής τον ίδιο τον Κύριο να προστρέχει σ’ εκείνον, να τον αγκαλιάζει και να τον καταφιλεί. Κι ακόμη περισσότερο: να του διαγράφει τις όποιες αμαρτίες του και να τις θεωρεί ως μη…γενόμενες! Οπότε το ένδυμα του Χριστού που στην ασωτία του ο πιστός το χάλασε και ίσως το πέταξε, το ενδύεται και πάλι – δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από τον Κύριο να έχει στην αγκαλιά Του το παιδί Του, και μάλιστα το πλανεμένο και χαμένο παιδί Του. Μας το δήλωσε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο: «αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει το ένα το χαμένο»! Και η κατάσταση αυτή αναδεικνύει το ύψος της μετανοίας. Της μετανοίας που είναι η μόνη που μπορεί να προκαλεί κύματα χαράς σε όλον τον Ουρανό: τον Κύριο, τους αγγέλους, τους αγίους. «Χαρά γίνεται ἐν οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι».

Με μία βεβαίως παρατήρηση, την οποία κάνει η αγία Συγκλητική: η μετάνοιά μας να είναι αληθινή. Και αληθινή είναι όταν συνοδεύεται από τους «κόπους των αρετών». Στη μικρή αυτή φράση της οσίας δίνεται η απάντηση της κρίσεως που παρουσιάζουμε διαχρονικά οι χριστιανοί. Γιατί συχνά «μετανοούμε» αλλά η μετάνοιά μας είναι στα λόγια μας ή ίσως σε μία απλή διάθεσή μας. Αλλά αν η μετάνοια δεν σημάνει την αποφασιστική έως θανάτου αλλαγή της ζωής μας – ας δούμε το πρότυπο της μετανοίας, την αγία Μαρία την Αιγυπτία – δυστυχώς τίποτε δεν κάνουμε. Και μάλλον προσθέτουμε αμαρτία στις ήδη υπάρχουσες αμαρτίες μας. Η αληθινή όμως μετάνοια συνιστά την τρίτη γέννησή μας, από την οποία εξαρτάται και η αιώνια σωτηρία μας. Ο άγιος Ανδρέας ο Κρήτης στον εξαίσιο Μεγάλο Κανόνα του υπομνηματίζει την κατάληξη του λόγου της μεγάλης Συγκλητικής: «Δεῦρο τάλαινα ψυχή, σύν τῇ σαρκί σου, τῷ πάντων Κτίστῃ ἐξομολογοῦ καί ἀπόσχου λοιπόν τῆς πρίν ἀλογίας», εμπρός ταλαίπωρη και άθλια ψυχή μου, μαζί με το σώμα σου, εξομολογήσου στον πάντων Δημιουργό και απομακρύνσου από την προηγούμενη άλογη κατάσταση της αμαρτίας. Η εξομολόγησή μας στον πνευματικό της Εκκλησίας με άλλα λόγια έχει νόημα όταν έχει προηγηθεί η γνήσια μετάνοια και εξομολόγησή μας ενώπιον του Κυρίου, δηλαδή η εξομολόγηση που κάνει η ίδια η ζωή μας, μακριά από τις αμαρτίες μας.    

Ο ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ

 

Μερικές χρήσιμες πληροφορίες

1. ῾Ο ἁγιασμός τῶν Θεοφανείων λέγεται μεγάλος ἁγιασμός γιά νά διακρίνεται ἀπό τόν μικρό ἁγιασμό. ῾Ο μικρός ἁγιασμός τελεῖται κάθε πρώτη τοῦ μηνός στούς ῾Ιερούς Ναούς, ὅπως καί στούς οἴκους τῶν χριστιανῶν, ἀλλά καί ὁποιαδήποτε ἄλλη στιγμή, ὅταν ζητηθεῖ κάτι τέτοιο. ῾Ο μεγάλος ὅμως ἁγιασμός (ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστός ἤδη ἀπό τόν 5ο αἰ. μ.Χ. καί ξεκίνησε ὡς ἁγιασμός τῶν ὑδάτων σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου στήν παννυχίδα πού τελεῖτο ἀπό τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, προκειμένου νά βαπτιστοῦν στή συνέχεια οἱ κατηχούμενοι ὥστε νά μετάσχουν στή θεία Κοινωνία) τελεῖται μόνο δύο φορές τόν χρόνο: τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων καί ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς. ῾Η δεύτερη φορά τελέσεως τοῦ ἁγιασμοῦ προῆλθε ἀπό λόγους πρακτικούς: ὄχι μόνο οἱ κατηχούμενοι, ἀλλά καί οἱ ἤδη βαπτισμένοι ἔπαιρναν τό ἁγιασμένο ὕδωρ «εἰς ἴασιν ψυχῆς καί σώματος». Καί τις δύο φορές εἶναι εὐνόητο ὅτι τελεῖται ἀκριβῶς ἡ ἴδια ἀκολουθία.

2. ᾽Ο ἁγιασμός εἴτε μεγάλος εἴτε μικρός δέν τίθεται στήν ἴδια θέση μέ τή Θεία Κοινωνία. Εἶναι μεγάλος λάθος αὐτό πού λένε ὁρισμένοι χριστιανοί ὅτι μποροῦν νά ἀντικαταστήσουν τή Θεία Κοινωνία μέ τόν ἁγιασμό (μόνο σ᾽ αὐτούς πού δέν τούς ἐπιτρέπεται ἡ Θεία Κοινωνία γιά διαφόρους πνευματικούς λόγους ὑπάρχει ὡς συγκατάβαση ἀπό τόν πνευματικό ἡ λήψη τοῦ ἁγιασμοῦ). Στή Θεία Κοινωνία πού εἶναι τό κατεξοχήν μυστήριο στό ὁποῖο φανερώνεται ἡ ᾽Εκκλησία, ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο ὑπό τά εἴδη τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, γι᾽ αὐτό καί ἡ χάρη πού παρέχει εἶναι δραστική – χωρίς θεία κοινωνία ὁ ἄνθρωπος δέν σώζεται∙ ἐν ἀντιθέσει πρός τόν ἀγιασμό πού ἡ χάρη πού παρέχει εἶναι μέν ἐνισχυτική ἀλλ’ ὄχι ἀπαραίτητη πρός σωτηρία.

3. ῾Ο ἁγιασμός μπορεῖ νά κρατηθεῖ στό σπίτι ὅλον τόν χρόνο ὡς μέσο ἁγιασμοῦ τῶν πιστῶν. Ἀρκεῖ βεβαίως ὁ χριστιανός πού κρατεῖ τόν ἁγιασμό νά προσέχει ὥστε ἡ ζωή του νά εἶναι πράγματι χριστιανική. Σπίτι πού ἀκούγονται βλασφημίες καί ὕβρεις, πού δέν γίνεται προσευχή, πού δέν ὑπάρχει ἐπίγνωση ὅτι ὡς χριστιανοί εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, πού μ᾽ ἕναν λόγο τό σπίτι δέν εἶναι «λειτουργημένο καί λιβανισμένο», εἶναι ἀνάξιο νά ἔχει ὄχι ἁγιασμό ἀλλά οὔτε κἄν εἰκόνα. ῎Αν ὅμως δέν συμβαίνει τό παραπάνω, τότε καί κρατᾶμε τόν ἁγιασμό καί τόν χρησιμοποιοῦμε πρός μετάληψη, μετά ἀπό προσευχή βεβαίως καί μετάνοια, ἰδίως σέ δύσκολες καί κρίσιμες στιγμές τῆς ζωῆς μας.

4. Ἄν δέν ἔλθει ὁ ἱερέας γιά διαφόρους λόγους γιά νά ἁγιάσει τό σπίτι μας - ἰδίως στίς περιόδους μέ τά πολυποίκιλα προβλήματα τῆς πανδημίας – τότε μποροῦν οἱ πιστοί μέ τόν ἁγιασμό πού παίρνουν ἀπό τόν ἱερό Ναό νά ἁγιάσουν τό σπίτι μόνοι τους. Οἱ ἴδιες οἱ εὐχές ἄλλωστε τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ μιλοῦν γι’ αὐτούς πού ἀντλοῦν τό «καθάρσιον ὕδωρ» προκειμένου νά ἁγιαστοῦν καί οἱ ἴδιοι καί τά σπίτια τους.  

5. ῾Υπενθυμίζουμε τέλος ὅτι ὁ σωστός ἑορτασμός τῶν Θεοφανείων βρίσκεται στήν ἀπό νωρίς συμμετοχή μας στίς ἀκολουθίες  καί κυρίως στήν ἑτοιμασία μας νά κοινωνήσουμε τῶν ἀχράντων μυστηρίων. ῞Ολες οἱ ἑορτές ἄλλωστε τῆς ᾽Εκκλησίας μας γι᾽ αὐτό ὑπάρχουν καί γίνονται: νά μᾶς βοηθήσουν νά παίρνουμε μέσα μας τόν Χριστό καί νά ἔτσι νά ζοῦμε τή δική Του ζωή ὡς δική μας. 

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΙΩΝ

 

«Οὐκ ἀπαιτῶ σε, Βαπτιστά, τούς ὅρους ὑπερβῆναι· οὐ λέγω σοι, Εἰπέ μοι, ἅ λέγεις τοῖς ἀνόμοις, καί παραινεῖς ἁμαρτωλοῖς· μόνον βάπτισόν με σιωπῶν, καί προσδοκῶν τά ἀπό τοῦ Βαπτίσματος· ἕξεις γάρ διά τούτων ἀξίωμα, ὅπερ οὐχ ὑπῆρξε τοῖς Ἀγγέλοις· καί γάρ πάντων τῶν Προφητῶν μείζονά σε ποιήσω· ἐκείνων μέν οὐδείς σαφῶς με κατεῖδεν, ἀλλ’ ἐν τύποις καί ἐν σκιαῖς καί ἐνυπνίοις· σύ δέ, ἐπί σοῦ ἱστάμενον κατά γνώμην· σῶσαι γάρ ἥκω, Ἀδάμ τόν πρωτόπλαστον».

(Δέν σοῦ ἀπαιτῶ, Βαπτιστά, νά ξεπεράσεις τά ὅρια. Δέν σοῦ λέω, Πές μου ὅσα λές στούς ἄνομους καί συμβουλεύεις τούς ἁμαρτωλούς. Μόνο βάπτισέ με σιωπηλός καί περιμένοντας τά δῶρα πού προέρχονται ἀπό τό Βάπτισμα. Διότι μέ αὐτά θά ἔχεις ἀξίωμα πού δέν ὑπῆρξε στούς ἀγγέλους· κι ἀκόμη θά σέ κάνω μεγαλύτερο ἀπό ὅλους τούς Προφῆτες: ἀπό ἐκείνους κανείς δέν μέ εἶδε μέ καθαρότητα, ἀλλά μέσα ἀπό τύπους καί σκιές καί ὄνειρα· ἐσύ ὅμως μέ βλέπεις νά στέκομαι μπροστά σου ἐπειδή τό θέλω. Γιατί ἦλθα νά σώσω τόν πρωτόπλαστο Ἀδάμ).

 Στόν οἶκο τοῦ κοντακίου τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, ὁ ὑμνογράφος προεκτείνει τόν λόγο τοῦ Κυρίου, ὅταν ζητεῖ ἀπό τόν Ἰωάννη νά Τόν βαπτίσει κι ἐκεῖνος δειλιάζοντας ἐκφράζει  τήν ἐπιφύλαξή του: «ἐγώ ἔχω ἀνάγκη νά βαπτιστῶ ἀπό σένα κι ἐσύ ἔρχεσαι σέ μένα;» Ὁ Κύριος κατανοώντας τή δύσκολη θέση τοῦ προφήτη Του καί τή δειλία πού τόν διακατέχει – εἶναι μεγαλειώδη τά τροπάρια πού ἔχουν ἀκριβῶς ὡς περιεχόμενο αὐτήν τή δειλία καί τό δέος τοῦ Προδρόμου – τοῦ ἐξηγεῖ ὅτι ὁ ἐρχομός Του στόν Ἰορδάνη ἔχει διαφορετικό χαρακτήρα ἀπό ὅ,τι τῶν ὑπολοίπων ἁπλῶν ἀνθρώπων. Οἱ ἄλλοι ἔρχονται γιά νά βαπτιστοῦν καί νά ἐξομολογηθοῦν τίς ἁμαρτίες τους· Ἐκεῖνος ἔρχεται γιά νά βαπτιστεῖ, χωρίς ἀνάγκη ὅμως ἐξομολογήσεως, ἀφοῦ ἦταν ὁ μόνος «χωρίς ἁμαρτίας» ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Ποιός τότε ὁ σκοπός τῆς Βαπτίσεώς Του; Ὅπως τό δηλώνει ὁ Κύριος διά στόματος ὑμνογράφου: ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου ὅλου. Μέσα στήν προοπτική αὐτή πού ἦταν καρπός τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ κάποιους ἀνθρώπους ὡς ὄργανά Του, μεταξύ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Ἰωάννης, ὅπως κατεξοχήν ἦταν καί ἡ Παναγία Μητέρα Του, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. Ἀπό τό ὑπουργικό αὐτό διακόνημά του ὁ Ἰωάννης στό σωτήριο ἔργο τοῦ Δημιουργοῦ, στό ὁποῖο βεβαίως ἀνταποκρίθηκε ἐλεύθερα, ἀναδεικνύεται σέ τέτοιο ὕψος πού ὑπερβαίνει καί τούς Ἀγγέλους, ὅπως καί ὅλους τούς προγενέστερους Προφῆτες. Γιατί καταξιώθηκε νά δεῖ αὐτό πού οἱ ἄλλοι Προφῆτες ἁπλῶς ὁραματίστηκαν ἤ καί τό ὀνειρεύτηκαν: τόν Ἴδιο τόν Παντοκράτορα Κύριο ὡς ἁπλό καί ταπεινό ἄνθρωπο, καί μάλιστα νά Τοῦ ἀγγίζει καί τό κεφάλι καί νά Τόν βαπτίζει. Ταυτοχρόνως ὁ Κύριος ὑποδεικνύει καί τόν τρόπο πού πρέπει κανείς νά στέκει ἀπέναντί Του σέ κάθε ἐνέργειά Του: τή σιωπή καί τήν προσδοκία τῶν δωρεῶν Του. Ὁ ἀνθρώπινος λόγος, μέ ἄλλα λόγια, ἀργεῖ μπροστά στόν Κύριο καί τίς εὐεργεσίες Του. Τό μόνο ἀποδεκτό εἶναι ἡ σιωπή καί τό δοξολογικό ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς· γιά νά τή γεμίσει βεβαίως ὁ Κύριος μέ τήν παρουσία Του καί τίς χάρες Του.

04 Ιανουαρίου 2024

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ

 

 «Ὕψος οὐρανοῦ, οὐδαμῶς ἐξιχνιάσω· ἄστρων ἀριθμόν, οὐδέ γῆν ἀναμετρήσω· καί πῶς τῆς κορυφῆς σου, τῷ Δεσπότῃ ὁ Πρόδρομος, ἅψομαι χειρί; Πῶς δέ βαπτίσω, τόν φέροντα δρακί τήν κτίσιν; Διό κράζω σοι· Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν δόξα Σοι».

«Σύνθρονος Πατρί, καί τῷ Πνεύματι ὑπάρχων, ταῖς ἀγγελικαῖς, στρατιαῖς δορυφοροῦμαι· ἀλλά σμικρῷ σπηλαίῳ, ἐξενίσθην τικτόμενος, ἐν τῇ Βηθλεέμ δι’ εὐσπλαγχνίαν· διό καί νῦν τήν δεξιάν σου, ἐμοί δάνεισον, ἵνα καί πλύνω ἐν ἐμοί, τοῦ κόσμου τά πταίσματα».

(ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ: Καθόλου δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τό ὕψος τοῦ οὐρανοῦ κι οὔτε νά μετρήσω τόν ἀριθμό τῶν ἄστρων ἀλλά καί τή γῆ. Καί πῶς θά ἀγγίξω μέ τό χέρι μου τήν κεφαλή σου, ἐγώ ὁ Πρόδρομος ἀπέναντι σέ Σένα τόν Δεσπότη Κύριο; Καί πῶς θά βαπτίσω Ἐσένα πού κρατᾶς στό χέρι Σου τή Δημιουργία; Γι’ αὐτό Σοῦ φωνάζω δυνατά: Εὐλογημένος εἶσαι Θεέ μου πού φανερώθηκες, δόξα Σοι.

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ: Εἶμαι σύνθρονος μέ τόν Πατέρα καί τό Πνεῦμα καί δορυφοροῦμαι ἀπό τίς ἀγγελικές στρατιές. Κι ὅμως γεννήθηκα ὡς ἄνθρωπος στή Βηθλεέμ καί φιλοξενήθηκα σέ μικρό σπήλαιο λόγω τῆς ἀγάπης Μου. Γι’ αὐτό καί τώρα δάνεισέ μου τή δεξιά σου, προκειμένου νά ξεπλύνω ἐγώ  τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου).

Ἀπό τούς αἴνους τῆς προπαραμονῆς τῆς Μεγάλης Ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ἀκούγονται στήν Ἐκκλησία μας σέ ἦχο πλ. β΄ τά ὑπέροχα αὐτά τροπάρια, τά ὁποῖα ἀποτελοῦν διάλογο μεταξύ τοῦ Ἰωάννου Προδρόμου καί τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ ὑμνογράφος δέν ἱκανοποιεῖται μέ μία «ξερή» κατάθεση τῆς σημασίας τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου γιά σύμπαντα τόν κόσμο – καί αὐτό γίνεται βεβαίως σέ ἄλλα τροπάρια. Δραματοποιεῖ τά γεγονότα πού συνέβησαν ἐκεῖ στό ρεῖθρο τοῦ Ἰορδάνου, τά προβάλλει ἀνάγλυφα, σάν νά εἴμαστε κι ἐμεῖς παρόντες καί ν’ ἀκοῦμε τό τί διαμείφθηκε μεταξύ τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ Κυρίου. Ὅ,τι μαρτυρεῖ τό Εὐαγγέλιο, τό ἴδιο σχολιασμένο καί ἐπεξεργασμένο μᾶς τό προσφέρει ὁ ὑμνογράφος, προκειμένου ἀσφαλῶς νά κατανοήσουμε ὅσο εἶναι δυνατόν τό μέγεθος τῶν γεγονότων καί τό βάθος τοῦ μυστηρίου τους. Στό πρῶτο τροπάριο ἀκοῦμε τόν προβληματισμό καί τήν ἐπιφύλαξη καί τόν φόβο ἀκόμη τοῦ ἁγίου Προδρόμου: «δέν μπορῶ νά ἐξιχνιάσω τά ἐπίγεια καί τά κτιστά καί πῶς θά ἀγγίξω καί θά βαπτίσω τόν ἴδιο τόν Δημιουργό πού φέρει στό χέρι Του τά σύμπαντα; Τό μόνο πού μπορῶ νά κάνω εἶναι νά Τόν δοξολογῶ». Κι ἀμέσως στή συνέχεια ἀκοῦμε τήν ἀπάντηση τοῦ Κυρίου: «Ναί, εἶμαι ὁ ἕνας τῆς Τριάδος καί μέ δορυφοροῦν ἀγγελικές στρατιές. Ὅμως ἡ ἀγάπη μου εἶναι αὐτή πού μέ ἔκανε νά ἔλθω ταπεινά στή γῆ καί νά γεννηθῶ μάλιστα σ’ ἕνα μικρό σπήλαιο. Ὁπότε ὡς συνέχεια τῆς κένωσής μου αὐτῆς εἶναι καί ἡ βάπτισή μου ἀπό σένα Ἰωάννη, μέ σκοπό νά ξεπλύνω τίς ἁμαρτίες τοῦ κόσμου». Στό πρόσωπο τοῦ Ἰωάννου ζοῦμε κι ἐμεῖς τό ἴδιο θάμβος καί τό ἴδιο δέος: κατανοοῦμε ἀπό τά γεγονότα τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση τοῦ Δημιουργοῦ, καί μαζί του κράζουμε: Εὐλογημένος ὁ φανείς, Θεός ἡμῶν, δόξα Σοι.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ

«Ο όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε το 1890 στο Σηρικάριο της Κισάμου από ευσεβείς γονείς και το βαπτιστικό του όνομα ήταν Νικόλαος. Παιδί ακόμη έμεινε ορφανός και διαπαιδαγωγήθηκε από τον παππού του. Σε νεαρή ηλικία πήγε στα Χανιά για να εργαστεί μαθητεύοντας στην κομμωτική τέχνη. Πρώτη φορά στα δεκαέξι του τού εμφανίστηκε σημάδι της λέπρας. Για να μη κλειστεί λοιπόν στη Σπιναλόγκα έφυγε κρυφά και πήγε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η νόσος όμως προχωρούσε και με  προτροπή ιεράρχη της Αλεξάνδρειας προσήλθε στο λωβοκομείο της Χίου, κοντά στον άγιο Άνθιμο (Βαγιανό) που φρόντισε για την εισαγωγή του στο ίδρυμα. Ο άγιος Άνθιμος έγινε ο Γέροντάς του και κάνοντάς του απόλυτη υπακοή ντύθηκε το αγγελικό σχήμα, παίρνοντας το όνομα Νικηφόρος. Μετά παρέλευση σαραντατριών ετών, οδηγήθηκε στον αντιλεπρικό σταθμό της Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, όπου πέρασε το υπόλοιπο του βίου του, λάμποντας ως αστέρας υπομονής και προσευχής. Κοιμήθηκε στις 4 Ιανουαρίου 1964, αφήνοντάς μας παράδειγμα καρτερίας αλλά και τα μυρωμένα λείψανά του ως ιατρείο για κάθε αρρώστια». 

Ο υμνογράφος του οσίου Νικηφόρου αφορμάται καταρχάς από το όνομά του για να πει ότι όλη η ζωή του υπήρξε νικηφόρα, δηλαδή κατήγαγε συνεχείς πνευματικές νίκες απέναντι στα πάθη του, στον Διάβολο, στον «άγγελο σατάν» τη βδελυκτή λέπρα. Κι έπειτα μας καθοδηγεί στην αιτία που τον οδήγησε στις νίκες: την πίστη του στη ζωντανή παρουσία του Θεού που έχει «αριθμημένες και τις τρίχες της κεφαλής μας», οπότε αντίστοιχη ήταν και η θεώρηση από τον άγιο της αρρώστιας του: ήταν μία παραχώρηση της αγάπης Του, προκειμένου να τον ωθήσει σε πνευματική ύψη. «Χριστέ, η ψυχή του οσίου σου αποδείχτηκε δόκιμη, γιατί θεώρησε τη λέπρα της σάρκας του σαν δόση της πρόνοιάς Σου».

Ο υμνογράφος επισημαίνει ότι ο όσιος Νικηφόρος ζούσε κάτι παρόμοιο με τον απόστολο Παύλο, ο οποίος προσευχόμενος σε μεγάλη δοκιμασία του στον Κύριο άκουσε από τον Ίδιο να του λέει ότι «του αρκεί η χάρη Του» και δεν πρόκειται να τον θεραπεύσει. Το ίδιο λοιπόν και με τον Νικηφόρο: η κάθε προσευχή του προς ίαση προσέκρουσε σε άρνηση του Κυρίου. «Περιφέροντας τη νόσο στη σάρκα κραύγαζες τη φωνή του Παύλου: μου δόθηκε ο σκόλοπας να με κολαφίζει με διαφόρους τρόπους, για να μην υπερηφανεύομαι. Διότι η δύναμη του Θεού φτάνει στην τελείωσή της με την αρρώστια Γι’  αυτό μου αρκεί η χάρη που έλαβα, Κύριε».

Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί τελικώς η σημαντικότερη αρετή που καλλιέργησε ο όσιος ήταν η καρτερία: η ψυχική δύναμη δηλαδή και η υπομονή. Θα μπορούσε να λέγεται «Νικηφόρος ο καρτερόψυχος» -  ο άνθρωπος της υπομονής, ο δεύτερος Ιώβ, «ο εστεμμένος με τον κότινο της νίκης εν Πνεύματι από τα χέρια του ίδιου του Κυρίου». Και αναδείχθηκε ίσως «και υπέρτερος του Ιώβ», διότι το «γιατί, Κύριε» δεν έφτασε ποτέ στα δικά του χείλη.

Ο υμνογράφος διαπιστώνει το αυτονόητο: για να φτάσει σε αυτό το αποστολικό ύψος ο Νικηφόρος, εκτός από τα ασκητικά μέσα της προσευχής, της νηστείας, της γονυκλισίας, χρησιμοποίησε και τα «βαθύτερα» της Ορθόδοξης Παράδοσης: πρώτον, την υπακοή σε άγιο Γέροντα, τον Άνθιμο της Χίου, δεύτερον, την καταφυγή στην υπεραγία Θεοτόκο. «Προ πολλού ο Άνθιμος σε κατεύθυνε ως κυβερνήτης και προσόρμισε την ψυχή σου στον Παράδεισο» σημειώνει. (Κι ως καθαρός μάλιστα στην ψυχή έγινε αυτόπτης θαυμασίων γεγονότων του αγίου Ανθίμου, τα οποία κατέγραψε προς ωφέλεια των αναγνωστών). Κι έπειτα, η καταφυγή στη Θεοτόκο, που ο Νικηφόρος αγαπούσε υπερβαλλόντως και μπροστά στο εικόνισμά Της καθημερινώς προσευχόταν γονατιστός. Η περιγραφή του υμνογράφου είναι συγκινητική. «Καρτερικά πέρασε τη ζωή του ο Νικηφόρος ο λεπρός, μπροστά στην εικόνα σου Θεοτόκε, της Υπακοής όπως λέγεται, κραυγάζοντας κατά τα απόδειπνα: «ω Νύμφη, χαίρε ανύμφευτε».

Ο όσιος Νικηφόρος είναι οικουμενικός άγιος με απέραντη αγάπη για όλους. Αλλά δεν παύει και να αγαπά ιδιαιτέρως, λέει ο υμνογράφος του, τους τόπους απ’ όπου πέρασε: Κίσαμο, Χανιά, Αλεξάνδρεια, Χίο, Αθήνα. Να τον παρακαλούμε κι εμείς να μας έχει στις δεήσεις του και στην αγκάλη του. Κι ιδίως τώρα που ο κόσμος όλος ταλαιπωρείται από διάφορες πανδημίες, πρέπει να καταφεύγουμε σ’ αυτόν που μπορεί να μας καταλάβει ολωσδιόλου, αφού κι εκείνος διήλθε τη ζωή του με τη λοιμώδη νόσο της εποχής του και την αντιμετώπισε με τρόπο πνευματικό:  με υπομονή, με προσευχή, με δοξολογία του Θεού.