14 Μαρτίου 2024

ΠΕΜΠΤΗ ΤΗΣ ΤΥΡΙΝΗΣ

 

Η ΛΑΜΨΗ ΤΗΣ ΕΓΚΡΑΤΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΕΜΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ

«Ἔλαμψε τῆς ἐγκρατείας ἡ εὐπρέπεια, τῶν δαιμόνων τήν ἀχλύν φυγαδεύουσα· ἐπεδήμησε τῆς νηστείας ἡ σεμνότης, τῶν ψυχικῶν παθῶν τήν ἰατρείαν φέρουσα· ταύτῃ ποτέ Δανιήλ, καί οἱ ἐν Βαβυλῶνι Παῖδες φραξάμενοι, ὁ μέν, στόμα λεόντων ἐχαλίνωσεν, οἱ δέ, τήν φλόγα τῆς καμίνου ἔσβεσαν· μεθ’ ὧν καί ἡμᾶς δι’ αὐτῆς, σῶσον, Χριστέ ὁ Θεός, ὡς φιλάνθρωπος» (Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων, Ἰδιόμελον, ἦχος γ΄).

(Ἔλαμψε ἡ εὐπρέπεια τῆς ἐγκράτειας, ἡ ὁποία διώχνει μακριά τή σκοτεινιά τῶν δαιμόνων. Ἔφτασε ἡ σεμνότητα τῆς νηστείας, ἡ ὁποία γιατρεύει τά ψυχικά πάθη. Μέ τή νηστεία αὐτή ὀχυρωμένοι κάποτε ὁ Δανιήλ, ὅπως καί τά τρία παιδιά στή Βαβυλώνα, ὁ μέν πρῶτος ἔβαλε χαλινάρι στό στόμα τῶν λιονταριῶν, τά δέ παιδιά ἔσβησαν τή φλόγα τῆς καμίνου. Μαζί μ’ αὐτούς καί μέσω αὐτῆς σῶσε καί μᾶς, Χριστέ Θεέ μας, ὡς φιλάνθρωπος).

Ὁ ἅγιος ὑμνογράφος ἐπιμένει στή σπουδαιότητα καί στόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς ἐγκράτειας καί τῆς νηστείας πού προβάλλει ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ἔχει τέτοια σπουδαιότητα μάλιστα, κατ’ αὐτόν,  πού ἡ μέν πρώτη φυγαδεύει ἀκόμη καί τούς δαίμονες - ὁ ἐγκρατής ἄνθρωπος δηλαδή εἶναι κυρίαρχος ὄχι μόνον τοῦ ἑαυτοῦ του ἀλλά καί τῶν πονηρῶν πνευμάτων - ἐνῶ ἡ δεύτερη, ἡ νηστεία, ὡς ἔκφραση βεβαίως τοῦ πνεύματος τῆς ἐγκρατείας, θεραπεύει ὅλα τά ψυχικά πάθη, πού σημαίνει ὅτι ὁ περιορισμός στή σάρκα, πού κινεῖται συνήθως ἄτακτα χωρίς χαλινό, φέρνει ἐκείνη τή χάρη ὥστε νά θεραπεύεται καί ἡ ἴδια ἡ ψυχή. Μιλᾶμε ἀσφαλῶς γιά τήν εὐπρεπή ἐγκράτεια καί τή σεμνή νηστεία, ὅπως τίς χαρακτηρίζει ὁ ὑμνογράφος, γιά νά τίς διακρίνει ἀπό τίς ἀρρωστημένες ἐκτροπές τοῦ φαρισαϊσμοῦ ἤ καί τοῦ δαιμονικοῦ μανιχαϊσμοῦ - ὡς καύχηση ἤ ὡς ἀποστροφή τοῦ σώματος. Τό ἐπιχείρημα τοῦ ὑμνογράφου εἶναι συντριπτικό, ἐφόσον κανείς εἶναι πιστός καί δέχεται τίς Ἅγιες Γραφές: ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, μᾶς λέει, ἔχουμε τά παραδείγματα τοῦ προφήτη Δανιήλ πού ρίχτηκε λόγω τῆς πίστης του σέ λάκκο μέ λιοντάρια, καί τῶν τριῶν παίδων πού ρίχτηκαν στό ἀναμμένο καμίνι. Κι αὐτό γιατί; Διότι καί ὁ προφήτης καί τά τρία παιδιά, σέ νεαρή ἡλικία εὑρισκόμενοι ὅλοι, κατά τήν περίοδο τῆς Βαβυλώνιας αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, ἀρνήθηκαν νά ὑποταχτοῦν στά κελεύσματα τῆς εἰδωλολατρικῆς ἐξουσίας, ἐπιλέγοντας θυσιαστικά νά παραμείνουν σταθεροί στήν ἀληθινή λατρεία τοῦ Θεοῦ ἀλλά καί στήν παράδοση τῆς ἐγκρατείας καί νηστείας πού καθόριζε ἡ πίστη τους. Καί τό ἀποτέλεσμα ἦταν θαυμαστό: τόν μέν Δανιήλ ἀντιμετώπισαν τά λιοντάρια ὡς τόν καλύτερο «ἀφέντη» τους, ἐνῶ τά τρία παιδιά σεβάστηκε καί ἡ ἴδια ἡ πύρινη μεγάλη φλόγα. Ὁπότε, κατά τόν ὑμνογράφο μας, τό ἴδιο θά συμβεῖ καί μέ ἐμᾶς, ἄν ἀκολουθήσουμε τήν ἀληθινή νηστεία: ἡ σωτηρία μας ἀπό τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό μας.     

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ

«Ο όσιος Βενέδικτος στα ελληνικά λέγεται Ευλογημένος. Καταγόταν από τη γη των Ρωμαίων, από χώρα που λεγόταν Νουρσία, κι οι γονείς του ήταν ευσεβείς και πλούσιοι. Άφησε την οικία του και τους γονείς του και την πατρική περιουσία από πολύ μικρή ηλικία και πήγε σε έναν ερημικό τόπο με την παραμάνα του. Εκεί κατέστησε τον εαυτό του κατοικητήριο του Θεού με την αρετή και την άσκησή του κι έλαβε από τον Θεό δύναμη και χάρη των ιάσεων. Και η μεν ιστορία του διηγείται αναλυτικότερα όλα τα παράδοξα που επιτέλεσε,  τα διάφορα θαύματα που έκανε και τις αναστάσεις των νεκρών και πώς μιλούσε για τους απόντες ως παρόντες. Εκείνο όμως πρέπει να πούμε επί πλέον ως αναγκαίο: ότι καθώς έμελλε αυτός να εκδημήσει προς τον Κύριο, εκ των προτέρων είπε στους μαθητές του που βρίσκονταν μαζί του, αλλά και σε εκείνους που ήταν μακριά, με μήνυμα που τους έστειλε, ότι θα υπάρξει κάποιο σημάδι, με το οποίο θα γνωρίσουν όλοι ότι αυτός χωρίζεται από το σώμα του.

Πριν από έξι λοιπόν ημέρες από την οσία του κοίμηση, έδωσε εντολή να ανοιχθεί το μνημείο του. Κι αμέσως τον έπιασε πολύ μεγάλος πυρετός, από τον οποίο επί έξι ημέρες το σώμα του κατακαιγόταν. Την έκτη ημέρα είπε στους μαθητές του να τον σηκώσουν και να τον μεταφέρουν στον ναό. Αφού τον οδήγησαν εκεί και μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, ευρισκόμενος εν μέσω των μαθητών του, βασταζόμενος και στηριζόμενος, ύψωσε τα χέρια του στον ουρανό, και έτσι ατενίζοντας προς τα πάνω και προσευχόμενος άφησε την αγιασμένη του ψυχή. Την ίδια ώρα, σε δύο αδελφούς, στον ένα που ησύχαζε στο κελί του και στον άλλον που έμενε μακρύτερα, φάνηκε το ίδιο όραμα. Είδαν δηλαδή και οι δύο κάποια θαυμαστή οδό που υψωνόταν προς ανατολάς από το κελί του οσίου μέχρι τον ουρανό, στρωμένη όλη από λαμπρά ένδοξα μεταξένια ιμάτια. Σ’ αυτήν την οδό ανέρχονταν και κάποιοι άνδρες εξαίσιοι, που κρατούσαν λαμπάδες και πήγαιναν με τάξη. Κάποιος άλλος άνδρας δε, ασπρομάλλης και φωτεινός στην όψη του, που στεκόταν κοντά του, ρωτούσε αυτούς, αν γνωρίζουν τίνος είναι η οδός αυτή που βλέπουν με θαυμασμό. Όταν αυτοί είπαν ότι δεν το ξέρουν, είπε αυτός που τους φανερώθηκε: Αυτή είναι η οδός, διά της οποίας ο αγαπητός του Θεού Βενέδικτος ανέρχεται στους ουρανούς. Χάθηκε τότε το όραμα που έβλεπαν και ήλθε ο καθένας στον εαυτό του, οπότε κατάλαβαν το τέλος του αγίου άνδρα, όπως ακριβώς ήταν και τον έβλεπαν να τελειώνεται».

Κέντρο της σκέψης του αγίου υμνογράφου Ιωσήφ, καθώς επιχειρεί να εγκωμιάσει και να προβάλει τον όσιο Βενέδικτο, είναι η απομάκρυνση του οσίου από τον κόσμο λόγω της εν αγάπη θερμή στροφής του προς τον Κύριο, αλλά και η επανάκαμψή του προς τον κόσμο με καθαρή αγάπη προς αυτόν, μέσω των προσευχών του και των ιαματικών θαυματουργιών του. Με άλλα λόγια ο υμνογράφος τονίζει και την ασκητική από παιδός διαγωγή του οσίου Βενεδίκτου: τα ασκητικά του παλαίσματα, τα δάκρυά του, την εγκράτειά του, που ήταν καρπός του έρωτά του προς τον Κύριο, και τη θεραπευτική όμως παρουσία του στον κόσμο, είτε σε σχέση με τους ίδιους τους μοναχούς μαθητές του είτε σε σχέση με τους απλούς ανθρώπους που τον προσήγγιζαν. Ήδη από το πρώτο στιχηρό του εσπερινού για παράδειγμα ακούμε: «Από πίστη και αγάπη αληθινή προς τον Θεό αρνήθηκες, όσιε πάτερ, από βρέφος τον κόσμο, και με χαρά ακολούθησες τον σταυρωθέντα Χριστό. Κι αφού νέκρωσες τη σάρκα σου με πολλά ασκητικά αγωνίσματα, έλαβες πλούσια τη χάρη των ιάσεων, ώστε να θεραπεύεις ποικίλες αρρώστιες και να εκδιώκεις τα πνεύματα της πονηρίας».

Κι είναι τούτο μία από τις βασικότερες αλήθειες της χριστιανικής μας πίστεως: όσο στρέφεται κανείς προς τον Θεό και φανερώνει την βαθειά αγάπη του σ’ Εκείνον, τόσο η αγάπη αυτή του καθαρίζει την καρδιά, ώστε να αποκτήσει τη σωστή αγάπη και προς τον συνάνθρωπο. Η αγάπη προς τον Θεό δηλαδή μετατρέπεται αμέσως σε αγάπη προς τον άλλον, για να επανακάμψει τελικώς και πάλι προς τον Θεό ως δοξολογία Εκείνου.  Με τον όσιο Βενέδικτο έτσι επιβεβαιώνεται για μία ακόμη φορά αυτό που ο Κύριος λέει: «Εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους». Συνεπώς, αν αγαπάμε τον Χριστό, αγαπάμε τους άλλους.  Γι’ αυτό και ο άγιος Ιωσήφ δεν παύει να σημειώνει τις διάφορες προσφορές στον κόσμο του οσίου Βενεδίκτου: τη βροχή που προσευχήθηκε για να έρθει, όπως παλιά ο προφήτης Ηλίας, το άδειο δοχείο που έκανε να γεμίσει με λάδι, τον νεκρό που ανέστησε και μύρια ακόμη θαύματα (στιχηρό εσπερινού). Κι όλα αυτά όμως, όπως είπαμε, «εις δόξαν πάντως του Θεού και Σωτήρος» (στο ίδιο).

Ο άγιος υμνογράφος επεκτείνει την παραπάνω προβληματική. Ο όσιος Βενέδικτος έγινε όργανο του Θεού, προκειμένου να εκφραστεί μέσω αυτού η αγάπη Εκείνου στον κόσμο. Ο άγιος Ιωσήφ δηλαδή υπενθυμίζει ότι η αγάπη του Θεού που ψάχνει αδιάκοπα τρόπους για να φανερωθεί στους ανθρώπους, υποστέλλεται συχνά λόγω αδιαφορίας και απιστίας των ανθρώπων. Κι οι άγιοί Του Τού δίνουν την αφορμή: παρακαλούν εκείνοι τον Θεό να γίνει ίλεως στην ταραχή των ανθρώπων, οπότε χάριν των αγίων αυτών ενεργοποιεί ο Θεός την αγάπη Του. Μοιάζει μ’ αυτό που κάνει πάντοτε η Εκκλησία μας, όταν βάζει «μεσίτες» της σχέσεώς μας προς τον Θεό όλους τους αγίους, κατεξοχήν όμως την Παναγία. Παρακαλούμε Εκείνη και τους αγίους να δεηθούν αυτοί στον Θεό για εμάς, διότι έχουν παρρησία και δύναμη στις προσευχές τους. «Πολύ ισχύει δέησις Μητρός προς ευμένειαν Δεσπότου». Σαν την περίπτωση της εικόνας της «Παναγίας της Παραμυθίας» στο Βατοπαίδι. Ο Κύριος δεν αντιδρούσε στον κίνδυνο των μοναχών, λόγω της αμέλειας και της ολιγοπιστίας τους. Κι έπρεπε να παρακαλέσει η ίδια η Παναγία μας για να «πειστεί» ο Κύριος. Να δούμε πώς το αναφέρει ο υμνογράφος για τον όσιο Βενέδικτο. «Δέχτηκε ο Θεός τις δικές σου άγιες προσευχές, Βενέδικτε τρισμακάριε, και χορηγούσε στους ενδεείς τις αφορμές να ζήσουν, δοξάζοντάς σε θαυμαστά στη γη με τις θαυματουργίες σου» (ωδή η΄). 

13 Μαρτίου 2024

ΤΕΤΑΡΤΗ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Προσευχαῖς καί νηστείαις τόν Λυτρωτήν ἱλεωσώμεθα∙ συγχαίρει γάρ ὁ Κτίστης τῇ μετανοίᾳ τῶν κτισμάτων αὐτοῦ» (ωδή γ΄ 1ου καν. Τριωδίου).

(Ας καταστήσουμε τον εαυτό μας άξιο του ελέους του Λυτρωτή Χριστού με τις προσευχές και τις νηστείες μας. Διότι ο Δημιουργός συγχαίρει με τη μετάνοια των δημιουργημάτων Του).

Ο μεγάλος Πατήρ και μεγαλοφυής υμνογράφος άγιος Ανδρέας ο Κρήτης είναι ο ποιητής του πρώτου κανόνα του Τριωδίου της ημέρας, συνεπώς και του συγκεκριμένου ύμνου. Με ελάχιστα λόγια τονίζει τρεις καίριες και βαθιές αλήθειες της πίστεώς μας, ενόψει της εισόδου μας στην αγία μεγάλη Τεσσαρακοστή.

Πρώτον, ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο Λυτρωτής μας και ο Δημιουργός μας. Δεν είναι ένας σπουδαίος και σημαντικός άνθρωπος, αλλά ο Ίδιος ο Θεός, ο «δι’ οὗ τά πάντα ἐγένετο», η ίδια η πηγή της ζωής. Όσο κι αν φαίνεται να προκαλεί την ανθρώπινη σκέψη η αλήθεια αυτή, πρόκειται για την αποκάλυψη του Θεού μας, από την οποία εξαρτάται η σωτηρία και η λύτρωσή μας. Αυτός που αποκαλύφθηκε στην Παλαιά Διαθήκη στον Αβραάμ και τους λοιπούς Πατριάρχες και που φανέρωσε το όνομά Του στον μέγα Μωϋσή μέσα από τη φλεγόμενη αλλά μη κατακαιόμενη βάτο: «Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν», ο Γιαχβέ εβραϊστί, ο Ίδιος είναι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, στον οποίο, κατά τον λόγο του αποστόλου Παύλου «κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς». Τα λόγια του ταπεινού Θεού μας Ιησού Χριστού ηχούν συγκλονιστικά, όπως ο ήχος του λιονταριού που προκαλεί φόβο στους πάντες, για να θυμηθούμε τον προφήτη Αμώς. «Ἐάν μή πιστεύσητε ὅτι Ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν» (αν δεν πιστέψετε ότι Εγώ είμαι η πηγή της Ζωής, ο Ίδιος ο Θεός δηλαδή, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας). Η αποδοχή του Κυρίου Ιησού ως τελείου Θεού και τελείου ανθρώπου στη ζωή μας – κι εννοείται όχι κατά θεωρητικό νοησιαρχικό τρόπο – μας κάνει μετόχους της πραγματικής ζωής και μας οδηγεί στην υπέρβαση και του ίδιου του θανάτου. Ο πιστός στον Χριστό ζει την αιώνια ζωή ήδη από τη ζωή αυτή.

Δεύτερον, ότι ο Χριστός ως Δημιουργός και Λυτρωτής μας είναι πλήρης ελέους και αγάπης απέναντι στα πλάσματά Του, και μάλιστα τα πλανεμένα και απομακρυσμένα από Αυτόν πλάσματά Του. Κατά τον λόγο Του, είναι Αυτός που αφήνει τα ενενήντα εννέα πρόβατα και ψάχνει για το ένα το χαμένο. Και χαίρεται, όταν το βρει, σαν να βρήκε τον κόσμο όλο (Λουκ. 15, 4 εξ). Ο κάθε άνθρωπος, όποιος κι αν είναι αυτός, ακόμη και ο θεωρούμενος ανθρωπίνως ο πιο έσχατος – ο «έσχατος»: η μεγάλη αγάπη του Χριστού! – είναι το κέντρο της αγάπης Του και της αδιάκοπης φροντίδας Του. Μπορεί δηλαδή οι πάντες στον κόσμο τούτο να μας ξεχάσουν και να μας περιφρονήσουν, ακόμη και η μάνα μας να μας διαγράψει, Εκείνος ποτέ δεν μας ξεχνά, δεν μας περιφρονεί, δεν μας διαγράφει. Διότι είμαστε «εικόνα» Του – μία άλλη «επανάληψη» (όσιος Σωφρόνιος) του Ίδιου. «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ’ ὁμοίωσιν»! Ποιος μπορεί να ακούσει με ανοιχτή καρδιά την αποκάλυψη αυτή του Θεού μας και να μη συγκινηθεί και να μη κατανυχθεί; Μόνον ο κατακτημένος από τον Πονηρό που έχει πετρωμένη την καρδιά του και δεν αφήνει καμία ρωγμή για να ρουφήξει αχόρταγα το οξυγόνο της αγάπης του Πατέρα του! Οπότε, ο Δημιουργός μας, η Αυτοαγάπη και η Αυτοαγαθότης, χαίρεται με την πιο μεγάλη χαρά, όταν δει το πλάσμα Του να προσκλίνει προς Αυτόν εν μετανοία, δηλαδή να δείχνει έμπρακτα ότι Τον θέλει στη ζωή του. «Χαρά γίνεται ἐν Οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Το παράδειγμα της επιστροφής του ασώτου υιού, που τον υποδέχεται με χαρά και αγαλλίαση ο Πατέρας του δείχνει με απόλυτη καθαρότητα την πραγματικότητα.

Και τρίτον, ότι ναι μεν ο Χριστός Θεός μας είναι γεμάτος Αγάπη και Έλεος απέναντί μας, αλλά όπως είπαμε θέλει και τη δική μας ανταπόκριση. Ποτέ δεν έρχεται η Αγάπη εκβιαστικά στη ζωή μας, γιατί έτσι σταματάει να είναι Αγάπη. Αγάπη σημαίνει ακριβώς σεβασμός στην ελευθερία μας, που θα πει ότι όπου υπάρχει αμετανοησία και επιλογή της πονηρίας ως τρόπου ζωής, εκεί ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει συνθήκες ώστε και την Αγάπη και το Έλεος του Θεού να τά «εισπράττει» ως οργή του Θεού. Συνεπώς, προκειμένου να καθιστούμε τον εαυτό μας άξιο του Ελέους του Θεού: η Αγάπη Του να βρίσκει χώρο μέσα στην ύπαρξή μας και να έχουμε κοινωνία μαζί Του, απαιτείται κι εμείς να στρέφουμε τη θέλησή μας προς Εκείνον. Κι αυτό που φανερώνει το «ναι» μας προς τον Θεό είναι το άνοιγμά μας προς το Πρόσωπό Του, η προσευχή μας δηλαδή, η οποία γίνεται καθαρή όταν κάνουμε πέρα αυτό που την εμποδίζει. Και τι εμποδίζει την προσευχή και την εν αγάπη αναφορά μας προς τον Κύριο παρά η γοητεία που ασκεί επάνω μας η ηδονή των υλικών αγαθών; Εκεί εντοπίζεται και η αξία της νηστείας: αποκαλύπτει με μοναδικό τρόπο τη θέληση του ανθρώπου να απεγκλωβιστεί από τα χαμερπή και να κοιτάξει λίγο πιο ψηλά, εκεί που είναι ο Χριστός. «Ἄνω σχῶμεν τάς καρδίας». Ο ίδιος ο Κύριος το είχε πει στους μαθητές Του με σαφήνεια: Τα πάθη του ανθρώπου και τα δαιμόνια που ενεργούν σ’ αυτά δεν φεύγουν παρά μόνο με την προσευχή και τη νηστεία. «Τοῦτο τό γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».  Από την άποψη αυτή, η Σαρακοστή που μας κινητοποιεί στο ανώτερο δυνατό και στην προσευχή και στη νηστεία συνιστά το μεγαλύτερο δώρο του Θεού για την πνευματική μας προκοπή και την πορεία μας προς συνάντησή Του. Για να το εκφράσουμε με τα λόγια του αγίου Ιωσήφ του υμνογράφου αυτήν τη φορά (ωδή γ΄, 2ος καν.): «Αφού δεχτήκαμε τη δωρεά της νηστείας, ας δοξάσουμε Αυτόν που μας την έδωσε για τη σωτηρία μας». Και με το δεδομένο της διαρκούς δυστυχώς αδυναμίας μας: «Ας φωνάξουμε δυνατά με δάκρυα στον Δεσπότη Χριστό: Δώσε μας, Κύριε πολυέλεε, χάρη που να μας βοηθεί για να τηρούμε τα θελήματά Σου»!

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΥΠΟΜΟΝΗ

«Η Αγία Υπομονή ήταν η βασίλισσα του Βυζαντίου Αυγούστα Ελένη – Δραγάση Παλαιολόγου. Ήταν κόρη του αυτοκράτορα των Σλάβων Κωνσταντίνου Δραγάση. Έγινε αυτοκράτειρα του Βυζαντίου ως σύζυγος του Εμμανουήλ Β’ του Παλαιολόγου. Είχε 6 παιδιά και ως αυτοκράτειρα, κατά τον φιλόσοφο Γεώργιο Πλήθων Γεμιστό, διακρινόταν για τη σωφροσύνη της και την δικαιοσύνη της. Ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ο αυτοκράτορας σύζυγός της έγινε αργότερα μοναχός με το όνομα Ματθαίος και μετά το θάνατό του έγινε και η ίδια μοναχή στο μοναστήρι της Κυρά - Μάρθας. Ήταν μια μοναχή σαν όλες τις άλλες και, ακόμη και αν ήταν αυτοκράτειρα, έκανε όλα τα διακονήματα στο μοναστήρι.

Η Αγία Υπομονή βοήθησε να ιδρυθεί ένας οίκος ευγηρίας, με το όνομα ‘Η ελπίδα των απελπισμένων’, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη (του τιμίου Προδρόμου) της Πέτρας όπου φυλασσόταν το σκήνωμά του Αγίου Παταπίου.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης συνέβη κατά τη στιγμή που εκείνη και ο σύζυγός της είχαν εξοριστεί (1390 – 1392). Η Αγία Υπομονή πέθανε στις 13 Μαρτίου του 1450, 3 χρόνια πριν η Κωνσταντινούπολη, πρωτεύουσα του Βυζαντίου, πέσει στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων, έπειτα από μακρά πολιορκία. Στην πτώση της Κωνσταντινούπολης ο αυτοκράτορας υιός της, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, πέθανε στη μάχη. Η Αγία Υπομονή ετάφη στη μονή του Παντοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί ετάφησαν ο αυτοκράτορας σύζυγός της και 3 από τα παιδιά τους (εκ των οποίων τα 2 ήταν μοναχοί).

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα (ανιψιός της Αγίας Υπομονής) μετέφερε στο βουνό Γεράνεια στη Νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο του Αγίου Παταπίου σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη Θέρμαι (το σημερινό Λουτράκι) που ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Στο σπήλαιο αυτό βρέθηκε Βυζαντινή αγιογραφία της Αγίας Υπομονής και η αγία κάρα της. Στο σπήλαιο αυτό χτίστηκε το 1952 από τον γέροντα Νεκτάριο Μαρμαρινό το μοναστήρι του Αγίου Παταπίου, όπου και φυλάσσεται η σεπτή κάρα της Αγίας Υπομονής» (Πηγή: Βικιπαίδεια)

Είναι αξιοθαύμαστη η περίπτωση της πριγκιποπούλας, μετέπειτα  αυτοκράτειρας κι ύστερα μητέρας αυτοκράτορα, που έγινε μοναχή, της Ελένης Δραγάση και μετέπειτα Υπομονής. Διότι ασφαλώς δεν είναι εύκολο να αφήσει κανείς τις τιμές και τις δόξες, έστω και σε περίοδο παρακμής, για να εγκλειστεί σε μοναστήρι, ζώντας ως «κοινός» θνητός, με επιτέλεση και των πιο δύσκολων και «χαμηλών» διακονημάτων. Αυτό δείχνει μία ιδιαίτερη ταπείνωση, που αποτελεί την προϋπόθεση για να δεχτεί κανείς πλούσια τη χάρη του Θεού.  Το ακόμη θαυμαστότερο όμως  είναι ότι όχι μόνον έγινε μοναχή, αλλά έφτασε και σε μέτρα αγιότητας τέτοια που η Εκκλησία μας τα διαπίστωσε, ώστε να διακηρύξει και  την οσιότητά της. Τα θαύματα για παράδειγμα που έχουν καταγραφεί από τις επεμβάσεις της, παλαιότερα και νεώτερα, είναι πολλά, σαν την περίπτωση εκείνου του οδηγού ταξί, που σαν σήμερα πριν λίγα μόλις χρόνια, μεταφέροντας στο Λουτράκι από την Αθήνα μία απλή καλόγρια και αποκαλύπτοντας το πρόβλημά του – καρκίνο στο δέρμα – δέχτηκε την ευλογία της που λειτούργησε άμεσα ως θεραπεία από το νόσημά του. Κι όταν μετά από μία μικρή στάση την αναζήτησε, αυτή είχε εξαφανιστεί, δεν την είχε δει κανείς, όπου ρώτησε εκεί γύρω που σταμάτησε, την αναγνώρισε δε λίγο αργότερα στο ιατρείο που προσήλθε, γιατί ο ιατρός είχε αναρτημένη την αγία εικόνα της.

Το παράδοξο όμως της ζωής της: από αυτοκράτειρα να γίνει απλή και ταπεινή καλόγρια και μάλιστα να αγιάσει, αίρεται και κατανοείται, όταν δει κανείς την όλη πορεία της απαρχής. Η Ελένη οσία Υπομονή ζούσε με αίσθηση της παρουσίας του Θεού, με φροντίδα επιτέλεσης των αγίων εντολών Του, με ταπείνωση και κυρίως με αγάπη προς τους συνανθρώπους της, θα έλεγε κανείς, από γεννησιμιού της. Είτε στα ανάκτορα είτε στο μοναστήρι, είτε μικρή κοπέλα είτε σύζυγος αυτοκράτορα, την ίδια ζωή στην ουσία ζούσε, κάτι που περίτρανα αποδεικνύει ότι ο καλοπροαίρετος άνθρωπος, ο άνθρωπος που αγαπά αληθινά τον Χριστό δεν επηρεάζεται από τις εξωτερικές συνθήκες της ζωής, αλλά από αυτό που έχει θέσει ως στέρεο στόχο της ζωής του. Με άλλα λόγια η οσία Υπομονή είναι μία επιπλέον περίπτωση πραγματικού αγίου ανθρώπου, που μπορούσε να λέει ό,τι και ο απόστολος Παύλος: «ηγούμαι πάντα σκύβαλα είναι, ίνα Χριστόν κερδήσω», όλα τα θεωρώ σκουπίδια, προκειμένου να είμαι με τον Χριστό. Κι ίσως εκείνο που μας κάνει να μένουμε περισσότερο έκθαμβοι στην περίπτωσή της είναι το γεγονός ότι ζούσε οσίως και σωφρόνως κι όσο ακόμη ήταν στις μεγάλες θέσεις και δεν είχε κλειστεί στο μοναστήρι. Σαν να μην την ακουμπούσε τίποτε επίγειο, σαν να ήταν ένα είδος περιστεριού που περιΐπτατο υπεράνω της συγχύσεως του κόσμου τούτου. Και πράγματι μεταξύ των άλλων έτσι την αντιμετωπίζει ο υμνογράφος της. Μας καλεί «να την εγκωμιάσουμε, αυτήν που ήταν ένδοξη βασίλισσα, γιατί σαν περιστέρι ευλαβικό πέταξε πάνω από τον κόσμο της σύγχυσης προς τις σκηνές του ουρανού κι έζησε με αληθινή αγάπη, με άσκηση, με ταπείνωση» (απολυτίκιο της οσίας).

Έχει τονιστεί πολλές φορές ότι τη χάρη ενός αγίου και γενικώς ενός ανθρώπου απλού την βλέπουμε φανερά από το τι μας προκαλεί στην προσέγγισή του. Ένας άγιος πάντοτε μας ανεβάζει πνευματικά, μας κάνει να βλέπουμε τον αληθινό σκοπό της ζωής, μας δίνει ώθηση να αποκαλυφθεί ο καλύτερος εαυτός μας. Με τον άγιο δηλαδή βγαίνει το γέλιο της ψυχής μας, γινόμαστε όντως άνθρωποι. Αυτό με ένα λόγο που έχει ο άγιος, τη χάρη του Θεού, αυτό και μεταγγίζει. Πώς το λέει ο ίδιος ο Κύριος; «Το δένδρον εκ του καρπού γινώσκεται». Αυτό ακριβώς συνέβαινε και με την οσία Υπομονή. Η προσέγγισή της από κάθε άνθρωπο οδηγούσε στην εν Θεώ αύξηση του ανθρώπου, στη φανέρωση του χαρισματικού εαυτού του. Και δεν είναι λόγια που τα λέμε εμείς σήμερα εγκωμιαστικά. Είναι η εμπειρία της εποχής, καταγεγραμμένη από ανθρώπους που την ήξεραν και μάλιστα αγίους. Ας ακούσουμε για παράδειγμα τι λέει ο πρώτος Οικουμενικός Πατριάρχης μετά την άλωση της Πόλης, Γεννάδιος ο Σχολάριος, σε συγκεκριμένο λόγο του «Επί τη κοιμήσει της μητρός του Βασιλέως Κωνσταντίνου ΙΑ΄ αγίας Υπομονής» :

 «Την μακαρίαν εκείνην Βασίλισσαν όταν την επεσκέπτετο κάποιος σοφός, έφευγεν κατάπληκτος από την ιδικήν της σοφίαν. Όταν την συναντούσε κάποιος ασκητής, αποχωρούσε, μετά την συνάντηση, ντροπιασμένος δια την πτωχείαν της ιδικής του αρετής, συγκρινομένης προς την αρετήν εκείνης. Όταν την συναντούσε κάποιος συνετός, προσέθετεν εις την ιδικήν του περισσοτέραν σύνεσιν. Όταν την συναντούσε κάποιος νομοθέτης, εγινόταν προσεκτικώτερος. Όταν συνομιλούσε μαζί της κάποιος δικαστής, διεπίστωνε ότι έχει ενώπιόν του έμπρακτον Κανόνα Δικαίου. Όταν κάποιος θαρραλέος (τη συναντούσε), ένοιωθε νικημένος, αισθανόμενος έκπληξιν από την υπομονήν, την σύνεσιν και την ισχυρότητα του χαρακτήρος της. Όταν την επλησίαζε κάποιος φιλάνθρωπος, αποκτούσε εντονώτερο το αίσθημα της φιλανθρωπίας. Όταν την συναντούσε κάποιος φίλος των διασκεδάσεων, αποκτούσε σύνεσιν, και, γνωρίζοντας την ταπείνωσιν εις το πρόσωπόν της, μετανοούσε. Όταν την εγνώριζε κάποιος ζηλωτής της ευσεβείας, αποκτούσε μεγαλύτερον ζήλον. Κάθε πονεμένος με τη συνάντηση μαζί της, καταλάγιαζε τον πόνο του. Κάθε αλαζόνας αυτοτιμωρούσε την υπερβολικήν του φιλαυτίαν. Και γενικά κανένας δεν υπήρξε, που να ήλθεν εις επικοινωνίαν μαζί της και να μην έγινε καλύτερος».

Κι ακόμη: «Ο σύγχρονός της διάκονος Ιωάννης Ευγενικός, αδελφός του Μάρκου του Ευγενικού, αρχιεπισκόπου Εφέσου, στον Παραμυθητικό του Λόγο προς τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο επί τη κοιμήσει της Μητρός του αγίας Υπομονής συνοψίζει:  “Ως προς δε την αοίδιμον εκείνην Δέσποιναν Μητέρα σου, τα πάντα εν όσω ζούσε, ήσαν εξαίρετα, η πίστις, τα έργα, το γένος, ο τρόπος, ο βίος, ο λόγος και όλα μαζί ήσαν σεμνά και επάξια της θείας τιμής και, όπως έζησε μέτοχος της θείας Προνοίας, έτσι και ετελεύτησεν”. Η «Αγία Δέσποινα», όπως την ονομάζει ο Γεώργιος Φραντζής, συνέδεσε την έννοια του μοναχικού της ονόματος (Υπομονή) με τον τρόπον αντιμετωπίσεως και των ευτυχών στιγμών και των απείρων δυσκολιών της όλης ζωής της. Υπομονή κατά βίον, πράξιν και μοναχικό όνομα. “Τη υπομονή αυτής εκτήσατο την ψυχήν αυτής”» (Ι. Μητρόπολις Μονεμβασίας και Σπάρτης).

Το μόνο που ίσως αυθόρμητα έρχεται και σε εμάς να κάνουμε μπροστά στην οσία Υπομονή είναι να τη μεγαλύνουμε όπως και η Εκκλησία μας: «Είθε να χαίρεις, Υπομονή, συ που αναδείχτηκες πρότυπο υπομονής, στήλη της σωφροσύνης, στέρεο τείχος των αρετών και ταμείο της αγάπης, συ που είσαι η ένδοξη κορυφή των ένθεων βασιλισσών».

11 Μαρτίου 2024

ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΥΡΙΝΗΣ

«Φαιδρά προεόρτια τῆς ἐγκρατείας, λαμπρά τά προοίμια τῆς νηστείας σήμερον∙ διό συνδράμωμεν ἐν πεποιθήσει, ἀδελφοί, καί προθυμίᾳ πολλῇ» (ὠδή α΄ τριωδίου).

(Καλοδεχούμενα τα προεόρτια της εγκράτειας, λαμπρά τα προοίμια της νηστείας σήμερα. Γι’ αυτό ας τρέξουμε από κοινού, αδέλφια, με πίστη και μεγάλη προθυμία).

Απαρχή των ύμνων των Τριωδίων ο παραπάνω ύμνος, από τον πολυγραφότερο όλων των υμνογράφων άγιο Ιωσήφ. Τρία σημεία θίγει με πολύ συνοπτικό τρόπο:

Πρώτον, ότι πρώτη ημέρα της εβδομάδας της Τυρινής σήμερα, ξεκίνησε η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας. Διότι μπορεί να μην εισήλθαμε στην καθαυτό Σαρακοστή – αυτό θα γίνει με την Καθαρά Δευτέρα – όμως είμαστε στην τελευταία εβδομάδα της εισαγωγής της, όπου αφήνουμε κατά μέρος τα κρεατικά: η πρώτη νηστεία, μένοντας μόνο στα γαλακτομικά και στα ψάρια. Και δεν είναι τυχαία η διπλή επισήμανση: εγκράτεια, νηστεία. Για να δηλωθεί ότι μιλώντας για τη νηστεία στην Εκκλησία δεν εννοούμε ένα απλό διαιτολόγιο, αλλά έναν περιορισμό φαγητών που έχει όμως πνευματικό χαρακτήρα. Διότι η εγκράτεια αυτό δηλώνει: την πράξη της θέλησης του ανθρώπου που κινείται από τον ηγεμόνα νου του, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από τη γοητεία των υλικών αγαθών, ώστε πιο ελεύθερα να στραφεί προς Κύριο και Θεό του. Μη ξεχνάμε: η απόλυτη εν αγάπη αναφορά του ανθρώπου είναι ο Χριστός κι αυτή η αναφορά μονίμως παρεμποδίζεται από την εμπαθή προσκόλληση στην ύλη και τα πάθη του – «ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Οπότε, η νηστεία ως εγκράτεια παθών λειτουργεί απελευθερωτικά για τον πιστό άνθρωπο. Γι’ αυτό και σε άλλο σημείο ο άγιος Ιωσήφ θα επισημάνει ότι τέτοιον εγκρατή άνθρωπο που φανερώνει ότι η στροφή της θέλησής του είναι ο Χριστός δεν τολμούν να τον πλησιάσουν οι δαίμονες, ενώ βρίσκονται πάντοτε ως βοηθοί του οι άγγελοι («οὔτε ἐπήρεια δαιμόνων κατατολμᾶ τοῦ νηστεύοντος, ἀλλά καί οἱ φύλακες τῆς ζωῆς ἡμῶν ἄγγελοι φιλοπονώτερον παραμένουσι τοῖς διά νηστείας ἡμῖν κεκαθαρμένοις»: απόστιχα αίνων).

Δεύτερον, ότι ακριβώς για τον παραπάνω λόγο η περίοδος της νηστείας και της εγκρατείας είναι περίοδος για τον πιστό όχι κατήφειας και θλίψης, όχι οργής και καταπιεσμένης επιθετικότητας, αλλά περίοδος που με χαρά την προσμένει ο χριστιανός προσβλέποντας στη λαμπρότητα που εκπέμπει. Αν η θλίψη και η στενοχώρια είναι το κυρίαρχο στοιχείο που τον διακατέχει, τούτο οφείλεται ακριβώς σε ό,τι είπαμε προηγουμένως: η θέληση προσκλίνει κατά προτεραιότητα στα πράγματα του κόσμου και όχι στον Θεό – «Θεός» είναι ο κόσμος και όχι ο αληθινός Θεός, ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο χριστιανός, μολονότι βιώνει την ένταση στην ύπαρξή του της αμαρτίας που τον κινεί σε αντίθετη κατεύθυνση προς ό,τι καλεί ο Θεός, συνεχίζει «κόντρα στο ρεύμα» του κόσμου να τρέχει προς τον Χριστό και τις άγιες εντολές Του. Και σ’ αυτήν τη διαδικασία ευρισκόμενος βλέπει το φως του Χριστού να ανατέλλει στην καρδιά του. «Ἐν τῷ φωτί Σου ὀψόμεθα φῶς» μάς λέει συνεχώς η Εκκλησία, με το φως του Χριστού λοιπόν βλέπει τη χαρά και τη λαμπρότητα της νηστείας και της εγκρατείας ο αγωνιστής χριστιανός. «Δεν στοχεύουμε στα ορατά αλλά στα αόρατα» λέει ο απόστολος Παύλος, κι αυτό συμβαίνει και με την περίοδο της Σαρακοστής.

Και τρίτον, επομένως: με πίστη και μεγάλη προθυμία κινείται προς την περίοδο της Σαρακοστής ο χριστιανός. Αν ενώπιόν μας έχουμε το όραμα του Χριστού που προβάλλει μέσα από το σταύρωμα των εμπαθών επιθυμιών μας, αν το όραμά μας, όραμα της Εκκλησίας, είναι ο αναστημένος Χριστός που περνάει μέσα από τη Σταυρική Του θυσία, τότε πράγματι η περίοδος των Νηστειών έχει ένα νόημα που για να το γνωρίσει κανείς πρέπει να το ενσωματώσει στον εαυτό του. Ζώντας την περίοδο αυτή ζει ο πιστός τα υπέρ φύσιν γεγονότα της ζωής του Χριστού ή με άλλα λόγια μ’ αυτόν τον τρόπο ενεργοποιεί στο έπακρον την ήδη σ’ αυτόν δοσμένη χάρη του Βαπτίσματος να είναι μέλος Χριστού. Οπότε: η μεγάλη προθυμία προς συμμετοχή στον αγώνα του σταδίου αυτού ισοδυναμεί με τον αγώνα να καθαρίσει ο πιστός όλα τα εμπόδια της καρδιάς του για να φανερωθεί μέσω αυτού ο ίδιος ο Χριστός!

 Κι αξίζει να ακούσουμε τον άγιο Σωφρόνιο του Έσσεξ στο τι έλεγε για το θέμα αυτό.

 «Πῶς πρέπει νά περάσουμε τήν περίοδο τῶν Νηστειῶν; Σᾶς μίλησα ἤδη γιά τή μέθοδό μου, τήν ὁποία σᾶς συνιστῶ νά ἀφομοιώσετε. Ἡ μέθοδος αὐτή εἶναι ἡ ἀκόλουθη: νά δοῦμε τόν τελικό μας σκοπό καί νά βαδίσουμε πρός αὐτόν ἀρχίζοντας ἀπό τό ἀλφάβητο. Ὅσον ἀφορᾶ τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πρέπει νά θέσουμε στόν ἑαυτό μας τήν ἴδια ἀκριβῶς ἀρχή, ἀλλά σέ μικρότερες διαστάσεις. Πρέπει νά ἐννοήσουμε ὅτι μᾶς προτείνονται πενήντα ἡμέρες νηστείας ὡς προετοιμασία γιά τήν ὑποδοχή τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως. Καί ἐμεῖς θά οἰκοδομήσουμε ἔτσι τή θεωρία μας: Τώρα ἀρχίζει ὁ πνευματικός μας ἀγώνας. Ἡ ἔμπνευσή μας πολλαπλασιάζεται μέ τή σκέψη ὅτι ἑκατομμύρια χριστιανοί θά τηρήσουν τή Νηστεία αὐτή. Ἡ ὁδός πρός τήν ἀνάσταση, ἀκόμη καί γιά τόν Ἴδιο τόν σαρκωθέντα Θεό, πέρασε ἀπό παθήματα. Τό μυστήριο τῶν παθημάτων θά τό κατανοήσουμε μόνο ἀργότερα.... «Δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰσῆλθεν εἰς τόν κόσμον», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καί ἀπό ἕναν Ἄνθρωπο ἔρχεται ἡ σωτηρία. Ἄν μπροστά μας ὑψώνεται τέτοιος σκοπός, θά δεχθοῦμε τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ὡς ἁγία περίοδο στή ζωή ὅλου τοῦ χρόνου. Καί ὅταν μέ χαρά καταβάλλουμε σωματικό ἀγώνα ἐγκρατείας ἀπό τροφές, αὐτό δέν μᾶς φθείρει, ἀλλά μᾶς βοηθᾶ σέ ὅλα τά ἐπίπεδα καί στό πνευματικό καί στό φυσικό... Ἐπιπλέον, παρατηρῶ μέ πόνο καρδιᾶς ἕνα πολύ τραγικό φαινόμενο: γιά λόγους ὑγείας οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἱκανοί νά ὑπομείνουν μακρά καί αὐστηρή δίαιτα, ἀλλά γιά τόν Θεό δέν εἶναι διατεθειμένοι νά τηρήσουν τήν καθιερωμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία νηστεία, διότι ὑπάρχει κάποιο πνεῦμα πού παρεμποδίζει κάθε προσπάθεια νά ἀκολουθήσει ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό» («Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ..., τόμ. Β΄, σελ. 220-222»).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

 

«Αὐτός ὁ μέγιστος φωστήρας τῆς ᾽Εκκλησίας γεννήθηκε στήν τοποθεσία τῆς Φοινίκης πού καλεῖται Λιβανοστέφανος, στήν πόλη τῆς Δαμασκοῦ, ἀπό εὐσεβεῖς καί σώφρονες γονεῖς, πατέρα μέν τόν Πλινθᾶ, μητέρα δέ τή Μυρώ. Συνδυάζοντας τήν φυσική εὐφυΐα μέ τήν ἐπιμέλειά του ἀπέκτησε τήν δύναμη ὅλων τῶν ἐπιστημῶν. ᾽Ενῶ κατοικοῦσε ἀκόμη στήν Δαμασκό, ἐξασκοῦσε κάθε ἀρετή πού ἀκολουθεῖται στίς ἐρήμους ἀπό τούς ἀσκητές. ῎Επειτα πηγαίνει στήν Μονή τοῦ Μεγάλου Θεοδοσίου τοῦ Κοινοβιάρχου, ὅπου ἐκεῖ σχολάζοντας στήν προσευχή καί ἀφιερωμένος στόν Θεό κατοχύρωσε μέ τή μελέτη τῶν θείων Γραφῶν τήν καρδιά καί τόν νοῦ του, ὁπότε αἰχμαλώτισε κάθε νόημα στήν ὑπακοή τοῦ Χριστοῦ. ῎Επειτα ἐπειδή ἐπιθυμοῦσε νά ἀποκτήσει περισσότερη παιδεία καί φιλοσοφία, πηγαίνει στήν ᾽Αλεξάνδρεια, στήν ὁποία βρῆκε ἕναν ἀξιόλογο ἄνδρα γεμάτο ἀπό κάθε σοφία καί σύνεση. ῎Εμεινε μαζί μέ αὐτόν, κάνοντας τήν ἴδια ζωή καί ἔχοντας τήν ἴδια γνώμη, παίρνοντας αὐτά πού εἶχε ἐκεῖνος νά τοῦ δώσει ὡς μαθήματα  καί δίνοντας ὁ ἴδιος σ᾽ αὐτόν τά δικά του. ᾽Εκεῖ εὑρισκόμενος ἔπαθε ἐπίχυση τῶν ὀφθαλμῶν του (καταρράκτη) καί θεραπεύτηκε ἀπό τούς ἁγίους ᾽Αναργύρους Κύρο καί ᾽Ιωάννη, ὁπότε τοῦ ζήτησαν ὡς μισθό γιά τήν θεραπεία  νά καταγράψει τά θαύματα πού καθημερινά τελοῦνταν ἀπό αὐτούς ἐκεῖ, κάτι πού τό ἔκανε.

῎Επειτα λόγω τῆς μεγάλης του ἀρετῆς χειροτονήθηκε ἐπίσκοπος ῾Ιεροσολύμων. Κι ὅταν ἡ ῾Αγία Πόλη ῾Ιερουσαλήμ ἁλώθηκε ἀπό τούς ἀλιτήριους Πέρσες, πῆγε στήν ᾽Αλεξάνδρεια πρός τόν μέγα ᾽Ιωάννη τόν ἐλεήμονα, τόν ποιμένα  τοῦ ἀποστολικοῦ ἐκείνου θρόνου. ῞Οταν ὁ ἅγιος αὐτός ἔφυγε μακαρίως ἀπό τήν ζωή αὐτή, ὁ Σωφρόνιος, ἀφοῦ θρήνησε καί ὁ ἴδιος τήν μακαριότητά του, ἔγραψε ἐγκωμιαστικό λόγο γι᾽ αὐτόν ἐπαινώντας τόν ἄπειρο θησαυρό τῆς ἐλεημοσύνης του καί τήν ἐνάρετη ζωή του.

 Ὅταν ἐπέστρεψε πάλι πρός τήν ῾Αγία Πόλη, δέν μπορεῖ νά πεῖ κανείς μέ πόση φροντίδα καί κόπο ποίμανε τήν ᾽Εκκλησία πού τοῦ ἔλαχε. Διότι δέν ἔδωσε καθόλου ὕπνο στούς ὀφθαλμούς του οὔτε νυσταγμό στά βλέφαρά του. Κι ἡ πάλη του δέν ἦταν μόνο κατά τῶν δαιμόνων, ἀλλά καί κατά τῶν αἱρετικῶν, τούς ὁποίους μέ ἀποδείξεις ἀπό τίς ῞Αγιες Γραφές καί μέ τίς Παραδόσεις ἀπό τούς Πατέρες τούς ἀνέτρεπε καί μέ τίς διδασκαλίες του τούς ἐξαφάνιζε. Καί ἄλλα πολλά ἄξια συγγράμματα λόγου καί μνήμης ἄφησε στήν ᾽Εκκλησία, τά ὁποῖα διδάσκουν τούς πιστούς νά ζοῦν ὀρθά καί νά πολιτεύονται κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, μεταξύ τῶν ὁποίων ἕνα εἶναι καί τό ὑπερθαύμαστο διήγημα τῆς ἰσάγγελης ἀνάμεσα στίς γυναῖκες Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἡ ὁποία ἀγωνίστηκε στήν ἔρημο ὑπέρ τήν ἀνθρώπινη φύση. ᾽Αφοῦ ἔζησε λοιπόν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔτσι καλῶς καί θεοφιλῶς καί δίδαξε καί ἄλλους καί χρημάτισε στόμα Χριστοῦ καί κατηύθυνε τό ποίμνιο πού τοῦ δόθηκε μέ ὅσιο τρόπο, μέσα σέ τρία χρόνια μεταστάθηκε ἐν εἰρήνῃ πρός τόν Θεό».

῾Ο ἅγιος ὑμνογράφος Θεοφάνης θέλοντας νά δώσει τό στίγμα τοῦ σημερινοῦ μεγάλου ἁγίου Σωφρονίου, ὅτι δηλαδή ἀγωνίστηκε νά τηρήσει ἐπακριβῶς τό θέλημα τοῦ Θεοῦ στήν ζωή του, αὐτό πού λέμε ῾μέχρι κεραίας᾽, ὁπότε κατά φυσικό τρόπο δοξάζεται τώρα στούς  οὐρανούς, σημειώνει στόν στίχο τοῦ συναξαρίου του: «ὁ Σωφρόνιος ἔτρεχε νά τηρήσει καί τό παραμικρό ἀπό τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί τό τρόπαιό του εἶναι στούς οὐρανούς». Πράγματι, ἐπανειλημμένως ὁ ὑμνογράφος του τονίζει ὅτι ἡ στροφή του πρός τόν Θεό δέν ἦταν περιστασιακή οὔτε καί μερική, ἀλλά ὁλοκληρωτική, γιατί ὁ Θεός ἦταν ἡ μοναδική του ἀγάπη, ὁπότε μέσα στό φῶς ᾽Εκείνου ζοῦσε τή θεωρία Του. «Μέ ὁλοκληρωτικό τρόπο πόθησες τόν μόνο ἀγαθό Θεό, ἀφοῦ φλογίστηκες ἀπό τό νοητό φέγγος, καί ἀγάπησες τήν πηγή τῆς ἀφθαρσίας, πάνσοφε, καθώς βρισκόσουν σέ ἀνάταση πρός αὐτήν». Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἄν θέλουμε νά νιώσουμε τίς ὀμορφιές πού δίνει ὁ Θεός ἤδη ἀπό τήν ζωή αὐτή, θά πρέπει νά ἀποφασίσουμε ὁριστικά ὅτι ὁ Θεός συνιστᾶ τό κέντρο τῆς ζωῆς μας. ῾Ο λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη ἀποκαλύπτει ὅτι ἡ φυσιολογία μας ὡς ἀνθρώπων ἔγκειται στήν ὁλική ἀγάπη μας πρός τόν Θεό, συνεπῶς καί στήν εἰκόνα Αὐτοῦ τόν ἄνθρωπο, γιατί γι᾽ Αὐτόν δημιουργηθήκαμε καί μόνον μέ Αὐτόν συνεπῶς βρίσκουμε τήν ἰσορροπία τῆς ζωῆς μας. Μέ τόν τρόπο αὐτό μάλιστα γινόμαστε ὅ,τι μᾶς δόθηκε διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, νά εἴμαστε δηλαδή μέλη Χριστοῦ καί κατοικητήριά Του, κάτι πού τό μᾶς τό ἐπισημαίνει καί πάλι ὁ ἅγιος Θεοφάνης μέ τήν χαριτωμένη γραφίδα του: «῎Εγινες ζωντανός καί ἔμψυχος ναός τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ νεκρώθηκες ὡς πρός ὅλα τά ἁμαρτωλά τῆς γῆς».

῾Ο ἅγιος Θεοφάνης βεβαίως ὡς ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος δέν μπορεῖ νά μήν ἀξιοποιήσει γιά νά προβάλει τήν ἀρετή καί τό ἔργο τοῦ ἁγίου Σωφρονίου τήν εὐκαιρία πού τοῦ δίνει τό ἴδιο τό ὄνομά του. Θεωρεῖ ὅτι ἐκ Θεοῦ ὀνομάστηκε Σωφρόνιος, προκειμένου νά ἐπιβεβαιώσει τή σωφροσύνη μέ τή ζωή του, νά ὁδηγηθεῖ δι᾽ αὐτῆς καί στίς παρεμφερεῖς ἀρετές, δηλαδή τή φρόνηση, τή δικαιοσύνη καί τήν ἀνδρεία (γενικές ἀρετές πού ναί μέν εἶναι δανεισμένες ἀπό τήν Πλατωνική φιλοσοφία, ἀλλά μέ χριστιανικό πιά περιεχόμενο), νά διδάξει δι᾽ αὐτῆς τήν ὀρθή θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας, σέ ἐποχή μάλιστα πού οἱ αἱρετικοί μονοθελῆτες ἀμφισβητοῦσαν τήν ἀληθινή εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ὡς τελείου Θεοῦ καί τελείου ἀνθρώπου, ἀφοῦ δέν δέχονταν τήν διπλή θέλησή Του, φανερώνοντας συνεπῶς τήν ἔκπτωσή τους στόν καταδικασμένο ἀπό τήν ᾽Εκκλησία μας μονοφυσιτισμό.  Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀποδείχτηκε σώφρων σέ ὅλες τίς διαστάσεις τῆς ζωῆς του καί συνεπῶς ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό καί ὁ λόγος του ἀφενός ἦταν σάν τό ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ πού παρασύρει τίς διάφορες ἀκαθαρσίες, ἀφετέρου σάν τό μέλι πού καταγλυκαίνει τίς καρδιές τῶν πιστῶν. «Πλούσια ἐκχύθηκε ἡ χάρη τοῦ παναγίου Πνεύματος, θεόφρον, στά χείλη σου. Γι᾽ αὐτό καί τά λόγια σου εἶναι σάν τά ρεύματα τοῦ ποταμοῦ» (ωδή ς΄). Κι ἀλλοῦ: «Σάν φοίνικας στόν οἶκο τοῦ Κυρίου ἄνθησες μέ τήν εὐκαρπία τῶν λόγων σου, καταγλυκαίνοντας καί μέ τόν καθαρό βίο σου τίς καρδιές αὐτῶν πού σέ τιμοῦν μέ πίστη, ἱεράρχα» (ωδή ς΄).

Δέν θά θέλαμε μέσα στό πλῆθος τῶν ἀφορμῶν πού παρέχει ἡ ἀκολουθία τοῦ ἁγίου νά μή μνημονεύσουμε μία ὡραία ἔμπνευση τοῦ ἁγίου Θεοφάνη, πού τοῦ δίνει τό γεγονός ὅτι ὁ ἅγιος ὑπῆξε ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἱερῆς πόλης τῶν ῾Ιεροσολύμων. Κατά τόν ὑμνογράφο ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἔχοντας πάντοτε ἐνώπιόν του τόν τάφο τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, συνεπῶς εὑρισκόμενος ἐνώπιον μίας διαρκοῦς προκλήσεως πόθου καί ἀγάπης του πρός Αὐτόν καί ἱεροῦ στοχασμοῦ τῆς ἀναστάσεώς Του σημειώνει ὅτι ἀπό τή θεωρία του αὐτή ἄντλησε τή θεολογία του καί τή μετέδωσε ὡς ἔλλαμψη καί στούς πιστούς. Θυμίζει ἡ διαπίστωσή του αὐτή ἐκεῖνο πού σημειώνει ἐπίσης ὁ ἅγιος ὑμνογράφος γιά τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη τόν Θεολόγο, ὅτι δηλαδή πηγή τῆς θεολογίας του ὑπῆρξε τό στῆθος τοῦ ᾽Ιησοῦ, ὅταν στόν Μυστικό Δεῖπνο ἀνέπεσε σ᾽ αὐτό. «Θεωρώντας  μέ διαρκή πόθο τήν σεπτή ἀνάσταση τοῦ Κυρίου καί τόν τάφο Του πού εἶναι ζωή, ἄντλησες τίς μυστικές καί κρυφές θεωρίες τῆς ἔλλαμψης καί τίς μετέδωσες, ἱεράρχη, στούς πιστούς» (ωδή ε΄).

Μαζί μέ τόν ὑμνογράφο κραυγάζουμε καί ἐμεῖς: ἀλήθεια, «ἔλαμψεν ἐν κόσμῳ ἡ ἐν σοί σωφροσύνη, Πάτερ».

09 Μαρτίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΠΟΚΡΕΩ

 

«Απελεύσονται ούτοι εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον»

 (Ματθ. 25, 46)

 Το Ευαγγέλιο της κρίσεως που ακούγεται στην Εκκλησία μας την Κυριακή των Απόκρεω, αποτελεί την απάντηση στην ορμή μας για γνώση του αύριο: ο Θεός δεν μας άφησε αμάρτυρο το μέλλον∙ μας άνοιξε τα μάτια,  όχι όμως σε ό,τι συνιστά απλή περιέργεια ως προς την πορεία μας σ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά σε ό,τι είναι καίριο και ουσιώδες, σε ό,τι δηλαδή είναι σωτηριώδες και αιώνιο. Ο Κύριος θα ξανάλθει, φωνάζει η Εκκλησία βασισμένη στα ίδια Του τα λόγια. Και θα ξανάλθει ένδοξα αυτή τη φορά «κρίναι ζώντας και νεκρούς», σε ώρα που κανείς δεν γνωρίζει. Θα έλθει «ως κλέπτης εν νυκτί» (Α΄Θεσ. 5, 2), «εν ημέρα η ου προσδοκά» ο άνθρωπος (Ματθ. 24. 50). Και θα σταθούμε όλοι οι άνθρωποι όλων των εποχών ενώπιόν Του για να γίνει η τελική αποτίμηση. Όσοι θα βρεθούν να έχουν τηρήσει το θέλημά Του, άρα να έχουν αγαπήσει τον συνάνθρωπό τους, θα βρεθούν στους ευλογημένους του Πατρός Του. Όσοι θα βρεθούν αμετανόητοι, ανάπηροι από τα φτερά της πίστεως και της αγάπης, θα βρεθούν στους καταραμένους. Και η οριστική κατάληξη: «Απελεύσονται ούτοι (οι χωρίς αγάπη) εις κόλασιν αιώνιον, οι δε δίκαιοι εις ζωήν αιώνιον».

 1. Ο τονισμός του αιώνιου χαρακτήρα της μιας και της άλλης καταστάσεως είναι το πρώτο στο οποίο κοντοστέκεται κανείς. Ο Κύριος δεν άφησε καμία αμφιβολία περί του οριστικού και αμετάκλητου της κρίσεώς Του. Η αιωνιότητα με την ατέρμονη πορεία της είναι η προοπτική που ανοίγεται μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά. «Της βασιλείας Αυτού ουκ έσται τέλος», όπως το ομολογούμε διαρκώς και στο Σύμβολο της Πίστεως. Δεν υπάρχει πια ανακοπή και ανάκληση. Κι είναι η αιωνιότητα αυτή καταδίκη καταρχάς της παναίρεσης των Γιεχωβάδων, οι οποίοι μεταξύ των άλλων πλανών τους τονίζουν ότι η Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου θα σημάνει την απαρχή μιας χιλιετούς βασιλείας Του, για να ακολουθήσει έπειτα κάτι διαφορετικό. Από την άλλη ο αιώνιος χαρακτήρας της κρίσεως του Θεού καταδικάζει και όσους στο παρελθόν ή και πιο μετά πίστεψαν πλανεμένα ότι τελικώς όλοι θα αποκατασταθούν μέσα στην αγκαλιά της αγάπης του Θεού. «Η αποκατάσταση των πάντων», για την οποία μίλησε και ο μεγάλος αλλά καταδικασμένος για τις πλάνες του από την Εκκλησία θεολόγος Ωριγένης, αποτελεί μία πρόκληση και έναν πειρασμό για την Εκκλησία, η οποία όμως απέρριψε την πλάνη, διότι ακριβώς προϋποθέτει εσφαλμένη θεολογία ως προς την εικόνα που απεκάλυψε για τον Θεό ο ίδιος ο Χριστός. Δεν είναι ο Θεός το πρόβλημα για να αποκαταστήσει τους πάντες. Η αποκατάσταση αυτή είναι η διαρκής βούληση του Θεού για όλους, ακόμη και για τους δαίμονες. Διότι «ο Θεός πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α΄Τιμ. 2,4). Το πρόβλημα είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι οποίοι αρνούμαστε την αγάπη του Θεού και τις προκλήσεις και προσκλήσεις για μετάνοιά μας. Η «αποκατάσταση των πάντων» αλλοιώνει και την περί ανθρώπου εικόνα της Εκκλησίας, παρουσιάζοντας αυτόν  με κολοβωμένη ελευθερία.

2. Η αιωνιότητα που θα ανοιχτεί μετά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου – πέρα βεβαίως από την αιωνιότητα ως παρούσα κατάσταση του εδώ κόσμου που ζει ο Χριστιανός μέσα στην Εκκλησία: «αύτη εστίν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (ευαγγελιστής Ιωάννης) - δεν θα φέρει κάτι διαφορετικό από αυτό που ζει ο άνθρωπος αμέσως μετά τον θάνατό του. Σε όποια κατάσταση δηλαδή  φεύγουμε από τη ζωή αυτή, είτε εν μετανοία είτε εν αμετανοησία, σε αυτήν την κατάσταση θα μας βρει και η Δευτέρα Παρουσία. Κι αυτό θα πει: το οριστικό και αμετάκλητο τέλος για τον καθένα μας, σε επίπεδο αιωνιότητας, έρχεται στην ουσία την ώρα του θανάτου μας. Η μόνη διαφορά μεταξύ της μερικής κρίσεως που υφίσταται ο άνθρωπος όταν πεθάνει, και της γενικής κρίσεως που θα υποστεί την ημέρα της Κρίσεως, θα είναι στον βαθμό της έντασης: στη μερική κρίση κρίνεται με μόνη την ψυχή∙ στη γενική κρίση θα κριθεί μαζί με το σώμα, που θα αναστήσει ο Χριστός. Υπό το πρίσμα αυτό ο προβληματισμός και η αγωνία ορισμένων για το πότε θα γίνει η Δευτέρα Παρουσία είναι χωρίς νόημα: η ώρα του θανάτου μας στην πραγματικότητα αποτελεί και την ώρα της τελικής κρίσεώς μας, αφού δεν υπάρχει προοπτική μετάνοιας μετά τον θάνατό μας. «Εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια» κατά τη γνωστή και κλασική διατύπωση.

3. Μιλώντας όμως για τον αιώνιο χαρακτήρα είτε της κόλασης είτε της ζωής, κατά τη διάκριση του Κυρίου, πρέπει να έχουμε την ορθή εικόνα των καταστάσεων αυτών. Να τις βλέπουμε δηλαδή με τις προϋποθέσεις του Ευαγγελίου, της Αποστολικής και της Πατερικής Παραδόσεως. Διότι δυστυχώς υπάρχει πολλή και μεγάλη διαστρέβλωση επ’ αυτών. Άλλοι απορρίπτουν τις καταστάσεις του Παραδείσου και της Κολάσεως, άλλοι τις θεωρούν ως καταστάσεις μόνον του κόσμου τούτου, άλλοι τις κατανοούν με μεσαιωνικές εικόνες: ως τόπους που είτε βράζουν και ψήνονται οι άνθρωποι (η κόλαση) είτε αναπαύονται σε κήπους και ανάκλιντρα (ο παράδεισος).

Η Εκκλησία μας λοιπόν διδάσκει πως ό,τι ονομάζουμε κόλαση και παράδεισος δεν υφίσταται από πλευράς του Θεού. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄Ιωάν. 4, 16), και έτσι το μόνο που δύναται είναι να αγαπά. Κατά συνέπεια  όλοι οι άνθρωποι όλων των αποχρώσεων και όλων των καταστάσεων, είτε πιστοί είτε άπιστοι, ως παιδιά του Θεού δέχονται την ίδια αγάπη από Εκείνον. Ο Θεός δεν κάνει διακρίσεις. Διακρίσεις κάνουμε εμείς οι εμπαθείς άνθρωποι. Αν ένας γονιός φτάνει στο σημείο να αγαπά όλα τα παιδιά του το ίδιο, είτε είναι μέσα στο σπίτι είτε εκτός, πόσο περισσότερο ο ουράνιος Πατέρας, ο Οποίος είναι παντελώς απαλλαγμένος από οποιαδήποτε εμπάθεια και οποιαδήποτε κακία. Αν όμως δεν υφίσταται κόλαση και παράδεισος από πλευράς του Θεού, υφίσταται από πλευράς των ανθρώπων. Εμείς τη μία και ενιαία αγάπη του Θεού δυστυχώς την ζούμε έτσι και αλλιώς: είτε δηλαδή θετικά είτε αρνητικά. Διότι οι δικές μας προϋποθέσεις ζωής μεταποιούν και αλλοιώνουν τη θεϊκή αγάπη. Έτσι ο μετανοημένος πιστός που αγωνίστηκε σε αυτήν τη ζωή να απαλλαγεί από τον εγωισμό και την αμαρτία: ό,τι καταργεί και σκοτώνει την αγάπη, δέχεται την ενέργεια της αγάπης του Θεού και την βιώνει ως φως και ευλογία. Ο αμετανόητος όμως, που παγίωσε τον εγωισμό μέσα του κι έκανε πέτρα την καρδιά του, αυτός την ίδια αγάπη του Θεού την δέχεται πια αρνητικά: ως φωτιά που τον κατακαίει και τον πονάει. Σαν τον ήλιο που οι ίδιες ακτίνες του το μεν πτώμα το αποσυνθέτουν, τον δε ζωντανό οργανισμό τον ζωοποιούν και τον αναζωογονούν.

 Έτσι για το αν βρεθούμε στην κόλαση ή στον παράδεισο, όπως λέμε, αποκλειστικά υπεύθυνοι είμαστε εμείς και όχι ο Θεός. Ο Θεός μας αγαπά. Εμείς δεν μπορούμε να γευτούμε την αγάπη Του, γιατί όσο μας δόθηκε ο χρόνος εργασίας και μετανοίας, αυτή η ζωή, εμείς φροντίσαμε να παραλύσουμε τις αισθήσεις μας. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να μας παραξενεύουν τα λόγια μερικών Πατέρων της Εκκλησίας που μιλώντας για τα θέματα αυτά είπαν: ακόμη και στην περίπτωση που ο Θεός διά της βίας μας έβαζε στον Παράδεισο, ακόμη και στην υποτιθέμενη αυτή περίπτωση τον παράδεισο εμείς θα τον ζούσαμε ως κόλαση. Διότι ο εγωιστής άνθρωπος και στον παράδεισο θα είναι εγωιστής, άρα κολασμένος.

4. Τι θα κρίνει βεβαίως την ένταξή μας στη μία ή στην άλλη κατάσταση είναι γνωστό και το αναφέραμε ακροθιγώς παραπάνω: η αγάπη που φροντίσαμε να κρατήσουμε στη ζωή αυτή και απέναντι στον Θεό και απέναντι στον συνάνθρωπο. Και κυρίως απέναντι στον συνάνθρωπο, διότι αυτή κρίνει την ποιότητα και της αγάπης μας προς τον Θεό. «Αν δεν αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας που βλέπουμε – επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης – πώς θα αγαπάμε τον Θεό που δεν βλέπουμε;» (Πρβλ. Α΄ Ιωάν. 4, 20). Η αγάπη μας λοιπόν προς τον συνάνθρωπο συνιστά και το έσχατο κριτήριο, πάνω στο οποίο θα κριθούμε.

Και πράγματι η παραβολή της Κρίσεως αυτό επισημαίνει: «Εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Και «εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε». Τα λόγια του Κυρίου είναι συγκλονιστικά. Ο άλλος, ο πλησίον, ο συνάνθρωπος, όποιος κι αν είναι αυτός, δεν είναι απλώς ο άλλος. Πολύ περισσότερο δεν είναι ο ξένος και ο εχθρός, που μπορεί να φτάσει να θεωρηθεί και ως η κόλασή μου – μία θεώρηση που συνιστά την ίδια την αθεΐα. Διότι πράγματι χωρίς Θεό στη ζωή μου, ο συνάνθρωπος αποτελεί για μένα μόνο απειλή και ενόχληση. Ο άλλος όμως, κατά τον Κύριο, είναι ο αδελφός του Κυρίου, κι ακόμη πιο πολύ: ο ίδιος ο Κύριος.

5. Δεν αποτελούν συμβολικές εικόνες αυτά που λέγει ο Χριστός. Είναι οριστικές διατυπώσεις που αποκαλύπτουν την πραγματικότητα. Ο Χριστός αίρει την τύφλωσή μας και μας δίνει τα μάτια για να δούμε την κρυμμένη πραγματικότητα. Το έσχατο βάθος της. Και μας λέει: μη με ψάχνετε εδώ κι εκεί. Δείτε με στα πρόσωπα των συνανθρώπων σας. Ακόμη και σε εσάς τους ίδιους. Ο καθένας λοιπόν από εμάς συνιστά μία κρυμμένη παρουσία Χριστού. Αποτελούμε μία πρόκληση διαλόγου με τον Χριστό και μία βίωση της Δευτέρας Παρουσίας του πριν ακόμη εκείνη έρθει. Έτσι η κόλαση και ο παράδεισος δεν ανήκουν ως καταστάσεις στο μακρινό και απώτατο μέλλον. Είναι πολύ κοντά μας, μπροστά κυριολεκτικά στα μάτια μας, όσο είμαστε εμείς οι ίδιοι μπροστά στον εαυτό μας και μπροστά στον κάθε συνάνθρωπό μας. Την κόλαση και τον παράδεισο τα κερδίζουμε την κάθε στιγμή της ζωής μας. Κι αυτό που τώρα ζούμε, το ίδιο με μεγαλύτερη ένταση θα ζήσουμε και μετά τον θάνατό μας, και με την απόλυτη δυνατή ένταση μετά τον ερχομό του Χριστού στη Δευτέρα Του Παρουσία. Πόσο οικεία και γνώριμα λοιπόν ακούει στα αυτιά του ο Χριστιανός τα λόγια των Πατέρων του: «Από τον πλησίον μας εξαρτάται η ζωή και ο θάνατος. Γιατί αν κερδίσουμε τον αδελφό μας, τον Χριστό κερδίσαμε. Κι αν τον προσβάλουμε, Εκείνον χάσαμε».

Η παραβολή της κρίσεως ακούγεται μία φορά τον χρόνο στην Εκκλησία μας, την Κυριακή των Απόκρεω – σκαλοπάτι κι αυτή για την είσοδό μας στη Σαρακοστή. Περιττό να πούμε ότι λόγω της σπουδαιότητάς της θα πρέπει να την έχουμε μόνιμο και καθημερινό ανάγνωσμά μας και μελέτη του βίου μας διαπαντός. Διότι επικεντρώνει την προσοχή μας σε ό,τι πιο ουσιαστικό έχουμε να κάνουμε στη ζωή αυτή, από το οποίο εξαρτάται και το αιώνιο μέλλον μας: να αγαπάμε τους πάντες και τα πάντα. Για χάρη του Χριστού. Για χάρη δική μας.