03 Αυγούστου 2024

Η ΓΡΗΓΟΡΗ ΑΦΕΣΗ ΤΩΝ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΜΑΣ

«Όποιος αποκρούει τον έλεγχο, είτε δίκαιο είτε άδικο, αυτός αρνήθηκε τη σωτηρία του. Ενώ εκείνος που τον δέχεται, είτε με δυσκολία είτε χωρίς δυσκολία, αυτός γρήγορα θα επιτύχει την άφεση των πταισμάτων του» (άγιος Ιωάννης της Κλιμακος, λόγ. δ΄, 38).

Παρακαλάμε καθημερινά για την άφεση των αμαρτιών και των πταισμάτων μας: «Άφες ημίν τα οφειλήματα», λέμε στην προσευχή των προσευχών, το «Πάτερ ημών». Θέλουμε δηλαδή να πετύχουμε τη σωτηρία μας, που έχουμε σωστά κατανοήσει ως ζωντανή σχέση με τον Σωτήρα Χριστό. Και ξέρουμε ότι η άφεση αυτή δίνεται στον βαθμό που και εμείς συγχωρούμε τους άλλους. «Ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών». Ο Κύριος όμως, οι Απόστολοι, όλοι οι Πατέρες μας, μάς ανοίγουν τα μάτια, γιατί μας εξηγούν ότι για να φτάσουμε σ’ αυτό το σημείο αγάπης ως συγχώρησης όλων των συνανθρώπων μας χρειάζεται η ταπείνωση, η βάση όλων των αρετών. Χωρίς την ταπείνωση, και η όποια πίστη μας και η όποια αγάπη μας είναι ψεύτικες. Είναι καλυμμένος εγωισμός. 

Ποιο είναι το πιο άμεσο κριτήριο για να καταλάβουμε αν βρισκόμαστε στον δρόμο της υψοποιού αυτής αρετής, που συνιστά «το ένδυμα» της θεότητας; Η αντίδρασή μας απέναντι στον έλεγχο, στην άσκηση κριτικής για τη ζωή μας, τα λόγια μας, την εν γένει συμπεριφορά μας. Τι έκανε ο μέγιστος των οσίων Αντώνιος, καθώς ιστορεί το Γεροντικό; Για να δει το πνευματικό επίπεδο ενός θεωρούμενου καλού νεαρού μοναχού που τον επαινούσαν πολύ όλοι, τον πρόσβαλε. Κι όταν είδε ότι αντιδρούσε άσχημα, του επεσήμανε φιλόστοργα: «Πρόσεχε, αδελφέ. Γιατί απέξω φαίνεσαι σαν πόλη ωραία, που τα νώτα της όμως τα λυμαίνονται ληστές».

Ας δούμε λοιπόν το πνευματικό μας επίπεδο κι εμείς από το πώς αντιδρούμε στους όποιους ελέγχους που μας ασκούν, δίκαιους ή άδικους. Αν αντιδρούμε και νιώθουμε αδικημένοι, είμαστε ακόμη πολύ χαμηλά. Αν όμως έχουμε κατανοήσει τη σημασία και την αξία τους – μην εξετάζουμε το ποιόν των επικριτών μας – και είτε με οδύνη είτε με ευκολία τους δεχόμαστε, τότε, ναι! Η σωτηρία μας έχει αρχίσει να ενεργοποιείται στην καρδιά μας. Μακάρι μάλιστα να φτάσουμε στο χαρισματικό σημείο, να θεωρούμε τους ελέγχους και ως επαίνους.

«Παιδί μου, μην είσαι εγωιστής», είπε ένας Γέροντας στον νεαρό υποτακτικό του.  «Γέροντα, δεν είμαι εγωιστής», απάντησε θιγμένος εκείνος. «Και ποια μεγαλύτερη απόδειξη ότι πράγματι είσαι εγωιστής θα μου έδινες», είπε ο Γέροντας, «από την άρνησή σου να δεχθείς ότι είσαι;»

02 Αυγούστου 2024

ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ

«Καταιγίς με χειμάζει τῶν συμφορῶν, Δέσποινα, καί τῶν λυπηρῶν τρικυμίαι καταποντίζουσιν∙ ἀλλά προφθάσασα, χεῖρά μοι δός βοηθείας, ἡ θερμή ἀντίληψις καί προστασία μου» (ὠδή γ΄ Μεγ. Παρακλητ. Κανόνος).

(Ἡ καταιγίδα τῶν συμφορῶν μοῦ φέρνει δυστυχία, Δέσποινα, καί οἱ τρικυμίες τῶν λυπηρῶν τοῦ βίου μέ καταποντίζουν. Ὅμως, πρόφθασέ με καί δῶσε μου χέρι βοήθειας, Σύ πού εἶσαι ἡ θερμή βοήθεια καί προστασία μου).

Ὁ βίος τοῦ κάθε ἀνθρώπου ἐπί τῆς γῆς δέν εἶναι σπαρμένος μέ ροδοπέταλα, καθώς λέμε. Τό συνοδευτικό τῆς ζωῆς αὐτῆς, μέσα στόν κόσμο τοῦτο πού «κεῖται ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ», εἶναι ἡ θλίψη καί ἡ στενοχώρια, ὅπως τό βεβαίωσε καί τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου. «Ἐν τῷ κόσμῳ θλίψιν ἕξετε». «Διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ὑμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν». Κι οἱ θλίψεις καί οἱ στενοχώριες εἶναι καί ἐσωτερικές, προερχόμενες ἀπό τά πάθη τοῦ ἀνθρώπου ἀλλά καί τίς ἐπιρροές τοῦ Πονηροῦ διαβόλου πού δέν χάνει τήν εὐκαιρία νά ταλαιπωρεῖ τά πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἐξωτερικές, προερχόμενες ἀπό τίς ἀρρώστιες, τούς πόνους καί τά ἀτυχήματα τῆς ζωῆς, τίς διάφορες δυσκολίες πού δημιουργεῖ ἡ ἐπί γῆς πορεία.

Τί μᾶς λέει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος; Μπορεῖ νά κινδυνεύουμε ἀπό τίς συμφορές καί τίς θλίψεις τῶν δυσκολιῶν τῆς ζωῆς∙ μπορεῖ πράγματι τά κακά συναπαντήματα στήν πορεία μας νά ὀρθώνονται ἐνώπιόν μας ὡς τεράστια κύματα πού ἀπειλοῦν νά μᾶς «ρουφήξουν», ὅμως δέν χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Σάν τόν ἀπόστολο Πέτρο πού κάλεσε ἐναγώνια τόν Κύριο νά τόν σώσει - ὅταν εἶδε νά κινδυνεύει καθώς θέλησε νά περπατήσει κι αὐτός πάνω στά κύματα - κι Ἐκεῖνος ἀνταποκρίθηκε πιάνοντάς του τό χέρι, ἔτσι κι ἐμεῖς: καλοῦμε σέ βοήθεια τόν Κύριο, μέσα ὅμως ἀπό Ἐκείνην πού μπορεῖ νά ἐπηρεάσει ἄμεσα καί δραστικά Αὐτόν, τήν Παναγία Μητέρα Του. Γιατί ἡ Παναγία λειτουργεῖ μέ τόν τρόπο τοῦ Κυρίου: γεμάτη θερμή ἀγάπη πρός τά παιδιά καί τά ἀδύναμα ἀδέλφια της∙ κι ἔχει προπάντων αὐτό πού λείπει τίς περισσότερες φορές ἀπό ἐμᾶς τούς ὀλιγόπιστους χριστιανούς: τήν παρρησία, τό θάρρος ἐνώπιον τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της.

Σέ κάθε δυσκολία μας λοιπόν, σέ κάθε πρόβλημα πού φαντάζει τεράστιο ἐνώπιόν μας, ψυχικό ἤ σωματικό, δέν πρέπει νά χάνουμε τήν ἐλπίδα μας. Ἔχουμε τόν ἴδιο τόν Κύριο, στόν Ὁποῖο εἴμαστε ἐνσωματωμένοι ὡς μέλη Του, ἀλλ’ ἔχουμε καί τό πιό ἀγαπημένο καί ἐξαίρετο μέλος Του, τήν Παναγία μας, πού στέκεται ἀδιάκοπα μέ θερμότητα ἀγάπης ἀπέναντί μας καί μέ ἁπλωμένο τό χέρι Της νά μᾶς πιάσει στό κάθε πιθανόν πέσιμό μας. Τά ἄπειρα καταγεγραμμένα ἤ μή θαύματα ἐπεμβάσεως τῆς Θεοτόκου, στό παρελθόν καί στό παρόν, ἐπιβεβαιώνουν τήν πραγματικότητα αὐτή.

Η ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ

«Μετά από πολλά χρόνια αφότου μαρτύρησε ο άγιος Στέφανος και είχαν δώσει τη ζωή τους πολλοί για χάρη του Χριστού, την ταραχή διαδέχτηκε γαλήνη κι έπνευσε άνεμος ελευθερίας, λόγω του πρώτου μεταξύ των βασιλέων και χριστιανικότατου Κωνσταντίνου. Τότε λοιπόν και ο πολύτιμος θησαυρός, το λείψανο δηλαδή του αγίου Στεφάνου, φανερώνεται: Κάποιος γέροντας ιερέας, σεβαστός πολύ για την αγία του ζωή, Λουκιανός στο όνομα, κατοικούσε στην κώμη, στην οποία και ο θησαυρός του λειψάνου του αγίου κρυβόταν κάτω από τη γη. Σ’  αυτόν όχι μία, αλλά και δύο και τρεις φορές φάνηκε ο Πρώταθλος, φανερώνοντας τον εαυτό του. Ο πρεσβύτερος έσπευσε τότε να αναγγείλει τις οπτασίες του αγίου στον επίσκοπο της περιοχής Ιωάννη. Αυτός δε με μεγάλη χαρά κι αφού πήρε μαζί του τους κληρικούς της πόλεως πήγε στον τόπο που του υπέδειξε ο πρεσβύτερος, έσκαψε και βρήκε τη σορό. Ξαφνικά τότε έγινε σεισμός μεγάλος και μία ευωδία έντονη χύθηκε παντού γύρω, ενώ φωνές αγγέλων που έρχονταν από ψηλά έψαλλαν το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία». Πολλές θεραπείες αρρώστων πραγματοποιήθηκαν παράλληλα, που κήρυτταν τη χάρη του Πρωτομάρτυρα. Αμέσως λοιπόν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, με δύο άλλους επισκόπους κι όλο τον κλήρο και τον λαό, προσκύνησαν με ευφροσύνη και χαρά το άγιο εκείνο σώμα, και με λαμπάδες και ύμνους και θυμιάματα και την αρμόζουσα τιμή, το κατέθεσαν στην πόλη της Σιών. Μετά από αυτά, σεβάσμιος ναός για τον άγιο, στην πόλη αυτή, οικοδομείται από κάποιο Αλέξανδρο συγκλητικό, ο οποίος, αφού παρεκάλεσε πολύ τον Αρχιερέα, τοποθέτησε το τίμιο λείψανο σ’ αυτόν, με κάθε σεβασμό. Δεν πέρασαν πέντε χρόνια και ο συγκλητικός εκοιμήθη, οπότε κατατέθηκε δίπλα στον άγιο, σε ίδια με αυτόν λειψανοθήκη, όπως ο ίδιος την είχε παραγγείλει. Επειδή όμως πολλοί πίεζαν τη γυναίκα του, που ήταν πλούσια και όμορφη, να ξαναπαντρευτεί, εκείνη σκέφτηκε να πάρει τη λειψανοθήκη του άντρα της και να πάει στον πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη. Από κάποιο σχέδιο όμως της θείας πρόνοιας, έγινε λάθος στη λειψανοθήκη, πήρε δηλαδή του αγίου Στεφάνου, η οποία φερόταν πάνω σε όνο και έτσι γινόταν η πορεία. Όλη τη νύκτα όμως αγγελικός ύμνος και δοξολογίες ακούονταν, όπως και μεγάλη ευωδία, σαν να έχει χυθεί μύρο πολύ, γέμιζε τα πάντα, ενώ τα πονηρά πνεύματα βογγούσαν, κραυγάζοντας «αλλοίμονό μας, γιατί ο Στέφανος βρίσκεται ανάμεσά μας, μαστιγώνοντάς μας». Καθώς έφτασαν στην Ασκάλωνα, παραλιακή πόλη, μίσθωσαν πλοίο και ξεκίνησαν, ενώ κατά την οδοιπορία έγιναν πολλά θαύματα και σημεία, που δεν μπορούμε να τα εξιστορήσουμε εδώ. Όταν έφτασαν στη Βασιλίδα των πόλεων και άκουσε ο βασιλιάς αυτό που είχε συμβεί, κι ό,τι είχε πάθει η γυναίκα, αμέσως την κάλεσε κι άκουσε από το στόμα της όλη την ιστορία. Γέμισε από μεγάλη χαρά και αγαλλίαση λοιπόν ο καλλίνικος και φιλευσεβής βασιλιάς, κι έδωσε εντολή στον αρχιερέα με όλο τον κλήρο και τον λαό να υποδεχτεί τον άγιο και να τον οδηγήσουν με μεγάλη τιμή και ευλάβεια στα βασίλεια. Τότε λοιπόν έγιναν και άλλα μεγάλα και τεράστια, από τα οποία μόνον ένα θα καταγράψουμε. Τραβούσαν οι ημίονοι το άρμα, στο οποίο υπήρχε ο θησαυρός, μέχρις ότου έφτασαν σε τόπο που ονομαζόταν Κωνσταντιανάς, κι εκεί οι ημίονοι σταμάτησαν. Την ώρα εκείνη ένας ημίονος είπε με ανθρώπινη φωνή: Για ποιο λόγο μας χτυπάτε να προχωρήσουμε; Εδώ πρέπει να κατατεθεί ο άγιος. Ο αρχιερέας και όλοι οι παριστάμενοι άκουσαν τις φωνές και δοξολόγησαν τον Θεό με μεγάλη φωνή. Θαύμασε πολύ και ο βασιλιάς όταν το άκουσε και αμέσως ανήγειρε σεβάσμιο ναό σ’  εκείνον τον τόπο προς τιμήν του Πρωτάθλου, εις δόξαν και αίνον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και του Αγίου αυτού».

Δεν ξέρει κανείς τι να πρωτοθαυμάσει σήμερα: την ίδια την αγιασμένη ζωή του αγίου Στεφάνου, το θαυμαστό μαρτύριό του ή τα θαυμάσια που σχετίζονται με την ανακομιδή των λειψάνων του και τη συνεχιζόμενη παροχή της χάρης που προχέει  σε όλους τους αιώνες; Κεντρικός άξονας που εξηγεί βεβαίως τα πάντα σ’ αυτόν, είναι η βαθειά αγάπη του προς τον Κύριο  Ιησού Χριστό, το κύριο στοιχείο της αγιότητας όλων των αγίων. Η αγάπη αυτή, ως κινητήρια δύναμη, εξηγεί κ α ι  το γεγονός ότι επιλέχτηκε ανάμεσα σε πολλούς να είναι ο πρώτος των διακόνων της πρώτης Εκκλησίας, «πλήρης πνεύματος αγίου και σοφίας»,  ώστε να διακονεί στα τραπέζια, στην παράθεση δηλαδή του φαγητού, λόγω κάποιων προβλημάτων που τότε είχαν αναφανεί, κ α ι  το γεγονός ότι επίσης «πλήρης πίστεως και δυνάμεως  εποίει τέρατα και σημεία μεγάλα εν τω λαώ», κηρύσσοντας παράλληλα τον λόγο του Θεού και φέρνοντας σε σύγχυση τους Ιουδαίους, γιατί δεν μπορούσαν ν’  αντιμετωπίσουν αυτήν τη σοφία και το Άγιο Πνεύμα που τον φώτιζε στα λόγια του, αλλά κ α ι  το γεγονός ότι καλούμενος σε απολογία για χάρη της πίστεώς του, λαμβάνει τη χάρη της θεοπτίας, δηλαδή μέσα στον φωτισμό του αγίου Πνεύματος να βλέπει τη δόξα του Θεού και τον Ιησού να στέκεται στα δεξιά του Θεού.

Εκεί όμως που αποκορυφώνεται η αγάπη του στον Χριστό και φανερώνεται η πλούσια χάρη που τον διακατείχε, είναι η ώρα του μαρτυρίου του. Σ’  αυτές τις στιγμές, που ο χρόνος παύει να υφίσταται, γιατί πλημμυρίζει από την αιωνιότητα του Θεού, την ίδια ώρα που οι πέτρες στον δια λιθοβολισμού θάνατο που αποφασίστηκε γι’  αυτόν, έπεφταν βροχή, εκείνος γεμάτος αγάπη προς τους μαινόμενους Ιουδαίους που τον σκότωναν, προσεύχεται για τη συγχώρησή τους: «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην»! Κύριε, μη τους καταλογίσεις αυτήν την αμαρτία. Ποια μεγαλύτερη αποκορύφωση αγάπης μπορεί να υπάρχει, όταν ζει ο Στέφανος, με τη χάρη του Θεού, την ίδια αγάπη μ’  εκείνην του Δημιουργού του πάνω στον Σταυρό; Όπως ο Κύριος συγχωρούσε τους σταυρωτές Του – «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» - έτσι και ο άγιος Στέφανος: συγχωρεί τους λιθοβολιστές του, δείχνοντας ότι έχει φτάσει στο ανώτερο για άνθρωπο δυνατό σημείο: να είναι γνήσιο μέλος του Χριστού, προεκτείνοντας στον κόσμο την αγάπη Εκείνου.

Η ανεξικακία και η συγχωρητικότητα αυτή είναι το όριο στο οποίο προσβλέπει και κάθε Χριστιανός. Δεν μπορεί να λέγεται κανείς Χριστιανός, όταν σπεύδει να δικαιολογήσει την όποια κακία και πικρία του απέναντι σε οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, επειδή εκείνος κάτι του έκανε ή του είπε. Με τον άγιο Στέφανο, δηλαδή στην πραγματικότητα με τον Ιησού Χριστό και πάλι, καταλαβαίνουμε ότι η ενδεχομένως κακή συμπεριφορά του άλλου απέναντί μας, τα υβριστικά πιθανόν λόγια του, η αδικία που μας κάνει, δεν θεωρούνται «δικαιολογητικά» παρόμοιας και σε μας συμπεριφοράς. Αυτό το επιλέγουν και το κάνουν οι εκτός της πίστεως ευρισκόμενοι. Για τους χριστιανούς, η εχθρική στάση των άλλων (πρέπει να) θεωρείται ευεργεσία που μας ανάγει στον ουρανό, με την έννοια ότι μας δίνει την ευκαιρία να τους συγχωρήσουμε και να αγιάσουμε. Είναι έξοχη η εικόνα του «ζωγράφου» υμνογράφου, όταν μεταξύ των άλλων μας εξηγεί το τι ήταν οι πέτρες του λιθοβολισμού για τον Στέφανο: «ως βαθμίδες και κλίμακες, προς ουράνιον άνοδον, αι των λίθων νιφάδες σοι γεγόνασιν. Ων επιβαίνων τεθέασαι, εστώτα τον Κύριον, του Πατρός εκ δεξιών, σοι ομώνυμον στέφανον, προτεινόμενον, δεξιά ζωηφόρω». Σκαλοπάτια και σκάλες για την άνοδο στον ουρανό έγιναν για σένα οι νιφάδες των λίθων. Αυτές τις νιφάδες ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται εκ δεξιών του Πατέρα, και να σου προτείνει με το γεμάτο ζωή δεξί χέρι Του το ίδιο με το όνομά σου στεφάνι.

27 Ιουλίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Καί ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τό πέραν εἰς τήν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι» (8, 28).

Δεν είναι η πρώτη φορά που η Εκκλησία μας θέτει ως ανάγνωσμα το περιστατικό της θεραπείας των  δαιμονισμένων (ή του ενός δαιμονισμένου κατά τον ευαγγελιστή Λουκά, μολονότι κατά τον άγιο Χρυσόστομο ο άγιος Λουκάς προβάλλει τη σκληρότερη εκδοχή του ενός από τους δύο) της περιοχής των Γεργεσηνών ή Γαδαρηνών. Και τούτο διότι θέλει να μας τονίσει ότι ο Κύριος ήλθε στον κόσμο ως  ελευθερωτής των ανθρώπων όχι μόνον από την ασθένεια και τον πόνο, όχι μόνον από την αμαρτία και το αποτέλεσμα αυτού τον θάνατο, αλλά και από τον ίδιο τον αρχέκακο διάβολο, τον απαρχής «ἀνθρωποκτόνον». Ο Κύριος ήλθε, κατά τον λόγο της Γραφής, «ἵνα λύσῃ τά ἔργα τοῦ διαβόλου». Αυτό που αποτελούσε στοιχείο του τέλους του κόσμου, κατά την Παλαιά Διαθήκη: η παντελής αποδυνάμωση των πονηρών δυνάμεων, γίνεται με τον Κύριο παρούσα πραγματικότητα, δείγμα βεβαίως ότι τα έσχατα ήδη εισήλθαν από Εκείνον μέσα στον κόσμο τούτο.

1. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται στη χώρα των Γεργεσηνών, για να συναντήσει δύο ταλαίπωρους ανθρώπους, ευρισκομένους υπό κατοχήν  δαιμονίων – των ξεπεσμένων αυτών αγγέλων του Θεού -,  και να τους απελευθερώσει από την κόλαση της παρουσίας τους. Διότι τα δαιμόνια, εισερχόμενα στον άνθρωπο, δημιουργούν πράγματι μία κατάσταση κολάσεως, τόσο για τον ίδιο, όσο και για τους γύρω του ανθρώπους, αλλά και για το φυσικό περιβάλλον. Το ευαγγέλιο, τόσο του Ματθαίου όσο και του Λουκά που συμπληρώνει το περιστατικό, με ανάγλυφο τρόπο μας περιγράφει την τραγωδία των δαιμονισμένων:

 (α) καταρχάς ζουν με μία παντελή έλλειψη αυτοσεβασμού και αυτοσυνειδησίας. Μη αντέχοντας ρούχο επάνω τους, γυμνοί, δεν έχουν επίγνωση του εαυτού τους, κάτι που αποδεικνύεται αμέσως με την απάντηση που «δίνει» ο ένας στο ερώτημα του Κυρίου: «τί σοί ἐστιν ὄνομα;» «Λεγεών, ὅτι δαιμόνια πολλά εἰσεληλύθασιν εἰς αὐτόν». Ενώ ερωτάται εκείνος, απαντούν τα δαιμόνια. Οι συγκεκριμένοι ευρίσκονταν σε αιχμαλωσία, δεν ήταν ο εαυτός τους, δεν είχαν όνομα, δεν είχαν λοιπόν ταυτότητα. Ο διάβολος δηλαδή οδηγεί τον άνθρωπο σε μία κατάσταση χάους και ερημίας πνευματικής, κάνει τον άνθρωπο να χάνει ό,τι τον συνδέει με την ίδια την ανθρώπινη ψυχοσωματική του οντότητα.

(β) Έπειτα, η σχέση τους με τους συνανθρώπους τους δεν υφίσταται. Οι δαιμονισμένοι αδυνατούν να συνυπάρξουν με τους άλλους. Ζουν στα μνήματα και σε έρημους τόπους. Οι κατοικημένες περιοχές τους οδηγούν σε «ασφυξία». Κι όχι μόνον αυτό. Είναι και το φόβητρο των ανθρώπων. Τους έβλεπαν και τους έτρεμαν. Εμφορούμενοι από δυνάμεις πέραν του κανονικού, λόγω των δαιμονίων, τους αλυσόδεναν, κι αυτοί έσπαγαν τις αλυσίδες και έφευγαν. Αλλά αυτό είναι ο ορισμός της κόλασης. Η Εκκλησία μας έτσι ορίζει την κόλαση του ανθρώπου: ως αδυναμία σχέσης με τους άλλους, ως παντελή έλλειψη κοινωνίας με τον συνάνθρωπο. Όλοι γνωρίζουμε το περιστατικό από το Γεροντικό με τον όσιο Μακάριο: συνάντησε στον δρόμο του ένα κρανίο ανθρώπου, και στην ερώτησή του προς το πνεύμα του ανθρώπου εκείνου, σε ποια κατάσταση βρίσκεται, εκείνο του απάντησε ότι ήταν στον κόσμο ιερέας των ειδώλων κι ότι τώρα βρίσκεται μέσα σε μία φωτιά, που του προκαλεί άφατη οδύνη. Αλλά το χειρότερο, είπε, είναι το γεγονός ότι αδυνατούμε οι εκεί ευρισκόμενοι να δούμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Η κόλαση της απόλυτης μοναξιάς: το τίμημα της συνύπαρξης με τον διάβολο.

(γ) Αλλά και με το φυσικό περιβάλλον υπήρχε πρόβλημα. Οι δαιμονισμένοι προκαλούσαν καταστροφές. Η παρουσία τους συνδεόταν με τέτοιες ενέργειες, που όπως είπαμε, αναγκάζονταν να τους αλυσοδένουν, για να ηρεμούν. Χωρίς βεβαίως αποτέλεσμα. Ο διάβολος μισεί όλη τη δημιουργία. Πρωτίστως τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα πλάσματα του Θεού.

2. Τα πράγματα λοιπόν αλλάζουν από τη στιγμή που ο Κύριος δίνει εντολή τα δαιμόνια να φύγουν από τους δαιμονισμένους. Μπορεί εκείνα να είχαν υποχείριο τους αδύναμους αυτούς ανθρώπους, μπροστά στην εξουσία όμως Εκείνου, τρέμουν αποκαλύπτοντας την άκρα αδυναμία τους: «Ἦλθες ὧδε πρό καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;». Και κατά τον Λουκά: «Δέομαί σου, μή μέ βασανίσῃς!». Τρέμουν τον Κύριο, τον παρακαλούν, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία σχέση μεταξύ Εκείνου και αυτών:  «Τί ἡμῖν καί σοί, Ἰησοῦ υἱέ τοῦ Θεοῦ;». Κι ακόμη: Του ζητούν  να επιτρέψει να εισέλθουν στους χοίρους – ούτε στους χοίρους δεν έχει εξουσία ο διάβολος -  κάτι που ο Κύριος επιτρέπει. Ίσως, όπως σημειώνουν οι ερμηνευτές Πατέρες,  για να δείξει ότι ο άνθρωπος έχει τη μεγαλύτερη αξία, ίσως ότι όπου εισέλθει ο διάβολος προκαλούνται καταστροφές. Σημασία έχει ότι ο διάβολος είναι αδύναμος. Και πώς όχι; Η δύναμή Του καταργήθηκε από τη στιγμή που ο Κύριος ήλθε στον κόσμο, κατεξοχήν δε με την άνοδό Του πάνω στον Σταυρό και την κάθοδό Του στον Άδη. Εκεί, και ο πονηρός «ἐτρώθη τήν καρδίαν», κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, αλλά και το όπλο του, η αμαρτία, έπαυσε να υπάρχει κατά τρόπο αναγκαστικό. Και μαζί με αυτά βεβαίως και το αποτέλεσμα της αμαρτίας, ο θάνατος.

3. Η παντοδυναμία λοιπόν του Κυρίου απελευθερώνει τους δαιμονισμένους και αυτοί πια γίνονται πραγματικοί άνθρωποι, με καταπλήσσουσα πια ψυχοσωματική ισορροπία. Δηλαδή, αποκτούν συνείδηση του εαυτού τους και αυτοσεβασμό: «ἱματισμένοι καί  σωφρονοῦντες». Σταματούν να είναι επιθετικοί προς τους άλλους, έχοντας υγιή κοινωνικότητα. Κατά Λουκάν και πάλι που όπως είπαμε συμπληρώνει το όλο πλαίσιο του θαύματος: κάθονται «παρά τούς πόδας τοῦ Ἰησοῦ». Κι όχι μόνον αυτό∙ αισθάνονται ευγνωμοσύνη προς τον Κύριο, την οποία εκφράζουν με τη διάθεση να παραμείνουν κοντά Του και να Τον ακολουθούν. Και μπορεί ο Κύριος να μην αποδέχτηκε το αίτημά τους – άλλους είχε καλέσει για να είναι οι μαθητές Του – τους αναθέτει όμως άλλη αποστολή: «να γυρίσουν στα σπίτια τους και να διηγούνται τα θαυμάσια του Θεού» - ίσως ως μία διαρκή πρόκληση μετανοίας από την ευεργεσία που έκανε ο Κύριος τόσο σ’ αυτούς όσο και στους συμπατριώτες τους, οι οποίοι εγκλωβισμένοι στα δικά τους και στις πονηρίες τους έδιωξαν τον Κύριο!

Το συμπέρασμα είναι προφανές: να ανήκουμε στον Χριστό, να είμαστε του Θεού, μέλη Εκείνου και καλυμμένοι από Εκείνον, στην ψυχή και στο σώμα, και να μας «δουλεύει» και σήμερα ακόμη ο διάβολος, ο αδύναμος και κατηργημένος από τον Χριστό, τούτο συνιστά τη μεγαλύτερη τραγωδία. Οι δαιμονισμένοι της παραβολής δεν ήξεραν τον Χριστό και υφίσταντο ό,τι υφίσταντο ως κόλαση. Αφότου Τον γνώρισαν όμως, άλλαξαν. Εμείς τι δικαιολογία μπορεί να έχουμε; Διαπιστώνοντας ότι η ζωή μας πολλές φορές παρουσιάζει σημάδια «δαιμονισμού», με την έννοια της εύκολης επήρειάς μας από τον Πονηρό: με τους εγωϊσμούς και τα πάθη μας, τους φθόνους και τις ζήλειες μας, τα άγχη και τις ανασφάλειές μας, πρέπει να ανησυχήσουμε. Τον διάβολο τον «τρέφουμε» εμείς με την κακή ζωή μας. Η μόνη λύση και θεραπεία είναι η με δύναμη και αγάπη στροφή προς τον Χριστό και το ζωντανό σώμα Του, την Εκκλησία. Γιατί μόνον έτσι ο άνθρωπος μπορεί να είναι αληθινός άνθρωπος.   

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ε΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. η΄ 28 - θ΄ 1)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. Καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;  Ἦν δὲ μακρὰν ἀπ' αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. Οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. Οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. Καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εκεῖνο τόν καιρό,  ὃταν ἔφτασε ὁ Ἰησοῦς στήν περιοχή τῶν Γεργεσηνῶν, τόν συνάντησαν δύο δαιμονισμένοι πού ἔρχονταν ἀπό τά μνήματα, τόσο φοβεροί, πού κανένας δέν τολμοῦσε νά περάσει ἀπό κεῖνον τό δρόμο. Καί μέ κραυγές τοῦ ἔλεγαν: «Τί δουλειά ἔχεις ἐσύ μ΄ ἐμᾶς, Υἱέ τοῦ Θεοῦ; Ἦρθες ἐδῶ νά μᾶς βασανίσεις πρίν τήν ὥρα μας;» Μακριά ἀπ΄ αὐτούς ἔβοσκε ἕνα μεγάλο κοπάδι χοίρων. Καί οἱ δαίμονες τόν παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Ἄν εἶναι νά μᾶς διώξεις, ἄφησέ μας νά πᾶμε στό κοπάδι τῶν χοίρων». Κι ἐκεῖνος τούς εἶπε: «Πηγαίνετε». Αὐτοί βγῆκαν καί πῆγαν στό κοπάδι τῶν χοίρων. Καί ὅλο τό κοπάδι ὅρμησε καί γκρεμίστηκε στή λίμνη καί πνίγηκαν μέσα στά νερά. Οἱ βοσκοί ἔφυγαν, πῆγαν στήν πόλη καί ἀνάγγειλαν ὅλα τά συμβάντα καί ὅ,τι ἔγινε μέ τούς δαιμονισμένους. Βγῆκε τότε ὅλη ἡ πόλη νά συναντήσει τόν Ἰησοῦ, κι ὅταν τόν εἶδαν, τόν παρακάλεσαν νά φύγει ἀπό τήν περιοχή τους. Ὁ Ἰησοῦς ἐπιβιβάστηκε στό πλοῖο, διέσχισε τή λίμνη καί ἦρθε στήν πόλη του.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. ι΄ 1 – 10)

Αδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις ἡ πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ ἐστιν εἰς σωτηρίαν· μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ' οὐ κατ' ἐπίγνωσιν. Ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν. Τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου, ὅτι «ὁ ποιήσας αὐτὰ ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτοῖς»· ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτω λέγει· «Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου, τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν;». Τοῦτ' ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· ἤ «τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον;» Τοῦτ' ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. Ἀλλὰ τί λέγει; «Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου»· τοῦτ' ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. Ὃτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Αδελφοί, ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς μου καὶ ἡ δέησή μου στὸν Θεὸ εἶναι νὰ ὁδηγηθοῦν οἱ Ἰουδαῖοι στὴ σωτηρία. Μπορῶ νὰ σᾶς βεβαιώσω πὼς ἔχουν ζῆλο Θεοῦ, ἀλλὰ χωρὶς τὴ σωστὴ γνώση. Γι’ αὐτό, στὴν πράξη ἀγνοοῦν τὸ γεγονὸς πὼς μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ δικαιώσει τὸν ἄνθρωπο, καὶ προσπαθοῦν μὲ κάθε τρόπο νὰ δικαιωθοῦν μὲ τὰ ἔργα τους. Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι πὼς δὲν ἀποδέχτηκαν τὴ δικαίωση ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς μέσω τοῦ Χριστοῦ. Γιατὶ ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ τέλος τοῦ νόμου, ἀφοῦ ἐκπληρώνει τὸν σκοπό του, δίνοντας τὴ σωτηρία σ’ ὅποιον πιστεύει. Ὁ Μωυσῆς γράφει γιὰ τὴ δικαίωση ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ νόμο, ὅτι «ὅποιος πράττει σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ νόμου, θὰ βρεῖ σ’ αὐτὲς τὴ ζωή». Γιὰ τὴ δικαίωση ὅμως ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὴν πίστη, λέει: «Μὴν ἀναρωτηθεῖς, ποιὸς μπορεῖ ν’ ἀνέβει στὸν οὐρανό;» γιὰ νὰ κατεβάσει δηλαδὴ τὸν Χριστό. Οὔτε νὰ πεῖς, «ποιὸς μπορεῖ νὰ κατεβεῖ στὸν ἅδη;» γιὰ ν’ ἀνεβάσει δηλαδὴ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τοὺς νεκρούς. Ἀλλὰ τί λέει; «Κοντά σου εἶναι ὁ λόγος, στὸ στόμα σου καὶ στὴν καρδιά σου», καὶ ἐννοεῖ τὸν λόγο τῆς πίστεως ποὺ κηρύττουμε. Ἂν ὁμολογήσεις μὲ τὸ στόμα σου πὼς ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Κύριος καὶ πιστέψεις μὲ τὴν καρδιά σου  πὼς ὁ Θεὸς τὸν ἀνέστησε ἀπὸ τοὺς νεκρούς,  θὰ  βρεῖς τὴ  σωτηρία.  Πραγματικά,  ὅποιος  πιστεύει μὲ τὴν καρδιά του, ὁδηγεῖται στὴ δικαίωση, κι ὅποιος ὁμολογεῖ μὲ τὸ στόμα, ὁδηγεῖται στὴ σωτηρία.

Η «ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ» ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΟΣ

«Νυττόμενος τοῦ Δεσπότου τῷ πόθῳ διέσπειρας τόν πλοῦτον τοῖς πένησι, σαυτόν γυμνάζων πρός ἄθλησιν, ἥνπερ καί διήνυσας, τάς δι’ αἰῶνος ἐλπίδας προορώμενος» (ωδή δ΄).

(Σε κεντούσε ο πόθος του Δεσπότου Χριστού, γι’ αυτό και μοίρασες τον πλούτο στους φτωχούς. Έτσι γύμναζες τον εαυτό σου για την άθληση, την οποία και διάνυσες, έχοντας ενώπιόν σου ως όραμα τις αιώνιες ελπίδες).

Η ελεήμων καρδία του αγίου Παντελεήμονα, παρόμοια χάριτι Θεού με το έλεος Εκείνου, τον έκανε να μοιράζει κάθε πλούτο που είχε στον κόσμο τούτο στους πένητες. Και μιλάμε για πλούτο όχι μόνο υλικό, αλλά κυρίως των δεξιοτήτων που απέκτησε, όπως της ιατρικής τέχνης, αλλά και πνευματικό, όπως το ιαματικό χάρισμα που του έδωσε ο Κύριος. Κι αυτό θα πει ότι ο άγιος γενόμενος δίοδος του ελέους του Θεού πρόσφερε όλο τον εαυτό του σε κάθε άνθρωπο που ήταν αναγκεμένος, αλλά εξίσου και σε κάθε κτίσμα του Θεού, όπως τα ζώα – «πάντας θεραπεύων, πάντων ἰατρεύων τά νοσήματα» (ωδή α΄). Κι όλα αυτά βεβαίως κατά τον τρόπο του Θεού: «ἀναργύρως», δηλαδή αφιλοκερδώς, τόσο που ο άγιος υμνογράφος «αναγκάζεται» να τον χαρακτηρίσει «τό ἱερόν ἀγλάϊσμα τῶν σεπτῶν Ἀναργύρων» (εξαποστ.), το κόσμημα της ομάδας των αγίων Αναργύρων.

Ποια η κινητήρια δύναμη της αδιάκοπης αυτής προσφοράς του ή με άλλα λόγια τι ήταν εκείνο που γέμιζε από αγάπη τη μεγάλη καρδιά του; Ο πόθος του Δεσπότου Χριστού, σημειώνει εμφατικά ο άγιος υμνογράφος. Διότι πράγματι μόνον ένας κυνηγός της αγάπης του Θεού μπορεί να ζει και την αγάπη Εκείνου – όσο κανείς αναζητεί τον Θεό τόσο και γεμίζει από την ελεήμονα παρουσία Του. Γι’ αυτό και όχι μόνον δεν αδειάζει η αγάπη αυτή, αλλά προσφερομένη γεμίζει και περισσότερο, φτάνοντας στο σημείο της πιο μεγάλης χάρης: της προσφοράς και της ίδιας της ζωής προς χάρη του Κυρίου και Δημιουργού. Ο άγιος ποιητής Θεοφάνης είναι σαφής: η εν αγάπη προσφορά του αγίου Παντελεήμονος προς τον κόσμο ήταν και η «γυμνασία» του, το γύμνασμά του, προς την άθληση του μαρτυρίου, προσβλέποντας πάντοτε προς τον Χριστό και την αιώνια Βασιλεία Του.

Η σκέψη του αγίου κινείται απολύτως αγιογραφικά και πατερικά: ο πιστός που τα μάτια του είναι στραμμένα προς τον Χριστό, πορεύεται διαρκώς πάνω στο άγιο θέλημά Του, δηλαδή τη σταυρική αγάπη, κάτι που τον καθιστά έτοιμο ανά πάσα στιγμή να δώσει και τη ζωή του για την πίστη του αυτή. Ο υμνογράφος μας, διαβάζοντας τη ζωή του αγίου Παντελεήμονος, βλέπει ό,τι έκανε και τον απόστολο Παύλο να ομολογεί: «μας χαρίστηκε από τον Θεό όχι μόνο να πιστεύουμε στον Χριστό, αλλά και να πάσχουμε γι’ Αυτόν» - η χάρη του μαρτυρίου δίνεται ως δωρεά από τον Θεό σ’ εκείνον που πιστεύει αληθινά, σ’ εκείνον δηλαδή που ενεργοποιεί την πίστη του με την αγάπη και την ελεήμονα διάθεσή του. Οπότε τα πράγματα είναι σαφή: δεν μπορείς να γίνεις μάρτυρας Χριστού, αν προηγουμένως δεν έχεις φτάσει στο σημείο τη ζωή σου να την κομματιάζεις, κατά το ήθος του Χριστού μας στη Θεία Ευχαριστία, προς χάριν όλων.  

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ

 «Ο άγιος Παντελεήμων έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και καταγόταν από την πόλη Νικομήδεια. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήταν ειδωλολάτρης κι ύστερα έγινε Χριστιανός με τις νουθεσίες του υιού του, ενώ η μητέρα του Ευβούλη προερχόταν από χριστιανική οικογένεια. Σπούδασε την ιατρική επιστήμη κοντά σ’  ένα σπουδαίο και δοξασμένο ιατρό, τον Ευφρόσυνο, αλλά την κατά Χριστόν ιατρική τέχνη και πίστη την έμαθε από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο, με την οποία (πίστη), αφού επικαλέστηκε τον Χριστό, ανάστησε ένα παιδί, που πέθανε στο δρόμο από δάγκωμα μίας έχιδνας. Βαπτίζεται λοιπόν από τον πρεσβύτερο Ερμόλαο και χειραγωγείται από αυτόν προς τη χριστιανική πίστη. Το μαρτύριό του έγινε ως εξής: Κάποιος τυφλός, που προσήλθε σ’ αυτόν, ιατρεύτηκε από τον άγιο. Όταν ρωτήθηκε λοιπόν ο πρώην τυφλός από τον βασιλιά «Ποιος σε γιάτρεψε;», «ο Παντολέων», είπε (γιατί αυτό ήταν το προηγούμενο όνομά του), «καθώς επικαλέστηκε τον Χριστό, στον Οποίο και εγώ πιστεύω». Αμέσως ο βασιλιάς τού έκοψε το κεφάλι, ενώ ο Παντολέων προσήχθη σ’ αυτόν. Ο Μαξιμιανός, επειδή ο άγιος δεν κάμφθηκε καθόλου ούτε με τις υποσχέσεις ούτε με τις απειλές, για ν’  αρνηθεί την πίστη του Χριστού, διέταξε να κτυπηθεί φοβερά και να φλεχθεί με λαμπάδες. Του εμφανίστηκε όμως ο Χριστός, με το σχήμα του πρεσβυτέρου Ερμολάου, που του έδωσε θάρρος, και φάνηκε ότι ήταν μαζί του και στον βρασμένο μόλυβδο και στη θάλασσα που τον έριξαν. Αφού έμεινε αβλαβής από όλα, ρίχνεται στα θηρία, αλλά κι από αυτά, σαν άλλος Δανιήλ, παραμένει αλώβητος, οπότε τον δένουν σε τροχό γεμάτο μαχαίρια, που τον άφησαν να πέσει στο έδαφος από ψηλά. Τέλος, στην τελευταία απόφαση να τον θανατώσουν διά ξίφους, προσευχήθηκε κι ακούστηκε φωνή από τον ουρανό να τον καλεί Παντελεήμονα. Μόλις τελείωσε την προσευχή κι ενώ επρόκειτο να του κόψουν το κεφάλι, την ώρα που ο δήμιος άπλωσε το χέρι, γύρισε πίσω το σίδερο κι έλιωσε σαν κερί, θαύμα που έκανε τους στρατιώτες να πιστέψουν στον Χριστό. Τότε ο άγιος μάρτυρας πρότεινε μόνος του τον αυχένα και έτσι κόπηκε το κεφάλι του. Λέγεται δε ότι χύθηκε γάλα αντί αίμα, και η ελιά στην οποία είχε προσδεθεί, αμέσως διαμιάς καρποφόρησε».

Αν, κατά τον άγιο Ιάκωβο, «η κρίσις ανίλεώς εστιν τοις μη ποιήσασιν έλεος», δηλαδή η κρίση του Θεού θα είναι χωρίς έλεος γι’  αυτούς που δεν έδειξαν στη ζωή τους έλεος για τους άλλους, τι πρέπει αντιστρόφως να πούμε για τον άγιο Παντελεήμονα, ο οποίος όχι απλώς είχε και έδειξε έλεος και αγάπη στους συνανθρώπους του, αλλά είχε και έδειξε το μεγαλύτερο έλεος που μπορεί να βρεθεί σε άνθρωπο, και ενόσω ζούσε και μετά το μαρτυρικό του τέλος; Μία πραγματικότητα, που δεν την διαπιστώσαμε μόνοι μας οι άνθρωποι, αλλά την απεκάλυψε και ο ίδιος ο Θεός, ο Οποίος ακριβώς του έδωσε κι αυτήν την προσωνυμία. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος έφτασε πράγματι σε επίπεδα θεϊκά, αφού μόνον ο Θεός μπορεί κατ’  ουσίαν να χαρακτηριστεί ως καθ’  υπερβολήν και υπερθετικά Παντελεήμων, γεγονός που μας δίνει το δικαίωμα να λέμε ότι ο άγιος έγινε δίοδος των χαρίτων του Θεού στον κόσμο, φανέρωση της βασιλείας της αγάπης Του σε αυτόν. Και βεβαίως εννοούμε ότι το έλεος του αγίου – προέκταση κατ’ αλήθεια του ελέους του Θεού – εκτεινόταν και συνεχίζεται βεβαίως να εκτείνεται μέχρι σήμερα και στα σώματα, αλλά και στις ψυχές των ανθρώπων.

Δεν είναι τυχαίο που ο Κύριος τον χαρίτωσε μ’  αυτόν τον τρόπο. Ο Θεός, γνωρίζουμε, δίνει πλούσια το έλεός Του σ’ εκείνους που η καρδιά τους έχει και κάποια «φυσική» κλίση συμπαθείας προς τους συνανθρώπους τους. Ο άγιος από μικρός έδειξε την με αγάπη στροφή του προς τους άλλους, όταν θέλησε να σπουδάσει μία επιστήμη, που είναι ακριβώς κοντά στον άνθρωπο, μάλλον η πιο κοντινή σ’  αυτόν, διότι στέκεται δίπλα στον πόνο του: την ιατρική. Κανείς δεν σπουδάζει ιατρική – και μιλάμε με αληθινή έφεση ψυχής κι όχι επαγγελματικά – αν η καρδιά του δεν «κτυπάει», έστω και λίγο, συντονισμένα με τους κτύπους της καρδιάς των ανθρώπων. Πολλαπλασίως ο Θεός προσφέρει το έλεός Του σ’ εκείνους που επέλεξαν και αγωνίστηκαν στη ζωή τους να σταθούν στην κύρια εντολή Του, την αγάπη. Ο άγιος Παντελεήμων, λοιπόν, και από φυσικού του και με τη θέλησή του είδε να πολλαπλασιάζεται το έλεος του Θεού σ’ αυτόν, έλεος που τελικός αποδέκτης  του είμαστε εμείς οι άνθρωποι σ’  όλες τις εποχές.

Αυτήν τη φυσική, αλλά και χαρισματική ταυτόχρονα ανέλιξη του πνεύματός του μάς την προβάλλει με ωραιότατες εικόνες και χαρακτηρισμούς ο ποιητής της Εκκλησίας μας. Ο άγιος, εν πρώτοις, πέραν από πρώτο των αναργύρων αγίων της Εκκλησίας,   συνιστά, κατ’ αυτόν, έναν «παιδαριογέροντα», ένα γέροντα δηλαδή στη σύνεση, αλλά από την παιδική του ήδη ηλικία. «Ἀνατείλας οἷα περ ἀστήρ, φέρων ἐν νεότητι, πρεσβυτικὴν καὶ θεόφρονα σύνεσιν». Διότι από παιδάκι φανέρωσε τη στροφή του προς τον Θεό, όταν του δόθηκαν πολλές αφορμές ν’  ακολουθήσει άλλη πορεία από τη χριστιανική, με τις προτροπές του ειδωλολάτρη πατέρα του. Εκείνος όμως, σαν νέος Ηρακλής, στο κρίσιμο σταυροδρόμι της νεότητας, επιλέγει τον δρόμο που ακολουθεί η ευσεβέστατη μητέρα του και γίνεται χριστιανός. «Μεγαλέμπορον» τον χαρακτηρίζει εν προκειμένω ο υμνογράφος, διότι αντάλλαξε προσφυώς τα εύκολα πάθη της νεότητας και τον ολισθηρό δρόμο, στον οποίο αυτά οδηγούν, με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Από την άλλη, ο υμνογράφος επισημαίνει κι ένα βασικότατο στοιχείο της πνευματικής ζωής: τη χειραγωγία του από πνευματικό πατέρα. Ο άγιος Παντελεήμων ναι μεν «πειράστηκε» με ό,τι πρόβαλλε σ’  αυτόν ως πρότυπο ζωής ο πατέρας του, αλλά ευλογήθηκε από τον Θεό με τη χαρισματική μορφή πρώτα της μητέρας του, κυρίως όμως με την διακριτική καθοδήγηση του ιερέα Ερμολάου. Ο Ερμόλαος ήταν ο πνευματικός του, ο γέροντάς του, που διαρκώς τον ενίσχυε και τον προσανατόλιζε στον ουρανό. Και η επιβεβαίωση της χάρης αυτής του Θεού στον άγιο έρχεται με τον παραδοξότερο τρόπο, άνωθεν: ο ίδιος ο Χριστός τον ενισχύει στα μαρτύριά του, αλλά με τη μορφή του αγίου Ερμολάου. Αγαθή διάθεση ψυχής, γνωμικό θέλημα στραμμένο προς τον Θεό, πνευματική χειραγωγία από πνευματικό: τα στοιχεία που κινητοποιούν τη χάρη του Θεού, για να γίνει κανείς άγιος, έστω και σ’ ένα βαθμό, σαν τον άγιο Παντελεήμονα.