«Πολλές φορές μου
λέει ο λογισμός: “Δεν αξίζω τίποτα, είμαι αδιόρθωτη…”. Κι αυτό είναι από τον
πονηρό. Αν έχω ταπείνωση, πρέπει να πω: “Εντάξει, έκανα ένα λάθος, αλλά θα
προσπαθήσω να το διορθώσω”. Τότε μένω ειρηνική και δεν ταράζομαι»
(Γερόντισσα Θεοσέμνη Χρυσοπηγής Χανίων).
Η μακαριστή Γερόντισσα Θεοσέμνη (1938-2000) ήταν και
είναι από τις πιο γνωστές πνευματικές φυσιογνωμίες που ανέδειξε η εποχή μας.
Δεν ήταν μόνο τα πολλά χαρίσματα και οι αρετές της, αλλά και η πνευματική σχέση
της με τον μεγάλο όσιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη που την κατέστησαν γνωστή
στους περισσοτέρους πιστούς. Μέσα στις μνημονευόμενες πολλές θαυμαστές
επεμβάσεις του συγχρόνου μας οσίου από εκείνους που μαρτυρούσαν για την
αγιότητά του ήταν σχεδόν πάντοτε και η αναφορά του αγίου στη μακαριστή
Θεοσέμνη, το πώς δηλαδή την καθοδήγησε προκειμένου να αντιμετωπίσει το σοβαρό
πρόβλημα της υγείας της που παρουσίασε κάποια στιγμή της ζωής της.
Η αγία Γερόντισσα Θεοσέμνη (Αναστασία Αριστέα Δήμτσα)
καταγόταν από τη Λάρισα και ήταν τέκνο ευσεβών γονέων. Ο πατέρας της σύντομα
έφυγε από τη ζωή και εκείνη μαζί με τα δύο άλλα αδέλφια της μεγάλωσαν από την
αφοσιωμένη στον Κύριο μητέρα τους. Από παιδί έτρεφε η μικρή Αναστασία Αριστέα
θερμή αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία, δείχνοντας ότι η ιεραποστολική
διακονία ήταν εκείνο που αποτελεί την κλίση της καρδιάς της, κάτι που
εκφράστηκε με τις σπουδές της στην Ανωτέρα Σχολή Νοσηλευτικής του Ερυθρού
Σταυρού και έπειτα για αρκετά χρόνια με την εργασία της σε διάφορα νοσοκομεία
της Αθήνας. Το 1966 πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα, ζώντας
με απόλυτη υπακοή και αναδεικνυομένη σε πρότυπο μοναχής, κι έπειτα το 1976 ήλθε
στα Χανιά, όπου με την ευλογία του τότε Μητροπολίτου κι έπειτα αρχιεπισκόπου
Κρήτης κ. Ειρηναίου ανέλαβε την εκ θεμελίων ανασυγκρότηση της ερειπωμένης Μονής
Χρυσοπηγής. Η θυσιαστική διακονία της επί 24 έτη έφερε βεβαίως τους καρπούς
της: το μοναστήρι μεγαλούργησε και πλήθος νέων κοριτσιών θέλχθηκαν από την αγία
μορφή της προκειμένου να ακολουθήσουν τον δρόμο της απόλυτης αφιέρωσης στον
Θεό. Σε ηλικία 48 ετών θεραπεύτηκε από τον όσιο Πορφύριο από τον καρκίνο που
την ταλαιπωρούσε, η δε ασθένειά της επανήλθε στα τέσσερα τελευταία χρόνια της
ζωής της (1996-2000), που την αντιμετώπισε με θαυμαστή υπομονή και καρτερία,
μέχρις ότου ο Κύριος παρέλαβε την οσιακή ψυχή της στις 31 Μαΐου 2000 στο
Νοσοκομείο Χανίων.
Γράφτηκαν, γράφονται και θα συνεχίσουν να γράφονται πολλά
για την αγιασμένη αυτή μορφή, όπως το βιβλίο που εξέδωσε το Μοναστήρι της ήδη
από το 2001 (α΄ έκδοση) και επαυξημένο το 2010 (β΄ έκδοση), όπου έχει κανείς
εκεί την ευκαιρία να έλθει σε επαφή λίγο
με τη χαριτωμένη ζωή της, ιδιαιτέρως δε με τον σοφό και μύρον αποπνέοντα λόγο
της. Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί μία μικρή καταγραφή από τον πλούτο της
διδασκαλίας της, καθώς συχνά πυκνά, χωρίς να θέλει να κάνει το δάσκαλο αλλά
νιώθοντας την ευθύνη της θέσεώς της ως ηγουμένης, μιλούσε στις μοναχές της
υπενθυμίζοντάς τους, με πρώτο τον εαυτό της, το όραμα που έπρεπε καθημερινώς να
τις συνέχει: τη ζωντανή σχέση τους με τον Κύριο και Θεό τους! Οι περισσότερες
διδαχές της ξεκινούσαν από τη δική της προσωπική πνευματική ζωή, ό,τι δηλαδή η
ίδια από την εμπειρία του καθημερινού της αγώνα κατανοούσε, μάθαινε, γι’ αυτό
και ήθελε να το μεταδώσει ως παρακαταθήκη και στις λοιπές αγωνιζόμενες ψυχές.
Αναφέρεται η σοφή Γερόντισσα στο θέμα των λογισμών, εκεί
που πράγματι κρίνεται η κατά Χριστόν πορεία ενός πιστού, αν θα είναι ανοδική ή
καθοδική. «Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας», όπως έλεγαν και λένε όλοι οι
άγιοί μας, γνωρίζοντας εκ πείρας ότι οι λογισμοί δεν πηγάζουν μόνον από τον
ίδιο τον άνθρωπο, αλλά και από τον ίδιο τον Θεό ή και τον πονηρό διάβολο, που
«ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη»! Και επικεντρώνει την προσοχή
της στους πονηρούς λογισμούς, διότι σ’ αυτούς υπάρχει η παγίδα που αν κανείς
δεν προσέξει «εις βόθυνον πεσείται». Ποια είναι εν προκειμένω η δαιμονική
παγίδα; Αυτή που υποβάλλει ο πονηρός ότι παρ’ όλες τις προσπάθειες για
πνευματικό αγώνα ο πιστός έχει πτώσεις, δεν βλέπει διόρθωση του χαρακτήρα του,
γι’ αυτό και δεν αξίζει τίποτα! Είναι η προσωπική της εμπειρία, λέει η
Γερόντισσα, που της συμβαίνει μάλιστα συχνά: «Πολλές φορές μου λέει ο
λογισμός».
Αλλά η Γερόντισσα έχει «νουν Χριστού» και δεν αγνοεί τα
τερτίπια του εχθρού διαβόλου. Ο πνευματικός αγώνας της, η εν χάριτι ζωή της τής
έχουν δώσει τη διάκριση να βλέπει τι υπόκειται πίσω από τους όποιους λογισμούς:
«είναι από τον πονηρό» ο λογισμός αυτός, σημειώνει. Γιατί; Διότι η αποδοχή του
οδηγεί σε απελπισία και απόγνωση, συνεπώς υφίσταται η έλλειψη πίστεως στον
Χριστό. «Παν ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστί» γνωρίζει η Γερόντισσα, όπως και το
γεγονός ότι το σπουδαιότερο και βαρύτερο όπλο του διαβόλου είναι να φτάσει τον
άνθρωπο στην απόγνωση και την απελπισία. Δεν χαίρεται τόσο ο πονηρός όταν
αμαρτάνουμε, όσο όταν απελπιζόμαστε, λένε οι άγιοί μας. Και τούτο γιατί στην
αμαρτία υπάρχει πάντοτε η μετάνοια ως ισχυρό και απόλυτο αντίδοτο, ενώ στην
απελπισία ως γνώρισμα απιστίας δεν υπάρχει καμία διέξοδος και προοπτική. Κι
ακόμη η απιστία αυτή της απελπισίας συνυπάρχει με την υπερηφάνεια. Δεν υπάρχει
ταπείνωση στον λογισμό αυτόν, λέει η σοφή Θεοσέμνη, γιατί κάνει τον άνθρωπο να
κινείται με βάση μόνο τις δικές του δυνάμεις. «Δεν αξίζω, είμαι αδιόρθωτος…».
Τον Χριστό και την ενισχύουσα χάρη Του την έχει κάνει ήδη πέρα, διαγράφει την
αγάπη Εκείνου που πέθανε ακριβώς για εμάς και μέχρι τέλους της ζωής μας
αγωνίζεται να μας συνεφέρει. «Δυνατός ο Θεός στήσαι αυτόν», λέει θεόπνευστα ο
απόστολος Παύλος, αναφερόμενος ακριβώς στον πιστό που πέφτει στις αμαρτίες και
δεν μπορεί να ορθοποδήσει. Εσύ δηλαδή δεν μπορείς, αλλά μπορεί ο ίδιος ο
Κύριος!
Ποια είναι λοιπόν η λύση; Η με ταπείνωση αποδοχή της
πτώσεως, του λάθους και η στροφή προς τον μόνον δυνάμενον σώζειν, τον Κύριο που
δίνει τη δύναμη της διόρθωσης. Δεν προβάλλει ενώπιόν μας η Γερόντισσα Θεοσέμνη
χωρίς να το λέει το παράδειγμα του ασώτου της γνωστής παραβολής του Κυρίου;
Γιατί ο άσωτος θεωρείται το πρότυπο του αγίου ανθρώπου; Διότι ήλθε η στιγμή που
κατενόησε τις αμαρτίες του: «εις εαυτόν ελθών», αλλά δεν έμεινε εκεί: θα σηκωθώ
και θα πάω στον πατέρα μου, είπε, «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Αλλά
αυτό συνιστά την πορεία της μετανοίας, της μόνης οδού που σώζει τον άνθρωπο και
τον φέρνει ενώπιον ενωπίω Θεώ. Αναμαρτησία ανθρωπίνως έτσι κι αλλιώς δεν
υπάρχει, υπάρχει όμως η αγία πορεία που γνώρισμα έχει την πτώση αλλά και τη
συνεχή ανάσταση. «Ίδιο των αγγέλων είναι» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης της
Κλίμακος, «να μην πέφτουν ποτέ στην αμαρτία. Ίδιο των δαιμόνων είναι να
βρίσκονται πάντοτε στην αμαρτία. Ίδιο των αγίων ανθρώπων είναι να βρίσκονται
πότε στην αμαρτία και πότε στη μετάνοια». «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και
σωθήση», μας λέει και ένα λόγιο εκκλησιαστικό, ακριβώς για να δείξει ότι όταν η
πτώση στην αμαρτία συνοδεύεται από τη δύναμη της έγερσης και της ανάστασης,
τότε τον άνθρωπο τον σχετίζει με τον Θεό.
Και η απόδειξη, κατά τη Γερόντισσα Θεοσέμνη, ότι όντως
έτσι είναι τα πράγματα, είναι το αποτέλεσμα στην ψυχή του ανθρώπου. «Τότε μένω
ειρηνική και δεν ταράζομαι». Η αποδοχή της αμαρτίας μου αλλά και η εν μετανοία
αντίδρασή μου φέρνει την ειρήνη στην καρδιά, την έλλειψη της όποιας ταραχής.
Ενώ η άπιστη και υπερήφανη απόγνωση και απελπισία συνοδεύεται από την ταραχή
και την ακαταστασία. «Εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται».