12 Σεπτεμβρίου 2024

«ΔΕΝ ΑΞΙΖΩ ΤΙΠΟΤΑ…»!

«Πολλές φορές μου λέει ο λογισμός: “Δεν αξίζω τίποτα, είμαι αδιόρθωτη…”. Κι αυτό είναι από τον πονηρό. Αν έχω ταπείνωση, πρέπει να πω: “Εντάξει, έκανα ένα λάθος, αλλά θα προσπαθήσω να το διορθώσω”. Τότε μένω ειρηνική και δεν ταράζομαι» (Γερόντισσα Θεοσέμνη Χρυσοπηγής Χανίων).

Η μακαριστή Γερόντισσα Θεοσέμνη (1938-2000) ήταν και είναι από τις πιο γνωστές πνευματικές φυσιογνωμίες που ανέδειξε η εποχή μας. Δεν ήταν μόνο τα πολλά χαρίσματα και οι αρετές της, αλλά και η πνευματική σχέση της με τον μεγάλο όσιο Πορφύριο τον καυσοκαλυβίτη που την κατέστησαν γνωστή στους περισσοτέρους πιστούς. Μέσα στις μνημονευόμενες πολλές θαυμαστές επεμβάσεις του συγχρόνου μας οσίου από εκείνους που μαρτυρούσαν για την αγιότητά του ήταν σχεδόν πάντοτε και η αναφορά του αγίου στη μακαριστή Θεοσέμνη, το πώς δηλαδή την καθοδήγησε προκειμένου να αντιμετωπίσει το σοβαρό πρόβλημα της υγείας της που παρουσίασε κάποια στιγμή της ζωής της.

Η αγία Γερόντισσα Θεοσέμνη (Αναστασία Αριστέα Δήμτσα) καταγόταν από τη Λάρισα και ήταν τέκνο ευσεβών γονέων. Ο πατέρας της σύντομα έφυγε από τη ζωή και εκείνη μαζί με τα δύο άλλα αδέλφια της μεγάλωσαν από την αφοσιωμένη στον Κύριο μητέρα τους. Από παιδί έτρεφε η μικρή Αναστασία Αριστέα θερμή αγάπη για τον Χριστό και την Εκκλησία, δείχνοντας ότι η ιεραποστολική διακονία ήταν εκείνο που αποτελεί την κλίση της καρδιάς της, κάτι που εκφράστηκε με τις σπουδές της στην Ανωτέρα Σχολή Νοσηλευτικής του Ερυθρού Σταυρού και έπειτα για αρκετά χρόνια με την εργασία της σε διάφορα νοσοκομεία της Αθήνας. Το 1966 πήγε στο μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου στα Μετέωρα, ζώντας με απόλυτη υπακοή και αναδεικνυομένη σε πρότυπο μοναχής, κι έπειτα το 1976 ήλθε στα Χανιά, όπου με την ευλογία του τότε Μητροπολίτου κι έπειτα αρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Ειρηναίου ανέλαβε την εκ θεμελίων ανασυγκρότηση της ερειπωμένης Μονής Χρυσοπηγής. Η θυσιαστική διακονία της επί 24 έτη έφερε βεβαίως τους καρπούς της: το μοναστήρι μεγαλούργησε και πλήθος νέων κοριτσιών θέλχθηκαν από την αγία μορφή της προκειμένου να ακολουθήσουν τον δρόμο της απόλυτης αφιέρωσης στον Θεό. Σε ηλικία 48 ετών θεραπεύτηκε από τον όσιο Πορφύριο από τον καρκίνο που την ταλαιπωρούσε, η δε ασθένειά της επανήλθε στα τέσσερα τελευταία χρόνια της ζωής της (1996-2000), που την αντιμετώπισε με θαυμαστή υπομονή και καρτερία, μέχρις ότου ο Κύριος παρέλαβε την οσιακή ψυχή της στις 31 Μαΐου 2000 στο Νοσοκομείο Χανίων.

Γράφτηκαν, γράφονται και θα συνεχίσουν να γράφονται πολλά για την αγιασμένη αυτή μορφή, όπως το βιβλίο που εξέδωσε το Μοναστήρι της ήδη από το 2001 (α΄ έκδοση) και επαυξημένο το 2010 (β΄ έκδοση), όπου έχει κανείς εκεί  την ευκαιρία να έλθει σε επαφή λίγο με τη χαριτωμένη ζωή της, ιδιαιτέρως δε με τον σοφό και μύρον αποπνέοντα λόγο της. Το παραπάνω απόσπασμα αποτελεί μία μικρή καταγραφή από τον πλούτο της διδασκαλίας της, καθώς συχνά πυκνά, χωρίς να θέλει να κάνει το δάσκαλο αλλά νιώθοντας την ευθύνη της θέσεώς της ως ηγουμένης, μιλούσε στις μοναχές της υπενθυμίζοντάς τους, με πρώτο τον εαυτό της, το όραμα που έπρεπε καθημερινώς να τις συνέχει: τη ζωντανή σχέση τους με τον Κύριο και Θεό τους! Οι περισσότερες διδαχές της ξεκινούσαν από τη δική της προσωπική πνευματική ζωή, ό,τι δηλαδή η ίδια από την εμπειρία του καθημερινού της αγώνα κατανοούσε, μάθαινε, γι’ αυτό και ήθελε να το μεταδώσει ως παρακαταθήκη και στις λοιπές αγωνιζόμενες ψυχές.

Αναφέρεται η σοφή Γερόντισσα στο θέμα των λογισμών, εκεί που πράγματι κρίνεται η κατά Χριστόν πορεία ενός πιστού, αν θα είναι ανοδική ή καθοδική. «Οι λογισμοί καθορίζουν τη ζωή μας», όπως έλεγαν και λένε όλοι οι άγιοί μας, γνωρίζοντας εκ πείρας ότι οι λογισμοί δεν πηγάζουν μόνον από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά και από τον ίδιο τον Θεό ή και τον πονηρό διάβολο, που «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη»! Και επικεντρώνει την προσοχή της στους πονηρούς λογισμούς, διότι σ’ αυτούς υπάρχει η παγίδα που αν κανείς δεν προσέξει «εις βόθυνον πεσείται». Ποια είναι εν προκειμένω η δαιμονική παγίδα; Αυτή που υποβάλλει ο πονηρός ότι παρ’ όλες τις προσπάθειες για πνευματικό αγώνα ο πιστός έχει πτώσεις, δεν βλέπει διόρθωση του χαρακτήρα του, γι’ αυτό και δεν αξίζει τίποτα! Είναι η προσωπική της εμπειρία, λέει η Γερόντισσα, που της συμβαίνει μάλιστα συχνά: «Πολλές φορές μου λέει ο λογισμός».

Αλλά η Γερόντισσα έχει «νουν Χριστού» και δεν αγνοεί τα τερτίπια του εχθρού διαβόλου. Ο πνευματικός αγώνας της, η εν χάριτι ζωή της τής έχουν δώσει τη διάκριση να βλέπει τι υπόκειται πίσω από τους όποιους λογισμούς: «είναι από τον πονηρό» ο λογισμός αυτός, σημειώνει. Γιατί; Διότι η αποδοχή του οδηγεί σε απελπισία και απόγνωση, συνεπώς υφίσταται η έλλειψη πίστεως στον Χριστό. «Παν ουκ εκ πίστεως αμαρτία εστί» γνωρίζει η Γερόντισσα, όπως και το γεγονός ότι το σπουδαιότερο και βαρύτερο όπλο του διαβόλου είναι να φτάσει τον άνθρωπο στην απόγνωση και την απελπισία. Δεν χαίρεται τόσο ο πονηρός όταν αμαρτάνουμε, όσο όταν απελπιζόμαστε, λένε οι άγιοί μας. Και τούτο γιατί στην αμαρτία υπάρχει πάντοτε η μετάνοια ως ισχυρό και απόλυτο αντίδοτο, ενώ στην απελπισία ως γνώρισμα απιστίας δεν υπάρχει καμία διέξοδος και προοπτική. Κι ακόμη η απιστία αυτή της απελπισίας συνυπάρχει με την υπερηφάνεια. Δεν υπάρχει ταπείνωση στον λογισμό αυτόν, λέει η σοφή Θεοσέμνη, γιατί κάνει τον άνθρωπο να κινείται με βάση μόνο τις δικές του δυνάμεις. «Δεν αξίζω, είμαι αδιόρθωτος…». Τον Χριστό και την ενισχύουσα χάρη Του την έχει κάνει ήδη πέρα, διαγράφει την αγάπη Εκείνου που πέθανε ακριβώς για εμάς και μέχρι τέλους της ζωής μας αγωνίζεται να μας συνεφέρει. «Δυνατός ο Θεός στήσαι αυτόν», λέει θεόπνευστα ο απόστολος Παύλος, αναφερόμενος ακριβώς στον πιστό που πέφτει στις αμαρτίες και δεν μπορεί να ορθοποδήσει. Εσύ δηλαδή δεν μπορείς, αλλά μπορεί ο ίδιος ο Κύριος!

Ποια είναι λοιπόν η λύση; Η με ταπείνωση αποδοχή της πτώσεως, του λάθους και η στροφή προς τον μόνον δυνάμενον σώζειν, τον Κύριο που δίνει τη δύναμη της διόρθωσης. Δεν προβάλλει ενώπιόν μας η Γερόντισσα Θεοσέμνη χωρίς να το λέει το παράδειγμα του ασώτου της γνωστής παραβολής του Κυρίου; Γιατί ο άσωτος θεωρείται το πρότυπο του αγίου ανθρώπου; Διότι ήλθε η στιγμή που κατενόησε τις αμαρτίες του: «εις εαυτόν ελθών», αλλά δεν έμεινε εκεί: θα σηκωθώ και θα πάω στον πατέρα μου, είπε, «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Αλλά αυτό συνιστά την πορεία της μετανοίας, της μόνης οδού που σώζει τον άνθρωπο και τον φέρνει ενώπιον ενωπίω Θεώ. Αναμαρτησία ανθρωπίνως έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει, υπάρχει όμως η αγία πορεία που γνώρισμα έχει την πτώση αλλά και τη συνεχή ανάσταση. «Ίδιο των αγγέλων είναι» σημειώνει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, «να μην πέφτουν ποτέ στην αμαρτία. Ίδιο των δαιμόνων είναι να βρίσκονται πάντοτε στην αμαρτία. Ίδιο των αγίων ανθρώπων είναι να βρίσκονται πότε στην αμαρτία και πότε στη μετάνοια». «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση», μας λέει και ένα λόγιο εκκλησιαστικό, ακριβώς για να δείξει ότι όταν η πτώση στην αμαρτία συνοδεύεται από τη δύναμη της έγερσης και της ανάστασης, τότε τον άνθρωπο τον σχετίζει με τον Θεό.

Και η απόδειξη, κατά τη Γερόντισσα Θεοσέμνη, ότι όντως έτσι είναι τα πράγματα, είναι το αποτέλεσμα στην ψυχή του ανθρώπου. «Τότε μένω ειρηνική και δεν ταράζομαι». Η αποδοχή της αμαρτίας μου αλλά και η εν μετανοία αντίδρασή μου φέρνει την ειρήνη στην καρδιά, την έλλειψη της όποιας ταραχής. Ενώ η άπιστη και υπερήφανη απόγνωση και απελπισία συνοδεύεται από την ταραχή και την ακαταστασία. «Εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται».

11 Σεπτεμβρίου 2024

ΦΕΥΓΕΙ Ο ΝΟΥΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ!

«Πάλευε συνεχώς να συγκεντρώνεις τον νου σου που σκορπίζεται σε ρεμβασμούς. Ο Θεός δεν ζητεί από τους υποτακτικούς του Κοινοβίου (όπως από τους ησυχαστές) προσευχή αρρέμβαστη. Γι’ αυτό να μην αθυμείς, επειδή κλέπτεται ο νους σου. Αντίθετα να ευθυμείς που πάντοτε τον επαναφέρεις. Άλλωστε μόνο στους αγγέλους παρατηρείται το «άσυλον», το να μην κλέπτεται δηλαδή ο νους τους» (Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. δ΄, 88).

Παραπονιέσαι συχνά ότι είτε στις ακολουθίες του ναού είτε και στην προσωπική σου προσευχή το μυαλό σου φεύγει. Φαίνεσαι προσηλωμένος, μπορεί και να κρατάς στα χέρια σου βιβλίο προσευχών που να τις ψελλίζεις μάλιστα, και όμως με πόνο διαπιστώνεις ότι πολλές φορές μόνο το σώμα σου είναι εκεί. Ο νους σου έχει πάει σε οτιδήποτε άλλο πέρα από την προσευχή: σε εργασίες ανολοκλήρωτες, σε προβλήματα οικογενειακά, σε κάτι προσωπικό που σε ταλαιπωρεί, στη συμπεριφορά και την ενδυμασία κάποιου ακόμη και μέσα στον ναό. Και θορυβείσαι, και μελαγχολείς κι ίσως και απελπίζεσαι. Γιατί υπάρχουν φορές που έχεις συλλάβει τον εαυτό σου να σκέπτεται ακόμη και αμαρτίες.

Ο άγιος Ιωάννης σε παρηγορεί και σε στηρίζει φιλάνθρωπα. Δεν συμβαίνει μόνο σε σένα ο ρεμβασμός αυτός, το κλέψιμο του νου. Η εμπειρία και ο φωτισμός του τού έχουν δείξει ότι όχι μόνο και στους καλόγερους συμβαίνει ο διασκορπισμός του νου, αλλά και στους μεγάλους και προχωρημένους στην αγιότητα. Στους ίδιους τους αγίους. Σπάνια, αν μη ποτέ, θα υπάρξει άνθρωπος που θα έχει προσηλωμένο τον νου του στον Κύριο εκατό τοις εκατό, ακόμη και την ώρα της προσευχής. Κάποιος λογισμός, ίσως και καλός, θα κλέψει τη διάνοιά του και θα τον αποπροσανατολίσει. Και σου λέει: «μόνο στους αγγέλους παρατηρείται το άσυλο».

Μην επαναπαυτείς όμως με τη διαπίστωση αυτή.  Ο ρεμβασμός  αποκαλύπτει πόσο δρόμο έχουμε ακόμη μπροστά μας. Πόσο ελλειμματικοί στην πνευματική ζωή είμαστε. Γι’ αυτό και αφενός πάλευε να επαναφέρεις τον νου σου στα λόγια της προσευχής κάθε φορά που χάνεται - είναι ο καθημερινός πνευματικός σου αγώνας. Και αφετέρου, να χαίρεσαι, να ευθυμείς, γιατί ακριβώς κάνοντας τον αγώνα αυτόν χαίρεται ο Κύριος και Θεός σου. Μη ξεχνάς∙ άγιος τελικά δεν είναι ο (ανύπαρκτος ανθρωπίνως) αναμάρτητος, αλλά ο αγωνιστής. Δεν χρειάζεται λοιπόν στενοχώρια, εκεί που υπάρχει εσωτερική πάλη και χαρά του Θεού. Κι ακόμη∙ γνώριζε ότι με τον αγώνα αυτό που επισύρει τη χάρη του Θεού θα φτάσεις στο πιο χαρισματικό σημείο: να μην κλέπτεται ο νους σου σ’ έναν βαθμό και πέρα από τις ώρες της προσευχής.

Ο ΟΣΙΟΣ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ Ο ΜΑΓΕΙΡΟΣ

«Ο όσιος γεννήθηκε από αγροίκους και χωρικούς γονείς, οπότε και ανατράφηκε χωρίς ιδιαίτερη παιδεία. Ύστερα εισήλθε σε μοναστήρι κι αφού ντύθηκε το μοναχικό σχήμα έγινε υπηρέτης των μοναχών. Επειδή καταγινόταν πάντοτε στο μαγειρείο ως αγροίκος, οι άλλοι μοναχοί τον καταφρονούσαν και τον περιέπαιζαν, όμως ο μακάριος υπέφερε όλες τις καταφρονήσεις με γενναιότητα καρδιάς και σύνεση και ησυχία του λογισμού, χωρίς να ταράσσεται καθόλου. Κι αυτό γιατί μολονότι αγράμματος, ήταν έμπειρος κατά την πνευματική γνώση. Στο μοναστήρι λοιπόν εκείνο που βρισκόταν, ήταν και ένας φιλόθεος ιερέας, ο οποίος παρακαλούσε διαρκώς τον Θεό να του φανερώσει τα αγαθά που πρόκειται να απολαύσουν όσοι τον αγαπούν. Μία νύκτα λοιπόν, την ώρα που κοιμόταν ο ιερέας, φάνηκε στον ύπνο του ότι βρέθηκε μέσα σε περιβόλι και έβλεπε τα εκεί ευρισκόμενα πανευφρόσυνα αγαθά με θάμβος και έκσταση. Εκεί όμως είδε και τον μάγειρα του μοναστηριού Ευφρόσυνο, ο οποίος στεκόταν στο μέσον του περιβολιού και απολάμβανε τα διάφορα εκείνα αγαθά. Τον πλησίασε τότε κι άρχισε να τον ρωτά ποιο είναι αυτό το περιβόλι και πώς εκείνος βρέθηκε σ’ αυτό! Ο Ευφρόσυνος του αποκρίθηκε: Εγώ έχοντας εξουσία για όλα όσα βλέπεις εδώ, χαίρομαι και ευφραίνομαι με τη θεωρία τους και τη νοερή απόλαυση. Ο ιερέας του είπε: Μπορείς να μου δώσεις κάποιο από τα αγαθά αυτά;  Κι ο Ευφρόσυνος αποκρίθηκε: Ναι, θα πάρεις από όλα αυτά με τη χάρη του Θεού μου. Τότε ο ιερέας του έδειξε κάποια μήλα και του ζήτησε να του δώσει από αυτά. Ο Ευφρόσυνος πήρε μερικά και τα έβαλε στο πανωφόρι του ιερέα λέγοντάς του: να, απόλαυσε τα μήλα που ζήτησες.

Κάποια στιγμή κτύπησε το σήμαντρο για να εγερθούν οι Πατέρες για τον όρθρο, οπότε ξύπνησε και ο ιερέας. Κι ενώ νόμιζε ότι η οπτασία που έβλεπε ήταν όνειρο, καθώς άπλωσε το χέρι του για το πανωφόρι του, βρήκε πραγματικά τα μήλα. Θαύμασε για την παράδοξη ευωδία τους κι έμεινε ακίνητος για πολλή ώρα. Κίνησε έπειτα για την Εκκλησία και βλέποντας εκεί να στέκεται ο Ευφρόσυνος τον τράβηξε παράμερα και τον όρκισε να του πει πού ήταν εκείνη τη νύκτα. Ο Ευφρόσυνος του είπε: Συγχώρησέ με, πάτερ, σε κανένα μέρος δεν πήγα κατά τη νύκτα αυτήν, παρά τώρα ήλθα στην ακολουθία. Κι ο ιερέας είπε: Γι’  αυτό εγώ πρώτα σε έδεσα με όρκους, για να φανούν σε όλους τα μεγαλεία του Θεού. Και συ δεν πείθεσαι να φανερώσεις την αλήθεια; Τότε ο ταπεινόφρων Ευφρόσυνος αποκρίθηκε: Εκεί, πάτερ, ήμουνα, όπου είναι τα αγαθά που πρόκειται να κληρονομήσουν όσοι αγαπούν τον Θεό και που συ προ πολλών ετών ζητούσες να δεις. Εκεί είδες και εμένα να απολαμβάνω τα αγαθά του περιβολιού. Κι αυτό γιατί θέλοντας ο Κύριος να δώσει πληροφορία στην αγιοσύνη σου για τα ζητούμενα αγαθά των δικαίων, ενήργησε τέτοιο μεγάλο θαύμα μέσω από εμένα τον ευτελή. Κι ο ιερέας είπε: Και τι, πάτερ Ευφρόσυνε, τι μου έδωσες από τα αγαθά του περιβολιού; Τα ωραία και ευωδέστατα μήλα, αποκρίθηκε ο Ευφρόσυνος, τα οποία τώρα τα έβαλες στην κλίνη σου. Όμως, πάτερ συγχώρησέ με, γιατί εγώ είμαι σκουλήκι και δεν είμαι άνθρωπος.

Τότε ο ιερέας διηγήθηκε σε όλους τους αδελφούς την οπτασία που είδε, η οποία προξένησε σε όλους θαυμασμό και έκπληξη και ζήλο του καλού και της αρετής. Ο δε μακάριος Ευφρόσυνος, αποφεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων, αναχώρησε κρυφά από το μοναστήρι. Κι απομακρύνθηκε τόσο πολύ, ώστε να μείνει παντελώς άγνωστος σε όλους. Πολλοί δε ασθενείς, τρώγοντας από τα μήλα εκείνα που είχε δώσει στον ιερέα, γιατρεύτηκαν από τις ασθένειές τους» (συναξάρι ακολουθίας οσίου).

Ο όσιος Ευφρόσυνος αποτελεί ένα επιπλέον θαυμαστό σημείο μέσα στη χορεία των αγίων της Εκκλησίας μας που επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει ευκολότερος και ανετότερος δρόμος για την είσοδο του ανθρώπου στη Βασιλεία του Θεού, ήδη από τη ζωή αυτή, από την ταπείνωση. Κι αυτό διότι το καθοριστικότερο στοιχείο της ζωής του, απαρχής μέχρι τέλους, ήταν η υψοποιός αυτή αρετή. Οι αναφορές επ’  αυτού του εκκλησιαστικού ποιητή είναι πάμπολλες. Ήδη το απολυτίκιό του, εκεί που συμπυκνώνεται η ουσία της αγιότητας ενός αγίου, αυτό επισημαίνει εξαρχής: «ὁσίως ἐβίωσας ἐν ταπεινώσει πολλῇ». Και στο δοξαστικό επίσης του εσπερινού: «Οὗτος γάρ ταπεινώσει ἑαυτόν κοσμήσας», αυτό ήταν το κόσμημα της ζωής του, η ταπείνωση. Κι είναι αυτονόητο για τη χριστιανική πίστη ότι όπου υπάρχει η ταπείνωση, εκεί υπάρχει η παρουσία του Θεού, εκεί υπάρχουν και όλα τα χαρίσματα που δίνει ο Κύριος. Γιατί ακριβώς ο παντοδύναμος και πανάγαθος Θεός μας αυτά τα δύο μάς απεκάλυψε ως κατεξοχήν στοιχεία της ζωής Του: την αγάπη και την ταπείνωση. «Ο Θεός αγάπη εστί» και «μάθετε από εμένα ότι είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά».

Κι αυτό βεβαίως σημαίνει ότι πάνω στη βάση αυτή κτίζεται η πίστη στον Χριστό και η αγάπη για Εκείνον και τον συνάνθρωπο, όπως επίσης ότι η ταπείνωση συνυπάρχει με το κατεξοχήν αποδεικτικό στοιχείο της, την υπακοή. Ταπείνωση, πίστη, αγάπη, υπακοή – τα ακριβά κοσμήματα κάθε αγίου, ιδίως του σήμερα εορταζομένου οσίου Ευφροσύνου. Οπότε στο πρόσωπό του ψαύουμε την ενέργεια και τη χάρη του Τριαδικού Θεού ή αλλιώς μπροστά στον όσιο Ευφρόσυνο βλέπουμε μία άλλη «εν ετέρα μορφή» παρουσία του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι ασφαλώς για να υπάρχουν οι αρετές αυτές συνυπάρχουν και όλες οι παράμετροί τους, η υπομονή, η εγκράτεια, το πένθος, τα δάκρυα – διαβάζοντας τη ζωή του οσίου νιώθουμε ότι περιδιαβαίνουμε σ’ όλον τον Παράδεισο – με τελική αναφορά τη χαρά και την ευφροσύνη που φέρνει η παρουσία του Θεού στον άνθρωπο του Θεού.

«Όσιε πάτερ Ευφρόσυνε, άσκησες την αρετή με επιμέλεια στο μαγειρείο της Μονής κι αγάπησες την ταπείνωση παραπάνω από το χρυσάφι της γης. Γι’ αυτό και υψώθηκες σε άρρητο ύψος τελειώσεως» (λιτή). «Χαίρε, όσιε Ευφρόσυνε, που είσαι ο εραστής των αρετών, το λαμπρό κατοικητήριο της θείας χάρης, το βάθρο της αγάπης προς τον πλησίον, το λιβάδι της ακτησίας, η στήλη της ταπεινοφροσύνης, το κόσμημα των μοναχών, το φως του άμεμπτου βίου και ο πολύτιμος θησαυρός της θεάρεστης ασκήσεως» (στιχ. εσπ.).

Ο τονισμός μάλιστα της ταπεινώσεως ως της κατεξοχήν αρετής του οσίου Ευφροσύνου συνιστά, κατά τον σοφό και χαρισματούχο υμνογράφο Χ. Μπούσια, ό,τι σημαντικότερο για την εποχή μας. Γιατί; Διότι η εποχή μας χαρακτηρίζεται θα λέγαμε και για την ανισορροπία αυτή: μέσα σε όλα τα δεινά και φοβερά που αντιμετωπίζει να προβάλλει ως «πρότυπο» τον οιηματία άνθρωπο, τον φαντασμένο που νομίζει ότι τα ξέρει και τα κάνει όλα! Μπορεί δηλαδή ο σύγχρονος άνθρωπος να στέκει «ενεός» κι ανήμπορος μπρος και σ’ έναν αόρατο ιό, ο ίδιος όμως εξακολουθεί να υπερηφανεύεται και να αλαζονεύεται! Να, πώς το εκφράζει ο ποιητής: «Σήμερα έλαμψε ως λαμπρός ήλιος η πανευφρόσυνη μνήμη του πνευματοφόρου Ευφροσύνου, η οποία διώχνει την ομίχλη της οιήσεως και της υπερηφάνειάς μας» (δόξα εσπ.). Βλέπουμε τον άγιο Ευφρόσυνο, παραδειγματιζόμαστε και... προσγειωνόμαστε στην πραγματικότητα της ζωής μας.

Κι ακόμη ο βίος του θυμίζει δύο πράγματα από τη ζωή του μεγάλου συγχρόνου οσίου Σιλουανού του Αθωνίτου. Πρώτον, αυτό που έλεγε ο άγιος ευρισκόμενος στη Μονή του αγίου Παντελεήμονος Αγίου Όρους: σημασία στη ζωή μας δεν έχουν οι τίτλοι και τα αξιώματα, τα μεγάλα διακονήματα και οι θέσεις. Σημασία έχει το πώς κανείς διακονεί και στο μικρότερο διακόνημα: να έχει αίσθηση της παρουσίας του Χριστού ώστε να ζει αναμάρτητα. Η αναμαρτησία δεν είναι το κυρίως ζητούμενο στην κάθε ώρα και στιγμή της ζωής μας; «Αξίωσέ μας, Κύριε, την ημέρα μας να τη διαβούμε αναμάρτητα» - ό,τι ζούσε καθημερινά ο όσιος Ευφρόσυνος στο θεωρούμενο ταπεινό διακόνημά του στο μαγειρείο της Μονής. Και δεύτερον, αυτό που είχε αποκαλύψει ο ίδιος ο Σιλουανός, όταν υπηρετούσε στην τράπεζα της Μονής τους άλλους μοναχούς. «Ο Κύριος έδωσε να νιώσω τη μεγάλη χάρη Του, γιατί με τον λογισμό μου έλεγα ότι υπηρετώ τους αδελφούς του Κυρίου και τον ίδιο τον Κύριο». Κι είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι μεγάλη χάρη έλαβε ο άγιος Σιλουανός και όταν είδε τον Κύριο εν πνεύματι μέσα από την εικόνα Του στο μοναστήρι κατά την ώρα του εσπερινού, αλλά και όταν εκτελούσε το απλούστατο και ταπεινό διακόνημά του στο κοινό τραπέζι. Και γιατί θυμόμαστε τον άγιο Σιλουανό εν προκειμένω; Γιατί και ο όσιος Ευφρόσυνος ζούσε τον Παράδεισο με «αισθητό» τρόπο μάλιστα – το απεκάλυψε ο Κύριος στον φιλόθεο ιερέα της Μονής του - επειδή διακονούσε τους αδελφούς του με ταπείνωση, χωρίς να οργίζεται για τους εμπαιγμούς που δεχόταν, με διαρκή προσευχή γι’ αυτούς που τον «πείραζαν».

Όσιος Ευφρόσυνος: μία ταπεινή και μικρή εξωτερικά μορφή∙ ένας γίγαντας του Πνεύματος κι ένα κατοικητήριο του Θεού με πανίερες θεοπτικές εμπειρίες εσωτερικά.

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΑ Η ΕΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ

«Όπως η βασιλεία των Ουρανών ομοιώθηκε με δέκα παρθένες, όπως λέγει το στόμα του Χριστού στην Καινή Διαθήκη, έτσι και δέκα γυναίκες ομοιώθηκαν με σχήμα ανδρικό και σύντριψαν τα κέντρα του ανθρωποκτόνου διαβόλου. Μία δε από αυτές τις δέκα ήταν και η σήμερα εορταζομένη Θεοδώρα, που το όνομά της σημαίνει δώρο Θεού. Αυτή λοιπόν καταγόταν από την πόλη της Αλεξανδρείας κατά τους χρόνους Ζήνωνος του βασιλιά, κατά το έτος 472. Είχε συζευχθεί νόμιμα με άνδρα και ζούσε ζωή πολύ καλή και ακατηγόρητη. Επειδή όμως από φθόνο του μισόκαλου διαβόλου έπεσε κρυφά σε μοιχεία, αποφάσισε να ζητήσει και να βρει τη σωτηρία της. Γι’ αυτό όταν άκουσε τα ευαγγελικά λόγια, με τα οποία διδάσκει ο Κύριος ότι δεν υπάρχει τίποτε κρυφό που να μη γίνει φανερό αργότερα («οὐκ ἔστιν κρυπτόν, ὅ οὐ φανερόν γενήσεται»: Λουκ. 8, 17), χάριν τούτου, καθώς στοχάστηκε το βάρος της αμαρτίας που έκανε, βδελύχθηκε αυτήν την αμαρτία σαν ένα σίχαμα και μία ακαθαρσία, οπότε απορρίπτει τη γυναικεία ενδυμασία και ντύνεται το αγγελικό σχήμα των (ανδρών) μοναχών και μετονομάζεται από Θεοδώρα σε Θεόδωρο. Πήγε λοιπόν σε ανδρικό μοναστήρι, μετανοώντας και κλαίοντας την αμαρτία της.

Αφού πέρασε η μακάρια δύο ολόκληρα χρόνια, κοπιάζοντας με βαριές δουλειές και με αγώνα να σηκώνει τα πράγματα που χρειάζονταν για το μοναστήρι, από φθόνο του ψυχοφθόρου διαβόλου συκοφαντήθηκε από κάποιους κακότροπους ανθρώπους ότι πόρνεψε με μία γυναίκα. Γι’ αυτό οι συκοφάντες έφεραν ένα βρέφος και το έριξαν έξω στη θύρα του μοναστηριού, κατηγορώντας την ψεύτικα ότι ήταν δικό της. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος η αοίδιμη Θεοδώρα δέχθηκε τη συκοφαντία σαν αληθινή και πήρε το βρέφος, ανατρέφοντάς το κανονικά σαν να ήταν δικό της. Διότι προσπαθούσε η τρισμακάρια να κρύψει τον εαυτό της, ότι ήταν δηλαδή γυναίκα κατά τη φύση. Αφού έκανε υπομονή έξω από το μοναστήρι για την αγάπη του Θεού και για κανόνα της αμαρτίας της επτά ολόκληρα χρόνια, παλεύοντας με την ψύχρα του χειμώνα, με το καύμα του καλοκαιριού και με χαμαικοιτίες, μόλις και μετά βίας μετέπειτα μπήκε μέσα στο μοναστήρι.

Από τότε λοιπόν αφού καταξήρανε το σώμα της με συχνές προσευχές, με κόπους, με ολονύκτιες στάσεις και αγρυπνίες, κι αφού απέκτησε επίγνωση βαθιά το τι σημαίνει να κληρονομήσει κανείς τη βασιλεία των ουρανών, έφθασε σ’ εκείνον τον σκοπό και το τέλος που αγαπούσε. Διότι πραγματικά ακολούθησε φοβερό θαύμα στην αγία αυτή, το οποίο ποιος να μη θαυμάσει; Κι αυτό γιατί ενώ ήταν γυναίκα, έζησε μαζί με άνδρες χωρίς να το καταλάβει κανείς. Κι ακόμη γιατί ενώ βρισκόταν στο μέσο του σταδίου της ασκήσεως, αγωνιζόταν ως ένας από τους άνδρες, λάμποντας ασκητικά ως μέγας ήλιος. Οπότε φορτωμένη από τους άξιους μισθούς των κόπων της, ανέβηκε με χαρά στον ποθητό της νυμφίο Χριστό, ενώ οι μοναχοί βλέποντας αυτό το παράδοξο θαύμα, βρέθηκαν σε έκσταση και δόξασαν τον Θεό».

(Για την οσία αυτή Θεοδώρα γράφεται στο βιβλίο «Παράδεισος των Πατέρων» ότι είπε το αξιόλογο αυτό απόφθεγμα. Δηλαδή ότι δεν σώζει τον άνθρωπο ούτε η άσκηση ούτε η αγρυπνία ούτε κανείς άλλος ασκητικός κόπος, παρά μόνον η γνήσια ταπεινοφροσύνη. Διότι ήταν ένας αναχωρητής και εξεδίωκε τα δαιμόνια. Τα ρωτούσε δε αυτός με ποια αρετή βγαίνουν από τον άνθρωπο:

 - Με τη νηστεία βγαίνετε; Κι αποκρίνονταν τα δαιμόνια: Εμείς ποτέ δεν τρώμε ούτε πίνουμε.

- Τότε με την αγρυπνία βγαίνετε; Κι αποκρίνονταν: Εμείς ποτέ δεν κοιμόμαστε.

– Με την αναχώρηση και την καταφυγή σε έρημους τόπους βγαίνετε; Κι εκείνα αποκρίνονταν: Εμείς στην αναχώρηση και στην ερημιά βρισκόμαστε.

- Με ποια λοιπόν, τους είπε, αρετή βγαίνετε; Κι αποκρίθηκαν: Εμάς καμία αρετή δεν μας νικά, παρά μόνον η ταπεινοφροσύνη. Γιατί αυτή είναι ο νικητής των δαιμόνων.

Είπε πάλι η οσία, ότι ήταν ένας μοναχός που καθόταν στην έρημο στο κελλί του. Από το πλήθος δε των πειρασμών που του προξενούσε ο διάβολος, απέκαμε και είπε: ας φύγω από δω για να γλιτώσω. Την ώρα που ετοίμαζε τα υποδήματά του για να φύγει, βλέπει έναν άλλον άνθρωπο που έβαζε κι εκείνος τα υποδήματά του (κι ήταν ο άλλος, ο διάβολος) και λέγει στον μοναχό: εσύ φεύγεις από δω εξαιτίας μου, αλλά να κι εγώ ότι σε προλαβαίνω κι ετοιμάζομαι να πάω πιο μπροστά από εσένα εκεί που θα πας).

(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Θαυμαστός ο βίος της οσίας Θεοδώρας της εν Αλεξανδρείᾳ. Διότι ενώ δεν είναι η μόνη στην εκκλησιαστική ιστορία που ασκήθηκε μεταμφιεσμένη σε άνδρα σε μοναστήρι ανδρών, είναι η μόνη που ακολουθεί αυτήν την παράδοξη άσκηση με δύο ξεχωριστά δεδομένα: πρώτον, επιλέγει το σκληρό μαρτύριο της πλήρους ξενιτείας για να «εξιλεωθεί» από το αμάρτημα της μοιχείας που το γνωρίζει όμως μόνο αυτή∙ δεύτερον, αποδέχεται τη συκοφαντία της σαρκικής σχέσεως με γυναίκα(!), από την οποία προήλθε και ένα βρέφος(!), πάλι ερμηνεύοντας μόνον αυτή το γεγονός ως «ξεπλήρωμα» της μοιχείας που επιτέλεσε έναντι του νόμιμου συζύγου της. Πρόκειται για πραγματικότητα που αναδεικνύει την αγιότητα της Θεοδώρας, γιατί φανερώνει ότι η πορεία της, κι όχι μόνον η ασκητική όταν ντύθηκε το μοναχικό σχήμα αλλά και πρωτύτερα, ήταν αδιάκοπα ενώπιον των οφθαλμών του Κυρίου. Πράγματι, συνέβη η μεγάλη σαρκική πτώση της, «φθόνῳ διαβόλου» κατά τον συναξαριστή, όμως έκτοτε δεν μπορούσε να αντέξει το τραγικό γι’ αυτήν γεγονός, (ενώ θα μπορούσε να το «ξεπεράσει», ακολουθώντας και τον κανόνα της μετανοίας διά του μυστηρίου της εξομολογήσεως).

 Όμως είναι τόσο λεπτή η συνείδησή της που δεν της αρκεί αυτό. Αισθάνεται ότι η εξολοκλήρου αφιέρωσή της στον Θεό, και μάλιστα με τον απόλυτο τρόπο της ξενιτείας που είπαμε, μπορεί να επιφέρει τη συγχώρεση και την ανάπαυση της καρδιάς της. Την αίσθηση αυτή σημειώνει και ο άγιος υμνογράφος της. Ήδη από τα πρώτα στιχηρά του εσπερινού αναφέρει πως «ο ήλιος μέχρι τη δύση του (όχι μετέπειτα συνεπώς) δεν σε είδε να αμαρτάνεις, σε είδε όμως και σε γνώρισε ο καρδιογνώστης Κύριος που δεν δύει ποτέ. Γιατί είναι Αυτός που βλέπει όλα τα κρυφά γενόμενα, οπότε σου φώτισε έντονα με το φως της μετάνοιας και τα μάτια της καρδιάς σου, με αποτέλεσμα να σπεύσεις να τον λατρεύσεις με την επίμονη εγκράτεια και την τελειότητα των αρετών». 

Ο δρόμος της ξενιτείας της οσίας, όπως και η αναδοχή ευχαρίστως της συκοφαντίας φανερώνουν από την άλλη τη σπουδαιότερη εξ όλων των αρετών που χαρακτήριζε τη Θεοδώρα, την αγία ταπείνωση. Όλοι οι Πατέρες της Εκκλησίας μαρτυρούν ότι αν θέλουμε αληθινά να γνωρίζουμε το πνευματικό ύψος ενός χριστιανού, πρέπει να δούμε τα σημάδια της αληθινής ταπεινοφροσύνης του. Κι αυτό γιατί ο αποκαλυφθείς Θεός μας είναι τα δύο αυτά: αγάπη και ταπείνωση. Η οσία Θεοδώρα λοιπόν αποκαλύπτει το υπέρμετρο ύψος της, γιατί διαπνεόταν από την ταπείνωση αυτή, και βεβαίως από την αγάπη της προς τον Θεό και τον συνάνθρωπό της. «Φρονήματι τεταπεινωμένῳ» μάς λέει ο υμνογράφος ότι υπηρετούσε στο μοναστήρι η αγία (ωδή γ΄), «τρωθεῖσα θείῳ ἕρωτι» (εξαποστειλάριον),  ενώ μ’ αυτό το φρόνημα εξέχεε τη φλογισμένη αγάπη της προς τον Κύριο με τις προσευχές της: «Δες την ταπείνωση και τον κλαυθμό μου. Δες τη θλίψη μου και ανακούφισέ την... έκραζε η Θεοδώρα πρός τόν μόνον  δυνάμενον σώζειν» (ωδή δ΄). Κι ήταν η ταπείνωσή της αυτή πια που σαν ξίφος στα χέρια της οσίας έκοβε τις κεφαλές των δαιμόνων: «Τῷ ξίφει τοῦτον (τόν ἐχθρόν) τῆς ταπεινώσεως ἔτρωσας, συντρίψασα αὐτοῦ κάραν πολυμήχανον» (ωδή ε΄).

Η οσία χαριτώθηκε ιδιαιτέρως από τον Κύριο λόγω της μεγάλης της ταπείνωσης και της βαθιάς μετάνοιάς της, γι’ αυτό αφενός πάμπολλα ήταν και είναι τα θαύματά της («χάριν ἰαμάτων δεδωκώς σοι, Θεός»: ωδή ε΄), αφετέρου αποτελεί μέγα παράδειγμα μετανοίας για κάθε άνθρωπο που περιπίπτει στις αμαρτίες, όσες μεγάλες και βαριές κι αν είναι  υπογραμμός ἀναδέδεικται πεπτωκόσιν ὁ βίος σου καί βουλομένοις προσέρχεσθαι διά μετανοίας τῷ εἰδότι τά πταίσματα συγχωρεῖν καθώς γέγραπται» (οίκος συναξαρίου) (αναδείχτηκε παράδειγμα η ζωή σου γι’ αυτούς που έπεσαν στην αμαρτία και θέλουν να προσέρχονται με μετάνοια σ’ Αυτόν που γνωρίζει να συγχωρεί τις αμαρτίες, όπως έχει γραφεί).  

10 Σεπτεμβρίου 2024

ΠΩΣ ΞΕΠΛΕΝΟΝΤΑΙ ΟΙ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΑΣ

«Παιδί μου, συμβούλευε ο Ρώσος ασκητής Τύχων, να πλένεις με δάκρυα τα πόδια του Χριστού και ο Χριστός θα ξεπλύνει τις αμαρτίες σου» (Αρχ. Ιωαννικίου, Αθωνικόν Γεροντικόν).

Τον μεγάλο Ρώσο ασκητή του Αγίου Όρους Γέροντα Τύχωνα τον γνωρίσαμε οι πολλοί από τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Υπήρξε πνευματικός του μεγάλου Παϊσίου ο π. Τύχων και συχνά ο όσιος τον μνημόνευε και τον ανέφερε στις συζητήσεις και τις διδασκαλίες του. Για τον άγιο Παΐσιο ο Γέρων Τύχων ήταν ένας σπουδαίος σύγχρονος άγιος, έστω κι αν δεν έτυχε της επίσημης εντάξεώς του στο αγιολόγιο της Εκκλησίας, κι αυτό γιατί ο Κύριος φανερώνει στον κόσμο, για λόγους που Εκείνος γνωρίζει, όσους επιλέγει να είναι ενώπιόν Του οι κατεξοχήν πρεσβευτές υπέρ του κόσμου. Η θαυμαστή «αποκάλυψή» τους θα γίνει κατά τη Δευτέρα Παρουσία Του, οπότε και η λάμψη του προσώπου τους θα υπερκεράσει τη λάμψη και αυτού του ήλιου. Γνωστό λόγιο του Γέροντα Τύχωνα που έδειχνε και το βάθος της πνευματικής του ζωής  ήταν: «Ο Θεός κάθε ημέρα ευλογεί τον κόσμο, αλλά όταν δει ταπεινό άνθρωπο τον ευλογεί και με τα δύο Του χέρια». Ή και το καταγεγραμμένο: «Ένα “Κύριε ελέησον” εκατό δραχμές, ένα “δόξα Σοι ο Θεός” χίλιες δραχμές».

Λοιπόν στο μνημονευόμενο σπουδαίο Γεροντικό του Όρους υπάρχει και η αναφορά του π. Τύχωνα για τα δάκρυα στην πνευματική ζωή, τα οποία έχουν τέτοια δύναμη που μπορούν να ξεπλύνουν τις όποιες αμαρτίες του ανθρώπου. Εννοείται βεβαίως ότι ο Γέρων Τύχων με τη βαθύτατη καρδία και τη σοφία του γνώριζε εμπειρικά τη διδασκαλία των νηπτικών Πατέρων της Εκκλησίας περί των δακρύων, ότι δηλαδή υπάρχουν δάκρυα που επαινούνται από τον Κύριο και δάκρυα που δεν τα δέχεται, γιατί εκφράζουν ένα εγωιστικό και υπερήφανο φρόνημα ή συνιστούν απλώς ένα χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας ενός ανθρώπου. Εδώ όμως μιλάει για τα αληθινά δάκρυα που πηγάζουν από καρδιά που ζει γνήσια τη μετάνοια ως επίγνωση της αμαρτωλότητάς της και αδιάκοπη επιστροφή της προς τον Θεό – ό,τι ο Κύριος είπε στην παραβολή του ασώτου.

Η μετάνοια αυτή με τα δάκρυα ως γνώρισμα πένθους για την αμαρτία ξεπλένει τις αμαρτίες, γιατί αποτελούν κατάθεση της ψυχής του ανθρώπου στον Χριστό και τον Τίμιο Σταυρό Του, πάνω στον Οποίο ήρε την αμαρτία του σύμπαντος κόσμου όλων των εποχών και την έσβησε διά παντός. Με άλλα λόγια ο άνθρωπος ζώντας εν μετανοία, όπως κάλεσε ο Κύριος τον άνθρωπο αφ’ ης στιγμής ήλθε στον κόσμο και μετέπειτα: «μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών», μετέχει στο χαρισματικό σώμα Του, την Εκκλησία, ως μέλος Εκείνου, συνεπώς γίνεται δέκτης των δωρεών που έφερε κατεξοχήν με τη Σταυρική Του θυσία, απαλλασσόμενος από τις όποιες δικές του αμαρτίες. Ο αληθινά πιστός, ο μετανοημένος άνθρωπος δηλαδή, ζει από τώρα, από τη ζωή αυτή, τη χαρά του Παραδείσου, γιατί βιώνει ενεργά και αισθητά στην ύπαρξή του την απαλλαγή από κάθε ενοχή και την πληρότητα της χάρης του ίδιου του Θεού του. Το βίωμα της χαρμολύπης στην πιο αυθεντική μορφή του.

Είναι συγκλονιστικά τα λόγια και η πρακτική του αγίου Τύχωνα εν προκειμένω: «Τα μάτια του π. Τύχωνος του Ρώσου ερημίτου ήσαν αδιακόπως γεμάτα δάκρυα. Τα εσκούπιζε με ένα μανδήλιον συνεχώς βρεγμένον, που εκρατούσε πάντα εις το χέρι του. Το επιτραχήλιόν του ήτο σχεδόν πάντα νοτισμένον από αυτά τα δάκρυα και ο ξύλινος σταυρός, με τον οποίον ευλογούσε, εφαίνετο φαγωμένος. Έλεγεν ότι πρέπει όλας τας ημέρας της ζωής μας να πλένωμε τα πόδια του Χριστού με τα δάκρυά μας και να τα σκουπίζωμε με τα μαλλιά μας, ποιούντες μετανοίας. Ο ίδιος έχυνε χούφτες τα δάκρυα εμπρός εις τον Σταυρόν του κελλίου του. Είχε «μουλιάσει» το ξύλον του Σταυρού».

Η υμνολογία της Εκκλησίας μας έρχεται συχνά να μας υπενθυμίσει αυτό το βίωμα των αγίων μας με το δικό της μοναδικό τρόπο, καλώντας μας να μετάσχουμε κι εμείς στη χαρισματική αυτήν πραγματικότητα. «Δάκρυα μοι δος ο Θεός, ως ποτε τη γυναικί τη αμαρτωλώ, και αξίωσόν με βρέχειν τους πόδας σου, τους εμέ εκ της οδούς της πλάνης ελευθερώσαντας, και μύρον ευωδίας σοι προσφέρειν, βίον καθαρόν εν μετανοία μοι κτισθέντα˙ ίνα ακούσω καγώ της ευκταίας σου φωνής˙ Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην». Δώσε μου δάκρυα, Θεέ μου, όπως έδωσες κάποτε στην αμαρτωλή γυναίκα, και αξίωσέ με να βρέχω τα πόδια Σου που με ελευθέρωσαν από την οδό της πλάνης, και να Σου προσφέρω μύρο ευωδίας, δηλαδή τον καθαρό βίο μου που κτίσθηκε για μένα πάνω στη μετάνοια. Έτσι θα ακούσω κι εγώ τη φωνή Σου που εύχομαι να ακούσω: Η πίστη σου σε έσωσε, πορεύου ειρηνικά.

ΑΙ ΑΓΙΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΗΝΟΔΩΡΑ, ΜΗΤΡΟΔΩΡΑ, ΝΥΜΦΟΔΩΡΑ

«Οι άγιες αυτές ήταν αδελφές και κατάγονταν από τη Βιθυνία. Από μικρές αγάπησαν τον Κύριο Ιησού, τον Οποίο είχαν διαρκές εντρύφημα των ψυχών τους. Έτσι μόνη φροντίδα τους ήταν πώς θα στολίσουν τον εαυτό τους με τις αρετές. Για μεγαλύτερη άσκηση και αφιέρωση στον Θεό, έφυγαν από την πατρίδα τους και αποσύρθηκαν σ’ ένα λόφο, κοντά στα Πύθια θερμά λουτρά. Με τη διαρκή προσευχή τους και την εν Χριστώ άσκησή τους έφτασαν σε μεγάλα ύψη αρετής, τόσο που θεράπευαν διάφορες ασθένειες των ανθρώπων που προσέτρεχαν σ’  αυτές. Ο έπαρχος Φρόντων όμως, που έμαθε γι’ αυτές, έστειλε και  τις συνέλαβε, κι επειδή αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πίστη στον Χριστό, άρχισε να τις υποβάλλει σε σκληρά βασανιστήρια: τη στρέβλωση των μελών, το ρίξιμο στη φωτιά, το γδάρσιμο με σιδερένια νύχια, το κρέμασμα σε ξύλο, τέλος δε τον δια ξίφους θάνατο. Σε όλα αυτά οι άγιες υπέμεναν καρτερικά, έχοντας τον νου τους στην αγάπη του Χριστού και ενισχυόμενες από τη χάρη Εκείνου. Με την παράδοση των πνευμάτων τους στον Θεό, ο έπαρχος θέλησε να κάψει τα άγια σώματά τους, αλλά οι φλόγες στράφηκαν εναντίον του, ενώ καταρρακτώδης βροχή έσβησε αμέσως τη φωτιά. Οι χριστιανοί περισυνέλεξαν τα λείψανά τους, τα οποία και τα ενταφίασαν με μεγάλο σεβασμό».

Δύο πράγματα είναι αξιοθαύμαστα στις τρεις αυτές αδελφές που εορτάζει η Εκκλησία μας σήμερα. Πρώτον, ότι απαρχής μέχρι τέλους της ζωής τους υπήρξαν αγαπημένες, τόσο που ήταν σαν μία ψυχή σε τρία σώματα. Και στο πατρικό τους στη Βιθυνία και στην αναχώρησή τους στον τόπο της άσκησής τους, αλλά και στο μαρτύριό τους δρούσαν σαν ένας άνθρωπος. Είναι πολύ όμορφη η εικόνα που χρησιμοποιεί ο εκκλησιαστικός ποιητής για να δηλώσει την ενότητά τους αυτή. Τις ονομάζει «τρίφωτον λαμπάδα, τριώροφον οίκημα, σκήνωμα της αγίας Τριάδος». Κι είναι αξιοθαύμαστο τούτο, διότι δυστυχώς όχι σπάνια τα αδέλφια μεταξύ τους δεν διαπνέονται από τη φυσική αγάπη που θα έπρεπε να διακρίνει τις σχέσεις τους. Πολλές φορές μάλιστα όχι μόνο δεν υπάρχει αγάπη, αλλά αναπτύσσεται και μίσος, το οποίο φτάνει, όταν προκύπτουν ιδίως θέματα κληρονομιάς, και σε ακραίες καταστάσεις. Στα θήλεα αδέλφια δε, το ιδιάζον που αναπτύσσεται και συχνά δηλητηριάζει τις σχέσεις τους είναι η ζήλεια. Είναι μία τραγική πραγματικότητα, μέτοχοι της οποίας συχνά γίνονται οι πνευματικοί εξομολόγοι. Η αγάπη λοιπόν μεταξύ των τριών αυτών αγίων αδελφών αποτελεί παράδειγμα και έλεγχο. Αυτή είναι η κανονική και φυσιολογική κατάσταση, την οποία βεβαίως και μόνον ευλογεί ο Θεός.

Το δεύτερο αξιοθαύμαστο είναι η ανδρεία την οποία επέδειξαν και στη σκληρή άσκηση που ανέλαβαν στο λόφο που αποσύρθηκαν, αλλά κυρίως στην ώρα των μαρτυρίων τους. Η γυναικεία φύση πάντοτε θεωρήθηκε ως πιο απαλή και συνεπώς ευάλωτη στις σκληρές καταστάσεις, κάτι που οι σημερινές άγιες, όπως και όλες οι άγιες της Εκκλησίας μας το απέδειξαν ανίσχυρο. Ο έπαρχος Φρόντων καταρχάς προσέκρουσε σε «νταμάρι», όταν επεχείρησε να τις μεταπείσει, ώστε να φύγουν από την πίστη του Χριστού. Κι εκεί που αποδείχτηκε γρανιτένια η θέλησή τους ήταν ακριβώς την ώρα των μαρτυρίων τους. Ο υμνογράφος, έκθαμβος μπροστά στο ένθεο φρόνημά τους, σημειώνει: «Ατελεί εν τω σώματι, και τελείω φρονήματι, παλαμναίον δράκοντα, τον αρχέκακον, κατεπαλαίσατε ένδοξοι, δυνάμει του Πνεύματος, και ανίσχυρον αυτού την ισχύν απεδείξατε». Δηλαδή: Καταπαλαίψατε, ένδοξοι μάρτυρες, τον αρχέκακον δολοφόνο δράκοντα, τον αρχέκακο διάβολο (και τα όργανά του), με το ατελές και αδύναμο σώμα σας, αλλά με το τέλειο φρόνημά σας, και με τη Δύναμη του αγίου Πνεύματος αποδείξατε ανίσχυρη τη δύναμή του.

Είναι περιττό βεβαίως να υπενθυμίσουμε ότι και στα δύο αξιοθαύμαστα στοιχεία των αγίων αυτών μαρτύρων υπάρχει ως προϋπόθεση και βάση η ένθερμη πίστη στον Χριστό και η τελεία αγάπη Του. Η πίστη και η αγάπη σ’  Εκείνον δίνει αφενός την ενότητα στους ανθρώπους, πολύ περισσότερο δε την υπομονή στα μαρτύρια. Κι είναι η απάντηση της Εκκλησίας σε κάθε παρόμοια κατάσταση∙ όπου υπάρχει διχόνοια, ζήλεια, μίσος και έχθρα, όπου υπάρχουν δυσκολίες και αντιξοότητες στη ζωή, η  λύση είναι μία: ο άνθρωπος να στραφεί προς τον Χριστό. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υμνογράφος ερμηνεύει και τα δύο αξιοθαύμαστα ακριβώς με τον τρόπο τούτο: την αδελφική αγάπη τους τη χαρακτηρίζει πνευματική. «Αδελφικώς τω πνεύματι συνδούμεναι» (έχοντας αδελφικό σύνδεσμο κατά το πνεύμα), ενώ το μαρτύριό τους το ερμηνεύει ως αποτέλεσμα ενίσχυσής τους από την αγάπη του Χριστού: «τον δεδοξασμένον Λόγον ολικώς αγαπήσασαι, ου τετρωμέναι τω πόθω υπεμείνατε, παθημάτων τας επαγωγάς καρτερώτατα» (Επειδή αγαπήσατε τον δοξασμένο Λόγο του Θεού ολοκληρωτικά, πληγωμένες από τον πόθο Του, υπομείνατε καρτερικότατα όλα τα βασανιστήρια).

09 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΣΥΝΑΞΙΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΠΑΤΟΡΩΝ ΙΩΑΚΕΙΜ ΚΑΙ ΑΝΝΗΣ

«Τη σύναξη αυτών εορτάζουμε, λόγω της γεννήσεως της υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου. Και έγιναν αυτοί πρόξενοι της παγκόσμιας σωτηρίας, μέσω της  πάναγνης αγίας αυτών θυγατέρας, της Θεοτόκου. Την τελείωσή τους όμως από τον κόσμο αυτό γνωρίζει η εικοστή Πέμπτη του μηνός Ιουλίου».

Στον απόηχο των Γενεθλίων της Θεοτόκου η σημερινή εορτή της σύναξης των δικαίων Ιωακείμ και Άννης, κατά την προσφιλή συνήθεια της Εκκλησίας να τιμά μετά από ένα μεγάλο γεγονός τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτό - ο Ιωακείμ και η Άννα τιμώνται ως οι γονείς της Θεοτόκου, ως εκείνοι δηλαδή που συνήργησαν, προκειμένου να έλθει στον κόσμο, βουλήματι Θεού, η προορισθείσα να γίνει Μητέρα Αυτού, κόρη τους Μαρία. Και βεβαίως, είναι φυσικό τέτοιος ευκλεής καρπός σαν την Παναγία να έχει γονείς όχι τυχαίους, οι οποίοι πράγματι χαρακτηρίζονταν  από έντονη θεοσέβεια και απόλυτη υπακοή στον νόμο του Θεού, γι’  αυτό και υπερέβαλαν όλους ως προς τη γονεϊκή τους ιδιότητα. «Ω, μακάρια δυάδα. Εσείς ξεπεράσατε όλους τους γονείς, γιατί βλαστήσατε αυτήν που υπερέχει από όλη τη δημιουργία», κατά πώς ψάλλει και η Εκκλησία μας.

Η Γέννηση της Θεοτόκου όμως  δεν ήλθε ανώδυνα. Οι γονείς της έζησαν πολλά χρόνια με το «στίγμα» της ατεκνίας, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη κάθε Ιουδαϊκό ζεύγος που αδυνατούσε να κάνει παιδιά, θεωρείτο ότι είχε κατά κάποιο τρόπο την «κατάρα» του Θεού, αφού σίγουρα δεν θα προερχόταν από αυτό ο Μεσσίας που αναμενόταν. Με άλλα λόγια, κάθε ζεύγος Ιουδαίων δυνάμει ήταν και το Μεσσιανικό ζεύγος, συνεπώς το άτεκνο ζεύγος εξαιρείτο από  την ευλογία αυτή. Κι όμως, ο Θεός ανατρέπει τη λογική αυτή∙ μέσα από τη στείρωση της Άννας δημιουργεί τις συνθήκες της σπουδαιότερης ευτεκνίας στον κόσμο, για όλες τις εποχές, γεγονός που σηματοδοτεί την εκ θαύματος προέλευση της Παναγίας, σαν ένα είδος νέας δημιουργίας: όπως με τη βούληση του Θεού εκ του μηδενός δημιουργείται ο κόσμος, κατά παρόμοιο τρόπο, με τη βούληση του Θεού εκ της στειρώσεως δημιουργείται η Παναγία. Κι αυτό δίνει ώθηση στον υμνογράφο να «δει» και με άλλον τρόπο τη Γέννησή της: ως απαρχή αφενός στειρώσεως του ανθρώπου έναντι της αμαρτίας – ο άνθρωπος μπορεί να μην αμαρτάνει πια – και αφετέρου  διάλυσης της στειρώσεως της ανθρωπίνης  φύσεως – ο άνθρωπος μπορεί πια να καρποφορεί τις αρετές με τη χάρη του Θεού. Έτσι με τα Γενέθλια της Θεοτόκου βρισκόμαστε μπροστά σε γεγονότα που υπερβαίνουν τη φυσική τάξη και μας μυούν στο μυστήριο της θείας οικονομίας, του σχεδίου δηλαδή του Θεού προς σωτηρία του κόσμου. Η Εκκλησία μάς καθοδηγεί να «ψαύσουμε» εν ταπεινώσει, εν φόβω και τρόμω, τον «βηματισμό» του Θεού, καθώς έρχεται η ώρα εισόδου Του στη γη.

Τη συγκλονιστική αυτή αναγωγή που αγκαλιάζει όλη την πνευματική ιστορία της ανθρώπινης ύπαρξης, κάνει ο υμνογράφος με πολλές εικόνες και σχήματα, αλλά και με σαφή λόγο, όπως στο κοντάκιο της εορτής: «Ο Ιωακείμ και η ´Αννα, με την αγία γέννησή σου, άχραντε Θεοτόκε, ελευθερώθηκαν από την ντροπή της ατεκνίας, όπως και ο Αδάμ και η Εύα ελευθερώθηκαν από τη φθορά του θανάτου. Τη γέννησή Σου αυτήν εορτάζει και ο λαός σου, καθώς λυτρώθηκε από την ενοχή των πταισμάτων του με το να κραυγάζει σε σένα: η στείρα ´Αννα γεννάει τη Θεοτόκο και τροφό της ζωής μας». Η Γέννηση της Θεοτόκου δεν κινείται δηλαδή μόνο σ’  ένα συγκεκριμένο ιστορικό επίπεδο∙ της εποχής του Ιωακείμ και της Άννας, όπου το ζεύγος ελευθερώνεται από την ντροπή της ατεκνίας, αλλά ανάγεται και στην αρχή της ανθρωπότητας με ό,τι συνέβη με την πτώση του Αδάμ και της Εύας στην αμαρτία: ο θάνατος ως τίμημα της αμαρτίας υπερβαίνεται, γιατί γεννήθηκε εκείνη, που θα γεννούσε τον Λυτρωτή του ανθρώπου, ακριβώς από την αμαρτία και τον θάνατο. Κι ακόμη∙ η Γέννησή της δρα πια διαχρονικά σε όλους τους αιώνες. Με Αυτόν που γέννησε η Παναγία ο άνθρωπος σώθηκε από οποιαδήποτε ενοχή, αφού ο Υιός και Θεός της, διά της σταυρικής Του θυσίας, σήκωσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου, όλων των εποχών.

Παρακολουθούμε τα γεγονότα, μαζεμένοι, σιωπηλοί, «ψαύοντας», όπως είπαμε, εν φόβω και τρόμω τα μυστήρια. Και πώς αλλιώς; Ένα ζευγάρι Ιουδαίων, χωρίς να κατανοεί το τι διαδραματίζεται στο βάθος, γίνεται το όργανο του Θεού για το μεγαλύτερο μυστήριο που μπορούσε ποτέ να υπάρξει: της φανέρωσης Εκείνου στον κόσμο ως ανθρώπου!