17 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΤΣΙ ΠΟΥ ΤΑ ΣΚΕΠΤΟΜΑΣΤΕ;

 

 «Πρέπει πάντοτε νά προσέχουμε καί νά ἔχουμε μία συνεχή ἀμφιβολία γιά τό ἄν τά πράγματα εἶναι ἔτσι πού τά σκεπτόμαστε. Γιατί, ὅταν κανείς συνεχῶς ἀσχολεῖται μέ τούς λογισμούς του καί τούς ἐμπιστεύεται, τά φέρνει ἔτσι ὁ διάβολος, ὥστε νά κάνει τόν ἄνθρωπο πονηρό, ἔστω κι ἄν εἶναι ἀπό τή φύση του ἀγαθός… Πρέπει νά ἔχουμε καλούς λογισμούς. Ἄν δέν ἔχουμε, τότε καί ὁ Μέγας Ἀντώνιος νά εἶναι γέροντάς μας καί νά κάνει συνέχεια θαύματα, δέν θά μπορέσει σέ τίποτα νά μᾶς βοηθήσει!» (Όσιος Παΐσιος Αγιορείτης).

Ο όσιος αγιορείτης μεγάλος Γέροντας της εποχής μας Παΐσιος για πολλοστή φορά επισημαίνει μία μεγάλη αλήθεια: ό,τι σκεφτόμαστε και λογιζόμαστε δεν σημαίνει ότι και πράγματι ισχύει, ότι είναι όντως η αλήθεια. Γιατί; Διότι αφότου ο άνθρωπος ξέπεσε στην αμαρτία διασπάστηκε ο εσωτερικός του κόσμος, δεν ζει κάτω από την ενιαία πνοή του Παρακλήτου Αγίου Πνεύματος, μπορεί άλλα να σκέπτεται και άλλα να είναι τα συναισθήματά του, όπως και οι βουλητικές ενορμήσεις του. Η αμαρτία δυστυχώς προκάλεσε έναν τεράστιο πνευματικό σεισμό στον άνθρωπο, γι’ αυτό και ο νους του, το πνευματικό όμμα του δηλαδή και το κέντρο της ύπαρξής του, θολωμένος πια κινείται με βάση τον εγωισμό του και τα λοιπά ψεκτά πάθη του, με αποτέλεσμα «η πλάνη να συνιστά τον νόμο του νου του» - μία αξιωματική διαπίστωση των νηπτικών ιδίως αγίων της Εκκλησίας μας για τον άνθρωπο της αμαρτίας.

Και εννοείται ότι αυτό ισχύει τόσο για τον μη πιστό στον Χριστό άνθρωπο, όσο και για τον πιστό που τύποις χαρακτηρίζεται χριστιανός όταν δεν ζει με συνέπεια την πίστη του. Η αμαρτία που επιφέρει τη νέκρωση της πνευματικής οντότητάς του κυριαρχεί στην ύπαρξή του, οπότε οι σκέψεις του, τα συναισθήματά του, οι επιθυμίες του είναι αλλοιωμένα, γι’ αυτό και δεν μπορεί κανείς να στηριχτεί στις εκτιμήσεις του και την καθαρότητα των όποιων ενεργειών του. Κατεξοχήν, μας λέει ο όσιος, πρέπει να προσέχουμε για τους παραπάνω λόγους τους λογισμούς μας. Γιατί αν τους εμπιστευόμαστε χωρίς καμία αντίρρηση, δηλαδή είμαστε πάντοτε βέβαιοι για τις εκτιμήσεις μας, σημαίνει ότι δεν λαβαίνουμε υπ’ όψιν τη δύναμη της αμαρτίας στη ζωή μας και τις ενέργειες του Πονηρού ο οποίος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ». Πόσες φορές κάτι που σκεφτήκαμε για έναν συνάνθρωπό μας αποδείχτηκε στο τέλος πλανεμένο! Διότι η κρίση μας επηρεάστηκε από μία κακή διάθεση που είχαμε και η διάθεσή μας αυτή προκάλεσε τον πονηρό εναντίον του λογισμό. Κι αυτό θα πει ότι τα πράγματα τελικώς, όπως πολύ περισσότερο τους συνανθρώπους μας, τους βλέπουμε και τους αξιολογούμε με βάση τον εσωτερικό μας κόσμο – μία καλή διάθεσή μας μεταποιεί επ’ αγαθώ τις κρίσεις μας, μία κακή διάθεσή μας τις μεταποιεί προς το πονηρό. Η νεώτερη ψυχολογία έχει διαπιστώσει την πραγματικότητα αυτή με τον όρο «προβολή». Προβάλλουμε στους άλλους αυτό που ισχύει και κυριαρχεί μέσα μας, οπότε τον… εαυτό μας βλέπουμε στους άλλους, νομίζοντας όμως ότι κινούμαστε με απόλυτα αντικειμενικό τρόπο.

Μία ιστορία μάλιστα που καταγράφει ο όσιος αββάς Δωρόθεος έρχεται και με ανάγλυφο τρόπο μας λέει την ίδια αλήθεια: «τρεις διερχόμενοι από έναν δρόμο άνθρωποι το σούρουπο και βλέποντας κάποιον να περιμένει στη γωνία, έκαναν τρεις διαφορετικές σκέψεις γι’ αυτόν: ο ένας σκέφτηκε ότι πρόκειται για κλέφτη, που περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να κλέψει τα σπίτια· ο άλλος σκέφτηκε ότι περιμένει τή φίλη του, για να πάνε να πορνέψουν· και ο τρίτος έκανε τη σκέψη ότι περιμένει τον φίλο του, για να πάνε στην αγρυπνία της παρακείμενης Εκκλησίας». Το ίδιο περιστατικό ερμηνευμένο σύμφωνα με το περιεχόμενο της καρδιάς του καθενός.  

Ο όσιος Παΐσιος προχωρεί πιο βαθιά ακόμη τη σκέψη του: και ορθές να είναι οι εκτιμήσεις μας, λέει, αν διαρκώς δείχνουμε εμπιστοσύνη σε ό,τι λογιζόμαστε, τότε η συνήθεια αυτή που είναι άκριτη θα μας κάνει πονηρούς έστω κι αν είμαστε φύσει αγαθοί! Γιατί όπως αναφέραμε, υπάρχει και η παρουσία του Πονηρού που τοξεύει χωρίς σταματημό τον νου του ανθρώπου με σκοπό να τον κάνει ακριβώς να εμπιστεύεται μόνο τον εαυτό του: το θεμέλιο για την ίδια την απιστία και την πονηρία του ανθρώπου. Και επ’ αυτού είναι σπουδαία η συμβολή και του μεγάλου οσίου Νικοδήμου του αγιορείτου, ο οποίος με οξεία διεισδυτική ματιά τονίζει αυτό που και πάλι η σύγχρονη ψυχολογία διαπιστώνει. Τι; Όταν επισημαίνεις για τον συνάνθρωπό σου κάτι που τον χαρακτηρίζει, θετικό, κυρίως όμως αρνητικό, τότε να ξέρεις ότι το ίδιο που βλέπεις στον άλλον το έχεις και… εσύ! Σύμφωνα με τα ίδια τα λόγια του και τον τρόπο της γραφής του: ««Ἤξευρε γάρ πῶς, ὅταν ἀριστερῶς λογιάσῃς κανένα κακόν τοῦ ἀδελφοῦ σου, εἶναι κάποια ρίζα τοῦ αὐτοῦ κακοῦ καί εἰς τήν καρδίαν τήν ἐδικήν σου· ἥτις, κατά τήν διάθεσιν, καί τό πάθος, ὁποῦ ἔχει, ἔτσι ἐμπαθῶς κρίνει καί τά τῶν ἄλλων, ὡς γέγραπται. “Ὁ πονηρός ἄνθρωπος, ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ τῆς καρδίας ἐκβάλλει τά πονηρά” (Ματθ. ιβ΄ 35). Διατί, κατά ἄλλον τρόπον, ἕνας καθαρός καί ἀπαθής ὀφθαλμός, ἀπαθῶς βλέπει καί τά πράγματα, καί ὄχι πονηρῶς. “Καθαρός ὁ ὀφθαλμός τοῦ μή ὁρᾶν πονηρά” (Ἀββακ. α΄13). Ὅθεν, ὅταν ἔλθῃ εἰς τόν λογισμόν σου νά κρίνῃς ἄλλους διά κανένα ἐλάττωμα, ἀγανάκτησε κατά τοῦ ἑαυτοῦ σου, ὡς πταίστου, καί ἐργάτου τοῦ ἰδίου σφάλματος, καί εἰπέ εἰς τήν καρδίαν σου· “Πῶς ἐγώ ὁ ταλαίπωρος, εὑρισκόμενος εἰς τό ἴδιον σφάλμα, καί εἰς ἄλλα βαρύτερα ἐλαττώματα, θέλω ἀποτολμήσει νά ὑψώσω τήν κεφαλήν, διά νά ἰδῶ, καί νά κρίνω τῶν ἄλλων τά σφάλματα;” Καί οὕτω, τά ἅρματα, ὁποῦ θέλεις νά μεταχειρισθῇς κατά τῶν ἄλλων μεταχειρίσου τα κατά σοῦ διά νά δώσῃς ἰατρείαν εἰς τάς πληγάς σου».

Λοιπόν, τα πράγματα στην πνευματική ζωή είναι όπως λέμε μονόδρομος! Να καλλιεργούμε διαρκώς και αδιάκοπα τους καλούς λεγόμενους λογισμούς. Να επιμένουμε δηλαδή στο βάθος της πραγματικότητας που δεν είναι άλλο από την παρουσία της χάρης του Θεού. Διότι τι υπόκειται πίσω από όλα; Η ενέργεια του Θεού που δημιουργεί, διακρατεί τα σύμπαντα, κατευθύνει τα πάντα στον τελικό τους προορισμό. «Οἱ ὀφθαλμοί μου διά παντός πρός τόν Κύριον» εξαγγέλλει ο ψαλμωδός, και «προωρώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός». Η «κόλλησις» αυτή προς τον Κύριο μεταθέτει τον άνθρωπο ψυχοσωματικά στο επίπεδο της αγάπης προς τον Θεό που μεταποιείται σε αδιάκοπο άνοιγμα αγάπης και προς τον συνάνθρωπο και όλη τη δημιουργία. Διαφορετικά, και ο άγιος Αντώνιος να είναι ο Γέροντάς μας, κατά τον όσιο αγιορείτη, και να κάνει θαύματα για χάρη μας, εμείς τίποτε δεν πρόκειται να ωφεληθούμε από αυτά!

ΑΙ ΑΓΙΑΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΙ ΤΡΕΙΣ ΘΥΓΑΤΕΡΕΣ ΑΥΤΗΣ ΠΙΣΤΙΣ, ΕΛΠΙΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ

«Οι άγιες αυτές έζησαν επί Ανδριανού αυτοκράτορος. Η αγία Σοφία χήρεψε από νωρίς και αναγκάστηκε να μετοικήσει μαζί με τις τρεις κόρες της, την Πίστη, την Ελπίδα και την Αγάπη, στη Ρώμη. Ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις αυτές γυναίκες ήταν χριστιανές, γι’  αυτό και έστειλε να τις συλλάβουν. Πρώτη κάλεσε σε απολογία τη μεγαλύτερη αδελφή Πίστη, που ήταν δώδεκα ετών. Προσπάθησε στην αρχή με δελεαστικούς λόγους να τη μεταπείσει, ώστε να αρνηθεί τον Χριστό, πράγμα βεβαίως που δεν κατώρθωσε, οπότε οργισμένος διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Την ίδια τύχη είχε ο βασιλιάς και με τις δύο άλλες, τη δεκάχρονη Ελπίδα και την εννιάχρονη Αγάπη. Μπροστά στη σταθερότητα και αυτών, διέταξε και πάλι να τις αποκεφαλίσουν.  Η αγία Σοφία όχι μόνο δεν στενοχωρήθηκε γι’  αυτό που συνέβη, αλλά ένιωσε και ιδιαίτερη υπερηφάνεια για την πίστη των θυγατέρων της, γι’ αυτό και τις ενταφίασε με τιμές, ενώ παρέμεινε τρεις ημέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας θερμά τον Κύριο να παραλάβει και εκείνην στη Βασιλεία Του. Ο Θεός εισάκουσε την προσευχή της και έτσι η αγία Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στα παιδιά της».

Η αγία Σοφία δεν ανήκει στους μάρτυρες της Εκκλησίας μας, με τον τρόπο που τους γνωρίζουμε, ως εκείνους δηλαδή που έδωσαν και το αίμα τους από πίστη και αγάπη προς τον Χριστό. Δεν σημαίνει όμως ότι το μαρτύριο που υπέστη ήταν μικρότερο από αυτό των άλλων μαρτύρων. Και τούτο διότι πέραν του γεγονότος ότι ζούσε ως «μάρτυς τη συνειδήσει», αγωνιζόταν δηλαδή να τηρεί τις εντολές του Χριστού και μάλιστα την αγάπη και προς τους εχθρούς, το μαρτύριο να μετέχει ως θεατής στα βάσανα των θυγατέρων της και μάλιστα στον αποκεφαλισμό τους, είναι από τα μεγαλύτερα μαρτύρια που μπορεί να περάσει ένας άνθρωπος, και μάλιστα μία μάνα, στον κόσμο τούτο. Ποιος μπορεί  να αμφισβητήσει ότι και η ίδια η Παναγία μας δεν υπέστη μαρτύριο αίματος, μετέχοντας στο Πάθος του Υιού και Θεού της; Λίγο αν προσέξουμε τους σχετικούς ύμνους  της Εκκλησίας μας πάνω στο Πάθος του Κυρίου, θα διαπιστώσουμε ότι ένα μεγάλο τμήμα αυτών αναφέρεται και στο πάθος της Κυρίας Θεοτόκου. Το ίδιο μάλιστα το Ευαγγέλιο, όταν περιγράφει την Υπαπαντή του Κυρίου, τη συνάντησή Του δηλαδή σε ηλικία σαράντα ημερών με τον γέροντα Συμεών τον Θεοδόχο, στο Ναό των Ιεροσολύμων, σημειώνει την προφητεία του αγίου Συμεών ότι ρομφαία θα διαπεράσει την καρδιά της Παναγίας, ενόψει βεβαίως αυτών που θα υφίστατο ο Κύριος, και μάλιστα επί του Σταυρού.   Και πόσοι γονείς και σήμερα  δεν εύχονται οι ίδιοι να υποστούν τα βάσανα των παιδιών τους, όταν τα βλέπουν να υποφέρουν ποικιλοτρόπως, που σημαίνει ότι ο πόνος τους είναι πολλές φορές μεγαλύτερος και από αυτόν των παιδιών; Ώστε η αγία Σοφία ανήκει και αυτή στους μάρτυρες, με τον τρόπο που είπαμε,  γι’ αυτό και η Εκκλησία μας πολύ σοφά την έχει εντάξει  στην ίδια με αυτούς ομάδα.

Ο υμνογράφος βεβαίως δεν παύει να επαινεί την πίστη και το θάρρος, εκτός της μητέρας, των τριών θυγατέρων της, που ήταν πολύ μικρές μάλιστα στην ηλικία, αλλά με πολιό φρόνημα. Αξιοποιεί στο έπακρο δε τον αριθμό τους και τα ονόματά τους. Εννοούμε ότι συχνότατα συνδέει την τριάδα τους με την αγία Τριάδα και τα ονόματά τους Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, με την τριάδα των αρετών που αναφέρει ο απόστολος Παύλος: «νυνί δε μένει τα τρία ταύτα∙ πίστις, ελπίς, αγάπη. Μείζων δε τούτων η αγάπη». Έτσι για παράδειγμα ακούμε στο εξαποστειλάριο της εορτής: «Τω της Τριάδος Κόραι, πυρούμεναι αι τρεις ζήλω, των αρετών τη τριάδι, Ελπίδι, Πίστει, Αγάπη, προσκείμεναι ομωνύμως, ηλόγησαν των βασάνων». Δηλαδή: Οι τρεις κόρες με θερμή αγάπη για την αγία Τριάδα και ζώντας την ομώνυμη με αυτές τριάδα των αρετών, την ελπίδα, την πίστη, την αγάπη, καταφρόνησαν τα βάσανα. Όπως και αλλού: «Πίστις η πανεύφημος, και η Αγάπη η ένδοξος, και Ελπίς η θεόσοφος, αρετών επώνυμοι, των φαεινοτάτων, αναδεδειγμέναι». Δηλαδή: Η Πίστη η πανεύφημη, και η Αγάπη η ένδοξη, και η Ελπίδα η θεόσοφη, που αναδείχθηκαν επώνυμες των πιο λαμπρών αρετών, (της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας).  

Πράγματι: τα τρία αυτά κορίτσια, που άλλα στην ηλικία τους παίζουν ακόμη με τις κούκλες, κατατρόπωσαν τον διάβολο και τα όργανά του και αναδείχθηκαν σε ηρωικά πρότυπα για όλες τις εποχές. Διότι η μητέρα τους Σοφία  είχε εμφυσήσει σ’ αυτές τη δική της πίστη και τη δική της αγάπη -  δείχνοντας επομένως το πόσο καίρια είναι η συμβολή της μάνας ιδίως, στην αγωγή των παιδιών – κάτι που σημαίνει ότι δεν έχει σημασία η ηλικία, αλλά το φρόνημα στον άνθρωπο για να είναι αξιοσέβαστος και τιμημένος από Θεό, από αγγέλους και ανθρώπους. «Παιδαριογερόντισσες» θα ονομάζαμε, με άλλα λόγια, τα τρία αυτά μικρά κορίτσια, τα οποία είχαν κατανοήσει ότι η σχέση με την αγία Τριάδα, τον αληθινό Θεό δηλαδή, ήταν ο βασικός σκοπός της ζωής, και ότι αυτή η σχέση για είναι ζωντανή «περνάει» μέσα από τις αρετές της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας.

16 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΣ ΕΥΦΗΜΙΑ

«Η αγία αυτή και ένδοξη μεγαλομάρτυς Ευφημία, διέλαμψε κατά τους καιρούς του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και του Πρίσκου, ανθυπάτου της Ευρώπης. Υπήρξε γέννημα και θρέμμα της πόλης της Χαλκηδόνας, καταγόμενη από ευγενείς και θεοσεβείς γονείς. Κατηγορήθηκε όμως στον ηγεμόνα ως χριστιανή, και γι’ αυτό την έρριξαν πρώτα στη φωτιά, έπειτα στα θηρία, και στη συνέχεια μηχανεύτηκαν και άλλα βασανιστήρια, τα οποία τα υπέμεινε όλα η αγία με γενναιότητα και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου. Το ιερό λείψανό της διασωζόταν από τους ευσεβείς χριστιανούς στην πόλη της Χαλκηδόνας, όπου και είχε οικοδομηθεί εις τιμήν της περικαλλής ναός. Στα χρόνια των ευσεβεστάτων βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας, συγκροτήθηκε η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος των εξακοσίων δέκα πατέρων στη Χαλκηδόνα (451), η οποία αναθεμάτισε τους αιρετικούς μονοφυσίτες Ευτυχή και Διόσκορο και διατύπωσε την αληθινή πίστη περί του Κυρίου μας Ιησού Χριστού – δύο τέλειες φύσεις, ανθρώπινη και θεϊκή, ενωμένες στη μία Του θεϊκή υπόσταση «ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως». Επειδή όμως δεν πείθονταν οι αιρετικοί, γι’ αυτό και σκέφτηκαν οι θεοφώτιστοι Πατέρες το εξής: να γράψουν την ορθόδοξη πίστη σε τόμο και αντιστοίχως να κάνουν και οι αιρετικοί, τους δε δύο αυτούς τόμους να τους εναποθέσουν σφραγισμένους στο στήθος της αγίας, μέσα στη λάρνακά της, κάτι που έγινε. Αργότερα, όταν άνοιξαν τη λάρνακα, τον μεν τόμο των αιρετικών τον βρήκαν ριγμένο υπό τους πόδας της αγίας, τον δε των ορθοδόξων να κρατείται από τη μεγαλομάρτυρα στα τίμια χέρια της. Αυτό βλέποντας όλοι, οι μεν αιρετικοί γέμισαν από ντροπή, οι δε ορθόδοξοι από χαρά. Το χαριτόβρυτο αυτό λείψανό της, ακέραιο, μετακομίστηκε, πριν από την άλωση, από τη Χαλκηδόνα στην Κωνσταντινούπολη, όπου και ανηγέρθη ναός εις τιμήν της αγίας, και μετά την άλωση (1453), μετά από διάφορες αναγκαίες μετακομίσεις, τοποθετήθηκε οριστικά στον ναό του αγίου Γεωργίου του τροπαιοφόρου στο Φανάρι, εκεί που μέχρι σήμερα ευρίσκεται, τιμώμενο και σεβόμενο έκτοτε όχι μόνο από τους ορθοδόξους χριστιανούς, αλλά και από τους ετεροδόξους. Τελείται δε η μνήμη και πανήγυρη της αγίας, κατά την 11η Ιουλίου, (όπως και κατά τη σημερινή ημέρα),  κατά την οποία συρρέουν πλήθη πιστών, για ν’  ασπαστούν το ιερό λείψανό της και ν’  αξιωθούν πολλών ιαμάτων».

Την αγία μεγαλομάρτυρα Ευφημία την ξαναείδαμε στις 11 Ιουλίου. Και πάλι σήμερα η Εκκλησία την προβάλλει ενώπιόν μας προς παραδειγματισμό, και  για τη μεγάλη της άθληση και για το ορθόδοξο φρόνημά της, τόσο που ο Θεός θέλησε στο ναό της και με τις ευλογίες της, ιδίως διά του τιμίου της λειψάνου, να δώσει απάντηση στον προβληματισμό της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, όπως αναφέρει και το ιερό συναξάρι της. Η άθλησή της ήταν τέτοια που φανέρωσε ότι κάτω από το «χαύνον του θήλεος», όπως σημειώνει ο υμνογράφος, κρυβόταν μία ανδρεία και γενναία καρδιά, μπροστά στην οποία – για να δανειστούμε μία φράση του ιστορικού Ιωάννου Φιλήμονος, την οποία έγραψε για την ηρωίδα του 21 Μπουμπουλίνα – «οι μεν άνανδροι ντροπιάζονταν, οι δε γενναίοι υποχωρούσαν». Πράγματι, ακόμη και ο όσιος Παῒσιος ο αγιορείτης, όταν εν οράματι τού εμφανίστηκε η αγία στο Άγιον Όρος το 1987, θαύμασε πώς μία νεαρή κόρη άντεξε τόσο μεγάλα βασανιστήρια, και μάλιστα παρότρυνε και τους άλλους μάρτυρες, ως αρχηγός τους, να τα υπομείνουν και αυτοί.

Ο υμνογράφος μάλιστα προχωρεί ακόμη περισσότερο και μας υπενθυμίζει ότι η άθληση της αγίας ήταν τελικώς η «προίκα» της ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού. «Ανέδραμες, νοητούς προς θαλάμους ώσπερ προίκα, τω νυμφίω σου, Παρθένε, προσαγαγούσα την άθλησιν» (Έτρεξες προς τους νοητούς θαλάμους (της Βασιλείας του Θεού), φέροντας σαν προίκα στον νυμφίο σου Χριστό, Παρθένε, την άθλησή σου). Κι είναι τούτο μία υπενθύμιση, η οποία πρέπει ιδιαιτέρως να μας ελέγχει, διότι αποδυόμαστε στον κόσμο τούτο, είτε κατορθώνοντάς το είτε όχι, να μαζέψουμε υλικά αγαθά, να αποκτήσουμε χρήματα, να έχουμε πράγματα για να περνάμε, και για τη νεότητά μας και για τα γηρατειά μας. Κάνουμε δηλαδή την προίκα μας (σαν να είναι αυτή ο μοναδικός θησαυρός μας),  μεγάλη ή μικρή,  η οποία όμως τελικώς θα παραμείνει στον κόσμο τούτο, χωρίς κάτι από αυτήν να μας συνοδεύσει στα μετέπειτα. Εκείνο που πράγματι θα μας συνοδεύσει ως την αληθινή προίκα μας θα είναι οι αγώνες που κάναμε για να αποκτήσουμε τις αρετές, για να αποκτήσουμε με άλλα λόγια το Πνεύμα του Θεού, καρπός του Οποίου είναι οι αρετές. Χωρίς αυτό το Πνεύμα και το αποτέλεσμα της παρουσίας Του στη ζωή μας θα είμαστε γυμνοί και ντροπιασμένοι ενώπιον του Θεού μας, και ιδίως την ώρα της κρίσεως. Η αγία λοιπόν μας υπενθυμίζει αυτό που ο ίδιος ο Κύριος είπε: «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης…Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ, όπου κλέπται ου διορύσσουσι ουδέ κλέπτουσι».

Η προτεραιότητα αυτή στη ζωή του Χριστιανού, όπως το βλέπουμε στην αγία Ευφημία, όχι μόνο κάνει τον άνθρωπο να κερδίσει τελικώς τον Παράδεισο, αλλά τον κάνει και στον κόσμο αυτό  να είναι ευλογία για όλους τους ανθρώπους. Άλλωστε το ένα αποτελεί ποιητικό αίτιο του άλλου: αν δεν είσαι ευλογία για τους συνανθρώπους σου, Παράδεισο δεν βλέπεις. Ο εκκλησιαστικός ποιητής επισημαίνει και αυτήν τη διάσταση  με μία πολύ όμορφη εικόνα: «η διηνθισμένη ταις αρεταίς, και πεφωτισμένη τον λογισμόν, η μύρα προχέουσα εν ταις καρδίαις των πιστών» γράφει. Η αγία ήταν διανθισμένη με τις αρετές, είχε φωτισμένο (από το Πνεύμα του Θεού) λογισμό, ήταν αυτή που πρόσφερε στις καρδιές των πιστών μύρα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα ο Χριστιανός να αποτελεί για τον κάθε συνάνθρωπό του άρωμα Χριστού. Να μας βλέπουν οι άλλοι και να μας «εισπράττουν» ως ευλογία δηλαδή στη ζωή τους. Διότι αυτό τελικώς είναι ο Χριστιανός: άρωμα, ευωδία Χριστού, όπως το λέει και ο απόστολος Παύλος. Χωρίς όμως φωτισμένο λογισμό από την πίστη του Χριστού και ενάρετη ζωή από την τήρηση των εντολών Του, τούτο δεν είναι κατορθωτό. Η αγία Ευφημία, νεαρή κόρη αλλά με μεγάλη καρδιά το πέτυχε.  

14 Σεπτεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

«Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34).

Μέσα στο κλίμα της εορτής της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού η Εκκλησία μας επιμένει να μας υπενθυμίζει ότι άλλος τρόπος για να ζήσει κανείς την εν Χριστώ ζωή από τη συσταύρωση με τον Κύριο δεν υπάρχει. Η προτροπή μάλιστα του Κυρίου από το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Ύψωση  ακούγεται ως η πιο παρήγορη φωνή που έχει ακουστεί ποτέ για τον άνθρωπο, διότι ενώ του αποκαλύπτει την τραγικότητα της πορείας του, του δείχνει ταυτόχρονα τον δρόμο της υπέρβασης και της σωτηρίας του. «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί».

1. Ο Κύριος μέσα στο πλαίσιο της άπειρης αγάπης Του προς τον άνθρωπο, τέτοιας που Τον οδήγησε  πάνω στον Σταυρό, μας καλεί να Τον ακολουθήσουμε, που σημαίνει αφενός ότι η πορεία μας μακριά από Εκείνον είναι λανθασμένη, αφετέρου ότι ο Ίδιος είναι η σωτηρία μας. Η ακολουθία του Κυρίου αποτελεί βεβαίως μία χαρισματική κατάσταση, με την έννοια ότι μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δύναμη και τη χάρη του Ίδιου, όπως σε άλλο σημείο θα επισημάνει: «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Αυτό συμβαίνει διότι πέραν του ότι ο άνθρωπος θολωμένος και τραυματισμένος από την αμαρτία και την υποδούλωσή του στον διάβολο αδυνατούσε να δει την αλήθεια της σωτηρίας του – ποιος ήταν ο Θεός του – αδυνατούσε πολύ περισσότερο και να πραγματοποιήσει το οποιοδήποτε βήμα προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Κύριος λοιπόν έρχεται και όχι μόνο του ανοίγει τα μάτια για να δει τον ορθό προσανατολισμό του, αλλά τον εντάσσει μέσα στον εαυτό Του, ώστε με τη δική Του δύναμη να βρει τον βηματισμό του. Αν δεν γινόταν αυτό, αν ο Κύριος ερχόταν απλώς για να μας πει μόνοι μας να Τον ακολουθήσουμε, δεν θα διέφερε από άλλους τυράννους της ανθρωπότητας, και μάλιστα ακόμη περισσότερο: θα «έπαιζε» μαζί μας «διασκεδάζοντας» με τις αδυναμίες μας και την επίγνωση από εμάς αυτών των αδυναμιών.

2. Η ένταξή μας αυτή μέσα στον Κύριο, διά της οποίας και εισέρρευσαν σ’ εμάς οι δυνάμεις Του, ώστε κι εμείς να ζούμε σαν Εκείνον – το ακολουθείν τω Χριστώ –, πραγματοποιήθηκε με την ενανθρώπησή Του και με  όλη βεβαίως τη ζωή Του, κυρίως όμως με τη Σταυρική Του θυσία. Διότι στον Σταυρό καταργήθηκε το σώμα της αμαρτίας και έτσι εν Χριστώ εισήλθαμε στη Βασιλεία του Θεού. Και ό,τι πια ο Χριστός μάς πρόσφερε και μας προσφέρει, δηλαδή την ίδια τη ζωή Του, μπορεί κανείς να αποκτήσει  και να γευτεί με την είσοδό του στην Εκκλησία και ζώντας τη ζωή της Εκκλησίας. Το βάπτισμα επομένως, το άγιο χρίσμα, η Θεία Ευχαριστία, μέσα στην ατμόσφαιρα της μετανοίας, είναι η δυνατότητα παροχής της ζωής αυτής του Χριστού στον άνθρωπο.

3. Η κλήση λοιπόν του Χριστού να Τον ακολουθήσουμε γίνεται, αφού έχει δώσει όλες τις δυνατότητες για κάτι τέτοιο. Κι είναι σημαντική η επισήμανση ότι η κλήση αυτή γίνεται σε χρόνο διαρκείας: «ακολουθείτω μοι». Να ακολουθούμε τον Χριστό, πάντοτε και χωρίς διακοπές. Όπως είναι αδιανόητο το χέρι ή το πόδι σ’ ένα σώμα να μην ακολουθούν την κίνηση του σώματος, κατά τον ίδιο τρόπο είναι αδιανόητο για εκείνον που είναι μέλος πια Χριστού να μην ακολουθεί τον Χριστό. Μία διακεκομμένη ακολουθία του Χριστού – μία μαζί Του και μία όχι – συνιστά τη διψυχία που λέει ο άγιος Ιάκωβος, κύριο γνώρισμα της οποίας είναι η ακαταστασία. Ο ίδιος ο Κύριος μάλιστα σε άλλο σημείο απεκάλυψε ότι κάθε μη ακολουθία Του δεν είναι στάση, που μπορεί να φέρει την επανεκκίνηση από το ίδιο σημείο, αλλά οπισθοδρόμηση και εναντίωσή Του. «Ο μη ων μετ’  εμού κατ’  εμού εστι, και ο μη συνάγων μετ’  εμού σκορπίζει» - όποιος δεν είναι μαζί μου είναι εναντίον μου και όποιος δεν μαζεύει μαζί μου σκορπίζει. Ας φανταστούμε και πάλι ένα χέρι ή ένα πόδι πότε να είναι στο ρυθμό του σώματος και πότε να κτυπούν το σώμα ως κάτι το ενάντιο.

4. Ακριβώς λοιπόν πάνω σ’  αυτήν την αδιάκοπη ακολουθία του Χριστού, για να μην υπάρχουν οι αποκλίσεις που ακυρώνουν τη σωτηρία του ανθρώπου, έρχονται οι προϋποθέσεις που θέτει ο Ίδιος. Η δωρεά είναι δωρεά, αλλά όχι κατά τρόπο μαγικό.  Απαιτείται και η ανταπόκριση του ανθρώπου.

(1) Και πρώτη προϋπόθεση είναι η ελευθερία του ανθρώπου. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν». Όσο κι αν είναι εντελώς απαραίτητη η ακολουθία του Κυρίου – πιο απαραίτητη κι από τον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε – όμως ο Θεός δεν μας εκβιάζει. Μας δίνει την ώθηση, παρακολουθεί την πορεία μας, αλλά δεν μας υποκαθιστά. Τον τελευταίο λόγο για τη σωτηρία του δηλαδή τον έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Γι’  αυτό και ο πιστός  δεν μπορεί ποτέ  να εφησυχάσει και να επαναπαυθεί. Κι ο λόγος είναι γνωστός: ο Θεός μάς δημιούργησε ελεύθερους. Ας θυμηθούμε τα λόγια του οσίου Πορφυρίου πάνω σ’  αυτό: «Ο Θεός δεν μας έδωσε απλώς ελευθερία. Χάραξε την ελευθερία μέσα μας». Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να είναι χριστιανός με τρόπο εκβιαστικό. Η χριστιανική πίστη αναπτύσσεται μέσα στον αέρα της ελευθερίας.

(2) Δεύτερη προϋπόθεση είναι η απάρνηση του εαυτού. «Απαρνησάσθω εαυτόν». Πρόκειται περί του εγωιστικού εαυτού, εκείνου που «τραβάει» τον άνθρωπο πάντοτε προς τα κάτω, στα πάθη της φιληδονίας, της φιλαργυρίας, της φιλοδοξίας. Και πρέπει να το εξηγήσουμε: ο Χριστός ναι μεν μας απάλλαξε διά της ενεργείας της χάρης Του από την αναγκαστική ροπή της αμαρτίας – κάτι που δίνεται στον άνθρωπο διά του αγίου βαπτίσματος – δεν μας κατήργησε όμως, όπως είπαμε, την ελευθερία. Το τρεπτό της θελήσεώς μας εξακολουθεί και υφίσταται, συνεπώς εναπόκειται σε εμάς αν θα επιβεβαιώνουμε τη ζωή μας ως ακόλουθοι του Χριστού ή ως ακόλουθοι των παθών μας. Το μεγαλύτερο εμπόδιο λοιπόν για να είμαστε χριστιανοί είναι αυτός ο «κακός» εαυτός μας, ο οποίος λειτουργεί ως πειρασμός διαρκώς στην πνευματική πορεία μας. Από την άποψη αυτή ο χριστιανός ασκεί ένα είδος βίας στον εαυτό του, τέτοιας που τον κάνει να μπορεί να βρίσκεται στα χνάρια του Κυρίου. Το βεβαίωσε άλλωστε ο Ίδιος: «Η βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Η ακολουθία λοιπόν του Χριστού προϋποθέτει μία συνεχή κίνηση του ανθρώπου, μία αδιάκοπη και στο έπακρο ενεργητικότητά του. Ποτέ με άλλα λόγια ο χριστιανός δεν μπορεί να είναι κοιμισμένος ή χαλαρός. Η νήψη ως εγρήγορση είναι το κύριο χαρακτηριστικό του. Ακόμη και στις όποιες πτώσεις του στην αμαρτία, ο χριστιανός δεν μπορεί να παραμείνει στάσιμος. Την ίδια στιγμή της πτώσης του, αν είναι χριστιανός, θα σηκωθεί και θα προχωρήσει. Διαρκής υπέρβαση του εαυτού λοιπόν η χριστιανική ζωή, γι’  αυτό και λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά στον πιστό. «Οσάκις αν πέσης, έγειραι και σωθήση» - όσες φορές κι αν πέσεις, σήκω και θα σωθείς.

(3) Και η τρίτη προϋπόθεση ακολουθίας του Κυρίου, κατά τον λόγο Του, είναι η άρση του σταυρού. «Και αράτω τον σταυρόν αυτού». Πρόκειται για τη συσταύρωσή μας με Εκείνον, όπως το διατυπώνει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Καταλαβαίνουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να παρακάμψουμε τον σταυρό, ακολουθώντας τον Κύριο, αφού ο Σταυρός υπήρξε το κύριο γνώρισμα της ζωής Του, απαρχής μέχρι τέλους. Τι σημαίνει όμως άρση του σταυρού; Με το δεδομένο ότι ενούμενοι με Εκείνον διά των μυστηρίων ο Σταυρός γίνεται «δομικό» στοιχείο της ύπαρξής μας, απαιτείται στη συνέχεια η ενεργοποίηση αυτής της σταυρικής κατάστασης στην καθημερινότητά μας. Κι αυτό σημαίνει ζωή, κατά το πρότυπο του Κυρίου, απόλυτης υπακοής στον Θεό, θυσιαστικής αγάπης στον συνάνθρωπο, ταπείνωσης ως προς τον εαυτό. Με άλλα λόγια, αίρω τον σταυρό μου, δηλαδή συσταυρώνομαι με τον Κύριο, θα πει: κάνω κέντρο της ζωής μου το θέλημα του Θεού, άρα αγαπώ Εκείνον και την εικόνα Του τον άνθρωπο, κι αυτό με τη βεβαιότητα ότι απλώς πορεύομαι στη φυσιολογία της ζωής μου: «Όταν ποιήσητε πάντα τα διατεταγμένα υμίν, λέγετε ότι αχρείοι δούλοι εσμέν, ότι ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν» - όταν πράξετε όλα όσα σας δόθηκαν ως εντολή, να λέτε ότι είμαστε αχρείοι δούλοι, ότι αυτό που οφείλουμε να κάνουμε κάναμε.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος δίνοντας τον ορισμό του αληθινού μοναχού λέει ότι «μοναχός εστι βία φύσεως διηνεκής» - μοναχός είναι αυτός που αδιάκοπα ασκεί βία στη (πεσμένη στην αμαρτία) φύση του. Αλλά συνειδητοποιούμε ότι το ίδιο ισχύει και για κάθε χριστιανό. Η χριστιανική πίστη μάς καλεί σε μία συνεχή, όπως είπαμε, υπέρβαση του εαυτού μας, για να βρισκόμαστε μέσα στην ατμόσφαιρα της χαρισματικής παρουσίας του Κυρίου μας. Όποιος είπε ότι ο χριστιανισμός είναι εύκολη υπόθεση, μάλλον είναι άγευστος της χριστιανικής ζωής. Το παρήγορο όμως είναι ότι κι αν κάπου αποκλίνουμε, αν στην καθημερινή ζωή μας βλέπουμε το πόση αδυναμία παρουσιάζουμε στην πλήρη ακολουθία του Χριστού, όμως δεν απελπιζόμαστε. Η πτώση μας, αν μας οδηγεί σε ταπείνωση και επίγνωση των αδυναμιών μας, λειτουργεί ανυψωτικά, γιατί και εκεί έρχεται ο Κύριος, ο Οποίος μας προσφέρει πολλαπλασίως τη χάρη Του. Το θέμα είναι μήπως ακολουθούμε δαιμονική οδό: να αμαρτάνουμε και να καυχόμαστε γι’  αυτό.

ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΝΑ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ!

 

Όσιος Εφραίμ Κατουνακιώτης: «Εδώ στο Άγιον Όρος ήρθα στις 14 Σεπτεμβρίου. Ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού. Ημέρα που ξαναγεννήθηκα. Κάθε μέρα να εορτάζουμε την ύψωση του σταυρού μας. Όταν σηκώνουμε τον σταυρό, πεθαίνουμε και ξαναγεννιόμαστε. Η άρση του σταυρού θάνατος και ανάσταση είναι» (Από το βιβλίο του π. Σπυρίδωνα Βασιλάκου, «Ἔλα φῶς...», εκδ. Θεσβίτης, σελ. 75).

Ο μέγας Γέρων, ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, εόρταζε ιδιαιτέρως την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου και Ζωοποιού Σταυρού. Γιατί; Διότι ήταν η ημέρα εισόδου του στο Άγιον Όρος – «Του Σταυρού ήρθα στο Άγιον Όρος, Σεπτέμβριος του 1933» ήταν η διαρκής επανάληψή του. Δεν την εόρταζε όμως ως γεγονός απλής ανάμνησης που άλλαζε έστω τον ρου της ζωής του – από κοσμικός έγινε καλόγερος – αλλά ως γεγονός που στιγμάτισε την εσωτερική πνευματική του ζωή. Ο άγιος Γέρων με τα μεγάλα ολοφώτεινα μάτια που αντιφέγγιζαν το φως του Ουρανού που ζούσε στην καρδιά και σ’ όλη την ύπαρξή του ένιωσε εισερχόμενος νεαρός στο Όρος τη μυστική αξία του αγιασμένου αυτού τόπου – τη χάρη που τον διαπερνά ως εσωτερικό ρεύμα ζωής. Τότε ήταν «που ξαναγεννήθηκα» ομολογεί. Ξαναγεννιέται πνευματικά εκείνος που βαπτίζεται στην άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας κι εκείνος που βρίσκει το αληθινό μονοπάτι της μετάνοιας, στο οποίο λούζεται με τα δάκρυά του. Ο Θεός έδωσε τη χάρη στον νεαρό (μετέπειτα Εφραίμ) Ευάγγελο να κατανοήσει ότι καλόγερος σημαίνει άνθρωπος που αγωνίζεται στη μετάνοια. Ότι πήρε τη δύναμη της μετανοίας από την «κοιλιά» της Εκκλησίας την αγία κολυμβήθρα – γι’ αυτό και πολύ αργότερα θα την αναζητήσει στο χωριό του και θα την ασπαστεί με πολλά δάκρυα – κι αυτή η μετάνοια αποτελεί το έργο κάθε βεβαίως χριστιανού, πολύ περισσότερο όμως του «τύπου» του χριστιανού, του ορθόδοξου μοναχού.

Κι ακόμη. Για τον όσιο Γέροντα η καλογερική αυτή μετάνοια με την οποία ο άνθρωπος αναγεννάται γιατί είναι γνήσια ταυτίζεται με την άρση του σταυρού. Μοναχός δηλαδή για τον όσιο είναι ο εσταυρωμένος άνθρωπος (πόσο ωραία φανερώνεται τούτο με τη συγκεκριμένη εικόνα του εσταυρωμένου μοναχού!) κατά τον τύπο που λέει ο απόστολος Παύλος: «Χριστώ συνεσταύρωμαι», που σημαίνει ότι τον Σταυρό του Κυρίου Τον ζούσε βιωματικά ο άγιος Γέροντας ως θάνατό του, συνεπώς και ως ανάστασή του. Τα απλοϊκά φαινομενικά λόγια του περικλείουν τα αποκαλυπτικά λόγια του Ίδιου του αρχηγού της πίστεως Ιησού Χριστού: «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώνει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί», αλλά και τη μεγαλειώδη θεολογία περί του βαπτίσματος του αποστόλου Παύλου: «όσοι βαπτιστήκαμε, στον θάνατο του Χριστού βαπτιστήκαμε και την ανάσταση Εκείνου ομολογούμε».  Οπότε ο όσιος Εφραίμ με δύο λέξεις αφήνει να φανεί η ένταση του εσωτερικού του κόσμου, η οδύνη που ζούσε από τον πόλεμο κατά των παθών και του πονηρού διαβόλου, αλλά και η πνευματική ηδονή από τα αναστάσιμα και χαρμόσυνα στοιχεία που του πρόσφερε αφειδώλευτα η χάρη του Θεού.

Κι η επισήμανσή του είναι συγκλονιστική και μοναδική: «κάθε μέρα να εορτάζουμε την ύψωση του σταυρού μας». Ο ατόφιος, αληθινός και αταλάντευτα προσανατολισμένος στον σκοπό του καλόγερος: όχι απλώς να γιορτάζουμε την ύψωση του Σταυρού τη συγκεκριμένη ημέρα, αλλά την κάθε ημέρα ως προσωπικό γεγονός. Η πορεία της μετάνοιας δηλαδή ως πορεία άρσης του σταυρού πάνω στις εντολές του Χριστού δεν γνωρίζει διαλείμματα. Το διάλειμμα είναι για τους αρχάριους και τους «τυφλούς» ακόμη πνευματικά ανθρώπους που λειτουργεί ως οπισθοδρόμηση και κατρακύλα. Η ακολουθία του Χριστού είναι «κόλλησις» στον Χριστό που κάνει τον άνθρωπο να γίνει κι εκείνος Χριστός. Όπως έγινε και ο όσιος Εφραίμ και έγιναν όλοι οι άγιοι.

Δεν ξέρουμε πόσοι αντέχουμε το πυρ των λόγων του οσίου. Απλώς να παρακαλούμε η φωτιά του Πνεύματος που έκαιγε την καρδιά του να καύσει λίγο και τις δικές μας καρδιές, ώστε να καθαριστεί το έδαφος και να φωτιστεί ο χώρος.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΙΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Μάρκ. 8,34 – 9,1)

Εἶπεν ὁ Κύριος· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. Ὅς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου, οὗτος σώσει αὐτήν. Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; Ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; Ὅς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. Καί ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅποιος θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἅς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του, ἅς σηκώσει τό σταυρό του κι ἅς μέ ἀκολουθεῖ. Γιατί ὅποιος θέλει νά σώσει τή ζωή του θά τή χάσει· ὅποιος ὅμως χάσει τή ζωή του ἐξαιτίας μου καί ἐξαιτίας τοῦ εὐαγγελίου, αὐτός θά τή σώσει. Τί θά ὠφεληθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν κερδίσει ὁλόκληρο τόν κόσμο ἀλλά χάσει τή ζωή του; Τί μπορεῖ νά δώσει ὁ ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα γιά τή ζωή του; Ὅποιος, ζῶντας μέσα σ’ αὐτή τή γενιά τήν ἄπιστη κι ἁμαρτωλή, ντραπεῖ γιά μένα καί γιά τή διδασκαλία μου, θά ντραπεῖ γι’ αὐτόν καί ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ὅταν ἔρθει μέ ὅλη τή λαμπρότητα τοῦ Πατέρα του, μαζί μέ τούς ἁγίους ἀγγέλους». Τούς ἔλεγε ἀκόμη ὁ Ἰησοῦς: «Σᾶς βεβαιώνω πώς ὑπάρχουν μερικοί ἀνάμεσα σ’ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέ θά γευτοῦν τό θάνατο, πρίν δοῦν νά ἔρχεται δυναμικά ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Γαλ. 2, 16-20)

Ἀδελφοί, εἰδότες ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν Ἰησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου, διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ. Εἰ δὲ ζητοῦντες δικαιωθῆναι ἐν Χριστῷ εὑρέθημεν καὶ αὐτοὶ ἁμαρτωλοί, ἆρα Χριστὸς ἁμαρτίας διάκονος; Μὴ γένοιτο. Εἰ γὰρ ἃ κατέλυσα ταῦτα πάλιν οἰκοδομῶ, παραβάτην ἐμαυτὸν συνίστημι. Ἐγὼ γὰρ διὰ νόμου νόμῳ ἀπέθανον, ἵνα Θεῷ ζήσω. Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ξέρουμε πώς ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά σωθεῖ μέ τήν τήρηση τῶν διατάξεων τοῦ νόμου. Αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν πίστη στόν Ἰησοῦ Χριστό. Γι’ αὐτό κι ἐμεῖς πιστέψαμε στόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά δικαιωθοῦμε μέ τήν πίστη στό Χριστό κι ὄχι μέ τήν τήρηση τοῦ νόμου· γιατί μέ τά ἔργα τοῦ νόμου δέ θά σωθεῖ κανένας ἄνθρωπος. Ἄν ὅμως, ζητώντας νά σωθοῦμε ἀπό τό Χριστό, βρεθήκαμε νά εἴμαστε κι ἐμεῖς ἁμαρτωλοί ὅπως οἱ ἐθνικοί, σημαίνει τάχα πῶς ὁ Χριστός ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία; Ὄχι βέβαια! Γιατί, ἄν ὅ,τι γκρέμισα τό ξαναχτίζω, εἶναι σάν νά ὁμολογῶ πώς ἔκανα λάθος ὅταν τό γκρέμιζα. Κι ἀληθινά, μέ κριτήριο τό νόμο, ἔχω πεθάνει γιά τή θρησκεία τοῦ νόμου, γιά νά βρῶ τή ζωή κοντά στό Θεό. Ἔχω πεθάνει στό σταυρό μαζί μέ τό Χριστό. Τώρα πιά δέ ζῶ ἐγώ, ἀλλά ζεῖ στό πρόσωπό μου ὁ Χριστός. Κι ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου.

Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Η μεγάλη Δεσποτική εορτή της υψώσεως του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δεν αποτελεί εορτή μίας μόνο ημέρας ή έστω μερικών μόνο ημερών με κέντρο αυτήν αλλά χαρακτηρίζει ολόκληρη τη ζωή της Εκκλησίας. Κι αυτό γιατί ο Σταυρός αποτελεί το κατεξοχήν σύμβολο της χριστιανικής πίστεως, την «καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» κατά πιο πατερική έκφραση, που σημαίνει πως οτιδήποτε στην Εκκλησία κατανοείται σε σχέση με τη Σταυρική θυσία Εκείνου που απεστάλη από τον Θεό Πατέρα ακριβώς για να υψωθεί στον Σταυρό και να ελκύσει με τον τρόπο αυτόν κοντά Του όλα τα έθνη. «Καγώ εάν υψωθώ από της γης πάντας ελκύσω προς εμαυτόν». Θείος μαγνήτης ο Σταυρός, δηλαδή ο επ’ αυτού ανυψωθείς ως άνθρωπος Υιός και Λόγος του Θεού, από την ελκτική δύναμη του Οποίου δεν μπορεί να αντιδράσει κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος όπου γης.

Τρεις είναι οι κύριες διαστάσεις της μεγάλης αυτής εορτής: η ιστορική, η θεολογική, η πνευματική.

Η ιστορική διάσταση πρώτον, διότι την αφορμή ώστε να καθιερωθεί η συγκεκριμένη εορτή την έδωσε και το όραμα του Μ. Κωνσταντίνου με το «εν τούτω νίκα» πριν από τη μάχη με τον συνάρχοντά του Μαξέντιο, οπότε πιστεύοντας στο όραμα του Σταυρού οπλίστηκε κι αυτός και το στράτευμά του με πολλή δύναμη και νίκησε τον αντίπαλό του∙ και η θαυμαστή εύρεση του τιμίου Σταυρού με τις ανασκαφές της αγίας Ελένης στα Ιεροσόλυμα, γεγονός που οδήγησε στην πρώτη ύψωσή Του (4ος αι.)∙ και η επαναφορά του Σταυρού από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (αρχές 7ου αι.), όταν εξεστράτευσε νικηφόρα κατά των Περσών που Τον είχαν διαρπάσει, γεγονός που οδήγησε στη δεύτερη ύψωσή Του και στα Ιεροσόλυμα και στην Κωνσταντινούπολη.

Η θεολογική διάσταση έπειτα, η οποία κατεξοχήν αυτή μάς εξηγεί γιατί ο Σταυρός συνιστά «την θύραν του Παραδείσου» και «την καθέδραν της ορθοδόξου θεολογίας» όπως είπαμε και παραπάνω. Και τι κηρύσσει η Εκκλησία μας για το θεολογικό βάθος του Σταυρού, χωρίς τον Οποίο  η σωτηρία για τον άνθρωπο ως αποκατάσταση της σχέσεώς του με τον Θεό θα ήταν ανύπαρκτη;

 α. Ότι ο Σταυρός ως η αποκορύφωση των Παθών του Κυρίου δεν μπορεί να κατανοηθεί με τις ανθρώπινες δυνάμεις, είτε τις λογικές είτε τις ψυχολογικές είτε τις συναισθηματικές και τις λοιπές. Προς κατανόησή Του απαιτείται η χαρισματική δύναμη της πίστεως, η δύναμη δηλαδή ενός μέλους της Εκκλησίας που έχει ενσωματωθεί διά του αγίου βαπτίσματος στο μυστικό σώμα του Χριστού, ώστε να μπορεί με πνευματικούς οφθαλμούς να «δει» ό,τι δεν φαίνεται αισθητά και το μυστήριο που περικλείει: την άπειρη αγάπη του Δημιουργού που δεν διστάζει προκειμένου να σώσει το αγαπημένο πλάσμα Του να γίνει άνθρωπος και μάλιστα να υποστεί την πιο εξευτελιστική τιμωρία και τον πιο αποτρόπαιο θάνατο, τον σταυρικό. Με τα λόγια του αγίου Ιωάννου του Ευαγγελιστού «τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο ώστε τον Υιό Του τον μονογενή έδωσε, με σκοπό κάθε ένας που πιστεύει σ’ Αυτόν να μη χαθεί αλλά να έχει ζωή αιώνιο» - αγάπη έτσι σημαίνει παράδοση και θυσία για χάρη του άλλου χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Κι ακόμη να «δει» μαζί με την απειρία της αγάπης του Θεού μας και την άβυσσο της ανθρώπινης αμαρτίας, τέτοιας που οδήγησε σε θάνατο την ίδια τη Ζωή! Ο άνθρωπος που επαναστάτησε κατά του Δημιουργού του, (το προπατορικό λεγόμενο αμάρτημα), δεν παρεξέκλινε απλώς από κάποιο μονοπάτι ούτε κι έχασε κάτι δευτερεύον για τη ζωή του∙ έχασε τον Δρόμο της Ζωής κι οδηγήθηκε στο σκότος του θανάτου – η ζωή του μετά την αμαρτία του ήταν μία ζωή εν θανάτω.

β. Με τον Σταυρό του Κυρίου που αποκορυφώνει το Πάθος Του η αμαρτία του ανθρώπου αίρεται, εξαφανίζεται, γιατί τη σηκώνει επάνω Του ο ενανθρωπήσας Θεός. Ο Κύριος είναι «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου», που θα πει ότι εν Αυτώ το χάσμα που χώριζε Θεό και άνθρωπο δεν υφίσταται πια. Με τον Χριστό που μας προσέλαβε στην ανθρώπινη φύση Του ο άνθρωπος είδε και πάλι Θεού πρόσωπο. Αν μπορούμε να ατενίσουμε τον Θεό μας είναι γιατί ήρθε Εκείνος που έδωσε τα μάτια Του ώστε να γίνουν και δικά μας μάτια – η όραση Εκείνου συνιστά και την όραση του Θεού Πατέρα: «ο εωρακώς εμέ εώρακε τον Πατέρα». Μετά τον Σταυρό επομένως και την Ανάσταση που ακολουθεί δεν υπάρχει αμαρτία ασυγχώρητη. Όποιος επικαλεστεί το πλήθος και το βάρος των αμαρτιών του για να μην προχωρήσει σε σχέση με τον Θεό βλασφημεί κυριολεκτικά τον Κύριο και το Πάθος Του – δεν δέχεται τη διαγραφή του χρέους από Εκείνον στον οποίο αναφέρεται κάθε χρωστούμενη αμαρτία, αρνείται να πιστέψει συνεπώς και στο άπειρο μέγεθος της αγάπης Του. Κι αυτό αποτελεί τη βλασφημία του αγίου Πνεύματος, η οποία δεν βρίσκει συγχώρηση ποτέ, κατά τον λόγο του Κυρίου.

Κι είναι τέλος η πνευματική διάσταση του Σταυρού, χωρίς την οποία πράγματι η όποια θεολογική διακήρυξη παραμένει χωρίς αντίκρυσμα και καταντά ιδεολογική πρόταση. Τι εννοούμε; Αν ο Σταυρός δεν γίνει γεγονός της ζωής του ανθρώπου, αν ο πιστός δεν ζει σταυρικά κατά το πρότυπο του Κυρίου και των αγίων Του αποστόλων και μαθητών, τότε η πίστη δεν είναι χριστιανική. Όταν ο ίδιος ο Κύριος χαρακτηρίζει ως μαθητή Του εκείνον που Τον ακολουθεί απαρνούμενος τον εγωιστικό εαυτό του και αίροντας τον σταυρό της αγάπης, τότε ποιος χωρίς τα χαρακτηριστικά αυτά μπορεί να ονομαστεί μαθητής Του; «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει», είπε, «ας απαρνηθεί τον εαυτό του και ας σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί». Χριστιανός σημαίνει σταυρωμένος άνθρωπος δηλαδή, όπως εξέφρασε το βίωμά του αυτό και ο μέγιστος των αποστόλων Παύλος: «Έχω σταυρωθεί μαζί με τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Κι ας μην ξεχνάμε βεβαίως το αυτονόητο: η κεντρική εντολή του Χριστού από την οποία εξαρτάται η χριστιανική μας ποιότητα και αυτοσυνειδησία μας είναι το «αγαπάτε αλλήλους». Κι αυτήν την αγάπη ο Χριστός μάς την μέτρησε με την αγάπη του Ίδιου: «καθώς εγώ σας αγάπησα». Ο Σταυρός είναι το μέτρο της αγάπης του χριστιανού, γι’ αυτό και μόνον σταυρικά πορεύεται, κάτι που πήρε ως δύναμη εφαρμογής από την ώρα που βαπτίστηκε - το βάπτισμα τι άλλο είναι παρά η μετοχή του ανθρώπου στον θάνατο και την ανάσταση του Χριστού, δηλαδή ο άνθρωπος «δομήθηκε» πάνω στον «άξονα» του Σταυρού!

Ο χριστιανός λοιπόν εορτάζει τον Σταυρό όταν πορεύεται με πνευματικό σταυρικό τρόπο: με πίστη και αληθινή αγάπη. Χωρίς την πορεία αυτή η όποια ιστορική γνώση του ή η όποια θεολογική κατάρτισή του μένει μετέωρη, για να μην πούμε ότι γίνεται και δαιμονική. Διότι «και τα δαιμόνια πιστεύουν και φρίσσουν» μπροστά στον Θεό.