05 Οκτωβρίου 2024

Η ΧΑΡΑ ΚΑΙ Η ΛΥΠΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

«Πολύ τις χαιρόταν ο Γέροντας Πορφύριος τις ιερές ακολουθίες. Αλλά τα τελευταία χρόνια στερήθηκε αυτή τη χαρά. Καθηλωμένος από τις αρρώστειες στο κρεββάτι, δεν μπορούσε πλέον να βαδίση για να πάη στον ναό και αναγκαζόταν να συμμετέχη στην θεία Λειτουργία, ακούοντάς την από ένα μικρό ραδιοφωνάκι. Μου έλεγε μια μέρα, με παράπονο: “Πολύ λυπάμαι, πού δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία. Να, μ’ αυτό το ραδιόφωνο παρηγοριέμαι, απ’ αυτό ακούω τη Θεία Λειτουργία. Ρώτησα ένα δεσπότη, αν αυτό που κάνω είναι αμαρτία και μου είπε ότι, αφού είμαι άρρωστος, δεν είναι αμαρτία”» (Κων. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στον Γέροντα Πορφύριο, Ένα πνευματικοπαίδι του θυμάται, έκδ. Ι. Γ. Ησυχ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Αθήναι, 1995).

Ο μακαριστός συγγραφέας Κωνσταντίνος Γιαννιτσιώτης γράφει με ψευδώνυμο. Δεν ήθελε να αποκαλύψει ευρύτερα την ταυτότητά του, γι’ αυτό και ό,τι κατέγραψε από την προσωπική σχέση που είχε με τον όσιο Πορφύριο το κατέθεσε στον υπεύθυνο του Ι. Ησυχαστηρίου μακαριστό κι αυτόν τώρα Γ. Αρβανίτη, ο οποίος εκτιμώντας την αλήθεια των προσωπικών αυτών μαρτυριών ενέταξε το βιβλίο στις εκδόσεις του μοναστηριού του Οσίου – υπάρχουν και άλλα πολλά που αναφέρονται στον Όσιο, στα οποία όμως υπάρχουν και ανακρίβειες και διάφορες  υπερβολές.  

(Όπως υπάρχουν κι άλλα, ας πούμε εν παρενθέσει, που αποδίδουν τη σκέψη και τα λόγια του όχι από σημειώσεις από μνήμης, αλλά από καταγραφή από μαγνητόφωνο. Εκεί διασώζεται ατόφιος ο λόγος του, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το γνωστότερο ίσως βιβλίο που έχει κυκλοφορηθεί για τον άγιο από την Ι. Μονή της Παναγίας της Χρυσοπηγής στα Χανιά της Κρήτης – κι αυτό γιατί δύο υπέργηρες τώρα αδελφές της Μονής ήσαν, ως κοσμικές τότε, ακόλουθες του οσίου επί δεκαετίες και κατέγραφαν σε μαγνητόφωνο ό,τι συχνά έλεγε εκείνος εν γνώσει του ασφαλώς - με πολλαπλές ανατυπώσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό διά μεταφράσεων, με τίτλο: «Βίος και Λόγοι Γέροντος (Οσίου) Πορφυρίου». Πρόκειται, ας επιτραπεί να πούμε, για βιβλίο που όταν η Ι. Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου συνεκλήθη για να διακηρύξει την αγιότητα επισήμως του Μεγάλου Γέροντος, ήταν τοποθετημένο στο κέντρο της ιεράς συνάξεως, σαν να βρισκόταν εκεί ο ίδιος ο άγιος με τη λειψανοθήκη του, και που επίσης εσχάτως ο γνωστότατος σε όλους μεγάλος κι αυτός Γέροντας του Αγίου Όρους π. Βασίλειος Γοντικάκης το χαρακτήρισε όχι απλώς βιβλίο αλλά «μυροδοχείο»!)   

Αξίζει βεβαίως, επανερχόμενοι στο αρχικό κείμενό μας, να σημειωθεί ότι ο μακαριστός συγγραφέας Κων. Γιαννιτσιώτης, δικαστικός στο επάγγελμα, είχε αποφασίσει να αφιερωθεί στον Κύριο ως μοναχός, αλλά δυστυχώς οι ασθένειες που τον κατέτρυχαν τον πρόλαβαν. Έφυγε από τη ζωή. Μας άφησε όμως τα κείμενά του, τα οποία για πλήθος φιλαγίων χριστιανών αποτέλεσαν και αποτελούν κι αυτά σπουδαίο πνευματικό εντρύφημα.

Τι επισημαίνει ο μεγάλος όσιος στον φίλο και πνευματικό του τέκνο Κωνσταντίνο; Τη μεγάλη αγάπη που έτρεφε προς τις ακολουθίες της Εκκλησίας. Αυτές αποτελούσαν τη χαρά και την παρηγοριά του, αυτές συνιστούσαν το μέσο για να βιώνει ο άγιος πανίερες εμπειρίες. Οι περισσότεροι έχουμε ακούσει ή διαβάσει το πώς ζούσε ο μεγάλος Γέροντας ιδίως τις ακολουθίες της Μ. Εβδομάδος. Μεταφερόταν εν Πνεύματι, με τα χαρίσματα που τον είχε προικίσει ο Θεός, στα διαδραματιζόμενα και λεγόμενα και υμνολογούμενα – ήταν κι αυτός παρών σε ό,τι ζούσε ως ατμόσφαιρα η Εκκλησία. Όπως τότε, καθώς απεκάλυψε κάποια στιγμή, που διαβάζοντας ένα Ευαγγέλιο της Μ. Πέμπτης «έβλεπε» τα γεγονότα του Πάθους και από την ένταση δεν άντεξε. Σταμάτησε, μπήκε μέσα στο ιερό για λίγο, για να επανέλθει έπειτα συντετριμμένος προκειμένου να ολοκληρωθεί η ανάγνωση και η λοιπή ακολουθία.

Πού οφείλετο η αγάπη αυτή του αγίου για τις εκκλησιαστικές προσευχές; Μα στη βαθειά πεποίθησή του ότι μέσα σ’ αυτές μιλάει ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός, αυτές αποτελούν το όχημα της θείας ενεργείας Του που βρίσκει κατάλυμα στην καθαρή καρδιά του μετέχοντος. Διότι  αυτό συνιστά την προϋπόθεση για να ζει κανείς εν αισθήσει ψυχής την προσφερόμενη χάρη του Θεού: η καθαρότητα της καρδιάς. «Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται». Ο άγιος Πορφύριος είχε καθαρή καρδιά, γι’ αυτό και επαναπαυόταν σ’ αυτόν η χάρη του Θεού, γι’ αυτό και μπορούσε να βλέπει ότι τα λόγια της κάθε ακολουθίας της Εκκλησίας, ιδίως του κέντρου αυτής, της Θείας Λειτουργίας, ήταν η δωρεά του Θεού στον πιστό άνθρωπο, το χάρισμά Του για να ζει αυτός τη δική Του παρουσία άμεσα και ζωντανά στην ψυχοσωματική του υπόσταση. Δεν το ομολογούμε διαρκώς σε κάθε θεία λειτουργία; «Ο τας κοινάς ταύτας και συμφώνους ημίν  χαρισάμενος προσευχάς…» λέει ο ιερέας εξ ονόματος όλων των πιστών, δηλαδή οι προσευχές της Εκκλησίας είναι για όλους βεβαίως τους πιστούς, είναι σύμφωνες προς αυτό που είμαστε ως άνθρωποι, όμως δεν αποτελούν καρπό του νου έστω ενός αγιασμένου ανθρώπου, αλλά έμπνευση Θεού, λόγια που Εκείνος θέλησε να λέμε για να είμαστε συντονισμένοι μαζί Του. «Ο Κύριος κρύβεται μέσα στα λόγια Του και τις εντολές Του» είναι μία αξιωματική αρχή στην Πατερική Παράδοση, η οποία εδράζεται ασφαλώς στο ίδιο το Ευαγγέλιο (βλ. ιδίως ευαγγέλιο του αγίου Ιωάννου).

Οπότε, ο άγιος Πορφύριος είτε ως λειτουργός ο ίδιος είτε ως μέτοχος της ευχαριστιακής και όχι μόνο συνάξεως ζούσε την παρουσία του Κυρίου, Τον «έβλεπε» αδιάκοπα παρόντα σε κάθε ιερουργία, λοιπόν χαιρόταν με τρόπο απερίγραπτο Εκείνον που αποτελούσε «το άκρως εφετόν» της ψυχής του, κυριολεκτικά τον έρωτά του, όπως κατανοούν όλοι οι άγιοι τα κύματα των θείων ερώτων τους. Πώς λοιπόν να μη θλίβεται βαθύτατα όταν οι ασθένειές του, πάρα πολλές και μεγάλες, τον καθήλωναν στο κρεβάτι, χωρίς να του επιτρέπουν την εν σώματι μετοχή του στον ναό; Όπως το ομολογούσε: «Πολύ λυπάμαι, που δεν μπορώ να πάω στην εκκλησία». Κι είναι το βίωμα αυτό του μεγάλου οσίου, βίωμα όλων των γνησίων πιστών διαχρονικά στην Εκκλησία μας, που κρίνει όλους εμάς τους θεωρουμένους χριστιανούς, οι οποίοι συχνά πυκνά εφευρίσκουμε άπειρους τρόπους για την ελλειμματική ή και μηδενική συμμετοχή μας στα τελούμενα στον Ναό, ακόμη και την Κυριακή και τις μεγάλες εορτές. Πόσο επαναλαμβάνουμε από την παραβολή του μεγάλου Δείπνου τους κεκλημένους σ’ αυτό με το «έχε με παρητημένον», διότι «αγρόν και ζεύγη βοών ηγόρασα ή και γυναίκα έγημα»! Και αντιστοίχως βεβαίως κατανοούμε, μπροστά στον μέγιστο Πορφύριο, τη λειψή αγάπη μας προς τον Κύριο, αφού εκεί που ο Ίδιος προσφέρεται με τα λόγια Του, κυρίως όμως με το σώμα και το αίμα Του, εμείς δεν είμαστε παρόντες, ακολουθώντας την κλί(ή)ση της καρδιάς μας: «τι φάγωμεν ή τι πίωμεν» ή πώς γενικώς θα περνάμε τη ζωή μας βολεμένοι και… αραχτοί! 

Και ποια η παρηγοριά του αγίου στην κατάσταση της ασθενείας του; Το «μικρό ραδιοφωνάκι» του, στο οποίο είχε κάνει μάλιστα ειδική «πατέντα» για να πιάνει με ευκρίνεια το σήμα του σταθμού («Πειραϊκή Εκκλησία»). «Να, μ’ αυτό το ραδιόφωνο παρηγοριέμαι». Είμαστε βέβαιοι ότι ο χαρισματούχος άγιος εν πνεύματι ήταν παρών στις ακολουθίες, όμως η ομολογία του είναι άκρως συγκινητική και παραδειγματική – καταφυγή του το ραδιόφωνο. Είχε δε και την έγνοια, ποιος ξέρει γιατί;, μήπως η ακρόαση χωρίς τη σωματική συμμετοχή δεν είναι ενδεδειγμένη. «Ρώτησα ένα δεσπότη» γι’ αυτό, είπε, και του έδωσε την άδεια. Κι έχουμε την εντύπωση ότι αυτό που είπε ο άγιος δεν ήταν τυχαίο. Διότι αρκετοί θεολόγοι και θεολογούντες τονίζουν με ισχυρά επιχειρήματα ότι η Θεία Λειτουργία ως εκ της φύσεώς της απαιτεί την προσωπική παρουσία του πιστού, την ψυχική αλλά και τη σωματική. Πώς άλλωστε θα μετάσχει του σώματος και του αίματος ο πιστός; Εξ αποστάσεως; Αδύνατον!

Αλλά παραθεωρώντας το γεγονός ότι η ψυχική συμμετοχή είναι το διαρκώς ζητούμενο, διότι πλείστοι χριστιανοί βρίσκονται οπουδήποτε αλλού την ώρα των τελουμένων, έστω και με φυσική παρουσία, εκτός αυτών που πρόκεινται ενώπιόν τους, κυριολεκτικά «εκτός τόπου και χρόνου!», όμως ο άγιος επέλεγε την ακρόαση, την εξ αποστάσεως συμμετοχή, διότι ακριβώς ήταν άρρωστος. Ήθελε αλλά αδυνατούσε, δεν μπορούσε δηλαδή να κάνει ούτε αυτό που έκανε ο άλλος μεγάλος λειτουργικός όσιος Ιάκωβος ο εν Ευβοία, ο οποίος έστω και ασθενής έσερνε τα βήματά του για τον Ναό της Μονής του. Κι αυτή η καταφυγή και παρηγοριά του μεγάλου Πορφυρίου, το «ραδιόφωνο», δίνει και μία απάντηση για την ύπαρξη του εκκλησιαστικού ραδιοφώνου και την ακρόαση με τα ερτζιανά κύματα των ακολουθιών της Εκκλησίας. Ναι, το κανονικό είναι η ολόψυχη και ολοσώματη συμμετοχή στον Ναόˑ όμως όταν υπάρχει αδυναμία σωματική, αλλά και ψυχική θα έλεγε κανείς, τότε τα ερτζιανά είναι μία λύση, μάλλον είναι η μόνη λύση που ευλογείται από τον Κύριο. Η οικονομία δηλαδή της Εκκλησίας που υπερνικά την… ακρίβεια!

Και θυμόμαστε εν προκειμένω και κάτι παρεμφερές: το πότε πρέπει να εκφωνείται το κήρυγμα στη Θεία Λειτουργία! Βεβαίως το κανονικό είναι μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα, αυτό απαιτεί η παράδοση, όμως και πάλι η οικονομία παραπέμπει συχνά στην ώρα του «κοινωνικού» ή πριν από την απόλυση. Με σκοπό να το ακούσουν περισσότεροι χριστιανοί, οι οποίοι συνήθως, «δι’ ευλόγους αιτίας» ας κάνουμε τον καλό λογισμό, έρχονται πολύ αργότερα από το αποστολικό και ευαγγελικό ανάγνωσμα, ίσως και λίγο πριν τη θεία Κοινωνία. Κι ενώ η μη κανονική αυτή μετάθεση έχει καθιερωθεί ουσιαστικά με την άδεια των επισκόπων της κάθε περιοχής, έχουμε και το ανάλογο παράδειγμα και πάλι από τον όσιο Πορφύριο. Βρέθηκε κάποια στιγμή στον άγιο Γεράσιμο της Πολυκλινικής Αθηνών, ημέρα Κυριακή, τότε που λειτουργούσε ο όσιος, ένας θεολόγος που εισήλθε και μέσα στο Ιερό. Τον παρεκάλεσε ο Γέροντας ως θεολόγο να κηρύξει τον λόγο του Θεού στο «κοινωνικό». «Γέροντα, δεν είναι η σωστή θέση αυτή» αντέτεινε εκείνος δικαίως. «Το κανονικό είναι μετά το Ευαγγέλιο!» Και η απάντηση του διακριτικού και φιλάνθρωπου αγίου τον προσγείωσε στην οικονομία της Εκκλησίας και μάλλον και του Θεού μας: «Το ξέρω, ευλογημένε! Αλλά δεν είναι καλό αντί να ακούσουν τον λόγο του Θεού και να παρακινηθούν σε μετάνοια οι λίγοι που βρίσκονται εκείνη την ώρα, να το ακούσουν πολλοί περισσότεροι λίγο αργότερα;»

04 Οκτωβρίου 2024

ΜΗΝ ΕΡΕΘΙΖΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΕΞΗ ΣΟΥ!

«Απόφευγε σαν μάστιγα τους τόπους των πτώσεων. Διότι όταν δεν υπάρχει εμπρός μας ένα οπωρικό, δεν ερεθίζεται και τόσο η όρεξή μας» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. γ´, 10)

«Εκ του οράν το εράν», από την όραση πηγάζει η επιθυμία. Ένα παλιό γνωμικό που καταγράφει αυτό που συμβαίνει με την ανθρώπινη φύση:  αυτό που έχω μπροστά μου, προκαλεί την επιθυμία μου για να το γευθώ. Κι όχι μόνο η όραση, κατεξοχήν βεβαίως αυτή, αλλά και οι άλλες αισθήσεις:  προκαλούμενες εξάπτουν την επιθυμία στον άνθρωπο. Εκεί δεν στηρίζεται και όλη η επιστήμη με τις διαφημίσεις;  Σου φέρνουν το προϊόν μπροστά σου, με ωραίο περιτύλιγμα, εξωραϊσμένο στο ανώτερο δυνατό, ολοζώντανο, ντυμένο και με την κατάλληλη μουσική, και χωρίς να το χρειάζεσαι σε προκαλούν να το πάρεις, να το δοκιμάσεις. Σε κάνουν να το θεωρείς απαραίτητο στη ζωή σου. Γιατί έχουν σπουδάσει την ψυχολογία του ανθρώπου. Γιατί τελικά σε ξέρουν.

Μην υπερτιμάς λοιπόν τις δυνάμεις σου. Δεν είναι τυχαίο αυτό που κηρύσσει η Γραφή και όλη η Πατερική Παράδοση, ότι ο χριστιανός «πάντα εγκρατεύεται». Η εγκράτεια, ως αυτοσυγκράτηση, ως διαρκής έλεγχος των επιθυμιών μας, είναι γενική αρετή που διατρέχει τη ζωή του πιστού  καθημερινά και διαπαντός:  στα μάτια πρώτα και σε όλες τις αισθήσεις έπειτα. Λοιπόν, εκεί που έχει υπάρξει πτώση, μην ξαναπάς. Ή αν βρεθείς εξ ανάγκης, να είσαι σε επιφυλακή. Μην ξανοίγεσαι. Και μάλιστα, όταν ξέρεις ότι αυτό που έχει συμβεί μία φορά, είναι εύκολο να γίνει και δεύτερη, και τρίτη. Γιατί συνδράμει την κατάσταση αυτή η συνήθεια που είναι δευτέρα φύση για τον άνθρωπο. Όπως το λέει το πατερικό λόγιο:  «Μη συνηθίσης ήτταν εν πολέμω. Η γαρ συνήθεια δευτέρα φύσις εστίν».

Ισχύει όμως και το αντίστροφο: αφού προκαλούμαστε στην επιθυμία μας με την όρασή μας και με ό,τι μας φέρνει στη μνήμη ο τόπος μιας πτώσεως, ας επιλέγουμε εκείνους τους τόπους, εκείνες τις καταστάσεις, εκείνους τους ανθρώπους, που μας προκαλούν στο αγαθό. Έλεγε ο άγιος Επιφάνιος ότι και μόνη η θέα της Αγίας Γραφής για παράδειγμα μας ωθεί στο αγαθό. Πόσες φορές μία εικόνα του Χριστού, της Παναγίας, ενός αγίου δεν μας έκαναν να θελήσουμε να προσευχηθούμε;  Πόσες φορές ένας αγιασμένος τόπος:  ένας ναός, ένα μοναστήρι ακόμη περισσότερο, δεν μας οδήγησαν σε κατάνυξη;  Κι ακόμη:  πόσες φορές η συνάντηση με έναν γνήσιο άνθρωπο του Θεού δεν μας έδωσε την αφορμή μετανοίας μας και εσωτερικής αλλαγής;

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

«Ο άγιος Ιερόθεος ήταν ένας από τους εννέα βουλευτές του Αρείου Πάγου. Κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο και χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών, ενώ αυτός έπειτα κατήχησε και τον μέγα Διονύσιο στην ίδια πίστη. Ο ίδιος προεξήρχε και στην κηδεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν συναθροίστηκαν οι άγιοι Απόστολοι, και φαινόταν από όλα όσα ακούγονταν και θεωρούνταν, σαν να ήταν σε εκδημία και έκσταση. Φαινόταν σαν να είχε καταληφθεί από τον Θεό, υμνολογώντας Αυτόν. Έζησε με καλό και θεοφιλή τρόπο, κι αφού εύφρανε τον Θεό με την κατά Χριστό ζωή του και τα κατορθώματά του, εκδήμησε προς τον Κύριο».

Η χθεσινή και η σημερινή ημέρα προβάλλει δύο από τους μεγάλους αγίους της πίστεώς μας, μαθητές  του αποστόλου Παύλου, τον άγιο Διονύσιο τον αρεοπαγίτη και τον άγιο Ιερόθεο. Με τους αγίους αυτούς βρισκόμαστε μπροστά στις πηγές της πίστεώς μας, οσφραινόμαστε τον αέρα της παρουσίας του αγιασμένου Παύλου, νιώθουμε την γεμάτη από αγάπη Χριστού πάλλουσα καρδιά του.

Ο άγιος Ιερόθεος συνιστά μία ιδιάζουσα περίπτωση αγίου, η οποία, με βάση το συναξάρι, τουλάχιστον μας προβληματίζει,  λόγω της εξαιρετικής αγάπης του προς τον Θεό και του ενθέρμου και ανοιχτού μάλλον χαρακτήρα του. Διότι πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι μεταξύ όλων των αποστόλων και των παρευρισκομένων στην Κοίμηση της Θεοτόκου, εκείνος έχει προεξάρχουσα θέση, «φαινόμενος θεόληπτος και θείος υμνολόγος»; Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μάλιστα δεν μπορεί να μη σημειώσει ότι ο άγιος μίλησε για τον Θεό με πανίερες θεολογίες, τις οποίες εξηγεί ως αποτέλεσμα διπλού γεγονότος: και του βαθύ πόθου που είχε αυτός για τον Θεό, και της επιμελούς, με σύνεση και διάκριση, μελέτης των θείων λογίων. «Νυττόμενος πόθω πνευματικώ και θείοις λογίοις εν συνέσει προσομιλών, των πάντων Δεσπότη πανιέρους θεολογίας ανατέθεικας». Κι είναι σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου, διότι μας εξηγεί ότι τότε πράγματι κανείς μιλά ορθά για τον Θεό, τότε θεολογεί, όταν αφενός έχει μεγάλη αγάπη και πόθο για Εκείνον, αφετέρου εγκύπτει με μεγάλη επιμέλεια στα λόγια της Αγίας Γραφής και της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, η θεολογία αν δεν είναι αποτέλεσμα σύνδεσης με ό,τι η Εκκλησία πρεσβεύει και ζει, αλλά και πίστης και αγάπης προς τον Θεό από τον θεολογούντα, δεν θεωρείται ορθή θεολογία και μάλλον καταντά σ’ αυτό που οι Καππαδόκες ιδίως Πατέρες χαρακτήριζαν ως «τεχνολογία».

Ο υμνογράφος επιμένει στον τρόπο θεολογίας του αγίου Ιεροθέου. Η προσέγγιση από αυτόν των θείων λογίων δεν γινόταν, σημειώνει, άκριτα και άλογα. Ο άγιος μελετούσε τις Γραφές, την Παλαιά Διαθήκη και ό,τι μέχρι τότε είχε γραφεί, ιδίως από τις επιστολές των Αποστόλων, με ερευνητική διάθεση, με προσπάθεια δηλαδή να κατανοήσει  το μυστήριο του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Διότι ο Χριστός, συνεπώς και η Εκκλησία στη συνέχεια, δεν ήλθε να καταργήσει τον ανθρώπινο νου και την ανθρώπινη λογική. Εκείνο που πάντοτε αρνήθηκε ήταν η απολυτοποίηση της λογικής, η με μόνο τον ορθό λόγο κρίση της αποκάλυψης του Θεού. Αυτό, ναι, το αρνήθηκε και το αρνείται, διότι δεν λαμβάνεται υπ’  όψιν η αμαρτία του ανθρώπου, διά της οποίας διασπάστηκε ο άνθρωπος, με αποτέλεσμα η λογική να κινείται αυτόνομα, υπηρετώντας πια τα διαστρεβλωμένα πάθη του ανθρώπου. Όταν όμως ο άνθρωπος έχει βρει τον Θεό, όταν συνεπώς η χάρη του Θεού καταυγάζει την καρδιά του, τότε και ο νους και ο λόγος, ενοποιημένος και με τις άλλες δυνάμεις της ψυχής,  κινείται μέσα σε πλαίσια αποδεκτά, που σημαίνει ότι και τον Θεό κατανοεί, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο,  και αυτό που εκφράζει είναι πράγματι η αλήθεια. Ο άγιος Ιερόθεος λοιπόν υπήρξε ένας μελετητής των θείων λογίων, κινούμενος ερευνητικά πάνω στην οικονομία του Θεού, αλλά με ευσεβή αναζήτηση. Και γι’  αυτό καθοδηγούμενος από τη χάρη του Θεού φανέρωσε και σε εμάς τα μυστήρια του Θεού, και μάλιστα με καλλιέπεια λόγων, όπως σημειώνει και σε άλλο σημείο ο ποιητής. «Με ευσεβή αναζήτηση ερεύνησες τα άρρητα μυστήρια της οικονομίας του Χριστού και τα φανέρωσες με δύναμη, χρησιμοποιώντας λόγο φωτισμένο από τον Θεό». «Η φωνή των λόγων σου και η καλλιέπεια των συγγραμμάτων σου προσφέρει μεγάλη ευφροσύνη σ'  αυτούς που τα ακούνε και τα διαβάζουν».

03 Οκτωβρίου 2024

ΠΡΟΣΟΧΗ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΝΑΣΤΡΟΦΕΣ ΜΑΣ!

«Με πολύ κόπο και μόχθο θα αποκτήσουμε καλό ήθος και καλή εσωτερική κατάσταση. Είναι όμως δυνατόν εκείνο που με πολύ κόπο κατορθώσαμε, να το χάσουμε μέσα σε μία στιγμή. Διότι «φθείρουσιν ήθη χρηστά ομιλίαι κακαί» (Α´ Κορ. ιε´ 33), κοσμικές και συγχρόνως άκοσμες» (Άγ.  Ιωάννης της Κλίμακος, λόγ. γ´ 33).

Έχεις πάρει τη δύναμη από το άγιο βάπτισμα να ζήσεις σαν τον ίδιο τον Κύριο. Να φτάσεις στο χαρισματικό σημείο να λες σαν τον απόστολο Παύλο:  «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη εν εμοί Χριστός». Γιατί Εκείνος σε έκανε μέλος Του και σου λέει μαζί Του να είσαι μία δική Του φανέρωση στον κόσμο. Κι ανανεώνεις αυτήν τη δωρεά κάθε φορά με την προσευχή σου, με τον όποιον πνευματικό σου αγώνα, κυρίως με τη συμμετοχή σου στη Θεία Ευχαριστία.

Αλλά από την άλλη βλέπεις ότι βρίσκεται συχνά σε έξαψη ο εγωισμός σου, δηλαδή νιώθεις τις φιλόσαρκες τάσεις σου, τις κενόδοξες και υπερήφανες σκέψεις σου, την τυφλή επιθυμία σου κάποιες φορές να αποκτήσεις πράγματα και χρήματα που δεν τα έχεις αληθινά ανάγκη, την έλλειψη της αγάπης σου προς τον πλησίον σου. Μην απορείς:  είναι γιατί ακόμη σ᾽ αυτόν τον κόσμο που βρισκόμαστε εξακολουθεί και λειτουργεί ο παλαιός άνθρωπος «συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις». Οπότε παλεύεις, και με τη χάρη του Θεού, παρόλες ίσες τις πτώσεις, σιγά σιγά στερεώνεσαι πνευματικά, και με κόπο και μόχθο αποκτάς ένα χριστιανικό τρόπο ζωής και μία εσωτερική γαλήνη που σε κάνει να χαίρεσαι.

Μην επαναπαυτείς ποτέ. Μην πεις με τον λογισμό σου «πάω καλά και δεν υπάρχει περίπτωση να πέσω». Γιατί η πίστη είναι πάντοτε «αεί σχοινοβατείν». Σε μία στιγμή μπορείς να τα χάσεις όλα. Κι αυτό που μπορεί αμέσως να σε τραβήξει κάτω, χωρίς ίσως να το πάρεις είδηση, είναι ν᾽ αρχίσεις να συναναστρέφεσαι κοσμικούς ανθρώπους, ανθρώπους δηλαδή που έχουν κοσμικό φρόνημα:  χωρίς αίσθηση της παρουσίας του Θεού, χωρίς επίγνωση της χριστιανικότητάς τους, χωρίς το κόσμημα της αρετής στην ύπαρξή τους.  

Η παροιμία το υπενθυμίζει:  «Δείξε μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι». Αυτός που συναναστρέφεσαι αυτός και θα γίνει το επίπεδό σου. Δεν κολλάει υγεία ο άρρωστος, αλλά ο υγιής την αρρώστια. Το απόφθεγμα του Γεροντικού μάς το λέει και αντίστροφα:  «Θέλεις να αποκτήσεις φόβο Θεού;  Προσκολλήσου σε άνθρωπο που έχει φόβο Θεού».

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

«῾Ο ἅγιος Διονύσιος πού ὑπερεῖχε ὅλων ὡς πρός τόν πλοῦτο, τήν δόξα, τήν σύνεση καί τήν σοφία, ἦταν ἕνας ἀπό τούς βουλευτές τοῦ ᾽Αρείου Πάγου στήν ᾽Αθήνα. ῎Ακουσε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά κηρύττει ὅταν ἦλθε στήν ᾽Αθήνα καί πίστεψε δι᾽ αὐτοῦ στόν Χριστό, βαπτίστηκε καί χειροτονήθηκε ἔπειτα ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, ἀφοῦ μυήθηκε πρῶτα τά τῆς πίστεως ἀπό τόν σοφό ῾Ιερόθεο. Μᾶς ἄφησε  συγγράμματα παράδοξα, θαυμαστά καί ὑψηλότατα.

῾Ο ἅγιος ἀφοῦ ἑρμήνευσε τόν τύπο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, μετέβη ἔπειτα καί στήν Δύση, ὅταν βασιλιάς ἦταν ὁ Δομετιανός. Στήν πόλη τῶν Παρισίων μάλιστα ἔκανε πολλά θαύματα, ὁπότε καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. ῞Ενα θαῦμα πού εἴδανε πολλοί ἦταν ὅτι μετά τό μαρτύριό του κρατώντας τό κομμένο κεφάλι του μέ τά χέρια του βάδισε δρόμο δύο μιλίων. Καί δέν σταμάτησε πρίν συναντήσει, κατά θεία πρόνοια ἀσφαλῶς, κάποια γυναίκα ὀνόματι Κατούλα, στίς παλάμες τῆς ὁποίας ἐναπέθεσε τό κεφάλι του σάν ἕνα θησαυρό. Τό ἴδιο μέ αὐτόν καρατομοῦνται καί δύο μαθητές του, ὁ Ρουστικός καί ὁ ᾽Ελευθέριος, ὁπότε τά σώματα τῶν ἁγίων αὐτῶν, μαζί μέ τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ ἱεροῦ κήρυκα, ρίπτονται βορά στά θηρία καί τά ὄρνεα. Μερικοί ἀπό τούς πιστούς τότε πῆραν τά λείψανα τῶν ἁγίων καί τά κατέθεσαν σέ ἀφανές μέρος, λόγω τοῦ φόβου πού ὑπῆρχε ἀπό τούς διῶκτες. ῞Οταν σταμάτησε ὁ φόβος τῶν διωγμῶν, ἡ μακάρια Κατούλα τά λείψανα τῶν μαρτύρων τά κατέθεσε σέ ἕνα κτίσμα, τρεῖς τοῦ μηνός ᾽Οκτωβρίου.

῾Ο ἅγιος Διονύσιος ἦταν κατά τόν σωματικό του τύπο μεσαίου μεγέθους, λεπτός, λευκός κατά τό χρῶμα ἀλλά καί λίγο κίτρινος, λίγο κοντός στήν μύτη, δασύς στά φρύδια. Εἶχε βαθουλωτούς τούς ὀφθαλμούς καί μεγάλα αὐτιά, ἐνῶ εἶχε λευκά καί μακριά μαλλιά, ὅπως καί τά γένεια του ἦταν μετρίως μακριά, ἀλλά ἀραιά. Εἶχε λίγη κοιλιά καί ἦταν μακρυδάκτυλος. ῾Η σύναξή του τελεῖται στήν ἁγιωτάτη Μεγάλη ᾽Εκκλησία» .

᾽Επανειλημμένως ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής (κατεξοχήν ὁ ἅγιος Θεοφάνης) τονίζει στόν κανόνα του γιά τόν ἅγιο τήν ἰδιαίτερη σχέση του  μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο. ῾Ο ἀπόστολος ἦταν ὁ ψαράς πού τόν ῾ψάρεψε᾽ στά δίχτυα τοῦ Χριστοῦ μέ τό ἀγκίστρι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ (στιχ. ἑσπ.). Σ᾽ αὐτόν μαθήτευσε πού ἦταν θεατής τῶν οὐρανίων ἀφοῦ ἔφτασε μέχρι τρίτους οὐρανούς, γι᾽ αὐτό ἔγινε κι ὁ ἴδιος οὐράνιος μύστης (κάθισμα όρθρου). Τοῦ Παύλου ἔγινε ἀληθινό θεῖο ἀπεικόνισμα καί λόγω ἀκριβῶς τῆς κοινωνίας του μέ αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀποστόλους ἀξιώθηκε νά δεῖ καί τό ζωαρχικό σκῆνος τῆς σεβασμιωτάτης Θεοτόκου πάνω στό νεκροκράββατό της (ὠδή θ΄). Κι αἰτία τῆς ὑπακοῆς του αὐτῆς στόν ἅγιο ἀπόστολο ἦταν, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σύνεση πού τόν διέκρινε στήν ζωή του (ὠδή ς΄). ῾Ο ὑμνογράφος τονίζει τό τελευταῖο αὐτό, διότι πολλοί ἄκουσαν τόν μεγάλο ἀπόστολο, ἀλλά ἐλάχιστοι τόν ὑπήκουσαν. ῾Ως γνωστόν ἡ παρουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν ᾽Αθήνα στέφθηκε σχεδόν ἀπό ἀπόλυτη...ἀποτυχία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἐκτίμηση, ἀφοῦ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ᾽Αθηναίων τόν εἰρωνεύτηκαν γιά τό κήρυγμά του καί γελώντας σηκώθηκαν κι ἔφυγαν. Πλήν ὅμως ἐλαχίστων. Κι αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι, μεταξύ τῶν ὁποίων «Διονύσιος ὁ ἀρεοπαγίτης, γυνή τις ὀνόματι Δάμαρις καί τινες σύν αὐτοῖς» ἀπετέλεσαν τελικῶς τήν ῾μαγιά᾽ προκειμένου νά ριζώσει ἡ χριστιανική πίστη στά μεταγενέστερα χρόνια.

 ποιητής Θεοφάνης,  ὁποῖος θεωρεῖ γνήσια τά ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Διονυσίου σωζόμενα κείμενα -(σημ.:η νεώτερη ιστορικοφιλολογική κριτική έχει δείξει επαρκώς ότι πρόκειται περί μεταγενεστέρου πολύ σπουδαίου και σημαντικού συγγραφέως) -, ἀναφέρεται σέ αὐτά προκειμένου νά τονίσει τήν θεολογική ἐμβρίθεια τοῦ ἁγίου,  ὁποῖος μυημένος στά ἐπουράνια φώτισε μέ τόν λόγο του καί τήν ἁγία Τριάδα καί τίς τάξεις τῶν ἀγίων ἀγγέλων καί τήν ἴδια τήν ᾽Εκκλησία. «Μέ φιλοσοφικό τρόπο, ἀλλά καί μυστικά καί μέ εὐσέβεια, θεόφρονα μάκαρ Διονύσιε, ὅσο ἦταν δυνατό ἀπό τήν ὁμοίωσή σου μέ τόν Θεό, ἔκανες ἔνθεη ἀνάπτυξη τῶν θείων ὀνομάτων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «῎Εκανες μέ τήν ἀρετή ἴδιο τόν νοῦ σου μέ τούς ἀγγέλους, Πάτερ Διονύσιε, γι᾽ αὐτό καί ἔγραψες σέ ἱερά βιβλία τήν ὑπερκόσμια εὐταξία τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀγγέλων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ρύθμισες καί τά συστήματα τῆς ᾽Εκκλησίας, μιμούμενος τίς τάξεις τῶν ἀγγέλων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος  γιά τόν παραπάνω λόγο νά χαρακτηρίσει τόν ἅγιο Διονύσιο ὡς «Τριαδικόν θεολόγον» (ὠδή γ´) καί «διόπτραν οὐρανοῦ» (οἶκος συναξαρίου). ῎Εκθαμβος μάλιστα γιά τήν φιλοσοφική καί θεολογική διάνοια τοῦ ἁγίου σημειώνει: «῾Ο βίος σου, μακάριε Διονύσιε, θαυμαστός, ὁ λόγος σου θαυμασιότερος, ἡ γλῶσσα σου γεμάτη φῶς, τό στόμα σου μέ τήν πνοή τῆς φωτιᾶς τοῦ Κυρίου, ὁ δέ νοῦς σου ἀκριβῶς σάν νά εἶναι τοῦ Θεοῦ» (ὠδή ς΄).

Σάν νά προσγειώνεται ὅμως κάποια στιγμή ὁ ἅγιος ποιητής καί ἀφήνει τά ὑψιπετῆ κείμενα τοῦ Διονυσίου. Βλέπει τί πρόκειται ἐνώπιόν του, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, μέ τό διπλό στεφάνι του πού δέν εἶναι τά κείμενά του ἀλλά ἡ ἰερωσύνη του καί τό μαρτύριό του. Καί σημειώνει: «Κέρδισες τόν Παράδεισο, γιατί ἤσουνα ἀρχιερέας ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός, καί συγκέρασες τήν ἱερωσύνη σου μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου σου». (ὠδή θ´). Δέν νομίζουμε ὅτι εἶναι τυχαία ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ ἁγίου ποιητῆ στήν κατακλείδα τοῦ κανόνα του. Εἶναι ἴσως σάν νά μᾶς λέει: μπορεῖ νά ἔχει γράψει περίφημα κείμενα ὁ ἅγιος, μπορεῖ νά περιέγραψε τόν οὐράνιο κόσμο μυημένος ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τελικῶς ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξαρτήθηκε  ἀπό τό πόσο νόμιμα κινήθηκε πάνω στήν κλήση του ἀπό τόν Θεό κι ἀπό τό πόσο ἔμεινε σταθερός μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του πάνω στήν πίστη,  ἀκόμη καί μέ τήν προσφορά τοῦ αἵματός του. ῾Ο ἅγιος Διονύσιος ὄντως «τήν πίστιν τετήρηκε», γι᾽ αὐτό καί «ἔγινε πιό γνωστή δι’ αὐτοῦ ἡ πανένδοξη Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν» (ὠδή η΄).

02 Οκτωβρίου 2024

ΚΡΑΤΟΥΝ ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ!

«Έχουμε εχθρούς που είναι πραγματικά πονηροί, σκληροί, δόλιοι, πανούργοι, δυνατοί, άυπνοι, αόρατοι, άυλοι. Στα χέρια τους κρατούν φωτιά και θέλουν να κάψουν τον ναό του Θεού με τη φλόγα τους» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. α΄, 44).

Μην τρομάζεις. Ο άγιος δεν τα γράφει για να πανικοβληθείς, αλλά για να σου ανοίξει τα μάτια, με ποιους έχεις να κάνεις, αφότου μάλιστα βγήκες από την αγία κολυμβήθρα ως μέλος Χριστού. Όπως έχει κάνει ο απόστολος Πέτρος (:«ο αντίδικος ημών διάβολος ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών τίνα καταπίη»), κι ο απόστολος Παύλος (: «ουκ έστιν η πάλη ημών προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τα πνευματικά της πονηρίας...προς τον κοσμοκράτορα του σκότους του αιώνος τούτου»). Είναι θέμα στοιχειώδους εξυπνάδας για έναν που έχει εισέλθει στον πνευματικό πόλεμο να ξέρει τον εχθρό του. Κι έχεις ως χριστιανός μπει σ’ αυτόν τον πόλεμο, στο στάδιο των πνευματικών αρετών, όπως κάθε φορά η Εκκλησία στο  αποκαλύπτει ιδίως με την έναρξη του Τριωδίου.

Και τι λέει ο άγιος; Θέλει προσοχή. Βεβαίως έχεις εχθρούς, πολύ σκληρούς και δόλιους, που κρατούν φωτιά στα χέρια τους για να σε καταστρέψουν, γιατί είσαι ναός του Θεού – «ναός Θεού γάρ εσμεν ζώντος», όπως λέει ο απόστολος  -, αλλά απλώς «θ έ λ ο υ ν  να σε κάψουν με τη φλόγα τους». Θέλουν αλλά δεν μπορούν. Γιατί αν μπορούσαν θα το είχαν ήδη κάνει, και για σένα και για όλη την ανθρωπότητα.

Και δεν μπορούν, γιατί υπάρχει ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Ιησούς Χριστός. Εκείνος «ήλθε ίνα λύση τα έργα του διαβόλου». Με τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του μάλιστα «κατήργησε τον το κράτος έχοντα του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον», οπότε έκτοτε «είναι σαν το φίδι που δεν έχει δηλητήριο, σαν το σκυλί που δεν έχει δόντια» (όσιος Παΐσιος).

Το μόνο που σου ζητείται είναι να παραμένεις σ’ αυτό που κλήθηκες. Σ’ αυτό που σου δόθηκε ως μεγαλύτερη δωρεά με το άγιο βάπτισμά σου: να είσαι «κλήμα στο αμπέλι του Χριστού» και μέλος Εκείνου.  Να είσαι με άλλα λόγια ο αληθινός εαυτός σου. Τότε όχι μόνον ο εχθρός δεν μπορεί να σε παραβλάψει στο παραμικρό, αλλά και σε τρέμει, όπως το καλάμι τρέμει με τον δυνατό άνεμο!

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΣΤΙΝΑ ( Ή ΠΩΣ ΝΙΚΙΕΤΑΙ Η ΜΑΓΕΙΑ!)

«Ο άγιος Κυπριανός ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας, επί Δεκίου του βασιλιά, ευγενής και πλούσιος, φιλόσοφος και μεγάλος μάγος. Οδηγήθηκε όμως προς την πίστη του Χριστού από την Ιουστίνα την παρθένο και χριστιανή, η οποία, καταγόμενη και αυτή από την Αντιόχεια,  διέλυσε σαν ιστό αράχνης όλες τις δαιμονικές ενέργειές του απέναντί της. Διότι κάποιος Έλληνας, Αγλαΐδας λεγόμενος, επειδή πληγώθηκε από έρωτα γι’ αυτήν, λόγω της ομορφιάς της, κι επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του, προσήλθε στον Κυπριανό. Όταν όμως αυτός τρεις φορές έστειλε δαίμονες προς την κόρη, χωρίς να πετύχει τίποτε, τότε κατάλαβε ότι η τέχνη του ήταν ανίσχυρη, γι’  αυτό και μεταστράφηκε στην πίστη του Χριστού, βαπτίσθηκε και έκαψε όλα τα μαγικά του βιβλία. Τέλος μάλιστα έγινε και επίσκοπος της Εκκλησίας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον χριστιανισμό, συνελήφθη μαζί με την Ιουστίνα από τον Κόμη της Δαμασκού, οπότε και υπέστησαν  σκληρά βασανιστήρια: ξέσθηκαν οι πλευρές τους, τους έβαλαν σε σιδερένιο τηγάνι, και στο τέλος, αφού τους έστειλαν στη Νικομήδεια, τους έκοψαν το κεφάλι».

Από το ναδίρ στο ζενίθ, από το έσχατο βάθος στο ανώτατο ύψος, θα ήταν ο τίτλος της ζωής του αγίου Κυπριανού, αν θα θέλαμε με μία φράση να τη χαρακτηρίσουμε, όπως μας καθοδηγεί προς τούτο και η εκκλησιαστική ακολουθία: «Κακίας τον πυθμένα τον κάτω κατείληφας∙ της ακροτάτης δε πάλιν αρετής ανήλθες, πάτερ, εις ύψος παραδόξως» (Πάτερ, κατέλαβες τον πιο κάτω πυθμένα της κακίας, ενώ ανέβηκες πάλι κατά παράδοξο τρόπο στο ύψος της πιο υψηλής αρετής). Αιτία γι’  αυτό είναι ότι ο άγιος από την τρέλα και τη μανία της μαγείας, δηλαδή από την πλήρη υποταγή του στον πονηρό διάβολο, βρέθηκε να συγκατοικεί με τις υψηλότερες πνευματικές αγγελικές δυνάμεις. «Ανανήψας, θεοφάντορ, της πριν μανίας, δαιμονικήν απάτην και ψυχόλεθρον  πλάνην πάσαν εθριάμβευσας». Υπάρχει κάτι ανάλογο στη ζωή του με αυτό που βλέπουμε και στη ζωή του αγίου αποστόλου Παύλου: και εκείνος από διώκτης του χριστιανισμού που ήταν, και μάλιστα ο χειρότερος όλων, βρέθηκε να υπηρετεί τον Κύριο Ιησού, σε σημείο τέτοιο, ώστε να χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος απόστολος. Γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει τον άγιο Κυπριανό «συνόμιλον Παύλου και έργοις συμμέτοχον».

Χαρακτηρίζουμε τη μαγεία, την οποία υπηρετούσε ο άγιος Κυπριανός πριν να μεταστραφεί στην πίστη του Χριστού, ως τρέλα και μανία. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η αλλοίωση της φυσικής καταστάσεως του ανθρώπου, που αντί να βρίσκεται σε αρμονία σχέσεως με τον Θεό Δημιουργό, εκείνος όχι μόνον αρνείται τη σχέση αυτή, αλλά και την πολεμά, ευρισκόμενος ως στρατιώτης στο στρατόπεδο του αντιπάλου του Θεού, σατανά διαβόλου; Και το λέμε αυτό, διότι άλλο είναι να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό και συνεπώς να πράττει εν αγνοία του όσα είναι αντίθετα προς το άγιο θέλημά Του – μολονότι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ακόμη και ειδωλολάτρης,  ακολουθώντας τον έστω και  ζοφωμένο νόμο της συνειδήσεώς του θα επιτελεί και καλές πράξεις, όπως για παράδειγμα ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, που οι προσευχές και οι ελεημοσύνες του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού – και άλλο να έχει προσχωρήσει ενσυνείδητα στον Πονηρό, τα κελεύσματα του οποίου να υπηρετεί προς βλάβη των ανθρώπων.

Κι όμως! Ένας τέτοιος άνθρωπος, τόσο δέσμιος του διαβόλου, δεν χρειάστηκε παρά ένα μικρό κορίτσι, την αγία Ιουστίνα, για να μπορέσει να απεμπλακεί. Όχι χρησιμοποιώντας η νεαρή κόρη επιχειρήματα, όχι κάνοντας θαύματα, αλλά απλώς τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού. Και μόνον δηλαδή η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ικανή να εκδιώξει τον διάβολο και να μεταστρέψει έναν υπηρέτη του σε απόστολο του Χριστού. Το συγκλονιστικότερο: εν αγνοία της ίδιας της Ιουστίνας. Η αγία, αγωνιζόμενη απλώς να κρατήσει την αγνότητά της, χωρίς να γνωρίζει τίποτε, διέλυε κάθε ιστό αράχνης που έπλεκε γι’  αυτήν ο διάβολος μέσω του οργάνου του. Κι αυτό που συνέβη τότε, συμβαίνει πάντοτε, όπως βεβαίως και σήμερα. Ο διάβολος ενώ φαίνεται πανίσχυρος, στην πραγματικότητα είναι εξαφανισμένος και κατηργημένος από τον Κύριο. Είναι γνωστό: μόνον όποιος του δίνει δικαιώματα τον βλέπει κατακτητή της ζωής του. Και δικαιώματα του δίνουμε, όταν αμαρτάνουμε και παρουσιαζόμαστε χαλαροί στην πνευματική μας ζωή. Τότε ναι, ο διάβολος μας κάνει υποχείρια και έρμαιά του. Οπότε εισπράττουμε και το ανάλογο τίμημα: τη θλίψη, τη μελαγχολία, το μίσος, την κόλαση από αυτή τη ζωή. Θυμίζει η περίπτωση το περιστατικό του Γεροντικού: τον άγιο ασκητή που πηγαίνοντας στο σπίτι ενός ανθρώπου, προκειμένου να πάρει το αντίτιμο για κάτι πανέρια που του είχε πουλήσει, ήλθε αντιμέτωπος με τη δαιμονισμένη κόρη του ανθρώπου. Και χωρίς να πει τίποτε ο ασκητής, χωρίς να κάνει κάποια προσευχή για να βγει το δαιμόνιο, εκείνο εξαφανίστηκε σαν να καιγόταν, γιατί ο ασκητής δεν αντέδρασε σε χαστούκι που του έδωσε η κοπέλα. Η μη αντίδρασή του, λόγω της υπακοής στον Κύριο: «μη αντιστήναι τω πονηρώ», έφερε ακριβώς το θαύμα˙ να βγει το δαιμόνιο.

Δυστυχώς, ο διάβολος υπάρχει και δρα όπου βρει. Κι ακόμη δυστυχέστερα, υπάρχουν ταλαίπωροι συνάνθρωποί μας που καταφεύγουν στη μαγεία, στα δίχτυα δηλαδή του εχθρού τους, για να βρουν «ίαση». Η μεγαλύτερη συμβολή μας για την υπέρβαση της τραγικότητας αυτής είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Θεού. Όσο εμείς που έχουμε κάποια συναίσθηση της πίστεώς μας είμαστε συνεπείς προς αυτήν την πίστη μας, τόσο θα αγιάζουμε τον εαυτό μας, συνεπώς ο διάβολος θα συναντά ένα «κενό» απέναντί μας, αλλά και τόσο θα βοηθούμε, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουμε, και τους αμελείς συνανθρώπους μας.