12 Οκτωβρίου 2024

ΤΟ ΚΑΛΟ, ΤΟ ΣΩΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΛΟΓΟ ΚΑΙ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ!

«Το να θαυμάζει κανείς τους κόπους των Αγίων είναι καλό. Το να ζηλεύει να τους μιμηθεί είναι σωτήριο. Αλλά το να θέλει διαμιάς να τους μιμηθεί είναι παράλογο και ακατόρθωτο» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. δ΄, 34).

Πρέπει να είσαι προσγειωμένος: να έχεις επίγνωση δηλαδή της πνευματικής πραγματικότητάς σου, των μέτρων και των ορίων σου. Άλλο τι θέλω και τι οραματίζομαι στην πνευματική ζωή, και άλλο αυτό που συνιστά την πραγματικότητα. Μπορεί να οραματίζομαι π.χ. να διαπλεύσω το πέλαγος της Σαρακοστής με τη νηστεία που έχει θεσπίσει η Εκκλησία μας: την αληθινή νηστεία ως εγκράτεια τροφών αλλά και παθών, και να βλέπω ότι όταν έρχεται η ώρα του φαγητού «δεν κρατιέμαι» με τίποτε: θέλω να καταβροχθίσω τα πάντα, έστω και τα νηστίσιμα. Μπορεί να οραματίζομαι να γίνω μάρτυρας του Κυρίου, να δώσω και το αίμα μου για χάρη Του, και να εξαγριώνομαι και με τον παραμικρό έλεγχο που μου ασκούν ή την παραμικρή προσβολή. Είμαι λοιπόν πολύ… χώμα ακόμη. Κι αυτό θα πει: να είμαι ρεαλιστής, μετρώντας σωστά τον εαυτό μου. Να γίνω σωστός παρατηρητής του εαυτού μου, δηλαδή λίγο… ταπεινός!

Η αλήθεια είναι ότι η χριστιανική ζωή, το «ακολουθείν» δηλαδή τον Κύριο, είναι τα υψηλά. Και κτίζεται σιγά σιγά. Ποτέ δεν μπορείς «διαμιάς να μιμηθείς τους αγίους». Γιατί αυτοί δούλεψαν μεθοδικά πάνω στον εαυτό τους – υπάρχουν βέβαια και οι λίγες εξαιρέσεις με μία εξαιρετική χάρη που δέχτηκαν από τον Κύριο και την αξιοποίησαν - , «έδωσαν αίμα και έλαβαν Πνεύμα», οπότε και στεφανώθηκαν από τον Κύριο. Ο ίδιος ο Κύριος δεν είπε ότι η ακολουθία Του συνιστά σταυρό που έχει ως όρο την απάρνηση του εαυτού; Σταυρός και ευκολία δεν συνυπάρχουν. «Τι στενή και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν»!

Άκου και τι λέει επ’ αυτού ένας άλλος μεγάλος ασκητικός Δάσκαλος, ο όσιος Διάδοχος Φωτικής: «Σιγά σιγά καθαρίζεται η ψυχή ώσπου να φτάσει στην τέλεια κάθαρση». Και το παράδειγμα που φέρνει: «Τον χειμώνα, όταν σταθεί κανείς στο ύπαιθρο και βλέπει προς την ανατολή το πρωί, το μπροστινό μέρος του σώματός του ζεσταίνεται λίγο από τον ήλιο, όχι όμως και το πίσω μέρος, γιατί δεν είναι ο ήλιος κατακόρυφα από πάνω του. Έτσι και εκείνοι που αρχίζουν να δέχονται την ενέργεια του Πνεύματος, θερμαίνονται λίγο στην καρδιά από τη θεία χάρη και γι’ αυτό ο νους τους αρχίζει να καρποφορεί πνευματικά νοήματα. Φανερά όμως μέρη της καρδιάς τους μένουν ακόμη με το σαρκικό φρόνημα, επειδή δεν καταφωτίζονται ακόμα όλα τα μέλη της καρδιάς με βαθιά αίσθηση από την αγία χάρη».  

Λοιπόν μην είσαι παράλογος επιθυμώντας το ακατόρθωτο. Βάδιζε  τη νόμιμη οδό και κάποια ώρα ίσως με τη χάρη του Θεού να φτάσεις και τους μεγάλους αγίους: θαύμαζε τους κόπους τους· ζήλευε τον τρόπο της ζωής τους ώστε να τους μιμείσαι όσο μπορείς.

Δεν είναι τυχαίο ότι όλοι οι άγιοι συμφωνούν στο ότι «αρετή που δεν κατακτήθηκε με κόπο, δεν είναι αρετή».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΠΡΟΒΟΣ, ΤΑΡΑΧΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ

«Οι άγιοι αυτοί έζησαν όταν ύπατος στη Ρώμη ήταν ο Διοκλητιανός και ηγεμόνας ο Φλαβιανός. Και ο μεν Τάραχος ήταν προχωρημένος στην ηλικία, Ρωμαίος στο γένος, και Στρατιώτης στο επάγγελμα. Ο δε Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ενώ ο Ανδρόνικος από την πόλη των Εφεσίων της Ιωνίας. Κατά τους διωγμούς που είχαν τότε ξεσπάσει κατά των Χριστιανών, συνελήφθησαν και οι τρεις. Και του μεν Τάραχου συνέτριψαν με πέτρες τα σαγόνια και τον αυχένα, κατέκαψαν τα χέρια με φωτιά, και τον ανήρτησαν πάνω σε ξύλο, μέσα σε πνιγηρό καπνό. Στη συνέχεια, του έβαλαν ξύδι στα ρουθούνια και του υπέκαψαν τους μαστούς με πυρακτωμένες σούβλες. Του έκοψαν με ξυράφι τα αυτιά, του έγδαραν το κεφάλι, τον έριξαν στα θηρία, και τέλος, αφού τον έκοψαν σε κομμάτια με μαχαίρι, παρέθεσε στον Θεό την ψυχή του. Ο δε γενναίος Πρόβος κτυπήθηκε πρώτα με ωμά νεύρα. Έπειτα, του έκαψαν τα πόδια  με πυρακτωμένα σίδερα και τον ανήρτησαν σε ξύλο. Εκεί του κατέκαψαν την πλάτη και τα πλευρά με πυρωμένες σούβλες, όπως και με άλλες σούβλες του τρύπησαν τις κνήμες. Και τέλος, αφού  έκαναν και αυτόν κομμάτια με μαχαίρια, έφτασε στο μακάριο τέλος. Ο θεϊκός δε Ανδρόνικος αναρτήθηκε σε ξύλο, χαρακώθηκε στις κνήμες με κοφτερά σίδερα και κατατρυπήθηκε στα πλευρά. Έπειτα, οι δήμιοι του έτριψαν τις πληγές με αλάτι, του έκοψαν τη γλώσσα και τα χείλη, και αφού του κατέκοψαν όλο το σώμα σχεδόν  με μαχαίρια, παρέδωσε και αυτός το πνεύμα στα χέρια του Θεού».

Έχουμε την εντύπωση ότι αν γυριζόταν σε ταινία το μαρτύριο των τριών αυτών αγίων μαρτύρων, θα απαγορευόταν η είσοδος σε ανηλίκους. Διότι και μόνον η ανάγνωση των μαρτυρίων που πέρασαν, προκαλεί «σοκ», όπως λέμε, σε κάθε ανθρώπινη ψυχή, η οποία διατηρεί έστω και ψήγματα κάποιας ανθρωπιάς και ευαισθησίας. Οι τρομεροί δήμιοι του σκληρότερου από όλους αυτοκράτορα που δίωξε τους χριστιανούς, του Διοκλητιανού, πρέπει να εξάντλησαν όλη τη φαντασία τους, προκειμένου να εφεύρουν όλες αυτές τις τιμωρίες κατά των αγίων μαρτύρων. Διότι και τι δεν χρησιμοποίησαν, για να κάμψουν το φρόνημά τους και να τιμωρήσουν την «αυθάδειά» τους, να μην υπακούνε δηλαδή στις διαταγές του αυτοκράτορα και να μη θέλουν να τον παραδεχτούν ως «θεό»;  Κι όλα αυτά βεβαίως φανέρωναν αφενός τον δαιμονισμό των διωκτών – μόνον όργανα του διαβόλου, που καθοδηγούνταν από αυτόν μπορούσαν να κάνουν τέτοια πράγματα – αφετέρου τη χαρισματική δύναμη την οποία είχαν οι μάρτυρες του Χριστού. Διότι μόνον ένας που έχει τη χάρη Εκείνου, μπορεί να υπομένει τέτοια και τόσα βασανιστήρια, χωρίς να παύει όμως – δεν θα πάψουμε να σημειώνουμε την αλήθεια αυτή – να αγαπά ακόμη και τους εχθρούς του! Όπως το μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος: «ημίν εχαρίσθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν».

Η ενεργούσα αυτή χάρη του Χριστού στην καρδιά και το σώμα των αγίων μαρτύρων, που τους έδινε τη δύναμη να υπομένουν τα βάσανα, χωρίς να υποστέλλουν όμως και την αγάπη τους, είναι ακριβώς και το «μυστικό» της ζωής κάθε χριστιανού μάρτυρα, αλλά και κάθε γενικά χριστιανού. Διότι δεν υπάρχει χριστιανός, χωρίς να ζει με τη χάρη αυτή, είτε ζει σε ειρηνικούς καιρούς είτε σε εποχή διωγμών. Θέλουμε να πούμε ότι αν υπάρχει χριστιανός, που δεν ζει με τη χάρη της αγάπης, προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, ακόμη και τον εχθρό, τότε δεν είναι χριστιανός. Είναι από αυτούς που χαρακτηρίζονται «χριστιανοί της ταυτότητας». Δεν είναι το όνομα και ο τίτλος που κάνει κάποιον χριστιανό – είναι αυτονόητο πια αυτό -  αλλά η πράξη της ίδιας της ζωής. «Ου πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν του Θεού, αλλ’  ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν ουρανοίς» είπε ο Κύριος. Χριστιανός λοιπόν είναι εκείνος που η καρδιά του φλέγεται από την αγάπη του Χριστού, συνεπώς η ζωή του είναι προσκολλημένη σ’  Εκείνον, δίνοντάς του τη δύναμη να υπερβαίνει όλες τις αντιξοότητες της ζωής. Πώς το έλεγε ο απόστολος Παύλος; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα;…Ουδέν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού, της εν Χριστώ Ιησού». Αυτό ακριβώς επισημαίνει και ο υμνογράφος των αγίων τριών μαρτύρων σήμερα. Δεν μπορεί αλλιώς να εξηγήσει το μεγαλείο τους, τον ηρωισμό τους, το ακαταγώνιστο φρόνημά τους, παρά κάτω από την οπτική της πυρακτωμένης αγάπης τους προς τον Χριστό. «Τω πόθω φλεγόμενοι Χριστού, αθλοφόροι ένδοξοι, ακαταγώνιστοι ώφθητε∙ ξίφος ου κάμινος, ου θυμός τυράννων, ου ποιναί κολάσεων, ου θάνατος υμάς εξεφόβησεν» - καθώς φλεγόσασταν από τον πόθο του Χριστού, ένδοξοι αθλοφόροι, φανήκατε ακαταγώνιστοι. Δεν σας φόβησε ούτε το ξίφος ούτε το καμίνι ούτε ο θυμός των τυράννων ούτε οι τιμωρίες των βασανιστηρίων ούτε ο θάνατος.

Η παραπάνω πραγματικότητα, ότι δηλαδή χωρίς την αγάπη του Χριστού ενεργούσα στην καρδιά και το σώμα του χριστιανού δεν υπάρχει χριστιανικότητα, αποτελεί και το κριτήριο και της δικής μας βεβαίως εποχής. Ό,τι ίσχυε πάντοτε ισχύει και σήμερα, διότι ο λόγος του Θεού είναι αιώνιος. Δεν αλλοιώνεται η πίστη μας με την πάροδο του καιρού ή με τις εξωτερικές αλλαγές της κοινωνίας. «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνες». Τι σημαίνει αυτό; Μέσα στις δυσκολίες, μέσα στην τραγικότητα πολλές φορές της ζωής, μέσα στις απανωτές «ατυχίες», ο χριστιανός δεν μπορεί να βρίσκει δικαιολογία για να αρνείται τον Χριστό, δηλαδή την αγάπη προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Καμία δικαιολογία δεν υπάρχει, καμία πρόφαση, για να γογγύζω κατά του Θεού, να βλασφημώ τον Θεό, να βλασφημώ την εικόνα του Θεού τον άνθρωπο, να είμαι έτοιμος να ρίξω στην πυρά κάθε έναν που μου δημιουργεί ίσως πρόβλημα στην καλή διαβίωσή μου. Το τονίζουμε: η αγάπη και προς τους εχθρούς και προς τους διώκτες, έστω και ως πόθος και βαθιά επιθυμία και διαρκές αγώνισμα, είναι το απόλυτα καθοριστικό γνώρισμα της χριστιανικότητάς μας. Διότι η επιμονή στην αγάπη αυτή είναι το μόνο σημείο που μας συντονίζει με τον Θεό μας. Όπως δεν μπορούμε να «πιάσουμε» έναν σταθμό, τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό, χωρίς να συντονιστούμε εκεί που εκπέμπει, έτσι και δεν μπορούσε να «πιάσουμε» τον Θεό, να Τον ζήσουμε δηλαδή στην ύπαρξή μας, πέρα από εκεί που «εκπέμπει». Και ο Θεός μας εκπέμπει πάντα και αδιάκοπα στην αγάπη. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί». Αν αυτό δεν το καταλαβαίνουμε, τουλάχιστον να έχουμε το ρεαλισμό να ομολογούμε το έλλειμμα της χριστιανικότητάς μας. Στην περίπτωση αυτή όμως, «προς τίνα απευλευσόμεθα;» Ποιος άλλος έχει «ρήματα ζωής αιωνίου

11 Οκτωβρίου 2024

ΠΟΤΕ ΝΟΣΟΥΜΕ ΑΠΟ ΤΗ "ΝΟΣΟ" ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ!

 

«Εκείνος που στις συζητήσεις επιθυμεί να επιβάλλει τη γνώμη του, η οποία μπορεί να είναι και ορθή, ας γνωρίζει ότι νοσεί από τη νόσο του διαβόλου, (δηλαδή από την υπερηφάνεια)» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. δ΄, 41).

Είσαι βέβαιος για τις απόψεις σου, γιατί τις στηρίζεις στον ορθό λόγο και στην κοινή αίσθηση του δικαίου, ακόμη και στην παράδοση του τόπου σου. Είσαι πολύ περισσότερο βέβαιος για την πίστη σου την ορθόδοξη, γιατί έχεις αποδεχθεί τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα σου και την αγία Του Εκκλησία - το ζωντανό σώμα Του - ως τη μάνα σου. Και γι’ αυτό δεν θέλεις να κινείσαι διπλωματικά: τις απόψεις σου και την πίστη σου δεν τις διαπραγματεύεσαι. Κι ακόμη περισσότερο: όταν μετέχεις σε συζητήσεις, όπου υπάρχουν άλλοι που διαφοροποιούνται από σένα και ως προς τις απόψεις σου και ως προς την πίστη σου, δυσανασχετείς. Και ίσως νευριάζεις και απορείς πώς υπάρχουν άνθρωποι τόσο τυφλοί που δεν βλέπουν τα αυτονόητα. Θεωρείς λοιπόν εντελώς δικαιολογημένη την τάση σου να επιβάλλεις(!) τις απόψεις σου και την πίστη σου. Γιατί πρέπει να… καταλάβουν. Πρέπει να… πεισθούν. Πρέπει να… σωθούν!  

Πρόσεξε όμως!  Καταλαβαίνεις ότι έχεις μπει σε επικίνδυνα μονοπάτια ψυχοπαθολογίας. Γιατί ξεκάθαρα λειτουργεί μέσα σου το φίλαρχο στοιχείο, η κυριαρχία επί των άλλων, δηλαδή ο εγωισμός και η υπερηφάνεια. Οπότε νοσείς τη νόσο του διαβόλου, αυτή που έριξε από τους ουρανούς  τον πρώτο αρχάγγελο και τον έκανε ακριβώς άρχοντα του σκότους. Το ζητούμενο στη ζωή μας πάντοτε είναι η αγάπη η οποία στηρίζεται στην ταπείνωση – ό,τι αποτελεί το ήθος του σαρκωμένου Θεού μας. Ο ίδιος ο Θεός μάς καλεί στην ορθή πίστη, αλλά μας αφήνει ελεύθερους εμείς να αποφασίσουμε. Μην ξεπερνάς λοιπόν τον ίδιο τον Θεό, στο όνομα τάχα Εκείνου!  Κάθε προσβολή του άλλου, έστω και διαφωνούντος και αρνητή, αποτελεί ευθεία προσβολή του Κυρίου. Γιατί καταργείς το μεγαλύτερο θεόσδοτο δώρο Του στον άνθρωπο, την ελευθερία.

Κι εκείνο που δείχνει την παραπάνω αλήθεια είναι αφενός το γεγονός ότι οι όποιες απόψεις σε θέματα της ζωής αυτής, όσο ορθές κι αν είναι, έχουν το στοιχείο της σχετικότητας: τίποτε ανθρώπινο δεν είναι απόλυτο· αφετέρου η ίδια η πίστη μας επιβάλλεται λόγω της αλήθειας που εκφράζει σε κάθε καλοπροαίρετη καρδιά. Η ίδια η αλήθεια εμπερικλείει και τη δύναμη αποδεικτικότητάς της. Η αλήθεια του Θεού δεν έχει ανάγκη από δικηγόρους!

Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΦΑΝΗΣ Ο ΓΡΑΠΤΟΣ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΙΚΑΙΑΣ, Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΗΣ

«Οι γονείς του αγίου Θεοφάνη και του αδελφού του Θεοδώρου, εξίσου αγίου,  ήταν ευσεβείς άνθρωποι που έμεναν στην Παλαιστίνη και ήταν ιδιαιτέρως φιλόξενοι. Με τη φροντίδα τους τα παιδιά τους εκπαιδεύτηκαν σε κάθε φιλοσοφία, και τη χριστιανική και την εξωεκκλησιαστική, οπότε μετέπειτα έγιναν μοναχοί και μάλιστα χειροτονήθηκαν και πρεσβύτεροι. Όταν ο δυσσεβής βασιλιάς Θεόφιλος, τις πρώτες δεκαετίες του ένατου αιώνα, στράφηκε με μανία κατά των αγίων εικόνων κι εμπόδιζε την προσκύνησή τους, οι άγιοι αυτοί, ως πάνσοφοι, απεστάλησαν από τον πατριάρχη των Ιεροσολύμων προς τον μισόχριστο βασιλιά με έναν λίβελλο, δηλαδή με ένα έγγραφο που εξέθετε επακριβώς και αταλάντευτα τη χριστιανική πίστη. Στάθηκαν λοιπόν κατά πρόσωπον ενώπιόν του και τον έλεγξαν ως θεομάχο για τις κατά των εικόνων ενέργειές του. Εκείνος εξοργισμένος τους έκλεισε στη φυλακή για πολύ χρόνο. Έπειτα ο ανόσιος έστειλε και του έφεραν από τη φυλακή τον μακάριο Θεόδωρο κι αφού τον κτύπησε με σφοδρότητα και σκάλισε στην όψη του στίχους ιαμβικούς, τον έστειλε πίσω στη φυλακή. Τα ίδια έκανε και στον αδελφό του Θεοφάνη, τον οποίο εξόρισε στη Θεσσαλονίκη. Ο Θεοφάνης μετά την καταστροφή του δυσσεβούς Θεοφίλου ανακλήθηκε από τους νέους ευσεβείς βασιλείς Μιχαήλ και Θεοδώρα και έγινε Μητροπολίτης της Εκκλησίας της Νικαίας από τον Πατριάρχη Μεθόδιο, ο οποίος κατέλυσε τη χριστιανομάχο αίρεση της εικονομαχίας. Κι έτσι, αφού διακυβέρνησε με θεοφιλή τρόπο την Εκκλησία και το ποίμνιό του, έφυγε από τη ζωή αυτή».

Τα δύο αυτά άγια αδέλφια, Θεοφάνης και Θεόδωρος, αποτελούν ομολογητές της Εκκλησίας μας – βασανίστηκαν για την πίστη τους χωρίς το μαρτύριό τους να τους οδηγήσει στο θάνατο. Κι ο μεν ένας, ο Θεόδωρος, πέθανε τελικώς στην εξορία μετά τα βάσανα που υπέστη από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Θεόφιλο (ο άγιος εορτάζει ξεχωριστά την 27η Δεκεμβρίου), ο δε Θεοφάνης, είδαμε και στο σύντομο συναξάρι του, υπέστη κι αυτός μαρτύρια, εξορίστηκε, αλλά τελικώς έζησε, για να φύγει από τη ζωή αυτή ως Μητροπολίτης Νικαίας μέσα στην αγάπη του ποιμνίου του. Εκείνο που είναι ξεχωριστό στην περίπτωσή τους είναι ότι και των δύο τα πρόσωπα χαράχτηκαν από πυρωμένο σίδερο για να γραφούν πάνω τους κάποιοι ιαμβικοί στίχοι. Κι οι στίχοι αυτοί είναι οι εξής:

«Πάντων ποθούντων προστρέχειν προς την πόλιν / όπου πάναγνοι του Θεού Λόγου πόδες / έστησαν, εις σύστασιν της οικουμένης, / ώφθησαν ούτοι τω σεβασμίω τόπω, / σκεύη πονηρά δεισιδαίμονος πλάνης. / Εκείσε πολλά λοιπόν εξ απιστίας, / πράξαντες δεινά αισχρά δυσσεβοφρόνως, / εκείθεν ηλάθησαν, ως αποστάται, / προς την πόλιν δε του κράτους πεφευγότες, / ουκ εξαφήκαν τας αθέσμους μωρίας. / Όθεν γραφέντες, ως κακούργοι, την θέαν, / κατακρίνονται και διώκονται πάλιν» (Καθώς όλοι ποθούν να προστρέχουν προς την πόλη στην οποία στάθηκαν οι πάναγνοι πόδες του Θεού Λόγου, προκειμένου να φτιάξουν και να στερεώσουν την οικουμένη, φάνηκαν στον σεβάσμιο αυτόν τόπο αυτοί που είναι τα πονηρά σκεύη της δεισιδαίμονος πλάνης. Εκεί λοιπόν αφού έκαναν λόγω της απιστίας και τους δυσσεβούς φρονήματός τους πολλά φοβερά και αισχρά, απελάθηκαν από εκεί ως αποστάτες. Κι ενώ κατέφυγαν προς την πόλη του κράτους, δεν εγκατέλειψαν τις άνομες μωρίες τους. Για τον λόγο αυτόν αφού γράφτηκαν στο πρόσωπό τους ως κακούργοι, κατακρίνονται και διώκονται πάλι).

Κι αυτό είναι το τραγικό με την περίπτωση των αγίων αυτών, (και πάμπολλων βεβαίως άλλων που έχασαν τη ζωή τους κατά τη σκληρότατη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία ταλάνισε την Εκκλησία και τη βυζαντινή αυτοκρατορία σε δύο φάσεις (717-787 και 815-843)): να βασανίζονται για την ορθόδοξη πίστη τους από τους βασανιστές εκείνους που πίστευαν ότι αγωνίζονται για την «καθαρότητα» της πίστεως αυτής! Θέλουμε να πούμε ότι οι εικονομάχοι, αυτοί που ήταν ενάντιοι στις εικόνες, θεωρούσαν λόγω λανθασμένης πίστεως – υποκρυπτόταν στην άρνηση των εικόνων η χριστολογική (μονοφυσιτισμός ή νεστοριανισμός) αίρεσή τους – ότι αυτοί που αποδέχονται την εξεικόνιση του Χριστού, της Παναγίας και των αγίων είναι ειδωλολάτρες. Συνεπώς θεωρούσαν ότι «διαφυλάσσουν» την ορθή χριστιανική πίστη! Και βλέπουμε να επιβεβαιώνεται και σ’ αυτούς ό,τι ο ίδιος ο Κύριος είχε πει στους μαθητές Του: θα έλθει ώρα που θα σας βασανίζουν και θα σας σέρνουν στις φυλακές, πιστεύοντας ότι προσφέρουν έτσι λατρεία στον Θεό!

Τι υπήρχε πίσω από τη χριστολογική αίρεση της εικονομαχίας, η οποία έφτανε σε σημείο σκληροτάτων βασάνων και μαρτυρίων κατά των αποδεχομένων τις εικόνες; Αυτό που επισημαίνουμε σε όλες τις αιρέσεις: η αποθέωση της προσωπικής γνώμης, η επιβολή του «αυτό εγώ νομίζω», συνεπώς ο εξοβελισμός κάθε εκκλησιαστικής πίστεως. Αλλά γνωρίζουμε ότι η χριστιανική πίστη είναι ορθή, προβάλλει δηλαδή την αληθινή εικόνα του Χριστού, μόνον όταν είναι αποστολική και εκκλησιαστική. Έξω από εκεί που λειτουργεί το σώμα του Χριστού, έξω από εκείνο που εκφράζει τη φωνή της Εκκλησίας, δηλαδή τη Σύνοδο (είτε είναι η Αποστολική Σύνοδος είτε η Οικουμενική είτε και μία τοπική σύνοδος που βρίσκεται σε ευθεία σχέση προς το πνεύμα το αποστολικό), δεν έχουμε την αλήθεια – η όποια εξωεκκλησιαστική φωνή είναι η φωνή των παθών του ανθρώπου και η φωνή του Πονηρού διαβόλου!  Κι αυτό το βλέπουμε περίτρανα και στην περίπτωση των εικονομάχων – η στάση του εικονομάχου βασιλιά Θεόφιλου κατά των αγίων Θεοδώρου και Θεοφάνους ήταν στάση κατά της Εκκλησίας˙ διότι ο βασιλιάς θεωρούσε ότι εκείνος και οι συν αυτώ ήταν το κριτήριο της αλήθειας.

Την παραπάνω αλήθεια ότι οι άγιοι Θεοφάνης και Θεόδωρος αγωνίζονταν κατά της αιρέσεως, φανερώνοντας την εκκλησιαστική πίστη ως απεσταλμένοι της τοπικής τους Εκκλησίας, τονίζουν διαρκώς και οι εκκλησιαστικοί ύμνοι της ακολουθίας του Θεοφάνους. «Με τη πυρίφθογγη γλώσσα σου ως βροντή κήρυξες τα θεία και κατέφλεξες τα ζιζάνια των δυσσεβών εχθρών» ακούμε αίφνης ήδη απαρχής του εσπερινού. Και το ίδιο σε όλον τον κανόνα του όρθρου: «Εξαστράπτοντας τις θείες αστραπές των δογμάτων, έκανες πέρα μακριά κάθε σκοτεινιά της αίρεσης» (ωδή α΄). «Φάνηκες σαν μάχαιρα Θεού που κόβει τις μηχανουργίες των αιρετικών, γιατί ενισχυόσουν από το θείο Πνεύμα» (ωδή δ΄).

 Αλλά εκεί που εξίσου φτάσει σε ύψη η υμνολογία του αγίου ήταν όταν εξαγγέλλει το ιδιαίτερο χάρισμα που ο Θεός είχε δώσει στον άγιο δούλο Του: το υμνογραφικό χάρισμα. Ο άγιος Θεοφάνης θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους και πολυγραφότερους υμνογράφους της Εκκλησίας, μαζί με τον άγιο Ιωσήφ τον υμνογράφο. Με μία αποτίμηση έχει συνθέσει, «ως λύρα του αγίου Πνεύματος και καλλικέλαδο αηδόνι» (ωδή η΄), 420 κανόνες, 5 τριώδια και διώδια, 138 στιχηρά προσόμοια και ιδιόμελα, 3 κοντάκια και μία έμμετρη ευχή στη Θεοτόκο. «Φωτίστηκε η ψυχή σου από τις θεϊκές λάμψεις» σημειώνει μεταξύ πολλών άλλων ο δικός του υμνογράφος, «οπότε κατέφλεξες με το πυρ της εγκρατείας τις ηδονές των παθών, μελωδώντας ειλικρινά: Ας ψάλουμε άσμα για τον Χριστό» (ωδή α΄). «Επειδή ήσουν σαν τον ήλιο, παμμακάριστε, εξαπέστειλες θεϊκές ακτίνες με το να ανυμνείς τα βασανιστήρια των μαρτύρων, τις στρεβλώσεις και τις μάστιγες και τους μεγάλους και παράδοξους αγώνες τους» (ωδή ς΄). «Δοξολογώντας ειλικρινά την πάναγνη Δέσποινα με τη γλώσσα σου, Θεοφάνη, κελάδησες λόγια φωτόμορφα, δημιουργώντας ιλαρότητα στα πλήθη των πιστών και στις καρδιές των σοφών» (ωδή ς΄).

Βάσανα, μαρτύρια και εξορία, δύναμη εξαγγελίας των δογμάτων της πίστεως, υμνολόγηση του Κυρίου, της Παναγίας, των αγίων, καλή διαποίμανση των πιστών – η ζωή του αγίου Θεοφάνους. Γι’  αυτό και «έχοντας ολοκληρώσει τον δρόμο του, μετέβη στα Ουράνια μαζί με τον Χριστό, κραυγάζοντας με τους αγγέλους: Ευλογητός είσαι Κύριε, ο Θεός των Πατέρων μας» (ωδή ζ΄).    

Ο ΑΓΙΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΕΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΝΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

«Ο άγιος Φίλιππος, άλλος από τον Φίλιππο τον μαθητή του Κυρίου, καταγόταν από την Καισάρεια της Παλαιστίνης, ήταν έγγαμος και από τον γάμο του απέκτησε τέσσερις θυγατέρες, προφήτιδες και οι τέσσερις της Εκκλησίας. Ο ευαγγελιστής Λουκάς στο δεύτερο βιβλίο του των Πράξεων των Αποστόλων τον μνημονεύει σε διάφορα περιστατικά. Καταστάθηκε από τους αγίους Αποστόλους Διάκονος της Εκκλησίας, για να υπηρετεί τις ανάγκες των χριστιανών, μαζί με τον άγιο Στέφανο και τους υπολοίπους διακόνους. Μετά τον διωγμό που ξέσπασε με τον θάνατο του αγίου Στεφάνου, πήγε στη Σαμάρεια, όπου κήρυξε και μαθήτευσε πολλούς στη χριστιανική πίστη, μεταξύ των οποίων και τον μάγο Σίμωνα, τον οποίο και βάπτισε. Ο ευαγγελιστής Λουκάς μνημονεύει το περιστατικό, κατά το οποίο ο Φίλιππος ηρπάγη από άγγελο, για να πλησιάσει έναν αξιωματούχο αιθίοπα, τον οποίο, αφού βρήκε να αναγινώσκει τον προφήτη Ησαΐα, κατήχησε και βάπτισε. Έπειτα αφού οδηγήθηκε και πάλι από άγγελο του Κυρίου στην πόλη της Αζώτου, φώτισε με τον λόγο του τους κατοίκους εκεί, οπότε μετά έφτασε στις Τράλλεις της Μικράς Ασίας. Εκεί επιτέλεσε μαζί με το κήρυγμα πολλά θαύματα, ίδρυσε εκκλησία, και τέλος εξεδήμησε προς τον Κύριο».

Είναι αξιοθαύμαστο το γεγονός ότι ο ευαγγελιστής Λουκάς προτιμά να αφιερώσει αρκετούς στίχους από το βιβλίο του «Πράξεις των Αποστόλων» στον απόστολο Φίλιππο, από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και έναν από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας, και όχι για παράδειγμα στον Απόστολο Φίλιππο, τον μαθητή του Χριστού εκ των δώδεκα,  ή τον Απόστολο Ναθαναήλ ή άλλους από τους Αποστόλους, πέραν βεβαίως του Αποστόλου Πέτρου και κυρίως του μετέπειτα Αποστόλου Παύλου, γεγονός που σημαίνει ότι ο Διάκονος Φίλιππος ήταν μία προσωπικότητα που δεν μπορούσε εύκολα κανείς να την ξεπεράσει και να μη την λάβει σοβαρώς υπ’  όψιν. Τα περιστατικά βεβαίως που διασώζονται από τη ζωή του πράγματι επιβεβαιώνουν την εκτίμηση αυτή, διότι τον βλέπουμε αφενός να δρα με τρόπο που θυμίζει τους μεγάλους Αποστόλους: έντονη ιεραποστολική φλόγα, δύναμη λόγου, επιτέλεση θαυμάτων, καθοδήγηση από αγγέλους, ίδρυση εκκλησιών, αφετέρου όλη η οικογένειά του να έχει επίσης μία ιδιαίτερη παρουσία στην Εκκλησία. Ιδιαιτέρως οι θυγατέρες του, τις οποίες μνημονεύει ο άγιος Λουκάς, υπήρξαν «παρθένοι και προφητεύουσαι», δηλαδή αφιερωμένες στον Θεό με το χάρισμα της προφητείας, άρα με τη δυνατότητα να προφητεύουν και να διδάσκουν τον λαό.

Ο εκκλησιαστικός μας υμνογράφος αναφέρεται συχνά στο χάρισμα λόγου που είχε ο άγιος Φίλιππος ο Διάκονος. Τέτοιο χάρισμα που το Πνεύμα του Θεού είδαμε ότι τον έστελνε σε διάφορες αποστολές, προκειμένου να καθοδηγήσει και να πείσει όχι μόνο απλούς, αλλά και μορφωμένους και υψηλά ισταμένους ανθρώπους. Το περιστατικό με τον αιθίοπα αξιωματούχο αποτελεί ένα μικρό δείγμα της αλήθειας αυτής. Ένας ύμνος μάλιστα από την τρίτη ωδή του κανόνα του όρθρου είναι αρκετά αποκαλυπτικός πάνω σ’ αυτό: «Ιόν ψυχόλεθρον φυγείν και σωτήριον χάριν υποδέξασθαι πείθεις, μελιρρύτοις λαλιαίς, τους απωσθέντας μακράν αγνωσία, Φίλιππε θεόπνευστε». Δηλαδή: Φίλιππε θεόπνευστε, πείθεις αυτούς που είναι μακριά από τον Θεό, λόγω της άγνοιάς τους, αφενός να αποφύγουν το δηλητήριο της μη ορθής πίστεως που καταστρέφει τις ψυχές, αφετέρου να δεχτούν τη χάρη του Θεού που οδηγεί στη σωτηρία, «μελιρρύτοις λαλιαίς». Ο λόγος του αγίου Φιλίππου ήταν πολύ πειστικός, έτσι ώστε να αποδέχονται οι άνθρωποι την πίστη του Χριστού. Χρησιμοποιεί όμως ο υμνογράφος και μία πολύ όμορφη φράση, που δείχνει κατεξοχήν τη δύναμη λόγου του αγίου: «μελιρρύτοις λαλιαίς». Δηλαδή, όταν μιλούσε ο άγιος για τον Χριστό, μιλούσε με τέτοιον τρόπο, που τα λόγια του ήταν σαν να έρρεε μέλι. Πρέπει να εννοήσουμε ότι το μελίρρυτο των λόγων του δεν έγκειτο μόνον στο περιεχόμενο, αλλά και στη μορφή και στον τρόπο που χρησιμοποιούσε. Πρόβαλλε βεβαίως πάντοτε τον Χριστό – «την του Λόγου δόξαν διηγούμενος» θα πει κάπου αλλού ο υμνογράφος, δηλαδή διηγείτο τη δόξα του Κυρίου Ιησού ως Θεού και ανθρώπου, και μάλιστα επιβεβαιώνοντας τη διήγηση αυτή και με θαύματα: «εν σημείοις φοβεροίς» - αλλά με καλλιέπεια λόγου, με ήρεμο και προσιτό στους ανθρώπους που απευθυνόταν τρόπο.

Και γίνεται βεβαίως παράδειγμα διαχρονικό σ’ αυτό. Ο λόγος της Εκκλησίας μας, η κατήχησή της στους ανθρώπους, αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει πάντοτε να έχει: πρώτον, να προβάλλει τον Ιησού Χριστό, ως τον ενανθρωπήσαντα Θεό μας, ο Οποίος σταυρώθηκε και αναστήθηκε προς χάρη των ανθρώπων. Όπως το λέει και ο απόστολος των εθνών: «ουκ έκρινα του ειδέναι τι εν υμίν, ει μη Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον». Και δεύτερον: τον Χριστό που προβάλλει, να το κάνει με τρόπο όχι εξουσιαστικό, όχι με τον κακώς εννοούμενο κηρυγματικό τρόπο, δηλαδή ξερά δασκαλίστικο, αλλά ως αύρα απαλή, σαν μέλι που ευχαριστεί όχι τα αυτιά, αλλά τις καρδιές των ανθρώπων, με τον τρόπο που δίδαξαν αργότερα και οι μεγάλοι τρεις Ιεράρχες, προστάτες της παιδείας, που και εκείνοι «μελίρρυτοι ποταμοί της σοφίας» χαρακτηρίζονται. Δεν νομίζουμε ότι τελικώς ήταν τυχαίο που το Πνεύμα του Θεού χρησιμοποίησε τόσο έντονα τον άγιο Φίλιππο για να κηρύξει την πίστη του Χριστού. Ο Θεός δηλαδή αξιοποιεί κάθε φορά για την πραγματοποίηση του έργου Του τους ανθρώπους που έχουν τα αντίστοιχα προς το έργο αυτό χαρίσματα. Ο άγιος Φίλιππος λοιπόν ήταν από τους ιδιαιτέρως προικισμένους από τον Θεό, που κατέθεσε ολόκληρο τον εαυτό του στην υπηρεσία Εκείνου.

10 Οκτωβρίου 2024

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΨΥΧΙΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Η 10η Οκτωβρίου κάθε χρόνο θεωρείται ημέρα αφιερωμένη παγκοσμίως στην ψυχική υγεία. Καθιερώθηκε  το 1994 από την Παγκόσμια Ομοσπονδία Ψυχικής Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, προκειμένου να ευαισθητοποιήσει την κοινή γνώμη στα θέματα των ψυχικών νοσημάτων. Κι αυτό γιατί τα ψυχικά νοσήματα βαίνουν διαρκώς αυξανόμενα, σε βαθμό που οι ειδικοί μιλάνε για παγκόσμια «επιδημία» ψυχικών διαταραχών, όπως για παράδειγμα είναι αυτές που σχετίζονται με την κατάθλιψη ή την κατανάλωση αλκοόλ. Και στη χώρα μας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Υπάρχουν στατιστικά στοιχεία που δείχνουν ότι ένα 10 με 12% του συνόλου του πληθυσμού όλων των ηλικιών πάσχει από ψυχικές ασθένειες, ενώ όσον αφορά στους εφήβους, υπάρχει η εκφρασμένη δήλωσή τους (2 στους 5) ότι δεν είναι ικανοποιημένοι από τη ζωή τους και δεν νιώθουν γενικώς «καλά».

Το ερώτημα που τίθεται βεβαίως είναι τι εννοούμε όταν μιλάμε για ψυχική υγεία. Κι απάντηση, παραδόξως, γενικώς αποδεκτή δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει, διότι η ψυχική υγεία είναι θέμα ορισμού του ανθρώπου,  του σκοπού και του νοήματος της ζωής του. Αν δηλαδή δεν γνωρίζουμε το ποιος είναι ο άνθρωπος, γιατί υπάρχει στον κόσμο, ποιος ο προορισμός του, πώς πρέπει να ζει και να αντιμετωπίζει τα προβλήματα της ζωής, είναι αδύνατο να μιλάμε για την όποια κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Και ως προς τη σωματική του υγεία τα πράγματα σε μεγάλο βαθμό είναι μετρήσιμα: υπάρχουν κάποια σταθερά σημεία αναφοράς, βάσει των οποίων κρίνεται η παθολογία ή η φυσιολογία του. Για την ψυχική του υγεία όμως; Υπάρχουν σταθερά σημεία; Το «αδιέξοδο» φαίνεται από το ότι οι ειδικοί  αποφεύγουν τον ορισμό των χαρακτηριστικών, πέραν γενικοτήτων, της θεωρούμενης ψυχικής υγείας, επικεντρώνοντας την προσοχή τους σε ό,τι ονομάζουν ψυχική ευημερία ή απουσία ψυχικής ασθένειας. «Είναι η ψυχολογική κατάσταση κάποιου που λειτουργεί σε ικανοποιητικό επίπεδο συναισθηματικής και συμπεριφοριστικής προσαρμογής» σημειώνουν. Ή, όπως λέει ο Π.Ο.Υ. «ψυχική υγεία είναι η κατάσταση ευεξίας όπου το κάθε άτομο αντιμετωπίζει με επιτυχία τα προβλήματα της ζωής, μπορεί να εργαστεί παραγωγικά και να συμμετέχει ενεργά στο κοινωνικό του περιβάλλον και όχι απλά η απουσία ενός προβλήματος ή μιας διαταραχής». Ορισμοί που δεν άπτονται της ουσίας του θέματος, αλλά περιγράφουν κάποιες καταστάσεις, κυρίως κοινωνιολογικά κι ίσως ψυχολογικά.

Δεν αρνούμαστε τίποτε από τα παραπάνω. Οι προσπάθειες ψυχολόγων και ιατρών για την οριοθέτηση  μίας όσο το δυνατόν αποδεκτής και φυσιολογικής κοινωνικής συμπεριφοράς για κάθε άνθρωπο είναι αξιέπαινες και πρέπει να ενισχύονται – το κοινωνιολογικό κριτήριο είναι από μόνο του ισχυρότατο στοιχείο. Αλλά δεν είναι επαρκές. Διότι ο άνθρωπος συνιστά μέγα μυστήριο. Κι εδώ ακριβώς έχουν λόγο οι διάφορες πνευματικές παραδόσεις του κάθε τόπου, κατεξοχήν δε για τους χριστιανούς η χριστιανική παράδοσή τους.

Λοιπόν, για τη δική μας χριστιανική παράδοση, ο άνθρωπος είναι ψυχικά υγιής στον βαθμό που είναι και πνευματικά υγιής. Κι είναι πνευματικά υγιής, όταν παραμένει μέσα στο πλαίσιο της κατ’ εικόνα και καθ’  ομοίωσιν Θεού δημιουργίας του. Με αναγωγή στο αρχικό ζεύγος: Όσο ο άνθρωπος προσέβλεπε στον Δημιουργό του και υπήκουε στο άγιο θέλημά Του, τόσο και οι δυνάμεις του, σωματικές, ψυχικές και πνευματικές, βρίσκονταν σε ανοδική και αυξητική πορεία. Δυστυχώς, αυτό χάθηκε λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία – της επιλογής του δικού του θελήματος αντί του Δημιουργού του – οπότε και η υγεία του αλλοιώθηκε: η φθορά και η αρρώστια και ο θάνατος μπήκαν ως καθεστώς στη ζωή του. Κι ήρθε βεβαίως ο Υιός και Λόγος του Θεού ως άνθρωπος στον κόσμο, προκειμένου να άρει την αμαρτία και τη  φθορά και να αποκαταστήσει τον άνθρωπο, όμως η αποκατάσταση αυτή που όντως πραγματοποιήθηκε κυρίως με τη Σταυρική θυσία του Κυρίου έγινε δύσκολο αγώνισμα για τον άνθρωπο, περνώντας μέσα από τη διαδικασία της πίστεως, της εντάξεώς του στην Εκκλησία, της ασκήσεώς του πάνω στις εντολές του Χριστού. Κι αυτό θα πει ότι αφενός ο Χριστός ως και τέλειος άνθρωπος πέρα από Θεός συνιστά το όριο του κατεξοχήν υγιούς ανθρώπου – σ’  Εκείνον βλέπουμε τι σημαίνει ψυχική και πνευματική υγεία σε επίπεδο τελειότητας – αφετέρου η ψυχική υγεία (η σωματική μετά Χριστόν στον κόσμο τούτο δεν είναι υποχρεωτικά απαραίτητη)  υπάρχει και αναπτύσσεται στον πιστό, όταν αγωνίζεται την οδό της  αγιότητας. Ανθρωπίνως με άλλα λόγια η κατεξοχήν ψυχικά υγιής ήταν η Παναγία κι ακολουθούν όλοι οι άγιοι της Εκκλησίας. Ο όσιος Σιλουανός του Άθω βεβαιώνει: «Πώς να καταλάβεις αν η ψυχή είναι υγιής ή ασθενής; Η ασθενής ψυχή είναι υπεροπτική, ενώ η υγιής ψυχή αγαπά την ταπείνωση, όπως τη δίδαξε το Άγιον Πνεύμα».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΕΥΛΑΜΠΙΟΣ ΚΑΙ ΕΥΛΑΜΠΙΑ

«Οι άγιοι αυτοί που ήταν αδέλφια, έζησαν επί βασιλείας Μαξιμιανού, στην πόλη της Νικομήδειας, όταν εκεί ηγεμόνας ήταν ο Μάξιμος. Λόγω των διωγμών που είχαν ξεσπάσει, πολλοί από τους Χριστιανούς είχαν καταφύγει σ’  ένα όρος της περιοχής και κρύβονταν εκεί. Κάποια φορά έστειλαν τον άγιο Ευλάμπιο στην πόλη για να αγοράσει άρτους. Αυτός πράγματι κατέβηκε στην πόλη, όπου είδε να έχουν αναρτήσει γράμματα των βασιλικών διατάξεων και κάθισε να τα αναγνώσει. Κάποιοι ειδωλολάτρες τότε τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά. Στην ερώτηση του βασιλιά αν είναι χριστιανός, εκείνος ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Ο βασιλιάς διέταξε να τον οδηγήσουν στον ναό των ειδώλων, για να τον αναγκάσουν να θυσιάσει στα είδωλα, ο άγιος όμως βλέποντας το είδωλο του Άρη, έδωσε εντολή στο είδωλο να πέσει κάτω, και πέφτοντας αυτό έγινε κομμάτια. Άρχισαν τότε να τον βασανίζουν, οπότε ήλθε στο μέσον του τόπου των βασάνων η αδελφή του Ευλαμπία, η οποία παρακαλούσε τον άγιο Ευλάμπιο να προσευχηθεί για χάρη της, προκειμένου να συμμαρτήσει με αυτόν. Καθώς τους έβαλαν και τους δύο πια σ’  έναν λέβητα που κόχλαζε, διακόσιοι άνδρες που παρευρίσκονταν εκεί, πίστεψαν στον Χριστό, βλέποντας ότι οι άγιοι δεν βλάφθηκαν καθόλου από το μαρτύριο αυτό, με αποτέλεσμα ο βασιλιάς να διατάξει να αποκεφαλιστούν οι άγιοι και οι διακόσιοι που πίστεψαν».

Στη γιορτή των αγίων μεγαλομαρτύρων Σεργίου και Βάκχου, προ τριημέρου (7 Οκτωβρίου), επεσήμανε ο υμνογράφος της ακολουθίας τους ότι η κοινή τους πίστη στον Χριστό ήταν εκείνο που τους ένωνε και όχι κάποιος φυσικός δεσμός. Σήμερα, με τη μνήμη των αγίων Ευλαμπίου και Ευλαμπίας, έρχεται η Εκκλησία μας για να τονίσει ότι η ενότητα αυτών των αγίων  βεβαίως οφείλεται στην κοινή πίστη τους – αυτό είναι το ουσιαστικό στοιχείο – αλλά «ενισχύεται» και με δύο άλλα ακόμη στοιχεία: την αυταδελφία τους, που λειτουργούσε σ’  αυτούς και ως φιλαδελφία,  και την ομωνυμία τους. Οι άγιοι αυτοί ήταν αγαπημένα αδέλφια και είχαν και το ίδιο όνομα. «Τη φιλαδελφία η ομωνυμία συγκραθείσα».  Ο υμνογράφος βεβαίως σπεύδει αμέσως στη συνέχεια να διευκρινίσει ότι όχι η φιλαδελφία αυτή, πολλώ μάλλον  η ομωνυμία, αλλά η πίστη τους στον Χριστό ήταν εκείνο που τους έδινε τη δύναμη να μένουν σταθεροί στα μαρτύρια και να γίνουν άγιοι. Διότι η πίστη αυτή τους έκανε να ζουν με αγνότητα βίου και υπέρβαση των παθών, δηλαδή ήταν μία ζωντανή πίστη, γι’ αυτό και ενισχύονταν τόσο εμφανώς από τη χάρη του Θεού. «Το ίδιο τους το όνομα ενωμένο με τη μεταξύ τους αγάπη, όπως και η αγνότητά τους αναμιγμένη με την απάθειά τους, διεφύλαξε χωρίς βλάβη τη σταθερή και ισχυρή γνώμη τους. Διότι όπου υπάρχει πόθος για τον Θεό, εκεί όλος ο κόσμος έχει πάει στην άκρη – όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται».

Ο εκκλησιαστικός ποιητής θεωρεί σημαντικό το γεγονός ότι οι άγιοι έφτασαν σε επίπεδα αγνότητας και απαθείας, κατατροπώνοντας τον διάβολο, ήδη από τη νεότητά τους. Νεαρός ο Ευλάμπιος, το ίδιο και η Ευλαμπία, με σωματικό σφρίγος, πάλεψαν με δύναμη εναντίον του πονηρού και των οργάνων του, και τους κατατρόπωσαν. Κι εκφράζει τον θαυμασμό του ο υμνογράφος, που νέος ο Ευλάμπιος, σε μία ηλικία δηλαδή που η ζωή βρίσκεται ολόκληρη μπροστά του και ο διάβολος του «χαμογελά» ποικιλοτρόπως, γιατί ξέρει τη «δύναμή» του από τις πολυχρόνιες νίκες του κατά της νεότητας, εκείνος τον «πονηρό αυτόν γέροντα» τον νίκησε με τη χάρη του Θεού. «Νέω εν σώματι, Μάρτυς, τον παλαιόν της κακίας άρχοντα κατεπάλαισας στερρώς» - με νεανικό σώμα, μάρτυς, πάλεψες με δύναμη τον παλαιό άρχοντα της κακίας. Πού είναι όλοι εκείνοι, οι οποίοι θεωρούν ως δεδομένο για τη νεότητα την πτώση στις αμαρτίες, και μάλιστα τις σαρκικές; Βεβαίως η νεότητα είναι πιο ευεπίφορη στα σαρκικά λεγόμενα αμαρτήματα, όχι όμως ότι εκ προοιμίου ένας νέος θα πέσει σ’  αυτά. Υπάρχουν νέοι, και πολλοί μάλιστα, οι οποίοι σαν τους αγίους Ευλάμπιο και Ευλαμπία αγωνίζονται με δύναμη, διατηρώντας την ψυχική και σωματική τους αγνότητα και φτάνοντας και σήμερα σε επίπεδα απαθείας. Πώς; Με τον τρόπο των σημερινών αγίων, όπως το αναφέραμε και παραπάνω: «όπου Θεός ο ποθούμενος, κόσμος όλος καταπεφρόνηται». Το ζητούμενο λοιπόν είναι όχι η ηλικία, αλλά ο πόθος του Χριστού. Μόλις η αγάπη του Χριστού «πληγώσει» την καρδιά του ανθρώπου, ανεξάρτητα από ηλικία, εκεί παρουσιάζονται όλα τα θαύματα και όλες οι νίκες κατά του «κακού γέρου».

Δεν θέλουμε να τελειώσουμε, πριν αναφερθούμε και σ’ αυτό που μας λέει το συναξάρι. Η αγία Ευλαμπία, βλέποντας τον αδελφό της στο μαρτύριο, παρακινήθηκε για να μαρτυρήσει και αυτή. Πόση δύναμη πράγματι έχει το παράδειγμα του άλλου. Η πράξη του άλλου, αυτό που επιτελεί, είναι εκείνο που δημιουργεί την τάση προς μίμηση. Διότι ο άνθρωπος είναι ον που μιμείται. Ο ένας παρασύρει, θα λέγαμε, τον άλλον. Συνήθως μιλάμε για τη μίμηση, φορτίζοντάς την με αρνητικό μόνο περιεχόμενο. Η μίμηση όμως είναι από τα σπουδαιότερα μέσα, που αν αξιοποιηθεί σωστά, οδηγεί τον άνθρωπο, και ιδίως τον νέο, σε μεγάλα ύψη αγιότητας. Το σημειώνει και ο λόγος του Θεού. Ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα, καλεί να τον μιμηθούν οι πιστοί, όπως εκείνος άλλωστε μιμήθηκε τον Χριστό. «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθώς καγώ Χριστού». Το ίδιο καλεί και ο απόστολος Ιωάννης ο Θεολόγος: «μη μιμού το κακόν, αλλά το αγαθόν». Ξέρει ο απόστολος τη δύναμη της μίμησης, γι’  αυτό και λέει να μιμούμαστε το αγαθό και όχι το κακό. Είναι ευνόητο βεβαίως πόσο πρέπει να προσέχουμε οι μεγαλύτεροι, ιδίως οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κληρικοί, ώστε αυτό που εμείς κάνουμε ως σωστό, αυτό και να προσφέρεται προς μίμηση και για τους μικρότερους. Κι από την άλλη, πόσο πρέπει να προσέχουμε τις φιλίες μας. Τι καλό θα ήταν ο καθένας μας να είχε φίλους, οι οποίοι θα τον παρακινούσαν διαρκώς στο αγαθό. Τι καλό θα ήταν εμείς να αποτελούμε το παράδειγμα, ώστε να παρακινούμε τους άλλους στο αγαθό!