«Η οσία Παρασκευή γεννήθηκε στους Επιβάτες,
παραθαλάσσια κωμόπολη της Προποντίδας της Θράκης, στις αρχές του 10ου αιώνα.
Ήταν κατά σάρκα αδελφή του αγίου Ευθυμίου της Μαδύτου, και καταγόταν από την
βυζαντινή οικογένεια Ρετσέλη. Από μικρή ηλικία, ακολουθώντας το κάλεσμα του
Ευαγγελίου, έκανε φιλανθρωπίες ανταλλάσσοντας τα ενδύματά της με τα σκισμένα
ενδύματα ζητιάνων, ενώ κάποια άλλη στιγμή, μη μπορώντας να βοηθήσει διαφορετικά
κάποια ζητιάνα που βρέθηκε στο δρόμο της, της έδωσε τον χρυσό σταυρό της. Η
ομορφιά και η καλοσύνη της προκάλεσαν το ενδιαφέρον πολλών επιφανών και
πλουσίων νέων, οι οποίοι τη ζητούσαν σε γάμο, αλλά εκείνη απέρριπτε όλα τα
προξενιά.
Προκειμένου να αποφύγει τον γάμο, εγκατέλειψε το σπίτι
της, φεύγοντας για την Κωνσταντινούπολη, και μετά από προσκύνημα στα μοναστήρια
και τις εκκλησίες, έφτασε με τα πόδια μέχρι την Ηράκλεια, ούτως ώστε να την
χάσουν οι γονείς της. Στην Ηράκλεια έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα, και
κατόπιν επιβιβάστηκε σε πλοίο με προορισμό την Ιερουσαλήμ. Αφού προσκύνησε τα
σημεία απ' όπου πέρασε ο Ιησούς Χριστός, μπήκε σε ένα γυναικείο μοναστήρι, όπου
έλαβε και την μοναστική κουρά. Μετά από κάποια χρόνια εγκατέλειψε το μοναστήρι
για να ζήσει ασκητικό βίο αναχωρητή.
Στην έρημο παρέμεινε επί πέντε χρόνια με νηστεία και
προσευχή, παρακαλώντας τον Θεό να συγχωρέσει τις αμαρτίες της. Κάποια ημέρα της
παρουσιάστηκε άγγελος Κυρίου, ο οποίος την πρόσταξε να εγκαταλείψει την έρημο
και να επιστρέψει στην γενέτειρά της. Έφτασε στο λιμάνι της Ιόππης (σημερινή
ονομασία Γιάφα), απ' όπου ξεκίνησε για τους Επιβάτες. Όταν έφτασε στους
Επιβάτες, η όψη της είχε αλλοιωθεί τόσο πολύ από τις ταλαιπωρίες της ερήμου,
ώστε δεν την αναγνώρισε κανένας. Αφού προσκύνησε τους τάφους των γονέων της,
ξεκίνησε με τα πόδια για την Κωνσταντινούπολη, όπου και προσκύνησε σε διάφορα
μοναστήρια και εκκλησίες. Από την Βασιλεύουσα ξεκίνησε να επιστρέψει στους
Επιβάτες αλλά σταμάτησε στην Καλλικράτεια, όπου και έμεινε σε ένα παράπηγμα
δίπλα στο ναό των Αγίων Αποστόλων, διακονώντας την εκκλησία. Έτσι παρέμεινε επί
δύο χρόνια. Κάποια ημέρα αισθάνθηκε ένα μικρό πόνο στο κεφάλι και παρέδωσε το
πνεύμα της ειρηνικά σε ηλικία 27 ετών» (Από Βικιπαίδεια).
Τι είναι εκείνο στο οποίο κυριολεκτικά αναλώνεται ο
σπουδαίος υμνογράφος της αγίας Παρασκευής της νέας, κληρικός Μελέτιος Συρίγος
(1585/6-1663/1664), λόγιος συγγραφέας, θεολόγος, υμνογράφος, αλλά και με
σπουδές ιατρικής και ρητορικής; Όχι τόσο η εξύμνηση της ζωής της αγίας με
παρακολούθηση των ιστορικών στοιχείων του βίου της, (κάτι που κατείχε καλά
γιατί είχε ασχοληθεί εκτενώς με την αγία ευρισκόμενος μάλιστα μέσα του 17ου αι. στο Ιάσιο της Ρουμανίας όταν το λείψανό της έφτασε
εκεί), όσο η εξύμνηση της ασκητικής διαγωγής της ήδη από τη νεότητά της,
τέτοιας που την ανέδειξε σε μεγάλα ύψη αρετής και την έβαλε δοξαστικά στη
Βασιλεία των Ουρανών. Πράγματι, ο σοφός υμνογράφος, που θεωρείται ο
σπουδαιότερος ιεροκήρυκας της εποχής του, και στους δύο κανόνες που αφιέρωσε
για την αγία ενδιαφέρεται πρώτιστα για την προβολή της κατά Χριστόν πολιτείας
της, όπως συμβαίνει συνήθως στις ακολουθίες των μεγάλων οσίων της Εκκλησίας. Η
άκρα ξενιτεία της, η επιλογή δηλαδή να φύγει από το σπιτικό της και την
ιδιαίτερη πατρίδα της, η πτωχεία της, η σωφροσύνη της, η κατά Θεόν απλότητά
της, η ατσάλινη και στέρεα βούλησή της να πορεύεται αποκλειστικά και μόνο βάσει
των εντολών του Χριστού, η αδιάλειπτη προσευχή της, οι ασκητικές αγώνες της
υπέρ τα κοινά μέτρα ακόμη και των ανδρών ασκητών, είναι εκείνα που μαγνητίζουν
τον υμνογράφο καθιστώντας τα το κύριο περιεχόμενο του έργου του.
«Ας πούμε με φωνή δυνατή προς αυτήν: χαίρε ο ακλόνητος
πύργος της υπομονής και ο πολύφωτος λαμπτήρας της εγκρατείας, χαίρε το
εντρύφημα της παρθενίας και το αγλάισμα της σωφροσύνης, χαίρε το καθαρό έσοπτρο
της καθαρότητας, η ανεξάντλητη πηγή των δακρύων, το εξαίρετο σκεύος της
ταπεινώσεως, η ένθεη ευωδία των αρετών» (Δόξα Λιτής). «Ποιος θα ’χει τη δύναμη
να συγκεφαλαιώσει τους πολλούς ιδρώτες της ασκήσεώς σου, Παρασκευή νύμφη του
Χριστού, τις γεμάτη δύναμη προσευχές σου, τις αγρυπνίες, τα δάκρυα, αλλά και τη
συμπαθή προστασία των αναγκεμένων ανθρώπων;» (ωδή δ΄ β΄ κανόνα).
Χρησιμοποιώντας παραδείγματα διαρκώς και από την Παλαιά
Διαθήκη ο ποιητής, με τα οποία επιχειρεί να αναδείξει τη μεγαλωσύνη της, την
εντάσσει μέσα στο πλαίσιο των πέντε φρονίμων παρθένων της γνωστής παραβολής του
Κυρίου, συνεπώς ανήκοντας στους πιστούς που αγάλλονται εν Κυρίω στη νυφική
παστάδα Του, όπως και τη χαρακτηρίζει με τον σπουδαιότερο χαρακτηρισμό που ο
Κύριος είπε για όσους είναι δικιά τους η Βασιλεία Του: του μικρού παιδιού. «Αν
δεν στραφείτε και δεν γίνετε σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται να εισέλθετε στη
Βασιλεία των Ουρανών». «Συστήνοντας ο Κύριος την καθαρότητα της ψυχής και την
ακακία της καρδιάς, αφού πήρε στην αγκαλιά Του ένα παιδί και το ευλόγησε,
έλεγε, αν δεν γίνετε σαν το παιδί αυτό, δεν θα εισέλθετε στη Βασιλεία των
Ουρανών. Αυτήν την απλότητα έχοντας αποκτήσει εκ βρέφους η πανέντιμη Παρασκευή,
ό,τι είχε τα μοίραζε με μεγαλοψυχία στους πτωχούς, χωρίς να κρατάει τίποτε για
τον εαυτό της, οπότε συζώντας με την ακεραιότητα αυτή εισήλθε στις ουράνιες
μονές με αγαλλίαση ψυχής» (λιτή). «Κοσμημένη, αείμνηστη Παρασκευή, από φρόνηση,
όλη την περιουσία σου την έδωσες στα χέρια των πτωχών, έλκοντας έτσι πάνω σου
το έλεος του Θεού. Γι’ αυτό αφού ετοίμασες τη λαμπάδα σου με πλούσιο λάδι και
το έκανες να λάμπει από τα κάλλη της παρθενίας, εισήλθες χαίροντας στον νυμφώνα
του Κτίστη σου» (ιδιόμελο όρθρου).
Τα αποτέλεσματα μίας τέτοιας ένθεης και εντελώς παράδοξης
για τα δεδομένα του κόσμου μας βιοτής, και από το γεγονός ότι την ζει υπέρ
φύσιν μία μικρή κοπέλα, καταγράφονται επανειλημμένως από τον σπουδαίο υμνογράφο
και βιογράφο της: αφθαρσία του λειψάνου της, θαύματα διαρκή και πάμπολλα,
εμφανίσεις της παρηγορητικές, ισχυρό παράδειγμα για τους πιστούς όλων των
εποχών! Αλλά εκεί που επιμένει όχι μία φορά ο ποιητής είναι το γνώρισμα κάθε
μεγάλου αγίου, από το οποίο εξαρτάται και η ψυχική ισορροπία και του ίδιου αλλά
τελικώς και κάθε ανθρώπου στον κόσμο τούτο: η άκρα αγάπη και πόθος και
προσήλωση προς το λατρευτό πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού. Είναι αλήθεια που
δεν επιδέχεται αμφισβήτηση για τον εν επιγνώσει πιστό ότι αν ο άνθρωπος δεν
προσηλωθεί εξ ολοκλήρου προς το πρόσωπο Εκείνου που είναι ο γεμάτος αγάπη Δημιουργός
μας: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ
όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος», δεν πρόκειται να βρει την ειρήνη της
ψυχής του και την πνευματική ισορροπία του. Πρέπει κανείς να εξαρτήσει εντελώς
τον εαυτό του από τον Θεό για να μπορεί στη συνέχεια να τον δει με ορθά μάτια
μέσα στον κόσμο τούτο και στις όποιες κτιστές σχέσεις του. «Η ζωή μας είναι
κρυμμένη μαζί με τον Χριστό μέσα στον Θεό» σημειώνει ο απόστολος Παύλος, που
σημαίνει ότι κέντρο βάρους μας στον κόσμο τούτο δεν είναι τίποτε επίγειο, αλλά
ακριβώς Εκείνος που μας δημιούργησε κατ’ εικόνα Του.
Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει και με την αγία Παρασκευή τη νέα, λέει ο υμνογράφος, γεγονός που εξηγεί όλα τα παράδοξα και υπερφυσικά όπως είπαμε που ζούσε. «Από τη νεότητά σου, σεμνή, απέρριψες κάθε τρυφή της σάρκας και πλούτο και δόξα, σαν εμπόδια ακριβώς πορείας σου προς τον Θεό, και προσκολλήθηκες με έρωτα σ’ Αυτόν μόνον και με τα ένθεα έργα της άσκησης» (ωδή α΄). «Φυλάσσοντας τον νου σου ξένο εντελώς από ό,τι χαρακτηρίζει τον κόσμο της αμαρτίας, ενατένισες τον Παντοκράτορα και Θεό, με τη βοήθεια του Οποίου αφού σώθηκες αναδείχτηκες ως άγαλμα, θεόνυμφη οσία, και γι’ αυτό τώρα κοσμείς με τις θείες χάρες την εκκλησία των πρωτοτόκων» (ωδή δ΄).