26 Οκτωβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ ΛΟΥΚΑ

 

Ὁ σπείρων φειδομένως φειδομένως καί θερίσει, καί ὁ σπείρων ἐπ᾽ εὐλογίαις ἐπ᾽ εὐλογίαις καί θερίσει᾽(Β´ Κορ. 9, 6) 

 Ὁ ἅγιος Παῦλος μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἀνάγκη τῆς ἐλεημοσύνης ὡς ἔκφρασης τῆς ἀγάπης, ἰδιαιτέρως τόν χειμώνα πού τά προβλήματα καί οἱ ἀνάγκες τῶν πτωχοτέρων ἀδελφῶν μας εἶναι αὐξημένα. ῎Αλλωστε καί ὁ ἀπόστολος γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἔγραψε στούς πιστούς τῆς Κορίνθου τά σχετικά μέ τήν προσφορά καί τήν ἐλεημοσύνη: ἐκεῖνοι ὡς περισσότερο ἔχοντες ἔναντι ἄλλων ἀδελφῶν πτωχοτέρων ᾽Εκκλησιῶν πρέπει νά νιώθουν τήν ἀνάγκη τῆς προσφορᾶς σ᾽ αὐτούς ὡς καρπό τῆς ἀγάπης τους. Κατά τόν βαθμό μάλιστα πού ἡ προσφορά αὐτή γίνεται καρδιακά, ἀντιστοίχως ὁ προσφέρων εἰσπράττει ἀπό τόν Θεό καί τήν ἀνταπόδοση. ῞Οπως συμβαίνει καί μέ τή σπορά: ῾Αὐτός πού σπείρει μέ φειδώ, θά ἔχει λίγη σοδειά. Κι αὐτός πού σπείρει ἁπλόχερα, θά θερίσει πλουσιοπάροχα᾽.

 1. ῾Ο ἀπόστολος μέ τόν λόγο του αὐτό δέν λέει κάτι τό παράδοξο καί τό περίεργο. Οὔτε ἐκθέτει μία βαθειά θεολογική ἀλήθεια, ἡ ὁποία πιθανόν ἀπαιτεῖ αὐξημένες προϋποθέσεις πρός κατανόησή της. ᾽Επισημαίνει κάτι ἁπλό πού συνιστᾶ καί παροιμία: ῾῞Ο,τι σπείρεις θά θερίσεις᾽. ῎Αν σπείρεις πλούσια, πλούσια θά εἶναι καί ἡ σοδειά σου, ἄν ὄχι, φτωχικά καί θά θερίσεις. Καί πράγματι. Τό αὐτονόητο τῆς παροιμίας δέν χρειάζεται ἰδιαίτερη ἐπιχειρηματολογία πρός ἀποδοχή: ὅλοι ἔχουμε πεῖρα τοῦ γεγονότος ὅτι ῾ὅπως στρώσουμε θά κοιμηθοῦμε᾽. Αὐτό δηλαδή πού ἐπιλέγουμε, αὐτό πού κάνουμε, θά φέρει καί τά συγκεκριμένα ἀποτελέσματα. Π.χ.: ῎Αν ξοδεύω περισσότερα ἀπό ὅσα κερδίζω, θά βγῶ στή ζητανιά. ῎Αν ἐπεκτείνω τίς ἐπιχειρήσεις μου πέραν τῶν δυνατοτήτων μου, θά πέσω ἔξω. ῎Αν ὡς μαθητής σταματήσω νά διαβάζω καί νά μελετῶ, δέν θά ἔχω τή μεγάλη βαθμολογία πού ἴσως ὀνειρεύομαι.

Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά παροιμία, ἡ ὁποία κατά τρόπο ἄμεσο καί σαφή δείχνει τήν εὐθύνη τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου γιά τήν πορεία τῆς ζωῆς του. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι γι᾽ αὐτό πού κάνουμε. Δέν ἔχει νόημα συνεπῶς νά κατηγοροῦμε τούς ἄλλους ἤ τήν κοινωνία, ὅταν ἐμεῖς δέν ἔχουμε κάνει τούς σωστούς ὑπολογισμούς. Γι᾽ αὐτό ἄλλωστε καί ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, τονίζοντας τήν εὐθύνη αὐτή, μᾶς προτρέπει νά μήν ξεκινήσουμε νά κάνουμε κάτι, πρίν μετρήσουμε πρῶτα τίς δυνάμεις μας. ῾Τίς γάρ ἐξ ὑμῶν, θέλων πύργον οἰκοδομῆσαι, οὐχί πρῶτον καθίσας ψηφίζει τήν δαπάνην, εἰ ἔχει τά πρός ἀπαρτισμόν;... ἤ τίς βασιλεύς, πορευόμενος συμβαλεῖν ἑτέρῳ βασιλεῖ εἰς πόλεμον, οὐχί πρῶτον καθίσας βουλεύεται εἰ δυνατός ἐστιν ἐν δέκα χιλιάσιν ἀπαντῆσαι τῷ μετά εἴκοσι χιλιάδων ἐρχομένῳ ἐπ᾽ αὐτόν;᾽(Λουκ. 14, 28. 31).

2. Ἡ ἁπλή αὐτή ἀλήθεια - ἀπόρροια τῆς πείρας τῆς ζωῆς - ἰσχύει ἀπολύτως καί στά πνευματικά θέματα. ῾Υπάρχει ὁ λεγόμενος πνευματικός νόμος, κατά τόν ὁποῖο τό τί θά γευτοῦμε πνευματικά, τό τί εἴδους σχέση θά ἀναπτύξουμε μέ τόν Θεό, καθορίζεται καί πάλι ἀπό τίς δικές μας καθημερινές ἐπιλογές. ᾽Επιλέγουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Θά νιώσουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ. Εἴμαστε ἀμελεῖς καί ἁμαρτάνουμε; Θά εἰσπράξουμε τά ἀντίστοιχα, δηλαδή τήν ἄρση τῆς χάρης Του.

Δυστυχῶς, καί πάλι τήν ἁπλή αὐτή ἀλήθεια ἀδυνατοῦμε νά τήν καταλάβουμε. Ζοῦμε πολλές φορές ὡς ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ, ἔχοντας διαγράψει τόν Θεό ἀπό τήν καθημερινότητά μας,  κι ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νά θερίσουμε τούς καρπούς τῶν κακῶν ἐπιλογῶν μας – τό ἄγχος, τή στενοχώρια, τή μελαγχολία, τόν ψυχικό πνιγμό – ρίχνουμε τά βάρη στόν Θεό, σάν νά εἶναι ᾽Εκεῖνος ὁ ὑπεύθυνος. ᾽Αλλά ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἤδη μᾶς προειδοποιεῖ: ῾Θλίψις καί στενοχωρία ἐπί πᾶσαν ψυχήν ἀνθρώπου τοῦ κατεργαζομένου τό κακόν᾽, ὅπως καί ἀντιστρόφως: ῾Δόξα καί τιμή παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό ἀγαθόν᾽ (Ρωμ. 2, 9-10).

3. ῎Ετσι τό καλό ἤ τό κακό πού ζοῦμε δέν εἶναι μία τιμωρία ἤ μία ἀνταμοιβή τοῦ Θεοῦ. Μία τέτοια κατανόηση τοῦ Θεοῦ θά σήμαινε διαστροφή τῆς ἀποκάλυψής Του, διότι θά πρόσφερε τήν εἰκόνα ἑνός ῎Οντος πού περιμένει νά βραβεύσει τό ῾καλό παιδί᾽ καί νά τιμωρήσει ῾τό θεωρούμενο κακό᾽. ῾Ο Θεός ὅμως πού μᾶς φανέρωσε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Πατέρας πού ἀγαπᾶ ἐξίσου ὅλα τά παιδιά Του, εἴτε Τόν θέλουν αὐτά εἴτε ὄχι. Δέν διαβαθμίζεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἀνάλογα πρός τά συναισθήματα τά δικά μας καί τίς συμπεριφορές μας. ᾽Εκεῖνος ῾ἀγάπη ἐστί᾽ μονίμως καί ἀδιάκοπα καί χωρίς ἀγάπη δέν θά ἦταν ὁ Θεός πού ξέρουμε. ᾽Επειδή ὅμως ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ παραμένει πάντοτε ἡ ἴδια χωρίς ταλαντεύσεις, γι᾽αὐτό καί δέν καταστρατηγεῖ τήν ἐλευθερία μας καί δέν μᾶς ἐκβιάζει. Κι αὐτό σημαίνει: ἡ μία ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθώς συναντᾶ τή δική μας ψυχική κατάσταση τήν ὁποία  διαμορφώνουμε ἐλεύθερα, μεταποιεῖ αὐτήν ἀνάλογα πρός τό περιεχόμενό της. Κι ἄν τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας εἶναι καλό, δηλαδή συντονισμένο πρός τό ἅγιο θέλημά Του, τότε ἡ ἀγάπη Του λειτουργεῖ ὡς εὐλογία. ῎Αν ὅμως τό περιεχόμενο τῆς ψυχῆς μας εἶναι πονηρό, δηλαδή δέν θέλει νά ὑπακούει τόν Θεό, τότε ἡ ἀγάπη Του λειτουργεῖ ὡς κατάρα καί τιμωρία. ᾽Εμεῖς εἴμαστε οἱ ἀποκλειστικά ὑπεύθυνοι γιά τό πῶς θά λειτουργήσει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα μας καί στήν ὅλη ὕπαρξή μας. ῞Ενα παράδειγμα ἐπ᾽ αὐτοῦ καθιστᾶ πιό σαφῆ τά πράγματα: ἄν ἔχω ὑγιεῖς ὀφθαλμούς, τότε τό φῶς τοῦ ἥλιου μοῦ προκαλεῖ χαρά˙ ἄν ἔχω πληγωμένους ὀφθαλμούς, τότε τό ἴδιο φῶς μοῦ προκαλεῖ πόνο. ῾Ο ἥλιος εἶναι ὁ ἴδιος καί στίς δύο περιπτώσεις. Ἡ κατάσταση ὅμως τῶν ὀφθαλμῶν τροποποιεῖ τήν ἐνέργειά του.

῎Ετσι ἐπί τοῦ θέματός μας: ὅ,τι κάνουμε ἀπό ἀγάπη καί μέ ἀγάπη μᾶς κάνει εὐτυχεῖς, γιατί μᾶς γεμίζει μέ τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. ῞Ο,τι κάνουμε ὅμως ἀπό ἐγωϊσμό καί μέ γνώμονα μόνο τό συμφέρον μας μᾶς κάνει δυστυχεῖς, γιατί μᾶς φέρνει σέ σύγκρουση μέ τήν ἀγάπη ᾽Εκείνου. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή  κατανοοῦμε τήν τεράστια σημασία τῆς ἐλεημοσύνης ὡς ἔκφρασης τῆς ἀγάπης: ὅσο περισσότερο προσφέρουμε στόν συνάνθρωπό μας - ὄχι μόνον ὑλικά πράγματα ἀλλά καί πνευματικά, διότι ἡ ἐλεημοσύνη ἐνεργοποιεῖται σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τοῦ ἀνθρωπίνου – τόσο καί θά θερίζουμε τά ἀντίστοιχα ἀγαθά τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες μας μιλώντας γιά τήν ἐλεημοσύνη τήν χαρακτηρίζουν ὡς βασίλισσα τῶν ἀρετῶν καί ὡς τόν δρόμο ἐκεῖνο πού ὁδηγεῖ κατευθεῖαν στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

4. ῾Ο πνευματικός αὐτός νόμος ὅμως πρέπει νά κατανοηθεῖ ὄχι μόνον σ᾽ ἐπίπεδο προσωπικό, ἀλλά καί σέ κοινωνικό καί ἐθνικό. Κοινωνία καί ἔθνος δηλαδή πού ἐπιλέγει τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ θά ὑποστεῖ καταστροφές. ῾Η ἰουδαϊκή ἱστορία εἶναι κατεξοχήν παραδειγματική: ὅσες φορές οἱ ᾽Ιουδαῖοι ἀπέκλιναν ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεός ἐπέτρεπε νά ὑποστοῦν τά ἐπίχειρα τῶν ἐπιλογῶν τους, δηλαδή καταστροφές. ᾽Ενῶ ἀπό τήν ἄλλη, ὅταν μετανοοῦσαν, ἔβλεπαν ἐμπειρικά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά λειτουργεῖ ὑπέρ αὐτῶν. Διότι ἀκριβῶς συντονίζονταν μέ ᾽Εκεῖνον. Κι αὐτό ἰσχύει διαχρονικά, διότι ὁ Θεός δέν ἀλλάζει. Μήπως δέν πρέπει νά λησμονοῦμε κι αὐτά πού ὅσιος ἁγιορείτης Γέρων εἶχε πεῖ γιά τούς ἄσπονδους γείτονές μας, οἱ ὁποῖοι ἐπανειλημμένως ἀδίκησαν καί ἐμᾶς καί ἄλλους λαούς, ὅτι δηλαδή ῾τά κόλλυβα τά ἔχουν στό ζωνάρι τους, λόγω ἀκριβῶς τῶν ἀδικιῶν πού ἔχουν ἐπιτελέσει᾽; Μέ ἄλλα λόγια θά λειτουργήσει ὁ πνευματικός νόμος καί γι᾽ αὐτούς, ὅπως βεβαίως θά λειτουργήσει καί ἀντιστρόφως γιά τό καλό γιά ὅσους λαούς θελήσουν νά μετανοήσουν καί νά στραφοῦν πρός τόν Θεό, κάτι πού ἀποτελεῖ τό κήρυγμα καί τήν προσευχή τῆς ᾽Εκκλησίας καί γιά τόν δικό μας λαό.

 Τόν πνευματικό νόμο πρέπει νά τόν ἔχουμε πρό ὀφθαλμῶν ὅλοι μας: ὅ,τι κάνουμε, ὅπως εἴπαμε, αὐτό καί θά ὑποστοῦμε. Θά ἦταν μάλιστα μεγάλη εὐλογία νά μελετούσαμε ἀπό τή γνωστή Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν τό ῾περί πνευματικοῦ νόμου᾽ κείμενο τοῦ ὁσίου Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ. ᾽Εκεῖ θά βλέπαμε τά διάφορα μυστικά του καί τίς πολλαπλές ἐφαρμογές του, γεγονός πού θά μᾶς βοηθοῦσε δραστικά στήν κατά Χριστόν ὀρθή πορεία μας, καί μάλιστα στή συγκεκριμένη διάσταση τῆς ἐλεημοσύνης.  

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Ζ΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 8, 41-56)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός  τις  προσῆλθε  τῷ Ἰησοῦ, ᾧ ὄνομα Ἰάειρος, καὶ αὐτὸς ἄρχων τῆς συναγωγῆς ὑπῆρχε· καὶ πεσὼν παρὰ τοὺς  πόδας  τοῦ Ἰησοῦ παρεκάλει  αὐτὸν  εἰσελθεῖν  εἰς  τὸν  οἶκον αὐτοῦ, ὅτι θυγάτηρ μονογενὴς ἦν αὐτῷ ὡς ἐτῶν δώδεκα, καὶ αὕτη ἀπέθνησκεν. Ἐν δὲ τῷ ὑπάγειν αὐτὸν οἱ ὄχλοι συνέπνιγον αὐτόν. Καὶ γυνὴ οὖσα ἐν  ρύσει  αἵματος ἀπὸ ἐτῶν  δώδεκα, ἥτις ἰατροῖς προσαναλώσασα ὅλον  τὸν  βίον  οὐκ ἴσχυσεν ὑπ ̓ οὐδενὸς θεραπευθῆναι,  προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο  τοῦ κρασπέδου  τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, καὶ παραχρῆμα ἔστη ἡ ρύσις τοῦ αἵματος αὐτῆς. Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· τίς ὁ ἁψάμενός μου; ἀρνουμένων δὲ πάντων εἶπεν ὁ Πέτρος  καὶ οἱ σὺν  αὐτῷ· ἐπιστάτα,  οἱ ὄχλοι  συνέχουσί σε  καὶ ἀποθλίβουσι, καὶ λέγεις τίς ὁ ἁψάμενός μου; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἥψατό μού τις· ἐγὼ γὰρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ ̓ ἐμοῦ. Ἰδοῦσα δὲ ἡ γυνὴ ὅτι οὐκ ἔλαθε, τρέμουσα ἦλθε καὶ προσπεσοῦσα αὐτῷ δι ̓ ἣν αἰτίαν ἥψατο αὐτοῦ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ἐνώπιον παντὸς τοῦ λαοῦ, καὶ ὡς ἰάθη παραχρῆμα. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην. Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχεταί τις παρὰ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγων αὐτῷ ὅτι τέθνηκεν ἡ θυγάτηρ σου· μὴ σκύλλε τὸν διδάσκαλον. Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας ἀπεκρίθη αὐτῷ λέγων· μὴ φοβοῦ· μόνον πίστευε, καὶ σωθήσεται. Ἐλθὼν δὲ εἰς τὴν οἰκίαν οὐκ ἀφῆκεν εἰσελθεῖν οὐδένα εἰμὴ Πέτρον καὶ Ἰωάννην καὶ Ἰάκωβον καὶ τὸν πατέρα τῆς παιδὸς καὶ τὴν μητέρα. Ἔκλαιον δὲ πάντες καὶ ἐκόπτοντο αὐτήν. Ὁ δὲ εἶπε· μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει.  Καὶ κατεγέλων  αὐτοῦ,  εἰδότες ὅτι ἀπέθανεν. Αὐτὸς δὲ ἐκβαλὼν ἔξω πάντας καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς ἐφώνησε λέγων· ἡ παῖς, ἐγείρου. Καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτῆς, καὶ ἀνέστη παραχρῆμα, καὶ διέταξεν αὐτῇ δοθῆναι φαγεῖν. Καὶ ἐξέστησαν οἱ γονεῖς αὐτοῖς. Ὁ δὲ παρήγγειλεν αὐτοῖς μηδενὶ εἰπεῖν τὸ γεγονός.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Τόν καιρό ἐκεῖνο, ἦρθε κάποιος πού τόν ἔλεγαν Ἰάειρο καί ἦταν ἄρχοντας τῆς συναγωγῆς. Αὐτός ἔπεσε στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ καί τόν παρακαλοῦσε νά πάει στό σπίτι του, γιατί εἶχε μία μοναχοκόρη δώδεκα χρόνων, πού ἦταν ἑτοιμοθάνατη. Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς βάδιζε πρός τό σπίτι, τά πλήθη τόν περιέβαλλαν ἀσφυκτικά. Κάποια  γυναίκα,  πού ὑπέφερε ἀπό αἱμορραγία δώδεκα χρόνια καί εἶχε ξοδέψει ὅλη της τήν περιουσία στούς γιατρούς, χωρίς κανένας νά μπορέσει νά τήν κάνει καλά, πῆγε πίσω ἀπό τόν Ἰησοῦ, ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ρούχου του, κι ἀμέσως ἡ αἱμορραγία της σταμάτησε. Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε: «Ποιός μέ ἄγγιξε;» Ἐνῶ ὅλοι ἀρνιοῦνταν, ὁ Πέτρος  καί ὅσοι ἦταν  μαζί  του ἔλεγαν: «Διδάσκαλε, οἱ ὄχλοι ἔχουν στριμωχτεῖ κοντά σου καί σέ πιέζουν κι ἐσύ λές ποιός μέ ἄγγιξε;» Ὁ Ἰησοῦς ὅμως εἶπε: «Κάποιος μέ ἄγγιξε, γιατί ἐγώ ἔνιωσα νά βγαίνει ἀπό μένα δύναμη». Μόλις ἡ γυναίκα εἶδε ὅτι δέν ξέφυγε τήν προσοχή του, ἦρθε τρέμοντας κι ἔπεσε στά πόδια του καί μπροστά σ’ ὅλο τόν κόσμο τοῦ εἶπε γιά ποιά αἰτία τόν ἄγγιξε κι ὅτι εἶχε γιατρευτεῖ ἀμέσως. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Θάρρος, κόρη μου, ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε· πήγαινε στό καλό». Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἀκόμα  μιλοῦσε, ἦρθε  κάποιος ἀπό  τό  σπίτι  τοῦ ἄρχοντα τῆς συναγωγῆς καί τοῦ λέει: «Ἡ κόρη σου πέθανε· μήν ἐνοχλεῖς πιά τόν δάσκαλο». Ὅταν τό ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς, τοῦ εἶπε: «Ἐσύ μή φοβᾶσαι, μόνο πίστευε, καί θά σωθεῖ». Φτάνοντας στό σπίτι, δέν ἄφησε κανέναν νά μπεῖ μέσα μαζί του, ἐκτός ἀπό τόν Πέτρο, τόν Ἰωάννη καί τόν Ἰάκωβο, καθώς καί τόν πατέρα καί τή μητέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ὅλοι ἔκλαιγαν καί τή θρηνολογοῦσαν. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τούς εἶπε: «Μήν κλαῖτε· δέν πέθανε, ἀλλά κοιμᾶται». Ἐκεῖνοι τόν περιγελοῦσαν,  βέβαιοι  πώς  εἶχε  πεθάνει. Ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τούς ἔβγαλε ὅλους ἔξω, ἔπιασε τό κορίτσι ἀπό τό χέρι καί τοῦ εἶπε δυνατά: «Κορίτσι,  σήκω!»  Τό  πνεῦμα  της ἐπέστρεψε  κι  αὐτή ἀμέσως σηκώθηκε. Ὁ Ἰησοῦς τότε διέταξε νά τῆς δώσουν νά φάει. Οἱ γονεῖς της ἔμειναν κατάπληκτοι. Ἐκεῖνος ὅμως τούς εἶπε νά μήν ποῦν σέ κανέναν τί εἶχε γίνει.

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Κορ. Β΄, θ΄ 6-11)

Ἀδελφοί, σπείρων φειδομένως φειδομένως καὶ θερίσει, καὶ σπείρων ἐπ ̓ εὐλογίαις ἐπ ̓ εὐλογίαις καὶ θερίσει. Ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδία, μὴ ἐκ λύπης ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ Θεός. Δυνατὸς δὲ Θεὸς πᾶσαν χάριν περισσεῦσαι εἰς ὑμᾶς, ἵνα ἐν παντὶ πάντοτε πᾶσαν αὐτάρκειαν ἔχοντες περισσεύητε εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, καθὼς γέγραπται· ἐσκόρπισεν, ἔδωκε τοῖς πένησιν· δικαιοσύνη αὐτοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα. δὲ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εἰς βρῶσιν χορηγήσαι καὶ πληθύναι τὸν σπόρον ὑμῶν καὶ αὐξήσαι τὰ γενήματα τῆς δικαιοσύνης ὑμῶν· ἐν παντὶ πλουτιζόμενοι εἰς πᾶσαν ἁπλότητα, ἥτις κατεργάζεται δι ̓ ἡμῶν εὐχαριστίαν τῷ Θεῷ.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ὅποιος σπέρνει μέ φειδώ θά ἔχει λίγη σοδειά· κι ὅποιος σπέρνει ἁπλόχερα ἡ σοδειά του θά εἶναι ἄφθονη. Ὁ καθένας ἄς δώσει ὅ,τι τοῦ λέει ἡ καρδιά του χωρίς νά στενοχωριέται ἤ νά ἐξαναγκάζεται, γιατί ὁ Θεός ἀγαπάει αὐτόν πού δίνει μέ εὐχαρίστηση. Ὁ Θεός ἔχει τή δύναμη νά σᾶς χορηγήσει πλουσιοπάροχα κάθε δωρεά, ὥστε νά εἶστε πάντοτε σέ ὅλα τελείως αὐτάρκεις, καί νά δίνετε μέ τό παραπάνω γιά κάθε καλό σκοπό. Τό λέει κι ἡ Γραφή: Σκόρπισε, ἔδωσε στούς φτωχούς, ἡ ἀγαθοεργία του θά διαρκεῖ αἰώνια. Κι αὐτός πού δίνει στό σποριά τό σπόρο καί τό ψωμί γιά νά τραφεῖ, ἄς δώσει καί ἅς πληθύνει καί τό δικό σας σπόρο καί ἄς αὐξήσει τούς καρπούς τῆς ἀγαθοεργίας σας. Ὁ Θεός θά σᾶς κάνει πλούσιους σέ ὅλα, γιά νά μπορεῖτε νά δίνετε γενναιόδωρα. Αὐτοί πού θά πάρουν ἀπό μᾶς τή δική σας εἰσφορά θά εὐχαριστοῦν τό Θεό.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ο ΜΥΡΟΒΛΗΤΗΣ

«Ο άγιος Δημήτριος έζησε επί των βασιλέων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Καταγόταν από την πόλη της Θεσσαλονίκης, ήταν ευσεβής χριστιανός ήδη από τους γονείς του και διδάσκαλος της πίστεως στον Χριστό. Όταν ήλθε ο Μαξιμιανός στη Θεσσαλονίκη, συνελήφθη ο άγιος ως πολύ γνωστός για την ευσέβειά του χριστιανός. Ο βασιλιάς υπερηφανευόταν  για κάποιον άνδρα του, Λυαίο στο όνομα, ο οποίος ήταν τεράστιος στο σώμα και με φοβερή δύναμη,  και παρακινούσε όλους τους κατοίκους της χώρας να βγουν και να τον αντιμετωπίσουν σε μάχη. Κάποιος νεαρός, Χριστιανός στην πίστη, ονόματι Νέστωρ, προσήλθε στον άγιο Δημήτριο, που ήταν φυλακισμένος, και του είπε: Δούλε του Θεού, θέλω να παλέψω με τον Λυαίο∙ προσευχήσου για μένα. Αυτός δε, αφού σφράγισε με το σημείο του Σταυρού το μέτωπο του Νέστορα, του λέγει: «Και τον Λυαίο θα νικήσεις και υπέρ του Χριστού θα μαρτυρήσεις». Πήρε θάρρος ο Νέστωρ από τα λόγια αυτά και αντιμετώπισε τον Λυαίο, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει, ταπεινώνοντας την αλαζονεία του. Για τον λόγο αυτό ο βασιλιάς ντροπιάστηκε, κι όταν ερεύνησε και έμαθε ότι αίτιος της σφαγής του Λυαίου ήταν ο Δημήτριος, διέταξε να πάνε πρώτα  στρατιώτες στη φυλακή του και με λόγχες να του κατατρυπήσουν την πλευρά. Μόλις έγινε αυτό, αμέσως ο άγιος άφησε την ψυχή του, ενώ από τότε άρχισε να κάνει πολλά και παράδοξα θαύματα και ιάσεις. Έπειτα, με τη διαταγή του βασιλιά πάλι, έκοψαν την κεφαλή του αγίου Νέστορα». 

Απορία, έκπληξη, θάμβος, δοξολογία, πλησμονή θείου έρωτα! Οι πρώτες εντυπώσεις που αποκομίζει κανείς ερχόμενος σ’  επαφή με τους ύμνους της Εκκλησίας μας για τον μεγαλομάρτυρα, μυροβλήτη, θαυματουργό άγιο Δημήτριο. Είναι τόσος ο πνευματικός πλούτος του αγίου, ώστε δεν άρκεσε ο υμνογράφος Θεοφάνης με τον κανόνα του, για να υμνολογήσει την όλη βιοτή του Δημητρίου,  αλλά επιστρατεύτηκε και ο άγιος Φιλόθεος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος  και με δεύτερο κανόνα επικεντρώνει κυρίως την προσοχή μας στη μυροβολία του αγίου.  «Ο δεύτερος κανών, υπόθεσιν έχων εγκωμίων ομού και δεήσεως το ιερόν αυτού μύρον», κατά το διευκρινιστικό σημείωμα του κανόνα αυτού. Μπρος λοιπόν στη θαυμαστή προσωπικότητα του αγίου Δημητρίου, η Εκκλησία μας διά των υμνογράφων νιώθει την ανεπάρκεια επακριβούς εξυμνήσεως των αγώνων και των τιμών που απολαμβάνει ο άγιος εν ουρανοίς. «Ο νους και ο ανθρώπινος λόγος δεν εξαρκούν, Μάρτυς, για να διηγηθούν τις υπερφυσικές τιμές και δόξες, τις οποίες έχεις λάβει».

Και δικαίως. Πώς να εξυμνηθεί σωστά και με ακρίβεια, εκείνος που συμβασιλεύει πια με τον Κύριο του παντός; «Ντυμένος το πορφυρό ρούχο του βασιλιά, λόγω των μαρτυρικών αιμάτων του, κρατώντας στα χέρια αντί σκήπτρου τον σταυρό, συμβασιλεύει πράγματι με τον Χριστό».  Ποιο εγκώμιο μπορεί να είναι υψηλότερο και μεγαλύτερο από αυτό; Κατά συνέπεια, οι ύμνοι τονίζουν ότι η εορτή του αγίου Δημητρίου δεν έχει τοπικό, αλλά παγκόσμιο χαρακτήρα. Κι η παγκοσμιότητα αυτή δεν αναφέρεται στον κόσμο μόνον τούτο, στους πιστούς δηλαδή όλου του κόσμου, αλλά και στους ίδιους τους αγγέλους.  «Στον ουρανό και στη γη σήμερα φάνηκε ως φως αγαλλιάσεως η μνήμη Δημητρίου του Μάρτυρος. Οι άγγελοι τον στεφανώνουν με επαίνους και οι άνθρωποι τον δοξολογούν με άσματα».

Εκεί που ο λυρισμός φθάνει στο απώγειό του είναι με τον κανόνα του αγίου Φιλοθέου, ο οποίος τονίζει, όπως είπαμε, τη μυροβολία του αγίου. Οι εικόνες που επιστρατεύει μας εκπλήσσουν, φανερώνοντας και το μεγαλείο του ίδιου, νηπτικού και ασκητικού Πατέρα κατά τα άλλα, ως σπουδαίου ποιητή. Πώς ερμηνεύει καταρχάς τη μυροβολία του μεγαλομάρτυρα; «Μακάριε Δημήτριε, ο Χριστός σε μάζεψε σαν ώριμο σταφύλι από το θεϊκό αμπέλι. Και σε συνθλίβει στο πατητήρι του Μαρτυρίου. Το γλεύκος, ο χυμός που έρρευσε, το έκανε θεϊκή βρύση του μύρου». Δεν είναι μόνον όμως ο άγιος Φιλόθεος, ο οποίος δοξολογεί τον Κύριο για τη δωρεά του μύρου του αγίου, το οποίο θεραπεύει τις ψυχές και τα σώματα των πιστών. Είναι και άλλος υμνογράφος, ο Γερμανός, ο οποίος και αυτός προβαίνει σε έναν παραλληλισμό σπουδαίας ποιητικής συλλήψεως, προκειμένου να εξηγήσει τη χάρη της μυροβολίας του Δημητρίου και την ενέργεια έτσι των θαυμάτων του: «Αφού λογχεύτηκες στην σεβάσμια και αγνή πλευρά σου,  πανσεβάσμιε Δημήτριε, μιμούμενος τον Κύριο που και Αυτός κρεμάστηκε στον Σταυρό και λογχεύτηκε στην πλευρά για τη σωτηρία όλου του κόσμου, έλαβες την ενέργεια των θαυμάτων, παρέχοντας τις ιάσεις αφθόνως».

Ποια η αιτία όμως της καταπλήσσουσας προσωπικότητας του αγίου Δημητρίου και των θαυμαστών δωρεών που του έδωσε ο Κύριος; Τίποτε περισσότερο από την υπακοή του στο θέλημα του Θεού. Η προτεραιότητα του αγίου Δημητρίου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και κατά το μαρτύριό του ήταν να ευαρεστεί τον Κύριο, φανερώνοντας έτσι ότι υπεράνω όλων λειτουργούσε γι’  αυτόν η αγάπη Εκείνου, έστω και με θυσία της ζωής του. Θέλοντας να ευαρεστείς τον Βασιλέα των αιώνων Χριστό, απομακρύνθηκες από κάθε θέλημα του άνομου βασιλιά, ένδοξε, και δεν θυσίασες στα είδωλα. Γι’  αυτό προσέφερες τον εαυτό σου ως θύμα στον Υιό και Λόγο του Θεού, που θυσιάστηκε  για εμάς, με την άθλησή σου την ακλόνητη». Κι όπως είπαμε: εκείνο που κινούσε τον άγιο Δημήτριο στο να επιλέγει πάντοτε το θέλημα του Θεού, ήταν η σφοδρή σαν φωτιά αγάπη του στον Κύριο: «τω θείω πόθω τον νουν πυρπολούμενος». «Πυρ πόθου θεϊκού εν καρδία δεξάμενος».

Είναι τόσο καίριας σημασίας τούτο, ώστε ο υμνογράφος άγιος Φιλόθεος, προκειμένου να αποδώσει αυτήν την αγάπη του Δημητρίου, δανείζεται εικόνες και σχήματα από το περίφημο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, το «Άσμα Ασμάτων». Όπως δηλαδή εκεί, η νύμφη ψυχή, πυρπολουμένη από αγάπη προς τον Νυμφίο Χριστό, Τον κυνηγά και εκφράζει με ερωτικούς στεναγμούς την αγάπη της, όπως και το αντίστροφο, κατά τον ίδιο τρόπο και εδώ με τον άγιο: διαμείβεται διάλογος αυτού με τον Χριστό, που φανερώνει τον βαθύ έρωτα του αγίου προς Εκείνον, όπως και Εκείνου προς τον άγιο:  «Πού μένεις, νυμφίε μου; Πού έφτιαξες τη σκηνή σου; Φώναζε στον Χριστό ο στεφανωμένος μάρτυρας». «Σήκω, έλα κοντά μου, λέει ο νυμφίος Χριστός, στην ψυχή του Δημητρίου. Ας μπούμε στο σπίτι του μύρου, και ας μεταλάβουμε την οσμή του μύρου μου». «Εγώ λέει ο αγαπώμενος, εγώ, Νυμφίε, τρέχω πίσω σου. Διότι η οσμή των μύρων σου είναι μεγαλύτερη από όλα τα μύρα. Κι αυτή η οσμή σου έκανε το αίμα μου μύρο».

Ένα πια απομένει: να παρακαλέσουμε τον άγιο μεγαλομάρτυρα να μας επισκεφθεί με συμπάθεια. Και να μας βοηθήσει, πρεσβεύοντας στον Κύριο, ώστε να σωθούμε από όλα τα δεινά που περνάμε ως άνθρωποι και έθνος, από τις απειλές των συγχρόνων τυράννων, όπως και από κάθε απειλή αιρετικών. «Έλα, μάρτυς του Χριστού, σε μας, που έχουμε ανάγκη από τη συμπαθή επίσκεψή σου. Και σώσε μας, που πληγωνόμαστε από τις απειλές των τυράννων και από τη φοβερή μανία της αιρέσεως.

25 Οκτωβρίου 2024

ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΣΗΜΑΙΝΕΙ…

«Μετάνοια σημαίνει ανανέωση του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεό για νέα ζωή… Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωση με τον Κύριο, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως» (Άγ. Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. ε΄, 2).

Σου δόθηκε μεγαλείο που όμοιό του δεν υπάρχει στον κόσμο: τι μπορεί να παραβληθεί μπροστά στο να ‘σαι ένα με τον Δημιουργό σου δια του αγίου βαπτίσματος; Διαπιστώνεις όμως και την τραγικότητα που σε διαπερνά: να υπάρχει και να λειτουργεί ακόμη μέσα σου η αμαρτία. Το μεγαλείο που ταυτόχρονα περικλείει το δράμα. Και η καθημερινότητά σου δυστυχώς το επιβεβαιώνει: κλεψίματα του νου με λογισμούς ανόητους και πονηρούς, λόγια ανούσια, πειρακτικά και μερικές φορές βλάσφημα, συμπεριφορές προσβλητικές και άδικες προς τον συνάνθρωπό σου. Ένα δαιμονικό στοιχείο που πάει να ακυρώσει τη θεοείδειά σου! Η ασχήμια που θέλει να επιβληθεί πάνω στην ομορφιά! Το σκοτάδι που θέλει να κρύψει το… φως!

Αρχίζεις και ζεις τα συμπτώματα: χάνεται σιγά σιγά ο ενθουσιασμός της χριστιανικότητάς σου, νιώθεις ότι περνάς στην αντίπερα όχθη, αισθάνεσαι ένοχος και βρόμικος. Σαν να συρρικνώνεσαι και να χάνεις κάθε ικμάδα ζωής.

«Μη τρομάξεις, έστω κι αν πέφτεις κάθε ημέρα, και μην εγκαταλείψεις τον αγώνα» (Κλίμαξ, ε΄, 12). Είσαι ακόμη σε… ελεγχόμενη  κατάσταση. Σήκω πάνω και «με επαινετή αναίδεια» στρέψου στον Κύριο. Ζήτα του τη βοήθειά Του. Αυτό περιμένει από εσένα. Αυτή είναι η χαρά Του: να σε δει και πάλι μαζί Του. Αυτό δεν μας έδειξε με την παραβολή του ασώτου; Ο ίδιος δεν είπε ότι «χαρά γίνεται εν ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι;» Μόνο μην καθυστερείς. «Όσο είναι ακόμη πρόσφατο και ζεστό το τραύμα, τόσο και ευκολότερα θεραπεύεται. Ενώ τα τραύματα που εχρόνισαν, σαν παραμελημένα και αποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται» (ε΄, 12).

Η αντίδραση στην πτώση λέγεται μετάνοια: ο μονόδρομος της πνευματικής  ζωής. Μ’ αυτήν επανέρχεσαι στην αφετηρία του βαπτίσματος – όταν μάλιστα καταλήγεις στην ιερά εξομολόγηση - μ’ αυτήν συμφιλιώνεσαι και πάλι με τον Θεό - όταν μάλιστα το δείχνεις με τα έργα σου - μ’ αυτήν καθαρίζεις τη συνείδησή σου. Οπότε αρχίζει και λάμπει πάλι μέσα στην καρδιά σου το φως του ουρανού. Δεν είναι τυχαίο αυτό που φώναζε ο όσιος του Γεροντικού: «Τρία πράγματα μας χρειάζονται για τη σωτηρία μας. Πρώτον, μετάνοια. Δεύτερον, μετάνοια. Τρίτον, μετάνοια».

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΜΑΡΚΙΑΝΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΣ

«Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν, όταν πατριάρχης της Κωνσταντινουπόλεως ήταν  ο άγιος Παύλος ο ομολογητής, μετά την κοίμηση του αγίου Αλεξάνδρου, επί της βασιλείας Κωνσταντίνου του αρειανόφρονος. Ο  άγιος πατριάρχης εξορίστηκε στην Αρμενία και δέχτηκε το μακάριο τέλος από τους Αρειανούς που τον έπνιξαν. Τότε λοιπόν και οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος σκοτώθηκαν με μαχαίρι, λόγω της ορθοδόξου πίστεώς τους, και ετάφησαν στη Μελανδησία πύλη, τοποθεσία του Δευτέρου,  μέσα στην Κωνσταντινούπολη. Τον ναό αυτών των αγίων αργότερα ο άγιος Πατήρ ημών Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήγειρε εκ βάθρων».  

Οι άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος υπήρξαν μαθητές και ακόλουθοι του διδασκάλου τους, ισαποστόλου και ομολογητού, πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγίου Παύλου, διδασκάλου όχι μόνον βεβαίως των σήμερα εορταζομένων αγίων, αλλά και της καθολικής Εκκλησίας του Χριστού, διότι αγωνίσθηκε μέχρι θανάτου υπέρ των αληθών δογμάτων της Εκκλησίας, αντιτασσόμενος κατά του αιρεσιάρχη Αρείου, ο οποίος αλλοίωνε την πίστη της αγίας Τριάδος, υποβιβάζοντας τον Κύριο Ιησού Χριστό στο επίπεδο της κτιστότητας.  Οι άγιοι λοιπόν υπεραμύνθηκαν και αυτοί της ορθοδόξου πίστεως, ακολουθώντας επακριβώς τα ίχνη του διδασκάλου τους, που σημαίνει ότι ο αγώνας τους για την ορθοδοξία δεν ήταν μόνον στα λόγια, αλλά πρώτιστα στα έργα και τη ζωή τους. Διότι για την Εκκλησία μας, όπως βεβαίως διατρανώθηκε τούτο και με τον άγιο ομολογητή Παύλο και με τους αγίους μας σήμερα, η ορθόδοξη πίστη δεν εξαντλείται στο επίπεδο των λόγων, αλλά αγκαλιάζει ολόκληρη τη ζωή, δηλαδή η ορθοδοξία είναι αληθινή ορθοδοξία στον βαθμό που είναι και ορθοπραξία, επιβεβαιούμενη πολλές φορές και με το μαρτύριο του αίματος. Κατά τον σοφό και άγιο υμνογράφο  «Με μαρτύριο ολοκληρώσατε τον αγώνα σας, Μάρτυρες Κυρίου, αφού δυναμώσατε την ορθοδοξία με ρωμαλέα διάνοια και τέλειο φρόνημα»∙ «Φανήκατε, Μάρτυρες, οπαδοί των σοφοτάτων δογμάτων του θείου ιερουργού Παύλου, του οποίου τους τρόπους ζωής αφού μιμηθήκατε, αθλήσατε με υπομονή και δύναμη».

Ο υμνογράφος, ως στόμα της Εκκλησίας εν προκειμένω, διαπιστώνει το αυτονόητο για την ορθόδοξη πίστη: συνιστά αυτή το φως και το κάλλος του κόσμου. «Στόλισαν οι άγιοι τον κόσμο με το φως της ορθοδοξίας», «γιατί έλαμπαν από την ορθοδοξία με το άγιον Πνεύμα», εν αντιθέσει προς την αίρεση, που είναι η σκοτεινιά, ο σκοτασμός του ανθρώπου, όπως και η διαίρεση και η σύγχυσή του: «Ξεφύγατε εντελώς από τη σκοτεινιά του Αρείου»˙ «κατέστρεψαν οι άγιοι τη διαίρεση του Αρείου και του Νεστορίου, καθώς απομακρύνθηκαν από τη σύγχυση του Σαβέλλιου και του Σεβήρου». Είναι αυτό που έλεγε και ο όσιος  Παΐσιος ο αγιορείτης μεταξύ άλλων, ότι «η ορθοδοξία είναι άρωμα, που όσο κανείς εγκύπτει σ’ αυτήν, τόσο και δυναμώνει το άρωμά της, ενώ η αίρεση είναι η βρομιά, που όσο κανείς τη σκαλίζει, τόσο και αναδύεται περισσότερο η δυσοσμία της». Αιτία για το ύψος αυτό της ορθοδοξίας είναι το γεγονός ότι αυτή αποτελεί την αλήθεια: κρατά και ζει ανόθευτο τον αποκαλυφθέντα Κύριο, ευρισκόμενη μέσα στην παρουσία του αγίου Πνεύματος. Συνεπώς, η εμμονή στην ορθόδοξη πίστη και ζωή οδηγεί στη ζωή εν Θεώ και Χριστώ, ενώ η απομάκρυνση από την ορθοδοξία οδηγεί τον άνθρωπο στην απώλεια και στα θανατερά δίχτυα του πονηρού διαβόλου.

Θυμάται κανείς στο σημείο αυτό και το περιστατικό που καταγράφεται στο Γεροντικό με τον όσιο αββά Αγάθωνα: «Πειράζοντάς» τον ορισμένοι συνασκητές του, τον έβριζαν με τα χειρότερα λόγια: ότι είναι πόρνος, μοιχός, εγωιστής, γαστρίμαργος, κενόδοξος κλπ. Σε όλες τις «κατηγορίες» ο όσιος δεν αντιδρούσε, αλλά με ταπείνωση τις αποδεχόταν. Εκεί όμως που αντέδρασε με απότομο τρόπο ήταν όταν τον κατηγόρησαν ως αιρετικό. Κι όταν έπειτα, χαμογελώντας, τον ρώτησαν γιατί αντέδρασε μόνο στο τελευταίο είπε: Οι άλλες κατηγορίες μού κάνουν καλό, γιατί με ταπεινώνουν. Η κατηγορία όμως για αίρεση με απομακρύνει από τον ίδιο τον Θεό.

24 Οκτωβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΑΡΕΘΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝ ΑΥΤΩ

«Ο άγιος Αρέθας ήταν ο πρώτος της πόλεως Νεγράς στην Αιθιοπία, επί της βασιλείας του Ιουστίνου, όταν βασίλευαν στην μεν Αιθιοπία ο χριστιανικότατος Ελεσβαάν, στους δε Ομηρίτες κάποιος Εβραίος ονόματι Δουναάν. Η χώρα αυτή από μεν την Αγία Γραφή λέγεται Σαβά, από δε τους Έλληνες Ευδαίμων Αραβία. Ο Ελεσβαάν υπέταξε τον Εβραίο και έβαλε φρουρές στην πόλη του. Επαναστάτησε όμως ο Εβραίος και σκότωσε τους φύλακες, ενώ επιτέθηκε στην πόλη Νεγρά, την οποία πολιόρκησε και υπέταξε, όχι με στρατιωτική δύναμη, αλλά με επιορκίες, με αποτέλεσμα να σκοτώσει όλους τους χριστιανούς κατοίκους της, άνδρες και γυναίκες. Τότε ήταν που ο άγιος Αρέθας αντιστάθηκε με γενναιότητα, αφού προηγουμένως στήριξε όλους στην πίστη  του Χριστού, μολονότι είχε φθάσει στο έσχατο γήρας, ώστε να μη μπορεί ούτε να περπατήσει. Τόση ήταν η σωματική αδυναμία του, ώστε όταν παραδόθηκε για να του κόψουν την κεφαλή, με χαρά οδηγήθηκε στο μαρτύριο βασταζόμενος. Κι αφού του απέκοψαν την κεφαλή, παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριο».

Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι εκείνος ο οποίος ηγείτο στην αντίσταση κατά των Ομηριτών του Εβραίου Δουναάν  ήταν όχι ένας νέος άνδρας, που τη γενναιότητα την έχει ως φυσικό του ιδίωμα, αλλά ένας σεβάσμιος γέροντας, ο οποίος μάλιστα αδυνατούσε και να περπατήσει. «Φυσιολογικά», ο γέρων Αρέθας θα έπρεπε να είναι ο μαζεμένος και ανασφαλής, δεδομένου ότι συνήθως οι προχωρημένοι  στην ηλικία είναι περισσότερο δειλοί, λόγω της αδυναμίας που φέρνει ακριβώς η ηλικία τους. Και όμως! Δεν ήταν η ηλικία στον άγιο Αρέθα το πρόβλημα, διότι το φρόνημά του ήταν νεανικό. Κι αιτία γι’  αυτό το «παράδοξο» ήταν η αγιοπνευματική ζωή του. Ο άγιος Αρέθας διακατεχόταν από την παρουσία του Θεού, ο Οποίος τον ενίσχυε και του έδινε  την εκπλήσσουσα τόλμη του, ώστε και αλείπτης να παρουσιάζεται, δηλαδή ενισχυτής και εμψυχωτής της πίστεως των άλλων, και με χαρά να οδεύει προς το μαρτύριο. Ο υμνογράφος της ακολουθίας του επισημαίνει και τα δύο παραπάνω στοιχεία: και το αξιοσέβαστο δηλαδή της γεροντικής ηλικίας του, αλλά και το τολμηρό του χαρακτήρα του. «Εν τη του πνεύματος τόλμη υπέρ Χριστού μαρτυρήσαι ηγωνίσασθε», λέει και για τον ίδιο και για τους άλλους ενισχυμένους από αυτόν χριστιανούς∙ «υπό της σης συγκροτουμένη συνέσεως η θεόφρων πόλις σου Πανόλβιε, του πολιά λάμποντος σεμνή, προς τους παρανόμους ανδρείως διηγωνίσατο». (Η με θεϊκό φρόνημα πόλις σου, παμμακάριστε Αρέθα, που συγκροτήθηκε από τη δική σου σύνεση, από εσένα δηλαδή που έλαμπες από το σεμνό γήρας, αγωνίστηκε με ανδρειότητα προς τους παράνομους). Κι είναι τούτο μία αλήθεια που δεν πρέπει να μας διαφεύγει: όταν ο άνθρωπος ζει με τον Θεό, όταν νιώθει με αίσθηση καρδίας ότι είναι μέλος Χριστού και έχει επομένως ενεργούσα μέσα του την παρουσία του αγίου Πνεύματος, τότε ανεξάρτητα από ηλικία γίνεται ένας τολμηρός άνθρωπος, ο οποίος διοχετεύει και σε άλλους την τόλμη αυτή. Ο Θεός πάντοτε κρατάει νέο τον άνθρωπο, γιατί η «καρδιά» κάνει κάποιον νέο ή γέρο. Κι είναι τραγικό να βλέπει κανείς αυτό που επεσήμαινε και ο όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης: νέους με «γέρικη» καρδιά, με μαραμένο δηλαδή φρόνημα, που έχουν ήδη παραδώσει τα όπλα, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους. Διότι ακριβώς έχουν διαγράψει τον Χριστό από την ύπαρξή τους.

Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ξεκινώντας από το γεγονός ότι ο άγιος Αρέθας, όπως και οι άλλοι χριστιανοί της πόλεώς του, σκοτώθηκαν από τους Εβραίους, παραλληλίζει το μαρτύριό τους με ό,τι συνέβη στον Κύριό μας Ιησού Χριστό, ανάγοντας μάλιστα το φονικό μίσος των Εβραίων αυτών στο μίσος που επιδείκνυαν οι πρόγονοί τους απέναντι στον ίδιο τον Θεό, κατά την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, και μάλιστα στη διαρκή επαναστατικότητα και τον γογγυσμό τους στην πορεία της ερήμου, μετά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. «Χριστού τη εκμιμήσει σαυτόν παραδέδωκας, πόθω του μαρτυρίου, τοις ανόμοις Εβραίοις» (Μιμούμενος τον Χριστό, παρέδωσες τον εαυτό σου από πόθο του μαρτυρίου στους άνομους Εβραίους). «Ως γαρ έκπαλαι εν νόμω, τον έξ Αιγύπτου σώσαντα, εν ερήμω παρώργισαν, και τούτον σταυρώ κατεδίκασαν, ούτω νυν και υμίν, έργω τον λόγον παρήλθον». (Όπως από παλιά, τότε που επικρατούσε ο Μωσαϊκός νόμος, παρόργισαν στην έρημο Αυτόν που τους έσωσε από την Αίγυπτο, (δηλαδή τον Χριστό ως Θεό μόνον τότε), και Τον κατεδίκασαν στον Σταυρό, έτσι και τώρα με εσάς: καταπάτησαν τον λόγο του Θεού έμπρακτα).

Δεν μπορεί ο υμνογράφος όμως να μη θέσει το ερώτημα που σκανδαλίζει τη σκέψη πολλών χριστιανών σε όλες τις εποχές: πώς ο Θεός επέτρεψε οι δικοί Του άνθρωποι, αυτοί που ο Ίδιος με τη χάρη Του συγκρότησε σε σώμα Του, να «χαθούν» με άνομο τρόπο; Να σκοτωθούν από τους «λύκους» εχθρούς της πίστεως; Είναι το «αιώνιο» ερώτημα, γιατί ο Θεός επιτρέπει να υφίστανται ένα σωρό δεινά, ακόμη και ατιμωτικό θάνατο, οι δικοί Του δούλοι, οι πιστοί Του; Πού είναι η δικαιοσύνη του Θεού; Γιατί δεν ενεργοποιεί υπέρ αυτών την παντοδυναμία Του; «Κατά μόνας ο πλάσας, θεουργικώ νεύματι, συ τας των ανθρώπων καρδίας, τις της προνοίας σου βάθος δυνήσεται καταλαβείν, όπως ποίμνην, ην, Χριστέ, συνήγαγες, λύκοις παρέδωκας;» (Ποιος θα μπορέσει να καταλάβει το βάθος της πρόνοιάς Σου, Χριστέ, πώς δηλαδή την ποίμνη, την οποία μάζεψες, παρέδωσες στους λύκους, Εσύ που είσαι ο μόνος που έπλασε με ένα θεουργικό νεύμα τις καρδιές των ανθρώπων;) Η απάντηση βεβαίως, όπως καταλαβαίνουμε, δεν δίνεται από τον υμνογράφο στον ύμνο. Καταθέτει απλώς την απορία του, αλλά χωρίς γογγυσμό και αμφισβήτηση. Ανάγει το «αγκάθι» αυτό για τη λογική σκέψη στην Πρόνοια του Θεού. Το εναποθέτει με άλλα λόγια στην απειρία της αγάπης Του, δίνοντας όμως έμμεσα με τους άλλους ύμνους την απάντηση: Επιτρέπει ο Θεός τις δοκιμασίες στους δικούς Του, κατά αναλογία με ό,τι ο Ίδιος υπέστη στον κόσμο, ακόμη και τον Σταυρό, διότι προφανώς αυτό είναι και η σωτηρία τους. Με τις δοκιμασίες και τα βάσανα δηλαδή ο πιστός κερδίζει τον Παράδεισο, την Βασιλεία του Θεού, επομένως το παράδοξο κατανοείται μόνο στο επίπεδο της πίστεως και όχι με τη λογική σκέψη. Άλλωστε, ποιος άλλος δρόμος μάς οδηγεί στη Βασιλεία του Θεού πέρα από τον δρόμο του Σταυρού και του μαρτυρίου; «Δια πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (ο Κύριος). «Ουδείς ανήλθε ποτέ εις τον Παράδεισον μετά ανέσεως» (αββάς Ισαάκ ο Σύρος).

23 Οκτωβρίου 2024

«ΑΜΕΣΩΣ ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥΤΙΜΗ!»

«Μόλις ανοίξετε τα μάτια, αμέσως την ευχή. Μην αφήσετε το μυαλό σας να πετάη εδώ και εκεί και χάνετε την ώρα σας που είναι πολύτιμη για την ευχή. Όταν έτσι βιάσετε τον εαυτό σας, θα σας βοηθήση και ο Θεός να γίνη μία άγια συνήθεια με το άνοιγμα των ματιών, η προσευχή να παίρνη την πρώτη θέσι για όλη την ημέρα. Στην συνέχεια θα εργάζεσθε και θα λέτε την ευχή. Ευλογείται η εργασία, αγιάζεται το στόμα, η γλώσσα, η καρδιά, ο χώρος, ο χρόνος και όλος ο άνθρωπος που προφέρει το όνομα του Ιησού Χριστού. Αυτός που λέει αδιαλείπτως την ευχούλα, οπλίζεται με τέτοια θεϊκή δύναμι που καθίσταται απρόσβλητος από τους δαίμονες, αφού αυτή τους καίει και τους μαστιγώνει» (Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου, Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης (1897-1959), Ι. Μ. Αγ. Αντωνίου, Αριζόνα, 2008).

Όλοι οι άγιοι, και μάλιστοι οι νηπτικοί λεγόμενοι Πατέρες της Εκκλησίας, έχουν ασχοληθεί και έχουν διδάξει τα σχετικά με το όνομα του Κυρίου Ιησού Χριστού και τη δύναμη την οποία περικλείει η εν πίστει και μετανοία εκφορά του. Διότι πρόκειται περί του ονόματος του ενσαρκωθέντος Θεού μας, ο Οποίος δημιούργησε όλον τον κόσμο, πνευματικό και υλικό, τον διακρατεί στην ύπαρξη με την άκτιστη ενέργειά Του, τον κατευθύνει στον τελικό του προορισμό – «ότι εξ Αυτού και δι’ Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα έκτισται». «Όποιος επικαλεστεί το όνομα του Κυρίου – βεβαιώνει η Γραφή – αυτός και θα σωθεί». Και δεν άφησε την επίκληση του αγίου ονόματός Του ο Κύριος στην ελεύθερη επιλογή του πιστού ακολούθου Του. Την έθεσε ως εντολή Του, για να μπορεί ο κάθε πιστός συνεργώντας μ’ Εκείνον να μετέχει στη δύναμη και τη χαρά Του, την ίδια την αιώνια Ζωή Του! «Έως άρτι ουκ ητήσασθε ουδέν εν τω ονόματί μου. Αιτείτε και λήψεσθε, ίνα η χαρά υμών η πεπληρωμένη». Να ζητάτε επικαλούμενοι το όνομά μου και θα λάβετε τη χάρη μου, για να είναι η χαρά σας σε πληρότητα. Και το είδαμε και το βλέπουμε απαρχής της Εκκλησίας μέχρι σήμερα και όσο θα υπάρχει κόσμος: Στο όνομα του Χριστού κινούνταν και κήρυσσαν και επιτελούσαν τα πάντα οι Απόστολοι και όλοι οι άγιοι. «Εν τω ονόματι του Κυρίου Ιησού Χριστού…»!

Κι αυτήν τη μνήμη του ονόματος του Χριστού που ζητούσε ο Ίδιος ως γνώρισμα αποδοχής Του και συμπόρευσης μαζί Του, μνήμη που δεν άφηνε κενά και διαστήματα στην καθημερινότητα του χριστιανού, κατά το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» του απ. Παύλου, οι μετέπειτα Πατέρες της Εκκλησίας την  επεξεργάστηκαν, την κατέστησαν μόνιμο αντικείμενο του στοχασμού και της ζωής τους, την ανήγαγαν στο επίπεδο της μεγαλύτερης επιστήμης για την κατά Χριστόν ζωή του εν επιγνώσει πιστού - κατέδειξαν με τον πιο άμεσο και καθαρό τρόπο ότι χωρίς τη μνήμη αυτή, χωρίς την επίκληση της «ευχής», του «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», ή απλώς «Κύριε Ιησού Χριστέ», δεν δημιουργούνται συνθήκες καθάρσεως στην καρδιά ώστε να επαναπαύεται σ’ αυτήν ο Κύριος και να μπορεί να «θεάται» Αυτόν ο αγωνιζόμενος πιστός. Και η εμπειρία τους απεκάλυψε ότι ξεκινάει κανείς την ευχή αυτή με το στόμα, για να πλημμυρίσει τη διάνοια, ώστε τελικώς να «κατέβει» στην έδρα του νου, αυτό που λέγεται «καρδιά», το εσώτατο βάθος και ο πυρήνας της ύπαρξης του ανθρώπου.

Πέρασαν στους αιώνες μεγάλοι δάσκαλοι της νοεράς αυτής προσευχής, κήρυκες του «Χριστόν αναπνέετε» του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, ενώ από τους νεωτέρους δασκάλους της πνευματικής αυτής επιστήμης ήταν και ο μεγάλος αγιορείτης όσιος Ιωσήφ ο Ησυχαστής και Σπηλαιώτης. Σημειώνει ο ίδιος σε επιστολή του: «Η νοερά προσευχή εις εμένα είναι όπως η τέχνη του καθενός, καθότι εργάζομαι αυτήν τριανταέξ και επέκεινα χρόνια». Δεν χρειάζονται λόγια βεβαίως για τον γνωστό αυτόν όσιο της Αθωνικής γης. Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι πνευματικά τέκνα του που απεκάλυπταν το δικό του τελικώς μεγαλείο, γιατί από αυτόν καθοδηγήθηκαν και έμαθαν τα θεία, ήταν ο όσιος Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, οι άγιοι Γέροντες Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός και Χαράλαμπος ο Διονυσιάτης, ο εξίσου μέγας Γέρων Εφραίμ ο Φιλοθεΐτης και Αριζονίτης. 

Τι σημειώνει ο ησυχαστής όσιος λοιπόν στο αρχικό μας απόσπασμα; Την πρώτη εργασία του ανθρώπου, ιδίως του καλογέρου, που είναι η ευχή. Για ποιον λόγο; Γιατί γνωρίζει πολύ καλά τον άνθρωπο της πτώσεως στην αμαρτία, τον καθένα μας δηλαδή στον κόσμο τούτο που η Πρόνοια του Θεού επέτρεψε να βρεθούμε. Γνώρισμα του πεπτωκότος ανθρώπου είναι η τρεπτότητα του νου, η ευκολία δηλαδή της διανοίας, του μυαλού, «να πετάη εδώ και εκεί», χωρίς να είναι δεμένη με το κέντρο και την ουσία της, την καρδιά. Υπόκειται ως προϋπόθεση στη σκέψη του οσίου η διάσπαση που συνέβη στον άνθρωπο μετά την αμαρτία των πρωτοπλάστων, αμαρτία που επέφερε τον «χαλασμό» του ενιαίου των ενεργειών και των δυνάμεών του – ο άνθρωπος τραυματισμένος καίρια από την ανυπακοή που επέδειξε στον Δημιουργό του έπαψε να λειτουργεί ολόκληρος, κινούμενος πια αποσπασματικά και «τυφλά», με κατεξοχήν κίνητρο της όποιας ψυχικής και σωματικής δράσεώς του την ικανοποίηση των παθών του. Η «ακτινογραφία» του αποστόλου Παύλου επ’ αυτού είναι μοναδική: «Δεν κάνω το καλό που θα ήθελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δεν το θέλω… Η πείρα δείχνει ότι, ενώ εγώ θέλω να κάνω το καλό, οι πράξεις μου δείχνουν πως κάνω το κακό. Εσωτερικά συμφωνώ και χαίρομαι με όσα λέει ο νόμος του Θεού. Διαπιστώνω όμως πως η πράξη μου ακολουθεί έναν άλλο νόμο, που αντιστρατεύεται τον νόμο με τον οποίο συμφωνεί η συνείδησή μου: είναι ο νόμος της αμαρτίας που κυριαρχεί στην ύπαρξή μου και με κάνει αιχμάλωτό της. Τι δυστυχισμένος αληθινά που είμαι!» (Ρωμ. 7, 17-24).

Κι έπρεπε, «έδει», να έρθει ο ίδιος ο Δημιουργός ως άνθρωπος εν προσώπω Ιησού Χριστού, προκειμένου να τον προσλάβει μέσα στον εαυτό Του, να τον αποκαταστήσει, ώστε να αποκτήσει εκ νέου την ολοκληρία του και την κανονική χαρισματική πια λειτουργία του εαυτού του. «Ποιος μπορεί να με λυτρώσει από την ύπαρξη αυτή που έχει υποταχθεί στον θάνατο; Ας ευχαριστήσουμε τον Θεό που το έκανε αυτό, με το σωτήριο έργο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού» (Ρωμ. 7, 24-25). Γι’ αυτό και ο εν Χριστώ άνθρωπος είναι ο κανονικός άνθρωπος, που πρώτη σκέψη και ενέργεια έχει την αναφορά του προς τον Κύριο, το όνομα του Κυρίου του είναι η ώθηση προκειμένου να τεθεί σε λειτουργία το «σύμπαν» του ένθεου κόσμου του, είναι η κατάθεση του δικού του έργου στο σωτήριο έργο του Θεού, αφού «συνεργοί Θεού εσμεν».  Αν δεν το κάνει, «χάνει την ώρα του» επιστρέφοντας και πάλι στη διάσπαση του αμαρτωλού εγώ, λοιπόν απαιτείται «η βιάση του εαυτού» για να παραμένει ο πιστός στη χάρη του μέλους του Χριστού και στην ενότητα με Εκείνον. Ο Κύριος το έθεσε με τον πιο απόλυτο τρόπο: «Η Βασιλεία του Θεού βιάζεται και βιασταί αρπάζουσιν αυτήν». Δεν αφήνεσαι δηλαδή να γίνεις έρμαιο και πάλι των παθών σου, ενεργοποιείσαι στο έπακρον - γιατί πια μπορείς - και μένεις αδιάκοπα στην όραση του Χριστού: η σχέση με τον Χριστό δεν είναι απροϋπόθετη, απαιτεί το «ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα Σου» της Πανάχραντης Μητρός Του.

Και η επιμονή και η υπομονή αυτή, η απόφαση πιστότητας «άχρι θανάτου» γίνεται σιγά σιγά συνήθεια, «άγια συνήθεια» κατά τον άγιο Ιωσήφ, που σημαίνει ότι η αρχική δυσκολία λόγω των παθών εξαλείφεται και το όνομα του Κυρίου όπως και η προσαρμογή στις άγιες εντολές Του αρχίζουν να λειτουργούν με ευκολία και με μεγάλη χαρά, γιατί έχει αρχίσει να θερμαίνεται η καρδιά και ο πόθος για τον Θεό να αποκτά σφοδρότητα διαρκώς αυξανομένη. «Όπου Θεός το ποθούμενον, ο κόσμος άπας καταπεφρόνηται» λέει εμπνευσμένα ένας άγιος υμνογράφος της Εκκλησίας. Και ποια η συνέχεια; «Θα εργάζεσθε και θα λέτε την ευχή», με αποτέλεσμα να ευλογούνται τα πάντα στη ζωή του πιστού: το σώμα του, η καρδιά του, ο χώρος και ο χρόνος του. Ο πιστός αποκτά «θεϊκές δυνάμεις», γινόμενος ο ίδιος «φόβητρο» και για τους πονηρούς δαίμονες – ο άγιος ησυχαστής μνημονεύει λόγους του άλλου μεγάλου ησυχαστή Ιωάννη της Κλίμακος: «το όνομα του Χριστού καίει και μαστιγώνει τους δαίμονες».