19 Νοεμβρίου 2024

ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ…ΣΤΡΟΓΓΥΛΟΙ!

«Μία πέτρα με πολλές αιχμές και ανωμαλίες, όταν συγκρούεται και κτυπάται με άλλες πέτρες, συντρίβει όλα τα απότομα και σκληρά σημεία της και γίνεται στρογγυλή» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. η΄ 12).

Μιλάει για μένα και για σένα. Ο καθένας μας σ’ έναν κόσμο πεσμένο στην αμαρτία έχει τα καλά, αλλά και τα κακά του σημεία. «Ουδείς αναμάρτητος». Μπορεί με το άγιο βάπτισμα να πήραμε τη δύναμη για σχετική αναμαρτησία, αλλά τούτο δυστυχώς δεν υφίσταται για κανέναν. Οπότε μην κοιτάς τις αιχμές και τις ανωμαλίες των άλλων – πράγματι υπάρχουν και θα τις δεις, αλλά δεν σε συμφέρει. Βρες όμως τις δικές σου. Κοίτα μέσα σου: θα επισημάνεις πολλές. Και πρόσεξε: αν μπορείς και βλέπεις τις αιχμές και τις ανωμαλίες των άλλων, είναι γιατί τις έχεις και συ ο ίδιος – βλέπουμε στους άλλους ό, τι υπάρχει μέσα μας.

Ποιες οι αιχμές και ποιες οι κακίες σου; Μα τις ξέρεις, όπως πρέπει να τις ξέρει και κάθε άνθρωπος, πολύ περισσότερο ο χριστιανός: οι φιλήδονες τάσεις σου, οι κενοδοξίες και υπερήφανες σκέψεις σου, οι φιλαργυρίες και οι πλεονεξίες σου. Κάποια αιχμή μπορεί να είναι πιο… αιχμηρή σε έναν, κάποια άλλη μπορεί να εξογκώνεται περισσότερο σε άλλον.  Όλοι όμως «βράζουμε στο ίδιο καζάνι».

Δες λοιπόν το μεγαλείο της… συνύπαρξης! Αν μείνεις μόνος με τις αιχμές και τις ανωμαλίες σου, αυτές δεν πρόκειται να εξαλειφτούν ποτέ. Κι αν κάποια στιγμή συναντηθείς με τον συνάνθρωπό σου, αλλά και με κάθε κτίσμα του Θεού, θα τους… πληγώσεις. Αυτή θα είναι η «φυσιολογία» σου: και το καλημέρα σου θα αποτελεί τραύμα για τον άλλον. Αν όμως κατανοήσεις την ανάγκη της κοινωνίας και της επικοινωνίας, με το δεδομένο των «ανωμαλιών» όλων, τότε υπάρχει ελπίδα: θα γίνεις κι εσύ και οι άλλοι «στρογγυλοί». Θα δεις δηλαδή ότι μαζί με τους άλλους μπορείς να ζήσεις με αγάπη, κάνοντας υποχωρήσεις, κάνοντας υπομονή, αποκτώντας το ήθος της ταπείνωσης.

Θα έχεις ακούσει την αρχαία χριστιανική ρήση: «ένας χριστιανός, κανένας χριστιανός». Για να υπάρχει χριστιανοσύνη σε κάποιον δηλαδή πρέπει οπωσδήποτε να συνυπάρξει με τους άλλους. Και πώς αλλιώς; Είναι μέλος Χριστού, μα και  «αλλήλων μέλος». Όσο ανοίγεσαι λοιπόν στον συνάνθρωπο, τόσο βρίσκεις και Χριστό. Η σωτηρία σου είναι «συν πάσι τοις αγίοις». Γι’ αυτό και οι πνευματικοί δρόμοι της Εκκλησίας είναι ή ο έγγαμος βίος ή ο μοναχισμός. Ο κοινοβιακός υποχρεωτικά στην αρχή, κι έπειτα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ο αναχωρητικός για κάποιους. Κοινός παρανομαστής και των δύο δρόμων όμως: η κοινωνία, η ενότητα, η συνύπαρξη.

Πανηγύρισε λοιπόν που είσαι έγγαμος! Το πρόσωπο με το οποίο δέθηκες, θα σε πάει στον παράδεισο: οι αιχμές του χαρακτήρα του - κι αν είναι πολλές, ακόμη... καλύτερα! -  με την υπομονή θα σε λειάνουν.  Πανηγύρισε που έγινες καλόγερος! Στο μοναστήρι ο άλλος αδελφός σου εξίσου θα σε βοηθήσει για τη λείανσή σου. Το βότσαλο γιατί μας αρέσει; Γιατί έχει… χτυπηθεί πολλές φορές κι έχασε τα κοφτερά του σημεία.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΒΑΡΛΑΑΜ

«Ο μάρτυς Βαρλαάμ ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Γέροντας στην ηλικία, λόγω της ομολογίας της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα. Και επειδή δεν πείστηκε να θυσιάσει στα είδωλα, τον κτύπησαν με βούρδουλα και του ξερίζωσαν τα νύχια. Έπειτα τον οδήγησαν στον βωμό και του άπλωσαν με βία το χέρι, βάζοντας πάνω του φωτιά και λιβάνι. Διότι νόμισε ο άρχοντας ότι αν ρίψει τους άνθρακες μαζί με το λιβάνι στον βωμό, θα φανεί ότι προσφέρει θυσία στους θεούς. Αυτός όμως στεκόταν ανυποχώρητος και ακίνητος -  δείχνοντας έτσι ότι το δεξί του χέρι έχει μεγαλύτερη δύναμη από τον χαλκό και το σίδερο – έως ότου η φωτιά έφαγε τη σάρκα του και έπεσε στη γη, τρυπώντας το χέρι του. Έτσι προτίμησε να καεί το χέρι του, παρά, έστω και ελάχιστα σαλευμένο, να φανεί ότι έριξε λιβάνι στον βωμό. Μετά από αυτά η ψυχή του παρατίθεται στα χέρια του Θεού με γενναίο και στέρεο φρόνημα. Τον μάρτυρα αυτόν και ο θείος Χρυσόστομος και ο μέγας Βασίλειος τον τίμησαν με εγκώμια».

Αν οι νεώτεροι χριστιανοί δεν γνωρίζουμε ιδιαιτέρως τον άγιο μάρτυρα Βαρλαάμ, τον γνωρίζει όμως πολύ καλά η αγία χορεία των Πατέρων της Εκκλησίας μας. Δεν είναι  τυχαίο ότι αφιέρωσαν γι’ αυτόν λόγους και εγκώμια όχι απλοί εκκλησιαστικοί συγγραφείς και συναξαριστές, αλλά οικουμενικοί Πατέρες και Διδάσκαλοι του διαμετρήματος του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι εκείνοι με τον φωτισμό του αγίου Πνεύματος που είχαν και τη βαθύτητα της σκέψης τους, διέκριναν ότι τέτοιες προσωπικότητες σαν του αγίου Βαρλαάμ δεν πρέπει να περνούν απαρατήρητες. Πρέπει να προβάλλονται, ώστε να συνιστούν παραδείγματα και καθοδηγητικά φωτεινά σημάδια στο στερέωμα της Εκκλησίας. Και δικαίως: ο άγιος Βαρλαάμ αποδείχτηκε, κατά τον άγιο υμνογράφο, «πιο στέρεος και από ανδριάντα και πιο δυνατός από χαλκό και πιο ισχυρός από σίδερο». Κι αυτό γιατί το φρόνημα της ψυχής και της διανοίας του υπήρξε «στέρεο και δυνατό και ανυποχώρητο» - ό,τι τονίζαμε και για τον άγιο Πλάτωνα: μπορεί το σώμα να διαλύεται, αν η ψυχή όμως διατηρείται δυνατή, νικητής τότε παραμένει ο άνθρωπος. «Ό,τι συνέδεε τη σάρκα και η αρμονία των μελών διαλυόταν. Αλλά η δύναμη της ψυχής σου διατηρείτο σταθερή».

Θα πίστευε κανείς ότι η δύναμη της ψυχής του αγίου βρισκόταν σε σώμα νεανικό. Τέτοιο ακατάβλητο φρόνημα συνήθως έχουν οι νέοι. Τι έκπληξη όμως, να βλέπει κανείς αυτό το φρόνημα σε ένα γέροντα άνθρωπο! Ο άγιος Βαρλαάμ, κατά το συναξάρι, «γέρων ων την ηλικίαν δια την εις Χριστόν ομολογίαν προσήχθη τω άρχοντι». Ό,τι υπέστη το υπέστη σε ηλικία που άλλοι τρέμουν και να βαδίσουν. Κι αυτός στεκόταν αγέρωχος, «ανένδοτος, άτρεπτος», με φωτιά στο χέρι του που του έκαιγε τη σάρκα. Ο ηρωισμός του έτσι φαίνεται να πολλαπλασιάζεται. Πώς μας θυμίζει τον αγαπημένο άγιο, αποστολικό Πατέρα και επίσκοπο Σμύρνης, Πολύκαρπο, που σε ηλικία ογδόντα έξι χρόνων συλλαμβάνεται και αυτός και ρίχνεται στη φωτιά. Και εκείνον μεν η φωτιά τον σεβάστηκε και έκανε καμάρα γύρω του, ενώ τον Βαρλαάμ  η φωτιά τον έκανε ίδιο λιβανωτό στον Κύριο. «Κρατώντας τη φωτιά μαζί με το λιβάνι, Βαρλαάμ, φάνηκες ευωδιαστό λιβάνι για τον Κύριο». Πιστεύουμε ότι και οι δύο τότε γέροντες, την ώρα δηλαδή του μαρτυρίου τους, τώρα δε νέοι στη Βασιλεία του Θεού, παρίστανται μαζί δίπλα στον Κύριο, «παραστάται δεξιοί», «φορούντες πορφύραν, βεβαμμένην αίματι μαρτυρικώ».

Δύο σημεία από τους ύμνους της ακολουθίας του αγίου Βαρλαάμ αξίζουν επίσης ιδιαιτέρως να επισημανθούν: πρώτον, το απλωμένο και τρυπημένο από τη φωτιά χέρι του αγίου. Ο υμνογράφος το θεωρεί ως μέσον δυνάμεως του Θεού, με το οποίο αφενός ραπίζονται τα πρόσωπα των δαιμόνων, αφετέρου προκαλούνται οι καρδιές των πιστών και οι χορείες των αγγέλων να σκιρτήσουν από χαρά και ευφροσύνη.  «Ραπιζέσθω, λέει, δεξιά πυρουμένη τα πρόσωπα των δαιμόνων, των πιστών δε καρδίαι σκιρτάτωσαν, και των Ασωμάτων αι χορείαι φαιδρώς ευφραινέσθωσαν». Δεύτερον, η προτροπή του υμνογράφου στους ζωγράφους της Εκκλησίας. Καλούνται οι καλοί ζωγράφοι, οι αγιογράφοι, να λαμπρύνουν τον άγιο με την τέχνη της εικόνας, πιστεύοντας βαθιά ότι ο εγχαρασσόμενος τελικώς είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο αγωνοθέτης! «Σηκωθείτε τώρα  οι καλοί ζωγράφοι του μάρτυρα, κάντε λαμπρή την εικόνα του με την τέχνη σας, γιατί προφανώς εγχαράζετε σ’ αυτόν τον αγωνοθέτη Κύριο». Στο πρόσωπο του κάθε μάρτυρα όπως και του κάθε αγίου η Εκκλησία μας τελικώς δεν βλέπει τον ίδιο τον Κύριο; Ο άγιος δεν είναι Εκείνος «εν ετέρα μορφή»; Μακάρι η πίστη και η αγάπη προς τον Χριστό του αγίου Βαρλαάμ να χαραχτεί και στις δικές μας τις καρδιές. Θα είναι ο  πιο «ευπρεπής ωραϊσμός» που θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε.

18 Νοεμβρίου 2024

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΠΛΑΤΩΝ

«Ο άγιος Πλάτων ήταν από τη χώρα των Γαλατών, από την πόλη της Αγκύρας, αδελφός του αγίου μάρτυρα Αντιόχου. Επειδή ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό, νεαρός ακόμη, οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Αγριππίνο. Και κτυπιέται από δώδεκα στρατιώτες και απλώνεται πάνω σε χάλκινο πυρωμένο κρεβάτι, ενώ από πάνω τον ράβδιζαν. Και καίγεται στις μασχάλες και στα πλευρά από πυρωμένες σφαίρες, ενώ από την πλάτη του έβγαλαν μία λουρίδα δέρματος, ενώ στη συνέχεια του έξυσαν τις σάρκες και τις πλευρές τόσο πολύ, ώστε αλλοιώθηκε η όψη του. Και τότε δέχεται το τέλος με το ξίφος».  

Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μην επισημάνει για τον άγιο Πλάτωνα ό,τι αποτελεί θησαυρό του κάθε μάρτυρα: τη ζωντανή πίστη του στον Χριστό, την ανάκρασή του με την αγάπη Εκείνου, τη διαρκή ενατένιση και όραση της ομορφιάς και τους κάλλους Του με τα μάτια της ψυχής. Ο ποιητής μάλιστα παρουσιάζει τον άγιο ως ιερέα που προσέφερε θυσία στον Χριστό τον ίδιο του τον εαυτό, και τρόπον τινά ως θεατή που παρατηρεί  το μαρτύριό του σαν να έπασχε κάποιος άλλος. «Αγωνίστηκες, πανεύφημε, σαν να έπασχες σε άλλο σώμα˙ αθλήθηκες σαν να ’γινες θεατής άλλων αγωνιστών».

Ένας ύμνος μάλιστα από την τρίτη ωδή του κανόνα του αγίου έχει ιδιαίτερη σημασία για τα σημερινά δεδομένα.  Σημειώνει ο υμνογράφος: «Το καρτερικότατο σώμα σου, που απλώθηκε πάνω στο ξύλο, υφίστατο φοβερές και βαθιές  χαρακιές και ξεσμούς από τα κτυπήματα. Αλλά άντεχε η δύναμη της ψυχής σου, η οποία δυναμωνόταν από την αγάπη του Κυρίου και τον έρωτα της βασιλείας του Θεού». Τι επισημαίνει ο εκκλησιαστικός ποιητής; Μπορεί ο άγιος Πλάτων να υφίστατο φοβερά βασανιστήρια στο σώμα του, αλλά έμενε όρθια η ψυχή του, που ενισχυόταν από τη χάρη και την αγάπη του Θεού. Στον άγιο δηλαδή βλέπουμε να εφαρμόζεται η προτροπή του Κυρίου, που λέει «να μη φοβόμαστε εκείνον που μπορεί να σκοτώνει το σώμα μας, αλλά δεν έχει ισχύ πάνω στην ψυχή μας». Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος δεν ηττάται, όσο η ψυχή του παραμένει δυνατή. Ηττάται, όταν η ψυχή καμφθεί και σταματήσει επομένως να προσβλέπει στον Θεό που την ενισχύει.

Έχουμε την εντύπωση ότι ο λόγος αυτός του υμνογράφου για τον άγιο Πλάτωνα πρέπει ιδιαιτέρως να προσεχτεί, όπως είπαμε, στην εποχή μας. Διότι και εμείς, σ’  ένα μεγάλο βαθμό, υφιστάμεθα πολλά δεινά με τις παντοειδείς κρίσεις που περνάμε προσωπικά και ως κοινωνία – κρίσεις που αποτελούν χαρακιές και ξεσμούς πάνω στην ίδια τη σάρκα της ψυχής μας. Αλλά δεν πρέπει να καμφθεί το φρόνημά μας. Δεν πρέπει να σκύψουμε το κεφάλι μας. Η ψυχή μας πρέπει να κρατηθεί όρθια. Ό,τι συνέβη και στον άγιο Πλάτωνα˙ παρ’  όλα όσα υπέστη, τελικώς νίκησε. Διότι είχε μαζί του την παντοδυναμία του Θεού. Και γι’  αυτόν ισχύει ο λόγος: «Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ’  ημών;» Αν ο Θεός είναι μαζί μας, ποιος μπορεί να είναι εναντίον μας; Ο υμνογράφος όμως αποκαλύπτει: η ψυχή του Πλάτωνα κρατήθηκε όρθια, γιατί πίστευε στον Χριστό. Γιατί η πίστη του και η αγάπη του στον Θεό ήταν ζωντανή. Και γι’  αυτό είδε να ενεργοποιείται και σ’  αυτόν η παντοδυναμία του Θεού. Όσο το βλέμμα μας είναι στραμμένο στον Χριστό μας, τόσο και θα έχουμε τελικώς το «πάνω χέρι». Η ψυχή, το ξαναλέμε, είναι αυτή που ή νικά ή νικιέται.

17 Νοεμβρίου 2024

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ

 

«Ἔχεις ἀθλητὴν Χριστὲ Λογγῖνον μέγαν.

Ἔχεις δὲ καὶ Λογγῖνον ἀσκητὴν μέγαν» (οίκος συναξαρίου)

(Χριστέ, έχεις τον αθλητή Λογγίνο (τον επί του Σταυρού) που είναι μεγάλος, έχεις όμως και τον ασκητή Λογγίνο που είναι μεγάλος).

«Ο όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα. Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά» (Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του (με μεταγραφή στη νεοελληνική).

«Ο όσιος αυτός Λογγίνος μας άφησε το απόφθεγμα αυτό∙ “Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ούτε κρίνει κανένα, έτσι και ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα”. Ο ίδιος όσιος ρώτησε τον αββά Λούκιο ως εξής: “Θέλω να ξενιτευτώ”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν δεν κυριαρχήσεις στη γλώσσα σου, δεν είσαι ξένος όπου κι αν πας. Λοιπόν, κυριάρχησε στη γλώσσα σου κι εδώ που είσαι, οπότε είσαι ξένος”. Ρώτησε και δεύτερη φορά∙ “Θέλω να νηστέψω”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Είπε ο προφήτης Ησαῒας. Αν κάμψεις σαν κρίκο τον τράχηλό σου, ούτε κι έτσι θα ονομαστεί δεκτή η νηστεία σου. Αλλά μάλλον κυριάρχησε στους πονηρούς λογισμούς”. Ρώτησε και τρίτη φορά∙ “Θέλω να αποφύγω τους ανθρώπους”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν προηγουμένως δεν κατορθώσεις την αρετή μαζί με τους ανθρώπους, ούτε και μόνος σου μπορείς να την κατορθώσεις”.

Αυτός ο όσιος ρωτήθηκε μια φορά ποια αρετή είναι μεγαλύτερη από όλες, και είπε. Όπως η υπερηφάνεια είναι μεγαλύτερη από όλες τις κακίες και τα πάθη, τόσο που μπόρεσε να ρίξει και τους αγγέλους από τον ουρανό, έτσι εκ του αντιθέτου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές. Διότι αυτή μπορεί να ανεβάσει από τις αβύσσους τον άνθρωπο, ακόμη κι αν είναι αυτός αμαρτωλός σαν τον δαίμονα. Γι’  αυτό και ο Κύριος πρώτα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι, δηλαδή τους ταπεινούς. Γράφεται δε και περί του Λογγίνου και στο χειρόγραφο Παράδεισος των Πατέρων ότι είπε αυτά τα ψυχοσωτήρια λόγια. “Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νου. Η ησυχία φέρνει το πένθος. Το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον κάνει αναμάρτητο”. Είχε δε ο αββάς Λογγίνος πολλή κατάνυξη στην προσευχή και στην ψαλμωδία του. Λέγει λοιπόν μία ημέρα ο μαθητής του: Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, το να κλαίει ο μοναχός κατά την προσευχή του; Κι αποκρίθηκε ο Γέρων. Ναι τέκνον, αυτός είναι ο κανόνας, τον οποίο ζητάει ο Θεός. Διότι ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά για να χαίρεται και να ευφραίνεται, προκειμένου να δοξάζει Αυτόν με καθαρό και αναμάρτητο τρόπο όπως οι άγγελοι. Αφότου όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία, χρειάστηκε να κλαίει. Διότι όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για κλαυθμό”» (Α΄εξάμηνο, σελ. 229, χ.έ. Αθήνησι).

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΝΕΟΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί της βασιλείας του Αυρηλιανού, γεννημένος από Έλληνες γονείς. Επειδή ζητούσε ό,τι καλύτερο για τον εαυτό του, γνώρισε την αληθινή κατά Χριστό πίστη. Κι όσο μεγάλωνε, τόσο αύξανε σ’ αυτόν η ευσέβεια. Από το μέγεθος και το πλήθος των θαυμάτων που έκανε, πήρε την επωνυμία του: θαυματουργός. Όταν λοιπόν φοιτούσε ακόμη στη σχολή της Αλεξάνδρειας και σπούδαζε θεολογία, κάποια πόρνη, παρακινημένη από συμφοιτητές του,  με σκοπό να τον συκοφαντήσουν, τον πλησίασε. Καταλήφθηκε όμως από δαιμόνιο, λόγω της συκοφαντίας, και έπεσε στη γη σπαράσσοντας. Ο άγιος τότε προσευχήθηκε και την έκανε καλά. Αυτός κάποτε είδε στον ύπνο του την Υπεραγία Θεοτόκο με τον Ιωάννη τον Θεολόγο να τον μυούν στο μυστήριο της αγίας Τριάδος. Και μετά τη χειροτονία του σε επίσκοπο από τον Φαίδιμο, τον Μητροπολίτη Αμασίας, και με το που πήγε στην Εκκλησία που του έλαχε, και μετά την κοίμησή του, λέγεται ότι έκανε θαύματα τέτοια, που και δεν είναι εύκολο  να τα ακούσει κανείς και είναι μεγαλύτερα και από το να τα πιστέψει.

Για παράδειγμα: Μετακίνησε σε άλλο μέρος μία τεράστια πέτρα, ίση σχεδόν με βουνό, μόνο με την προσευχή του. Και κάποτε περνώντας από ένα ναό ειδώλων, εισήλθε μέσα και έβγαλε από εκεί τα δαιμόνια. Όταν έφυγε δε, δεν μπορούσαν τα δαιμόνια να ξαναμπούν στον ναό. Το έμαθε αυτό ο νεωκόρος και οργίσθηκε κατά του αγίου. Τότε ο άγιος έγραψε σ’ ένα χαρτί: «ο Γρηγόριος προς τον σατανά: Να μπεις μέσα». Ο νεωκόρος έβαλε μέσα στον ναό το χαρτί, οπότε μπόρεσαν να μπουν και τα δαιμόνια. Μόλις είδε ο νεωκόρος το θαύμα αυτό, έμεινε έκπληκτος, και αντί να λατρεύει πια τους δαίμονες, αναδείχθηκε αμέσως μαθητής του Χριστού, προσερχόμενος στον μεγάλο Γρηγόριο. Άλλοτε, έμεινε ξάγρυπνος μία νύκτα στην προσευχή, για να κάνει ήσυχη και χέρσα μία λίμνη, η οποία είχε κύματα σαν της θάλασσας και την οποία διεκδικούσαν δύο αδέλφια. Ο άγιος λοιπόν «αποξήρανε», μαζί με τη λίμνη,  και τη μεταξύ τους έχθρα. Ακόμη: σταμάτησε την προς τα εμπρός φορά ενός ποταμού, επειδή τον παρεκάλεσαν οι κάτοικοι της περιοχής, βάζοντας τη ράβδο του στη λασπωμένη και ανακατωμένη γη. Και πρόσθεσε θαύμα πάνω στο θαύμα. Γιατί τότε το ρείθρο του ποταμού φάνηκε να αναχαιτίζεται, σαν να φοβόταν να αγγίξει τη ράβδο, ενώ η ράβδος που ήταν ξερή και χωρίς φυσική υγρασία, έγινε ευθαλές δέντρο. Κι ούτε ο χρόνος μπόρεσε να σβήσει το θαύμα, γιατί και τώρα, όπως λένε, κηρύσσεται η δύναμη του Χριστού διά του μεγάλου Γρηγορίου, αφού ο ποταμός δεν προχωρεί προς τα εμπρός και το δέντρο εξακολουθεί να είναι στη θέση του. Κι εκτός από τα παραπάνω, ένας Εβραίος που υποκρίθηκε τον νεκρό, σε σχήμα ύπτιο και απλωμένο, πράγματι έπαθε αυτό που υποκρινόταν, με την προσευχή του. Κάποτε, οι διώκτες του τον νόμισαν ότι ήταν δέντρο, όταν αυτός στεκόταν στο όρος και προσευχόταν. Άλλοτε, έφερε πείνα στους απίστους, τους οποίους έσωσε από τον θάνατο, μόλις πίστεψαν στον Χριστό. Όταν δε ήλθε η ώρα να φύγει από τον κόσμο αυτό και να εκδημήσει  προς τον Κύριο, έκανε ευχαριστήριες προσευχές, διότι την πόλη του που ήταν πολυάνθρωπη και γεμάτη από μεγάλη ασέβεια και απιστία, την άφησε ακριβώς αντίθετα. Όσους πιστούς δηλαδή βρήκε εκεί, όταν πήγε ως επίσκοπος, τόσους άπιστους και άφησε, που επέμεναν στην απιστία».

Ο άγιος Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας υπήρξε σπάνιος άνθρωπος. Και μόνο το γεγονός ότι πηγαίνοντας στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους πιστούς (17 χριστιανοί αναφέρονται), ενώ εκδημώντας άφησε ελάχιστους απίστους (επίσης 17 τον αριθμό), φανερώνει τον ζήλο της πίστεώς του, τη δύναμη του λόγου του, τη δύναμη των θαυμάτων που ο Θεός τού χάρισε. Ο άγιος υμνογράφος δεν μπορεί να μην εφαρμόσει γι’  αυτόν το προφητικό λόγιο: «ο ζήλος ο του Θεού κατέφαγέ σε, Γρηγόριε». Ψάχνοντας ο εκκλησιαστικός ποιητής, ο άγιος Θεοφάνης, να βρει ανάλογα με τον Γρηγόριο αναστήματα, καταφεύγει στους Πατριάρχες και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ο άγιος μοιάζει με τον Μωυσή, λέει, που έλαβε σαν κι εκείνον τις πλάκες της πίστεως πάνω στο όρος της μυστικής θεοφανείας, νομοθετώντας στους λαούς την ευσέβεια: «Νέος γέγονας Μωυσής τοις έργοις, πλάκας πίστεως επί του όρους της μυστικής θεοφανείας δεξάμενος, νομοθετήσας λαοίς την ευσέβειαν». Μοιάζει με τον προφήτη Σαμουήλ, που ανέβηκε στο όρος της θεωρίας: «αναβάς εις ύψος, ως Σαμουήλ, ταις θεωρίαις». Μοιάζει με τον προφήτη Δανιήλ, που όπως σε εκείνον δόθηκε το χάρισμα ερμηνείας ονείρων, σ’  αυτόν με ενύπνιο αποκαλύφθηκε το μυστήριο της πίστεως: «ώσπερ γαρ εκείνω (τω Δανιήλ) το ενύπνιον, ούτω το της πίστεως μυστήριον απεκαλύφθη σοι».

Δεν είναι τυχαίο ότι τον βίο του τον έγραψε ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος καταγράφει γι’ αυτόν συγκεκριμένα περιστατικά της ζωής του, όπως και διδασκαλίες του, τα οποία άκουσε, όταν ήταν ακόμη μικρό παιδάκι, από τη γιαγιά του αγία Μακρίνα, μαθήτρια και πνευματικοπαίδι του ίδιου του αγίου Γρηγορίου Νεοκαισαρείας. Το ίδιο κάνει σε λόγους του και ο άγιος Βασίλειος. Και αυτός μνημονεύει με μεγάλο θαυμασμό τον σήμερα εορταζόμενο, καθώς και ο ίδιος υπήρξε αυτήκοος παρομοίων περιστατικών από τη γιαγιά του. Και ας επιτραπεί, εν παρενθέσει, να τονίσουμε την αξία των γιαγιάδων και των παππούδων, διαχρονικά, οι οποίοι μυούν στα νάματα της αγιασμένης μας χριστιανικής παραδόσεως τα εγγόνια τους. Ας φανταστούμε το σκηνικό: η γιαγιά Μακρίνα, αναπνέοντας την παράδοση του αγίου Γρηγορίου του θαυματουργού, δηλαδή την παράδοση του Χριστού και της Εκκλησίας μας, να έχει στην αγκαλιά της τα θαυμαστά, όπως θα αποδειχτεί αργότερα, εγγόνια της, και να  μεταγγίζει σ’  αυτά τη ζωντανή αυτή παράδοση. Πόσο συνήργησε η αγιασμένη αυτή γιαγιά στο να αναδειχτούν τέτοια αναστήματα για την Εκκλησία τα εγγόνια της, μόνον ο Θεός μπορεί να το ξέρει. Σίγουρα πάντως δεν ήταν άμοιρη σ’ αυτό και εκείνη. (Δεν θυμίζει σ’ ένα βαθμό και την περίπτωση που απεκάλυψε για τη ζωή του ο γνωστός και σοφός Ιεράρχης της Κύπρου Πανιερώτατος Λεμεσού Αθανάσιος; Οι γονείς του, είπε, δεν ήταν άνθρωποι της Εκκλησίας. Κι εκείνη που τον μύησε μ’ έναν ιδιότυπο τρόπο στα της Εκκλησίας και στα της χριστιανικής πίστεως ήταν η αγιασμένη αγράμματη γιαγιά του!)

Ο υμνογράφος μας βεβαίως επιμένει ιδιαιτέρως – κι είναι λογικό τούτο – στη χάρη θαυματουργίας του αγίου Γρηγορίου. Την θεωρεί δε ως άβυσσο, λόγω του πλήθους των θαυμάτων του, η οποία όμως προήλθε από τη μύησή του στο μυστήριο της αγίας Τριάδος και τη σταθερή πνευματική προσήλωσή του στον Ιησού Χριστό. «Εις βάθος θεωρίας υπελθών πανσόφως, Ιεράρχα Χριστού, την θείαν εμυήθης της Τριάδος φανέρωσιν∙ και πνεύματι προσβλέπων ακλινώς, Χριστόν τον Θεόν ημών, των θαυμάτων άβυσσον πηγάζεις ημίν». Το θεωρητικό όμως αυτό του αγίου Γρηγορίου, η χάρη της μετοχής του στον Θεό, δεν ήλθε ακόπως και απροϋπόθετα. Ο άγιος Θεοφάνης υπενθυμίζει και πάλι ότι η θεωρία του Θεού είναι αποτέλεσμα της πρακτικής επιστήμης, δηλαδή της εξασκήσεως των αρετών, με τις οποίες τα πάθη υποτάσσονται στον νου. Καθαρός λοιπόν ο νους με τον τρόπο αυτό οδηγείται στη θέα του Θεού. «Τι σε νυν καλέσω Γρηγόριε; Πρακτικόν, ότι τα πάθη καθυπέταξας τω νω∙ θεωρόν, ότι εδρέψω της σοφίας τον καρπόν».

Ο υμνογράφος επιμένει και εδώ στην πρακτική επιστήμη της εξασκήσεως των αρετών από τον άγιο Γρηγόριο. Έχοντας μάλιστα υπόψη του πέραν της όλης ασκητικής βιοτής του και το περιστατικό της προκλήσεώς του από την κοινή γυναίκα,   τον προβάλλει ως πρότυπο μεταξύ άλλων σωφροσύνης, διά της οποίας, ως κυριολεκτικά αδελφής του, ντρόπιασε τους δαιμονοκίνητους συμφοιτητές του. «Ο φοβερός όφις, ο διάβολος, Γρηγόριε, βλέποντάς σε να έχεις αποκτήσει τη σωφροσύνη ως αδελφή σου και συνεργό των καλών της ζωής σου, εξήγειρε εναντίον σου τους δαιμονοκίνητους. Αυτούς τους ντρόπιασες, πάτερ, γιατρεύοντας με τη μακροθυμία σου, το γύναιο, που καταλήφθηκε από το πάθος».  Είθε οι ευχές του αγίου Γρηγορίου να συνοδεύουν και εμάς πάντοτε, ώστε να σωζόμαστε από τις διάφορες αμαρτίες μας. Θα είναι τούτο μία επιβεβαίωση της θαυματουργίας του και σε εμάς τους ίδιους. «Των σων θαυμάτων εν εμοί, Γρηγόριε, θείαν ενέργειαν, περιφανώς, Πάτερ, και τανύν ανάδειξον, εκ του βυθού ρυόμενος των πταισμάτων με».

ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΖΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ!

«Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20)

Πρέπει να απεγκλωβιστούμε από την εικόνα που μας έχει δημιουργήσει και μας δημιουργεί ο κόσμος για το τι είμαστε οι άνθρωποι. Γιατί είναι μία εικόνα αλλοιωμένη από την αμαρτία του πεσμένου σ’ αυτήν κόσμου – «ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται». Κόσμος και χριστιανός βρίσκονται κατά τον λόγο του Θεού σε αντιθετική κατάσταση, δεν μπορούν να συνυπάρξουν: «όποιος θέλει να είναι φίλος του κόσμου γίνεται εχθρός του Θεού». Κι εννοείται ότι μιλάμε όχι για τον κόσμο ως δημιουργία του Θεού, αὐτόν στον οποίο ψαύουμε αδιάκοπα τις ενέργειες Εκείνου που μας οδηγούν σε δοξολογική διάθεση απέναντί Του˙ μιλάμε για τον κόσμο που απομακρύνθηκε από τον Θεό, από τον κόσμο που θέλησε να διαγράψει τον Δημιουργό του και γι’ αυτό υποδουλώθηκε στα πάθη και τις διαστροφές του, αποπνέοντας έτσι διαρκώς τη θανατίλα ενός πτώματος! Διότι ο Θεός είναι η Ζωή!

Και ποια εικόνα περί ανθρώπου δημιουργεί ο κόσμος της αμαρτίας; Του αυτοθεοποιημένου όντος που φτάνει στο σημείο να πιστεύει ότι πέραν αυτού δεν υφίσταται τίποτε άλλο – μία «επανάληψη» της στάσης του πρώτου εκείνου αγγέλου, του εωσφόρου, ο οποίος χωρίς καμία λογική πίστεψε ότι αυτός είναι ο θεός, γι' αυτό και η πτώση του, πτώση θανάτου, υπήρξε φοβερή και παταγώδης και χωρίς επιστροφή! «Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν εκ του Ουρανού πεσόντα» (ο Κύριος). Οπότε τα γνωρίσματα του «πτώματος» αυτού ανθρώπου  είναι ένας δαιμονικός εγωισμός, μία εχθρική τοποθέτηση μέχρι εξουδενώσεως και εξαφανίσεως απέναντι στον συνάνθρωπό του – εκτός κι αν τον εξυπηρετεί στα συμφέροντά του! -, μία κατακτητική στάση απέναντι στην ίδια τη φύση, την οποία θεωρεί ως την «πηγή» για να ικανοποιεί τις άμετρες και παράλογες ορμές και επιθυμίες του. «Κι επειδή δεν θέλησαν οι άνθρωποι να έχουν τον Θεό με επίγνωση, τους παρέδωσε Αυτός σε αδόκιμο (πλανεμένο) νου, ώστε να πράττουν στη ζωή τους όσα δεν πρέπει» (απ. Παύλος).

Και δεν βλέπουμε τα γνωρίσματα αυτά διαχρονικά μέχρι σήμερα; Όπου υπάρχουν άνθρωποι που τον Θεό, τον αποκαλυμμένο εν προσώπω Ιησού Χριστό, τον έχουνε κάνει πέρα, εκεί αποκαλύπτεται μία κόλαση! Κόλαση πρώτα από όλα για τους ίδιους, γιατί «θλίψη και στενοχώρια ακολουθεί καθένα που εργάζεται το πονηρό», και κόλαση έπειτα και για όλον τον περίγυρό τους, γιατί ό,τι έχει κανείς αυτό και μεταδίδει. Ποιος έχει ζήσει καλά κι έχει αγαθές και ευχάριστες αναμνήσεις από τη συνύπαρξη με άνθρωπο εγωιστή που ζει και κινείται μόνο μέσα στον αστερισμό του εγώ του; Και μόνο η σκέψη γι’ αυτόν και η εικόνα του προκαλεί κύματα αγανάκτησης και οργής, βαθιάς μελαγχολίας που θέλεις ει δυνατόν διαμιάς να τα διαγράψεις από το μυαλό και την καρδιά σου!

Και να, που έρχεται ο απόστολος Παύλος, ο οικουμενικός απόστολος και δάσκαλος, έχοντας «νουν Χριστού», να φανερώσει την εικόνα του αληθινού ανθρώπου που έφερε ο ενανθρωπήσας Θεός. Στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριστού αποκαλύπτεται όχι μόνον ο αληθινός Θεός αλλά και ο αληθινός άνθρωπος, «τέλειος Αυτός Θεός και τέλειος άνθρωπος χωρίς αμαρτίας», που θα πει ότι μαζί Του και ο κάθε πια άνθρωπος, όπου γης και όποιου χρόνου, που θα πιστέψει σ’ Αυτόν, θα ενσωματωθεί στο σώμα Του την Εκκλησία και θα θελήσει να Τον ακολουθήσει τηρώντας τις εντολές Του, ο κάθε λοιπόν άνθρωπος ταυτοχρόνως αποκαλύπτεται και εκείνος αληθινός άνθρωπος. Το όριο του τελείου ανθρώπου, όπως τον θέλησε απαρχής ο Δημιουργός και τον «έδειξε» με τον ερχομό Του, είναι ακριβώς ο Χριστός, αλλά και κάθε στη συνέχεια πιστός Του. Γιατί τι άλλο είναι ένας πιστός, γνήσιος και αληθινός, παρά μία συνέχεια Χριστού, ένα κλαδί στο αμπέλι που είναι Εκείνος, ένα μίμημα Αυτού; «Εγώ το αμπέλι κι εσείς τα κλήματα» απεκάλυψε το αψευδές στόμα του Θεανθρώπου, «χριστιανός είναι ένα μίμημα Χριστού όσο είναι μπορετό στον άνθρωπο» λέει ο άγιος που απηχεί την ευαγγελική και αποστολική παράδοση (Ιωάννης Κλίμακος), «δεν ζω εγώ αλλά μέσα μου ζει ο Χριστός» λέει ο απόστολος που ακολούθησε μέχρι θανάτου τον Κύριο.

Βρισκόμαστε σε ατμόσφαιρα πέραν της ανθρώπινης λογικής της πτώσεως, ο απόστολος Παύλος ειδικά, ανοίγοντας την καρδιά του – καρδιά ενός Αγίου της Εκκλησίας μας – μας δίνει το δικαίωμα να «δούμε» τι θα πει άνθρωπος, όπως τον θέλει ο Θεός κι όπως είναι η κλήση του κάθε τελικώς ανθρώπου. Αν συνεχίζουμε να μένουμε, ακόμη και οι «χριστιανοί», στην εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, την περιορισμένη από τις αισθήσεις μας και τα πλαίσια του κόσμου τούτου, θα ζούμε στο ψέμα και το «σπάραγμα» της πραγματικότητας που μας διαφεύγει παντελώς. Διότι στη θέση των τέκνων του Θεού που είναι η προοπτική μας θα ζούμε με τα «ξυλοκέρατα» της ασωτίας, του «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν» - η απώλεια του εαυτού και η νέκρωση θα συνιστούν πάντοτε το βίωμά μας.

Ο απόστολος Παύλος λοιπόν, βαπτισμένος και χρισμένος, μετανοών και αδιάκοπα κοινωνημένος, ντυμένος τον Χριστό, μας λέει ότι στον κόσμο τούτο, μετά τον ερχομό Εκείνου, ο άνθρωπος κείται υπεράνω όλων των Ουρανών και προεκτείνεται έως εσχάτου της γης διαχρονικά και αιωνίως. Γιατί αυτό μας έδωσε ως δωρεά ο Θεός που έγινε άνθρωπος. Το «έγινε άνθρωπος» αγκαλιάζει τον κάθε άνθρωπο, μέσα στην ανθρώπινη φύση Του ζει και υφίσταται εν χάριτι ο καθένας, με άλλα λόγια ο πιστός που έχει ανοιχτούς τους οφθαλμούς στη βαθειά αυτήν πραγματικότητα είναι ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο. «Εν σαρκί περιπολών Θεός» θα σημειώσει ένας αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας. Στο πρόσωπο κάθε αγίου της Εκκλησίας «βλέπουμε» τον Ίδιο τον Κύριο, το Εγώ Εκείνου που βιώνεται ως περιεχόμενο και της δικής του ύπαρξης. «Δεν ζω πια εγώ, ζει μέσα μου ο Χριστός». Κι αλλού, γιατί αυτή είναι η ζωή του Παύλου: «Για μένα ζωή είναι ο Χριστός». Και τι εξαγγέλλει; «Αυτό που τώρα ζω με το σώμα μου είναι η πίστη μου στον Υιό του Θεού, ο Οποίος με αγάπησε και παρέδωσε τον εαυτό Του για χάρη μου».

Πώς αλλιώς να περιγράψει την υπέρβαση των αισθήσεων και της λογικής με την πίστη; Οι χριστιανοί, οι άνθρωποι δηλαδή που αποδεχτήκαμε την αλήθεια του Χριστού, σπάμε τα στεγανά του κόσμου: Ζούμε μέσα στον Χριστό που είναι η κεφαλή μας, προεκτεινόμαστε λόγω Αυτού οπουδήποτε που ζει Εκείνος. Κι αφού «τα πάντα και εν πάσι Χριστός», κι αφού «Ιησούς Χριστός χθες και σήμερον ο Αυτός και εις τους αιώνας», κι αφού Εκείνος «αγάπη εστί» που «στεγάζει πάντα», άρα δι’ Αυτού και εν Αυτώ περικλείουμε κι εμείς ό,τι κι Αυτός, έχουμε γίνει και γινόμαστε ό,τι κι Αυτός, όλοι ζούμε μέσα στην πανενότητά Του, την οποία εξέφρασε στην αγωνία Του στη Γεθσημανή: «Θέλω όπου ειμί εγώ, κακείνοι ώσι μετ’ εμού». «Ίνα ώσιν εν, καθώς ημείς εν εσμέν». «Ίνα πάντες εν ώσιν».

Μας άνοιξε τα μάτια ο απόστολος με βάση το ένθεο βίωμά του, αλλά μέχρις εκεί. Γιατί έθεσε και την προϋπόθεση, χωρίς την οποία όχι μόνον το «όραμα» και η προοπτική του Χριστού καθίσταται ανενέργητη, αλλά και λειτουργεί, για όσους είμαστε αμελείς και αδιάφοροι, ενάντια και προς τη δωρεά και το χάρισμα που λάβαμε. Και ποια η προϋπόθεση; Τίποτε άλλο από ό,τι εξάγεται ως συμπέρασμα από την ταύτιση του Χριστιανού με τον Χριστό: η συσταύρωση μαζί Του! Γιατί τι λέει ο απόστολος; Πριν αποκαλύψει το βίωμα τού «ζει εν εμοί Χριστός» ομολογεί: «Χριστώ συνεσταύρωμαι»! Είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό. Εν χάριτι δηλαδή ζει την αγάπη Εκείνου, σηκώνει κι αυτός όσο του επιτρέπεται μέσα στον Χριστό τα βάρη και τις αμαρτίες της ανθρωπότητας όλης, ταυτίζεται με τον καθένα, η προσευχή του είναι πάντοτε «εκ συνοχής καρδίας», έμπονη και καρδιακή, «είμαι οφειλέτης όλων» σημειώνει. Μας θυμίζει όλους τους μεγάλους μετέπειτα αγίους που προσεύχονταν λέγοντας ότι μετέχουν σ’ ένα μαρτύριο, μαρτύριο αίματος. «Το να προσεύχεσαι αληθινά για τον άλλον είναι σαν να προσφέρεις το αίμα σου γι’ αυτόν!» (άγιος Σιλουανός του Άθω) – ό,τι σημειώνει και για την Παναγία Μητέρα του Κυρίου ο ίδιος και άλλοι διορατικοί άγιοι.  

Η σύγκριση της ανθρωπολογίας-(θεο)ανθρωπολογίας της χριστιανικής πίστεως με οτιδήποτε άλλο στον κόσμο που κυκλοφορεί ως ανθρωπολογία δεν υφίσταται.

16 Νοεμβρίου 2024

ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)

«῞Ο δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ» (Γαλ. 2, 20)

 ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος συχνά στίς ἐπιστολές του προβάλλει τά προσωπικά του βιώματα ἀπό τή σχέση του μέ τόν Χριστό, προκειμένου νά διδάξει καί νά καθοδηγήσει τούς πιστούς καί τούς μαθητές του στούς ὁποίους ἀπευθύνεται, ὄχι ἁπλῶς ὡς παιδαγωγός ἀλλά ὡς πατέρας πού ἀγωνιᾶ γιά τά πνευματικά του τέκνα. Καί τί τούς λέει; Ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός Σωτήρας τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ὁποῖος τούς ἀπελευθέρωσε ἀπό ὅλα τά δεσμά, ἀκόμη καί ἀπό τήν παιδαγωγική λειτουργία τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Καί τό προσωπικό του αὐτό βίωμα τῆς ἐν Χριστῶ ἐλευθερίας προβάλλει καί στήν ἐπιστολή του πρός Γαλάτας. Συνεχόμενος ἀπό τήν ἀγωνία γιά τή σωτηρία τους, μπροστά στόν κίνδυνο ἀλλοιώσεως τοῦ εὐαγγελίου πού τούς κήρυξε ἀπό τούς ᾽Ιουδαιοχριστιανούς, μαρτυρεῖ: ῾ὅ δέ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀγαπήσαντός με καί παραδόντος ἑαυτόν ὑπέρ ἐμοῦ᾽. Ἡ τωρινή σωματική μου ζωή εἶναι ζωή βασισμένη στήν πίστη μου στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, πού μέ ἀγάπησε καί πέθανε ἑκούσια γιά χάρη μου.

 1. ῾Ο ἀπόστολος εἶναι σαφής: ῾τά ἀρχαῖα παρῆλθε. ᾽Ιδού γέγονε καινά τά πάντα᾽.  Ἡ ζωή πού ζεῖ τώρα, ἀφότου γνώρισε τόν Χριστό, εἶναι μία ζωή διαγραφῆς καί ὑπέρβασης τοῦ παρελθόντος. ῞Ο,τι συνιστοῦσε ζωή του στό παρελθόν, ὅ,τι εἶχε θεωρήσει ὡς κάτι σημαντικό, ἀκόμη κι ὁ ἴδιος ὁ Μωσαϊκός Νόμος, ὁ δοσμένος στούς ᾽Ιουδαίους ἀπό τόν Θεό, αὐτό ἔχει πιά νεκρωθεῖ. Μπροστά στόν Χριστό καί τή ζωή μέ ᾽Εκεῖνον, ὁ Ὁποῖος εἶναι ὁ σκοπός ὅλων, τά πάντα θεωροῦνται ἕνα τίποτε. Θά τό πεῖ μέ ἔνταση σέ ἄλλο σημεῖο: ῞Ολα τά θεωρῶ σκουπίδια, προκειμένου νά κερδίσω τόν Χριστό. ῾῾Ηγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω᾽. ῾Η ζωή του πιά βασίζεται στήν πίστη του στόν Χριστό. ῾Ο Χριστός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού τόν ἀγάπησε, πρόσφερε τή ζωή Του γιά τόν ἴδιο, ὁ ἴδιος βιώνει τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ὡς συσταύρωση μέ Αὐτόν, συνεπῶς ἔχοντας σχέση ταυτίσεως μέ ᾽Εκεῖνον. ῾Χριστῷ συνεσταύρωμαι. Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽.

2. Δέν πρόκειται γιά ἕνα ἀτομικό βίωμα τοῦ ἀποστόλου. Αὐτό πού μαρτυρεῖ ἐκφράζει τό βίωμα κάθε πιστοῦ τῆς ᾽Εκκλησίας, ἀπό τήν ὥρα πού βαπτίζεται ἐν Χριστῷ καί γίνεται μέλος ᾽Εκείνου. ῾Ο κάθε πιστός δηλαδή εἶναι ὀργανικά δεμένος μέ τόν Κύριο, ὡς τό μέλος ἔναντι τοῦ σώματος καί τῆς κεφαλῆς. Τό βάπτισμα συνιστᾶ τή χαρισματική στιγμή τῆς ἐνσωματώσεως τοῦ ἀνθρώπου στόν Χριστό, διά τοῦ βαπτίσματος  πεθαίνει ὁ παλαιός ἄνθρωπος καί γεννιέται ὁ νέος ὁ ἐν Χριστῷ, ὁπότε κάθε πιστός πιά ἀποτελεῖ καί μία προέκταση τοῦ Χριστοῦ, κλαδί στό δένδρο ᾽Εκείνου, κατά τήν εἰκόνα πού ὁ ῎Ιδιος μᾶς ἀπεκάλυψε. ῾᾽Εγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τά κλήματα᾽. Αὐτό πού λέει λοιπόν ὁ ἀπόστολος ἐκφράζει τό ἐκκλησιαστικό του βίωμα: ὅ,τι ζεῖ μέσα στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Νιώθει ταυτισμένος μέ τόν Κύριο, ἕνα μέ Αὐτόν, γιατί αὐτήν τή χάρη ἔδωσε καί δίνει ὁ Κύριος καί  γι᾽ αὐτό ἀκριβῶς ἦλθε στόν κόσμο: ῾ἵνα πάντες ἕν ὦσιν᾽, μέ ᾽Εκεῖνον καί μεταξύ τους. ῾᾽Εγώ ἐν αὐτοῖς καί αὐτοί ἐν ἐμοί᾽.

Κι ἴσως πρέπει νά σημειώσουμε ἐδῶ τή ῾βλασφημία᾽ κάποιων ψυχολόγων, οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας προφανῶς συνείδηση τοῦ τί λένε, θεωροῦν τήν ταύτιση αὐτή τοῦ χριστιανοῦ μέ τόν Χριστό ὡς ψυχολογικό ἐνδιάμεσο, προκειμένου νά προχωρήσουν στήν ἀπόκτηση τῆς δικῆς τους ταυτότητας. Πρόκειται γιά τό λεγόμενο φαινόμενο τοῦ ψυχολογισμοῦ, κατά τό ὁποῖο τά πάντα κρίνονται μέ κριτήρια ψυχολογικῶν ἀρχῶν, συνεπῶς μέ κριτήρια ἀνθρώπινα. ᾽Αλλά τοῦτο δέν συνιστᾶ ἀκριβῶς βλασφημία; ᾽Ακόμη δηλαδή καί τά πνευματικά γεγονότα νά προσεγγίζονται κάτω ἀπό τόν ὁλοκληρωτισμό ἀνθρωπίνων ἀρχῶν; ῾Ὁ πνευματικός πάντα ἀνακρίνει᾽, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ῾αὐτός δέ ὑπ᾽ οὐδενός ἀνακρίνεται᾽. Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά βάλει στό ῾μικροσκόπιο᾽ τοῦ περιορισμένου ἀνθρωπίνου νοῦ ὅ,τι ἀποτελεῖ ἐνέργεια καί χάρη τοῦ Θεοῦ; ῾Τίς ἔγνω νοῦν Κυρίου ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;᾽ Συνεπῶς ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό ἔχει χαρακτήρα μυστηριακό, προσφέρεται ὡς χάρη Θεοῦ στόν  ἄνθρωπο πού βαπτίζεται καί χρίεται, κι ἀπό κεῖ καί πέρα ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή διακρατήσεως καί αὐξήσεως τῆς χάρης αὐτῆς.

3. Κι ἀκριβῶς ὁ ἀπόστολος ἔρχεται νά μᾶς διευκρινίσει τά στοιχεῖα τοῦ μυστηριακοῦ καί πνευματικοῦ αὐτοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βιώματός του: (1) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό προϋποθέτει τόν θάνατο τοῦ ῾ἐγώ᾽, κάτι πού ἐξηγεῖ τό τί σημαίνει συσταύρωση μέ τόν Χριστό.  ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ᾽, λέει, ῾ζῇ ἐν ἐμοί Χριστός᾽. Δέν μπορεῖ δηλαδή κανείς, ἔστω κι ἄν εἶναι βαπτισμένος, νά παραμένει ἐν Χριστῷ, ἐφόσον τό ῾ἐγώ᾽ του εἶναι ζωντανό καί ἐνεργό. Καί τί σημαίνει ῾ἐγώ᾽; ῎Οχι βεβαίως τή συναίσθηση τῆς ἀτομικότητάς μας, ἀλλά αὐτό πού ἐξηγεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ: τή φιλαυτία καί τόν ἐγωϊσμό, συνεπῶς τήν ἴδια τήν ἁμαρτία. Τό ῾ἐγώ᾽ ἐν προκειμένω ταυτίζεται μέ τό ἁμαρτωλό φρόνημα καί ὅ,τι ἔχει ὡς παρακλάδια: τή φιληδονία, τή φιλαργυρία, τή φιλοδοξία. ῎Ετσι δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει ὁ Χριστός μέ τήν ἁμαρτία. Πρέπει νά πεθάνει τό ἁμαρτωλό φρόνημα, ὁ παλαιός, ὅπως εἴπαμε, ἄνθρωπος, γιά νά φανερωθεῖ ὁ νέος ἐν Χριστῷ, πού κύρια γνωρίσματα ἔχει τήν ἐγκράτεια, τήν προσφορά ἐν ἀγάπῃ στόν  συνάνθρωπο, τήν ταπείνωση.

(2) ἡ ἑνότητα μέ τόν Χριστό βιώνεται πάντοτε ῾νῦν᾽, τώρα. Αὐτό πού ζῶ τώρα, λέει ὁ ἀπόστολος. ῞Οχι μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης καί τῆς διαγραφῆς τοῦ παρελθόντος - τό ἐξηγήσαμε παραπάνω - ἀλλά καί μέ τήν ἔννοια τῆς ὑπέρβασης τοῦ πειρασμοῦ τοῦ μέλλοντος. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός τή χριστιανικότητά του τήν ζεῖ στό ἐδῶ καί στό τώρα. Τό τώρα τοῦ δίνει ὡς εὐλογία ὁ Θεός γιά νά ἐργάζεται τή μετάνοιά του - ῾ἔδωκα χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ λέει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ στήν ᾽Αποκάλυψη - κι ὄχι τό χθές ἤ τό αὔριο. ῎Αλλωστε τό χθές παρῆλθε, ἐνῶ τό αὔριο εἶναι ἄδηλο ἄν θά ἔλθει. ῾Μή μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον᾽, λέγει ὁ Κύριος. ῾᾽Αρκετόν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς᾽. Τό τώρα λοιπόν εἶναι τό πεδίο τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα, αὐτό πού ὁ Κύριος προσφέρει γιά νά φανερώσει κανείς τούς καρπούς τῆς ὀργανικῆς σχέσεώς του μέ ᾽Εκεῖνον.

Καί (3) ἡ ἑνότητα μέ τόν Κύριο βιώνεται ῾ἐν σαρκί᾽. Κανείς δέν μπορεῖ δηλαδή νά εἶναι χριστιανός ἔξω ἀπό τό σῶμα του ἤ παραθεωρώντας τό σῶμα του. Ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη κατανοεῖται μέ τρόπο ψυχοσωματικό, συνεπῶς μία χριστιανική ζωή ἐκτός σώματος δέν συνιστᾶ χριστιανική ζωή. ῞Οταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός γίνεται ἄνθρωπος, προσλαμβάνοντας σῶμα καί ψυχή, αὐτό σημαίνει ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ὑπερβεῖ τή βάση αὐτή. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ σωματικότητα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ γιά τήν ᾽Εκκλησία μας τό καίριο κριτήριο ὀρθῆς πίστεως. ῾Πᾶς μή ὁμολογῶν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστίν᾽, βροντοφωνάζει ὁ ἀπόστολος ᾽Ιωάννης. ῎Ετσι ἀφενός κατανοεῖ κανείς τήν ἐπιμονή τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τή συμμετοχή τοῦ σώματος στήν πνευματική ζωή, μέ τίς διάφορες νηστεῖες, τίς γονυκλισίες, τήν ἐν γένει ἐγκράτεια, προκειμένου νά καταπολεμηθεῖ τό ἁμαρτωλό φρόνημά της ὡς στροφή πρός τά πάθη, ἀφετέρου δέν γίνεται ἀποδεκτή μία πνευματικότητα ῾ἐξωσωματικῶν᾽  ἐμπειριῶν. Οἱ διάφορες ῾ἐξωσωματικές᾽  ἐμπειρίες, ἐκεῖνες πού ὅπως εἴπαμε παραθεωροῦν τό ἀνθρώπινο σῶμα γιά νά παραπέμψουν σέ κάποια εἴδη ῾πνευματικῆς᾽ ζωῆς, δέν ἐντάσσονται μέσα στήν ὀρθόδοξη χριστιανική ἐκκλησιαστική παράδοση, γι᾽ αὐτό καί πρέπει νά ἀντιμετωπίζονται μέ μεγάλη ἐπιφύλαξη καί προσοχή.

῾Ο ἀπόστολος Παῦλος γιά μία ἀκόμη φορά καταθέτει τόν ἑαυτό του καί μᾶς καλεῖ νά τόν μιμηθοῦμε. Νά τόν μιμηθοῦμε ὄχι μέ τήν ἔννοια νά ἀναζητήσουμε κάτι ἔξω ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά νά ζήσουμε αὐτό πού ἤδη μᾶς ἔχει δοθεῖ διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος. Κάποτε πρέπει νά πιστέψουμε στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς καί στήν ἤδη ἐγγύτητά Του πρός τόν καθένα μας. Ἡ χριστιανική ζωή εἶναι ζωή πού μᾶς ἀνήκει, ἀρκεῖ νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι τό ἐγώ μας, μέ τόν τρόπο πού ἐξηγήσαμε,  εἶναι καί τό κεντρικό πρόβλημα πού δέν μᾶς ἀφήνει νά ζήσουμε αὐτό πού εἴμαστε: μέλη Χριστοῦ.