21 Δεκεμβρίου 2021

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (5)

Καθίσματα ὄρθρου τῶν Χριστουγέννων. Ἦχος δ΄ (νενανώ).

«Δεῦτε ἴδωμεν πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετά τῶν Μάγων Ἀνατολῆς τῶν Βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν, ἀκαταπαύστως ἐκεῖ. Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν, ᾠδήν ἐπάξιον. Δόξα ἐν ὑψίστοις λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν Σπηλαίῳ τεχθέντι, ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου, ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».

«Τί θαυμάζεις Μαριάμ; Τί ἐκθαμβεῖσαι τῷ ἐν σοί; Ὅτι ἄχρονον Υἱόν, χρόνῳ ἐγέννησα φησί, τοῦ τικτομένου τήν σύλληψιν μή διδαχθεῖσα. Ἄνανδρός εἰμι, καί πῶς τέξω Υἱόν; Ἄσπορον γονήν τίς ἑώρακεν; Ὅπου Θεός δέ βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται. Χριστός ἐτέχθη, ἐκ τῆς Παρθένου, ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».

(Εμπρός, ας δούμε οι πιστοί πού γεννήθηκε ο Χριστός. Ας ακολουθήσουμε λοιπόν τον αστέρα εκεί που πηγαίνει, μαζί με τους Μάγους Βασιλείς της Ανατολής. Άγγελοι υμνολογούν, χωρίς σταματημό εκεί, επάξια ωδή προς τα γεγονότα – και οι Ποιμένες στους αγρούς γίνονται μέτοχοι αυτής της ουράνιας μελωδίας. Και ψάλλουν οι άγγελοι: Δόξα στον Ύψιστο Θεό που γεννήθηκε σήμερα σε σπήλαιο από την Παρθένο και Θεοτόκο στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας.

Γιατί θαυμάζεις, Μαριάμ; Γιατί μένεις έκθαμβη μ’ αυτό που σου συνέβη; Διότι, λέει, τον άχρονο Υιό του Θεού τον γέννησα εν χρόνω, χωρίς να έχω διδαχτεί πώς συνελήφθη αυτός που γέννησα. Δεν έχω άνδρα και πώς θα γεννήσω Υιό; Ποιος έχει δει γέννα χωρίς σπορά ανδρός; Όμως όπου θέλει ο Θεός ξεπερνιέται η φυσική τάξη των πραγμάτων, καθώς είναι γραμμένο στη Γραφή. Ο Χριστός γεννήθηκε από την Παρθένο στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας).

Στό πρῶτο κάθισμα, ὁ ὑμνογράφος ξεκινώντας ἀπό τά ἱστορικά γεγονότα, ὅπως καταγράφονται στά Εὐαγγέλια: τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τόν ἐρχομό τῶν Μάγων τῆς Ἀνατολῆς μέ τόν ἀστέρα πού τούς καθοδηγεῖ, τούς ποιμένες πού βόσκουν τά πρόβατά τους, τούς ἀγγέλους πού δοξολογοῦν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ, μᾶς καλεῖ νά γίνουμε καί ἐμεῖς αὐτόπτες καί αὐτήκοοι τῶν ἴδιων γεγονότων: νά δοῦμε καί ν’ ἀκούσουμε τά ἴδια μέ τούς μάγους καί τούς βοσκούς, ἀλλά καί νά ψάλουμε τό «δόξα» μαζί μέ τούς ἀγγέλους. Κι αὐτό γιατί; Διότι κατά τήν Ἐκκλησία μας, πού στόμα της εἶναι ὁ ὑμνογράφος, ἡ μεγάλη αὐτή Δεσποτική ἑορτή, ὅπως καί κάθε ἄλλη ἀσφαλῶς ἑορτή, ἄν δέν ἔχει τό στοιχεῖο τῆς μέθεξης, τῆς προσωπικῆς μετοχῆς τοῦ πιστοῦ, δέν ἔχει κανένα νόημα. Καταντᾶ μία κοινοτυπία κι ἴσως ἕνα παραμύθι πού συνέβη «μιά φορά κι ἕναν καιρό…». Ἡ Ἐκκλησία  ὅμως τίς γιορτές τίς ζεῖ κάθε φορά «σήμερον», μέ τή δύναμη τοῦ ἁγίου Πνεύματος, κι αὐτό σημαίνει ὅτι εἴμαστε ὄχι ἀπ’ ἔξω ἀλλά μέσα στά γεγονότα. Κι αὐτό γίνεται ὅταν ζοῦμε τίς ἐκκλησιαστικές ἀκολουθίες. Τό ἴδιο σκεπτικό βλέπουμε καί στό δεύτερο τροπάριο: συνομιλοῦμε μέ τήν Παναγία μας, τήν ρωτᾶμε γιά τό μυστήριο στό ὁποῖο μετέχει,  γιά τήν ἀπορία της καί τήν ἐν πίστει ὑπακοή της. Καί τελικά ἡ ἀλήθεια εἶναι μία, κι ἄς μήν τήν καταλαβαίνουμε κι ἐμεῖς: «Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».  

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΛΙΑΝΗ Η ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ

«Η αγία Ιουλιανή έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού και ήταν κόρη πλουσίων γονέων, οι οποίοι την μνήστευσαν με κάποιο συγκλητικό, ονόματι Ελεύσιο. Ενώ ο Ελεύσιος ήθελε να την νυμφευθεί, δεν δέχτηκε η αγία, η οποία του είπε: Εάν δεν αποκτήσεις πρώτα την εξουσία της πόλεως, δεν συνέρχομαι σε γάμο μαζί σου. Αυτός πράγματι καταστάθηκε στο αξίωμα του επάρχου, αλλά αυτή του είπε πάλι: Εάν δεν μεταστραφείς στην πίστη των χριστιανών από τη θρησκεία των ειδώλων, δεν καταδέχομαι την κοινωνία σε γάμο με εσένα. Αυτός τότε αποκάλυψε τα πάντα στον πατέρα της παρθένου, ο οποίος, επειδή δεν μπόρεσε να της αλλάξει την πίστη στον Χριστό, την παρέδωσε κατά τους νόμους της εποχής προς εξέταση στον έπαρχο και μνηστήρα της. Ο μνηστήρας της την γύμνωσε από τον χιτώνα της και έδωσε εντολή σε ένδεκα στρατιώτες να την μαστιγώσουν με ωμά βούνευρα, τόσο που την καταξέσχισαν. Στη συνέχεια την κρέμασαν από τα μαλλιά, ώστε αποσπάσθηκε το δέρμα της κεφαλής της, έπειτα κατέφλεξαν τις πλευρές της με σίδερα πυρωμένα, όπως και διαπέρασαν από το μέσο των μηρών της άλλο σίδερο πυρακτωμένο και αυτό. Στο τέλος, έδεσαν τα χέρια της στα πλευρά της και κατά την εντολή του επάρχου την οδήγησαν στη φυλακή. Την ίδια λοιπόν  νύκτα που ρίχτηκε στη φυλακή και ενώ προσευχόταν, της εμφανίστηκε ο αφανής εχθρός και πολέμιος όλων διάβολος, σε σχήμα αγγέλου, ο οποίος την προέτρεπε να θυσιάσει στα είδωλα και να ελευθερωθεί. Η αγία όμως, αφού τον απώθησε, τον έκανε και χωρίς τη θέλησή του να ομολογήσει όλα τα σχετικά με αυτόν. Την οδήγησαν πάλι στον έπαρχο και επειδή παρέμενε αμετάθετη στην αγάπη του Χριστού, την έριξαν σε καμίνι που το είχαν ανάψει πολύ. Το καμίνι σβήστηκε με παράδοξο τρόπο, με αποτέλεσμα πεντακόσιοι άνδρες να πιστέψουν στον Χριστό, οι οποίοι και τελειώθηκαν αμέσως με ξίφος, μαζί με εκατόν τριάντα γυναίκες. Η μάρτυς στη συνέχεια ρίχτηκε σε φλογισμένο λέβητα, αλλά ο λέβητας έγινε λουτρό για τη μακάρια Ιουλιανή. Κι όχι μόνο αυτό: ο λέβητας λύθηκε και χύθηκε έξω το πυρακτωμένο περιεχόμενό του, σαν να κινήθηκε από κάποια μηχανή, και κατέστρεψε τους απίστους που βρίσκονταν ολόγυρά του. Από όλα αυτά η μάρτυς παρέμεινε αβλαβής, γι’ αυτό και υπέστη τελικά τον διά ξίφους θάνατο. Ήταν δε όταν μνηστεύτηκε τον Ελεύσιο ένδεκα χρονών, ενώ όταν μνηστεύτηκε τον Χριστό διά του μαρτυρίου, δεκαοκτώ χρονών. Τελείται δε η σύναξή της στον ναό αυτής, που βρίσκεται πλησίον της αγίας μάρτυρος Ευφημίας στο Πέτριο».

Η αγία Ιουλιανή συνιστά, κατά τον άγιο Ιωσήφ, τον υμνογράφο της αγίας, τον μαγνήτη, που μαγνήτισε τον ίδιο τον Κύριο και Θεό της. Ήταν τέτοιες και τόσες οι αρετές της, λόγω της πληγωμένης από έρωτα Κυρίου καρδιάς της, ώστε Εκείνος την αγάπησε για το κάλλος της ψυχής της και την οδήγησε στον νυμφώνα της βασιλείας Του. Για τον υμνογράφο δηλαδή η αγία Ιουλιανή ανήκει στη χορεία των πέντε παρθένων της γνωστής παραβολής, που «εισήλθον μετ’  αυτού εις τους γάμους». Η παρθενία της δεν υπήρξε στείρα και άκαρπη, αλλά πλήρης του ελαίου της χάριτος του Θεού. «Πληγώθηκες από τον γλυκύτατο έρωτα του Χριστού, πανεύφημε», «γι’ αυτό ο Κύριος αγάπησε το κάλλος σου τώρα και σε έβαλε μέσα στον φωτεινότατο νυμφώνα Του». Η αγία δηλαδή κατενόησε από πολύ μικρή ότι ο Χριστός, αν θέλει κανείς να νιώσει τη δύναμη και τη χάρη Του, δεν είναι το περιθώριο της ζωής, αλλά το κέντρο και η διαρκής αναφορά. Όπως Εκείνος μας προσέφερε όλον τον Εαυτό Του, κατά τον ίδιο τρόπο ζητάει και τη δική μας ολοκληρωτική προσφορά. «Ολόκληρο τον εαυτό σου πρόσφερες στον Θεό», σημειώνει ο υμνογράφος.

Με τον τρόπο αυτό η αγία Ιουλιανή είδε εμπειρικά να πραγματοποιείται και στον εαυτό της η υπόσχεση του Κυρίου, ότι όποιος θα Τον αγαπήσει αληθινά, θα γίνει κατοικητήριο δικό Του, θα Τον δει να φανερώνεται ο Ίδιος  στην ύπαρξή του. Κι είναι αυτό που αδιάκοπα κραυγάζει η Εκκλησία και οι άγιοί μας: η πίστη μας δεν είναι κάτι το θεωρητικό, αλλά αγκαλιάζει και το σώμα και την ψυχή μας. Μόλις νιώσει κανείς λίγο την αγάπη του Θεού, αμέσως Εκείνος καθίσταται ένοικος της ψυχής και του σώματος του ανθρώπου. «Έκανες την ψυχή σου πανάγιο ναό του Θεού, ένδοξε». Ο υμνογράφος όμως γίνεται σαφής. Δεν θέλει να αφήσει περιθώριο παρεξήγησης, ώστε να νομίσει κανείς ότι έχει φτάσει αυτήν την αγάπη. Συνεχίζει λοιπόν για την αγία: «Έκανες την ψυχή σου ναό πανάγιο του Θεού, με το να ζεις πάντοτε μέσα στους θείους ναούς, με τους ύμνους και τις προσευχές». Με άλλα λόγια, η αγάπη του Θεού προϋποθέτει την ένταξη στην Εκκλησία, την αγάπη για τις ακολουθίες της Εκκλησίας, την αγάπη για τους ύμνους και τις προσευχές. Πράγματι, δεν υπάρχει πιο άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος να αγαπήσει κανείς τον Θεό από το να εμβαπτίζει διαρκώς την ύπαρξή του σε ό,τι αποτελεί χώρο του Θεού και τραγούδια του Θεού. Που σημαίνει: αν σήμερα η αγάπη προς τον Θεό έχει υποχωρήσει, κατά το μεγαλύτερο μέρος φταίει η μικρή ή και μηδαμινή σχέση του ανθρώπου με την λατρεία της Εκκλησίας.

Ο άγιος Ιωσήφ, εν αγνοία του, επισημαίνει κάτι που ιδιαιτέρως στην εποχή μας αποτελεί σχεδόν παραδοξότητα: το «ερύθημα της παρθενίας». Λέγοντας για την μάρτυρα ότι στράφηκε ολοκληρωτικά προς τον Χριστό τονίζει ότι έκανε το φυσικό κόκκινο χρώμα της παρθενίας, το κοκκινάδι δηλαδή της σεμνότητας και της ντροπαλοσύνης, πιο λαμπρό με το αίμα του μαρτυρίου της. Τι ωραία εικόνα! Τι ποιητική σύλληψη! Μας λέει να δούμε με τα μάτια της ψυχής μας την αγία γεμάτη σεμνότητα, με κόκκινα τα μάγουλά της από τη χάρη της παρθενίας της. Κι αυτό το κόκκινο να το δούμε πιο έντονο πια, μετά το μαρτύριό της. Το μαρτύριό της δηλαδή ήταν η συνέχεια της παρθενίας της. Η επιβεβαίωση της σεμνότητάς της και της χάρης που την διακατείχε. Έτσι μας καθοδηγεί ο υμνογράφος να δούμε και το νόημα της παρθενίας: ως της καθαρότητας πρωτίστως της ψυχής διά της ανατάσεως αυτής προς τον Σωτήρα Χριστό. Κι αυτή η ανάταση είναι ένα είδος μαρτυρίου, του μαρτυρίου της συνειδήσεως, που προεκτείνεται και με το μαρτύριο του αίματος, όταν ζητηθεί κάτι τέτοιο.

Πώς να μην ενεργήσει η χάρη του Θεού μέσα σε ένα τέτοιο πλάσμα; Πώς ο Χριστός να μην την διατηρήσει αβλαβή από όσα οι δαιμονοκίνητοι διώκτες της τής έκαναν; Πώς να μην επηρεαστούν βλέποντάς την όλοι οι καλοπροαίρετοι άνθρωποι; Και τι λέει επ’ αυτού ο άγιος Ιωσήφ; Όλοι αυτοί που μέσω της αγίας βρήκαν την πίστη του Χριστού υπήρξαν και η δική της προίκα σ’  Εκείνον. «Σαν πολύτιμη προίκα πρόσφερες στον Νυμφίο Χριστό, αθλοφόρε ένδοξε Ιουλιανή, όλους εκείνους τους αγίους ανθρώπους, που πίστεψαν στον Χριστό από τα θαυμάσια που με πίστη τέλεσες». Η αγία Ιουλιανή μας καθοδηγεί και σ’ αυτήν την αλήθεια: η αγία βιοτή μας, η συνεπής πορεία μας πάνω στα χνάρια του Χριστού λειτουργεί ιεραποστολικά: φέρνει και άλλους στον Χριστό. Κι αυτό λογαριάζεται σε εμάς. Συνιστά την προίκα μας μπροστά στον Χριστό. Πόση «προίκα» τέτοια άραγε θα φέρουμε κι εμείς μαζί μας; Πόσους ανθρώπους δηλαδή θα έχουμε επηρεάσει θετικά σε όλη την επίγεια ζωή μας, ώστε αυτό να «μετρήσει» υπέρ ημών στην κρίση του Θεού;

20 Δεκεμβρίου 2021

ΛΟΓΙΑ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΒΛΕΠΩ ΠΟΥΘΕΝΑ ΤΟΝ ΘΕΟ;

«Ο άνθρωπος, ζώντας πνευματικά, αρχίζει να βλέπει παντού τον Θεό· και όσο πιο πνευματικά ζει, τόσο πιο καθαρά Τον βλέπει. Απεναντίας, όταν ζει σαρκικά, πουθενά δεν βλέπει τον Θεό και τη δύναμή Του. Παντού βλέπει σάρκα και ύλη» (άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης).

Ο μέγας άγιος της Ρωσικής Εκκλησίας Ιωάννης της Κροστάνδης εκτός από το τεράστιο πνευματικό και κοινωνικό έργο που επιτέλεσε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του μάς άφησε και πολλά γραπτά, τα οποία είναι γεμάτα από Πνεύμα Θεού. Στο παραπάνω μικρό απόσπασμα επισημαίνει μέσα από την εμπειρία του μία από τις μεγαλύτερες αλήθειες, τις οποίες αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού: η θέα του Θεού δεν είναι πρωτίστως θέμα Εκείνου, αλλά του ίδιου του ανθρώπου – της ποιότητας του εσωτερικού του κόσμου. Αν ο εσωτερικός κόσμος μας, δηλαδή αυτό που λέμε «καρδιά», είναι καθαρός, τότε διανοίγονται οι οφθαλμοί της ψυχής – υπάρχουν και πνευματικές αισθήσεις – και βλέπουμε τον Θεό παντού.

Τον βλέπουμε στη φύση και σε όλη τη δημιουργία, γιατί «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» και «πάντα δι’ Αυτού εγένετο και χωρίς Αυτού εγένετο ουδε εν ο γέγονε»∙ Τον βλέπουμε κατεξοχήν στον συνάνθρωπό μας, γιατί αποτελεί εικόνα του Χριστού κατά την αποκάλυψή Του και «εφόσον εποιήσαμεν ενί τούτων των ελαχίστων Αυτώ εποιήσαμεν»: ο συνάνθρωπος είναι μία μυστική παρουσία του Χριστού∙ Τον βλέπουμε και στον ίδιο τον εαυτό μας, ακριβώς για τον ίδιο με τον παραπάνω λόγο – πρώτος συνάνθρωπός μας είμαστε εμείς οι ίδιοι για τον εαυτό μας! Κι ακόμη: Μπορούμε και Τον βλέπουμε και σε οτιδήποτε άλλο είναι δικό Του – τους λόγους και τις εντολές Του, τις προσευχές που μας δίδαξε και μας ενέπνευσε, οτιδήποτε τελικώς υφίσταται στον κόσμο. «Τα πάντα και εν πάσι Χριστός» δεν λέει και ο απόστολος Παύλος που κατεξοχήν αυτός είχε τη χαρισματική αυτή εμπειρία της πίστεως, όπως και «εν αυτώ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν»;

Κι ακόμη κατά τον άγιο: η θέα αυτή του Θεού βαίνει αυξανόμενη ανάλογα με την ένταση της πνευματικής μας ζωής - ό,τι συμβαίνει και με τους σωματικούς οφθαλμούς: υγιής οφθαλμός βλέπει τα πάντα καθαρά, ασθενής οφθαλμός βλέπει θαμπά και δυσδιάκριτα. Και τι σημαίνει πνευματική ζωή; Ζωή σύμφωνα με το άγιο θέλημα Κυρίου του Θεού μας, καθώς ενισχύεται μάλιστα αυτή από την ίδια τη χάρη του Θεού μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Οπότε για έναν άγιο άνθρωπο η θέα του Θεού είναι «δεδομένη» - η πίστη του όντως γι’ αυτόν συνιστά μία καθαρή όραση. Είναι αυτό που βεβαίωσε ο Κύριος: «μακάριοι είναι αυτοί που έχουν καθαροί την καρδιά, δηλαδή τηρούν το θέλημα του Θεού: την ταπείνωση και την αγάπη, γιατί αυτοί θα δουν τον Θεό».

Από την άλλη, η διαπίστωση είναι εξίσου προφανής και αυτήν επισημαίνει ο άγιος Ιωάννης: άνθρωπος που «ζει σαρκικά, πουθενά δεν βλέπει τον Θεό και τη δύναμή Του. Παντού βλέπει σάρκα και ύλη»! Και σαρκικά ζει ο άνθρωπος που έχει προσανατολιστεί αποκλειστικά στον υλικό κόσμο, αποσκοπώντας μόνο στην ικανοποίηση των αισθήσεών του, κατά το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν».

Πού λοιπόν είναι ο Θεός; Γιατί δεν Τον βλέπουμε; Γιατί δεν μας φανερώνεται; Γιατί δεν κάνει αισθητή την παρουσία Του για να μας «πείσει» για την ύπαρξή Του; Τα «κλασικά» ερωτήματα που θέτουμε, κατά τον άγιο και σύνολη βεβαίως την αγιογραφική και πατερική παράδοση, γιατί ακολουθούμε την «πεπατημένη» οδό των αδιάφορων ανθρώπων που έχουν μάθει να επιρρίπτουν την ευθύνη πάντοτε για όλα στους άλλους, κυρίως δε στον Θεό – Εκείνος μάς δημιουργεί το πρόβλημα! Η απάντηση όμως είναι απλούστατη, αλλά όπως καταλαβαίνουμε απαιτεί κινητοποίηση και «ξεβόλεμα» από τα πάθη μας: να κοιτάξουμε τον εαυτό μας και την κατάσταση της καρδιάς μας – βλέπουμε και ακούμε με ό,τι ενεργεί μέσα μας. Και να μετανοήσουμε. Τότε πράγματι κατά την αναλογία της διάθεσης και του πόθου μας θα Τον δούμε να ανατέλλει στην ύπαρξή μας και να γευόμαστε το φως Του! Ίσως οι μάγοι της μακρινής Περσίας κατά τη γέννηση του Χριστού έχουν να μας πουν πολλά πράγματα επ’ αυτού!

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (4)

Προεόρτιο ἰδιόμελο. Ἦχος πλ. δ΄.

«Ὑπόδεξαι Βηθλεέμ, τήν τοῦ Θεοῦ Μητρόπολιν. Φῶς γάρ τό ἄδυτον ἐπί σέ γεννῆσαι ἥκει. Ἄγγελοι θαυμάσατε ἐν οὐρανῶ, ἄνθρωποι δοξάσατε ἐπί τῆς γῆς, Μάγοι ἐκ Περσίδος, τό τρισόκλεον δῶρον προσκομίσατε. Ποιμένες ἀγραυλοῦντες, τόν τρισάγιον ὕμνον μελῳδήσατε. Πᾶσα πνοή αἰνεσάτω τόν Παντουργέτην».

(Υποδέξου, Βηθλεέμ, τη Μητρόπολη του Θεού, την Παναγία. Διότι έχει έλθει για να γεννήσει στον τόπο σου το αιώνιο φως, τον Χριστό. Άγγελοι θαυμάστε στον ουρανό, άνθρωποι δοξάστε στη γη, Μάγοι από την Περσία προσκομίστε το τρισένδοξο δώρο. Ποιμένες που είστε άγρυπνοι στους αγρούς μελωδήστε τον τρισάγιο ύμνο. Κάθε άνθρωπος και κάθε ον που αναπνέει ας δοξολογήσει τον Δημιουργό των πάντων).

Ὁ ἐκκλησιαστικός ὑμνογράφος κινεῖται ἀδιάκοπα στό ἐπίπεδο τοῦ θάμβους πού τοῦ προκαλεῖ τό μυστήριο τῆς Γέννησης τοῦ Θεοῦ ὡς ἀνθρώπου. Καί μαζί μ’ αὐτόν κι οἱ ὑπόλοιποι πιστοί. Γιατί  ξέρουμε πώς τό ἐκκλησιαστικό ποίημα δέν εἶναι ἕνα ἀτομικό ἐπίτευγμα· εἶναι γεγονός ὁλόκληρου τοῦ λαοῦ. Ὁ ὑμνογράφος γίνεται τό στόμα καί τό χέρι τοῦ λαοῦ, γιά νά μιλήσει καί νά γράψει ὅ,τι ὁ λαός ζεῖ καί βιώνει. Γι’ αὐτό καί δέν ἔχει ἀπόλυτη σημασία τό ποιός εἶναι ὁ ὑμνογράφος κάθε φορά ἑνός ποιήματος πού ἡ Ἐκκλησία τραγουδᾶ. Τό ζητούμενο εἶναι τό νόημα, τό περιεχόμενο αὐτοῦ πού ζοῦν οἱ πιστοί. Τό ἴδιο λοιπόν βλέπουμε καί στό παραπάνω τροπάριο, δοξαστικό τοῦ πλ. δ΄, ἀπό τά ἀπόστιχα τοῦ ὄρθρου τῆς παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων. Ὁ ὑμνογράφος καλεῖ τή Βηθλεέμ, τόν τόπο τῆς γέννας τοῦ Σωτήρα, νά ὑποδεχθεῖ τήν Παναγία Μητέρα μέ τό κυοφορούμενο ἔμβρυο. Γιατί αὐτό τό ἔμβρυο εἶναι ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, «τό φῶς τό ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τόν κόσμον». Ὁ θαυμασμός τῶν ἀγγέλων, ἡ δοξολογία τῶν ἀνθρώπων, ἡ προσφορά τῶν δώρων ἀπό τούς φωτισμένους Μάγους τῆς Ἀνατολῆς, ἡ μελωδία τῶν Ποιμένων εἶναι ἡ μόνη πρέπουσα στάση. Διαρκῶς ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἀνοίγει τά μάτια γιά νά δοῦμε τή συμπαντική σημασία τῆς Γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΙΓΝΑΤΙΟΣ Ο ΘΕΟΦΟΡΟΣ

«Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν διάδοχος των Αποστόλων, δεύτερος μετά τον Εύοδο επίσκοπος της Εκκλησίας των Αντιοχέων, μαθητής του Ιωάννου του Θεολόγου μαζί με τον επίσκοπο της Εκκλησίας των Σμυρναίων Πολύκαρπο. Οδηγήθηκε στον βασιλιά Τραϊανό, όταν αυτός διάβαινε προς τους Πάρθους. Κι αφού ο βασιλιάς συζήτησε επ’ αρκετόν μαζί του και διεπίστωσε το αμετάθετο της πίστεώς του στον Χριστό, αμέσως έδωσε εντολή να τον κτυπήσουν με μολύβδινες σφαίρες. Κι αφού του άπλωσαν τα χέρια, του έβαλαν φωτιά. Του έφλεξαν στη συνέχεια τις πλευρές με αναμμένα ξύλα βουτηγμένα στο λάδι, τον έβαλαν να σταθεί πάνω σε άνθρακες, του χάραξαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια. Επειδή όμως υπερίσχυσε σε όλα αυτά, στάλθηκε δεμένος με συνοδεία δέκα στρατιωτών στη Ρώμη, για να γίνει τροφή των θηρίων. Αφού οδηγήθηκε στη Ρώμη και στήριξε κατά την πορεία του τις Εκκλησίες των πόλεων από τις οποίες  διερχόταν, προσευχήθηκε να φαγωθεί από τα θηρία, ώστε, όπως έλεγε, να γίνω καθαρός άρτος στον Θεό. Γι’ αυτό, όταν ρίχτηκε στο αμφιθέατρο, κατασπαράχθηκε από τα λιοντάρια που τα άφησαν να επιπέσουν εναντίον του, αφήνοντας από αυτόν μόνον τα παχύτερα από τα οστά του, τα οποία μαζεύτηκαν και μεταφέρθηκαν στην Αντιόχεια. Ο άγιος Ιγνάτιος ήταν ο μακάριος εκείνος, τον οποίο, όταν ακόμη ήταν νήπιο, λένε ότι τον αγκάλιασε ο Δεσπότης Χριστός και είπε: Εάν κανείς δεν ταπεινώσει τον εαυτό του σαν το παιδί αυτό, δεν πρόκειται να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Και όποιος δεχθεί ένα από τα παιδιά αυτά στο όνομά μου, εμένα δέχεται. Για τον λόγο αυτό κλήθηκε και Θεοφόρος. Αυτόν τίμησε με εγκώμια και ο άγιος πατέρας μας Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη Μεγάλη Εκκλησία».

Δεν θα σταθούμε στις όντως εκ φωτός Θεού ποιητικές συλλήψεις του μεγάλου υμνογράφου της Εκκλησίας μας αγίου Ανδρέου Κρήτης για τον άγιο Ιγνάτιο τον Θεοφόρο. Δεν θα επιμείνουμε δηλαδή στη σύνδεση που επιχειρεί να κάνει μεταξύ Χριστουγέννων και εορτής του αγίου («η φωτοφόρος ημέρα των λαμπρών αγώνων σου προκηρύσσει σε όλους αυτόν που γεννήθηκε από Παρθένο. Διότι διψώντας να απολαύσεις πάρα πολύ τον Κύριο από πόθο, έσπευσες να φαγωθείς από τα θηρία»), ούτε στον παραλληλισμό που επιχειρεί μεταξύ αυτού και του πατριάρχη Αβραάμ, θέλοντας να τονίσει το μέγεθος της θυσίας του και βρίσκοντας και πάλι ευκαιρία να αναφερθεί στο γεγονός της Γέννησης του Χριστού («Ο Αβραάμ κάποτε θυσίαζε τον υιό του Ισαάκ, προτυπώνοντας έτσι τη σφαγή Αυτού που κατέχει τα πάντα και σπεύδει τώρα να γεννηθεί σε σπήλαιο∙ κι εσύ, θεόφρον, πρόσφερες όλον τον εαυτό σου σαν σφάγιο στον Κτίστη σου»). Ούτε όμως ακόμη θα αναφερθούμε στη σπουδαία αφαιρετικής μορφής έμπνευσή του, να δει αφενός ως δημίους του αγίου  τα σιαγόνια των λιονταριών, αφετέρου ως τάφο του τα σπλάχνα και τα στομάχια εκείνων: «Τα δόντια των θηρίων, λέγει, ας γίνουν για μένα ξίφη και ρομφαίες και σφαγές, ενώ τάφος μου ας είναι τα σπλάχνα των λιονταριών».

Εκείνο που κυρίως αξίζει να τονίσει κανείς περισσότερο από την κατά Χριστόν πολιτεία του αγίου Ιγνατίου είναι ό,τι ο άγιος Ανδρέας Κρήτης σημειώνει, θέλοντας να δείξει τη διπλή διάσταση του έργου του και συνεπώς την προσφορά του στην Εκκλησία: το μαρτύριο και την ποιμαντική του. «Ας υμνηθεί ο Ιγνάτιος, ο μέγας Ιερέας, με διπλό στεφάνι: ως μάρτυρας και ως Ποιμένας». Γιατί η επικέντρωση κυρίως στο μαρτύριο και την ποιμαντική του; Διότι αφενός ήταν εκείνος ο αποστολικός πατέρας που θεολόγησε περί του μαρτυρίου, ως γεγονότος που αποτελεί απάντηση αγάπης και έρωτος στην αγάπη και τον έρωτα του ίδιου του εν Χριστώ Θεού μας, όπως μαρτυρεί ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος «ημείς αγαπώμεν ότι Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Πρώτα μας αγάπησε ο Χριστός, Αυτός πρώτα θυσιάστηκε για εμάς, και εμείς έπειτα με τη δύναμη Εκείνου μπορούμε και Τον αγαπάμε, κι ακόμη και  θυσιαζόμαστε για Εκείνον.

Ο τονισμός της αγάπης προς τον Χριστό ως θερμού έρωτα προς Εκείνον αποτελεί τον πυρήνα της εν Χριστώ ύπαρξης του αγίου Ιγνατίου. Δεν μιλάμε για μία απλή στροφή του νου και της καρδιάς προς Εκείνον. Δεν μιλάμε για μία συμπάθεια. Τέτοιες καταστάσεις θεωρούνται τα πρώτα σκαλοπάτια, που υποβαθμίζουν πολύ  αυτό που ένιωθε ο άγιος Ιγνάτιος. Η αγάπη του προς τον Χριστό, κυριολεκτικά φωτιά πυρακτωμένη στο έπακρον,  μπορεί να παραλληλισθεί μόνον με τα ανάλογα αισθήματα και τις πνευματικές εμπειρίες των αποστόλων Ιωάννου και Παύλου.  Δεν είναι τυχαίο ότι τον χαρακτήρισαν συνεχιστή των δύο αυτών μεγάλων αποστόλων, που ζούσαν  σε σχέση ταύτισης με τον ίδιο τον Χριστό. Γι’ αυτό και ο άγιος υμνογράφος δεν παύει να εξυμνεί, στο μεγαλύτερο τμήμα της ακολουθίας που συνέθεσε,  ακριβώς αυτόν τον θερμό έρωτα του αγίου προς τον Κύριο.

  «Ιερώτατε Ιγνάτιε, συ που πληγώθηκες από την τέλεια αγάπη, όταν ο φλογισμένος έρωτας σού κατέφλεγε την ψυχή, βιάζοντάς σε να πορευτείς, Πάτερ, προς τον Δεσπότη Κύριο»∙ «Φλογισμένος στο πνεύμα πάντοτε, ο ιερομάρτυς Ιγνάτιος, έκραζε με πόθο, μέσα στους κινδύνους: Με χαρά καταδιώκω τον Χριστό, είμαι σταυρωμένος μαζί με τον Χριστό. Δεν ζω πια εγώ, αλλά, λέγει, ζει μέσα μου αποκλειστικά ο Χριστός»∙ «Σπεύδω να γίνω μαθητής του Χριστού. Μόνο τον Χριστό επιθυμώ. Διότι όλος ανήκω σ’ Αυτόν, φώναζες αθλητή. Αυτός είναι η επιδίωξή μου, Αυτόν βιάζομαι να φθάσω. Και γι’ αυτό τη φωτιά και το ξίφος και τα θηρία, όλα τα υπομένω, προκειμένου να συναντηθώ μαζί Του».

Κι εκτός από το μαρτύριο ο άγιος Ανδρέας Κρήτης τονίζει αφετέρου την ποιμαντική του ιερομάρτυρα Ιγνατίου. Ο άγιος Ιγνάτιος υπήρξε ο ποιμένας που ακριβώς θεολόγησε προς χάρη του ποιμνίου του. Και βεβαίως ήταν αληθινός ποιμένας, γιατί αυτό που δίδασκε πρώτα το ζούσε, φτάνοντας στο σημείο και της θυσίας του εαυτού του προς χάρη του Χριστού και των πιστών του. Κατά τον λόγο του ίδιου του Κυρίου: «ο ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων». Κι αυτήν τη θυσιαστική αγάπη του την βλέπουμε αποτυπωμένη στις εξαίσιες και Καινοδιαθηκικού ύψους επιστολές του. Με τις επιστολές που άφησε ο άγιος ιερομάρτυρας, καρπός των τελευταίων ημερών του, στην πορεία του προς τη Ρώμη και το μαρτύριό του, καταθέτει την ίδια την ψυχή του και το βάθος της αγάπης του προς τον Χριστό, όπως είπαμε, και τους εν Χριστώ αδελφούς του. Σ’ αυτές βλέπουμε τον αληθινό μέγα ιερέα Ιγνάτιο, να ιερουργεί τον ίδιο τον εαυτό του, προσφέροντάς τον θυσία στον Χριστό. Σαν το σιτάρι που αλεσμένο από τα δόντια των θηρίων και φλογισμένο στη φωτιά της αγάπης κατατίθεται ως καθαρός άρτος ενώπιον του Χριστού. «Είμαι σιτάρι του Δημιουργού Θεού και με τα δόντια των θηρίων πρέπει να αλεστώ οπωσδήποτε, προκειμένου να φανώ στον Λόγο Χριστό, τον Θεό μας, καθαρότατος άρτος».

Δεν είναι όμως οι επιστολές του αγίου Ιγνατίου μνημείο μόνο της αγάπης του προς τον Χριστό. Μέσα σ’ αυτές περιέχονται και οι απόψεις του που στήριξαν την Εκκλησία σε εποχή που κινδύνευε αυτή από διαφόρους αρνητές της. «Μιμούμενος  τους κινδύνους που πέρασε στα διάφορα μέρη ο Παύλος, Ιγνάτιε, και όντας δέσμιος, δεν σταμάτησες καθόλου να στηρίζεις με πυκνά γράμματα τις Εκκλησίες του Χριστού». «Δεν έπαυσες και δέσμιος ακόμη να στηρίζεις τις Εκκλησίες, στέλνοντας επιστολές, από κάθε πόλη που περνούσες, σε όλους τους ιεράρχες του Χριστού, και λέγοντάς τους να έχουν θάρρος». Ο άγιος Ανδρέας βεβαίως λόγω της φύσεως του έργου του: να εγκωμιάσει τον άγιο Ιγνάτιο, δεν προσδιορίζει, πέραν της αγάπης του αγίου προς τον Χριστό, και τις άλλες αλήθειες και προτροπές του. Κι αυτά που τόνιζε,  πράγματι ήταν στηριγμός που έσωσαν την Εκκλησία από τους κινδύνους των αιρετικών: τη θέση του επισκόπου, ως ορατού κέντρου της Εκκλησίας, την ενότητα επομένως αυτής που υπάρχει από τον επέχοντα θέση Χριστού επίσκοπο, τη συμμετοχή στη μία Θεία Ευχαριστία, την οποία τελεί σε κάθε τόπο ο Επίσκοπος. Η θεολογία του αγίου Ιγνατίου, η πρώτη σοβαρή μετά τους Αποστόλους θεολογία της Εκκλησίας, είναι όντως μεγαλειώδης. Ο άγιος υμνογράφος όμως είπαμε, γνώστης της θεολογίας αυτής, δεν έχει την «πολυτέλεια» να την προσφέρει ως ύμνο στο πλήρωμα των πιστών. Του αρκεί, και αρκεί και σε εμάς βεβαίως, η θερμότητα που εισπράττουμε από τον Θεοφόρο άγιο, ιερομάρτυρα Ιγνάτιο. (Είναι τυχαίο άραγε ότι και το ίδιο το όνομά του: Ιγνάτιος προέρχεται από το λατινικό ignis, που σημαίνει φωτιά;) Ο έρωτάς του για τον Χριστό άλλωστε ήταν τέτοιος, που επικάλυπτε και επικαλύπτει τα πάντα.

19 Δεκεμβρίου 2021

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ: ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΗ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ

Στις 20 Δεκεμβρίου Στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά Η “Συναυλία Αφιερωμένη Στο Παιδί” Από Την Ι.Μητρόπολη Πειραιώς.

Προσφέρουμε την καρδιά μας και την αφιερώνουμε σε όλα τα παιδιά που χρειάζονται την αγάπη μας και τη στοργή μας.

H Ι.Μητρόπολη Πειραιώς θέλοντας να στηρίξει ενεργά και ουσιαστικά τα παιδιά, τις πολύτεκνες οικογένειες και την ελπιδοφόρα νεότητα που αποτελεί το μέλλον της πατρίδος μας, διοργανώνει την Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου στις 19:00 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς, μεγάλη Συναυλία αφιερωμένη στο παιδί με γενικό σύνθημα «Μέσα στην καρδιά μου κλείνω την Ελλάδα».

Πρόκειται για ένα μουσικοχορευτικό οδοιπορικό με τίτλο «ΤΑΞΙΔΙΑ» που περιλαμβάνει τραγούδια από το Βυζάντιο έως τον 20ο αιώνα, καθώς και λαϊκά και λυρικά τραγούδια του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη αείμνηστου Μίκη Θεοδωράκη.

Η μουσική παράσταση ακολουθεί τους τόπους που έζησε ο Μίκης Θεοδωράκης. Είναι ένα οδοιπορικό μνήμης που, ξεκινώντας από τους τόπους καταγωγής των γονιών του, τη Μικρά Ασία και την Κρήτη, ταξιδεύει στους τόπους που έζησε ο συνθέτης: Χίος, Μυτιλήνη, Λέσβος, Σύρος, Γιάννενα, Αργοστόλι, Πάτρα, Πύργος, Τρίπολη, Νέα Σμύρνη, Ικαρία, Μακρόνησος, Κρήτη.

Στο ταξίδι αυτό θα μας συντροφεύσουν οι φωνές των: Μανώλη Μητσιά, Βασίλη Λέκκα, Σοφίας Παπάζογλου, Θοδωρή Μέρμηγκα και Θανάση Βούτσα.

Συνοδεύουν: η Ορχήστρα «ΟΡ.Ι.Μ.Α.Α.» του Ιδρύματος Μουσικής της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και η λαϊκή ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης», με τη συνδρομή του Ελληνικού Παραδοσιακού Χορευτικού Ομίλου Δικταίοι – Καστρινοί.

Συμμετέχει η χορωδία των Εκπαιδευτηρίων της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.

Την εκδήλωση θα παρουσιάσουν η Δώρα Αναγνωστοπούλου και ο Δημήτρης Αλφιέρης.

Η Συναυλία αυτή εντάσσεται στην γενικότερη κοινωνική δράση της τοπικής μας Εκκλησίας, μιας και όλα τα έσοδα θα διατεθούν στο πολύπλευρο και πολυσχιδές φιλανθρωπικό έργο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς.

Στην προσπάθειά μας αυτή έχει συστρατευθεί ως μεγάλος χορηγός η ΠΑΕ ΟΥΜΠΙΑΚΟΣ και ως χορηγός επικοινωνίας ο όμιλος Alter Ego Media με την τηλεόραση του MEGA, τις εφημερίδες «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ», το ONE CHANNEL, το IN.GR και το My Radio 104,6 FM.

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθύνεστε στον Ραδιοφωνικό Σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» (210 41 18 602 και 210 41 18 640) και στο Βιβλιοπωλείο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς (210 41 22 625).

Διάθεση προσκλήσεων στο Βιβλιοπωλείο και στα Εκπαιδευτήρια της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, στο Ραδιοφωνικό Σταθμό «Πειραϊκή Εκκλησία» και στο TicketServices.gr

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Σύμφωνα με τα υγειονομικά πρωτόκολλα, ή είσοδος στα θέατρα επιτρέπεται μόνο σε εμβολιασμένους και νοσήσαντες και με υποχρεωτική τη χρήση μάσκας.

ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ (3)

 

«Ἡ Γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τό φῶς τό τῆς γνώσεως· ἐν αὐτῇ γάρ οἱ τοῖς ἄστροις λατρεύοντες, ὑπό ἀστέρος ἐδιδάσκοντο, Σέ προσκυνεῖν, τόν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης, καί Σέ γινώσκειν ἐξ ὕψους ἀνατολήν, Κύριε, δόξα Σοι» (Ἀπολυτίκιο τῶν Χριστουγέννων, ἦχος δ΄).

(Ἡ Γέννησή Σου, Χριστέ Θεέ μας, ανέτειλε στον κόσμο το φως της γνώσης. Διότι με την εμφάνισή Σου αυτοί που λάτρευαν τα αστέρια, διδάσκονταν από αστέρι να προσκυνούν Εσένα που είσαι ο ήλιος της δικαιοσύνης και να γνωρίζουν Εσένα που είσαι η θεϊκή ανατολή. Κύριε, δόξα Σοι).

Τό ἀπολυτίκιο τῶν Χριστουγέννων, τό γνωστότερο ἴσως τροπάριο τῆς Δεσποτικῆς αὐτῆς ἑορτῆς, συνοψίζει σέ λίγες γραμμές τό νόημά τους. Γεννᾶται στόν κόσμο ὡς ἁπλός ἄνθρωπος Ἐκεῖνος πού εἶναι Κύριος ὁ Θεός μας. Μέ τόν ἐρχομό Του φανερώνεται ἡ ἀλήθεια περί Θεοῦ καί ρίχνεται ἄπλετο φῶς ἐκεῖ πού προηγουμένως ἐπικρατοῦσε σκοτάδι καί ἄγνοια λόγω τῆς ἁμαρτίας καί τῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου. Πρίν τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ ὅ,τι γνώση εἶχε ὁ ἄνθρωπος περί Θεοῦ ἦταν ὄχι ἁπλῶς περιορισμένη, ἀλλά στό μεγαλύτερο ποσοστό της πλανεμένη. Ἡ πτώση του στήν ἁμαρτία, ἤδη ἀπό τήν πρώτη ἐποχή τῆς δημιουργίας του, τόν ἔκανε νά βρίσκεται σέ μία θόλωση καί ταραχή τῆς διανοίας καί τῶν λοιπῶν δυνάμεών του μέ ἀποτέλεσμα νά ἔχει χάσει τήν ἐπαφή μέ τόν Δημιουργό καί Θεό του. Ἔτσι αὐτό πού λάτρευε ὡς θεό ἤ θεούς ἦταν ὁ καρπός τοῦ διεστραμμένου νοῦ του, φτιασίδια τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ του, συνεπῶς τό τίποτε ἤ τά δαιμόνια. Τό φράγμα πού εἶχε θέσει ὁ ἴδιος  ἀνάμεσα σ’ αὐτόν καί τόν ἀληθινό Θεό ἦταν τέτοιο πού μόνος του ἀδυνατοῦσε νά τό ὑπερβεῖ. 

Σ’ αὐτήν τήν ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νά βρεῖ τόν Θεό ἀπαντᾶ, τήν κατάλληλη ὥρα, ὁ ἴδιος ὁ Θεός: κατέρχεται στόν κόσμο ὡς ἄνθρωπος κι  ἀνατέλλει τήν ἀληθινή γνώση Του, ὡς «Ἥλιος τῆς Δικαιοσύνης» - ο Θεός δέν εἶναι ἀπειλή καί φόβητρο, ἀλλά ὁ Πατέρας, ὁ φίλος καί ὁ ἀδελφός. Κι αὐτό φανερώνεται καί στούς καλοπροαίρετους Ἰουδαίους, ἀλλά καί στούς καλοπροαίρετους εἰδωλολάτρες, ὅπως τούς βλέπουμε στό πρόσωπο τῶν μάγων τῆς Ἀνατολῆς. Κι ἀξίζει νά προσθέσουμε ὅτι μιλώντας γιά τήν ἀληθινή γνώση τοῦ Θεοῦ δέν ἐννοοῦμε μία ἐγκεφαλικοῦ τύπου γνώση, ἀλλά ἐκείνη πού ἀγκαλιάζει ὁλόκληρη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἐκείνη πού κάνει τόν ἄνθρωπο μέτοχο τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Ὅπως θά τό πεῖ καί ὁ μέγας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας, ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «γνῶσίς ἐστι μετουσία».