04 Οκτωβρίου 2022

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ

«Ο άγιος Ιερόθεος ήταν ένας από τους εννέα βουλευτές του Αρείου Πάγου. Κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον απόστολο Παύλο και χειροτονήθηκε επίσκοπος Αθηνών, ενώ αυτός έπειτα κατήχησε και τον μέγα Διονύσιο στην ίδια πίστη. Ο ίδιος προεξήρχε και στην κηδεία της Υπεραγίας Θεοτόκου, όταν συναθροίστηκαν οι άγιοι Απόστολοι, και φαινόταν από όλα όσα ακούγονταν και θεωρούνταν, σαν να ήταν σε εκδημία και έκσταση. Φαινόταν σαν να είχε καταληφθεί από τον Θεό, υμνολογώντας Αυτόν. Έζησε με καλό και θεοφιλή τρόπο, κι αφού εύφρανε τον Θεό με την κατά Χριστό ζωή του και τα κατορθώματά του, εκδήμησε προς τον Κύριο».

Η χθεσινή και η σημερινή ημέρα προβάλλει δύο από τους μεγάλους αγίους της πίστεώς μας, μαθητές  του αποστόλου Παύλου, τον άγιο Διονύσιο τον αρεοπαγίτη και τον άγιο Ιερόθεο. Με τους αγίους αυτούς βρισκόμαστε μπροστά στις πηγές της πίστεώς μας, οσφραινόμαστε τον αέρα της παρουσίας του αγιασμένου Παύλου, νιώθουμε την γεμάτη από αγάπη Χριστού πάλλουσα καρδιά του.

Ο άγιος Ιερόθεος συνιστά μία ιδιάζουσα περίπτωση αγίου, η οποία, με βάση το συναξάρι, τουλάχιστον μας προβληματίζει,  λόγω της εξαιρετικής αγάπης του προς τον Θεό και του ενθέρμου και ανοιχτού μάλλον χαρακτήρα του. Διότι πώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός ότι μεταξύ όλων των αποστόλων και των παρευρισκομένων στην Κοίμηση της Θεοτόκου, εκείνος έχει προεξάρχουσα θέση, «φαινόμενος θεόληπτος και θείος υμνολόγος»; Ο εκκλησιαστικός υμνογράφος μάλιστα δεν μπορεί να μη σημειώσει ότι ο άγιος μίλησε για τον Θεό με πανίερες θεολογίες, τις οποίες εξηγεί ως αποτέλεσμα διπλού γεγονότος: και του βαθύ πόθου που είχε αυτός για τον Θεό, και της επιμελούς, με σύνεση και διάκριση, μελέτης των θείων λογίων. «Νυττόμενος πόθω πνευματικώ και θείοις λογίοις εν συνέσει προσομιλών, των πάντων Δεσπότη πανιέρους θεολογίας ανατέθεικας». Κι είναι σημαντική η επισήμανση του υμνογράφου, διότι μας εξηγεί ότι τότε πράγματι κανείς μιλά ορθά για τον Θεό, τότε θεολογεί, όταν αφενός έχει μεγάλη αγάπη και πόθο για Εκείνον, αφετέρου εγκύπτει με μεγάλη επιμέλεια στα λόγια της Αγίας Γραφής και της προγενέστερης παράδοσης της Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, η θεολογία αν δεν είναι αποτέλεσμα σύνδεσης με ό,τι η Εκκλησία πρεσβεύει και ζει, αλλά και πίστης και αγάπης προς τον Θεό από τον θεολογούντα, δεν θεωρείται ορθή θεολογία και μάλλον καταντά σ’ αυτό που οι Καππαδόκες ιδίως Πατέρες χαρακτήριζαν ως «τεχνολογία».

Ο υμνογράφος επιμένει στον τρόπο θεολογίας του αγίου Ιεροθέου. Η προσέγγιση από αυτόν των θείων λογίων δεν γινόταν, σημειώνει, άκριτα και άλογα. Ο άγιος μελετούσε τις Γραφές, την Παλαιά Διαθήκη και ό,τι μέχρι τότε είχε γραφεί, ιδίως από τις επιστολές των Αποστόλων, με ερευνητική διάθεση, με προσπάθεια δηλαδή να κατανοήσει  το μυστήριο του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Διότι ο Χριστός, συνεπώς και η Εκκλησία στη συνέχεια, δεν ήλθε να καταργήσει τον ανθρώπινο νου και την ανθρώπινη λογική. Εκείνο που πάντοτε αρνήθηκε ήταν η απολυτοποίηση της λογικής, η με μόνο τον ορθό λόγο κρίση της αποκάλυψης του Θεού. Αυτό, ναι, το αρνήθηκε και το αρνείται, διότι δεν λαμβάνεται υπ’  όψιν η αμαρτία του ανθρώπου, διά της οποίας διασπάστηκε ο άνθρωπος, με αποτέλεσμα η λογική να κινείται αυτόνομα, υπηρετώντας πια τα διαστρεβλωμένα πάθη του ανθρώπου. Όταν όμως ο άνθρωπος έχει βρει τον Θεό, όταν συνεπώς η χάρη του Θεού καταυγάζει την καρδιά του, τότε και ο νους και ο λόγος, ενοποιημένος και με τις άλλες δυνάμεις της ψυχής,  κινείται μέσα σε πλαίσια αποδεκτά, που σημαίνει ότι και τον Θεό κατανοεί, όσο είναι δυνατόν στον άνθρωπο,  και αυτό που εκφράζει είναι πράγματι η αλήθεια. Ο άγιος Ιερόθεος λοιπόν υπήρξε ένας μελετητής των θείων λογίων, κινούμενος ερευνητικά πάνω στην οικονομία του Θεού, αλλά με ευσεβή αναζήτηση. Και γι’  αυτό καθοδηγούμενος από τη χάρη του Θεού φανέρωσε και σε εμάς τα μυστήρια του Θεού, και μάλιστα με καλλιέπεια λόγων, όπως σημειώνει και σε άλλο σημείο ο ποιητής. «Με ευσεβή αναζήτηση ερεύνησες τα άρρητα μυστήρια της οικονομίας του Χριστού και τα φανέρωσες με δύναμη, χρησιμοποιώντας λόγο φωτισμένο από τον Θεό». «Η φωνή των λόγων σου και η καλλιέπεια των συγγραμμάτων σου προσφέρει μεγάλη ευφροσύνη σ'  αυτούς που τα ακούνε και τα διαβάζουν».

03 Οκτωβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ Ο ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ

«῾Ο ἅγιος Διονύσιος πού ὑπερεῖχε ὅλων ὡς πρός τόν πλοῦτο, τήν δόξα, τήν σύνεση καί τήν σοφία, ἦταν ἕνας ἀπό τούς βουλευτές τοῦ ᾽Αρείου Πάγου στήν ᾽Αθήνα. ῎Ακουσε τόν ἀπόστολο Παῦλο νά κηρύττει ὅταν ἦλθε στήν ᾽Αθήνα καί πίστεψε δι᾽ αὐτοῦ στόν Χριστό, βαπτίστηκε καί χειροτονήθηκε ἔπειτα ἐπίσκοπος τῆς πόλεως, ἀφοῦ μυήθηκε πρῶτα τά τῆς πίστεως ἀπό τόν σοφό ῾Ιερόθεο. Μᾶς ἄφησε  συγγράμματα παράδοξα, θαυμαστά καί ὑψηλότατα.

῾Ο ἅγιος ἀφοῦ ἑρμήνευσε τόν τύπο καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς καταστάσεως, μετέβη ἔπειτα καί στήν Δύση, ὅταν βασιλιάς ἦταν ὁ Δομετιανός. Στήν πόλη τῶν Παρισίων μάλιστα ἔκανε πολλά θαύματα, ὁπότε καί τοῦ κόψανε τό κεφάλι. ῞Ενα θαῦμα πού εἴδανε πολλοί ἦταν ὅτι μετά τό μαρτύριό του κρατώντας τό κομμένο κεφάλι του μέ τά χέρια του βάδισε δρόμο δύο μιλίων. Καί δέν σταμάτησε πρίν συναντήσει, κατά θεία πρόνοια ἀσφαλῶς, κάποια γυναίκα ὀνόματι Κατούλα, στίς παλάμες τῆς ὁποίας ἐναπέθεσε τό κεφάλι του σάν ἕνα θησαυρό. Τό ἴδιο μέ αὐτόν καρατομοῦνται καί δύο μαθητές του, ὁ Ρουστικός καί ὁ ᾽Ελευθέριος, ὁπότε τά σώματα τῶν ἁγίων αὐτῶν, μαζί μέ τό μαρτυρικό σῶμα τοῦ ἱεροῦ κήρυκα, ρίπτονται βορά στά θηρία καί τά ὄρνεα. Μερικοί ἀπό τούς πιστούς τότε πῆραν τά λείψανα τῶν ἁγίων καί τά κατέθεσαν σέ ἀφανές μέρος, λόγω τοῦ φόβου πού ὑπῆρχε ἀπό τούς διῶκτες. ῞Οταν σταμάτησε ὁ φόβος τῶν διωγμῶν, ἡ μακάρια Κατούλα τά λείψανα τῶν μαρτύρων τά κατέθεσε σέ ἕνα κτίσμα, τρεῖς τοῦ μηνός ᾽Οκτωβρίου.

῾Ο ἅγιος Διονύσιος ἦταν κατά τόν σωματικό του τύπο μεσαίου μεγέθους, λεπτός, λευκός κατά τό χρῶμα ἀλλά καί λίγο κίτρινος, λίγο κοντός στήν μύτη, δασύς στά φρύδια. Εἶχε βαθουλωτούς τούς ὀφθαλμούς καί μεγάλα αὐτιά, ἐνῶ εἶχε λευκά καί μακριά μαλλιά, ὅπως καί τά γένεια του ἦταν μετρίως μακριά, ἀλλά ἀραιά. Εἶχε λίγη κοιλιά καί ἦταν μακρυδάκτυλος. ῾Η σύναξή του τελεῖται στήν ἁγιωτάτη Μεγάλη ᾽Εκκλησία» .

᾽Επανειλημμένως ὁ ἐκκλησιαστικός ποιητής (κατεξοχήν ὁ ἅγιος Θεοφάνης) τονίζει στόν κανόνα του γιά τόν ἅγιο τήν ἰδιαίτερη σχέση του  μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο. ῾Ο ἀπόστολος ἦταν ὁ ψαράς πού τόν ῾ψάρεψε᾽ στά δίχτυα τοῦ Χριστοῦ μέ τό ἀγκίστρι τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ (στιχ. ἑσπ.). Σ᾽ αὐτόν μαθήτευσε πού ἦταν θεατής τῶν οὐρανίων ἀφοῦ ἔφτασε μέχρι τρίτους οὐρανούς, γι᾽ αὐτό ἔγινε κι ὁ ἴδιος οὐράνιος μύστης (κάθισμα όρθρου). Τοῦ Παύλου ἔγινε ἀληθινό θεῖο ἀπεικόνισμα καί λόγω ἀκριβῶς τῆς κοινωνίας του μέ αὐτόν καί τούς ἄλλους ἀποστόλους ἀξιώθηκε νά δεῖ καί τό ζωαρχικό σκῆνος τῆς σεβασμιωτάτης Θεοτόκου πάνω στό νεκροκράββατό της (ὠδή θ΄). Κι αἰτία τῆς ὑπακοῆς του αὐτῆς στόν ἅγιο ἀπόστολο ἦταν, κατά τόν ὑμνογράφο, ἡ σύνεση πού τόν διέκρινε στήν ζωή του (ὠδή ς΄). ῾Ο ὑμνογράφος τονίζει τό τελευταῖο αὐτό, διότι πολλοί ἄκουσαν τόν μεγάλο ἀπόστολο, ἀλλά ἐλάχιστοι τόν ὑπήκουσαν. ῾Ως γνωστόν ἡ παρουσία τοῦ ἀποστόλου Παύλου στήν ᾽Αθήνα στέφθηκε σχεδόν ἀπό ἀπόλυτη...ἀποτυχία. Αὐτή εἶναι ἡ ἀνθρώπινη ἐκτίμηση, ἀφοῦ ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν ᾽Αθηναίων τόν εἰρωνεύτηκαν γιά τό κήρυγμά του καί γελώντας σηκώθηκαν κι ἔφυγαν. Πλήν ὅμως ἐλαχίστων. Κι αὐτοί οἱ ἐλάχιστοι, μεταξύ τῶν ὁποίων «Διονύσιος ὁ ἀρεοπαγίτης, γυνή τις ὀνόματι Δάμαρις καί τινες σύν αὐτοῖς» ἀπετέλεσαν τελικῶς τήν ῾μαγιά᾽ προκειμένου νά ριζώσει ἡ χριστιανική πίστη στά μεταγενέστερα χρόνια.

῾Ο ποιητής Θεοφάνης, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ γνήσια τά ἐπ᾽ ὀνόματι τοῦ ἁγίου Διονυσίου σωζόμενα κείμενα, (παρ’ ὅλη τήν ἄρνηση τῆς νεώτερης ἱστορικοφιλολογικῆς κριτικῆς), ἀναφέρεται σέ αὐτά προκειμένου νά τονίσει τήν θεολογική ἐμβρίθεια τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος μυημένος στά ἐπουράνια φώτισε μέ τόν λόγο του καί τήν ἁγία Τριάδα καί τίς τάξεις τῶν ἀγίων ἀγγέλων καί τήν ἴδια τήν ᾽Εκκλησία. «Μέ φιλοσοφικό τρόπο, ἀλλά καί μυστικά καί μέ εὐσέβεια, θεόφρον μάκαρ Διονύσιε, ὅσο ἦταν δυνατό ἀπό τήν ὁμοίωσή σου μέ τόν Θεό, ἔκανες ἔνθεη ἀνάπτυξη τῶν θείων ὀνομάτων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). «῎Εκανες μέ τήν ἀρετή ἴδιο τόν νοῦ σου μέ τούς ἀγγέλους, Πάτερ Διονύσιε, γι᾽ αὐτό καί ἔγραψες σέ ἱερά βιβλία τήν ὑπερκόσμια εὐταξία τῆς ἱεραρχίας τῶν ἀγγέλων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ρύθμισες καί τά συστήματα τῆς ᾽Εκκλησίας, μιμούμενος τίς τάξεις τῶν ἀγγέλων» (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Δέν διστάζει λοιπόν ὁ ὑμνογράφος  γιά τόν παραπάνω λόγο νά χαρακτηρίσει τόν ἅγιο Διονύσιο ὡς «Τριαδικόν θεολόγον» (ὠδή γ´) καί «διόπτραν οὐρανοῦ» (οἶκος συναξαρίου). ῎Εκθαμβος μάλιστα γιά τήν φιλοσοφική καί θεολογική διάνοια τοῦ ἁγίου σημειώνει: «῾Ο βίος σου, μακάριε Διονύσιε, θαυμαστός, ὁ λόγος σου θαυμασιότερος, ἡ γλῶσσα σου γεμάτη φῶς, τό στόμα σου μέ τήν πνοή τῆς φωτιᾶς τοῦ Κυρίου, ὁ δέ νοῦς σου ἀκριβῶς σάν νά εἶναι τοῦ Θεοῦ» (ὠδή ς΄).

Σάν νά προσγειώνεται ὅμως κάποια στιγμή ὁ ἅγιος ποιητής καί ἀφήνει τά ὑψιπετῆ κείμενα τοῦ Διονυσίου. Βλέπει τί πρόκειται ἐνώπιόν του, δηλαδή ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος, μέ τό διπλό στεφάνι του πού δέν εἶναι τά κείμενά του ἀλλά ἡ ἰερωσύνη του καί τό μαρτύριό του. Καί σημειώνει: «Κέρδισες τόν Παράδεισο, γιατί ἤσουνα ἀρχιερέας ὅπως τόν θέλει ὁ Θεός, καί συγκέρασες τήν ἱερωσύνη σου μέ τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου σου». (ὠδή θ´). Δέν νομίζουμε ὅτι εἶναι τυχαία ἡ ἀναφορά αὐτή τοῦ ἁγίου ποιητῆ στήν κατακλείδα τοῦ κανόνα του. Εἶναι ἴσως σάν νά μᾶς λέει: μπορεῖ νά ἔχει γράψει περίφημα κείμενα ὁ ἅγιος, μπορεῖ νά περιέγραψε τόν οὐράνιο κόσμο μυημένος ἀπό τόν ἀπόστολο Παῦλο καί φωτισμένος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τελικῶς ἡ εἴσοδος στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐξαρτήθηκε  ἀπό τό πόσο νόμιμα κινήθηκε πάνω στήν κλήση του ἀπό τόν Θεό κι ἀπό τό πόσο ἔμεινε σταθερός μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του πάνω στήν πίστη,  ἀκόμη καί μέ τήν προσφορά τοῦ αἵματός του. ῾Ο ἅγιος Διονύσιος ὄντως «τήν πίστιν τετήρηκε», γι᾽ αὐτό καί «ἔγινε πιό γνωστή δι’ αὐτοῦ ἡ πανένδοξη Μητρόπολη τῶν Ἀθηνῶν» (ὠδή η΄).

02 Οκτωβρίου 2022

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΙΟΥΣΤΙΝΑ

 

«Ο άγιος Κυπριανός ήταν από την Αντιόχεια της Συρίας, επί Δεκίου του βασιλιά, ευγενής και πλούσιος, φιλόσοφος και μεγάλος μάγος. Οδηγήθηκε όμως προς την πίστη του Χριστού από την Ιουστίνα την παρθένο και χριστιανή, η οποία, καταγόμενη και αυτή από την Αντιόχεια,  διέλυσε σαν ιστό αράχνης όλες τις δαιμονικές ενέργειές του απέναντί της. Διότι κάποιος Έλληνας, Αγλαΐδας λεγόμενος, επειδή πληγώθηκε από έρωτα γι’ αυτήν, λόγω της ομορφιάς της, κι επειδή δεν μπόρεσε να πετύχει το σκοπό του, προσήλθε στον Κυπριανό. Όταν όμως αυτός τρεις φορές έστειλε δαίμονες προς την κόρη, χωρίς να πετύχει τίποτε, τότε κατάλαβε ότι η τέχνη του ήταν ανίσχυρη, γι’  αυτό και μεταστράφηκε στην πίστη του Χριστού, βαπτίσθηκε και έκαψε όλα τα μαγικά του βιβλία. Τέλος μάλιστα έγινε και επίσκοπος της Εκκλησίας. Κι αφού οδήγησε πολλούς στον χριστιανισμό, συνελήφθη μαζί με την Ιουστίνα από τον Κόμη της Δαμασκού, οπότε και υπέστησαν  σκληρά βασανιστήρια: ξέσθηκαν οι πλευρές τους, τους έβαλαν σε σιδερένιο τηγάνι, και στο τέλος, αφού τους έστειλαν στη Νικομήδεια, τους έκοψαν το κεφάλι».

 

Από το ναδίρ στο ζενίθ, από το έσχατο βάθος στο ανώτατο ύψος, θα ήταν ο τίτλος της ζωής του αγίου Κυπριανού, αν θα θέλαμε με μία φράση να τη χαρακτηρίσουμε, όπως μας καθοδηγεί προς τούτο και η εκκλησιαστική ακολουθία: «Κακίας τον πυθμένα τον κάτω κατείληφας∙ της ακροτάτης δε πάλιν αρετής ανήλθες, πάτερ, εις ύψος παραδόξως». Πάτερ, κατέλαβες τον πιο κάτω πυθμένα της κακίας, ενώ ανέβηκες πάλι κατά παράδοξο τρόπο στο ύψος της πιο υψηλής αρετής. Αιτία γι’  αυτό είναι ότι ο άγιος από την τρέλα και τη μανία της μαγείας, δηλαδή από την πλήρη υποταγή του στον πονηρό διάβολο, βρέθηκε να συγκατοικεί με τις υψηλότερες πνευματικές αγγελικές δυνάμεις. «Ανανήψας, θεοφάντορ, της πριν μανίας, δαιμονικήν απάτην και ψυχόλεθρον  πλάνην πάσαν εθριάμβευσας». Υπάρχει κάτι ανάλογο στη ζωή του με αυτό που βλέπουμε και στη ζωή του αγίου αποστόλου Παύλου: και εκείνος από διώκτης του χριστιανισμού που ήταν, και μάλιστα ο χειρότερος όλων, βρέθηκε να υπηρετεί τον Κύριο Ιησού, σε σημείο τέτοιο, ώστε να χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος απόστολος. Γι’  αυτό και δεν είναι τυχαίο που η Εκκλησία μας χαρακτηρίζει τον άγιο Κυπριανό «συνόμιλον Παύλου και έργοις συμμέτοχον».

Χαρακτηρίζουμε τη μαγεία, την οποία υπηρετούσε ο άγιος Κυπριανός πριν να μεταστραφεί στην πίστη του Χριστού, ως τρέλα και μανία. Γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η αλλοίωση της φυσικής καταστάσεως του ανθρώπου, που αντί να βρίσκεται σε αρμονία σχέσεως με τον Θεό Δημιουργό, εκείνος όχι μόνον αρνείται τη σχέση αυτή, αλλά και την πολεμά, ευρισκόμενος ως στρατιώτης στο στρατόπεδο του αντιπάλου του Θεού, σατανά διαβόλου; Και το λέμε αυτό, διότι άλλο είναι να μη γνωρίζει κανείς τον Θεό και συνεπώς να πράττει εν αγνοία του όσα είναι αντίθετα προς το άγιο θέλημά Του – μολονότι ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος, ακόμη και ειδωλολάτρης,  ακολουθώντας τον έστω και  ζοφωμένο νόμο της συνειδήσεώς του θα επιτελεί και καλές πράξεις, όπως για παράδειγμα ο εκατόνταρχος Κορνήλιος, που οι προσευχές και οι ελεημοσύνες του ανέβαιναν ως θυμίαμα ενώπιον του Θεού – και άλλο να έχει προσχωρήσει ενσυνείδητα στον Πονηρό, τα κελεύσματα του οποίου να υπηρετεί προς βλάβη των ανθρώπων.

Κι όμως! Ένας τέτοιος άνθρωπος, τόσο δέσμιος του διαβόλου, δεν χρειάστηκε παρά ένα μικρό κορίτσι, την αγία Ιουστίνα, για να μπορέσει να απεμπλακεί. Όχι χρησιμοποιώντας η νεαρή κόρη επιχειρήματα, όχι κάνοντας θαύματα, αλλά απλώς τηρώντας το άγιο θέλημα του Θεού. Και μόνον δηλαδή η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ικανή να εκδιώξει τον διάβολο και να μεταστρέψει έναν υπηρέτη του σε απόστολο του Χριστού. Το συγκλονιστικότερο: εν αγνοία της ίδιας της Ιουστίνας. Η αγία, αγωνιζόμενη απλώς να κρατήσει την αγνότητά της, χωρίς να γνωρίζει τίποτε, διέλυε κάθε ιστό αράχνης, που έπλεκε γι’  αυτήν ο διάβολος μέσω του οργάνου του. Κι αυτό που συνέβη τότε, συμβαίνει πάντοτε, όπως βεβαίως και σήμερα. Ο διάβολος ενώ φαίνεται πανίσχυρος, στην πραγματικότητα είναι εξαφανισμένος και κατηργημένος από τον Κύριο. Το έχουμε ξαναπεί: μόνον όποιος του δίνει δικαιώματα τον βλέπει κατακτητή της ζωής του. Και δικαιώματα του δίνουμε, όταν αμαρτάνουμε και παρουσιαζόμαστε χαλαροί στην πνευματική μας ζωή. Τότε ναι, ο διάβολος μας κάνει υποχείρια και έρμαιά του. Οπότε εισπράττουμε και το ανάλογο τίμημα: τη θλίψη, τη μελαγχολία, το μίσος, την κόλαση από αυτή τη ζωή. Θυμίζει η περίπτωση το περιστατικό του Γεροντικού: τον άγιο ασκητή που πηγαίνοντας στο σπίτι ενός ανθρώπου, προκειμένου να πάρει το αντίτιμο για κάτι πανέρια που του είχε πουλήσει, ήλθε αντιμέτωπος με τη δαιμονισμένη κόρη του ανθρώπου. Και χωρίς να πει τίποτε ο ασκητής, χωρίς να κάνει κάποια προσευχή για να βγει το δαιμόνιο, εκείνο εξαφανίστηκε σαν να καιγόταν, γιατί ο ασκητής δεν αντέδρασε σε χαστούκι που του έδωσε η κοπέλα. Η μη αντίδρασή του, λόγω της υπακοής στον Κύριο: «μη αντιστήναι τω πονηρώ», έφερε ακριβώς το θαύμα: να βγει το δαιμόνιο.

Δυστυχώς, ο διάβολος υπάρχει και δρα όπου βρει. Κι ακόμη δυστυχέστερα, υπάρχουν ταλαίπωροι συνάνθρωποί μας που καταφεύγουν στη μαγεία, στα δίχτυα δηλαδή του εχθρού τους, για να βρουν «ίαση». Η μεγαλύτερη συμβολή μας για την υπέρβαση της τραγικότητας αυτής είναι η υπακοή μας στο θέλημα του Θεού. Όσο εμείς που έχουμε κάποια συναίσθηση της πίστεώς μας είμαστε συνεπείς προς αυτήν την πίστη μας, τόσο θα αγιάζουμε τον εαυτό μας, συνεπώς ο διάβολος θα συναντά ένα «κενό» απέναντί μας, αλλά και τόσο θα βοηθούμε, χωρίς ίσως να το καταλαβαίνουμε, και τους αμελείς συνανθρώπους μας.

Ο ΘΕΟΣ ΔΕΝ Μ’ ΑΚΟΥΕΙ!

«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» (Β΄ Κορ. 6, 2)

(Στον καιρό της χάρης σ’ άκουσα)

 

Παραπονιόμαστε συχνά ότι δεν μας ακούει(!) ο Θεός μας. Προσευχόμαστε, κραυγάζουμε, ματώνουμε, κλαίμε, μα… σαν να είναι κλειστός ο Ουρανός! Καμία απάντηση. Ο Θεός μοιάζει πράγματι σαν να… κωφεύει! Θυμάται κανείς τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο που με το μεγάλο ποιητικό του τάλαντο εξέφρασε μία τέτοια κατάσταση βαθιάς οδύνης του, που αναφερόταν και στα προσωπικά του προβλήματα, αλλά και στα προβλήματα της Εκκλησίας – αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ήταν. Και τι λέει σε επιστολή του; «Με ρωτάς πώς περνάω. Λοιπόν, πολύ πικρά. Δεν έχω τον Βασίλειο, δεν έχω τον Καισάριο, τον πνευματικό αδελφό μου δηλαδή και τον σωματικό. «Ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν» λέγω κι εγώ μαζί με τον Δαυίδ. Σωματικά είμαι άσχημα, τα γηρατειά με έχουν επισκεφτεί, υπάρχουν επιπλοκές στις διάφορες φροντίδες μου, μου επιτίθενται οι δυσκολίες, οι φίλοι αποδεικνύονται άπιστοι, τα πράγματα της Εκκλησίας είναι αποίμαντα. Έχουν φύγει τα καλά, παρουσιάζονται γυμνά τα κακά, η πορεία του καραβιού γίνεται νύχτα, πουθενά δεν υπάρχει φως, ο Χριστός κοιμάται!» - μας πιάνεται κυριολεκτικά η ψυχή!

Μία πρώτη απάντηση στην παραδοξότητα αυτή έχει να κάνει με τη μέθοδο συνήθως του Θεού μας, που μέσα από τη σιωπή Του μας αφήνει να ασκηθούμε ώστε να μάθουμε την υπομονή. Η υπομονή είναι εκείνη η αρετή με την οποία πλέκονται και όλες οι άλλες. Αρετή, σημειώνουν οι άγιοί μας, που αποκτήθηκε χωρίς υπομονή δεν είναι αρετή. Μετά από λίγο χάνεται – μας «επισκέφτηκε» εντελώς επιδερμικά. Δεν απαντάει λοιπόν πολλές φορές ο Θεός στα αιτήματά μας, γιατί αποβλέπει στην υψηλότερη πνευματική κατάστασή μας – θέλει να μας φτάσει στο σημείο που είναι Εκείνος. Γιατί γι’ αυτό είμαστε πλασμένοι ως «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του» όντα.

Κι είναι ευνόητο ότι η κατάσταση αυτή έχει υπ’ όψιν της τους συνεπείς και γνήσιους χριστιανούς. Μόνον ένας συνεπής πιστός, ένας άγιος δηλαδή κατ’ ουσίαν, αγωνίζεται αδιάκοπα χωρίς στραβοπατήματα, «εισπράττοντας» από τον Κύριο συχνά την… απόσυρσή Του, η οποία όμως τελικώς κατανοείται ως μία άλλης τάξεως «ηχηρή» παρουσία Του! Όταν με άλλα λόγια ο Θεός μας φαίνεται απών, ενώ υπάρχει ο διακαής πόθος μας να Τον προσεγγίσουμε, εκεί μας έχει με τον θερμότερο τρόπο μέσα στην αγκαλιά Του, περιμένοντας την καταλληλότερη για εμάς στιγμή να μας αισθητοποιήσει το πόσο εγγύς είναι. Πρόκειται για ένα μυστήριο, το οποίο κατανοείται μόνον όταν κανείς πράγματι έχει νιώσει την αγάπη του Θεού απέναντι στα πλάσματά Του, κατεξοχήν μάλιστα στον άνθρωπο. Κι ας θυμηθούμε εν προκειμένω τον ίδιο τον εν σαρκί Θεό μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό, επάνω στον Σταυρό. Φέροντας επάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου όλων των εποχών, «αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» ως ο Μεσσίας, «ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ» κατά τον προφήτη Ἡσαΐα, εκφράζει την οδύνη Του ως άνθρωπος: «Ἠλί, Ἠλί, λαμά σαβαχθανί; τοὐτέστιν Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλιπες;» - η θεοεγκατάλειψη που ετοιμάζει τη μεγαλύτερη κοινωνία με τον Θεό˙ ο Σταυρός που οδηγεί στην Ανάσταση.

Μα, ο απόστολος Παύλος με τον προφητικό στίχο που μνημονεύει έχει κυρίως κάτι άλλο στον νου του: σε άκουσα κι επέβλεψα πάνω σου, λέει ο Θεός, στον κατάλληλο καιρό, στον καιρό δηλαδή της χάρης και της ώρας της σωτηρίας. Κι είναι μία από τις πιο καίριες αλήθειες της πίστεώς μας, που τις περισσότερες φορές θέλουμε να την αγνοούμε και να μη τη λαβαίνουμε υπ’ όψιν μας. Τι αποκαλύπτεται λοιπόν εδώ; Ότι ο Θεός μας, πέρα από την παιδαγωγία Του που μνημονεύσαμε παραπάνω, ακούει τον άνθρωπο, όταν εκείνος παλεύει να συντονιστεί μαζί Του˙ να βρεθεί στο πνευματικό σημείο που τα αυτιά του είναι ανοικτά για να ακούσουν τη δική Του, του Θεού, φωνή. Ό,τι συμβαίνει περίπου με το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, όπου πρέπει κανείς να συντονιστεί με τον σταθμό που θέλει να πιάσει, έτσι κι εδώ: πρέπει κανείς να στραφεί με αγαπητική ορμή ψυχής προς εκεί που πράγματι εκπέμπει ο Θεός. Κι εκεί που εκπέμπει είναι στην καρδιά του ανθρώπου, η οποία πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση αναζήτησης του Θεού, σε κατάσταση δηλαδή κυριολεκτικά χάριτος. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χάρη για έναν άνθρωπο να έχει απελπιστεί από ό,τι τον δένει εμπαθώς με τον κόσμο τούτο μέσω των παθών του και να αναζητεί και να διψά τον Θεό του. Είναι η ώρα της μετάνοιας, που ο ίδιος ο Κύριος το είπε απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» - η Βασιλεία του Θεού, η παρουσία της χάρης Του δηλαδή, απαιτεί τη μετάνοια του ανθρώπου ως αδιάκοπη επιστροφή του προς Εκείνον. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν Πατέρα μου». Και για να το πούμε με τον ιδιαίτερο και απλό και ευφυή τρόπο του αγίου Παϊσίου του αγιορείτου: «Δεν μπορείς να οσμιστείς τίποτε, αν είσαι κρυωμένος και είναι μπουκωμένη η μύτη σου».

Ο ίδιος ο Κύριος δεν το έλεγε κι αλλού; Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να ακούσει τη φωνή μου; Μόνον εκείνος που θέλει και αγαπάει την αλήθεια και την αναζητεί. «Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς». Οπότε, άνθρωπος που αναφέρεται στον Θεό, κραυγάζει προς τον Θεό, προσεύχεται και κλαίει, αλλά χωρίς μετάνοια, δηλαδή χωρίς διάθεση αλλαγής του γιατί είναι εμπαθώς προσκολλημένος στα πάθη του και δεν θέλει να τα εγκαταλείψει, δεν πρόκειται να εισακουστεί από τον Θεό. Ο Θεός γι’ αυτόν θα είναι… κωφός, ή καλύτερα ο Θεός θα του μιλάει, αλλά εκείνος συντονισμένος με άλλα πράγματα εκτός Θεού δεν θα Τον ακούει. Κι αξίζει να μνημονεύσουμε και έναν ψαλμικό στίχο (102 ψ.), κατά τον οποίο ο προφητάναξ Δαυίδ αποκαλύπτει κάτι για τους αγγέλους του Θεού. «Ευλογεῖτε πάντες οἱ ἄγγελοι Αὐτοῦ», λέει, «δυνατοί ἰσχύϊ, ποιοῦντες τόν λόγον Αὐτοῦ, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων Αὐτοῦ». Καλεῖ τους αγγέλους ο προφήτης να ευλογήσουν τον Θεό, αυτό που είναι το αδιάκοπο έργο τους, γιατί έχουν τη δύναμη να ακούνε και να κατανοούν τη φωνή των λόγων Του, ευρισκόμενοι σε ετοιμότητα εφαρμογής αυτών. Και πώς έχουν αυτή τη δύναμη; Πράττουν πάντοτε το άγιο θέλημά Του. Με άλλα λόγια όταν κανείς θέλει να υπακούει στο θέλημα του Θεού, όταν όπως είπαμε διαρκώς μετανοών επιστρέφει στον Θεό, τότε διανοίγονται τα πνευματικά ώτα του για να ακούει και να κατανοεί τη φωνή Του, που είναι η παντοδύναμη ενέργειά Του, ή αλλιώς ο Θεός εισακούει αμέσως την όποια δέησή του και επισκέπτεται τον πιστό αυτόν άνθρωπο. 

Και τι σημειώνει επίσης ο άγιος απόστολος Παύλος επ’ αυτού; Ότι ο καιρός αυτός της χάριτος κατά τον οποίο ο άνθρωπος συντονίζεται με τον Θεό είναι όχι το χθες, όχι το αύριο, όχι το μεθαύριο ή κάποιο σημείο στο απώτατο μέλλον, αλλά μόνο το νῦν, το σήμερα. «Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Το παρόν είναι ο καιρός της χάριτος και της σωτηρίας του ανθρώπου. Γιατί ό,τι δεν κάνουμε τώρα, αυτό που μας παρέχει ως δωρεά ο Θεός, ίσως ποτέ δεν θα μπορέσουμε να το ξαναβρούμε για να συναντήσουμε εν τέλει τον Θεό μας. Αν άγιασαν οι άγιοί μας, αν έχουμε αγίους που μετάνιωσαν και άλλαξαν με συγκλονιστικό τρόπο, σαν τον απόστολο Παύλο, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία και άλλους άπειρους αγίους μας, ήταν γιατί κατενόησαν τη σημασία του τώρα. Το τώρα είναι η δωρεά του Θεού που πρέπει κανείς με ετοιμότητα ψυχής να το αρπάξει. Είναι η «αρπαγή» της Βασιλείας του Θεού, που σημαίνει την ένταξη του ανθρώπου ήδη από τώρα στην ίδια την αιωνιότητα.

01 Οκτωβρίου 2022

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)


"᾽Αδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μή εἰς κενόν τήν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς" (Β´ Κορ. 6, 1)

(᾽Αδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθώς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νά μήν ἀφήσετε νά πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δεχτήκατε).

Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τονίζει τή χάρη καί τή δωρεά πού ὁ Θεός ἔδωσε καί δίνει στούς ἀνθρώπους, ἀλλά καί τήν εὐθύνη πού ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι ὡς συνεργάτες μέ τόν Θεό ἀπέναντι στή χάρη αὐτή.

1. Καί κατά πρῶτον: εἴμαστε συνεργάτες τοῦ Θεοῦ. Μία ἀλήθεια πού θίγει σέ κάθε εὐκαιρία ὁ ἀπόστολος Παῦλος ("συνεργοί Θεοῦ ἐσμεν" θά πεῖ ἀλλοῦ), διότι ὁ Θεός μᾶς δημιούργησε "κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν" Του. Δέν εἴμαστε δηλαδή πιόνια καί παιχνίδια στά χέρια τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Παντοδύναμος Θεός θέλει νά αὐτοπεριορίζεται γιά νά φανερώνεται ἡ ἐλευθερία τῶν ἀνθρώπων, χωρίς τήν ὁποία ᾽Εκεῖνος δέν κάνει τίποτε. "῾Ο Θεός δέν μᾶς ἔδωσε ἁπλῶς ἐλευθερία. Χάραξε τήν ἐλευθερία μέσα μας", ἔλεγε ὁ ἅγιος Πορφύριος. ᾽Ακόμη καί στήν περίπτωση πού ὁ Θεός μᾶς βλέπει νά ἐπιλέγουμε τήν καταστροφή μας, καί πάλι δέν ἐπεμβαίνει ἐκβιαστικά στή ζωή μας. "῞Οστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν".

2. ᾽Ακριβῶς γι᾽ αὐτό ὁ Θεός δέν κάνει ποτέ αὐτό πού μποροῦμε νά κάνουμε ἐμεῖς γιά τόν ἑαυτό μας. Μᾶς δίνει βεβαίως πάμπολλες εὐκαιρίες ἀνάνηψης καί συνετισμοῦ, μᾶς ὠθεῖ πρός τήν ἀλήθεια, μᾶς δίνει τήν πρώτη ὕλη θά λέγαμε, ἀλλά ἡ συνέχεια ἀνήκει σέ μᾶς. Κατά συνέπεια κατανοοῦμε γιατί ἡ χριστιανική πίστη δέν ἔχει καμμία σχέση μέ ὁποιαδήποτε μαγεία. ῾Η μαγεία (πέρα ἀπό τόν δαιμονισμό στόν ὁποῖο ὁδηγεῖ - ἡ περίπτωση τοῦ σήμερα ἑορτάζοντος ἁγίου Κυπριανοῦ εἶναι ἀρκούντως πειστική!), προϋποθέτει ἀπραξία καί ἀνευθυνότητα, ἡ χριστιανική πίστη μᾶς κινητοποιεῖ καί μᾶς θέτει ἐνώπιον τῶν εὐθυνῶν μας. ῾Η πίστη μας μᾶς ἀντιμετωπίζει ὡς ἀληθινές καί ἐλεύθερες προσωπικότητες.

3. ῎Ετσι κατανοοῦμε καί τήν ἀγωνία τοῦ ἀποστόλου. ῎Οχι ἁπλῶς προτρέπει, ἀλλά παρακαλεῖ νά μήν πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε στούς πιστούς. Καί ποιά εἶναι αὐτή ἡ χάρη; Τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ: ἡ συμφιλίωση μέ τόν Θεό. Κι εἶναι συγκλονιστικό νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι ὁ Θεός μας ἔγινε ἄνθρωπος, ὁδηγήθηκε γιά χάρη μας στόν Σταυρό, σήκωσε τίς ἁμαρτίες μας ἐν ὀδύνῃ, κι ἐμεῖς  ἐπιπόλαια καί ἄσκοπα πετᾶμε τή χάρη αὐτή. Σάν νά μᾶς ἔχει κάνει κάποιος τό πιό πολύτιμο καί ἀπαραίτητο γιά τή ζωή μας δῶρο, χωρίς τό ὁποῖο θά πεθαίναμε, κι ἐμεῖς τελικῶς τό πετᾶμε στά σκουπίδια.

4. Πῶς δέν ἀφήνουμε τή χάρη αὐτή νά πάει χαμένη; Πῶς συνεργαζόμαστε σωστά μέ τόν Θεό; Ἡ περιγραφή πού κάνει ὁ ἀπόστολος γιά τή ζωή τή δική του καί τῶν ἄλλων ἀποστόλων δίνει τήν ἀπάντηση: μέ τή μεγάλη μας ὑπομονή στίς θλίψεις καί τίς δοκιμασίες, μέ τήν ἐντιμότητα, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μέ ὅ,τι μέ ἄλλα λόγια κάνει ἕναν χριστιανό νά εἶναι ἀληθινός διάκονος Χριστοῦ. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐν ἐπιγνώσει ἐκκλησιαστική ζωή συνιστᾶ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου στήν παρεχομένη χάρη τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού ὁδηγεῖ στό νά γίνεται ὁ χριστιανός μία συνέχεια τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, μέ τίς δυνάμεις ᾽Εκείνου.

῾Ο Θεός μας δέν μᾶς θέλει ὑπαλλήλους. Μᾶς θέλει σωστά ἀφεντικά τῆς ζωῆς μας, γιατί μᾶς καθιστᾶ συνεργούς Του μέ τήν συνεχή παροχή τῆς χάρης Του. Πολύ συχνά ὅμως ἐμεῖς διαγράφουμε τό μεγαλεῖο μας αὐτό καί μέ εὐκολία παραδίδουμε τήν ἐλευθερία μας στά πάθη μας καί τόν Πονηρό διάβολο. ᾽Αλλά αὐτό εἶναι ἡ καταδίκη καί ἡ κόλασή μας.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ Β΄ ΛΟΥΚΑ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Λουκ. 6, 31-36)

Εἶπεν ὁ Κύριος· καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως. Καὶ εἰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τοὺς ἀγαπῶντας αὐτοὺς ἀγαπῶσι. Καὶ ἐὰν ἀγαθοποιῆτε τοὺς ἀγαθοποιοῦντας ὑμᾶς, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ οἱ ἁμαρτωλοὶ τὸ αὐτὸ ποιοῦσι. Καὶ ἐὰν δανείζητε παρ᾿ ὧν ἐλπίζετε ἀπολαβεῖν, ποία ὑμῖν χάρις ἐστί; καὶ γὰρ ἁμαρτωλοὶ ἁμαρτωλοῖς δανείζουσιν ἵνα ἀπολάβωσι τὰ ἴσα. Πλὴν ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν καὶ ἀγαθοποιεῖτε καὶ δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες, καὶ ἔσται ὁ μισθὸς ὑμῶν πολύς, καὶ ἔσεσθε υἱοὶ ὑψίστου, ὅτι αὐτὸς χρηστός ἐστιν ἐπὶ τοὺς ἀχαρίστους καὶ πονηρούς. Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Εἶπε ὁ Κύριος· «Ὅπως θέλετε νά σᾶς συμπεριφέρονται οἱ ἄνθρωποι, ἔτσι ἀκριβῶς νά συμπεριφέρεστε κι ἐσεῖς σ’ αὐτούς. Γιατί, ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς ποῦ σᾶς ἀγαποῦν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Ἀφοῦ καί οἱ ἁμαρτωλοί ἀγαποῦν αὐτούς πού τούς ἀγαποῦν. Κι ἄν κάνετε καλό σ’ αὐτούς ποῦ σᾶς κάνουν καλό, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί το ἴδιο κάνουν. Ἄν δανείζετε σ’ ὅσους ἐλπίζετε νά σᾶς τά ἐπιστρέψουν, ποιά εὔνοια περιμένετε ἀπό τό Θεό; Καί οἱ ἁμαρτωλοί δανείζουν στούς ὁμοίους τους γιά νά τά πάρουν πίσω. Ἀντίθετα, ἐσεῖς ν’ ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτα. Ἔτσι, ὁ Θεός, πού εἶναι καλός ἀκόμα καί μέ τούς ἀχάριστους καί τούς κακούς, θά σᾶς ἀνταμείψει μέ τό παραπάνω καί θά σᾶς κάνει παιδιά του. Νά εἶστε λοιπόν σπλαχνικοί, ὅπως σπλαχνικός εἶναι κι ὁ Θεός Πατέρας σας».

ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Β΄ Κορ. 6, 1-10)

Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς –λέγει γάρ· Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι· ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσδεκτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτηρίας– μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ ̓ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ καθώς εἴμαστε, σᾶς παρακαλοῦμε νά μήν ἀφήσετε νά πάει χαμένη ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού δεχτήκατε, γιατί ἡ Γραφή λέει: Στόν καιρό τῆς χάρης σέ ἄκουσα, καί τήν ἡμέρα τῆς σωτηρίας σέ βοήθησα. Νά, τώρα εἶναι ὁ καιρός τῆς χάρης, τώρα εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς σωτηρίας. Κανένα πρόσκομμα δέ φέρνουμε σέ κανένα, γιά νά μή δυσφημηθεῖ τό ἔργο μας. Ἀντίθετα, μέ κάθε τρόπο συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας ὡς ὑπηρέτες τοῦ Θεοῦ: μέ τή μεγάλη ὑπομονή μας, μέ τίς θλίψεις, μέ τίς δυσχέρειες, τίς στενοχώριες, τίς κακοποιήσεις, τίς φυλακίσεις, τίς ἐναντίον μας ἐξεγέρσεις, τίς ταλαιπωρίες, τίς ἀγρύπνιες, τήν πείνα. Συσταίνουμε τόν ἑαυτό μας μέ τήν ἐντιμότητα, τή γνώση τῆς ἀλήθειας, τήν ἀνεκτικότητα, τήν καλοσύνη, τή φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τήν ἀνυπόκριτη ἀγάπη, μέ τό κήρυγμα γιά τήν ἀλήθεια, μέ τή δύναμη τοῦ Θεοῦ, μέ τά ὅπλα τῆς σωτηρίας τά ἐπιθετικά καί τά ἀμυντικά. Δοκιμάζουμε δόξα καί ἀτίμωση, δυσφήμηση καί ἔπαινο. Μᾶς θεωροῦν λαοπλάνους, καί ὅμως λέμε τήν ἀλήθεια· μᾶς ἀγνοοῦν καί ὅμως γινόμαστε γνωστοί· φτάνουμε στό θάνατο, καί νά πού ζοῦμε· μᾶς βασανίζουν, ἀλλά δέν πεθαίνουμε· μᾶς προξενοῦν στενοχώριες κι ὅμως πάντοτε χαιρόμαστε· εἴμαστε φτωχοί, κάνουμε ὅμως πολλούς νά πλουτίσουν· τίποτα δέν ἔχουμε καί τά πάντα κατέχουμε.

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΡΩΜΑΝΟΣ Ο ΜΕΛΩΔΟΣ

«Ο άγιος Ρωμανός ήταν από τη Συρία, από την πόλη των Εμεσηνών, κι έγινε διάκονος της αγίας Εκκλησίας στη Βηρυτό. Όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στους χρόνους Αναστασίου του βασιλιά έμενε στο ναό της υπεραγίας Θεοτόκου που βρισκόταν στην περιοχή της Κύρου, ζώντας με ευλάβεια και διανυκτερεύοντας στις αγρυπνίες των Βλαχερνών. Επιτελούσε λοιπόν εκεί την ολονύκτια προσευχή και πάλι επέστρεφε στην Κύρο, όπου έλαβε και το χάρισμα να συντάσσει τους ύμνους των κοντακίων. Το έλαβε δε ως εξής: του φανερώθηκε η υπεραγία Θεοτόκος στον ύπνο του και του έδωσε ένα κομμάτι από χαρτί, το οποίο τον διέταξε να το φάει. Του φάνηκε λοιπόν ότι άνοιξε το στόμα του και κατάπιε το χαρτί. Ήταν τότε η εορτή των Χριστουγέννων. Αμέσως ξύπνησε, ανέβηκε στον άμβωνα κι άρχισε να ψάλλει: «Ἡ Παρθένος σήμερον τόν ὑπερούσιον τίκτει». Στη συνέχεια έγραψε και τα κοντάκια των υπολοίπων εορτών, όπως και των επισήμων αγίων, ώστε το πλήθος των κοντακίων που έφτιαξε να υπερβαίνουν τα χίλια. Στο τέλος τελειώθηκε ειρηνικά».

Το κύριο γνώρισμα του αγίου Ρωμανού είναι του ποιητού των κοντακίων, του εκκλησιαστικού υμνολογικού είδους που σφράγισε κυρίως τους 6ο και 7ο αι. – στη συνέχεια μέχρι σήμερα κυριάρχησε το είδος που ονομάζεται κανόνας. Είναι γνωστό ότι ο όρος κοντάκιο (υπάρχουν διάφορες ερμηνείες του ονόματος) δεν χρησιμοποιείτο από τον άγιο Ρωμανό, επικράτησε όμως μετά τον 10ο αι., και το ποίημά του αυτό αποτελείτο από το προοίμιο και τους οίκους, οι οποίοι έχουν ως πρότυπο το προίμιο. Τελικώς επιβίωσε μόνον το προοίμιο και αυτό στην Εκκλησία πια ονομάζουμε κοντάκιο.

Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως του οσίου Ρωμανού, Ιωάννης ο μοναχός, δεν ενδιαφέρεται για το είδος των ύμνων του, αν είναι κοντάκιο ή αν είναι κανόνας – ο ίδιος τον υμνολογεί μέσω του κανόνος. Εκείνο στο οποίο επικεντρώνει ως ποιητής της Εκκλησίας και ως πνευματικός άνθρωπος και θεολόγος είναι το περιεχόμενο των ύμνων του Ρωμανού. Και το περιεχόμενο αυτό, σημειώνει, είναι «τοῦ Πνεύματος λόγια» (στιχ. εσπ.), είναι «ἀγγελική ὑμνωδία» (δόξα αποστ. εσπ.), είναι «ἡ ἀληθής γνῶσις καί τά ἔνθεα διδάγματα» (ωδή γ΄), δηλαδή «ὁ δογματισμός τοῦ συνανάρχου Λόγου Πατρί καί Πνεύματι ὡς ὁμοουσίου» (δόξα καθίσμ. όρθρου). Ο άγιος Ρωμανός είναι ο δογματικότερος όλων των εκκλησιαστικών ποιητών, αὐτός πού μέ τή ρωμαλέα θεολογία του ήταν και ο πιο αγαπημένος του μεγάλου οσίου της εποχής μας, Γέροντος π. Πορφυρίου καυσοκαλυβίτου – κι είμαστε ευγνώμονες εν προκειμένω στον μακαριστό άγιο Γέροντα π. Ανανία (Κουστένη) (που ευρισκόμενος στην Εκκλησία των πρωτοτόκων άγει σήμερα την ονομαστική του εορτή), ο οποίος μετά από πολλά χρόνια πνευματικής εργασίας μετέστρεψε στη νεοελληνική ποιητικώ τω τρόπω τα κοντάκια του οσίου μελωδού.

Τι ήταν εκείνο που έκανε τον όσιο Ρωμανό να φτάσει σ’ αυτό το ύψος της αγγελικής υμνωδίας και «να διατρανώνει με θεόπνευστα άσματα την απόρρητη θεία οικονομία του Χριστού και με ύμνους να στέφει όλους τους αγίους;» (εξαποστ. όρθρου). Αφενός, κατά τον υμνογράφο του, η ίδια η Θεοτόκος Μαρία, την οποία αγάπησε υπερβαλλόντως – καθημερινώς, όπως είδαμε, στον ναό της ζούσε και στις παννυχίδες της Παναγίας των Βλαχερνών σύχναζε και προσευχόταν. «Η αειπάρθενος που γέννησε τον Υιό του Θεού ως άνθρωπο, κατεφώτισε την ψυχή σου και γέμισε τον νου σου από την ένθεη γνώση, όταν σου παρουσιάστηκε τη νύκτα» (ωδή ε΄). Και: «Θεόφρον Ρωμανέ, είχες δάσκαλο τη Θεοτόκο Μαρία που σου ’δινε τη σύνεση και σε μυούσε και σε προέτρεπε να ψάλλεις» (ωδή ζ΄).

Και αφετέρου, η χάρη του Αγίου Πνεύματος που «καταλάμπρυνε με φεγγοβόλες λάμψεις τόν νου του» (ωδή α΄) και «τον έκανε να έχει την ομορφιά του κάλλους Του» (ωδή α΄). Γιατί; Τι έλκυσε το Πνεύμα του Θεού για να προσφερθεί τόσο πλούσια εκ νεότητος στον Ρωμανό; Τίποτε άλλο από αυτό που ελκύει πάντοτε τον Θεό στον άνθρωπο: η ανταπόκριση στην κλήση Του, δηλαδή η αγάπη του σ’ Εκείνου την αγάπη. Όπως το λέει και πάλι ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός: «Από τη νεότητά σου παρέθεσες όλο τον εαυτό σου στον Χριστό και τον ακολούθησες» (ωδή α΄). Και φαίνεται η ακολουθία αυτή από το κατεξοχήν αποδεικτικό γεγονός: την ύπαρξη των αρετών, τον καρπό του αγίου Πνεύματος! «Σαν φωτολαμπής αστέρας με την ομορφιά των αρετών αναδείχτηκες σ’ όλον τον κόσμο, σοφέ Ρωμανέ» (ωδή α΄).

Οι ύμνοι λοιπόν του οσίου μελωδού αποτελούν λόγια του Πνεύματος - ό,τι ο Θεός και η Παναγία ενέπνευσαν στην καθαρή καρδιά του. Κι εδώ αναφύεται βεβαίως άλλο «πρόβλημα»: ανταποκρίνεται στα λόγια αυτά μόνον όποιος διαπνέεται εξίσου από το Πνεύμα αυτό! Μόνον ο πιστός άνθρωπος, ο άνθρωπος της Εκκλησίας που θέλει να ζει ως πραγματικός χριστιανός με φρόνημα Χριστού, μπορεί να αναγνωρίσει το μεγαλείο των εμπνευσμένων λόγων του αγίου Ρωμανού. «Ἐν τῶ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς». Γι’ αυτό και σπεύδει απαρχής ο άγιος Ιωάννης ο μοναχός να τονίσει: «Ο Ρωμανός, η λύρα του θείου Πνεύματος, το αηδόνι, το τζιτζίκι, ο αυλός των θείων ασμάτων της Εκκλησίας, παραθέτει σε όλους μας τις μελωδικές του ευωχίες και μέσω αυτών κατευφραίνει τους θεόφρονες» (στιχ. εσπ.). Πρέπει να είναι κανείς θεόφρων, να έχει φρόνημα Θεού: πνεύμα υπακοής και ταπείνωσης όπως εξηγεί ο μέγας απόστολος Παύλος (Φιλ. 2, 5-8) για να ευφρανθεί από τα λόγια του Πνεύματος του Θεού.

Κι αυτό παραπέμπει στο ευρύτερο πρόβλημα γενικώς των εκκλησιαστικών λογίων, είτε της Γραφής είτε των Πατερικών έργων είτε της υμνολογίας και της λειτουργικής ζωής της Εκκλησίας! Τι θέλουμε να πούμε; Αν σήμερα υπάρχει μικρή ανταπόκριση των ανθρώπων για την πίστη του Χριστού και τη ζωή της Εκκλησίας, είναι ακριβώς γι’ αυτό: διαπνεόμαστε από το κοσμικό, αμαρτωλό, πνεύμα, και γι’ αυτό δεν «ευφραινόμαστε», δεν ελκυόμαστε, δεν ευχαριστιόμαστε από ό,τι το Πνεύμα του Θεού εμπνέει. Μπορεί κάποιος να «κατηγορεί» την Εκκλησία για παλαιολιθικές μεθόδους, για απηρχαιωμένες τάχα αντιλήψεις, μα η Εκκλησία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να συνεχίζει την οδό του αρχηγού της Κυρίου Ιησού Χριστού. Οπότε, για να μπορεί κανείς να κατανοήσει τα της πίστεως και να ευφραίνεται γι’ αυτά, χρειάζεται το μοναδικό στοιχείο που τα αλλάζει όλα: τη μετάνοια. Μόλις κανείς ανταποκριθεί στις βαθύτερες εφέσεις της ψυχής του και θελήσει να αναζητήσει την αλήθεια, αμέσως θα δει τη φωτιά του Πνεύματος που περικλείουν τα λόγια του Θεού, θα δει τη νεότητα του Χριστού να ανακαινίζει πλήρως την ύπαρξή του. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα»!