«Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου» (Β΄ Κορ. 6, 2)
(Στον καιρό της χάρης σ’ άκουσα)
Παραπονιόμαστε συχνά ότι δεν μας ακούει(!) ο Θεός μας. Προσευχόμαστε, κραυγάζουμε, ματώνουμε, κλαίμε, μα… σαν να είναι κλειστός ο Ουρανός! Καμία απάντηση. Ο Θεός μοιάζει πράγματι σαν να… κωφεύει! Θυμάται κανείς τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο που με το μεγάλο ποιητικό του τάλαντο εξέφρασε μία τέτοια κατάσταση βαθιάς οδύνης του, που αναφερόταν και στα προσωπικά του προβλήματα, αλλά και στα προβλήματα της Εκκλησίας – αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ήταν. Και τι λέει σε επιστολή του; «Με ρωτάς πώς περνάω. Λοιπόν, πολύ πικρά. Δεν έχω τον Βασίλειο, δεν έχω τον Καισάριο, τον πνευματικό αδελφό μου δηλαδή και τον σωματικό. «Ο πατέρας μου και η μητέρα μου με εγκατέλειψαν» λέγω κι εγώ μαζί με τον Δαυίδ. Σωματικά είμαι άσχημα, τα γηρατειά με έχουν επισκεφτεί, υπάρχουν επιπλοκές στις διάφορες φροντίδες μου, μου επιτίθενται οι δυσκολίες, οι φίλοι αποδεικνύονται άπιστοι, τα πράγματα της Εκκλησίας είναι αποίμαντα. Έχουν φύγει τα καλά, παρουσιάζονται γυμνά τα κακά, η πορεία του καραβιού γίνεται νύχτα, πουθενά δεν υπάρχει φως, ο Χριστός κοιμάται!» - μας πιάνεται κυριολεκτικά η ψυχή!
Μία πρώτη απάντηση στην παραδοξότητα αυτή έχει να κάνει με τη μέθοδο συνήθως του Θεού μας, που μέσα από τη σιωπή Του μας αφήνει να ασκηθούμε ώστε να μάθουμε την υπομονή. Η υπομονή είναι εκείνη η αρετή με την οποία πλέκονται και όλες οι άλλες. Αρετή, σημειώνουν οι άγιοί μας, που αποκτήθηκε χωρίς υπομονή δεν είναι αρετή. Μετά από λίγο χάνεται – μας «επισκέφτηκε» εντελώς επιδερμικά. Δεν απαντάει λοιπόν πολλές φορές ο Θεός στα αιτήματά μας, γιατί αποβλέπει στην υψηλότερη πνευματική κατάστασή μας – θέλει να μας φτάσει στο σημείο που είναι Εκείνος. Γιατί γι’ αυτό είμαστε πλασμένοι ως «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν Του» όντα.
Κι είναι ευνόητο ότι η κατάσταση αυτή έχει υπ’ όψιν της τους συνεπείς και γνήσιους χριστιανούς. Μόνον ένας συνεπής πιστός, ένας άγιος δηλαδή κατ’ ουσίαν, αγωνίζεται αδιάκοπα χωρίς στραβοπατήματα, «εισπράττοντας» από τον Κύριο συχνά την… απόσυρσή Του, η οποία όμως τελικώς κατανοείται ως μία άλλης τάξεως «ηχηρή» παρουσία Του! Όταν με άλλα λόγια ο Θεός μας φαίνεται απών, ενώ υπάρχει ο διακαής πόθος μας να Τον προσεγγίσουμε, εκεί μας έχει με τον θερμότερο τρόπο μέσα στην αγκαλιά Του, περιμένοντας την καταλληλότερη για εμάς στιγμή να μας αισθητοποιήσει το πόσο εγγύς είναι. Πρόκειται για ένα μυστήριο, το οποίο κατανοείται μόνον όταν κανείς πράγματι έχει νιώσει την αγάπη του Θεού απέναντι στα πλάσματά Του, κατεξοχήν μάλιστα στον άνθρωπο. Κι ας θυμηθούμε εν προκειμένω τον ίδιο τον εν σαρκί Θεό μας, τον Κύριο Ιησού Χριστό, επάνω στον Σταυρό. Φέροντας επάνω Του την αμαρτία όλου του κόσμου όλων των εποχών, «αἴρων τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» ως ο Μεσσίας, «ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ» κατά τον προφήτη Ἡσαΐα, εκφράζει την οδύνη Του ως άνθρωπος: «Ἠλί, Ἠλί, λαμά σαβαχθανί; τοὐτέστιν Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλιπες;» - η θεοεγκατάλειψη που ετοιμάζει τη μεγαλύτερη κοινωνία με τον Θεό˙ ο Σταυρός που οδηγεί στην Ανάσταση.
Μα, ο απόστολος Παύλος με τον προφητικό στίχο που μνημονεύει έχει κυρίως κάτι άλλο στον νου του: σε άκουσα κι επέβλεψα πάνω σου, λέει ο Θεός, στον κατάλληλο καιρό, στον καιρό δηλαδή της χάρης και της ώρας της σωτηρίας. Κι είναι μία από τις πιο καίριες αλήθειες της πίστεώς μας, που τις περισσότερες φορές θέλουμε να την αγνοούμε και να μη τη λαβαίνουμε υπ’ όψιν μας. Τι αποκαλύπτεται λοιπόν εδώ; Ότι ο Θεός μας, πέρα από την παιδαγωγία Του που μνημονεύσαμε παραπάνω, ακούει τον άνθρωπο, όταν εκείνος παλεύει να συντονιστεί μαζί Του˙ να βρεθεί στο πνευματικό σημείο που τα αυτιά του είναι ανοικτά για να ακούσουν τη δική Του, του Θεού, φωνή. Ό,τι συμβαίνει περίπου με το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση, όπου πρέπει κανείς να συντονιστεί με τον σταθμό που θέλει να πιάσει, έτσι κι εδώ: πρέπει κανείς να στραφεί με αγαπητική ορμή ψυχής προς εκεί που πράγματι εκπέμπει ο Θεός. Κι εκεί που εκπέμπει είναι στην καρδιά του ανθρώπου, η οποία πρέπει να βρίσκεται σε κατάσταση αναζήτησης του Θεού, σε κατάσταση δηλαδή κυριολεκτικά χάριτος. Διότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χάρη για έναν άνθρωπο να έχει απελπιστεί από ό,τι τον δένει εμπαθώς με τον κόσμο τούτο μέσω των παθών του και να αναζητεί και να διψά τον Θεό του. Είναι η ώρα της μετάνοιας, που ο ίδιος ο Κύριος το είπε απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του: «μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ» - η Βασιλεία του Θεού, η παρουσία της χάρης Του δηλαδή, απαιτεί τη μετάνοια του ανθρώπου ως αδιάκοπη επιστροφή του προς Εκείνον. «Ἀναστάς πορεύσομαι πρός τόν Πατέρα μου». Και για να το πούμε με τον ιδιαίτερο και απλό και ευφυή τρόπο του αγίου Παϊσίου του αγιορείτου: «Δεν μπορείς να οσμιστείς τίποτε, αν είσαι κρυωμένος και είναι μπουκωμένη η μύτη σου».
Ο ίδιος ο Κύριος δεν το έλεγε κι αλλού; Ποιος είναι εκείνος που μπορεί να ακούσει τη φωνή μου; Μόνον εκείνος που θέλει και αγαπάει την αλήθεια και την αναζητεί. «Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας ἀκούει μου τῆς φωνῆς». Οπότε, άνθρωπος που αναφέρεται στον Θεό, κραυγάζει προς τον Θεό, προσεύχεται και κλαίει, αλλά χωρίς μετάνοια, δηλαδή χωρίς διάθεση αλλαγής του γιατί είναι εμπαθώς προσκολλημένος στα πάθη του και δεν θέλει να τα εγκαταλείψει, δεν πρόκειται να εισακουστεί από τον Θεό. Ο Θεός γι’ αυτόν θα είναι… κωφός, ή καλύτερα ο Θεός θα του μιλάει, αλλά εκείνος συντονισμένος με άλλα πράγματα εκτός Θεού δεν θα Τον ακούει. Κι αξίζει να μνημονεύσουμε και έναν ψαλμικό στίχο (102 ψ.), κατά τον οποίο ο προφητάναξ Δαυίδ αποκαλύπτει κάτι για τους αγγέλους του Θεού. «Ευλογεῖτε πάντες οἱ ἄγγελοι Αὐτοῦ», λέει, «δυνατοί ἰσχύϊ, ποιοῦντες τόν λόγον Αὐτοῦ, τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων Αὐτοῦ». Καλεῖ τους αγγέλους ο προφήτης να ευλογήσουν τον Θεό, αυτό που είναι το αδιάκοπο έργο τους, γιατί έχουν τη δύναμη να ακούνε και να κατανοούν τη φωνή των λόγων Του, ευρισκόμενοι σε ετοιμότητα εφαρμογής αυτών. Και πώς έχουν αυτή τη δύναμη; Πράττουν πάντοτε το άγιο θέλημά Του. Με άλλα λόγια όταν κανείς θέλει να υπακούει στο θέλημα του Θεού, όταν όπως είπαμε διαρκώς μετανοών επιστρέφει στον Θεό, τότε διανοίγονται τα πνευματικά ώτα του για να ακούει και να κατανοεί τη φωνή Του, που είναι η παντοδύναμη ενέργειά Του, ή αλλιώς ο Θεός εισακούει αμέσως την όποια δέησή του και επισκέπτεται τον πιστό αυτόν άνθρωπο.
Και τι σημειώνει επίσης ο άγιος απόστολος Παύλος επ’ αυτού; Ότι ο καιρός αυτός της χάριτος κατά τον οποίο ο άνθρωπος συντονίζεται με τον Θεό είναι όχι το χθες, όχι το αύριο, όχι το μεθαύριο ή κάποιο σημείο στο απώτατο μέλλον, αλλά μόνο το νῦν, το σήμερα. «Ἰδού νῦν καιρός εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας». Το παρόν είναι ο καιρός της χάριτος και της σωτηρίας του ανθρώπου. Γιατί ό,τι δεν κάνουμε τώρα, αυτό που μας παρέχει ως δωρεά ο Θεός, ίσως ποτέ δεν θα μπορέσουμε να το ξαναβρούμε για να συναντήσουμε εν τέλει τον Θεό μας. Αν άγιασαν οι άγιοί μας, αν έχουμε αγίους που μετάνιωσαν και άλλαξαν με συγκλονιστικό τρόπο, σαν τον απόστολο Παύλο, σαν την οσία Μαρία την Αιγυπτία και άλλους άπειρους αγίους μας, ήταν γιατί κατενόησαν τη σημασία του τώρα. Το τώρα είναι η δωρεά του Θεού που πρέπει κανείς με ετοιμότητα ψυχής να το αρπάξει. Είναι η «αρπαγή» της Βασιλείας του Θεού, που σημαίνει την ένταξη του ανθρώπου ήδη από τώρα στην ίδια την αιωνιότητα.